159_ Με το Μωσαϊκό Νόμο πρόσταξε ό Θεός τους Ισραηλίτες, να ξεχωρίζουν κάθε χρόνο το ένα δέκατο από όσα θ’ αποκτούν (Αριθμ. 18) και να τα’ αφιερώνουν στο Θεό και κάνοντας αυτό να παίρνουν ευλογία για όλα τους τα έργα. Έχοντας υπόψη τους αυτό, οι Άγιοι Απόστολοι σκέφτηκαν και αποφάσισαν, για να βοηθήσουν και να ευεργετήσουν τις ψυχές μας, να μας παραδώσουν κάτι ακόμα υψηλότερο και τελειότερο, δηλαδή ν’ αφιερώνουμε στο Θεό το ένα δέκατο των ήμερων της ζωής μας, για να ευλογούνται έτσι τα έργα μας και να παίρνουμε συγχώρεση κάθε χρόνο για τις αμαρτίες ολόκληρου του χρόνου. Λογάριασαν λοιπόν και χαρακτήρισαν σαν αγίες από τις τριακόσιες εξήντα πέντε ήμερες του χρόνου, αυτές τις επτά εβδομάδες των νηστειών. Και έτσι ξεχώρισαν επτά εβδομάδες. Άλλά με την πάροδο του χρόνου, συμφώνησαν να προστεθεί σ’ αυτές και άλλη μια εβδομάδα. Αυτό έγινε και για να προγυμνάζονται και να προετοιμάζονται όσοι πρόκειται να μπουν στο κοπιαστικό στάδιο των νηστειών, και για να τιμήσουν τον αριθμό των ήμερων της αγίας Τεσσαρακοστής πού νήστεψε ο Κύριος μας. Γιατί, αν αφαιρέσουμε τα Σάββατα και τις Κυριακές, οι οκτώ εβδομάδες γίνονται σαράντα ήμερες(1), τιμώντας ξεχωριστά τη νηστεία του Μεγάλου Σαββάτου, επειδή είναι πολύ ιερή και η μόνη ήμερα νηστείας ανάμεσα σ’ όλα τα Σάββατα του χρόνου. Οι σε επτά εβδομάδες, χωρίς τα Σάββατα και τις Κυριακές, γίνονται τριάντα πέντε ήμερες. Αν προστεθεί, λοιπόν και η νηστεία του Μ. Σαββάτου και η μισή νύχτα της Λαμπρής, γίνονται τριάντα έξι και μισή ήμερες, πού είναι ακριβώς το ένα δέκατο από τις τριακόσιες εξήντα ήμερες του χρόνου. Γιατί το ένα δέκατο του τριακόσια είναι το τριάντα, του εξήντα το έξι και του πέντε το μισό. Συμπληρώνονται λοιπόν τριάντα έξι και μισή ήμερες, όπως είπαμε. Αυτή είναι η «δεκάτη», όπως θα λεγε κανείς, όλου του χρόνου, πού μας καθιέρωσαν οι Αγ. Απόστολοι, για να γίνει αφορμή να καθαριστούμε, όπως είπαν, από τις αμαρτίες, πού κάναμε ολόκληρο το χρόνο, και για να οδηγηθούμε στη μετάνοια.
160_ Μακάριος λοιπόν, αδελφοί μου, είναι όποιος φυλάει με επιμέλεια τον εαυτόν του αυτές τις άγιες ήμερες. Γιατί και αν, σαν άνθρωπος, έτυχε να πέσει στην αμαρτία, είτε από αδυναμία, είτε από αμέλεια, όμως έδωσε ο Θεός τις άγιες αυτές ήμερες, ώστε αν αγωνιστεί, με πνευματική αγρύπνια και ταπεινοφροσύνη και φροντίσει τον εαυτόν του και μετανοήσει, να καθαριστεί από τις αμαρτίες ολόκληρου του χρόνου. Έτσι λοιπόν αναπαύεται από το βάρος της αμαρτίας και προσέρχεται με καθαρή ψυχή την άγια ήμερα της Αναστάσεως και μεταλαμβάνει τα άγια μυστήρια, χωρίς να προκαλεί την κατάκριση του Θεού. Γιατί έγινε νέος άνθρωπος, με τη μετάνοια των αγίων τούτων νηστειών και ζει με χαρά και πνευματική ευφροσύνη, γιορτάζοντας με τη Χάρη του Θεού, και όλη την περίοδο έως την Κυριακή της Πεντηκοστής. Γιατί Πεντηκοστή είναι, όπως λέει, «Ανάσταση ψυχής». Γ’ αυτό έχουμε και το συμβολικό έθιμο, προς τιμή της Αναστάσεως, να μη γονατίζουμε στην εκκλησία μέχρι την Κυριακή της Πεντηκοστής.
161_ Καθένας λοιπόν πού θέλει να καθαριστεί από τις αμαρτίες όλου του χρόνου, με τη νηστεία αυτών των ήμερων, πρέπει πρώτα-πρώτα να προσέχει τί θα τρώει, γιατί δεν είναι το ίδιο όλες οι τροφές. Επειδή το να τρώει κανείς αδιάκριτα κάθε τροφή, όπως λένε οι Πατέρες(2) , προξενεί πολλά κακά. Παρόμοια, στη συνέχεια, πρέπει να φυλάει τον εαυτόν του να μην καταλύει τη νηστεία, χωρίς μεγάλη ανάγκη, να μην επιζητάει νόστιμα φαγητά, να μη βαραίνει το στομάχι του με πολλά φαγητά και ποτά. Γιατί είναι δύο είδη γαστριμαργίας. Πολλές φορές πολεμιέται κανείς από τη νοστιμιά και δεν θέλει πάντα να τρώει πολλά φαγητά, άλλα θέλει τα νόστιμα. Και όταν αυτός τρώει φαγητό πού του αρέσει, τόσο πολύ νικιέται από την ηδονή της νοστιμάδας, ώστε το κρατάει πολλή ώρα στο στόμα του, μασώντας το αρκετά και δεν αποφασίζει εύκολα να το καταπιεί, για να διατηρήσει την ηδονή πού αισθάνεται. Τότε λέμε ότι αυτός έχει λαιμαργία. Άλλους δεν τους απασχολεί η ποιότητα, άλλα η ποσότητα της τροφής. Δεν θέλουν δηλαδή καλά φαγητά, ούτε ενδιαφέρονται για τη νοστιμιά. Άλλα είτε καλά είναι, είτε άσχημα δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο, παρά μόνο για να τρώνε, ό,τιδήποτε και αν είναι αυτό πού τρώνε, γιατί τους απασχολεί μόνο να γεμίσουν το στομάχι τους. Τότε λέμε ότι αυτοί έχουν γαστριμαργία. Και σας εξηγώ αυτούς τους δύο χαρακτηρισμούς «λαιμαργία»(3) και «γαστριμαργία»(4). «Μαργαίνω» στην κοσμική παιδεία σημαίνει χάνω την αυτοκυριαρχία μου και τη λογική μου δηλαδή, γίνομαι μανιακός σε κάποιο πάθος. Και «μάργος» λέγεται αυτός πού τον έχει κυριεύσει κάποιο πάθος. Όταν λοιπόν παρατηρείται η ακατάσχετη και νοσηρή εκείνη επιθυμία του να θέλει κανείς να γεμίζει συνεχώς την κοιλιά του, τότε λέμε ότι έχουμε το φαινόμενο της γαστριμαργίας, από το «μαργαίνω τήν γαστέρα», πού σημαίνει έχω τη μανία να γεμίζω το στομάχι μου (ή κοιλιά μου με κάνει τρελλό). Όταν δε συμβαίνει να έχουμε τη νοσηρή και ακατάσχετη επιθυμία να αισθανόμαστε διαρκώς την ευχαρίστηση στο λαιμό, τότε έχουμε το φαινόμενο της λαιμαργίας, από το «μαργαίνω τόν λαιμό», πού σημαίνει έχω τη μανία της ηδονής του λαιμού.
162_ Αυτά λοιπόν πρέπει να τα’ αποφεύγει με άγρυπνη φροντίδα, όποιος θέλει να καθαριστεί από τις αμαρτίες του. Γιατί αυτά δεν ανταποκρίνονται σε ανάγκη του σώματος άλλα προέρχονται από τα πάθη. Και αν κανείς τα ανεχτεί, εξελίσσονται σε αμαρτία. Είναι όπως ακριβώς ο νόμιμος γάμος και ή πορνεία, γιατί η μεν πράξη είναι ή ίδια, εκείνο όμως πού τα κάνει να διαφέρουν είναι ό σκοπός. Ο μεν ένας συνάπτει σχέσεις για να κάνει παιδιά, ό δε άλλος για να ικανοποιήσει τη φιληδονία του. Το ίδιο συμβαίνει και με το φαγητό, γιατί την ίδια δουλειά κάνουμε και όταν τρώμε από ανάγκη και όταν τρώμε από ηδονή. Ό σκοπός είναι εκείνος πού συνιστά την αμαρτία. Τρώει κανείς ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού του, όταν καθορίζει ό ίδιος πόσο θα τρώει κάθε μέρα, και παρακολουθεί αν του ήταν πολύ αυτό πού όρισε να φάει, και πρέπει ν’ αφαιρέσει λίγο, και αφαιρεί ή αν δεν του ήταν αρκετό και εξαντλήθηκε και πρέπει να προσθέσει λίγο ακόμα, και προσθέτει. Έτσι σταθμίζει κανείς καλά τις ανάγκες του οργανισμού του και εφαρμόζει αυτό ακριβώς πού καθόρισε, όχι για να ευχαριστηθεί από το φαγητό, αλλά για να δυναμώσει το σώμα του. Και αυτό ακόμα πού τρώει κανείς, οφείλει να το τρώει με προσευχή και να κατακρίνει τον εαυτόν του, με το λογισμό του, ότι είναι ανάξιος να δέχεται οποιαδήποτε παρηγοριά. Και να μην προσέχει αν κάποιος άλλος τρώει κάτι ιδιαίτερο - επειδή φυσικά είναι απαραίτητο ή επειδή υπάρχει κάποια ανάγκη - ώστε και αυτός να θέλει και να ζητάει κάτι περισσότερο ή να μη νομίζει ότι αυτό το περισσότερο πού θα ζητήσει δεν πρόκειται να τον βλάψει.
163_ Κάποτε πού βρισκόμουν στο κοινόβιο, πήγα να επισκεφτώ ένα Γέροντα - υπήρχαν εκεί πολλοί μεγάλοι Γέροντες - και βρίσκω εκεί τον αδελφό πού τον υπηρετούσε να τρώει μαζί με το Γέροντα, και του λέω ιδιαίτερα: «Ξέρεις, αδελφέ μου, ότι αυτοί οι Γέροντες πού τους βλέπεις να τρώνε και να έχουν κάποια καλύτερη περιποίηση, μοιάζουν μ’ εκείνους τους ανθρώπους, πού ενώ απόκτησαν πουγγί, συνέχισαν να εργάζονται προσθέτοντας χρήματα στο πουγγί εκείνο, μέχρι πού το γέμισαν, και αφού το σφράγισαν εργάστηκαν και πάλι και συγκέντρωσαν άλλα χίλια νομίσματα, για να τα βρουν και να τα χρησιμοποιήσουν σε καιρό ανάγκης και να φυλάξουν εκείνα πού έχουν στο πουγγί; Έτσι και αυτοί οι Γέροντες εργάστηκαν πολύ και συγκέντρωσαν θησαυρούς και αφού τους σφράγισαν, εργάστηκαν και συγκέντρωσαν άλλα λίγα και τα έχουν τώρα στον καιρό της αρρώστιας και των γηρατειών τους και ξοδεύουν οπ’ αυτά, και τα υπόλοιπα τα έχουν αποταμιευμένα. Εμείς όμως, αφού ούτε αυτό το πουγγί δεν αποκτήσαμε ακόμα, από που ξοδεύουμε»; Γι’ αυτό, όπως είπα, οφείλουμε και αν ακόμα τρώμε μόνο για την ανάγκη του σώματος, να κατακρίνουμε τους εαυτούς μας, ότι είμαστε ανάξιοι για κάθε είδους περιποίηση, ακόμα και γι’ αυτήν την ικανοποίηση των αναγκών που επιτρέπει ο μοναχικός κανόνας και να μην τρώμε άφοβα και απρόσεκτα. Μόνον έτσι δεν θα κατακριθούμε.
164_ Και αυτά μεν σχετικά με την εγκράτεια στα φαγητά. Έχουμε όμως επίσης ανάγκη όχι μόνον να προσέχουμε τη διατροφή μας, άλλα και να απομακρυνόμαστε και από κάθε άλλη αμαρτία.
Ώστε, όπως ακριβώς νηστεύουμε από τροφές, έτσι να νηστεύει και ή γλώσσα μας και να είναι μακριά από την καταλαλιά, από το ψέμα, από την αργολογία, από την αποδοκιμασία του πλησίον, από την οργή και γενικά από κάθε αμαρτία πού γίνεται με τη γλώσσα. Παρόμοια να νηστεύουμε με τα μάτια μας, δηλαδή να μην κοιτάζουμε μάταια πράγματα, να μην πέφτουμε στην «παρρησία» με τα μάτια, να μην κοιτάζουμε κάποιον με αναίδεια. Παρόμοια και τα χέρια και τα πόδια να εμποδίζουμε από κάθε κακό πράγμα (4) . Και νηστεύοντας έτσι, όπως λέει ό Μ. Βασίλειος(5), νηστεία δεκτή, απέχοντας από κάθε κακία, πού διαπράττεται με όλες τις αισθήσεις, ας προσερχόμαστε κατά την αγία ημέρα της Αναστάσεως, όπως ήδη είπαμε, ανανεωμένοι, καθαροί και άξιοι να μεταλάβουμε τα άγια μυστήρια, αφού πρώτα βγούμε για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο μας και να υποδεχτούμε με βάγια και κλαδιά ελιάς, Αυτόν πού μπαίνει στην άγια Πόλη καθισμένος στο γαϊδουράκι.
165_ Τί νόημα έχει άραγε το ότι Αυτός κάθισε πάνω στο γαϊδουράκι; Αυτό έγινε για να επαναφέρει ό «Λόγος» του Θεού και να υποτάξει στη Θεότητα Του την ψυχή πού ξέπεσε στην κατάσταση της «αλογίας»(7) - όπως λέει ο προφήτης (Ψαλμ. 48, 21) - και ομοιώθηκε με τα άλογα ζώα. Τί όμως σημαίνει να τον προϋπαντήσουμε με βάγια και κλαδιά ελιάς; Όταν επιτίθεται κανείς κατά του εχθρού του και γυρίζει πίσω στην πόλη νικητής, κάθε γνώριμος του τον υποδέχεται με βάγια, όπως ταιριάζει σε νικητή. Γιατί τα βάγια είναι σύμβολο της νίκης. Πάλι όταν αδικείται κάποιος και θέλει να παρουσιαστεί μπροστά στο δικαστή ζητώντας να εκδικάσει την υπόθεση του, κρατάει κλαδιά ελιάς, φωνάζοντας και παρακαλώντας να ελεηθεί και να βοηθηθεί. Γιατί ή ελιά είναι σύμβολο του ελέους (8) . Γι’ αυτό και εμείς υποδεχόμαστε το Δεσπότη μας Ιησού Χριστό, με βάγια μεν, επειδή είναι νικητής - γιατί αυτός νίκησε για λογαριασμό μας τον εχθρό μας- με κλαδιά ελιάς δέ, επειδή ζητάμε απ’ Αυτόν έλεος, ώστε όπως ακριβώς νίκησε Εκείνος, έτσι και εμείς ζητάμε τη βοήθεια Του για να νικήσουμε και να κρατήσουμε τα σύμβολα της νίκης Του. Αυτά τα σύμβολα πού εκπροσωπούν όχι μόνον τη νίκη πού Εκείνος κέρδισε για χάρη μας, άλλα και αυτή πού κερδίσαμε και εμείς με τη βοήθεια Του και τις ευχές όλων των Αγίων. Αμήν.
---------------------------------------------------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:1. «Τεσσαράκοντα εἰσήλθομεν εἰς τό στάδιον, οἱ τεσσαράκοντα στεφανωθείημεν, Δέσποτα. Μή λείψῃ τῷ ἀριθμῷ μηδέ εἷς. Τίμιός ἐστιν, ὅν ἐτίμησας τῇ νηστείᾳ τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν δι᾽ οὗ νομοθεσία εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον. Τεσσαράκοντα ἡμέραις ἐν νηστείᾳ Ἠλίας ἐκζητώντας τόν Κύριον τῆς θέας ἔτυχεν».(Μ. Βασ. P.G. 31, 520Α)2. «Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος· Λογίζομαι ὅτι ἔχει τό σῶμα κίνησιν φυσικήν συναναφυρεῖσαν αὐτῷ· ἀλλ᾽ οὐκ ἐνεργεῖ, μή θελούσης τῆς ψυχῆς· μόνον δέ σημαίνει ἐν τῷ σώματι ἀπαθῆ κίνησιν. Ἔστι δέ καί ἄλλη κίνησις, ἐκ τοῦ τρέφειν καί θάλπειν τό σῶμα βρώμασι καί πόμασιν· ἐξ ὧν ἡ θέρμη τοῦ αἵματος διεγείρει τό σῶμα πρός ἐνέργειαν».(Μ. Ἀντών. P.G. 65, 84Β)3. «Ἕνα σκοπόν ἐγκρατείας παραδεδώκασι, τό μή ἀπατᾶσθαι χορτασίᾳ κοιλίας, μηδέ ἐξέλκεσθαι τῇ τοῦ λάρυγγος ἡδονῇ. Οὐδέ γάρ ἡ διαφορά τῆς ποιότητος μόνον, ἀλλά καί ἡ ποσότης τοῦ πλήθους τῶν βρωμάτων τά πεπυρωμένα βέλη τῆς ἁμαρτίας εἴωθεν ἀνάπτειν· οἵας γάρ δήποτε τροφῆς πληρουμένη γαστήρ, ἀσωτίας σπέρματα τίκτει».(Μ. Ἀθαν. P.G. 28, 873Β)4. «Σάρκα μέν λέπτυνε κατά τῆς πορνείας· ψυχήν δέ ταπείνου κατά τῆς ὑπερηφανείας».(Ἀβ. Νεῖλ. P.G. 79, 1437- 1440) καί (Ἀβ. Νεῖλ. P.G. 79, 1465)5. «Τιμή γάρ νηστείας, οὐχί σιτίων ἀποχή, ἀλλ᾽ ἁμαρτημάτων ἀναχώρησις, ὡς ὅ γε τῇ τῶν βρωμάτων ἀποχῇ μόνον ὁρίζων τήν νηστείαν, οὗτός ἐστιν ὁ μάλιστα ἀτιμάζων αὐτήν. Νηστεύεις; δεῖξον μοι διά τῶν ἔργων αὐτῶν. Ποίων ἔργων φησίν; Ἐάν ἴδῃς πένητα, ἐλέησον· ἐάν ἴδῃς ἐχθρόν, καταλλάγηθι· ἐάν ἴδῃς φίλον εὐδοκιμοῦντα, μή βασκάνης· ἐάν ἴδῃς γυναῖκα εὔμορφον ὑπερβλήθητι· Μή γάρ δή στόμα νηστευέτω μόνον, ἀλλά καί ὀφθαλμός, καί ἀκοή, καί πόδες, καί χεῖρες, καί πάντα τά τοῦ σώματος μέλη».(Ἰ. Χρυσ. P.G. 49, 53)Πρβλ. καί Φωταγωγικόν Τετάρτης Τυρινῆς Ἦχ. α'6. «Νηστεία δέ ἀρχή μετανοίας. Εἰ οὖν βούλει διά τῆς ἐξομολογήσεως ἐπανελθεῖν πρός Θεόν, φεῦγε, τήν μέθην, μή σοι χαλεπωτέραν κατασκευάσῃ τήν ἀλλοτρίωσιν. Οὐ μέντοι ἐξαρκεῖ καθ᾽ ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδοια νηστεία ἐστίν ἀληθής. Ἐν τούτοις μέν οὖν ἡ νηστεία καλόν».(Μ. Βασ. P.G. 31, 196D)Πρβλ.α) Ἰδιόμελον Ἀποστίχων Δευτέρας Α' ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶνβ) Μ. Βασ. P.G. 30, 180D καίγ) Ξ. Παπαχαραλάμπους: Ἀληθής νηστεία. Ἀθῆναι 1980.7. Ἡ λογικότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οὐσιώδης ψυχοδιανοητική λειτουργία πού ὑλοποιεῖται στήν ποικιλόμορφη καθημερινή πράξη. Δέν εἶναι ὅμως παγιωμένη καί ἀναλλοίωτη κατάσταση. Ὑπόκειται σέ διάφορες ἀλλοιώσεις πού ξεκινοῦν ἀπό τήν ἐλαφρή διαταραχή ἤ σύγχυση (μικρός παραλογισμός) καί φθάνουν στήν πλήρη ἀπουσία τοῦ λόγου. Τότε στό τελευταῖο αὐτό στάδιο ἔχουμε τήν κατάσταση τῆς ἀλογίας, πού δέν εἶναι μόνο ἠθική ἐξαχρείωση ἀλλά καί βιολογική ἀναπηρία. Στό μεταπτωτικό ἄνθρωπο ἡ ἀποκατάσταση σέ τέλειο βαθμό τῆς λογικότητάς του ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπό τήν ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπινου λόγου στό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν τήν ἀλήθεια τονίζει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, κάνοντας πάλι ἀλληγορική ἑρμηνεία.8. Μ. Βασ. P.G. 31, 196D.
Από τό βιβλίο
ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ
Ἔργα Ἀσκητικά
Ἐκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου,
Καρέας, 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου