Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

His Only Son (2023) - ΤΑΙΝΙΑ

 


ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ - ΕΔΩ

ΠΗΓΗ -  christianikocinema

θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω καὶ γιὰ τὸν ἐγωϊσμό, γιὰ τὴ λεπτὴ διάκρισι ἀνάμεσα στὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια.

Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ι. Μ. Ιβήρων Αγίου Όρους

Πατέρα Βασίλειε, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ρωτήσω μιὰ προσωπική μου ἀπορία. Μιλήσατε γιὰ τὴν ταπείνωσι σ' ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, εἴτε εἶναι μοναχὸς εἴτε ὄχι, καὶ θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω καὶ γιὰ τὸν ἐγωϊσμό, γιὰ τὴ λεπτὴ διάκρισι ἀνάμεσα στὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια. Γιατὶ πολλὲς φορὲς τὰ συγχέουμε αὐτὰ τὰ πράγματα. Προσπαθοῦμε νὰ φανοῦμε ταπεινοί, καὶ κάπου ἐγὼ προσωπικὰ μπερδεύομαι σ' αὐτό. 
π. Βασίλειος: Νομίζω ὅτι ἕνας ταπεινὸς εἶναι φύσει ἀξιοπρεπής. Καὶ πάλι τὸ λέει ὁ ᾽Αββᾶς ᾽Ισαάκ: Οἱ δὲ «ταπεινόφρονες καὶ νοήμονες» ἐνεργοῦν ἔτσι. ῾Ο ταπεινόφρων εἶναι νοήμων. ῾Ο ὑπερήφανος εἶναι κουφιοκεφαλάκης. ∆ὲν τὸ καταλαβαίνουμε; Μά, νομίζω ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα τὰ ψηλαφοῦμε. Πολλοὶ μιλοῦν γιὰ τὴν ταπείνωσι, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὁ μέγας μυσταγωγὸς στὸ μυστήριο τῆς ταπεινώσεως εἶναι ὁ ἀββᾶς ᾽Ισαάκ. Καὶ λέει: «Ὅταν πάω νὰ μιλήσω γιὰ ταπείνωσι, φοβᾶμαι μιὰ καὶ πάω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, γιατὶ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γενόμενος ἄνθρωπος, τὴν ταπείνωσι ἐνεδύθη ὡς ἱμάτιον». Καὶ ἡ ταπείνωσι μᾶς κάνει κατὰ χάριν υἱοὺς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ ταπείνωσι φέρνει τὴν πρώτη χάρι τῆς υἱοθεσίας, καὶ νοιώθει μετὰ ὁ καθένας ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια θηρία, ὅτι ἐδῶ πέρα ἔχουν διὰ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ταπεινοῦ τὴ φανέρωσι τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Καὶ παίρνει ὁ καθένας ἄνθρωπος πονεμένος καὶ πληγωμένος (ὁ καθένας μας ἔχει τὸ πλήγωμά του μέσα του) μιὰ παρηγοριὰ καὶ μιὰ δύναμι. 
Νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ᾽Εκκλησία. Τὸ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ᾽Εκκλησία, ὅπως εἴπαμε, μὲ τὴ γνῶσι στὶς τρεῖς βαθμίδες της, ποὺ ἀρχίζει ἡ μὲ σωματικὸ καὶ ψυχικὸ τρόπο ἄσκησι τῆς ἀρετῆς, καὶ μετὰ φτάνει στὴν ἀνάπαυσι, ποὺ εἶναι ἡ πρόγευσι τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας. Τὸ νὰ μποῦμε λοιπὸν μέσα στὴ ζωὴ τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι ἕνα πράγμα σωματικὸ καὶ ψυχικό. ῾Ο Χριστός, ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. 
Γι᾽ αὐτό, νομίζω, ἔχει σημασία νὰ ζῶ στὸν φυσιολογικὸ χῶρο. ∆ηλαδή, ἂν τυχὸν θέλω νὰ γίνω μοναχός, δὲν μπορῶ νὰ μὴν πάω στὸ ῞Αγιο ῎Ορος. ∆ηλαδὴ πρέπει νὰ πάω στὸ μοναστήρι. ∆ὲν μπορῶ νὰ μένω σ' ἕνα διαμέρισμα τῆς ὁδοῦ Πατησίων. Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος, μὲ τὶς ἀκολουθίες, μὲ τὶς εἰκόνες, μὲ βοηθάει. Καὶ ἔτσι νοιώθω ὅτι, ὅταν εἶμαι στὸ κελλί μου, στὸν κῆπο, βρίσκομαι μέσα στὴ χάρι τῆς Παναγίας, μέσα στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, ὅπως ἐδῶ πέρα εἶναι μεγάλη εὐλογία, καὶ τὄχω πῆ ἔτσι τόσες φορές, ὅτι δὲν ὑπῆρχε καλύτερος τόπος γιὰ νὰ γίνη αὐτὴ ἡ συνάντησι τὸν 'Ιούλιο τοῦ 1989, παρά, ὅπως εἰπώθηκε στὴν ἀρχή, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς Παναγίας. ῾Υπάρχει αὐτὸ τὸ περιβάλλον ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ πετύχουμε τὴ συνάντησι καὶ τὴν ἐπικοινωνία ποὺ ἐπιδιώκει τὸ συνέδριο. Τὸ ῎Ορος λοιπὸν βοηθάει. 
'Αλλὰ λές: Γιατὶ νὰ εἶμαι ἐγὼ ἐδῶ πέρα, καὶ νὰ βασανίζωνται οἱ ἄλλοι; Νὰ σᾶς πῶ ποιὸ λυπήθηκα; Λυπήθηκα τὸ παιδὶ τῆς Λίνδου. Εἶχα πάει ἕνα χειμώνα στὴ Ρόδο, καὶ μὲ πῆγαν στὴ Λίνδο. Τὸ χωριὸ στὴν πλαγιὰ τοῦ λόφου. Στὴν κορυφὴ ὁ ἀρχαῖος ναὸς καὶ τὰ ἐρείπια. Κάτω τὸ στρογγυλὸ λιμανάκι. ῞Ενα πράμα σὰν ζωγραφιά. Τὰ σπίτια ὄμορφα, λιθόστρωτοι οἱ δρόμοι, ἡ δὲ ἐκκλησία πανάγια. Μιὰ βασιλικὴ κατάγραφη, μὲ ἕνα δάπεδο ἀπὸ βότσαλα τὰ ὁποῖα ἔχουν μὲ τὸν χρόνο πάρει ἕνα κυματισμό. Τὸ τέμπλο ξύλινο, καλοδουλεμένο, μὲ εἰκόνες ἀνάλογες.῾Οπότε, λές: Νὰ γεννηθοῦν παιδιὰ ἐδῶ πέρα, νὰ παίξουν, νὰ γυρίσουν (σὰν τὸν Παναγιώτη, τὸν Λευτέρη καὶ τὴ Μαρίνα). Νὰ τρέξουνε στὴν πλατεία, νὰ πᾶνε στὸ λιμανάκι, νὰ βγοῦνε στὴν κορυφή, νὰ παρακολουθήσουν τὴ Μεγάλη ῾Εβδομάδα στὸν ναὸ αὐτό. Τέλεια. ∆ὲν χρειάζονται καὶ πολλὲς διδασκαλίες. ῎Ηδη αὐτὸ τὸ περιβάλλον εἶναι μιὰ μήτρα θεουργικὴ ποὺ πλάθει σωστὰ τὸν ἄνθρωπο. 
῾Η παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ λέει ὅτι ὁ νεώτερος υἱὸς ἔκανε ἐπανάστασι, ζήτησε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν πατέρα «τὸ ἐπιβάλλον μέρος» τῆς περιουσίας του καὶ ἀπεδήμησε σὲ χώρα μακρινή. 
Μὲ τὸ παιδὶ τῆς Λίνδου, τώρα, τί ἔγινε; ∆ὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀλλὰ ἡ χώρα ἡ μακρινὴ ἦρθε στὸ σπίτι καὶ κατέκτησε τὸ σπίτι. Καὶ οἱ δρόμοι γέμισαν ἀπὸ γυμνοὺς καὶ γυμνές, ἀπὸ ἀνοήτους. Καὶ ἔχουμε ἕνα συνωστισμό, σὰν τὴν ὥρα αἰχμῆς στὸ λεωφορεῖο, ποὺ δὲν μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ μπῆ μέσα.῾Οπότε, λέει τὸ παιδί: Τί θὰ κάνω ἐγὼ ἐδῶ πέρα; Ποῦ εἶναι ἡ Λειτουργία, ποῦ εἶναι ἡ ᾽Εκκλησία, ποῦ εἶναι τὸ παιχνίδι, ποῦ εἶναι ἡ θάλασσα; Χάθηκαν ὅλα. ῾Οπότε, γιὰ νὰ μείνης στὸ σπίτι σου, πρέπει νὰ βγῆς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάστασι ἡ σημερινή. 
᾽Αλλὰ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ μιλήσω γι' αὐτά, πρὶν μιλήσω γιὰ τὴ δύναμι ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν ᾽Ορθοδοξία καὶ δίδει τὴ λύσι. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι ἔτσι ποὺ τὸν ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ θέλει, ὄχι ἁπλῶς τὴν καλοσύνη, ἀλλὰ νὰ φθάση στὴ θέωσι. Καὶ μεῖς εἴμαστε ἀνίκανοι καὶ γιὰ τὴν καλοσύνη. ∆ὲν τὸ ξέρετε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε οὔτε καλοί; Καὶ τότε, γιατὶ μιλᾶμε γιὰ τὴ θέωσι; ∆ιότι τὸ ἐπιθυμοῦμε, τὸ ζητᾶμε αὐτό, καὶ μᾶς τὸ δίδει ὁ Θεὸς χάρισμα, ὅταν κάνουμε ὑπομονή. Καὶ οἱ Ἅγιοι ποὺ τὸ πέτυχαν, τὸ πέτυχαν καὶ γιὰ χάρι μας. Αὐτοὶ εἶναι μιὰ εὐλογία γιὰ μᾶς, καὶ ἐλπίζουμε στὶς πρεσβεῖες τους. 
῾Οπότε, δὲν πρέπει νὰ ἀπογοητευώμαστε, καὶ ὅλα τὰ προβλήματα θὰ λυθοῦν μὲ τὴν ᾽Ορθοδοξία. Καὶ θὰ σωθοῦμε μὲ τὴν ᾽Ορθοδοξία. Πῶς; Μὲ τὸ νὰ κάνη ὁ καθένας τὸ διακόνημά του σωστά. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ γίνεται τώρα, μὲ τὴ συνάντησι αὐτή, εἶναι ἕνα βῆμα. Τὰ περισσότερα θὰ γίνουν μόνα τους, ἂν τυχὸν ἔχουμε αὐτιὰ καὶ ἀκούσουμε τὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ. Πάντως ἐγὼ πάλι θέλω νὰ ἐπαναλάβω τὴν εὐχαριστία ἐκ μέρους ὅλων μας γιὰ τὴν ὁμάδα τῆς Σύρου ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴ μικρὴ συνάντησι, αὐτὲς τὶς μικρὲς συναντήσεις· καί, ἐπειδὴ εἶναι μικρές, εἶναι σημαντικὲς καὶ μεγάλες. 

 Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΗΘΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ




H έκτη και τελευταία εβδομάδα της Mεγ. Σαρακοστής ονομάζεται «Εβδομάδα των Βαϊων». Για έξι μέρες πριν το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων η λατρεία της Εκκλησίας μας ωθεί ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό καθώς πρώτος αναγγείλει το θάνατο του φίλου Του και κατόπιν αρχίζει το ταξίδι Του στη Βηθανία και στην Ιερουσαλήμ. Το θέμα και ο τόνος αυτής της εβδομάδας δίνονται την Κυριακή το απόγευμα στον Εσπερινό: 
Την έκτην των σεπτών Νηστειών Εβδομάδα, προθύμως απαρχόμενοι, Κυρίω προεόρτιον ύμνον των Βαίων άσωμεν πιστοί, ερχομένω εν δόξη δυνάμει Θεότητος, επί την Iερουσαλήμ, νεκρώσαι τον θάνατον...
Στο κέντρο της προσοχής είναι ο Λάζαρος - η αρρώστεια του, ο θάνατός του, ο θρήνος των συγγενών του και η αντίδραση του Χριστού σ' όλα αυτά.
Έτσι τη Δευτέρα ακούμε:
Σήμερον Χριστῷ δηλοῦται, πέραν Ἰορδάνου διατρίβοντι, ἡ νόσος τοῦ Λαζάρου, καὶ ὡς προγνώστης λέγει· Ἡ ἀσθένεια αὕτη, οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον.
Την Τρίτη:
Χθὲς καὶ σήμερον, ἡ νόσος ἡ τοῦ Λαζάρου· ταύτην γὰρ Χριστῷ δηλοῦσιν αἱ σύγγονοι, ἐν χαρᾷ ἡ Βηθανία προευτρεπίζου, τὸν Δεσπότην ξεναγωγῆσαι καὶ Βασιλέα, σὺν ἡμῖν βοῆσαι, Κύριε δόξα σοι.
Την Τετάρτη:
Σήμερον Λάζαρος, θανὼν ἐνθάπτεται, καὶ θρῆνον ᾄδουσιν, αἱ τούτου σύγγονοι, ὡς δὲ προγνώστης καὶ Θεός, τὸ πάθος προηγόρευσας, Λάζαρος κεκοίμηται, τοῖς Μαθηταῖς προφθεγγόμενος· ἀλλὰ νῦν ἀπέρχομαι, ἀναστῆσαι ὃν ἔπλασα. Διό σοι πάντες βοῶμεν· Δόξα τῷ κράτει τῆς ἰσχύος σου.
Την Πέμπτη:
Δισημερεύει Λάζαρος ἐν τῷ τάφῳ, τοὺς ἀπ' αἰῶνος βλέπει θανέντας· ἐκεῖ τεθέαται δείματα ξένα, πληθὺν ἀναρίθμητον, ᾍδου κρατουμένην τοῖς δεσμοῖς· διὸ αἱ σύγγονοι θρηνοῦσι πικρῶς προσβλέπουσαι τὸν τάφον αὐτοῦ, Χριστὸς δὲ ἥκει ζωῶσαι τὸν φίλον τὸν ἑαυτοῦ, τοῦ μίαν παρὰ πάντων ἐπιτελεῖσθαι συμφωνίαν. Εὐλογημένος εἶ Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς
Τέλος την Παρασκευή:
Ἔρχεται ὁ Κύριος, ἄνοιξόν σου τὰς πύλας, Βηθανία πρόσδεξαι, ἐν πίστει τὸν Δεσπότην· καὶ γὰρ ἥκει ἐξαναστῆσαι ἐκ τάφου, Λάζαρον ὡς μόνος παντοδύναμος.
H τελευταία εβδομάδα δηλαδή περνάει με πνευματική περισυλλογή πάνω στην ερχόμενη συνάντηση του Χριστού με το θάνατο - πρώτα στο πρόσωπο του φίλου Του Λαζάρου, έπειτα στο θάνατο του ίδιου του Χριστού. Πλησιάζει η «ώρα του Χριστού» για την οποία τόσο συχνά μιλούσε και προς αυτήν προσανατολιζόταν όλη η επίγεια διακονία Του. Θα πρέπει να ρωτήσουμε: ποιά είναι η θέση και ποιο το νόημα αυτών των πνευματικών σκέψεων πάνω στη Μεγάλη Σαρακοστή; Πώς συνδέονται με την όλη μας προσπάθεια της περιόδου αυτής; Αυτές οι ερωτήσεις προϋποθέτουν μια άλλη ερώτηση με την οποία θα πρέπει τώρα ν’ ασχοληθούμε με κάποια συντομία. Σε κάθε ανάμνηση γεγονότων από τη ζωή του Χριστού η Εκκλησία πολύ συχνά - αν όχι πάντοτε - μεταφέρει το παρελθόν στο παρόν. Έτσι τη μέρα των Χριστουγέννων ψέλνουμε: «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου...», την Κυριακή των Βαϊων λέμε: «Σήμερον εισέρχεται εις τα Ιεροσόλυμα...», τη Μεγάλη Παρασκευή: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...». H ερώτηση λοιπόν είναι: ποιο είναι το νόημα αυτής της χρονικής μεταφοράς; ποια είναι η σημασία αυτού του λειτουργικού «σήμερον»;
Οι περισσότεροι από τους εκκλησιαζόμενους πιθανόν το θεωρούν αυτό σαν μια ρητορική μεταφορά, σαν ποιητικό «σχήμα λόγου». H δική μας, η σύγχρονη προσέγγιση της λατρείας γίνεται με δυο τρόπους: ή με τη λογική ή με το συναίσθημα. Η λογική προσέγγιση περιορίζει τη λειτουργική τελετουργία σε ιδέες. Βρίσκεται δε στις ρίζες της «Δυτικίζουσας» θεολογίας η οποία αναπτύχτηκε στην Ορθόδοξη Ανατολή αφού απομακρύνθηκε από την πατερική εποχή και για την οποία η θεία Λειτουργία είναι, στην καλύτερη περίπτωση ένα ακατέργαστο υλικό για καθαρούς διανοητικούς ορισμούς και θεωρήματα. Ότι δε στη λατρεία δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια διανοητική αλήθεια επιγράφεται «ποίηση» - δηλαδή κάτι που δεν μπορεί κανείς να το πάρει στα σοβαρά. Και εφ' όσον είναι ολοφάνερο ότι τα γεγονότα που μνημονεύονται από την Εκκλησία ανήκουν στο παρελθόν, το λειτουργικό «σήμερον» δεν μπορεί να έχει κάποιο σοβαρό νόημα. Όσο δε αφορά τη «συναισθηματική» προσέγγιση, αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας ατομικιστικής και εγωκεντρικής ευσέβειας που είναι, κατά πολλούς τρόπους, το συμπλήρωμα της διανοητικής θεολογίας. Γι' αυτού του είδους την ευσέβεια, η λατρεία, πάνω από καθετί άλλο, είναι ένα χρήσιμο πλαίσιο για προσωπική προσευχή, είναι φόντο για έμπνευση που σκοπός του είναι να «θερμάνει» την καρδιά μας και να τη στρέψει προς το Θεό. Το περιεχόμενο και το νόημα στις ακολουθίες, στα λειτουργικά κείμενα, στις ιεροτελεστίες έχουν, στην περίπτωση αυτή, δευτερεύουσα σημασία· όλα τούτα είναι χρήσιμα και ικανοποιητικά μόνον εφ' όσον με βοηθούν να προσεύχομαι! Και έτσι το λειτουργικό «σήμερον» σβήνει, όπως εξάλλου και όλα τα άλλα λειτουργικά κείμενα, μέσα σ’ ένα είδος ξεχωριστής κατανυκτικής και εμπνευσμένης «προσευχής». 
Εξαιτίας της πόλωσης στην εκκλησιαστική νοοτροπία όσον αφορά τους δυο τρόπους προσέγγισης της λατρείας, είναι πολύ δύσκολο σήμερα να δείξουμε ότι η αληθινή λειτουργία της Εκκλησίας δεν μπορεί να περιοριστεί ούτε στις «ιδέες» ούτε στην «προσευχή». Δεν εορτάζει κανείς τις ιδέες! Όσο για την ατομική προσευχή δεν λέει το Ευαγγέλιο ότι όταν θέλουμε να προσευχηθούμε να μπαίνουμε στο «ταμείον» μας και να έχουμε προσωπική επικοινωνία με το Θεό; (Ματθ. 6,6). Η σωστή αντίληψη της γιορτής προϋποθέτει και τα δυο, και το γεγονός και την κοινωνική ή ομαδική συμμετοχή σ’ αυτό. Μια γιορτή, ένα πανηγύρι, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι άνθρωποι συναντιώνται όλοι μαζί, ξεπερνώντας το φυσικό χωρισμό και την απομόνωση, δρουν όλοι μαζί σαν ένα σώμα, πραγματικά σαν ένα πρόσωπο μπροστά σ’ ένα γεγονός (γάμος, κηδεία, νίκη κλπ.). Και το πιο φυσικό θαύμα σε όλες τις γιορτές είναι ακριβώς το ότι ξεπερνιέται, έστω και προσωρινά, το επίπεδο των ιδεών και αυτής ακόμα της ατομικότητας. Χάνει πραγματικά κανείς τον εαυτό του μέσα σε μια γιορτή, και συναντάει τους άλλους κατά ένα μοναδικό τρόπο. Aλλά τότε ποιο ακριβώς είναι το νόημα αυτού του λειτουργικού «σήμερον» με το οποίο η Εκκλησία εγκαινιάζει όλες τις γιορτές της; Με ποια έννοια γεγονότα από το παρελθόν γιορτάζονται «σήμερον»; 
Θα μπορούσε κανείς να πει χωρίς να υπερβάλει, ότι όλη η ζωή της Εκκλησίας είναι μια συνεχής ανάμνηση και αναφορά. Στο τέλος κάθε ακολουθίας αναφερόμαστε στους αγίους:«... ων την μνήμην επιτελούμεν...»· αλλά πέρα απ' όλες τις άλλες μνήμες η Εκκλησία είναι μια ατέλειωτη ανάμνηση του Χριστού. 
Από καθαρά φυσιολογική πλευρά η μνήμη είναι μια διφορούμενη λειτουργία. Έτσι το να θυμόμαστε κάποιον που αγαπάμε και πού τον χάσαμε σημαίνει δυο πράγματα. Από τη μια πλευρά η μνήμη είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή γνώση του παρελθόντος. Όταν θυμάμαι τον μακαριστό πατέρα μου, τον βλέπω· είναι παρών στη μνήμη μου όχι σαν ένα συνολικό άθροισμα όλων όσων γνωρίζω γι' αυτόν αλλά με όλη τη ζωντανή του πραγματικότητα. Aλλά από την άλλη πλευρά, αυτή η παρουσία με κάνει να συνειδητοποιώ ότι δεν είναι πια εδώ, ότι ποτέ δεν θα ξαναείναι σ’ αυτόν τον κόσμο και σ’ αυτή τη ζωή, ούτε θα αγγίξω το χέρι που τόσο ζωντανά βλέπω με τη φαντασία μου. Η μνήμη λοιπόν είναι η πιο θαυμάσια και ταυτόχρονα η πιο τραγική απ’ όλες τις ανθρώπινες λειτουργίες, γιατί τίποτε άλλο δεν αποκαλύπτει καλύτερα την σπασμένη φύση της ζωής μας. την ανικανότητα του ανθρώπου να διατηρήσει κάτι πραγματικά, να το κατέχει αληθινά σ’ αυτόν τον κόσμο. H μνήμη μας φανερώνει ότι ο «χρόνος και ο θάνατος βασιλεύουν στη γη». Aλλά ακριβώς γι’ αυτό η μοναδικά ανθρώπινη αυτή λειτουργία της μνήμης γίνεται το κέντρο του Χριστιανισμού, γιατί μ’ αυτή τελεί την ανάμνηση ενός Aνθρώπου, ενός Γεγονότος. μιας Νύχτας, μέσα στο βαθύ σκοτάδι της οποίας ακούμε τα λόγια: «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν...» Και να, το θαύμα γίνεται! Τον θυμόμαστε και Εκείνος είναι εδώ - όχι σαν μια νοσταλγική εικόνα από το παρελθόν, όχι σαν ένα θλιβερό «ποτέ πια...» αλλά με μια τέτοια έντονη παρουσία που η Εκκλησία μπορεί αιώνια να επαναλαμβάνει τα λόγια που είπαν οι μαθητές μετά τη συνάντηση στην Εμμαούς «...ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν...;»(Λουκ. 24,32). 
H φυσιολογική μνήμη είναι πρώτα απ’ όλα μια «παρουσία του απόντος» έτσι ώστε όσο περισσότερο παρών είναι αυτός πού θυμόμαστε τόσο πιο οξύς είναι ο πόνος από την απουσία του. Aλλά «εν Χριστώ» η μνήμη ξανάγινε η δύναμη που γεμίζει το διασπασμένο χρόνο, διασπασμένο από την αμαρτία και το θάνατο, από το μίσος και τη λησμοσύνη. Αυτή λοιπόν η νέα μνήμη, η μνήμη σαν δύναμη πάνω από το χρόνο και την καταστροφή του, αποτελεί την καρδιά της λειτουργικής γιορτής και του λειτουργικού «σήμερον». Σίγουρα η Παρθένος δεν γεννάει σήμερα, ούτε κάποιος «ουσιαστικά» στέκεται μπροστά στο Σταυρό· και σαν γεγονότα τούτες oι πράξεις ανήκουν στο παρελθόν. Aλλά «σήμερον» μπορούμε να θυμόμαστε αυτές τις πράξεις και η Εκκλησία είναι βασικά το δώρο και η δύναμη αυτής της ανάμνησης που μεταβάλλει πράξεις από το παρελθόν σε αιώνια σημαντικά γεγονότα. 
H λειτουργική γιορτή λοιπόν είναι μια νέα είσοδος της Εκκλησίας στο γεγονός και αυτό σημαίνει είσοδο όχι μόνο στις «ιδέες» του γεγονότος αλλά στη χαρά του, στη λύπη, στη ζωή του και στη συγκεκριμένη πραγματικότητά του. Ένα πράγμα πρέπει να ξέρουμε, ότι με την κραυγή «...Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλιπες» ο Σταυρωμένος Χριστός φανέρωσε την «κένωση» Του και την ταπείνωση Του. Είναι όμως πολύ διαφορετικό πράγμα να γιορτάζουμε κάθε χρόνο αυτό που έγινε εκείνη τη μοναδική Παρασκευή· οπότε χωρίς καμιά λογικοποίηση ξέρουμε με πλήρη βεβαιότητα ότι αυτά τα λόγια, που ακούστηκαν μια μόνο φορά παραμένουν αιώνια αληθινά και τίποτε, ούτε η νίκη, ούτε η δόξα μπορούν ποτέ να τα εξαλείψουν. Αυτό που πρέπει να εξηγήσουμε είναι ότι η ανάσταση του Λαζάρου έγινε για να βεβαιωθούμε για «την κοινήν ανάστασιν» (τροπάριο της ημέρας). Είναι κάτι το συναρπαστικό να γιορτάζουμε κάθε μέρα για μια ολόκληρη εβδομάδα αυτή τη συνάντηση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, που αργά αργά πλησιάζει, να γινόμαστε μέρος της, να βλέπουμε με τα μάτια μας και να νιώθουμε με όλο το είναι μας αυτό πού υπονοεί ο Ιωάννης με τα λόγια του: «Ιησούς ουν ως είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντας...ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν... και εδάκρυσεν» (Iωάν. 11,33-35). Για μας και σε μας όλα αυτά συμβαίνουν «σήμερον». Δεν ήμασταν τότε εκεί, στη Βηθανία κοντά στον τάφο με τις αδερφές που θρηνούσαν. Μόνο από το Ευαγγέλιο ξέρουμε όλα όσα έγιναν εκεί. Aλλά μέσα στην Εκκλησία με τη γιορτή της σήμερα, ένα ιστορικό γεγονός γίνεται ένα γεγονός και για μας, για μένα, γίνεται μια δύναμη στη ζωή μου, μια ανάμνηση, μια χαρά. Η θεολογία δεν μπορεί να πάει πέρα από την «ιδέα». Καί όσον αφορά την Ιδεολογική πλευρά, άραγε έχουμε ανάγκη αυτές, τις πέντε συνεχείς μέρες εφ' όσον είναι κάτι τόσο απλό να λέμε: «την κοινήν ανάστασιν... πιστούμενοι»; Aλλά το όλο θέμα είναι ότι η πρόταση αυτή καθ' αυτή δεν βεβαιώνει τίποτε. H αληθινή επιβεβαίωση πηγάζει από τη γιορτή και συγκεκριμένα απ' αυτές τις πέντε μέρες οπότε διακηρύττουμε την αρχή της φοβερής μάχης ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, και αρχίζουμε όχι τόσο πολύ να καταλαβαίνουμε όσο να μαρτυρούμε ότι ο Χριστός πρόκειται να θανατώσει το θάνατο. 
H ανάσταση του Λαζάρου, η υπέροχη γιορτή αυτού του μοναδικού Σαββάτου, είναι πέρα από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Την Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, σ’ ένα ιδιόμελο λέμε: «την ψυχωφελή πληρώσαντες Τεσσαρακόστην, την αγίαν εβδομάδα του Πάθους Σου, αιτούμεν κατιδείν». Μέσα στη λειτουργική ορολογία, το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαϊων είναι η «έναρξη του Σταυρού». Aλλά η τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής, η προεόρτια αυτών των ημερών, είναι η τελική αποκάλυψη του νοήματος της Μεγάλης Σαρακοστής. 
Από την αρχή είπαμε ότι η Σαρακοστή είναι προετοιμασία για το Πάσχα· στην πραγματικότητα όμως η καθημερινή εμπειρία, που έχει μέχρι τώρα γίνει παράδοση, βεβαιώνει ότι αυτή η προετοιμασία παραμένει αφηρημένη και κατ' όνομα μόνο. H Σαρακοστή και το Πάσχα είναι βαλμένα πλάι πλάι αλλά χωρίς καμιά ουσιαστική κατανόηση της σχέσης τους και της αλληλοεξάρτησης. Ακόμα και όταν δεν παίρνουμε τη Σαρακοστή μόνο σαν μια περίοδο για να πραγματοποιήσουμε την ετήσια εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία, συνήθως τη σκεπτόμαστε σαν μια περίοδο για ατομική προσπάθεια και έτσι παραμένει εγωκεντρική. Με άλλα λόγια, εκείνο που ουσιαστικά λείπει από το βίωμα της Σαρακοστής είναι: η σωματική και πνευματική προσπάθειά μας να σκοπεύουν στη συμμετοχή μας στο «σήμερον» της Ανάστασης του Χριστού, όχι σαν μια αφηρημένη ηθικότητα, ούτε σαν μια ηθική πρόοδο μας η σαν έναν αυστηρότερο έλεγχο στα πάθη, ούτε ακόμα σαν μια προσωπική τελείωση, αλλά σαν πλήρη συμμετοχή (συμμετοχή που περικλείει τα πάντα) στο τελικό «σήμερον». H χριστιανική πνευματικότητα που δεν έχει αυτόν το σκοπό κινδυνεύει να γίνει ψευτο-χριστιανική γιατί σε τελευταία ανάλυση μια τέτοια πνευματικότητα παρακινείται από το «εγώ» και όχι από το Χριστό. O κίνδυνος εδώ είναι ότι, όταν η καρδιά εξαγνιστεί, καθαριστεί και ελευθερωθεί από το δαίμονα που την κατοικούσε, παραμένει άδεια και ο δαίμονας ξαναγυρίζει σ’ αυτή «και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων» (Λουκ. 11.26). 
Στον κόσμο τούτο το καθετί - ακόμα και η «πνευματικότητα» - μπορεί να γίνει δαιμονική. Έτσι είναι πάρα πολύ σημαντικό να ξαναβρούμε το νόημα και το ρυθμό της Μεγάλης Σαρακοστής σαν γνήσιας προετοιμασίας για το μεγάλο «σήμερον» του Πάσχα. 
Είδαμε μέχρι τώρα ότι η Σαρακοστή έχει δυο μέρη. Πριν από την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης η Εκκλησία μας προτρέπει να αυτοσυγκεντρωθούμε, να πολεμήσουμε τη σάρκα και τα πάθη, το πονηρό και κάθε άλλη αμαρτία. Aλλά και όταν τα κάνουμε όλα αυτά μας παρακινεί συνέχεια να κοιτάζουμε μπροστά, να εξετάζουμε την προσπάθειά μας και να την υποκινούμε για «κάτι καλύτερο» που είναι προετοιμασμένο για μας. Μετά από την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης το μυστήριο του Πάθους του Κυρίου, του Σταυρού Του και του θανάτου γίνεται το κέντρο σε όλες τις ιεροτελεστίες της Σαρακοστής, γίνεται κέντρο το «απέλθομεν εις Ιεροσόλυμα...». 
Τελικά, στη διάρκεια αυτής της προπαρασκευαστικής εβδομάδας, αρχίζει η ανάμνηση του μυστηρίου. H όλη προσπάθεια της Σαρακοστής μας έκανε ικανούς να παραβλέψουμε όλα εκείνα που, συνήθως καθημερινά, επισκιάζουν το κεντρικό αντικείμενο της πίστης, της ελπίδας και της χαράς μας. O χρόνος, όπως τον ξέραμε, τέλειωσε πια. Τώρα μετριέται όχι όπως συνήθως με τις απασχολήσεις και τις φροντίδες μας, αλλά με ό,τι συμβαίνει στο δρόμο για τη Βηθανία, και πέρα απ’ αυτή, για τα Ιεροσόλυμα. Και, ακόμα μια φορά λέμε, πως όλα αυτά δεν είναι ρητορικά σχήματα. Για όποιον έχει γευτεί την αληθινή λειτουργική ζωή - έστω και μια μόνο φορά, ακόμα και με ατέλειες, - είναι σχεδόν ολοφάνερο ότι από τη στιγμή που ακούμε: «Χαίροις πόλις Βηθανία, πατρίς η του Λαζάρου..., αύριον Χριστός παραγίνεται...», ο εξωτερικός κόσμος γίνεται κάπως εξωπραγματικός και σχεδόν νιώθει κανείς πόνο όταν από ανάγκη έρχεται καθημερινά σε επαφή μ’ αυτόν. H πραγματικότητα βρίσκεται σ’ αυτά που συμβαίνουν στην Εκκλησία, σ’ αυτή την ανάμνηση που μέρα με τη μέρα μας κάνει ν’ αναγνωρίσουμε τι σημαίνει να περιμένεις, και γιατί ο Χριστιανισμός είναι πάνω από κάθε άλλη προσδοκία και προετοιμασία. Έτσι όταν φτάνει ο Εσπερινός της Παρασκευής και ψέλνουμε: «την ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν...» δεν έχουμε μόνο εκπληρώσει μια ετήσια χριστιανική «υποχρέωση», αλλά είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας τα λόγια του ύμνου που ψέλνουμε την επόμενη μέρα: 
Διὰ Λαζάρου σε Χριστός, ἤδη σκυλεύει θάνατε, καὶ ποῦ σου ᾍδου τὸ νῖκος; τῆς Βηθανίας ὁ κλαυθμός, νῦν ἐπὶ σὲ μεθίσταται, πάντες κλάδους τῆς νίκης, αὐτῷ ἐπισείωμεν.

Απόσπασμα 
από το βιβλίο του 
π. Αλέξανδρου Σμέμαν
Μεγάλη Σαρακοστή. 
Πορεία προς το Πάσχα
Ακρίτας

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ ΗΧΟΣ πλ. ἆ’ ΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ. ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ.

 

ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΝ
ΗΧΟΣ πλ. ἆ’ 

 

 ΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ.
ΠΟΙΗΜΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΥΧΑΪΤΩΝ. 
ᾨδὴ ἀ’. 
Ἦχος πλ. ἀ’. Ἵππον καί ἀναβάτην.
ἤματα ἐγκωμίων καί δέησιν προσευχῆς, ἐκ πτωχῆς διανοίας καί ἀναξίου στόματος, τολμήσας προσφέρω σοι, σύ δε Κόρη πρόσδεξαι, ὤσπερ δύο λεπτά θεοδέκτα. 
Ἆλλον Παράδεισον σε γινώσκομεν νοητόν, ἀσυγκρίτως νικῶντα, τόν ἐν Ἐδέμ Παράδεισον, Μαρία Πανάμωμε˙ σύ γάρ Θεονύμφευτε, τήν ἀφθαρσίαν βροτοῖς ἐβλάστησας. 
Ξύλον ζωῆς τρυγῆσαι ἐν Παραδείσῳ Ἀδάμ, ἐκωλύθη τοῦ δένδρου μετειληφώς τῆς γνώσεως˙ θανάτου δε σέσωσται, Θεοτόκε Πάναγνε, ἀθανασίαν ἐκ σου δρεψάμενος. 
Τέτοκας σαρκοφόρον τόν πρίν ασώματον˙ τόν τροφέα μαζοῖς σου, Πανάμωμε εξέθρεψας˙ αὑτόν οὑν ἱκέτευε, διαθρέψαι ἄρτῳ με, ἐναρέτων καί θείων πράξεων. 
ᾨδὴ γ’. Ὁ πήξας ἐπ’ οὐδενός.
νθέως τόν Γαβριήλ ταξίαρχον ἔχοντες, εὐσεβῶς τό χαῖρε δεῦτε προσάξωμεν, τῆ ἀπειρογάμῳ τοῦ Θεοῦ, πάντες Μητρί συμφώνως˙ δι’ ἡ κινδύνων τε καί θλίψεων, καί ἀσθενημάτων λυτρούμεθα. 
Τὁ χαῖρε χαρμονικώς σοι κράζομεν ἅπαντες, οἱ σωθέντες Κόρη τῷ θείω τόκῳ σου˙ χαῖρε γῆ ἀνήροτε χρυσοῦν, στάχυν ἐκθρεψαμένη, τόν διατρέφοντα τά πέρατα, πάλαι ἀπιστία λοἰμώξαντα. 
Ἀγγέλων ἁγιωτέρα ὤφθης κυήσασα, τόν αὑτούς Παρθένε δημιουργήσαντα˙ ὅθεν ἱκετεύω σε ἁγνή, ἁγίασον τόν νοῦν μου, καί τήν καρδίαν φωταγώγησον, νέφη τῶν παθών ἐκδιώκουσα. 
Τἀ τόξα τά τήν ἐμήν καρδίαν τιτρώσκοντα, τῶν δεινῶν δαιμόνων Δέσποινα σύντριψον, καί ῥομφαίαν πῆξον τήν αὑτῶν, εἰς τήν αὑτῶν καρδίαν, ποιοῦσα κρίσιν καί ἐκδίκησιν, ἐν τοῖς ἀδικοῦσιν ἀδίκως με. 
ᾨδὴ δ’’. Τήν θείαν ἐννοήσας σου.
Διάχρυσον ἐσθῆτα θεότητος, σοι περιθείς ὁ σός Υἱός, ἐκ δεξιῶν αὑτοῦ ἔστησε, πεποικιλμένην σε Κόρη, καί περιβεβλημένην ὡς Ἄνασσαν. 
Τοὐ ἄσματος φωνάς σοι προσᾴδοντες, πόθῳ βοῷμεν σοι αγνή˙ μαστοί σου ὄντως εκαλλιώθησαν˙ οὕς περ ἐθήλασε μόνος, ὁ ἄσπορος Υἱός σου καί Κύριος. 
Ἡ Εὖα πεπεισμένῃ τῷ δράκοντι, τέτοκε λύπην γυναιξί˙ σύ δε Παρθένε πιστεύσασα, ταῖς ἐκ Θεοῦ ἀγγελίαις, παντί χαράν τῷ κόσμῳ ἐξήνθησας. 
Ίδοῦ σε γενεαί πᾶσαι Δέσποινα, τήν μακαρίαν ἀληθῶς, ἐν γυναιξί μακαρίζομεν, καθώς προεῖπας τεκοῦσα τόν μόνον Βασιλέα καί Κύριον. 
ᾨδὴ ἕ’. Ὁ ἀναβαλλόμενος.
λῇ ἡ πλησίον μου καλῇ καί ἄμωμος, ἀπό Λιβάνου Παρθένε νύμφη, τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, σύ προεγνωρίσθης, εἰς Θεοῦ Λόγου σάρκωσιν. 
Σοὐ τά χείλη πέφυκε σπαρτίον κόκκινον˙ καί τί ὡραία ἡ λαλιά σου! Δι’ ὤν κατεφίλησας, Θεόν Παναγίᾳ, ὡς βρέφος ἐπωλένιον. 
Ἤλιος νενίκηται τῆ σή λαμπρότητι˙ σύ γάρ Μαρία τόν τοῖς φωστῆρσιν, οὐρανόν κοσμήσαντα, χερσί περιέσχες, καί ἐκ μαζῶν ἐθήλασας. 
Νύμφη Θεοῦ πάντιμε, ἠλίου ὄχημα, φωτός δοχεῖον, εὐῶδες ἄνθος, φυτόν εὐθαλέστατον, κλέος τῶν παρθένων, Μαρία πολυύμνητε. 
ᾨδὴ στ’. Μαινομένην κλύδωνι.
καρπός σου ἄφθαρτος, καί ἡ μήτρα ἄφθορος ἁγνή, ὑπέρ νοῦν ἑκάτερα δεικνύμενα, ὅθεν πιστοί εἰκότως χαῖρε σοι ψάλλομεν. 
Νάρδος ἀποστάζουσα, καί κηρίον μέλιτος ἁγνή, καί πηγήν ζωήρρυτος πανύμνητε, ἡ σή γαστήρ Θεόν τεκοῦσα ανέφανε. 
Νοεραῖ δυνάμεις σε, καί ἀνθρώπων πᾶσαι γενεαί, ὡς Θεόν γεννήσασαν δοξάζουσι, διαπαντός εὐλογημένῃ πανάμωμε. 
Ἡ λαμπάς ἡ ἄσβεστος, ἡ τεκοῦσα φώς τό νοητόν, τήν ἐσκοτισμένην μου διάνοιαν, τῷ φωτισμῷ καταύγασον τῆς σής χάριτος. 
Κάθισμα. 
Ἦχος πλ. ἀ’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Χαἶρε πύλη Κυρίου ἡ ἀδιόδευτος, ἤν προεκήρυξαν πάντες ἄνδρες οἱ δίκαιοι˙ καί ὁ Προφήτης Δανιήλ ὄρος αλάξευτον˙ καί Δαβίδ ὁ μελῳδός, σύν Μωυσῆ καί τοῖς λοιποῖς, βάτον λυχνίαν καί στάμνον˙ ῥάβδον τε κλίμακα θρόνον, καί θείαν κλίνην Θεογεννήτρια. 
ᾨδὴ ζ’. Ὁ ὑπερυψούμενος.
Τἤν πρός τόν προπάτορα, Ἀβραάμ ὑπόσχεσιν, Θεός ἐξετέλεσεν, Υἱός σου γενόμενος, καί σπέρμα τούτου Ἔθνη, εὐλογῶν εὐλογημένῃ. 
Θυγατέρας πάνσεμνε, ἀπᾴσας υπέρκεισαι˙ πολλαί γάρ ἐποίησαν, δυνάμεων χάριτος, ὁ σός δε τόκος τούτων, ὑπερφέρεται τῆ δόξῃ. 
Στάζουσι Πανύμνητε, σμύρναν ἀφθαρτίζουσαν, τά πάνσεπτα χείλη σου, Θεόν ἀσπασάμενα, ὀν ἔτεκες ὡς βρέφος, καί λατρεύεις ὡς Δεσπότην. 
Ὦφθῇς τό ἀνθρώπινον, φύραμα θεώσασα, τῆ θεία γεννήσει σου, Μαρία πανάμωμε˙ διό σε κατά χρέος, οἱ πιστοί δοξολογούμεν. 
ᾨδὴ ἡ’. Σοι τῷ παντουργῷ.
Δεὖτε τήν ἁγνήν καί Θεοτόκον Κόρην, ὑμνήσωμεν λέγοντες ἔνθεα άσματα˙ χαῖρε τοῦ κόσμου, ἐλπίς καί προστασίᾳ, τῶν ὑπερυψούντων Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας. 
Πέπλον τῷ Χριστῷ παρθενικῶν αἱμάτων, Μαρία ἐξύφανας, ἐρίου ἄνευ ανδρός˙ ὀν περ φορέσας, Θεός βροτός εδείχθη˙ ὀν ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. 
Γἡ εἰ καί εἰς γῆν ὡς γηγενῆ πορεύσῃ, οὐκέτι ακούσομαι˙ πρός οὐρανόν γάρ ἐκ γῆς σύ με Παρθένε, ἀνήγαγες τεκοῦσα, τόν ἐκ γῆς τοῦ γένους πλάσαντα τούς γενάρχας. 
Ἆγιος καρπός Ιωακείμ ἐκ ῥίζης, καί Ἄννης ἐβλάστησας ἐκ μήτρας Μήτηρ Θεού˙ ὅθεν ὁ κόσμος πλουτεῖ πηγήν ἐλέους, καί οἱ ἀσθενοῦντες καρποῦνται τήν ὑγείαν. 
Αἰνοῦμεν. 
Ὁ Εἱρμός.
Σοι τῷ παντουργῷ ἐν τῆ καμίνῳ παῖδες, παγκόσμιον πλέξαντες χορείαν έμελπον˙ πάντα τά ἔργα τόν Κύριον ὑμνεῖτε, καί ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας. 
ᾨδὴ θ’. Ἠσαΐα χόρευε.
Θυγατέρες σπεύσατε, τῆς ἀγίας Ἱερουσαλήμ, θεάσασθαι μορφήν, νύμφης εὐκλεοῦς, Μαρίαν τήν ἄχραντον, καί εὐσεβῶς ᾄσατε αυτή˙ χαῖρε Πανύμνητε, Θεοτόκε ἡ χαρά ἡμῶν. 
Ἕκλεκτῇ εὐπρόσδεκτος ἀνεδείχθης ὄλῃ τῷ Θεώ˙ ὡς κρίνον ἀνθηρόν μέσον ακανθών˙ ἀφ’ ὤν σε ὀσφράδιον Παρθενικόν, εὗρεν ἑαυτῷ, καί σε ἀνέδειξε, προστασίαν τῶν τιμώντων σε. 
Νάρδος ἀποστάζουσα, ἀρωμάτων ἄφθορε σεμνή˙ καλή ἐν γυναιξίν, ὤφθης αληθώς˙ ὡραία ἡ ὄψις σου καί ἡ φωνή πλήρης αγαθών˙ λύτρον γάρ ἔτεκες, τῶν πταισμάτων τοῖς ὑμνοῦσι σε. 
Ἡ ψυχή μου Δέσποινα, ἐκολλήθη ὄλῃ ψαλμικώς, ὀπίσω σου τοιγαροῦν σου ἡ δεξιᾷ, ἐμοῦ ἀντιλάβοιτο ἐκδυσωπῶ, σῴζουσα με νῦν, κα περιέπουσα, καί φρουροῦσα καί σκεπάζουσα. 
Προσόμοια. 
Ἦχος πλ. ἀ’. Χαίροις ἀσκητικῶν.
Χαἴροις Παρθενομῆτορ ἁγνή, ὑψηλοτάτῃ καί εὐώδης κυπάρισσος, εἰς ὕψος τῆς θεωρίας, εὐθυποροῦσα Θεού˙ κέδρος ἐν Λιβάνῳ ἐξανθήσασα, στερρά καί ἀκίνητος, λογισμοῖς ὅλως Πάναγνε˙ θεία ἐλαίᾳ, εὐθαλής καί κατάκαρπος, ἰλαρύνουσα, ταῖς τοῦ Πνεύματος χάρισιν˙ ἄμπελος ἡ κυπρίζουσα, τόν βότρυν τόν πέπειρον, ἀναβλαστήσασα κόσμῳ, τόν τάς καρδίας εὐφραίνοντα, ἡμῶν τῶν ἐκ πόθου, ὡς κυρίως Θεοτόκον μεγαλυνόντων σε. 
Χαἴροις Παρθενομῆτορ σεμνή, περιστερᾷ ἡργυρωμένη καί ἄχολος, ἡ Πνεύματος τοῦ ἀγίου, χάρισιν ὅλαις ἁγνῇ, περιχρυσωμένη τά μετάφρενα˙ τρυγῶν ἡ φιλήσυχος, καί Παρθένος καί φίλαγνος˙ ἡ γλυκυτάτῃ, χελιδών τό τῆς χάριτος, ἔαρ ἥδιστον, ἐκ χειμῶνος ἡ φέρουσα˙ ὄρνις ἡ κελαδήσασα, καί κόσμῳ πιστώσασα, θείαν ἐνσάρκωσιν Λόγου, ὡς ἀηδών λιγυρόφθογγος˙ Θεοῦ χαῖρε Μήτηρ, τοῦ παρέχοντος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος. 
Χαἴροις Παρθενομῆτορ αγνή˙ πηγή τό ὕδωρ, τῆς ζωῆς αναβλύσασα˙ ἡ δρόσος ἡ οὐρανίᾳ, ἐξ Ἀγερμῶν νοητοῦ, τῆς Σίων εἰς ὄρη καταβαίνουσα˙ βροχή ἡ ἑκούσιος, ἤν Θεός εἰς γῆν ἅπασαν, κληρονομίας τῆς αὑτοῦ σε ἀφώρισεν, εἰς αἰώνιον, δροσισμόν καί ανάψυξιν˙ θάλασσα ἀδιάβατος, γλυκείᾳ καί πότιμος, τούς ἀναβάτας τριστάτας, τοῦ Φαραώ ἡ ποντίσασα˙ Θεοῦ χαῖρε Μήτηρ, τοῦ παρέχοντος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος. 
Χεἴρας ἐπανατείνω, πρός σε˙ ἀνοίγω χείλη, ῥυπαρᾷ τε πρός δέησιν, καί κάμπτω καρδίας γόνυ, καί νοητώς τῶν ποδῶν, σου τῶν παναχράντων νῦν ἐφάπτομαι, ἁγνῇ καί προσπίπτω σοι˙ τάς ὀδύνας μου ἴασαι, τά χρόνια μου, τά πολλά καί ἀνίατα, ἀγαθότητι σου, θεράπευσον τραύματα˙ ῥῦσαι ἐξ ὁρωμένων με, ἐχθρῶν ἀοράτων τε˙ κούφισον Κόρη τό βάρος, τῆς ῥαθυμίας μου ὅπως σε, ὑμνῶ καί δοξάζω˙ δι’ ἦς εὒρατο ὁ κόσμος τό μέγα ἔλεος.

 


Ο άγιος απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος



Ο άγιος απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος 
Ο άγιος και ένδοξος Απόστολος Μάρκος, ο οποίος ονομαζόταν επίσης Ιωάννης, ήταν γιος ευλαβούς γυναίκας των Ιεροσολύμων, της Μαρίας, η οποία πρόσφερε την κατοικία της στους Αποστόλους για τις λατρευτικές συνάξεις τους. Ο άγιος Πέτρος πήγαινε συχνά εκεί και συμπάθησε τον νεαρό Μάρκο, τον οποίο κατήχησε στην χριστιανική πίστη, τον βάπτισε και τον θεωρούσε υιό του (Α’ Πέτρ. 5, 13) [1]. Ήταν επίσης εξάδελφος του αγίου Αποστόλου Βαρνάβα, ο οποίος τον πήρε μαζί του όταν έφυγε για την Αντιόχεια μαζί με τον Απόστολο Παύλο (Πράξ. 12, 24). Κατά την διάρκεια των ιεραποστολικών αυτών περιοδειών, ο Μάρκος βοηθούσε ταπεινά τους δύο Αποστόλους, μεριμνώντας για τις υλικές τους ανάγκες και αφομοιώνοντας το κήρυγμά τους.

Φθάνοντας στην Πέργη της Παμφυλίας, ο Μάρκος κατελήφθη από φόβο μπροστά στις δυσκολίες της ιεραποστολής [2] και αποχωρίστηκε από τον Παύλο και τον Βαρνάβα για να επιστρέψει στα Ιεροσόλυμα (Πράξ. 13, 13). Ο Απόστολος Παύλος φαίνεται ότι ενοχλήθηκε από αυτόν τον αποχωρισμό, και όταν συναντήθηκαν ξανά στην Αντιόχεια αρνήθηκε να πάρει μαζί του τον αποστάντα απ’ αυτών από Παμφυλίας, και μη συνελθόντα αυτοίς εις το έργον (Πράξ. 15, 37). Η συζήτηση άναψε και ο Βαρνάβας αποφάσισε να μεταβεί στην Κύπρο με τον Μάρκο, ενώ ο Παύλος αναχώρησε με τον Σίλα για να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην Συρία και Κιλικία [3]. 
Δέκα χρόνια αργότερα, ο Μάρκος βρέθηκε στην Ρώμη, συνοδευόμενος από τον Αρίσταρχο και τον Ιησού τον Ιούστο, για να συνδράμει τον Παύλο κατά την αιχμαλωσία του (Κολ 4, 10). Από εκεί ξεκίνησε με την ευλογία του Αποστόλου των Εθνών για να επισκεφθεί τους Κολοσσαείς. Κατά την διάρκεια της δεύτερης αιχμαλωσίας του, ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο και του σύστησε να πάρει μαζί του τον Μάρκο, έστι γάρ μοι εύχρηστος εις διακονίαν (Β’ Τιμ. 4, 11). Περί το έτος 65, ο Μάρκος ξανασυνάντησε τον άγιο Πέτρο στην Ρώμη, την στιγμή που οι δύο πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι επρόκειτο να υποστούν τον μαρτυρικό θάνατο. Η ακτινοβολία της διδασκαλίας του Αποστόλου Πέτρου έλαμψε τόσο στον νου των νεοφώτιστων χριστιανών της Ρώμης, ώστε παρακάλεσαν τον Μάρκο να καταγράψει τα θεία αυτά λόγια. Μετά από θεία αποκάλυψη, και με την σύμφωνη γνώμη του Πέτρου, ο Μάρκος επιδόθηκε στο έργο και συνέταξε με τρόπο σύντομο, απλό και ζωντανό μια σύνοψη των πράξεων και λόγων του Σωτήρος, σύμφωνα με την διδασκαλία του πρωτοκορυφαίου Αποστόλου[4]. Χωρίς να φροντίσει πολύ για την λογοτεχνική παρουσίαση, ούτε για να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να θέσουν οι πιστοί, κατέγραψε ό,τι είναι χρήσιμο και ωφέλιμο για την Σωτηρία και για την πίστη στον ενανθρωπήσαντα Υιό του Θεού και τίποτε περισσότερο [5]. 
Μόλις ολοκληρώθηκε το έργο, ο Πέτρος έστειλε τον Μάρκο στην Αίγυπτο για να κηρύξει τον Λόγο του Ευαγγελίου. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού, το πλοίο έπεσε σε τρικυμία, την οποία ο Μάρκος έκανε να κοπάσει με τις προσευχές του και έτσι μπόρεσαν να προσορμιστούν στην νήσο Πιττυούσα, απέναντι από τις ακτές της Κιλικίας, όπου ο Μάρκος έγινε δεκτός από έναν άρχοντα ονόματι Βάσσο, ο οποίος είχε ασπασθεί την πίστη στην Αντιόχεια ακούγοντας το κήρυγμα του Πέτρου, και χάρις στην στήριξή του ο Μάρκος μετέστρεψε τους περισσότερους κατοίκους του νησιού. 
Όταν έφθασαν στην Αλεξάνδρεια, το σανδάλι του Μάρκου, που είχε λιώσει από την πορεία, κόπηκε και το έδωσε για επιδιόρθωση σ’ έναν μπαλωματή ονόματι Ανιανό. Θαμπωμένος από την ασυνήθιστη λάμψη που ακτινοβολούσε το πρόσωπο του αγίου Αποστόλου, ο μπαλωματής άφησε να του ξεφύγει η βελόνα, τρύπησε το δάχτυλό του, και αναφώνησε: «Ένας μόνον Θεός!» Ο άγιος Μάρκος θεράπευσε την πληγή και δραττώμενος της ευκαιρίας, τον κατήχησε στην αλήθεια του ενός μοναδικού Θεού του ενανθρωπήσαντος για την σωτηρία ημών. Ο Ανιανός άκουγε με προσοχή τον ζωοποιό λόγο και αφού έλαβε το άγιο Βάπτισμα μαζί με όλη την οικογένειά του εγκατέλειψε το επάγγελμά του και κάθε δεσμό με τον κόσμο για να γίνει ο στενότερος συνεργάτης του Αποστόλου. 
Στην αχανή αυτή κοσμόπολη, έμβλημα της ειδωλολατρίας και της ελληνικής παιδείας, ο λόγος του αγίου Αποστόλου, απλός και απαλλαγμένος από τα μάταια στολίδια της ρητορικής τέχνης, αντηχούσε ωσάν βροντή και τα θαύματά του επιβεβαίωναν την προφητεία του Ψαλμού: Κύριος δώσει ρήμα τοις εναγγελιζομένοις δυνάμει πολλή (Ψαλμ. 67, 12). Στο όνομα του Χριστού, ο οποίος είναι το Φως του κόσμου, θεράπευσε έναν τυφλό, χαρίζοντάς του το φως των οφθαλμών. Πάραυτα προσέτρεξε κόσμος πολύς, φέρνοντας ασθενείς και δαιμονισμένους στον άγιο Μάρκο, για να τους θεραπεύσει θέτοντας τα χέρια του πάνω στην κεφαλή τους. Βλέποντας τις θαυματουργικές αυτές ιάσεις που κατορθώνονταν με την δύναμη του Θεού, σε μία μόνον ημέρα περισσότεροι από τριακόσιοι ειδωλολάτρες ζήτησαν να βαπτιστούν. Κατά μίμησιν Χριστού, ο Μάρκος ανέστησε τον γιο μιας χήρας, η οποία προσέπεσε στα πόδια του Αποστόλου οδυρόμενη και το πλήθος, βλέποντας τον νέο να εγείρεται, κραύγασε: «Ένας είναι ο Θεός, ο Χριστός τον οποίο κηρύττει ο Μάρκος!» 
Ο ευαγγελικός σπόρος άρχισε να φυτρώνει΄ ο Μάρκος καθιέρωσε τους πρώτους λειτουργικούς θεσμούς της Εκκλησίας της Αιγύπτου [6], χειροτόνησε τον Ανιανό επίσκοπο Αλεξανδρείας [7] με συνοδεία τρεις πρεσβύτερους, τους Μηλαίο, Σαβίνο και Κέρδωνα, επτά διακόνους και ένδεκα άλλους κληρικούς χαμηλότερου βαθμού, και κατόπιν συνέχισε την ιεραποστολική του περιοδεία προς τα δυτικά. 
Από την Αλεξάνδρεια, ο άγιος Απόστολος μετέβη στο Μενδήσιον [8] και εξέβαλε το δαιμόνιο από ένα τυφλό παιδί. Οι γονείς του παιδιού, όλο χαρά, του προσέφεραν μεγάλο ποσό χρημάτων, ο Μάρκος όμως το αρνήθηκε λέγοντας ότι η χάρη του Θεού δεν ανταλλάσσεται με χρήμα και τους συμβούλευσε να δώσουν τα χρήματα σε ελεημοσύνες. Καθώς ικανός αριθμός ειδωλολατρών ασπάσθηκε την χριστιανική πίστη μετά το θαύμα αυτό, ο Μάρκος ίδρυσε ναό στην πόλη αυτή και χειροτόνησε επίσκοπο, πρεσβυτέρους και διακόνους και κατόπιν συνέχισε την περιοδεία του προς την Κυρήνη της Πενταπόλεως[9], όπου λύτρωσε πολλούς ειδωλολάτρες από το σκοτάδι της πλάνης και της δεισιδαιμονίας. Μετέβη κατόπιν και κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Λιβύη. Μόλις έφτασε στην πρωτεύουσα, η κόρη του φυλάρχου Μηνοδώρου, την οποία βασάνιζε δαίμονας από την παιδική της ήδη ηλικία, υπέστη φοβερή κρίση που απέβη μοιραία΄ οι δεήσεις όμως του Αποστόλου ανέστησαν την κόρη και το θαύμα οδήγησε πολλούς να ασπασθούν την χριστιανική πίστη. 
Μετέβη κατόπιν ο Μάρκος στην Μαρμαρική [10], σκορπώντας στο διάβα του το φως του Ευαγγελίου. Μία νύχτα παρουσιάστηκε ο Κύριος σε όραμα και τον πρόσταξε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Παρά τους θρήνους και τις ικεσίες των νεοφώτιστων, οι οποίοι ήθελαν να κρατήσουν κοντά τους τον πατέρα και σωτήρα τους, ο άγιος Απόστολος, μετά από νέο όραμα που του ανήγγελλε ότι έπρεπε να σφραγίσει την αποστολή του με την δόξα του μαρτυρίου, μετέβη στην Αλεξάνδρεια, όπου θαύμασε την πρόοδο του εκχριστιανισμού των κατοίκων κατά την διετή απουσία του[11]. Οι ειδωλολάτρες όμως και οι Εβραίοι δεν άντεχαν να βλέπουν τα κατορθώματα του μαθητή του Χριστού και τρίζοντας τα δόντια αναζητούσαν ευκαιρία για να τον αφανίσουν. Μια χρονιά, ο εορτασμός του Πάσχα συνέπεσε με την εορτή του θεού Σεράπιδος, την οποία οι ειδωλολάτρες της Αλεξανδρείας συνήθιζαν να τιμούν με έκλυτες αισχρότητες΄ όρμησαν τότε οι ειδωλολάτρες και κατέπεσαν πάνω στον άγιο Μάρκο, την ώρα που εκείνος τελούσε την θεία Λειτουργία΄ τον έσυραν στο αμφιθέατρο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της πόλεως, κατηγορώντας τον άγιο ως μάγο. Στις γεμάτες μίσος καταγγελίες, ο άγιος Μάρκος απάντησε ήρεμα, διακηρύσσοντας με λίγα λόγια, καθώς ήταν η συνήθειά του, το ύψιστο μήνυμα της Σωτηρίας μας. 
Αμήχανος, μη βρίσκοντας τίποτε να αντιτάξει στα επιχειρήματά του, ο διοικητής στράφηκε προς το πλήθος ρωτώντας τι έπρεπε να πράξει σχετικά με τον Μάρκο. Οι μεν ήθελαν να τον καύσουν ζωντανό μπροστά στον ναό του Σεράπιδος, οι δε να τον λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου. Τέλος, με διαταγή του δικαστή, τέντωσαν τον άγιο Απόστολο καταγής με τα μέλη εκτάδην και τον μαστίγωσαν ανελέητα. Κατόπιν, ο όχλος πήρε τον ημιθανή άγιο, έδεσε τα πόδια του με σχοινί και τον έσυρε όλη την ημέρα ανά την πόλη΄ το χώμα και οι πέτρες βάφτηκαν από το αίμα του Αποστόλου. Όταν νύχτωσε, τον έκλεισαν σε φυλακή, όπου περί τα μεσάνυχτα ήλθε Άγγελος και τον παρηγόρησε. Το πρωί του Σαββάτου 4 Απριλίου [12], οι δήμιοι τον έδεσαν με σχοινί και τον έσυραν, όπως και την προηγουμένη, μέχρι μια τοποθεσία απόκρημνη, κοντά στην θάλασσα, ονόματι Βουκόλου (σημ. Αμπουκίρ) [13], όπου ο άγιος Μάρκος βρήκε τον θάνατο. Ήταν τότε πενήντα επτά ετών. 
Οι ειδωλολάτρες θέλησαν να καύσουν το σώμα του αγίου, αλλά μια δυνατή καταιγίδα τους διέλυσε και οι χριστιανοί μπόρεσαν να πάρουν το τίμιο σκήνωμα και να το τοποθετήσουν στην κοιλότητα ενός βράχου. Αργότερα, στον τάφο του αγίου στο Βουκόλου [14] χτίστηκε ναός που ανεδείχθη σε επίκεντρο της ευλάβειας των χριστιανών της Αλεξανδρείας. Τον 14° αιώνα, τα τίμια λείψανα του αγίου Μάρκου μεταφέρθηκαν στην Βενετία και κατατέθηκαν στην περίφημη βασιλική που αφιερώθηκε στην μνήμη του. 
Σημειώσεις 
1. Ορισμένες αρχαίες παραδόσεις, λίγο αξιόπιστες, διατείνονται ότι ο Μάρκος ήταν ο νεαρός τον οποίο συνάντησαν οι μαθητές που με εντολή του Κυρίου πήγαν να ετοιμάσουν το Πάσχα, να κουβαλά μια στάμνα νερό (Μάρκ. 14, 13)’ αναφέρουν επίσης ότι στην οικία της μητέρας του Μάρκου έλαβε χώρα ο Μυστικός Δείπνος. 
2. Την ερμηνεία αυτή δίνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ομ. 28 εις τας Πράξεις 2, PG 60, 210. 
3. Σύμφωνα με ορισμένους, ο Μάρκος συνόδευσε τότε τον Πέτρο και πήγαν για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο στους Εβραίους της διασποράς, στον Πόντο, την Βιθυνία, την Γαλατία, την Καππαδοκία και την Ασία. 
4. Κατά την γνώμη παλαιών Πατέρων (π.χ. άγιοι Ιουστίνος και Ειρηναίος), ο άγιος Μάρκος ήταν ο πρώτος συντάκτης του Ευαγγελίου και ο «ερμηνευτής» του Πέτρου. Ορισμένα αρχαία χειρόγραφα του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου φέρουν τον υπότιτλο: «Απομνημονεύματα του Πέτρου». Σύγχρονοι εξηγητές υποθέτουν ότι ο άγιος Μάρκος συνέταξε στην Ρώμη μια πρώτη εκδοχή βασισμένη στην διδασκαλία του Πέτρου (περί το έτος 64), χρησιμοποιώντας ένα πρωτογενές συμπίλημα των αποστολικών διηγήσεων, που συντάχθηκαν ίσως από τον άγιο Απόστολο Ματθαίο. Η διήγηση αυτή φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε ως βάση για την τελική σύνταξη των Κατά Ματθαίον και Λουκά Ευαγγελίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την τελική μορφή του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου που μας παραδόθηκε. 
5. Έχοντας τις πληροφορίες που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη, συνοψίζουμε τώρα τις Πράξεις τον Μάρκου, στην εκτενή τους μορφή, σύγγραμμα της βυζαντινής περιόδου. Σύμφωνα με τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο, ο οποίος προσπάθησε να συμβιβάσει τις δύο πηγές στο έργο του Ιστορία της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας (1935), φαίνεται οτι ο άγιος Μάρκος ανέλαβε μια πρώτη αποστολή στην Κυρήνη και στην Αλεξάνδρεια. Το φθινόπωρο του έτους 60, επέστρεψε στην Κυρήνη για να στερεώσει τους χριστιανούς στην Πίστη και την άνοιξη του έτους 61 συνάντησε στην Ρώμη τον Παύλο, ο οποίος του εμπιστεύθηκε μια αποστολή στην Μικρά Ασία (Κολ. 4, 10). Από την Έφεσο, επέστρεψε στην Ρώμη με τον Τιμόθεο, και ο Παύλος τον έστειλε εκ νέου στην Μικρά Ασία, μέχρι τις περιοχές όπου είχε κηρύξει το Ευαγγέλιο ο Πέτρος. Αφού για κάποιο διάστημα ακολούθησε τον Πέτρο, μετέβη στην Ρώμη και αναχώρησε για την δεύτερη ιεραποστολική του περιοδεία στην Αίγυπτο, περί τα τέλη του 62, περνώντας από την Κυρηναϊκή, και βρήκε τον θάνατο στην Αλεξάνδρεια, το Πάσχα του έτους 63. 
6.Η αλεξανδρινή θεία Λειτουργία, η λεγομένη του αγίου Μάρκου, αποτελεί μεταγενέστερη σύνθεση, αλλά συναντούμε σε αυτήν ίχνη και την πρωτογενή έμπνευση του Αποστόλου. 
7.Δεύτερος επίσκοπος Αλεξανδρείας και διάδοχος του αγίου Μάρκου, ο άγιος Ανιανός απεβίωσε στις 26 Νοεμβρίου του έτους 86. Μνημονεύεται στα λατινικά Μαρτυρολόγια είτε στις 25 Μαρτίου είτε στις 2 Οκτωβρίου. 
8.Γνωστό και ως Μένδιον ή Βενδέδιον. Σύμφωνα με τις αρχαίες Πράξεις (5ος αι.) πρόκειται για την τοποθεσία όπου ο Μάρκος αποβιβάστηκε στην Αλεξάνδρεια και συνάντησε τον Ανιανό. 
9.Πρωτεύουσα της Πενταπόλεως και της Κυρηναϊκής, η μεγάλη αυτή πόλη, που επί Ρωμαιοκρατίας συνδέονταν διοικητικά με την Κρήτη, αποτελούσε την πιο σημαντική ελληνική αποικία στην Βόρειο Αφρική. Αργότερα ο άγιος Κωνσταντίνος την κατέστησε ανεξάρτητη, με την προσωνυμία «Ανω Λιβύη». Σύμφωνα με τις αρχαίες Πράξεις, ο Μάρκος κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Κυρήνη πριν φτάσει στην Αλεξάνδρεια. 
10.Η περιοχή αυτή στα δυτικά της Αιγύπτου, σήμερα έρημος και ακαλλιέργητη, ήταν τότε μια ευημερούσα ελληνική αποικία. 
11.Ορισμένοι λένε ότι αποσύρθηκε τότε για ένα διάστημα και μετέβη στην Ρώμη για να παρευρεθεί στο μαρτύριο των αγίων Πέτρου και Παύλου. 
12.Η λειτουργική του μνήμη μετατέθηκε στις 25 του αυτού μηνός, ώστε να συμπίπτει πάντοτε μετά το Πάσχα. 
13.Όπου οι χριστιανοί συνήθιζαν να τελούν τις λατρευτικές τους συνάξεις, σύμφωνα με τις αρχαίες Πράξεις. 
14.Εκεί ετελειώθη μαρτυρικώς ο άγιος Πέτρος Αλεξανδρείας [24 Νοεμ.]. Πριν την θανάτωσή του ζήτησε να του επιτραπεί να προσευχηθεί στον τάφο του Αποστόλου.

   

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 8ος (Απρίλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Ο όσιος Βασίλειος της Ποϊάνα Μαρουλούι

25 Απριλίου  
Ο όσιος Βασίλειος της Ποϊάνα Μαρουλούι 
Ο μακαριστός γέροντας Βασίλειος γεννήθηκε το 1692. Σε νεαρή ηλικία αποσύρθηκε με ένθεο πόθο σε τόπο ερημικό για να συμμεριστεί την ισάγγελο βιοτή άλλων ασκητών. Περί το 1713, εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους μοναχούς στην Σκήτη Νταλχαούτσι, σε δάσος στα σύνορα Βλαχίας και Μολδαβίας, την οποία διηύθυνε επί μία εικοσαετία. 
Καθώς ο τόπος δεν προσέφερε την ησυχία που αναζητούσε ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στην προσευχή, πήγε και ίδρυσε σκήτη σε απρόσιτη τοποθεσία, μακριά από κατοικημένα μέρη, στην Ποϊάνα Μαρουλούι «Ξέφωτο του μηλεώνα», στην περιοχή του ποταμού Μπουζάου (σήμ. στην διοικητική περιφέρεια Βραντσέα). 
Το 1733, χάρις στην υποστήριξη του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου, ανοικοδόμησε ξύλινο ναό και κελλιά, εξακολουθώντας να ασκεί την πνευματική καθοδήγηση της Σκήτης Νταλχαούτσι. Έχοντας καταθέσει εχέγγυα της ορθοδοξίας του και του αυθεντικού ασκητικού βίου του, κατόρθωσε να καταστήσει το καθίδρυμά του σταυροπηγιακό, εξαρτώμενο απευθείας από τον μητροπολίτη Βλαχίας, ο οποίος μπορούσε να παρέμβει στα εσωτερικά της μονής μόνο σε περίπτωση απόκλισης από την ορθόδοξη Πίστη. 
Η Σκήτη της Ποϊάνα Μαρουλούι εφάρμοζε το αγιορειτικό Τυπικό και απέκτησε την προσωνυμία «δεύτερος Άθως». Ο στάρετς Βασίλειος μετέβη ο ίδιος πολλές φορές στο Άγιον Όρος και κατά την διάρκεια της τελευταίας του επίσκεψης, το 1756, ενέδυσε με το μοναχικό Σχήμα τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι [15 Νοεμ.]. 
Εξηγώντας του τους κινδύνους της ερημητικής ζωής, τον συμβούλευσε να προκρίνει τον κοινοβιατικό βίο, ο οποίος επιτρέπει στον μοναχό να ανακαλύψει την ίδια του την αδυναμία, να κατανοήσει το μέτρο του και να μετανοήσει προσευχόμενος στον Κύριο καθημερινά ώστε να λάβει την χάρη μάλλον παρά να τρέφει μέσα του την ματαιοδοξία και την έπαρση, χωρίς να βλέπει ότι τον ακολουθούν τα ίδια του τα πάθη. Και πριν αποχωριστούν, του παρέδωσε την τάξη που ακολουθούσε ο ίδιος. 
Πέρα από την προσευχή, οι μοναχοί της σκήτης επιδίδονταν στην μετάφραση των συγγραμμάτων ασκητών Πατέρων, όπως οι άγιοι Ισαάκ ο Σύρος, Ιωάννης της Κλίμακος, Γρηγόριος ο Σιναΐτης, Ησύχιος Ιεροσολύμων και Φιλόθεος Σιναΐτης. 
Ο ίδιος ο γέροντας συνέτασσε πολύτιμους προλόγους, στους οποίους εξηγούσε πώς να κατανοήσουμε σωστά τα όσα έχουν γραφεί για την νοερά προσευχή. Καταδεικνύοντας τους κινδύνους μιας αποκλειστικά σωματικής άσκησης, υπογραμμίζει την σπουδαιότητα της νήψης και της νοεράς προσευχής, που είναι προσιτές ακόμη και σε λαϊκούς. 
Γράφει ότι για να ασκήσει κανείς την νοερά προσευχή, πρέπει να έχει κατά νου το παράδειγμα της χήρας του Ευαγγελίου, η οποία μέρα-νύχτα φώναζε στον δικαστή, ζητώντας να της αποδοθεί δικαιοσύνη (Λουκ. 18:1). 
Παρότι έδινε προτεραιότητα στη ευχή, επέμενε επίσης στην σημασία των εκκλησιαστικών Ακολουθιών, που τελούνται σύμφωνα με το Τυπικό, αλλά με μέτρο όσον αφορά την διάρκειά τους, και ακριβώς αυτή την σύζευξη ησυχαστικής παραδόσεως και κοινοβιατικού βίου κατόρθωσε σε μείζονα βαθμό ο μαθητής του άγιος Παΐσιος. 
Ο στάρετς Βασίλειος απέκτησε, παρά την θέλησή του, μεγάλο κύρος και αυθεντία στην Ρουμανία σε βαθμό που εκλήθη σε μια σημαντική εκκλησιαστική συνέλευση το 1749 στο Βουκουρέστι, στην οποία παρευρίσκονταν οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. 
Οι επίσκοποι εξέτασαν την πίστη και την πνευματική διδασκαλία του και όπως γράφει σε ένα γράμμα του ο άγιος Παΐσιος: «Βρήκαν την πίστη του αγνή και ακλόνητα ορθόδοξη και έκριναν ότι δεν διδάσκει τίποτε που επινόησε ο ίδιος, αλλά βασίζεται στην αυθεντία της Αγίας Γραφής και ακολουθεί καθ’ όλα τις εκκλησιαστικές παραδόσεις και τους αγίους Πατέρες». 
Με τον τρόπο αυτό, ο στάρετς Βασίλειος άνοιξε τον δρόμο για την αναγέννηση του ησυχαστικού βίου και εκοιμήθη ειρηνικά στις 25 Απριλίου 1767, στην Ποϊάνα Μαρουλούι, όπου βρίσκονται ακόμη σήμερα τα τίμια λείψανά του, σε μέρος άγνωστο.

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμος 8ος, ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Δημοφιλείς αναρτήσεις