Η Προς Διόγνητον Επιστολή είναι μια άγνωστης προελεύσεως απολογητική επιστολή του 2ου αιώνα. Αποτελεί ένα σύντομο κείμενο που συνήθως χαρακτηρίζεται ως επιστολή, αλλά ουσιαστικά αποτελεί πραγματεία[1]. Η πραγματεία αυτή, παρά την αποσιώπησή της μέσα από τις ιστορικές πηγές, αποτελεί μία σημαντική χριστιανική μαρτυρία, η οποία απευθύνεται προς κάποιο Διόγνητο, υποτιθέμενο ή τουλάχιστον άγνωστο προς εμάς και χαρακτηρίζεται ως λογοτεχνικός αδάμαντας[2].
Το ιστορικό εύρεσης της επιστολής
Η Επιστολή προς Διόγνητον δεν παρουσιάζεται σε αρχαίες πηγές, εμφανίζεται δε στο προσκήνιο σε νεώτερους χρόνους και ιδίως περί τον 15ο αιώνα και προ της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης. Διασώστης του χειρογράφου αυτού είναι ο λατίνος κληρικός Thomas d' Arrezzo, ο οποίος το βρήκε στην Κωνσταντινούπολη όταν την επισκέφτηκε κατά το 1436. Ο Κώδικας που διέσωσε είναι ο Argentoratensis Gr. 9, που χρονολογήθηκε τον 14ο αιώνα και ο οποίος τοποθετήθηκε στη Εθνική Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου. Ο Arrezzo ισχυρίστηκε πως βρήκε το χειρόγραφο αυτό σε ένα ιχθυοπωλείο, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δεν απηχεί στην πραγματικότητα, όχι μόνο διότι την εποχή εκείνη σπάνιζε το χαρτί και λόγω της αγάπης των Βυζαντινών προς τα βιβλία, αλλά και λόγο της γνωστής περίστασης της υπεξαίρεσης πολύτιμων χειρογράφων από δυτικούς οι οποίοι συνήθως κατέφευγαν στον ισχυρισμό ότι κάπου τα βρήκαν. Εν πάση περιπτώσει το κείμενο διαφυλάχθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου, αλλά τελικώς καταστράφηκε μετά από το βομβαρδισμό του Πρωσικού στρατού το 1870. Ο Κώδικας μάλιστα δεν περιείχε μόνο την πραγματευόμενη επιστολή, αλλά συνολικά 22 απολογητικά και αντιαιρετικά τεμάχια.
Χρονολογία, προέλευση και αποδέκτης της επιστολής
Μέχρι και σήμερα ερευνητές και θεολόγοι δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν σχετικά με το πότε και από ποιόν γράφτηκε η επιστολή αυτή, αλλά και προς ποιόν παραδόθηκε με βεβαιότητα. Αυτό συμβαίνει διότι για να μπορέσουμε να βγάλουμε ασφαλές συμπέρασμα, πρέπει να στηριχθούμε εξ ολοκλήρου στις πληροφορίες που παίρνουμε από την επιστολή και οι οποίες μόνο με έμμεσο τρόπο μπορούν να μας οδηγήσουν σε μία τέτοια κατεύθυνση. Οι μαρτυρίες όμως αυτές κρίνονται ιδιαίτερα επισφαλείς[3]. Το κείμενο στο χειρόγραφο του Arezzoκατείχε την πέμπτη θέση μετά από τέσσερα έργα που ψευδεπιγράφως αποδίδονταν στον Ιουστίνο. Ο Ιουστίνος όμως απορρίπτεται ως συγγραφέας, διότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα μνημονευόταν στα ιστορικά ντοκουμέντα. Από τη στιγμή που απορρίφθηκε ο Ιουστίνος, η σκέψη των ερευνητών κινήθηκε ανάμεσα σε πολλούς συγγραφείς, χωρίς να επέλθει μία οριστική συμφωνία. Με βάση τη συνολική εικόνα που λαμβάνουμε από το σύγγραμα, η επιστολή πρέπει να συντάχθηκε μεταξύ του 175 και 200[4]. Ο συγγραφέας μέσα από την επιστολή διαφαίνεται να έχει γνώση της απολογίας του Αριστείδη του Αθηναίου, αλλά και του έργου του Κλήμη Αλεξανδρείας ο οποίος προερχόταν από την Αθήνα, κάτι που ίσως να σημαίνει ότι ο συγγραφέας της απολογίας ήταν Αθηναίος, ενώ δεν είναι αβάσιμο να ισχυριστούμε ότι πρόκειται για μαθητή του Αριστείδη ή του Αθηναγόρα ή ακόμα και διδάσκαλο του Κλήμεντος[5].
Το έτερο σημείο της ιστορικής έρευνας περί της επιστολής, είναι το ποιος τελικώς ήταν ο αποδέκτης. Η επιστολή απευθύνεται προς κάποιο Διόγνητο με αποτέλεσμα πολλοί ερευνητές να θεωρούν πως αυτή αποδόθηκε στο δάσκαλο του Μάρκου Αυρηλίου. Όμως υπάρχουν και πολλοί σκεπτιστικές. Αφενός το όνομα Διόγνητος ήταν ένα αρκετά διαδεδομένο όνομα στην εποχή με αποτέλεσμα να υπάρχουν σε ιστορικά ντοκουμέντα περισσότεροι από 10 επίσημοι γνωστοί άνθρωποι που φέρουν το όνομα Διόγνητος, αφετέρου η αναφορά "κράτιστος Διόγνητος" υποστηρίζεται ότι πιθανώς αναφέρεται σε πρόσωπο που κατείχε επίσημη θέση. Άλλοι ερευνητές θεωρούν πως το Διόγνητος είναι μία γενική αναφορά προς κάθε ειδωλολάτρη (διόγνητος, διογεννημένος), τη στιγμή που μέσα από την επιστολή διαφαίνεται πως ο παραλήπτης έχει ζητήσει μία σχετική ενημέρωση περί της χριστιανικής διδασκαλίας, κάτι που δύσκολα μπορούμε να υποθέσουμε αν όντως συνέβη από το δάσκαλο του Αυρηλίου. Έτσι θα λέγαμε ότι είναι σχετικά επισφαλές να συμπεράνουμε στον ποιόν τελικά παραδόθηκε αυτή η επιστολή.
Το περιεχόμενο της επιστολής
Στην εισαγωγή της επιστολής τίθενται επιγραμματικά τα ζητήματα τα οποία ο συγγραφέας πραγματεύεται κατά την ανάπτυξη της πραγματείας του. Έτσι αναφέρει πως σκοπό έχει να καταδείξει σε ποιόν Θεό πιστεύουν οι χριστιανοί, γιατί περιφρονούν τον κόσμο και το θάνατο, γιατί απορρίπτουν τους ξένους Θεούς, ποια φιλοστοργία τρέφουν προς αλλήλους και για ποιο λόγο το σύστημα αυτό εισήλθε αργά στον κόσμο. Οι απαντήσεις αυτές δίνονται στο κείμενο, αλλά λόγο της έλλειψης κάποιων κομματιών, δε δύναται να λάβουμε όλες τις προεκτάσεις όπως ο συγγραφέας τις παρουσίασε.
Έτσι ξεκινά την ανάπτυξη της πραγματείας του επισημαίνοντας την αναξιότητα των εθνικών θεών, οι οποίοι είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα για τα οποία ακόμα και εθνικοί δεν αισθάνονταν υπερήφανοι. Οι Ιουδαίοι παρότι πιστεύουν στον ένα Θεό, ουσιωδώς λατρεύουν κατά τον ίδιο τρόπο με τους εθνικούς, προσφέροντας θυσίες και επιδεικνύοντας δεισιδαιμονικές τάσεις. Συνεχίζει περιγράφοντας τον υπερκόσμιο βίο των χριστιανών και θεωρεί πως οι χριστιανοί αποτελούν το "άλλο γένος", που προέρχεται από τον άλλο κόσμο. Για αυτό και η περιφρόνηση του θανάτου είναι φυσικό αποτέλεσμα αυτής της προέλευσης, αφού μέσω αυτών δρα η δύναμη του Θεού. Σε αυτό το σημείο ακολουθεί έκθεση περί της πίστεως των χριστιανών. Αυτή η πίστη για το συγγραφέα είναι κάτι το μυστηριώδες, το οποίο ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα διότι είναι θεϊκής προελεύσεως. Ο Θεός προ της ελεύσεως του Υιού διατηρούσε μυστηριώδη τη βουλή του και φερόταν σα να περιφρονούσε τον κόσμο, αποκάλυψε όμως το σχέδιο του αποστέλλοντας τον Υιό του, ο οποίος έκτισε το σύμπαν και απεστάλλει για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο χριστιανισμός, απαντώντας στις κατηγορίες του περιβάλλοντος περί νέας θρησκείας, δεν είναι νέα θρησκεία, αλλά παλαιά και η βάση της τοποθετείται από την εποχή του Μωυσή. Η εμφάνιση της θείας ενέργειας άργησε να εμφανιστεί στον άνθρωπο διότι έπρεπε να αισθανθεί η ανθρωπότητα την αναξιότητά της και να αποδεχτεί την βοήθεια του Θεού, όταν πια η αδικία και ο θάνατος είχαν φανερωθεί και κυριεύσει πλήρως. Στο επίλογο συνιστά στον αποδέκτη να δεχθεί την χριστιανική πίστη, διότι έτσι θα δοκιμάσει ανέκφραστη χαρά και θα καταστεί μιμητής του Θεού, αγαπώντας τον συνάνθρωπό του αφού "τότε μυστήρια Θεού λαλείν άρξη, τότε τους κολαζομένους επί τω μη θέλειν αρνήσασθαι Θεόν και αγαπήσεις και θαυμάσεις"[6].
Η αξιολόγηση της επιστολής
Σκοπός του συγγραφέα ήταν να παρουσιάσει την ανωτερότητα της χριστιανικής πίστεως έναντι των υπολοίπων θρησκειών. Μία ανωτερότητα που ευρίσκει ο συγγραφέας στην ηθική, με αποτέλεσμα άξονας όλου του έργου να είναι η ηθικολογία. Για έργο του 2ου αιώνος η χριστολογία θεωρείται πολύ φτωχή, με αποτέλεσμα να εικάζουμε πως πρόκειται για νεοφώτιστο χριστιανό[7], αφού είναι εμφανές πως δεν του λείπει η φιλοσοφική μόρφωση, η φιλολογική ευαισθησία και το λογοτεχνικό ταλέντο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μιλάμε για ένα έξοχο λογοτεχνικό κείμενο, αλλά πολύ φτωχό θεολογικά. Χαρακτηριστικό επίσης είναι πως τα μεγάλα προβλήματα της εκκλησίας της εποχής αγνοούνται αν και έχουμε σαφή νύξη για την ανάπτυξη του χριστιανισμού μέσω των δύσκολων συνθηκών της εποχής[8]. Η επιστολή θα λέγαμε πως παρουσιάζει ομοιότητες με το "Κήρυγμα του Πέτρου" και την απολογία του Αριστείδη. Παρόλα αυτά παρατηρούνται και διαφορές, όπως η έμφαση του χριστιανισμού ως το "αλλο γένος" και όχι ως "τρίτο γένος" που αναφέρεται στις προαναφερθείσες επιστολές, ενώ προτάσσεται η ηλικία του χριστιανισμού η οποία έχει τη βάση της από την εποχή του Μωυσή, μια σχεδόν κοινή γραμμή σε όλους τους απολογητές, που αγνοείται όμως από τον Αριστείδη.
Τέλος πρέπει να αναφερθεί, πως στην επιστολή επισυνάπτονται και δύο πρόσθετα κεφάλαια το 11 και 12. Η έρευνα έχει καταλήξει σήμερα πως αυτά είναι εμβόλιμα[9][10], αφού το ύφος αλλάζει απότομα, η αναφορά φαίνεται να γίνεται προς το εσωτερικό της εκκλησίας και με στόχο πολλαπλούς παραλήπτες.
Υποσημειώσεις
- ↑ Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 615
- ↑ Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 615
- ↑ Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619
- ↑ Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619
- ↑ Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίς 619-620
- ↑ Προς Διόγνητον 10
- ↑ Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίς 310
- ↑ Προς Διόγνητον 7, 8
- ↑ Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τομος Β΄, σελίς 620
- ↑ Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίς 311
Βιβλιογραφία
- Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
- Στυλιανός Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Έκδοση Ιδιωτική, Αθήνα 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου