Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μαρκέλλου, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων.

 Τῌ ΚΘ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μαρκέλλου, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων.

Στίχοι
Ἀϋπνίᾳ δοὺς πάντα τὸν ζωῆς χρόνον
Μάρκελλε, κοιμήθητι μικρὸν ἐν τάφῳ.


Όσιος Μάρκελλος
Ο Όσιος Μάρκελλος πέτυχε στη ζωή του διότι με τη χάρη του Θεού κατάλαβε, ότι οι κοσμικές λαμπρότητες φαίνονται και αφανίζονται όπως τα άνθη. Και είχε την πεποίθεση ότι ζωή αληθινή και κερδισμένη είναι μόνο εκείνη, που αφιερώνεται στην υπηρεσία του καλού, επάνω στο δρόμο του Ιησού Χριστού.

Ο Μάρκελλος έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ., επί πατριαρχείας Γενναδίου του Α’ (458 – 471 μ.Χ.) και βασιλέως του Λέοντα Α’ του Μακέλλη. Η καταγωγή του Μάρκελλου ήταν από τη Aπάμειαν, μια πόλη της Συρίας και η οικογένειά του ήταν αρκετά πλούσια.

Επειδή οι γονείς του αγαπούσαν τα γράμματα, στόλισαν το γιο τους με πολλή παιδεία. Αλλά η καρδιά του νέου, είχε μέσα της ζωηρή και ακοίμητη τη φλόγα της ευσέβειας. Τα κοσμικά αξιώματα δεν τον ενδιέφεραν.

Με τέτοιες διαθέσεις πήγε στην Έφεσο, όπου μπήκε σε μοναστήρι και έγινε μοναχός. Από κει πήγε στην Κωνσταντινούπολη, στη Μονή Ακοίμητων, όπου ηγούμενος ήταν ο Αλέξανδρος.

Εκεί, γρήγορα διακρίθηκε για τις αρετές του και αγαπήθηκε πολύ από τους αδελφούς της Μονής, για την ταπεινοφροσύνη που διατηρούσε, αν και ήταν άνθρωπος μελέτης και μεγάλης διανοητικής αξίας. Αφού πέθανε ο ηγούμενος Αλέξανδρος και υστέρα ο διάδοχός του Ιάκωβος, η αγάπη και η εκτίμηση των αδελφών, ανέδειξε ηγούμενο τον Μάρκελλο. 
Η διοίκηση του ήταν άριστη. Σύμφωνα με άλλη γνώμη, τη μονή Ακοιμήτων, είχε κτίσει αυτός ο όσιος Μάρκελλος, πιθανός στη θέση του σημερινού Τσιμπουκλί. Έτσι με αυτή τη θεία και όσια ζωή του, κοιμήθηκε και αναπαύτηκε ο Μάρκελλος στη Μονή του.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Ύμνον άληκτον, Θεώ προσφέρων, νουν ακοίμητον, προσφόρως έσχες, προς εκπλήρωσιν των θείων προστάξεων όθεν κανών αρετής εχρημάτισας και Μοναστών ποδηγέτης θεόσοφος. Πάτερ Μάρκελλε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

 

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΟΣΙΟΣ ΣΙΜΩΝ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ

ΟΣΙΟΣ ΣΙΜΩΝ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ

πηγή: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ 
Προς Πέτρον έσχε κοινά κλήσιν και πέτραν,
Yπερτερεί μύρω δ’ ο της πέτρας Σίμων.
***
Σίμων ὑπερβὰς ἀστεροσκόπων θέαν.
Τὴν Βηθλεὲμ παρῆκε πρὸς πόλον θέων,
Εἰκάδι ὀγδοάτη βίοτον λίπε λυγρὸν ὁ Σίμων.

Ο όσιος Σίμων διέλαμψε στο Περιβόλι της Παναγίας προς το τέλος του 13ου αιώνα, αιώνα που το Βυζάντιο ήταν εξασθενημένο και διαιρεμένο εξ αιτίας των Σταυροφοριών και η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας είχε μεταφερθεί στη Νίκαια. Εγκατέλειψε λοιπόν ο Σίμων την ματαιότητα αυτού του κόσμου και μετέβη στο Άγιον Όρος για να αγωνισθεί για την σωτηρία της ψυχής του πλάι σ’ έναν πνευματικό πατέρα. Διάλεξε γέροντα όχι απλώς έμπειρο στους ασκητικούς αγώνες, αλλά αυστηρό και απαιτητικό, και του υποτάχθηκε ψυχή τε και σώματι, ωσάν ο γέροντας να ήταν ο ίδιος ο Θεός. Η υποδειγματική υπακοή, η ταπείνωση, η αγάπη για τον γέροντα του, ο οποίος συνεχώς του επεφύλασσε επιπλήξεις, σύντομα τον ανύψωσαν σε υψηλό βαθμό αρετής και κίνησαν τον θαυμασμό των αγιορειτών μοναχών· μέχρι κι ο ίδιος ο γέροντάς του έπαψε τελικά να τον θεωρεί υποτακτικό και του φερόταν ως συναγωνιστή του στον πνευματικό αγώνα. Οι τιμές αυτές δεν ταίριαζαν όμως σ’ εκείνον που είχε επιλέξει να ασπασθεί την εξουθένωση, τον ονειδισμό και το πάθος του Χριστού· πήρε λοιπόν ο Σίμων ευλογία και αναχώρησε για να εγκαταβιώσει «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ». Μετά από μεγάλη αναζήτηση, επέλεξε να εγκαταβιώσει σε σπήλαιο στενό και υγρό στην δυτική πλαγιά του Άθω, 300 μέτρα πάνω από την θάλασσα. Εκεί αγωνίσθηκε με καρτερία κατατροπώνοντας νυχθημερόν τις αδιάκοπες επιθέσεις των δαιμόνων, με μόνο όπλο την πίστη, την ελπίδα και την επίκληση του παντοδύναμου Ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Μια νύχτα, μερικές ημέρες πριν την εορτή των Χριστουγέννων, ο άγιος Σίμων είδε ένα άστρο να αποσπάται ξαφνικά από τον ουρανό, να κατέρχεται και να στέκεται πάνω από τον απόκρημνο βράχο απέναντι από το σπήλαιο. Φοβούμενος ότι επρόκειτο για νέα παγίδα του πονηρού διαβόλου, ο οποίος συχνά μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός (βλ.Β΄ Κορ. 2, 14), ο ασκητής δεν πίστεψε στο σημείο, το οποίο εμφανίσθηκε πολλές φορές τις επόμενες νύχτες, μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων, οπότε το φωτεινό άστρο κατέβηκε πάνω στον βράχο, όπως το άστρο της Βηθλεέμ, και ακούσθηκε φωνή εξ ουρανού που έλεγε: «Μη δυσπιστείς, Σίμων, δούλε πιστέ του Υιού μου! Δες το σημείο αυτό και μην εγκαταλείψεις τον τόπο αυτό για να βρεις περισσότερη ησυχία, καθώς ήταν η πρόθεσή σου, διότι εδώ επιθυμώ να ιδρύσεις το κοινόβιό σου για την σωτηρία πολλών ψυχών». Μετά την άμεση αυτή διαβεβαίωση από την φωνή της Κυρίας Θεοτόκου, ο Σίμων μετεφέρθη σαν μέσα σε έκσταση στην Βηθλεέμ, ενώπιον του Θείου Βρέφους, με τους Αγγέλους και τους Ποιμένες, και όταν συνήλθε, άρχισε δίχως χρονοτριβή την οικοδομή της «Νέας Βηθλεέμ».

Λίγο μετά το όραμα αυτό, τρεις αδελφοί από πλούσια οικογένεια της Θεσσαλίας (ή της Μακεδονίας), έχοντας ακούσει να εγκωμιάζουν τις αρετές του αγίου Σίμωνος, ήλθαν και κατέθεσαν στα πόδια του οσίου όλα τους τα υπάρχοντα, ωσάν νέοι Τρεις Μάγοι με τα δώρα, ζητώντας του να τους δεχθεί ως υποτακτικούς του. Κάλεσαν τότε να έλθουν μάστορες οικοδόμοι, οι οποίοι βλέποντας την απόκρημνη και κινδυνώδη τοποθεσία, αρνήθηκαν να αναλάβουν το έργο και κατηγόρησαν τον άγιο ότι είχε χάσει τα λογικά του. Ένας από τους υποτακτικούς που τους έφερνε να πιουν, γλίστρησε ξαφνικά κι έπεσε στον βαθύ γκρεμό. Ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι ο μοναχός πέφτοντας σκοτώθηκε και το γεγονός έδειχνε να επιβεβαιώνει τις δριμείς κατηγορίες των μαστόρων· πόση όμως ήταν η κατάπληξή τους όταν είδαν, χάρις στις προσευχές του αγίου Σίμωνος, τον μοναχό να ανεβαίνει στην απέναντι πλαγιά, σώος και αβλαβής, κρατώντας στο χέρι άθικτη την κανάτα με το κρασί και το γεμάτο ποτήρι που ετοιμαζόταν να τους προσφέρει πριν πέσει! Μεταστράφηκε η γνώμη των οικοδόμων, έγιναν κι αυτοί μοναχοί και είχαν πολλές φορές την ευκαιρία κατά την διάρκεια των εργασιών να διαπιστώσουν ότι ο Θεός χάριζε μεγάλες δυνάμεις στον πιστό δούλο του Σίμωνα.

Η ανοικοδόμηση περατώθηκε και η «Νέα Βηθλεέμ» άρχισε να κατοικείται από μεγάλο αριθμό μοναχών, όταν μία ημέρα έφθασαν Σαρακηνοί πειρατές. Ο άγιος Σίμων πήγε να τους προϋπαντήσει με δώρα, ελπίζοντας να τους πείσει να σεβαστούν και να μην λεηλατήσουν την Μονή. Η πλεονεξία όμως των μοναχών δεν ικανοποιήθηκε με τα δώρα, και οι Σαρακηνοί επιτέθηκαν στον άγιο· παρευθύς τυφλώθηκαν όλοι και παρέλυσε το χέρι εκείνου που με το ξίφος είχε απειλήσει σοβαρά τον όσιο. Χάρις όμως στις προσευχές του ανθρώπου του Θεού, θεραπεύθηκαν και ξαναβρήκαν το φως τους, μετανόησαν, βαπτίσθηκαν και ασπάσθηκαν όλοι τον μοναχικό βίο.

Επί σειρά ετών ο άγιος Σίμων κατέδειξε την Χάρη που του έδινε ο Θεός, με πολλά θαύματα, με προοράσεις και, κυρίως, με την φωτεινή διδαχή του. Εκοιμήθη ειρηνικά εν Χριστώ, παρουσία όλων των μαθητών του, τους οποίους είχε συγκεντρώσει για να τους συμβουλεύσει για μια τελευταία φορά να τηρούν όσα τους παρέδωσε μετά φόβου Θεού, πίστεως, αμοιβαίας αγάπης και πλήρους υπακοής στον ηγούμενο και πνευματικό πατέρα τους. Αργότερα, από τον τάφο του αγίου ανέβλυσε, ως πηγή ζωογόνων ναμάτων, ευώδες και θαυματουργό μύρο. Οι διαδοχικές καταστροφές της μονής δεν μας άφησαν κάποιο ίχνος του τάφου του ή των τιμίων του λειψάνων. Ωστόσο, ο άγιος δεν έπαυσε ποτέ να είναι αοράτως παρών και πολλές φορές έδειξε την εύνοια και την προστασία του προς τους υπάκουους, όπως και την αυστηρότητα και τις επιτιμήσεις του προς τους ασεβείς και τους αμελείς. Την ημέρα της εορτής του, μερικοί βλέπουν καμιά φορά θείο φως να φωτίζει το σπήλαιό του ή να περιβάλλει σαν σκέπη την εικόνα του στον ναό.

Έναν αιώνα μετά την κοίμηση του οσίου, η κόρη του Ιωάννη Ούγγλεση (†1371), δεσπότη της σερβικής ηγεμονίας της Μακεδονίας, που είχε πρωτεύουσα τις Σέρρες, λυτρώθηκε από το πονηρό πνεύμα που εμφώλευε μέσα της χάρις στις πρεσβείες του αγίου Σίμωνος. Από ευγνωμοσύνη, ο δεσπότης Ιωάννης ανοικοδόμησε ναό, μεγάλωσε το μονύδριο του Αγίου Σίμωνος και το προικοδότησε γενναιόδωρα με μεγάλη περιουσία.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 4ος (Δεκέμβριος),
σελ. 324–327.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Αν ο άνθρωπος θυμόταν τις αμαρτίες του και μετανοούσε για αυτές ειλικρινά, «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν», αμέσως θα εισχωρούσε στην καρδιά του.

 


Μερικές φορές ο άνθρωπος φαίνεται ότι προσεύχεται με ζήλο∙ όμως η Προσευχή του δεν φέρνει στην καρδιά του τους καρπούς της Ειρήνης και της Χαράς στο όνομα του Αγίου Πνεύματος. Πως συμβαίνει αυτό; Αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ ο άνθρωπος προσεύχεται, δεν μετανοεί ειλικρινά για τις αμαρτίες που διέπραξε κατά τη διάρκεια της ημέρας και με τις οποίες μόλυνε την καρδιά του, το Ναό αυτόν του Χριστού, και προξένησε την οργή του Κυρίου. Αν ο άνθρωπος θυμόταν τις αμαρτίες αυτές και μετανοούσε για αυτές με όλη την ειλικρίνεια του και έκρινε τον Εαυτό του αμερόληπτα, «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (η Ειρήνη του Θεού που υπερβαίνει κάθε νου) αμέσως θα εισχωρούσε στην καρδιά του...

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗΣ
Με ποιόν μιλάς ψυχή μου;
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Εκδόσεις 
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ σελ.51




Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Ποιο είναι το συμφέρον του ανθρώπου και όλης της κοινότητας; Αν το συμφέρον του ανθρώπου δεν υπηρετεί το μεγάλο στόχο, την πορεία του ανθρώπου προς τον ΘΕΟ, τότε το κάθε «φαινομενικά» καλό συμφέρον, γίνεται δαιμονιώδες.

 

Απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα απο ομιλία του μακαριστού π.Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου στο κατά Ιωάννη Ευαγγελίο (Κεφ. 18, 33) που έγινε στις 17/04/2003. (Εκδίκαση υποθέσεως Ιησού Χριστού ενώπιον του Πιλάτου)

Ό,τι κάνει ένας άνθρωπος, το κάνει για το  συμφέρον του. Αλλά αν δεν έχει αυτό το πρωτογενές συμφέρον - να οδηγείται προς τον Θεόν - τότε όλα τα άλλα  γίνονται  δαιμονιώδη συμφέροντα.

Ό,τι συμφέρον τον φέρνει και τον οδηγεί στο Θεό, όλα γίνονται αγιασμένα συμφέροντα.

Υπ’ αυτή την έννοια και ο Πιλάτος και ο κάθε άνθρωπος, έχει κάποια κίνητρα που κινείται, έχει κάποια δυναμικά τα οποία κινείται. Εδώ είναι ένας κυβερνήτης, εκπροσωπεί τη Ρώμη, εκπροσωπεί τα συμφέροντα της Ρώμης.

Ποια είναι τα συμφέροντα της Ρώμης;

Ποια είναι τα συμφέροντα ενός κράτους;

Ποια είναι αλήθεια;

Βλέπετε αυτά είναι πολύ μεγάλα θέματα μέσα από αυτή τη γενική ανάλυση του «συμφέροντος». 

Τι επιδιώκει ένα κράτος; 

Να κάνει τους πολίτες του να ζουν καλά, να είναι κυρίαρχοι, να είναι εξουσιαστές να.... να.... να ..... 

Γιατί; 

Με ποιο σκοπό όλα αυτά; 

Δηλαδή ακόμα και από μία γενική κρατική εξουσία,  χαθεί ο ορισμός του ανθρώπου, που είναι «ον  Θεούμενον», τότε καμία δομή του κόσμου, δεν μπορεί να επιτελέσει το έργο της. Εκείνα τα οποία κάνει, όσο καλά και να είναι,  καταλήγουν να γίνουν αποσπασματικά και δαιμονιώδη. Αυτό είναι! Το οτιδήποτε αποσπασματικό είναι δαιμονιώδες. Γιατί είναι κομματιασμένο από την αλήθεια. Δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι ενταγμένο μέσα σε όλη την αλήθεια. Ό,τι δεν λειτουργεί όλη την αλήθεια, είναι αποσπασματικό, είναι λεγεών, είναι κομμάτια, είναι δαιμονιώδες, αυτό είναι το  δαιμονιώδες. Πράγματα συγκεκριμένα που φαίνονται καλά και όμως είναι δαιμονιώδη, γιατί είναι αποκομμένα από την αλήθεια.

Ε, λοιπόν, η κάθε κίνησή της ζωής μας που είναι γεμάτη από συμφέροντα, γίνεται δαιμονιώδης. Το κράτος, η εξουσία, κάνει το καθήκον του. Τηρεί έναν νόμο, υπακούει στον Καίσαρα. Έχει εντολή να το κάνει. Ε, και αυτό μπορεί να γίνει δαιμονιώδες, αν όλα αυτά δεν εντάσσονται εκεί πέρα μέσα. Και μάλιστα μέσα σε αυτό το γενικό το σχήμα τώρα, αρχίζω να μπορώ να προσδιορίσω την κάθε στιγμή της ζωής μου.

Τι υπηρετώ;

Γιατί το υπηρετώ;

Με ποιο σκοπό το κάνω;

Τι υπερέχει;

Τι υπερβάλλει;

Που υποτάσσομαι;

Τι είναι το πάνω από το νόμο;

Τι είναι το ξεπέρασμα του νόμου;

Πότε μπορώ να ξεπεράσω το νόμο; Πότε δεν μπορώ να τον ξεπεράσω;

Πότε είμαι υπάκουος στον νόμο;

Και πότε γίνομαι παράνομος  στο νόμο;

Είναι μεγάλα θέματα που ο  χριστιανός κάθε μέρα αν δεν τα αντιμετωπίσει με μία σκέψη πολύ βαθιά χριστιανική, τότε ή θα ζει μια χριστιανική ζωή μη χριστιανική ή θα πουλιέται κάθε μέρα ξέροντας τι κάνει.

Άρα, χρειάζεται μία στάση πολύ υπεύθυνη στη ζωή  πάνω και όλα αυτά τα συγκεκριμένα δομικά στοιχεία του «συμφέροντος» πρέπει να μας κινούν το ενδιαφέρον. Τι κάνουμε δηλαδή. 

Το ότι έχω απαίτηση να κάνω ένα πράγμα που με συμφέρει είναι καλό να γίνει; 

Υπηρετεί αυτό το μεγάλο στόχο την πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό; 

Και όλης της κοινότητας; 

Δεν είναι πια μόνο η πορεία η δική μου. Είναι και όλης της κοινότητας; 

Υπηρετεί εμένα, να πάω προς τον Θεό και όλη μαζί η κοινότητα; 

Γιατί η Εκκλησία είναι σώμα, είναι συλλογική έκφραση, είναι κοινωνία. Και βλέπετε πια, όλος αυτός ο στόχος να εγκαταλύεται. Αν εγώ μόνο εξυπηρετούμαι να γίνω Άγιος κι  οι άλλοι καταπατούνται, για να γίνω εγώ Άγιος και αυτό είναι δαιμονιώδες! 

Βλέπετε; 

Δεν είναι απλώς η προσωπική μου στάση, εγώ να γίνω Άγιος. Περιφρονώντας τους πάντες, πατώντας τους άλλους, αφήνοντας σε καταστάσεις απίθανες τους άλλους για να γίνω εγώ Άγιος. Τότε αυτό δεν είναι αγιότητα. Θα πάρετε υπόψη σας το πρόσωπο, την κοινότητα κι αν όλα μαζί αυτά εξυπηρετούνται, τότε  υπάρχει το συμφέρον το Μοναδικό και το ένα.

Εε λοιπόν για να επανέλθω στον Πιλάτο και γιατί τα λέω όλα αυτά... Υπηρετεί κάποια συμφέροντα [Ο Πιλάτος] και από ότι φαίνεται σε όλη την πορεία του κειμένου, μέσα του παίζονται πολύ μεγάλες ισορροπίες. Είναι σε αυτό το τεντωμένο σκοινί. Καταλαβαίνετε ότι εδώ υπάρχει μία κρίσιμη στιγμή της ιστορίας. Όλες οι αμφιβολίες του Πιλάτου, ερμηνεύονται κάτω από αυτό το τεντωμένο σκοινί, γι΄ αυτό βλέπετε καθυστερεί και χρονοτριβεί ο Ιωάννης (ο ευαγγελιστής),  για να επανέλθω στην ερμηνευτική του κειμένου, γιατί λέει [ο Ιωάννης], εισήλθε ή εξήλθε. Όλες αυτές οι αναλύσεις, μπήκε, βγήκε, ξανασκέφτηκε, ξαναρώτησε ο Πιλάτος, δείχνουν ακριβώς ότι πάει να κερδίσει χρόνο. Γιατί βρίσκεται πάνω σε αυτό το τεντωμένο σκοινί της ιστορίας, όπου πάει να βρει ποιο είναι το συμφέρον, το δικό του και της κοινότητας. Και η αποτυχία του είναι, ότι ούτε το δικό του συμφέρον καταλαβαίνει, ούτε της κοινότητας. Και δεν μπορεί να πάρει καμία απόφαση. Είναι η αναποφάσιστη καταστροφή. Το να μην πάρεις απόφαση, είναι και αυτό μία καταστροφή. Και απλώς ερμηνεύω πια το κείμενο, να γιατί ο Ιωάννης, λέει τέτοιες δευτερεύουσες προτάσεις. Υποδηλώνοντας και δείχνοντας με ένα δικό του μυστικό τρόπο, με μία ερμηνευτική κίνηση καταπληκτική, αυτή την ισορροπία του Πιλάτου, στο τι γίνεται τώρα, ποιο είναι το συμφέρον. 

Ποιον συμφέρει; 

Τους Εβραίους; 

Το Ρωμαίο αυτοκράτορα; 

Εμένα προσωπικά; 

Γι' αυτό βλέπετε μέχρι και την τελευταία στιγμή έρχεται εκείνη η πρόκληση από τη γυναίκα του την Πρόκλα και του λέει: «πρόσεξε Αυτόν τον δίκαιο», αυτό είναι μία πρόκληση. Από τον Θεό έρχεται αυτό το σημείο, όπου ενεργοποιεί αυτόν τον εσωτερικό διχασμό, θα λέγαμε του Πιλάτου. Όπως και να έχουν τα πράγματα εγώ ερμηνεύω το κείμενο και προσπάθησα να σας πω γιατί αυτή η μεταβατική φράση «εισήλθεν».

«Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος» 

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ


Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ  
να εἶναι τὸ ζητούμενο στὴ ζωή μας, ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας. Νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό. Ἔτσι μόνο θ' ἀποκτήσομε τὴν χάρι, τὸν οὐρανό, τὴν αἰώνια ζωή.  
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ὅταν ἀγαπήσομε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μυστικά. Θὰ νιώθομε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὸν Θεό, ἂν δὲν περάσει ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί, «ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τὸν Θεόν, ὃν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α’ Ἰωάν. 4, 20). Ν' ἀγαπᾶμε, νὰ θυσιαζόμαστε γιὰ ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρὶς νὰ ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Τότε ἰσορροπεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ζητάει ἀνταπόδοση εἶναι ἰδιοτελής. Δὲν εἶναι γνήσια, καθαρή, ἀκραιφνής.  
Νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε καὶ νὰ τοὺς συμπονᾶτε ὅλους. «Καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη• ὑμεῖς δέ ἐστε μέλη Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Α' Κορ. 12, 26-27). Αὐτὸ εἶναι Ἐκκλησία• ἐγώ, ἐσύ, αὐτός, ὁ ἄλλος νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, ὅτι εἴμαστε ἕνα. Ἡ φιλαυτία εἶναι ἐγωισμός. Νὰ μὴ ζητᾶμε, «ἐγὼ νὰ σταθῶ, ἐγὼ νὰ πάω στὸν Παράδεισο», ἀλλὰ νὰ νιώθομε γιὰ ὅλους αὐτὴ τὴν ἀγάπη. Καταλάβατε; Αὐτὸ εἶναι ταπείνωση.  
Ἔτσι, ἂν ζοῦμε ἑνωμένοι, θὰ εἴμαστε μακάριοι, θὰ ζοῦμε στὸν Παράδεισο. Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μας» (Πρβλ. Ἐφ. 5, 30). Μπορῶ ν' ἀδιαφορήσω γι' αὐτόν, μπορῶ νὰ τὸν πικράνω, μπορῶ νὰ τὸν μισήσω; Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νὰ γίνομε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἂν αὐτὸ κάνομε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτα καλύτερο δὲν ὑπάρχει ἀπ' αὐτὴ τὴν ἑνότητα. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἂς διαβάσομε ἀπ' τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχή. Προσέξτε τοὺς στίχους: «ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς... ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί... ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν... ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν... ἵνᾳ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ' ἐμοῦ» (Ἰωάν. 17, 11• 21• 22• 23• 24) 
Βλέπετε; Τὸ λέει καὶ τὸ ξαναλέει. Τονίζει τὴν ἑνότητα. Νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα, ἕνα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό! Ὅπως ἕνα εἶναι ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Πατέρα. Ἐδῶ κρύβεται τὸ μεγαλύτερο βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Καμία θρησκεία δὲν λέγει κάτι τέτοιο. Κανεὶς δὲν ζητάει αὐτὴ τὴ λεπτότητα ποὺ ζητάει ὁ Χριστός, νὰ γίνομε ὅλοι ἕνα σὺν Χριστῷ. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ πλήρωμα. Σ' αὐτὴ τὴν ἑνότητα, σ' αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐν Χριστῷ. Καμία διάσπαση ἐκεῖ δὲν χωράει, κανεὶς φόβος. Οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλαση. Μόνο ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, λατρεία Θεοῦ. Μπορεῖς νὰ φθάσεις νὰ λέεις τότε μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἔμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20) 
Μποροῦμε πολὺ εὔκολα νὰ φθάσομε σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἀγαθὴ προαίρεση χρειάζεται κι ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἔλθει μέσα μας. «Κρούει τὴν θύραν» καὶ «καινὰ ποιεῖ πάντα», ὅπως λέγει στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (Πρβλ. Ἀποκ. 3, 20• 21, 5). Μεταβάλλεται ἡ σκέψη μας, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν κακία, γίνεται πιὸ καλή, πιὸ ἁγία, πιὸ εὔστροφος. Ἄν, ὅμως, δὲν ἀνοίξομε τοῦ κρούοντας τὴν θύραν, ἂν δὲν ἔχομε ἐκεῖνα ποὺ θέλει Αὐτός, ἂν δὲν εἴμαστε ἄξιοί Του, τότε δὲν μπαίνει στὴν καρδιά μας. Γιὰ νὰ γίνομε ὅμως ἄξιοί Του, πρέπει ν' ἀποθάνομε κατὰ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνομε ποτὲ πλέον. Τότε θὰ ζοῦμε ἐν Χριστῷ ἐνσωματωμένοι μὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι θὰ ἔλθει ἡ θεία χάρις. Καὶ ἅμα θὰ ἔλθει ἡ χάρις, θὰ μᾶς τὰ δώσει ὅλα.  
Στὸ Ἅγιον Ὅρος εἶδα κάποτε κάτι πού μοῦ ἄρεσε πολύ. Μέσα σὲ μία βάρκα στὴ θάλασσα μοναχοὶ κρατοῦσαν διάφορα ἱερὰ ἀντικείμενα. Καταγόταν ὁ καθένας ἀπὸ διαφορετικὸ τόπο, ἐν τούτοις ἔλεγαν, «αὐτὸ εἶναι δικό μας» καὶ ὄχι «δικό μου».  
Ἀπὸ τὸ «Βίος καὶ Λόγοι», 
ἔκδ. Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς
Χανιὰ-Κρήτης 2004.

Δέσποινα Παρθένε καθικέτευε...




Θεοτοκίον 
Ἦχος πλ. δ'
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε  
Οἱ λογισμοὶ ἀκάθαρτοι, τὰ χείλη δόλια, τὰ ἔργα δέ μου, εἰσὶ παμμίαρα, καὶ τὶ ποιήσω; πῶς ὑπαντήσω τῷ Κριτῇ; Δέσποινα Παρθένε καθικέτευε, τὸν Υἱὸν καὶ πλάστην σου καὶ Κύριον, ὅπως ἐν μετανοίᾳ, δέξηταί μου τὸ πνεῦμα, ὡς μόνος εὔσπλαγχνος.

Στιχηρὰ Προσόμοια Προεόρτια. 
ΕΝ Τῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ Τῌ ΙΣΤ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἀγγαίου

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Σ' όποιον έδωσε ο Θεός πίστη, απ' αυτόν ζητάει εγκράτεια. Αυτή όταν πολυκαιρίσει, γεννά την υπομονή, η οποία είναι έξη που κατακτήθηκε με πολύν κόπο.

64. Σ' όποιον έδωσε ο Θεός πίστη, απ' αυτόν ζητάει εγκράτεια. Αυτή όταν πολυκαιρίσει, γεννά την υπομονή, η οποία είναι έξη που κατακτήθηκε με πολύν κόπο.

Όσιος Θαλάσσιος ο Λύβιος

Δ΄ Εκατοντάδα 
Κεφαλαίων Περί Αγάπης και Εγκράτειας και της κατά Νουν Πολιτείας

 

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Την απόκτηση της πίστεως την ακολουθούν τα εξής: ο φόβος του Θεού, η εγκράτεια των ηδονών, η υπομονή των κόπων, η ελπίδα στο Θεό, η απάθεια και η αγάπη.

61.Την απόκτηση της πίστεως την ακολουθούν τα εξής: ο φόβος του Θεού, η εγκράτεια των ηδονών, η υπομονή των κόπων, η ελπίδα στο Θεό, η απάθεια και η αγάπη.

Όσιος Θαλάσσιος ο Λύβιος 

Δ΄ Εκατοντάδα 
Κεφαλαίων Περί Αγάπης και Εγκράτειας και της κατά Νουν Πολιτείας

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ


 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ 

ΕΝ Τῼ ΜΕΓΑΛῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ 
Στιχηρὰ
Ἦχος α'
Ἰδιόμελα τοῦ Τριῳδίου
Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί· ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· Ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς. 
Ἦχος α'
Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί· ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· Ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς. 
Ἦχος α'
Φαρισαῖος κενοδοξίᾳ νικώμενος, καὶ Τελώνης τῇ μετανοίᾳ κλινόμενος, προσῆλθόν σοι τῷ μόνῳ Δεσπότῃ, ἀλλ' ὁ μὲν καυχησάμενος, ἐστερήθη τῶν ἀγαθῶν, ὁ δὲ μὴ φθεγξάμενος, ἠξιώθη τῶν δωρεῶν. Ἐν τούτοις τοῖς στεναγμοῖς, στήριξόν με Χριστὲ ὁ Θεὸς ὡς φιλάνθρωπος. 
Δόξα... Ἦχος πλ. δ'
Παντοκράτορ Κύριε, οἶδα, πόσα δύνανται τὰ δάκρυα· Ἐζεκίαν γὰρ ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου ἀνήγαγον, τὴν ἁμαρτωλὸν ἐκ τῶν χρονίων πταισμάτων ἐρρύσαντο, τόν δὲ Τελώνην, ὑπὲρ τὸν Φαρισαῖον ἐδικαίωσαν, καὶ δέομαι, σὺν αὐτοῖς ἀριθμήσας, ἐλέησόν με.

Δόξα... Ἦχος πλ. α'
Βεβαρημένων τῶν ὀφθαλμῶν μου ἐκ τῶν ἀνομιῶν μου, οὐ δύναμαι ἀτενίσαι, καὶ ἰδεῖν τὸν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ δέξαι με ὡς τὸν Τελώνην, μετανοοῦντα Σωτήρ, καὶ ἐλέησόν με. 
Καὶ νῦν... Ἦχος πλ. α'
Ναὸς καὶ πύλη ὑπάρχεις, παλάτιον καὶ θρόνος τοῦ Βασιλέως, Παρθένε πάνσεμνε, δι' ἧς ὁ λυτρωτής μου Χριστὸς ὁ Κύριος τοῖς ἐν σκότει καθεύδουσιν ἐπέφανεν, Ἥλιος ὑπάρχων δικαιοσύνης, φωτίσαι θέλων οὓς ἔπλασε, κατ' εἰκόνα ἰδίαν, χειρὶ τῇ ἑαυτοῦ. Διὸ Πανύμνητε, ὡς μητρικὴν παρρησίαν, πρὸς αὐτὸν κεκτημένη, ἀδιαλείπτως πρέσβευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ 
Οἱ Κανόνες, ὁ Ἀναστάσιμος εἰς δ' ὁ Σταυροαναστάσιμος εἰς β' τῆς Θεοτόκου εἰς β', καὶ τοῦ Τριῳδίου εἰς στ'. Ποίημα Γεωργίου.
Κανὼν Τριῳδίου
Οὗ ἡ ἀκροστιχ, ἐν τοῖς Θεοτοκίοις. Γεωργίου.

ᾨδὴ α', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Ὡς ἐν ἠπείρῳ πεζεύσας 
Παραβολαῖς ἐμβιβάζων πάντας Χριστός, πρὸς βίου διόρθωσιν, τὸν Τελώνην ἀνυψοῖ, ἐκ τῆς ταπεινώσεως δεικνύς, Φαρισαῖον τῇ ἐπάρσει ταπεινούμενον. 
Ἐκ ταπεινώσεως γέρας ὑψοποιόν, ἐκ δὲ τῆς ἐπάρσεως, πτῶμα βλέπων χαλεπόν, τοῦ Τελώνου ζήλου τὰ καλά, καὶ τὴν φαρισαϊκήν, κακίαν μίσησον. 
Ἐξ ἀπονοίας κενοῦται πᾶν ἀγαθόν, ἐκ δὲ ταπεινώσεως, καθαιρεῖται πᾶν κακόν, ἥν περ ἀσπασώμεθα πιστοί, βδελυττόμενοι σαφῶς, τρόπον κενόδοξον. 
Τὸ ταπεινόφρονας εἶναι τοὺς ἑαυτοῦ Μαθητὰς βουλόμενος, ὁ τῶν πάντων Βασιλεύς, παραινῶν ἐδίδασκε ζηλοῦν, τὸν Τελώνου στεναγμόν, καὶ τὴν ταπείνωσιν. 
Ὡς Τελώνης στενάζω, καὶ ὀδυρμοῖς ἀσιγήτοις Κύριε, νῦν προσέρχομαι τῇ σῇ εὐσπλαγχνίᾳ, οἴκτειρον κᾀμέ, ταπεινώσει τὴν ζωήν, νῦν διεξάγοντα. 
Θεοτοκίον
Γνώμην, βουλήν, προσδοκίαν, σῶμα, ψυχήν, καὶ τὸ πνεῦμα Δέσποινα, ἀνατίθημι πρὸς σέ, δυσχερῶν ἐχθρῶν καὶ πειρασμῶν, καὶ μελλούσης ἀπειλῆς, ῥῦσαι καὶ σῶσόν με. 
Καταβασία 
ᾨδὴ γ', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς σὺ 
Ἀπὸ κοπρίας καὶ παθῶν, ταπεινὸς ἀνυψοῦται, ἀρετῶν ἀπὸ ὕψους, καταπίπτει δὲ δεινῶς, ὑψηλοκάρδιος πᾶς, οὗ τὸν τρόπον, τῆς κακίας φύγωμεν. 
Κενοδοξία ἐκκενοῖ πλοῦτον δικαιοσύνης, τῶν παθῶν δὲ σκορπίζει, ἡ ταπείνωσις πληθύν, ἣν μιμουμένους ἡμᾶς, τῆς μερίδος, δεῖξον τοῦ Τελώνου Σωτήρ. 
Ὡς ὁ Τελώνης καὶ ἡμεῖς, τύπτοντες εἰς τὸ στῆθος, κατανύξει βοῶμεν· Ἱλάσθητι ὁ Θεός, ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, ὅπως τούτου λάβωμεν τὴν ἄφεσιν. 
Πρὸς ζῆλον ἔλθωμεν πιστοί, κατορθοῦντες τὸ πρᾷον, ταπεινώσει συζῶντες, ἐκ καρδίας στεναγμῷ, κλαυθμῷ τε καὶ προσευχῇ, ὅπως σχῶμεν ἐκ Θεοῦ συγχώρησιν. 
Ἀποβαλλώμεθα πιστοί, τὸν ὑπέρογκον κόμπον, ἀπόνοιαν δεινήν τε, καὶ τύφον τὸν βδελυκτόν, καὶ τὴν κακίστην Θεῷ Φαρισαίου, ἀπρεπῆ ὠμότητα. 
Θεοτοκίον
Ἐν σοὶ τῇ μόνῃ προσφυγῇ, πεποιθὼς μὴ ἐκπέσω, τῆς καλῆς προσδοκίας, ἀλλὰ τύχοιμι τῆς σῆς, ἐπικουρίας Ἁγνή, πάσης βλάβης δυσχερῶν ῥυόμενος. 
Καταβασία
Κάθισμα, Τριῳδίου
Ἦχος δ'
Ταχὺ προκατάλαβε 
Ταπείνωσις ὕψωσε, κατῃσχυμμένον κακοῖς, Τελώνην στυγνάσαντα, καὶ τό, Ἱλάσθητι, τῷ Κτίστῃ βοήσαντα· ἔπαρσις δὲ καθεῖλεν, ἀπὸ δικαιοσύνης, δείλαιον Φαρισαῖον, μεγαλορρημονοῦντα· ζηλώσωμεν διὸ τὰ καλά, κακῶν ἀπεχόμενοι. 
Δόξα... Ὅμοιον
Ταπείνωσις ὕψωσε, πάλαι Τελώνην κλαυθμῷ βοήσαντα· Ἱλάσθητι, καὶ ἐδικαίωσεν. Αὐτὸν μιμησώμεθα, ἅπαντες οἱ εἰς βάθος, τῶν κακῶν ἐμπεσόντες, κράξωμεν τῷ Σωτῆρι, ἀπὸ βάθους καρδίας. Ἡμάρτομεν, ἱλάσθητι, μόνε φιλάνθρωπε. 
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον, Ὅμοιον
Ταχὺ δέξαι Δέσποινα τὰς ἱκεσίας ἡμῶν, καὶ ταύτας προσάγαγε, τῷ σῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ, Κυρία Πανάμωμε· λῦσον τὰς περιστάσεις, τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων, σύντριψον μηχανίας, καὶ κατάβαλε θράσος, τῶν ὁπλιζομένων ἀθέων, κατὰ τῶν δούλων σου.

ᾨδὴ δ', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Χριστός μου δύναμις 
Ἀρίστην ἔδειξεν, ὁδὸν ὑψώσεως τὴν ταπείνωσιν Λόγος, ταπεινωθείς, μέχρι καὶ μορφῆς δουλικῆς, ἣν ἐκμιμούμενος ἅπας, ἀνυψοῦται ταπεινούμενος. 
Ὑψώθη δίκαιος, καὶ καταπέπτωκε, Φαρισαῖος, ἐν πλήθει δὲ τῶν κακῶν, βρίθων τεταπείνωται, ἀλλ' ἀνυψώθη Τελώνης, παρ' ἐλπίδα δικαιούμενος. 
Πενίας πρόξενος, ἐκ πλούτου τῶν ἀρετῶν, ἡ ἀπόνοια ὤφθη, καὶ πορισμός, αὖθις ἡ ταπείνωσις, δικαιοσύνης ἐξ ἄκρας ἀπορίας ἣν κτησώμεθα. 
Προέφης Δέσποτα, τοῖς μεγαλόφροσιν, ἀντιτάσσεσθαι πάντως, καὶ ταπεινοῖς, χάριν σὴν παρέχων Σωτήρ, ταπεινωθεῖσι νῦν ἡμῖν, τὴν σὴν χάριν ἐξαπόστειλον. 
Πρὸς θείαν ὕψωσιν, ἀεὶ ἀνάγων ἡμᾶς, ὁ Σωτὴρ καὶ Δεσπότης ὑψοποιόν, ἔδειξε ταπείνωσιν· τοὺς πόδας γὰρ τῶν Μαθητῶν αὐτοχείρως ἐναπένιψεν. 
Θεοτοκίον
Ὡς φῶς ἀπρόσιτον, Παρθένε τέξασα, τῆς ψυχῆς μου τὸ σκότος φωτιστικῇ, αἴγλῃ διασκέδασον, καὶ σωτηρίας πρὸς τρίβους, τὴν ζωήν μου χειραγώγησον. 
Καταβασία
ᾨδὴ ε', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Τῷ θείῳ φέγγει σου ἀγαθὲ 
Τοῦ Φαρισαίου τὰς ἀρετάς, σπεύσωμεν μιμεῖσθαι καὶ ζηλοῦν, τὴν τοῦ Τελώνου ταπείνωσιν τὸ ἐν ἑκατέροις μισοῦντες ἄτοπον, ἀπόνοιαν καὶ λύμην τῶν παραπτώσεων. 
Δικαιοσύνης δρόμος κενὸς ἤλεγκται συζεύξας ἐν αὐτῷ, ὁ Φαρισαῖος τὴν οἴησιν, αὖθις δὲ Τελώνης, ὑψοποιῷ ἀρετῇ, κτησάμενος συνέμπορον τὴν ταπείνωσιν. 
Ἁρματηλάτης ἐν ἀρεταῖς, ᾤετο δραμεῖν Φαρισαῖος, ἀλλὰ πεζὸς παρακλύδιον, ἅρμα διαθέων, καλῶς προέλαβε, συζεύξας ὁ Τελώνης οἴκτῳ ταπείνωσιν. 
Τὴν τοῦ Τελώνου παραβολήν, πάντες ἀναπτύξαντες τῷ νῷ, δεῦτε ζηλώσωμεν δάκρυσι, πνεῦμα συντετριμμένον Θεῷ προσάγοντες τὴν τῶν ἁμαρτημάτων ζητοῦντες ἄφεσιν. 
Τὸν ὑψαυχῆ τε καὶ μοχθηρόν, ἀλαζονικόν τε καὶ θρασύν, πόρρῳ ἀπώσωμεν ἔμφρονα, Φαρισαίου τρόπον, δεινὸν μεγάλαυχον, ὅπως μὴ γυμνωθῶμεν, τῆς θείας χάριτος. 
Θεοτοκίον
Ῥάβδον δυνάμεως, Ἀγαθή, πᾶσιν ἐξαπόστειλον ἡμῖν, τοῖς ἐπὶ σοὶ καταφεύγουσι, κατακυριεύειν ἐν μέσῳ πάντων ἐχθρῶν, παρέχουσα, καὶ ἐκ πάσης βλάβης ἐξαίρουσα. 
Καταβασία
ᾨδὴ ς', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Τοῦ βίου τὴν θάλασσαν 
Τοῦ βίου τὸ στάδιον, ὁ Τελώνης ἐν ταὐτῷ, καὶ Φαρισαῖος ἔδραμον· ἀλλ' ὁ μὲν ἀπονοίᾳ κατενεχθείς, αἰσχρῶς ἐναυάγησεν, ὁ δὲ τῇ ταπεινώσει διεσῴζετο. 
Τοῦ βίου τὸ δίκαιον, διαμείβοντες ἡμεῖς, δρόμον ἐκμιμησώμεθα, τοῦ Τελώνου μὲν φρόνημα ζηλωτόν, φύγωμεν δὲ φύσημα βδελυκτὸν Φαρισαίου καὶ ζησώμεθα. 
Τοὺς τρόπους ζηλώσωμεν, τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ καὶ τὴν αὐτοῦ ταπείνωσιν, οἱ ποθοῦντες τὴν ἄληκτον τῆς χαρᾶς, τυχεῖν κατασκήνωσιν, ἐν τῇ χώρᾳ τῶν ζώντων αὐλιζόμενοι. 
Ὑπέδειξας Δέσποτα, τοῖς οἰκείοις Μαθηταῖς ὑψοποιὸν ταπείνωσιν, τῷ λεντίῳ ζωννύμενος τὴν ὀσφύν, τοὺς πόδας ἀπέπλυνας, καὶ τὸν τρόπον μιμεῖσθαι παρεσκεύασας. 
Τὸν βίον διείλοντο, Φαρισαῖος ἀρεταῖς, καὶ ὁ Τελώνης πταίσμασιν· ἀλλ' ὁ μὲν τὴν ἐξ ὄγκου φρενοβλαβῆ, ὑπέστη ταπείνωσιν, ὁ δὲ ἀνυψοῦται ταπεινόφρων φανείς. 
Θεοτοκίον
Γυμνὸν τῇ ἁπλότητι, τῇ ἀτέχνῳ τε ζωῇ, πλασθέντα παραβάσεως διπλόῃ περιέβαλέ με ἐχθρός, σαρκός τε παχύτητι, νῦν δὲ σῇ μεσιτείᾳ, Κόρη, σώζομαι. 
Καταβασία 
Κοντάκιον, Τριῳδίου
Ἦχος δ'
Ἐπεφάνης σήμερον 
Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ Τελώνου μάθωμεν, τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς, πρὸς τὸν Σωτῆρα κραυγάζοντες· Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε. 
Ἕτερον Ἦχος γ'
Ἡ Παρθένος σήμερον 
Στεναγμοὺς προσοίσωμεν, τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτῷ προσπέσωμεν, ἁμαρτωλοὶ ὡς Δεσπότῃ· θέλει γὰρ τὴν σωτηρίαν πάντων ἀνθρώπων, ἄφεσιν παρέχει πᾶσι μετανοοῦσι· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσαρκώθη Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος. 
Ὁ Οἶκος, Τριῳδίου
Ἑαυτοὺς ἀδελφοὶ ἅπαντες ταπεινώσωμεν, στεναγμοῖς καὶ ὀδυρμοῖς τύψωμεν τὴν συνείδησιν, ἵνα ἐν τῇ κρίσει τότε τῇ αἰωνίᾳ, ἐκεῖ ὀφθῶμεν πιστοὶ ἀνεύθυνοι, τυχόντες ἀφέσεως· ἐκεῖ γάρ ἐστιν ὄντως ἡ ἄνεσις, ἣν ἰδεῖν ἡμᾶς νῦν ἱκετεύσωμεν, ἐκεῖ ὀδύνη ἀπέδρα λύπη καὶ οἱ ἐκ βάθους στεναγμοί, ἐν τῇ Ἐδὲμ τῇ θαυμαστῇ, ἧς ὁ Χριστός δημιουργός, Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.

Σ Υ Ν Α Ξ Α Ρ Ι Ο Ν 
Τριῳδίου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρα τῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ ιη' 10 - 14 παραβολῆς μνείαν ποιούμεθα. 
Στίχοι
Φαρισαΐζων, Ἱεροῦ μακρὰν γίνου,
Χριστὸς γὰρ ἔνδον, ᾧ ταπεινὸς δεκτέον.

Ἕτεροι εἰς τὸ τριῴδιον
Ὁ δημιουργὸς τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω,
Τρισάγιον μὲν ὕμνον ἐκ τῶν Ἀγγέλων,
Τριῴδιον δὲ καὶ παρ' ἀνθρώπων δέχου.

Ταῖς τῶν Ἁγίων πάντων, μεγαλουργῶν σου πρεσβείαις, Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ᾨδὴ ζ', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Δροσοβόλον μὲν τὴν κάμινον 
Δικαιώσεως τοῖς ἔργοις ἐπαιρόμενος, βρόχοις κενοδοξίας δεινῶς, περιεπάρη Φαρισαῖος ἄμετρα αὐχῶν, Τελώνης δὲ κούφῳ τῷ πτερῷ, τῆς ταπεινώσεως ἀρθείς, Θεῷ προσήγγισε. 
Ταπεινώσεως ὡς κλίμακι χρησάμενος, τρόπῳ Τελώνης πρὸς οὐρανῶν, ὕψος ἐπήρθη, τῆς ἀλαζονείας δὲ ἀρθείς, κουφότητι δείλαιος σαθρᾷ, ὁ Φαρισαῖος καταντᾷ, πρός ᾍδου πέταυρον. 
Τοὺς δικαίους ἐνεδρεύων μὲν ὁ δόλιος, τρόποις κενοδοξίας συλᾷ, ἁμαρτωλοὺς δέ, βρόχοις ἀπογνώσεως δεσμεῖ. Ἀλλ' οὖν ἑκατέρων τῶν κακῶν, οἱ τοῦ Τελώνου ζηλωταί, ῥυσθῆναι σπεύσωμεν. 
Ἐν προσευχῇ ἡμῶν Θεῷ προσπέσωμεν, δάκρυσι καὶ θερμοῖς στεναγμοῖς, ἐκμιμούμενοι, τοῦ Τελώνου τὴν ὑψοποιὸν ταπείνωσιν, μέλποντες πιστοὶ· Εὐλογητὸς εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν. 
Εἰσηγούμενος τοῖς Μαθηταῖς προέλεγες, Δέσποτα, μὴ φρονεῖν ὑψηλά, συναπάγεσθαι ταπεινοῖς διδάσκων δὲ Σωτήρ· διό σοι κραυγάζομεν πιστοί· Εὐλογητὸς εἶ ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν. 
Θεοτοκίον
Ἰακώβ σε καλλονὴν καὶ θείαν κλίμακα, κάτωθεν, ἣν ἑώρακε πρίν, ἐκτεταμένην, πρὸς ὕψος γινώσκομεν, Σεμνή, κατάγουσαν ἄνωθεν Θεὸν σεσαρκωμένον, καὶ βροτούς, αὖθις ἀνάγουσαν.
Καταβασία 
ᾨδὴ η', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Ἐκ φλογὸς τοῖς Ὁσίοις 
Ταπεινόφρονι γνώμῃ, ἵλεων Κύριον, ὁ Τελώνης στενάξας, εὗρε καὶ σέσωσται, τρόπῳ δὲ δεινῷ γλώσσης μεγαλορρήμονος, τῆς δικαιοσύνης ἐκπίπτει Φαρισαῖος. 
Φαρισαίου τὸν τύφον, τῆς προαιρέσεως, καὶ τὴν προσηγορίαν, τῆς καθαρότητος, φύγωμεν πιστοί, ζηλοῦντες τοῦ Τελώνου καλῶς, τὴν ἠλεημένην, ταπείνωσιν καὶ γνώμην. 
Τὰς φωνὰς τοῦ Τελώνου, πιστοὶ φθεγξώμεθα, Ἱερῶ ἐν ἁγίῳ· Ὁ Θεὸς ἵλαθι, ἵνα σὺν αὐτῷ, τύχωμεν συγχωρήσεως, λύμης μεγαλαύχου ῥυσθέντες Φαρισαίου. 
Στεναγμὸν τοῦ Τελώνου πάντες ζηλώσωμεν, καὶ Θεῷ ὁμιλοῦντες θερμοῖς τοῖς δάκρυσι, κράξωμεν αὐτῷ· Φιλάνθρωπε ἡμάρτομεν, εὔσπλαγχνε οἰκτίρμον. Ἱλάσθητι καὶ σῶσον.
Εὐλογοῦμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. 
Στεναγμῷ τοῦ Τελώνου, Θεὸς ἐπένευσε, δικαιώσας τε τοῦτον, πᾶσιν ὑπέδειξε, κάμπτεσθαι ἀεί, στεναγμοῖς τε καὶ δάκρυσι, τῶν πλημμελημάτων, αἰτούμενοι τὴν λύσιν. 
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Οὐκ ἐπίσταμαι πλήν σου, ἄλλην ἀντίληψιν, Σὲ προβάλλομαι πρέσβιν, Ἁγνὴ πανάμωμε, σὲ πρὸς τὸν ἐκ σοῦ, Τεχθέντα μεσίτριαν, πάντων τῶν λυπούντων, ἐλεύθερόν με δεῖξον.
Καταβασία

ᾨδὴ θ', Τριῳδίου
Ἦχος πλ. β'
Θεὸν ἀνθρώποις ἰδεῖν 
Ὁδὸν ὑψώσεως τὴν ταπείνωσιν, παρὰ Χριστοῦ λαβόντες, σωτηρίας ὑπόδειγμα, τοῦ Τελώνου τὸν τρόπον ζηλώσωμεν, τύφον ὑπεροψίας, πόρρω βαλλόμενοι, γνώμῃ ταπεινόφρονι Θεὸν ἐξιλεούμενοι. 
Ψυχῆς ἀπόνοιαν ἀπωσώμεθα, γνώμην εὐθῆ ἐν ταπεινοφροσύνῃ κτησώμεθα, ἑαυτοὺς δικαιοῦν μὴ σπουδάζωμεν, τὸν τῆς κενοδοξίας, τύφον μισήσωμεν, καὶ σὺν τῷ Τελώνῃ, τὸν Θεὸν ἱλεωσώμεθα. 
Λιτὰς τῷ Κτίστῃ οἴκτου προσφέρωμεν, τελωνικάς, τὰς φαρισαϊκὰς ἐκτρεπόμενοι, ἀχαρίστους εὐχάς, μεγαλαύχους φωνάς, αἱ κατὰ τοῦ πλησίον, κρίσιν ἐπάγουσιν, ἵνα Θεὸν ἵλεων, καὶ φῶς ἐπισπασώμεθα. 
Πολλῷ πταισμάτων ἑσμῷ βαρούμενος, ὑπερβολῇ κακίας τὸν Τελώνην παρήλασα, καὶ τοῦ Φαρισαίου τὸν μεγάλαυχον, τύφον προσεπισπῶμαι, πάντοθεν ἔρημος, πάντων καθιστάμενος καλῶν. Κύριε φεῖσαί μου. 
Τῆς σῆς ἀξίωσον μακαριότητος, τοὺς διὰ σὲ τῷ πνεύματι πτωχοὺς ἐνυπάρξαντας· εἰσηγήσει γὰρ τῆς σῆς προστάξεως, πνεῦμα συντετριμμένον, σοὶ προσκομίζομεν. Σῶτερ προσδεξάμενος σῷζε, τοὺς σοὶ λατρεύοντας, 
Θεῷ Τελώνης ποτὲ εὐξάμενος, τῷ ἱερῷ πιστῶς προσανιῶν, δεδικαίωται· στεναγμοῖς γὰρ προσελθὼν καὶ δάκρυσι, συντριμμῷ τε καρδίας, πάντα ἀπέθετο, τῶν ἁμαρτημάτων τὸν φόρτον ἐξιλεώσεσι. 
Θεοτοκίον
Ὑμνεῖν, δοξάζειν καὶ μακαρίζειν σε, δίδου ἡμῖν ἀξίως τοῖς τιμῶσί σε, Πάναγνε, καὶ τὸν τόκον τὸν σὸν μεγαλύνουσι, μόνη εὐλογημένη· σὺ γὰρ τὸ καύχημα, τῶν Χριστιανῶν καὶ πρὸς Θεόν, πρέσβις εὐπρόσδεκτος.
Καταβασία 
Ἐξαποστειλάριον, Τριῳδίου
Ἦχος β'
Τοῖς Μαθηταῖς συνέλθωμεν 
Ὑψηγορίαν φύγωμεν, Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δὲ μάθωμεν, τοῦ Τελώνου ἀρίστην, ἵν' ὑψωθῶμεν βοῶντες, τῷ Θεῷ σὺν ἐκείνῳ· Ἱλάσθητι τοῖς δούλοις σου, ὁ τεχθεὶς ἐκ Παρθένου, Χριστὲ Σωτήρ, ἑκουσίως, καὶ Σταυρὸν ὑπομείνας, συνήγειρας τὸν κόσμον σου θεϊκῇ δυναστείᾳ. 
Θεοτοκίον, Τριῳδίου
Ἦχος β'
Τοῖς Μαθηταῖς συνέλθωμεν 
Ὁ ποιητὴς τῆς κτίσεως, καὶ Θεὸς τῶν ἁπάντων, σάρκα βροτείαν ἔλαβεν, ἐξ ἀχράντου γαστρός σου, πανύμνητε Θεοτόκε, καὶ φθαρεῖσάν μου φύσιν, ὅλην ἀνεκαινούργησε, πάλιν ὡς πρὸ τοῦ τόκου, καταλιπὼν μετὰ τόκον· ὅθεν πίστει σε πάντες ἀνευφημοῦντες κράζομεν· Χαῖρε, κόσμου ἡ δόξα. 
Στιχηρὰ, Τριῳδίου
Ἦχος α'
Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί· ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· Ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς. 
Ἦχος α'
Φαρισαῖος κενοδοξίᾳ νικώμενος, καὶ Τελώνης τῇ μετανοίᾳ κλινόμενος, προσῆλθόν σοι τῷ μόνῳ Δεσπότῃ, ἀλλ' ὁ μὲν καυχησάμενος, ἐστερήθη τῶν ἀγαθῶν, ὁ δὲ μὴ φθεγξάμενος, ἠξιώθη τῶν δωρεῶν. Ἐν τούτοις τοῖς στεναγμοῖς, στήριξόν με Χριστὲ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος. 
Ἦχος γ'
Τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου τὸ διάφορον, ἐπιγνοῦσα, ψυχὴ μου· τοῦ μέν, μίσησον τὴν ὑπερήφανον φωνήν, τοῦ δέ, ζήλωσον τὴν εὐκατάνυκτον εὐχήν, καὶ βόησον, ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ, καὶ ἐλέησόν με. 
Ἦχος γ'
Τοῦ Φαρισαίου τὴν μεχάλαυχον φωνήν, πιστοὶ μισήσαντες, τοῦ δὲ Τελώνου τὴν εὐκατάνυκτον εὐχὴν ζηλώσαντες, μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονῶμεν, ἀλλ' ἑαυτοὺς ταπεινοῦντες, ἐν κατανύξει κράξωμεν· ὁ Θεὸς ἱλάσθητι, ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. 
Δόξα...Ἦχος πλ. δ'
Ταῖς ἐξ ἔργων καυχήσεσι, Φαρισαῖον δικαιοῦντα ἑαυτὸν κατέκρινας Κύριε, καὶ Τελώνην μετριοπαθήσαντα, καὶ στεναγμοῖς ἱλασμὸν αἰτούμενον, ἐδικαίωσας· οὐ γὰρ προσίεσαι, τοὺς μεγαλόφρονας λογισμούς, καὶ τὰς συντετριμμένας καρδίας, οὐκ ἐξουθενεῖς· διὸ καὶ ἡμεῖς σοὶ προσπίπτομεν, ἐν ταπεινώσει τῷ παθόντι δι' ἡμᾶς· Παράσχου τὴν ἄφεσιν καὶ τὸ μέγα ἔλεος. 
Μεγάλη Δοξολογία 
Τὰ Τυπικά, οἱ Μακαρισμοὶ τῆς Ὀκτωήχου καὶ ἐκ τοῦ Κανόνος τοῦ Τριῳδίου ἡ ἕκτη Ὠδή, Ὁ Ἀπόστολος. Προκείμενον. Ἦχος πλ. δ'.

Προκείμενον. Ἦχος πλ. δ'.
Εὔξασθε καὶ ἀπόδοτε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν.
Στίχ. Γνωστὸς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ὁ Θεός, 
Ἀλληλούϊα Ἦχος πλ. δ'
Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, 
Κοινωνικὸν
Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν· Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοῖς ὑψίστοις. Ἀλληλούϊα.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Τόσο ο άγιος Γρηγόριος όσο και ο διάκονος του, είχαν διά της χάριτος μεταμορφωθεί σε δύο δέντρα...




Έφτασε λοιπόν στους άρχοντες αυτό το φοβερό και αντίθετο διάταγμα, με τον ερχομό σ’ όλα τα σημεία του κράτους των απεσταλμένων του σκληρού τυράννου. Στην περιοχή κυβερνούσε κάποιος που δεν είχε ανάγκη της ανώτερης εξουσίας για να επιδοθεί στο κακό έχοντας από μόνος του την ωμότητα και τη σκληρότητα από τη φύση του και όντας εχθρικός σ’ εκείνους πού είχαν προσέλθει στην πίστη. Δημοσιεύεται από αυτόν το φοβερό δημόσιο διάταγμα ότι πρέπει να αρνηθούν την πίστη τους ή να υποστούν κάθε είδος τιμωρίας και θανάτου. Και όσοι τότε διαχειρίζονταν τα κοινά δεν έκαναν και δεν επεδίωκαν τίποτε άλλο, παρά να φυλακίζουν και να βασανίζουν εκείνους πού έμειναν σταθεροί στην πίστη τους. 

Οι φοβέρες και οι απειλές δεν περιορίζονταν μόνο στα λόγια, αλλά μαζί μ’ αυτές τα ποικίλα όργανα βασανισμού προκαλούσαν μεγάλο τρόμο, φοβίζοντας τους ανθρώπους προτού τα δοκιμάσουν. Ξίφη, φωτιά, θηρία, λάκκοι και όργανα για στρεβλώσεις των μελών, σιδερένια καθίσματα πάνω στη φωτιά και ξύλα όρθια, όπου τέντωναν τα σώματα όσων αντιστέκονταν και τα ξέσχιζαν με φοβερά σιδερένια νύχια, και μύρια άλλα μέσα επινοούσαν που είχαν βρει για κάθε είδος βασανισμού των σωμάτων. Για ένα μονάχα ενδιαφέρονταν όποιοι είχαν λάβει αυτή την εξουσία, να μη φανεί κανένας τους ηπιότερος από τον άλλο στην υπερβολή της κακίας. Άλλοι κατήγγελλαν, άλλοι φανέρωναν, άλλοι ερευνούσαν για κρυμμένους, άλλοι κυνηγούσαν όσους έφευγαν άλλοι έποφθαλμιώντας τα κτήματα των πιστών, πως να τα ιδιοποιηθούν, καταδίωκαν με το πρόσχημα της ευσέβειας όσους κρατούσαν την πίστη τους. Επικρατούσε μεγάλη σύγχυση σ’ όλη την περιοχή και πολλή αμηχανία· όλοι υποψιάζονταν όλους· δεν έβρισκε θέση μέσα σ’ αυτά τα φοβερά η αγάπη των παιδιών προς τους γονείς ούτε η φύση εγγυόταν τη σταθερότητα της πατρικής κηδεμονίας. Οι οικογένειες χωρίζονταν ανάλογα με τις θρησκείες και διασπώνταν. Ο γιός που ακολουθούσε την εθνική θρησκεία γινόταν προδότης πιστών γονέων και ο πατέρας που έμενε στην απιστία του γινόταν κατήγορος του παιδιού του που είχε πιστέψει. Και ο αδελφός για την ίδια αίτια πολεμούσε κατά της φύσης, θεωρώντας ιερό καθήκον να εκδικηθεί τον αδελφό του, αν έμενε πιστός στο Χριστιανισμό. 

Έτσι γέμισαν οι ερημιές από καταδιωκόμενους και τα σπίτια έμεναν άδεια απο τους ένοικους τους. Πολλά από τα δημόσια κτήρια είχαν οριστεί για τις ανάγκες όσων φυλακίζονταν. Οι φυλακές δε χωρούσαν το πλήθος εκείνων που τιμωρούνταν για την πίστη. Οι αγορές όλες και οι συναθροίσεις, δημόσιες και ιδιωτικές αντί τη συνηθισμένη φαιδρότητά τους μοιράζονταν τις συμφορές αυτές, καθώς οι μισοί καταδίωκαν και οι άλλοι μισοί καταδιώκονταν, κι άλλοι για όσα γίνονταν γελούσαν ή έκλαιγαν. Δεν υπήρχε έλεος για τα νήπια, τιμή για τούς γέροντες, σεβασμός της αρετής από τούς εχθρούς. Άλλα όπως σέ άλωση πόλης, κάθε ηλικία ήταν στη διάθεση των εχθρών της πίστης. Ούτε τις γυναίκες δεν εξαιρούσε η φυσική ασθένεια του φύλου τους από τις ανάγκες αυτές. Αλλά μόνο ο νόμος της σκληρότητας ίσχυε για όλους, υποβάλλοντας στο ίδιο μέτρο της τιμωρίας όποιον αποδοκίμαζε τα είδωλα, χωρίς να διακρίνει φύλο. 

Παρατηρώντας τότε εκείνος ο μεγάλος την ασθένεια της ανθρώπινης φύσης, ότι δεν μπορούσαν οι πολλοί να υπερασπιστούν την πίστη μέχρι θανάτου, συμβουλεύει την εκκλησία να υποχωρήσει λίγο στη φοβερή έφοδο, κρίνοντας προτιμότερο να σώσουν με τη φυγή τις ψυχές τους παρά να σταθούν στις γραμμές του αγώνα και να γίνουν λιποτάκτες της πίστης. Καί για να πειστούν όσο γινόταν οι άνθρωποι ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο η ψυχή διατηρώντας την πίστη της με τη φυγή, γίνεται σύμβουλος της αναχώρησης με το ίδιο του το παράδειγμα αναχωρεί ο ίδιος πριν από τους άλλους μπροστά στο σφοδρό κίνδυνο. Γιατί και αυτό το επιδίωκαν με όλη τους τη δύναμη οι στρατιώτες, κάνοντας υποχείριο τους εκείνον, όπως έναν στρατηγό, να διαλύσουν όλη την παράταξη της πίστης, και γι’ αυτό προσπάθησαν οι εχθροί να τον συλλάβουν. 

Αυτός αποσύρθηκε σ’ ένα έρημο λοφάκι κι είχε μαζί του το νεωκόρο που είχε γίνει χριστιανός τότε στην αρχή και τώρα υπηρετούσε ως διάκονος. Οι διώκτες του πλήθος πολύ τον ακολουθούσαν καταπόδας, γιατί κάποιος τους είχε αποκαλύψει το μέρος πού κρυβόταν. Άλλοι περικύκλωσαν τις υπώρειες του λόφου και φύλαγαν, ώστε να μην μπορέσει αν το επιχειρούσε να διαφύγει από πουθενά, κι άλλοι ανέβηκαν στο βουναλάκι, ερευνώντας σε κάθε σημείο, και ήδη ο μεγάλος άγιος τους έβλεπε ολοφάνερα ότι έτρεχαν έτσι κατ’ επάνω του. Εκείνος πρότρεψε το σύντροφο του να σταθεί μπροστά στο Θεό με σταθερή και αταλάντευτη πίστη και να εμπιστευθεί σ’ αυτόν τη σωτηρία του, υψώνοντας τα χέρια του σε προσευχή και να μην αρνηθεί την πίστη του από φόβο ακόμα κι αν έρθουν μπροστά του οι διώκτες του. Υπόδειγμα της σύστασης του έκανε τον εαυτό του στο διάκονο, ατενίζοντας στον ουρανό με ακίνητο βλέμμα, όρθιος με υψωμένα τα χέρια. Αυτοί λοιπόν έτσι προετοιμάζονταν. Οι άλλοι όμως που είχαν εξορμήσει εναντίον τους, αφού έψαξαν σ’ όλο τον τόπο και ερεύνησαν με κάθε προσοχή κάθε θάμνο και κάθε πέτρα που προεξείχε και κάθε χαράδρα και κάθε βαθούλωμα, κατεβαίνουν πάλι στις υπώρειες, μήπως από το φόβο αυτών πού έψαχναν τραπούν σε φυγή και πέσουν στα χέρια εκείνων που τους είχαν περικυκλώσει στα χαμηλά. Όπως όμως δεν τους βρήκαν αυτοί, έτσι δεν έπεσαν και στα χέρια εκείνων. Αυτός που είχε κατασκοπεύσει το μέρος όπου κρυβόταν ο μεγάλος τον προσδιόριζε με σημεία· εκεί όμως βεβαίωναν εκείνοι που έψαξαν ότι δεν είδαν κανένα, παρά δύο δέντρα μόνο σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο. 

Όταν έφυγαν εκείνοι που τον ζητούσαν, έμεινε πίσω αυτός που τον κατήγγειλε. Βρίσκοντας τους τότε να προσεύχονται και ο μεγάλος και ο σύντροφός του και κατανοώντας τη θεία φρούρηση που έκανε να τους νομίσουν οι διώκτες τους ως δέντρα, πέφτει στα πόδια του και πιστεύει στο κήρυγμα του. Κι αυτός που πριν από λίγο ήταν διώκτης, έγινε ένας από τούς διωκόμενους. Έμειναν στην έρημο πολύ διάστημα και όλοι είχαν τραπεί στη φυγή (γιατί ο πόλεμος κατά της πίστης συνεχιζόταν, αφού είχε πιάσει φοβερή λύσσα τον αρχηγό εναντίον εκείνων πού προσχωρούσαν στο κήρυγμα της ευσέβειας). Επειδή είχαν απελπιστεί σχετικά με τον μεγάλο, ότι ποτέ δεν θα τον έπιαναν οι διώκτες του, έστρεψαν τη λύσσα τους κατά των υπολοίπων, ερευνούσαν σε κάθε μέρος της χώρας για όλους, άνδρες γυναίκες και παιδιά, όσοι σέβονταν το όνομα του Χριστού. Τους έσερναν στην πόλη και γέμιζαν τις φυλακές κι αντί για άλλο αδίκημα, θεωρούσαν ως έγκλημα τους την ευσέβεια. Τότε τα δικαστήρια δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο· οι κρατούντες ένα μόνο επιδίωκαν, να σκεφτούν και να εφαρμόσουν όλες τις τιμωρίες και όλα τα βασανιστήρια εναντίον εκείνων που έμεναν σταθεροί στην πίστη. 

Τότε ακριβώς γίνεται φανερό σ’ όλους ότι δεν σκεφτόταν τίποτε χωρίς θεία έμπνευση ο μέγας εκείνος άγιος. Αφού με τη φυγή του εξασφάλισε τον εαυτό του για χάρη του λαού, ήταν κοινός σύμμαχος όλων όσοι αγωνίζονταν για την πίστη. Όπως ακούμε για το Μωυσή ότι, αν και ήταν μακριά από τη παράταξη των Αμαληκιτών, έβαζε με την προσευχή του δύναμη στην ψυχή των ομοφύλων του κατά των εχθρών, με τον ίδιο τρόπο κι αυτός, σα να έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του όσα γίνονταν, καλούσε τη θεία συμμαχία για χάρη εκείνων που αθλούσαν ομολογώντας την πίστη τους.

 

 ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ 
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 
ΕΠΕ σελ.457-465

Δημοφιλείς αναρτήσεις