ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
Φέρε μου μάνα να χαρείς
τα σκολιανά μου ρούχα
και πανηγύρι γίνεται
κι όμορφο χοροστάσι
κι η λύρα παίζει τσοι σκοπούς
κι όλους τσ’ αναμαζώνει
κοπέλια, νέους, κοπελιές,
γέρους, μεσοκαιρίτες
και τούτη την ανελωμή
δεν μ-πρέπει να τη χάσω …
Θε’ μου την ν-τόση-ν ομορφιά
που χουν ν-τα πανηγύρια,
που ‘ναι με αγάπη και χαρά
γεμάτα τα ποτήρια,
που σμίγουν-ε οι χωριανοί
με τσοι ξενιτεμένους
και με συντέκνους ακριβούς
και φίλους μπιστεμένους,
θωρείς παππούδες τση πρεπιάς
κι άρχοντες πατεράδες,
για χάρη τση πατούλιας τος
να δίνουν-ε παράδες
κι η πιο ερωντική στιγμή
που τη βραδιά ομορφίζει, ε
ίναι που η κάθε κοπελιά
βγαίνει και στραταρίζει
κι ο νιος με το μαντήλι ν-του
την-ε κρατεί στα ζάλα
και στου σεβντά αντιστέκεται
τα πάθη τα μεγάλα
κι ετσά διαβαίνει η βραδιά
και του γλεντιού το νάμι
κι έρχεται ο ήλιος το πρωί
το πάσο ν-του να κάμει
και να ‘πομείνει η βραδιά
στη σκέψη των ανθρώπω’
και να δοξάζουν ν-το’ Θεό
και τούτον-ε τον ν-τόπο …
Χαρώ σε πανηγύρι μου
με τσ’ όμορφες εικόνες,
που δε χαλά η λάμψη σου
κι ας φεύγουν οι αιώνες .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου