Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2022

«Ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται εἰς ἑαυτὸν»



«Ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται εἰς ἑαυτὸν»

πηγή: https://www.imaik.gr/

Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει στὴν πορεία τῆς ἀναγεννήσεώς μας, μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νὰ μελετήσουμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ λίγο πρὶν τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Πρόθεσή της εἶναι νὰ καταδείξει ὅτι, ὅσο σκληρὸς καὶ ἂν εἶναι ὁ ἀγώνας μας, ἡ ἀπόγνωση δὲν ἔχει θέση στὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν οὐράνιο Πατέρα, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀναζητεῖ καὶ μᾶς ἀναμένει μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες. Ὄχι ἁπλῶς μᾶς παρακολουθεῖ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ σπεύδει ἀκόμη καὶ νὰ μᾶς συναντήσει, ἐπιποθώντας νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ Βασιλεία Του.

Τέτοια εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ οὐράνιου Πατρός. Τὸ τροπάριο ποὺ ψάλλουμε στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας τῆς μοναχικῆς κουρᾶς εἶναι γνωστὸ ὡς «ἀγκάλας πατρικάς»: «Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον, ἀσώτως τὸν ἐμὸν κατηνάλωσα βίον, εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον ἀφορῶν τῶν οἰκτιρμῶν Σου Σωτήρ. Νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδης καρδίαν. Σοὶ γάρ, Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω, Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου». Ὁ μοναχισμὸς ἀποτελεῖ φοβερὸ ἅλμα πίστεως, στὸ ἐπίμοχθο ἔργο τῆς μετανοίας. Ὡστόσο, ἀπὸ τὸ ξεκίνημα ἀκόμη ψάλλουμε τὸν τρυφερὸ αὐτὸ ὕμνο, ὡς ὑπενθύμιση ὅτι τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατον, ἐφόσον γευθήκαμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς ἐξετάσουμε τὴν ἴδια τὴν παραβολή. Ὁ νεότερος γιὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα του: «Πάτερ, δὸς μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ὁ Θεὸς τρέφει ὕψιστο σεβασμὸ γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων Του καὶ τοὺς ἀποδίδει ἀνεπιφύλακτα ὅσα ἰσχυρίζονται ὅτι τοὺς ἀνήκουν. Δὲν μᾶς ἐπιβάλλει νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε, γιατί ὅποιο ἔργο ἀναλαμβάνεται μὲ ἐξαναγκασμὸ δὲν ἔχει καμία ἀξία στὴν αἰωνιότητα. Ἡ ἀγάπη καταξιώνεται, ὅταν προσφέρεται ἐλεύθερα ἀπὸ καρδιὰ γεμάτη μὲ πίστη, διαφορετικὰ ἀποδεικνύεται εὐτελής.

«Καὶ μετ’ οὐ πολλάς ἡμέρας συναγαγῶν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν καὶ ἐκεῖ διεσκόπρισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Ἐδῶ φαίνεται καθαρὰ ἡ δυναμική του κακοῦ. Μόλις ἀποδεχθοῦμε καὶ τὸν μηδαμινότερο κακὸ λογισμό, παραχωροῦμε στὸν ἐχθρὸ ἕνα μικρὸ ἄνοιγμα, γιὰ νὰ εἰσέλθει. Στὴ συνέχεια μᾶς παρασύρει ὁλοένα καὶ πιὸ κάτω, ἐνῶ ἡ δική μας ἀντίσταση διαρκῶς ἐξασθενεῖ. Κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, πρέπει νὰ καταπνίγουμε τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς μόλις ἐμφανισθοῦν, διαφορετικὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ αὐτοὺς χωρὶς τὴ μεσιτεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἡ δύναμη τοῦ κακοῦ ἐπιφέροντας ραγδαία κατάπτωση μᾶς καταποντίζει στὸ ἀπύθμενο χάσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀπώλειας. Ἡ τρομακτικὴ μακρινὴ χώρα, ἀπ’ ὅπου ἀπουσιάζει ὁ Θεὸς ἀναφέρεται στὶς Γραφὲς ὡς ἅδης. Ὁποτεδήποτε ἐγκαταλείπουμε τὸν οἶκο τοῦ Πατέρα, ἀποξενωνόμαστε ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του. Ἔχοντας ἐκλάβει τὴν προστασία Του ὡς δεδομένη, τὴν ἀπορρίπτουμε καὶ ἐπιχειροῦμε ἕνα πολὺ μεγάλο ταξίδι, μακριὰ ἀπὸ τὸν ἐναγκαλισμὸ τῆς πατρικῆς ἀγάπης Του.

«Διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐκδαπάνησε ἄσκοπα τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη – τὴν οὐσία καὶ τὴν ὑπόστασή του. Ἀπέρριψε τὸ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας. Ἐγκατέλειψε τὴν τιμὴ τῆς υἱότητας τοῦ ἑνὸς ἀληθινοῦ Πατέρα του καὶ κατάντησε ἄγριο θηρίο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίρνει ἀψήφιστα τὴ χάρη ποὺ τοῦ ἀπένειμε ὁ οὐράνιος Πατέρας, τὰ χάνει ὅλα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ μὴν εἶχε ἔλθει στὴ ζωὴ αὐτή, παρὰ νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν εὐδοκία τῆς θεϊκῆς εὐσπλαχνίας. Ὅπως διαβεβαιώνει ὁ Ψαλμωδός, τὸ ἔλεός Του εἶναι πολυτιμότερο ἀπὸ τὴ ζωή.

«Ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Δὲν ὑπάρχει τίποτα φοβερότερο ἀπὸ τὴν ξηρασία ποὺ ἐπακολουθεῖ τὴν ὑποχώρηση τῆς χάριτος. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ὅταν ἡ ἀπομάκρυνσή της ὀφείλεται στὴν παράβαση καὶ στὴν ἀνυπακοὴ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀγωνία του κορυφώνεται καὶ αὐτὸς ἀρχίζει νὰ «ὑστερεῖται». Ὑποφέρει ἀπὸ πείνα καὶ δίψα, καὶ ἐνῶ παλαιότερα ἀπολάμβανε τὸν πατρικὸ ἐναγκαλισμό, τώρα βρίσκεται παγιδευμένος στὸν λιμὸ τῆς καρδιᾶς του καὶ μέσα στὸν τυραννικὸ κλοιὸ τοῦ θανάτου.

Ἡ μακρινὴ χώρα τοῦ λιμοῦ εἶναι ὁ κόσμος ποὺ μᾶς περιβάλλει· εἶναι ὁ κόσμος ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τὸν Θεὸ καὶ τὴ χάρη Του, καὶ οἱ κάτοικοί του ζοῦν μέσα σὲ βαθειὰ ἐρήμωση. Οἱ ἀποθῆκες καὶ οἱ τσέπες τους εἶναι ἴσως ἀσφυκτικὰ γεμάτες, ἀλλὰ οἱ ξηρὲς καρδιὲς τους πλήττονται ἀπὸ τὴ φοβερὴ δυστυχία τοῦ λιμοῦ. Καρδιὰ γεμάτη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνενδεής, γιατί πλοῦτος της εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Ὁ ἄνθρωπος τότε ὑποφέρει τὴ φτώχεια μὲ χαρά, ἐκλαμβάνοντας ὅλες τὶς θλίψεις ὡς εὐκαιρίες ἀγαλλιάσεως ἐν Κυρίῳ. Ἡ ἀνέχεια μπορεῖ νὰ συγκεντρώσει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ ἀπελευθερώσει μέσα του μεγάλη ἐνέργεια, ἱκανὴ νὰ τὸν στηρίξει σὲ κάθε μορφὴ ἀντιξοότητας. Ὅσο γιὰ τὴν κενὴ καρδιά, φαίνεται νὰ μὴν ὑπάρχει τέλος στὴ δυστυχία της.

Ὁ λιμὸς τῆς μακρινῆς ἐκείνης χώρας δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ πείνα μίας ἀποστεγνωμένης καὶ ἀπολιθωμένης καρδιᾶς ποὺ στερήθηκε τὴ χάρη. Ὁ ἀτυχὴς νέος, ἀφοῦ ἀπόλαυσε μεγάλη ἄνεση στὸν οἶκο τοῦ πατέρα του, ἀποστασιοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία τῆς ἀγάπης Του τόσο πολύ, ὥστε νὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ ἀπόκοσμο βασίλειο τῶν δαιμόνων καὶ νὰ ὑποταχθεῖ στὰ καταχθόνια σχέδια τους. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀναλαμβάνει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ σὲ συνεργασία μαζί Του γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τῆς σωτηρίας του, εὔκολα οἱ δαίμονες τὸν θέτουν ὑπὸ τὸν ἔλεγχο καὶ τὴν ἐκδούλευσή τους. Τοῦ ἀναθέτουν νὰ βόσκει χοίρους, δηλαδὴ τὸν ὁδηγοῦν στὸ νὰ τροφοδοτεῖ τὴν ὀλέθρια φλόγα τῶν παθῶν. Καὶ ἡ μόνη ἀνταμοιβὴ βέβαια ἀπὸ τέτοιο ἔργο εἶναι ἡ κατάρα τοῦ θανάτου. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ κατάρα ἐπερχόταν ὡς συνέπεια ἁμαρτίας ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπακόλουθο ἀμέλειας στὴν ἐκπλήρωση τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ προφήτης Ἱερεμίας: «Ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς» (Ἱερ. 48, 10). Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἐπιχειρήσει νὰ ἐπιτελέσει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ μὲ μισή καρδιά, θὰ ἐπισύρει ἐπάνω του κατάρα, ἀκόμη καὶ ἂν ζεῖ μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μας εἶναι ὄντως ζηλωτὴς καὶ δὲν ἀνέχεται μερισμὸ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀρκεῖται σὲ ἕνα μικρότερο ἢ μεγαλύτερο μερίδιο. Ποθεῖ ὁλόκληρη τὴν καρδιὰ ὄχι ἀπὸ ἰδιοτέλεια, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν γεμίσει μὲ τὸ πλήρωμα τῆς θεϊκῆς ζωῆς Του.

Ὁ δυστυχὴς καὶ ἐπικατάρατος ἄσωτος υἱὸς «ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ». Ὁ στίχος αὐτὸς ρίχνει φῶς σὲ μία τρομακτικὴ πραγματικότητα. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκαταλείψει, τότε οἱ ἀνθρώπινες ἀλλὰ ἀκόμη καὶ οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις ἀδυνατοῦν νὰ μᾶς συνδράμουν. Φυσικὰ ὁ ἄνθρωπος ἑκούσια ἐγκαταλείπει τὴ θεϊκὴ Βασιλεία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτός, γιὰ νὰ προσχωρήσει στὸ ζοφερὸ βασίλειο τοῦ θανάτου. Ὑπόκειται ἔτσι στὴ δυναμική του κακοῦ καὶ δαπανᾶ ἐφεξῆς ὅλες τὶς δυνάμεις του μόνο γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του. Καθὼς ὅμως ἀγωνίζεται νὰ ἐπιζήσει, καταποντίζεται ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴν ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ κατάρα ποὺ ἐπισύρει ἐπάνω του γίνεται δριμύτερη. Ὅσο περισσότερο ἐνδίδει στὰ πάθη, τόσο ἐπιτείνεται ἡ λιμοκτονία του ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μένει ἀπαράκλητη ἀπὸ τὶς πρόσκαιρες ἡδονὲς τοῦ κόσμου τούτου. Μόνο ἡ ἄφθαρτη παρηγοριὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει ἀληθινά.

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πόσο ἔχει ἐξαχρειωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἢ πόσο βαθιὰ ἔχει βυθισθεῖ στὴν ἄβυσσο τῆς κολάσεως, διατηρεῖ πάντοτε μέσα του κάποια εὐγένεια ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλειφθεῖ, δηλαδὴ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε. Ὁ Θεὸς ἐμφύτευσε στὴν ὕπαρξή μας τὴ δυνατότητα τῆς μετάνοιας, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ στρεφόμαστε πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ἱκετεύουμε γιὰ τὴ συγχώρησή Του ὁποιαδήποτε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν», ἐξετάζει προσεκτικὰ τὴν καρδιά του καὶ στὴ συνέχεια καταφεύγει στὸν Θεὸ μὲ ὑπευθυνότητα, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀλήθεια τῆς μετάνοιάς του. Τότε Ἐκεῖνος τοῦ ἀπονέμει μεγάλη τιμή, ἐκχέοντας πάνω του τοὺς ἀναζωογονητικοὺς καταρράκτες τοῦ ἐλέους Του. Ἔχοντας δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ὁμοίωσή Του, ἐμφύσησε στὴ φύση του τὸν πόθο τῆς θεϊκῆς υἱοθεσίας, στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀποκρίνεται μὲ τοὺς εὐλογημένους καὶ σωτηριώδεις λόγους: «Πάντα τὰ ἐμά σὰ ἐστιν». Αὐτὸ σημαίνει: «Τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς μου, ὢ ἄνθρωπε, εἶναι τώρα δική σου ζωή». Ὅσα ἰδιώματα ἔχει ὁ Θεὸς ἐκ φύσεως τὰ ἀποδίδει δωρεὰν στὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος γίνεται κατὰ χάριν θεός.

Ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα τοῦ ἀσώτου τὸν ὑποχρεώνουν σὲ βαθειὰ αὐτοεξέταση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνέρχεται, ἀπαιτεῖται μεγάλη ἀνδρεία, προκειμένου νὰ ἐξετάσει τὴν καρδιά του καὶ νὰ ἔλθει ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἀληθινὴ καὶ ὀλέθρια πτωχεία ποὺ τὸν χαρακτηρίζει. Μόλις ὅμως ἀντιληφθεῖ καὶ ἐξομολογηθεῖ τὴν κατάστασή του, ὁ Θεὸς σπεύδει νὰ τοῦ συμπαρασταθεῖ. Τὸν φωτίζει, ὑποδεικνύοντάς του ποῦ ἀκριβῶς βρίσκεται. Μὲ τὴν παράδοξη αὐτὴ ὅραση, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ «ἐκ τῶν ὄπισθεν». Δὲν βλέπει τὸν Θεό, ἀλλὰ μᾶλλον ἀποκτᾶ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἡ χάρη τοῦ ἀποκαλύπτει τὰ ὑστερήματά του. Συναισθάνεται τότε τὴν κόλαση στὴν ὁποία βρίσκεται, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπουσιάζει ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει, ὅταν μία ἀκτίνα φωτὸς ἀποκαλύπτει ξαφνικὰ τὴ σκόνη σὲ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο. Ἡ ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς πτωχείας του προσδίδει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει καὶ νὰ ἐπιδιώκει μόνο τὰ ἄφθαρτα καὶ θεϊκὰ πράγματα, ἐνῶ συγχρόνως τὸν κάνει ἱκανὸ νὰ περιφρονεῖ ὅλα τὰ φθαρτά τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ὑπάρξεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας, ἐφόσον ἡ γνώση τῆς ἀληθινῆς μας καταστάσεως ἐμπνέει μέσα μας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ (Ψαλμ. 110, 10).

Εἶναι ἐξέχουσα ἡ στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν». Οἱ ἡσυχαστὲς τοῦ δέκατου τέταρτου αἰώνα ἔκαναν συχνὴ χρήση τῆς φράσεως αὐτῆς, ποὺ ὑποδεικνύει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία, διαχέει τὸν νοῦ πρὸς τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Ἄσωτος υἱὸς εἶναι, κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, καθίσταται εἴτε θηριώδης εἴτε δαιμονιώδης. Τότε ἀρχίζει ἡ ζωὴ τῆς ἀσωτείας, ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴ σωφροσύνη καὶ ποὺ προκαλεῖ τὴ διάσπαση καὶ τὴ διάχυση τοῦ νοῦ, τῶν αἰσθήσεων καὶ ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Προκειμένου νὰ ἑνοποιηθεῖ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ νοῦς πρέπει νὰ ἑνωθεῖ καὶ πάλι μὲ τὴν καρδιὰ μὲ μία θεραπευτικὴ κίνηση πρὸς τὰ μέσα. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ κατεβεῖ καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν καρδιά, ὥστε ἑνωμένος πάλι μὲ αὐτὴν νὰ μπορεῖ νὰ κυβερνᾶ ἀποτελεσματικὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ σώματος, συγκεντρωθεῖ στὴν καρδιά, συντελεῖται μία τρίτη κίνηση, αὐτὴ τὴ φορὰ πρὸς τὸν Ἴδιο τὸν Θεό. Τὸ συνολικὸ σχῆμα ἔχει κυκλικὸ χαρακτήρα, σύμφωνα μὲ τοὺς ὅσιους ἡσυχαστές. Ἀφοῦ «διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ» στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο (πρώτη κίνηση), ὁ ἄσωτος υἱὸς «ἔρχεται εἰς ἑαυτὸν» (δεύτερη κίνηση), οὕτως ὥστε νὰ κατευθύνει ὅλη τὴν ὕπαρξή του πρὸς τὸν ἐναγκαλισμὸ τοῦ Πατέρα (τρίτη κίνηση). Προκειμένου ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπανασυνδέσει τὸν νοῦ μὲ τὴν καρδιά του, πρέπει νὰ ἀντιταχθεῖ στὸ πλῆθος τῶν λογισμῶν ποὺ τοῦ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν τὴ ρίζα τους στὴν ὑπερηφάνεια. Ὡστόσο ἔχοντας ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύψει τὴν καρδιά του, ἀρχίζει νὰ ἐντοπίζει τὴν προέλευση τέτοιου εἴδους λογισμῶν καθὼς ἐπίσης καὶ τὸν σκοπό τους. Δὲν τὸν ἐξαπατοῦν οἱ λογισμοὶ πιὰ μὲ τὴν ἴδια εὐκολία ὅπως παλιά, γιατί μαθαίνει νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς του. Ὅταν τελικὰ καταφέρει νὰ ἐνοικήσει σὲ αὐτήν, τότε μόνο ταπεινοὶ διαλογισμοὶ θὰ ἀναφύονται στὸ ἔδαφός της, ποὺ θὰ τρέφουν καὶ θὰ ζωογονοῦν τὴν ὕπαρξή του.

Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ζοῦμε δυστυχῶς ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας, καὶ ὁ νοῦς μας παραμένει σὲ διαρκῆ σύγχυση. Ὁρισμένοι καλοὶ λογισμοὶ ἀναδύονται κατὰ καιροὺς στὴν ἐπιφάνεια, ἀλλὰ οἱ σκέψεις μας στὴν πλειονότητά τους εἶναι ἐπιβλαβεῖς. Ὅσο ἐξακολουθοῦμε νὰ ἀγνοοῦμε τὴν καρδιά μας θὰ βρισκόμαστε ὑπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ ὀλέθριου αὐτοῦ καθεστῶτος. Πρὸς τὸ τέλος ὅμως ὁ πόνος ἐντείνεται τόσο πολύ, ὥστε ἀνήμποροι νὰ τὸν ἀνεχθοῦμε ἀρχίζουμε νὰ ψάχνουμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Ἐνθυμούμενος τὸ πατρικό του σπίτι ὁ ἄσωτος υἱὸς συνέρχεται καὶ ἀναλογίζεται: «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῶ ἀπόλλυμαι!» Ὅλοι ἔχουμε θαμμένες βαθιὰ μέσα μας ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ Πατρός, γιατί ἡ ψυχὴ μας διατηρεῖ παντοτινὰ τὰ ἴχνη τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ὅταν ἐνδυθήκαμε τὸν Χριστό. Ἐπιπλέον, κάθε φορά ποὺ μετέχουμε στὰ Ἄχραντα Μυστήρια ἡ ὕπαρξή μας σημαδεύεται ἀνεξίτηλα ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Στὴν καρδιὰ τοῦ ἀσώτου ἄλλη ταπεινὴ σκέψη ἀναδύεται τώρα: «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου …» Ἡ διαδικασία τῆς ἐνδότερης ἀναγεννήσεως ἔχει πιὰ ξεκινήσει, ἀφοῦ ἀποφάσισε νὰ ἀνασηκωθεῖ ἀπὸ τὴν πτώση του. Ἔχοντας ἀντικρίσει τὴν πραγματικότητα τῆς ἀπώλειάς του, ἐπιστρέφει πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Θεό. Ἀρχίζει ἡ δυναμικὴ ἐν Θεῷ αὔξησή του. Εἶναι ἕτοιμος νὰ φωτισθεῖ καὶ νὰ καθαρισθεῖ, ἀφοῦ ἄρχισε νὰ μιλᾶ μὲ εἰλικρίνεια στὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του. Οἱ προσευχὲς μιᾶς κατακερματισμένης διάνοιας δὲν ἔχουν οὔτε ἐνάργεια οὔτε βάθος, ἀλλὰ ὁ νοῦς ποὺ ἐπανασυνδέθηκε μὲ τὴν καρδιὰ ξεχειλίζει ἀπὸ ταπεινὴ προσευχὴ μὲ τέτοια δύναμη, ποὺ φθάνει στὰ ὦτα τοῦ Κυρίου Σαβαώθ. «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου». Ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τώρα τὴν ἰσχὺ τῆς ταπεινώσεως. Διαπιστώνει ὅτι ἡ μόνη ὀρθὴ στάση εἶναι νὰ ἀποδώσει ὅλη τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ στὸν Θεό, ἐνῶ στὸν ἑαυτὸ του «τὴν αἰσχύνη τοῦ προσώπου» (Δανιὴλ 9, 7) ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του. Καταθέτει ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸ ἔλεος τοῦ Πατρὸς καὶ ὄχι πιὰ στὸ διεφθαρμένο ἐγώ του, καὶ υἱοθετώντας τὴ στάση αὐτὴ τῆς καρδιᾶς ὁδηγεῖται σὲ ἀληθινὴ μετάνοια. Ὅπως διαβάζουμε σὲ μία ἀπὸ τὶς μεγάλες «εὐχὲς τῆς γονυκλισίας» κατὰ τὴν Πεντηκοστή: «Σοὶ μόνω ἁμαρτάνομεν, ἀλλὰ καὶ Σοὶ μόνω λατρεύομεν». Εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι τοῦ ἐλέους Του, ἀλλὰ ἔχουμε πλήρη πεποίθηση σὲ Ἐκεῖνον τὸν Ὁποῖο λατρεύουμε. Τὸ «ἀλλὰ» αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ λεχθεῖ χωρὶς πίστη, καὶ ἀκριβῶς ἡ πίστη αὐτὴ εἶναι ὁ βράχος πάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομοῦμε τὴν πνευματικὴ ζωή μας.

Ὁ ἄσωτος υἱός, στὴ συνέχεια, ταπεινώνεται ἀκόμη περισσότερο: «Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Δὲν λέει «ἕνα τῶν ὑπηρετῶν σου». Οἱ ὑπηρέτες ἀνῆκαν γενικὰ στὴν οἰκογένεια τοῦ ἀφεντικοῦ τους καὶ περνοῦσαν τὴ ζωὴ τους μέσα στὸ οἰκιακὸ περιβάλλον. Ἀπεναντίας οἱ μισθωτοὶ ὑπηρέτες δὲν εἶχαν δικαίωμα νὰ μένουν στὸ σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ καὶ μποροῦσαν νὰ ἀπολυθοῦν ἀνὰ πάσαν στιγμήν. Ἔτσι ὁ ἄσωτος κρίνει ὅτι τοῦ ἁρμόζει νὰ τοποθετηθεῖ στὴν ἴδια τάξη μὲ τοὺς προσωρινοὺς ἐργάτες, τοὺς πιὸ ἀσήμαντους ὑπηρέτες. Σὲ ὅσους μετανοοῦν ἀληθινὰ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὲς τέτοιες ταπεινὲς σκέψεις, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκφράζει βαθύτερη ταπεινοφροσύνη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Τὸ πῦρ τῆς μετάνοιας βυθίζει τὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ στὴν ἄβυσσο τῆς μηδαμινότητάς του, ἀπ’ ὅπου μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ πάλι νὰ τὸν ἀνυψώσει. (Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ὑπέδειξε τὴν ὁδὸ αὐτή: προηγήθηκε ἡ κατάβασή Του στὸν Ἅδη, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἡ ἀνάβασή Του ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν). Ὅσο ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο κερδίζει σὲ σοφία, καλλιεργώντας ἀδιασάλευτη πίστη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ γνωρίζοντας ὅτι Αὐτὸς θὰ τὸν ἀνυψώσει διαπαντὸς ἐν καιρῷ εὐθέτω (Α΄ Πέτρ. 5, 6). Ἀφότου ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύψει τὴν καρδιά του, μοναδική του μέριμνα εἶναι νὰ καλλιεργεῖ τέτοιους λογισμούς, ποὺ τὸν τοποθετοῦν στὴν καθοδικὴ πορεία τῆς μετάνοιας. Γνωρίζουμε ὅτι, ὅποιος φέρεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, δὲν παύει νὰ μέμφεται τὸν ἑαυτό του. Μάλιστα ὅσο περισσότερο ὁδεύει πρὸς τὰ κάτω, ἀκολουθώντας τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ, τόσο ὑψηλότερα θὰ ἀνυψωθεῖ μαζί Του.

Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἐνέργεια τοῦ κακοῦ ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπώλεια, ἔτσι καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος τὸν μετασχηματίζει, ἂν αὐτὸς συμμορφώνει τὴ ζωή του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὴ σωτηρία, κάθε ταπεινὸς λογισμὸς γεννᾶ ἄλλον ταπεινότερο, ποὺ αἰχμαλωτίζει κάθε κακὴ σκέψη στὴν ὑπακοὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ (Β΄ Κορ. 10, 15). Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ δόξα τοῦ ἐναγκαλισμοῦ του ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ στὴν υἱοθεσία.

Ἡ μεγάλη ὀδύνη βοήθησε τὸν ἄσωτο υἱὸ νὰ βρεῖ τὴν καρδιά του. Μέσα ἀπὸ τὴ δυναμικὴ ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν ταπεινῶν λογισμῶν ποὺ ἀναζωογονοῦν τὴν ψυχή του, ὁδηγήθηκε στὴν ἀνακάλυψη τοῦ πνευματικοῦ χώρου τῆς μετάνοιας. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου». Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἰσχὺς ἑνὸς ταπεινοῦ λογισμοῦ. Μὲ λίγες μόνο λέξεις ἡ Ἁγία Γραφὴ ἑστιάζει τὴν προσοχή μας στὴ μεγαλειώδη πραγματικότητα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸν κεκρυμμένο σκοπὸ τῆς παραβολῆς αὐτῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὴν καρδιά του καὶ ἀρχίζει νὰ αὐξάνει μέσα του τὴ χάρη ταπεινώνοντας τὸν νοῦ του, ἀποκτᾶ ἀνδρεία λέοντος στὴ μετάνοιά του. Ἐπιπλέον ὁ αὐτοκαθορισμὸς του ἐνδυναμώνεται, ὥστε εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνει ἀκόμη καὶ τὴν κάμινο τοῦ ἴδιου τοῦ ἅδη. Ὅπως καὶ ἂν διαμορφώνονται οἱ περιστάσεις τοῦ βίου του, εἶναι πιὰ ὁπλισμένος μὲ τέτοιο θάρρος καὶ τόση παρρησία, ποὺ προσφεύγει πάντοτε στὸν Θεὸ μὲ ἀκλόνητη ἑτοιμότητα γιὰ ἅλματα τῆς πίστεως.

«Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ εὐσπλαγχνίσθη». Ποιὸς ἄλλος πατέρας ἐκτὸς ἀπὸ τὸν οὐράνιο ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τόσο καθαρὰ καὶ ἀπὸ τόσο μακριά, ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας; Ἀληθινὰ καταπλήττει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἔφθασε ἀκόμη καὶ στὴν ἄβυσσο τῆς κολάσεως καὶ τῆς ἁμαρτίας γιὰ νὰ ἀναζητήσει τὰ ἴχνη τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι, ἡ ἐπισκοπή Του δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Μᾶς παρατηρεῖ καὶ καρτερεῖ ὑπομονετικὰ νὰ ἔλθουμε εἰς ἑαυτὸν καὶ τότε μόνο μᾶς ἀνιστᾶ στὸ ὕψος τῆς δικῆς Του δόξας.

Ὁ πατέρας «εὐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμών ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν» (Λουκ. 15, 20). Τρέχει, πέφτει καὶ καταφιλεῖ: τρία ρήματα ποὺ μεταδίδουν μεγάλη δύναμη. Ὁ Θεὸς τρέχει νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ, ὥστε νὰ τοῦ χορηγήσει τὴ δύναμη ποὺ ἀπαιτεῖται, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν καλὴ πρόθεση τῆς ἐπιστροφῆς του. Πέφτει στὸν τράχηλο τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ τὸν καταστήσει θεοφόρο, «ἄλογο» ποὺ ἔχει καβαλάρη τὸν Θεό. Τὸ Εὐαγγέλιο χρησιμοποιεῖ τὶς θαυμάσιες αὐτὲς εἰκόνες, γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἄπειρη ἀγάπη καὶ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ. Τί Θεὸ ἔχουμε! Ἔχοντας ὑπερβεῖ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ταπεινώθηκε ἐνώπιόν μας ἀπὸ ἀγάπη. Χάρη στὴν ὑπερβάλλουσα ἀγάπη Του γίνεται ὑπηρέτης τοῦ ἀνθρώπου, συγκαταλέγοντας τὸν στὴ ζωὴ καὶ τὴ Βασιλεία Του. Ὁ Θεὸς ἐπιχέει τὰ ἐλέη Του πάνω στὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ σηματοδοτώντας μαζί Του τὸ προοίμιο τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἡ ὁποία δὲν γνωρίζει οὔτε φθορὰ οὔτε τέλος. Καθὼς ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεοφόρος, μεταβαίνει ἀπὸ δύναμη σὲ δύναμη, ἐνῶ ἡ ἀγαλλίασή του μεγαλώνει συνεχῶς ἀπὸ ἕνα πλήρωμα χαρᾶς σὲ ἄλλο ἀκόμη μεγαλύτερο.

Δὲν ἀργεῖ ὁ εὔσπλαγχνος πατέρας νὰ ἀκούσει τὰ λόγια τοῦ υἱοῦ του, καὶ ἀμέσως τὸν σφίγγει στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν καταφιλεῖ. Ὁ πατέρας γνωρίζει τὴν ἀλλοίωση τῆς καρδιᾶς του καὶ μέσα στὴ χαρά του οὔτε κἄν ἀκούει τὴν ἐξομολόγησή του. Ποθεῖ τόσο φλογερὰ νὰ ἀποκαταστήσει τὸν μεταμελημένο γιό του, ὥστε διατάζει τοὺς ὑπηρέτες νὰ φέρουν τὴν πιὸ ἐκλεκτὴ στολή. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει, ὅταν στεκόμαστε μὲ μετάνοια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ πενθοῦμε. Ὁ Θεὸς μᾶς συγχωρεῖ, πρὶν ἀκόμη νὰ τὸ καταλάβουμε. Ἀλλὰ ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἀλήθεια τῆς μετάνοιάς μας ἐπισφραγίζεται, μόνο ὅταν ἐξομολογούμαστε τὶς ἁμαρτίες μας ἐνώπιον ἑνὸς «ὁμοιοπαθοῦς» ἀνθρώπου (Πράξ. 14, 15), ἑνὸς ἱερέα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ πατέρας, ὅταν ἀγκαλιάζει τὸν υἱό του, τοῦ μεταδίδει τὴν ἴδια τὴ ζωή του καὶ τοῦ προσφέρει ὅλα τὰ πλούτη του, ὅπως ἀκριβῶς θὰ ἔκανε, ἂν ἐκεῖνος δὲν εἶχε ἐγκαταλείψει ποτὲ τὴν πατρικὴ ἑστία. Θεωρώντας τὰ ἁμαρτήματά του ὡς ἐλάχιστα ἴχνη σκόνης πάνω σὲ ἕναν καθρέφτη τὰ ἐξαλείφει ὅλα, ἀφήνοντας τὴ γυάλινη ἐπιφάνεια ὁλοκάθαρη, ὅπως ἦταν στὴν ἀρχή. «Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην …» Ὁ πατέρας τὸν ἐνδύει μὲ τὴν περιβολὴ τῆς τιμῆς καὶ τῆς δόξας καὶ τοῦ φορεῖ δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια. Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες ἡ ἐνδυμασία δηλώνει τὴν τιμὴ τῆς υἱοθεσίας. Τὸ δαχτυλίδι συμβολίζει τὴ δύναμη ποὺ τοῦ παρέχεται, ὥστε νὰ ζήσει στὸ ἑξῆς ἀναμάρτητη ζωή, ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ καὶ τηρώντας τὶς ἐντολές Του. Ἐπιπλέον, στὰ ἀρχαῖα χρόνια, ὅταν κάποιος ἔδιδε τὸ δαχτυλίδι του σὲ κάποιον ἄλλο, σήμαινε ὅτι τοῦ μεταβίβαζε τὴν ἐξουσία του. Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει καὶ ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Τοῦ παραδίδει τὴν ἐξουσία τοῦ κληρονόμου τῆς ἴδιας τῆς ζωή Του. Τὰ ὑποδήματα ἀποτελοῦν ἐπίσης σύμβολο υἱοθεσίας. Μόνο οἱ ὑπηρέτες περπατοῦσαν ἀνυπόδητοι, ἐνῶ τὰ ὑποδήματα συνιστοῦσαν τὸ διακριτικὸ σημεῖο ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.

«Ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν». Ὁ πατέρας, γεμάτος ἀγαλλίαση, ἑτοιμάζει λαμπρὴ ἑορτὴ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ υἱοῦ του. Ὅπως βεβαιώνει ὁ Κύριος: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἐνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Πράγματι, ζοῦμε στὴ γῆ μεταξὺ δύο κόσμων: Καταυγαζόμαστε ἀπὸ τὶς ἀκτίνες φωτὸς τῆς ἐπουράνιας Βασιλείας καὶ ἀπειλούμαστε ἀπὸ τὶς ζοφερὲς σκιὲς τοῦ Ἅδη. Ἀνάλογα μὲ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογή μας νὰ ἀσπασθοῦμε εἴτε τὸν ἕνα κόσμο εἴτε τὸν ἄλλο, ἡ στιγμὴ τῆς διαβάσεώς μας θὰ ἀποδειχθεῖ πύλη εἰσόδου στὴν αἰώνια μακαριότητα ἢ στὸ τυραννικὸ σκότος τοῦ ἴδιου τοῦ παραλογισμοῦ μας. Ὁ οὐράνιος Πατέρας ὅμως ἔχει μία μόνο σκέψη: «Οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε καὶ ἀπολωλὸς ἦν καὶ εὑρέθη». Ἡ χαρά τοῦ οὐρανίου Πατρὸς εἶναι ἀνεκλάλητη, γιατί ἀνεξάντλητη εἶναι καὶ ἡ δίψα Του γιὰ τὴ σωτηρία μας! Στὴν οὐσία εἶναι ὁ δικός Του σφοδρὸς πόθος γιὰ τὴν ἐπιστροφή μας ποὺ ἀπεργάζεται τὴ δική μας μετάνοια.

Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ δὲν χαροποίησε, ὡστόσο, τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος ἐργαζόταν στοὺς ἀγρούς, ἔξω ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία. Αὐτὸς ἐκπροσωπεῖ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν ὑποδέχονταν μὲ χαρὰ τὴ μεταμέλεια ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ, θεωρώντας ὅτι τοῦ ἀξίζει ἡ κόλαση. Ἐμπιστεύονταν μόνο τὴ δική τους δικαιοσύνη, ἀλλὰ μὲ τὴν αὐτοδικαίωση αὐτὴ ἀποδεικνύεται ὅτι βρίσκονταν στοὺς ἀγρούς, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὸν οἶκο τῆς καρδιᾶς τους. Εἶχαν τὴν πίστη ὅτι ἀνήκουν στὸν Θεό, ὅπως ὁ μεγάλος γιὸς τῆς παραβολῆς, χωρὶς νὰ ἐννοοῦν ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν εἶχαν δώσει ποτὲ τὴν καρδιά τους στὸν ἐπουράνιο Πατέρα. Δὲν εἶχαν καμιὰ γνώση τοῦ Θεοῦ οὔτε ἦλθαν ποτὲ σὲ κοινωνία μὲ τὸ Πνεῦμα Του. Ἔτρεφαν μᾶλλον τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ τυπικὴ ἀπὸ μέρους τους τήρηση τοῦ Νόμου θὰ ὑποχρέωνε κατὰ κάποιον τρόπο τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀποδώσει τὴ σωτηρία.

«Καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τὴ οἰκία, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί ἄν εἴη ταῦτα». Ἐπειδὴ ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐννοήσει ὁ μεγάλος γιὸς τί συνέβαινε, ἀναγκάσθηκε νὰ ρωτήσει ἕναν ὑπηρέτη, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν πληροφόρησε: «Ὁ ἀδελφός σου ἤκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν». Ἐκεῖνος τότε, ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἐγωιστικῆς ἠθικῆς του, ὀργίσθηκε καὶ ἀντέδρασε ὡς ἀκάρδιος ἢ μᾶλλον ὡς λιθοκάρδιος. Ἀρνήθηκε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι σὰν νὰ δήλωνε στὸν Θεό: «Ἂν ὑποδέχεσαι ἁμαρτωλοὺς στὴ Βασιλεία σου, ἐγὼ προτιμῶ νὰ μείνω ἔξω». Δυστυχῶς ἡ στάση αὐτὴ χαρακτηρίζει πολλοὺς χριστιανούς. Λίγοι ἀπὸ μᾶς χαιρόμαστε ἀληθινὰ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἑνὸς ἀδελφοῦ ποὺ ἔζησε ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ πολὺ συχνὰ μάλιστα ἀντιμετωπίζουμε μὲ δυσφορία τὴν πνευματική του σταθερότητα καὶ πρόοδο.

«Ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθών παρεκάλει αὐτόν». Ὅπως ἀκριβῶς ὁ πατέρας ἔσπευσε νωρίτερα νὰ προϋπαντήσει τὸν ἄσωτο γιό του, ἔτσι ἐξέρχεται τώρα νὰ συναντήσει καὶ τὸν μεγάλο γιό του. Ὁ Θεὸς ταπεινώνεται μπροστὰ στὸ καθένα ἀπὸ τὰ τέκνα Του, προκειμένου νὰ τὰ ὁδηγήσει ὅλα κοντά Του. Πόσοι ἀπὸ μᾶς ὅμως ἀρνούμαστε νὰ συμμετάσχουμε στὴ χαρὰ τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα μας! Ἀντιλέγουμε μὲ ἀλαζονικὴ ἀναισθησία: «Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ». Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ δείχνει ὅτι ἡ σχέση μας μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας δὲν ἀποτελεῖ σύνδεσμο ἀληθινῆς ἀγάπης. Ἂν ὅμως δὲν συνδεόμαστε μὲ τὸν Χριστὸ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη, ἀπέχουμε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν τελειότητα καὶ ἡ σωτηρία μας εἶναι ἀβέβαιη. Τὰ λόγια τοῦ μεγάλου γιοῦ συνιστοῦν σαφῆ ἔνδειξη ὅτι ἡ καρδιὰ του στερεῖται τοῦ «ἅλατος» τῆς ἀγάπης. Συνεχίζει τὸν λόγο μὲ ἀκόμη ἐντονότερη πικρία: «Ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν». Πόση ἀγανάκτηση αἰσθάνεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του! Τὸν κατηγορεῖ, καταδικάζοντάς τον γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀνίκανος νὰ διακρίνει τὴ μεταμόρφωση ποὺ ἐπῆλθε στὴν ψυχή του.

Τότε ὁ εὔσπλαχνος πατέρας, μέσα στὴν ἄφατη ἀγαθότητά Του, ἀποκρίνεται: «Τέκνον, σύ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἰ, καὶ πάντα τὰ ἐμά σὰ ἐστιν;». Αὐτὴ εἶναι ἴσως ἡ πιὸ συγκινητικὴ ρήση σὲ ὅλη τὴν παραβολή. Ὁ πατέρας κατακλύζεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ θεραπεύσει τὸν φθόνο τοῦ γιοῦ του καὶ τοῦ θέτει τὸν προβληματισμό: «Σὲ σένα ἔχω δώσει ἤδη ὅλη μου τὴν περιουσία. Γιατί φθονεῖς τὸν ἀδελφό σου; Τὸ μόνο πού σοῦ ζητῶ εἶναι νὰ μὲ ἀγαπᾶς ὡς γιός μου». Ἂν ἡ καρδιὰ τοῦ μεγαλύτερου υἱοῦ ἦταν ἑνωμένη μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ πατέρα του, τότε ἡ χαρὰ τοῦ πατέρα θὰ ἦταν καὶ δική του χαρά. Ἡ δόξα τοῦ ἀδελφοῦ του θὰ ἦταν καὶ δική του δόξα, ὅπως ἀκριβῶς τὸ φῶς ἑνὸς κεριοῦ δὲν ἐλαττώνεται, ὅταν ἀνάβονται ἀπὸ αὐτὸ ἄλλα κεριά. Ὅταν ἀποδεικνύουμε στὸν Θεὸ ὅτι Τὸν ἀγαπᾶμε ὡς ἀληθινοὶ υἱοί, γινόμαστε ἱκανοὶ νὰ λάβουμε ὅλα ὅσα εἶναι δικά Του, τὴν ἴδια τὴ ζωή Του καὶ ὅλο τὸν ἀκένωτο πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Του.

Οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, διατυπωμένοι μὲ ἐξαιρετικὴ εὐγένεια, φανερώνουν τὸν σφοδρὸ πόθο Του νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπὸ τὴ μικροπρέπεια τῆς ζηλοτυπίας. Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ Εὐαγγελίου, μετὰ τὴν Ἀνάστασή του Κυρίου, ὁ Πέτρος ζητεῖ νὰ ἐνημερωθεῖ γιὰ τὸν Ἰωάννη. Εἶχε δεῖ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ νὰ γέρνει στὸ στέρνο τοῦ Κυρίου κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ διατήρησε τὴν εἰκόνα αὐτὴ στὴ μνήμη του. Νιώθοντας ὁ ἴδιος μεγάλη ντροπὴ γιὰ τὴ δική του προδοσία, ρωτᾶ τὸν Χριστό: «Οὗτος δὲ [ὁ Ἰωάννης] τί;» Καὶ ὁ Κύριος ἀποκρίνεται: «Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; Σὺ ἀκολούθει μοι» (Ἰωάν. 21, 22). Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς συμπεριφέρεται στοὺς συνανθρώπους μας. Σκοπὸς καὶ χρέος μας εἶναι νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε μὲ πίστη καὶ ἀφοσίωση, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀκούσουμε τὸν μακάριο λόγο: «Πάντα τὰ ἐμά σά ἐστι». Καὶ πραγματικά, ὅταν ἡ καρδιὰ μας ἀνήκει στὸν Θεό, δὲν ὑστεροῦμε σὲ τίποτα, ἀφοῦ ὅ,τι δωρίζει στοὺς ἀδελφούς μας ἀποτελεῖ συγχρόνως καὶ δικό μας χάρισμα.

«Εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλῶς ἦν καὶ εὑρέθη». Ἂν ἀκολουθοῦμε τὰ ἴχνη τοῦ Κυρίου μὲ πιστότητα, ἡ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων θὰ εἶναι ἡ μόνη μας ἐπιθυμία. Τότε καὶ ἡ δική μας σωτηρία θὰ ἀποτελεῖ φυσικὸ ἐπακόλουθο, ἐφόσον ἡ ἐπιθυμία μας θὰ εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Γνώρισα ἕναν μοναχὸ ποὺ προσευχόταν γιὰ πολὺ καιρό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σῶσε ὅλο τὸν κόσμο, καὶ μένα». Μὲ ἄλλα λόγια: «Κύριε, παράλαβε ὅλους τούς ἀνθρώπους στὸν Παράδεισο, καὶ ἴσως τότε ὑπάρξει καὶ γιὰ μένα κάποια ἐλπίδα».

Ὅταν ἀκολουθοῦμε τὸν Κύριο, μοναδική μας μέριμνα εἶναι νὰ Τὸν εὐαρεστοῦμε καὶ νὰ Τοῦ ἀποδίδουμε εὐχαριστία σὲ ὅ,τι κάνουμε. Προηγουμένως ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκτήσουμε αὐθεντικὴ σχέση μαζί Του, καλλιεργώντας τὴν ταπείνωση τοῦ τελώνη καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ μετάνοια τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Ὁ Θεὸς δημιούργησε κάθε ἄνθρωπο μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε ὁ ἰδιαίτερος καὶ μοναδικὸς σύνδεσμός του μὲ τὸν Δημιουργό του νὰ τὸν ὁλοκληρώνει καὶ νὰ τὸν τελειοποιεῖ. Ἔτσι ἀποτελεῖ ὕψιστη ἀποστολὴ καὶ σκοπό μας ἡ δημιουργία ἰσχυρῆς σχέσεως μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ ἀδιάλειπτος διάλογος μαζί Του. Τότε ὅλες οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μας θὰ ἀντλοῦν δύναμη ἀπὸ τὸν σύνδεσμό μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ ἀρχίσουμε νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ πάντα, κάθε στοιχεῖο τοῦ κτιστοῦ κόσμου, στὸ φῶς τῆς σχέσεως αὐτῆς. Ἂν ἡ βελτίωση τῆς σχέσεώς μας μαζί Του καταστεῖ ἡ μοναδικὴ φροντίδα μας, τότε βαθειὰ μετάνοια θὰ ἐκπηγάσει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι μας. Ὅσο περισσότερο αὐξανόμαστε ἐν Χριστῷ, τόσο ἐναργέστερα θὰ προβάλλει μπροστὰ μας ἡ πτωχεία μας ἀνανεώνοντας διαρκῶς τὴν ἔμπνευσή μας. Δὲν θὰ φοβόμαστε τίποτα, γιατί τίποτα δὲν θὰ εἶναι ἱκανὸ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του.

Ἡ σχέση ποὺ οἰκοδομήσαμε μὲ τὸν Σωτήρα μας στὴ ζωὴ αὐτὴ θὰ συνεχισθεῖ καὶ στὸν μέλλοντα κόσμο. Θὰ κριθοῦμε ἀνάλογα μὲ τὴν ἀγάπη μας καὶ σύμφωνα μὲ κάθε λόγο τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἀποθησαυρισμένος στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Κύριος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἔθεσε στὸν Πέτρο τὸ ἐρώτημα: «Φιλεῖς με;», τὸ ἴδιο ἐρώτημα θὰ θέσει στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς στὸν μέλλοντα αἰώνα: «Καὶ σύ, φιλεῖς μέ;» Καὶ ἐμεῖς θὰ ἀπαντήσουμε: «Ναί, Κύριε, Σὺ γνωρίζεις ὅτι φιλῶ Σε». Ὁ δυναμισμὸς ὅμως καὶ ἡ παρρησία τῆς ἀποκρίσεώς μας θὰ ἐξαρτηθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ συνδέσμου μας μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅποια στάση υἱοθετήσουμε στὴ ζωὴ αὐτὴ θὰ συνεχισθεῖ καὶ μετὰ τὸ μνῆμα, γεγονὸς ποὺ γίνεται σαφὲς στὴν εὐαγγελικὴ ἀφήγηση περὶ τῆς κρίσεως τῶν δικαίων. «Κύριε, πότε πράξαμε κάτι καλὸ πάνω στὴ γῆ; Σὲ Σένα πρέπει δόξα, σὲ μᾶς αἰσχύνη» (Ματθ. 25, 37-39) εἶναι ἡ ταπεινὴ σκέψη ποὺ προφέρουν οἱ δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ καὶ ἡ ὁποία ἔθρεψε τὴ μετάνοιά τους στὴ ζωὴ αὐτή. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ μαθητεύσουμε στὴ στάση αὐτὴ τῆς ταπεινώσεως ἀπὸ τώρα, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰώνιας ζωῆς μὲ τὸν Κύριο. Ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ αὐτοδικαίωση δὲν ἔχουν θέση στὴ ζωή Του, μποροῦν ὅμως νὰ μᾶς συνοδεύσουν τραγικὰ στὴν αἰωνιότητα, καταδικάζοντάς μας σὲ αἰώνιο χωρισμὸ ἀπὸ Αὐτόν.

Γιὰ μᾶς Παράδεισος εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς διαβεβαιώνει: «Ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μετανοοῦσαν καὶ τηροῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὁ παράδεισος θὰ ἦταν στὴ γῆ, γιατί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ ἴδιο στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ». Ὁ Παράδεισος ἀρχίζει στὴ γῆ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἐδῶ ἔγκειται ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς αἰώνιας ζωῆς, γιατί ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε, γιὰ νὰ μεγαλύνει τὸν Θεὸ ἀποδίδοντάς Του αἰώνια δόξα. Ἐκεῖνος πάλι ἀγάλλεται μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς δόξας αὐτῆς στὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος τότε ἀπονέμει ἀκόμη μεγαλύτερο αἶνο στὸν Δημιουργό του. Ἔτσι εἰσχωροῦμε στὴν ἀέναη αὐτὴ ἀνακύκλωση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δοξολογίας. Ἡ «κατὰ Θεὸν αὔξηση» συνιστᾶ τὴν ἀληθινὴ πραγμάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κλήθηκε νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό.
Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις