Η Εκκλησία του Θεού που παροικεί στη Σμύρνη, προς την Εκκλησία του Θεού που παροικεί στο Φιλομήλιο και προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας που βρίσκονται σε κάθε τόπο· εύχομαι το έλεος, η ειρήνη και η αγάπη του Θεού Πατρός και του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να πληθαίνουν ανάμεσά σας.
Προοίμιο
Ι. Σάς γράφουμε, αδελφοί, τα σχετικά με τους μάρτυρες και τον μακάριο Πολύκαρπο, ο οποίος τερμάτισε τον διωγμό, ωσάν με το μαρτύριό του να τον σφράγισε. Όλα σχεδόν όσα συνέβησαν, καταδεικνύει από επάνω ο Κύριος σε εμάς το μαρτύριο που είναι σύμφωνο με το Ευαγγέλιο. Διότι περίμενε ο Πολύκαρπος να παραδοθεί, όπως είχε κάνει κι ο Κύριος, για να τον μιμηθούμε κι εμείς, ώστε να μη φροντίζουμε μόνον ό,τι ενδιαφέρει εμάς τους ίδιους, αλλά να φροντίζουμε και για την ωφέλεια των πλησίον μας. Διότι γνώρισμα της αυθεντικής και σταθερής αγάπης είναι να επιδιώκει κανείς όχι μόνον την επίτευξη της δικής του σωτηρίας, αλλά και όλων των αδελφών του.
Τα μαρτύρια των χριστιανών
ΙΙ. Είναι πράγματι μακάρια και γενναία όλα τα μαρτύρια που έγιναν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Γι' αυτό στον Θεό οφείλουμε να αναθέτουμε με περισσότερη ευλάβεια τη φροντίδα για όλα τα πράγματα της ζωής μας. Ποιος λοιπόν δεν θα έπρεπε να θαυμάσει τη γενναιότητα, την καρτερία και την αγάπη τους που είχαν για τον Κύριο; Με το μαστίγωμα καταξέσχιζαν το κορμί των μαρτύρων, μέχρι του σημείου να διακρίνεται η δομή της σάρκας, ως τις εσωτερικές φλέβες και αρτηρίες· εκείνοι όμως υπέμειναν θαρραλέα, ώστε οι παρευρισκόμενοι να αισθάνονται οίκτο και να ξεσπούν σε οδυρμό. Έφθασαν επίσης σε τέτοιο βαθμό γενναιότητας, ώστε κανένας από τους μάρτυρες να μη βγάλει άχνα και στεναγμό, φανερώνοντας σε όλους μας ότι την ώρα που βασανίζονταν οι μάρτυρες του Χριστού ήταν απόντες από τη σάρκα τους, η καλύτερα ότι ήταν εκεί παρών ο ίδιος ο Κύριος και ομιλούσε μαζί τους. Και καθώς ήταν προσηλωμένοι στη χάρη του Χριστού, περιφρονούσαν τα εγκόσμια βάσανα, εξαγοράζοντας εντός μιας ώρας την αιώνια κόλαση. Ακόμη και το καμίνι της φωτιάς, στο οποίο ρίχνονταν από τους απάνθρωπους βασανιστές, τους φαινόταν δροσερό. Γιατί ένα μέλημα είχαν μπροστά στα μάτια τους, το να ξεφύγουν το αιώνιο πυρ που δεν σβήνει ποτέ, και με τα μάτια της καρδιάς τους έβλεπαν υψηλά τα αγαθά, τα προοριζόμενα για όσους υπομείνουν, αγαθά που ούτε αυτί άκουσε, ούτε μάτι τα είδε, κι ούτε λογισμός του ανθρώπου τα 'βαλε. Αυτά τα αγαθά επιδεικνύονταν από τον Κύριο μόνο σε εκείνους, οι οποίοι δεν ήταν πλέον άνθρωποι, αλλά άγγελοι. Το ίδιο και όσοι καταδικάστηκαν στα θηρία υπέφεραν τρομερές τιμωρίες, καθώς τοποθετούνταν επάνω σε αγκαθωτά κολαστήρια όργανα και υφίσταντο ποικίλα άλλα είδη βασάνων, με σκοπό να τους εξαναγκάσει ο τύραννος να αρνηθούν την πίστη τους με την επίμονη τιμωρία, εάν βέβαια μπορέσει.
Η γενναιότητα των μαρτύρων
ΙΙΙ. Πολλά λοιπόν ο διάβολος μηχανευόταν εναντίον τους, αλλά δόξα τω Θεώ, διότι δεν τους κατέβαλε όλους. Διότι ο γενναιότατος Γερμανικός τους εμψύχωνε όταν έδειχναν δειλία με την υπομονή του, ο οποίος αντιμετώπισε με ανδρεία τα θηρία. Αν και ο ανθύπατος επιθυμούσε να τον μεταπείσει από τη γνώμη του, λέγοντάς του να λυπηθεί τη νεότητά του, αυτός προκάλεσε το θηρίο δυναμικά προς τον εαυτό του, θέλοντας να απαλλαγεί το ταχύτερο από την άδικη και παράνομη πολιτεία των ειδωλολατρών. Από τη στιγμή αυτή όλο το πλήθος, αφού θαύμασε τη γενναιότητα του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών, φώναξε δυνατά:
– Έξω οι άθεοι. Να 'ρθεί εδώ ο Πολύκαρπος!
Η περίπτωση του Κόιντου
IV. Ένας όμως από τους χριστιανούς, ονομαζόμενος Κόιντος, ο οποίος πρόσφατα είχε έλθει από τη Φρυγία, μόλις είδε τα θηρία δείλιασε. Ενώ ο ίδιος ήταν εκείνος ο οποίος είχε πείσει και τον εαυτό του και μερικούς άλλους να προσέλθουν για να μαρτυρήσουν εκουσίως. Αυτόν έπεισε με επίμονες συστάσεις ο ανθύπατος να ορκιστεί και να θυσιάσει στα είδωλα. Γι' αυτό λοιπόν, αδελφοί, δεν επαινούμε εκείνους που πάνε να μαρτυρήσουν χωρίς να τους πιέσει κανείς, επειδή δεν διδάσκει έτσι το Ευαγγέλιο.
Ο επίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος
V. Ο δε θαυμασιότατος Πολύκαρπος, μόλις άκουσε κατά πρώτον περί του επεισοδίου, δεν ταράχθηκε, αλλά ήθελε να μείνει μέσα στην πόλη. Οι πολλοί όμως τον έπεισαν να εξέλθει κρυφά. Και εξήλθε μυστικά σε μικρό αγρόκτημα, το οποίο δεν απείχε πολύ από την πόλη και διέμενε εκεί μαζί με λίγους συνοδούς. Νύκτα και ημέρα δεν έκαμε τίποτα άλλο, παρά προσευχόταν για όλους και για τις Εκκλησίες της οικουμένης, όπως συνήθιζε. Και ενώ προσευχόταν τρεις μέρες προτού συλληφθεί, περιήλθε σε οπτασία και είδε το προσκέφαλό του να καίγεται από πυρ. Και στραφείς είπε προς τους συνοδούς του:
– Πρόκειται να καώ ζωντανός.
VI. Και επειδή οι διώκτες επέμεναν στην αναζήτηση, μετέβη σε άλλο αγρόκτημα. Και αμέσως κατέφθασαν οι διώκτες του και, επειδή τον βρήκαν, συνέλαβαν δύο υπηρέτες, των οποίων ο ένας, έπειτα από βασανισμό, ομολόγησε. Ήταν άλλωστε αδύνατο να διαφύγει την προσοχή, εφ' όσον οι προδότες προέρχονταν από τους δικούς του. Και ο αστυνόμος, ο οποίος έτυχε να έχει το ίδιο όνομα λεγόμενος Ηρώδης, έσπευδε για να τον εισαγάγει στο στάδιο, έτσι ώστε εκείνος μεν να εκπληρώσει την αποστολή η οποία του ορίσθηκε, γινόμενος κοινωνός του Χριστού, οι δε προδώσαντες αυτόν να λάβουν την ίδια με τον Ιούδα τιμωρία.
VII. Αστυνομικοί λοιπόν και ιππείς, έχοντες μαζί τους τον υπηρέτη, εξήλθαν με τον συνήθη οπλισμό τους την Παρασκευή κατά την ώρα του δείπνου, σαν να έτρεχαν εναντίον ληστού (Μτ. 26,55). Όταν αργά το βράδυ εισέβαλαν, τον βρήκαν ξαπλωμένο σε ένα ανώγειο δωμάτιο. Αν και μπορούσε να απομακρυνθεί επίσης από εκεί σε άλλο τόπο, αλλά δεν θέλησε ειπών: «Ας γίνει το θέλημα του Θεού» (Πράξ. 21,14). Καθώς άκουσε λοιπόν ότι είχαν φθάσει, κατέβη στο ισόγειο και συζήτησε μαζί τους, ενώ όλοι οι παρόντες θαύμαζαν την ηλικία και το παράστημά του, και απορούσαν διατί υπήρχε τόση σπουδή να συλληφθεί τέτοιος γέρων. Παρήγγειλε λοιπόν αμέσως να τους παρατεθεί τράπεζα εκείνη την ώρα για να φάγουν και να πιούν όσο θέλουν, τους παρακάλεσε δε να του δώσουν καιρό να προσευχηθεί ανενόχλητα. Αφού δε του το επέτρεψαν, σταθείς προσευχήθηκε και ήταν τόσο γεμάτος θεία χάρη, ώστε επί δύο ώρες να μην μπορεί να σιωπήσει. Οι δε ακούσαντες εξεπλήσσοντο και πολλοί μετανοούσαν διότι είχαν έλθει εναντίον ενός τόσο θεοπρεπούς γέροντος.
VIII. Όταν δε κάποτε αφού τελείωσε την προσευχή του, αφού εμνημόνευσε όλους όσοι κάποτε είχαν έλθει σε επαφή μαζί του, μικρούς και μεγάλους, ενδόξους και αδόξους, και όλη την ανά την οικουμένη καθολική Εκκλησία, ήλθε η ώρα να εξέλθουν. Τοποθετήσαντες λοιπόν αυτόν επάνω σε όνο, τον έφεραν στην πόλη την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου. Τον προϋπάντησαν δε ο αστυνόμος Ηρώδης και ο πατέρας του Νικήτης, οι οποίοι, αφού τον μετέφεραν στην άμαξα, κάθισαν δίπλα του και προσπαθούσαν να τον πείσουν λέγοντες:
– Τι κακό είναι να πεις «ο Καίσαρας είναι Κύριος», και να θυσιάσεις και να κάνεις τα ακόλουθα σ' αυτά και να σωθείς;
Αυτός δε αρχικώς μεν δεν αποκρινόταν σ' αυτούς, επειδή όμως επέμεναν, είπε:
– Δεν πρόκειται να κάνω ό,τι με συμβουλεύετε. Εκείνοι δε, αφού απέτυχαν να τον μεταπείσουν, έλεγαν σκληρούς λόγους και τον καταβίβασαν με σπουδή, ώστε κατερχόμενος από την άμαξα να ξεσχίσει το αντικνήμιό του. Και χωρίς να το λάβει υπ' όψιν του, σαν να μην είχε πάθει τίποτα, βάδιζε με προθυμία και σπουδή οδηγούμενος προς το στάδιο, όπου επικρατούσε τόσος θόρυβος, ώστε να είναι δυνατόν ούτε να ακουσθεί κανείς.
Η ομολογία του Πολυκάρπου
IX. Καθώς δε εισερχόταν στο στάδιο ο Πολύκαρπος, του ήλθε φωνή εξ ουρανού:
– «Να είσαι ισχυρός και ανδρείος, Πολύκαρπε», διότι είμαι μαζί σου.
Και τον μεν ομιλήσαντα δεν είδε κανείς, τη δε φωνή άκουσαν οι παρόντες από τους δικούς του. Στη συνέχεια, καθώς προσήχθη, έγινε μέγας θόρυβος, μόλις άκουσαν ότι είχε συλληφθεί ο Πολύκαρπος. Μόλις λοιπόν προσήχθη, τον ρώτησε ο ανθύπατος, αν αυτός είναι ο Πολύκαρπος. Αφού δε το ομολόγησε, προσπαθούσε να τον πείσει να αρνηθεί λέγων:
– «Λυπήσου την ηλικία σου», και άλλα παρόμοια μ' αυτά, όπως συνηθίζουν αυτοί να λέγουν:
– «Ορκίσου στην τύχη του Καίσαρα, μετανόησε, πές "έξω οι άθεοι"».
Ο δε Πολύκαρπος κοιτάζοντας με σοβαρό πρόσωπο προς όλο το πλήθος των άνομων ειδωλολατρών, οι οποίοι βρισκόντουσαν στο στάδιο, και σηκώνοντας προς αυτούς το χέρι, στενάξας και παρατηρήσας προς τον ουρανό είπε:
– «Έξω οι άθεοι».
Όταν δε ο ανθύπατος επέμενε λέγων «ορκίσου και θα σε απολύσω, καταράσου τον Χριστόν», είπε ο Πολύκαρπος:
– «Ογδόντα έξι χρόνια τον υπηρετώ και δεν με αδίκησε σε τίποτα. Πως λοιπόν μπορώ να βλασφημήσω τον βασιλέα και σωτήρα μου»;
X. Όταν δε πάλι εκείνος επέμενε, λέγων «ορκίσου στην τύχη του Καίσαρα», ο Πολύκαρπος αποκρινόταν:
– Εάν αυταπατάσαι νομίζοντας ότι θα ορκισθώ στην τύχη του Καίσαρα, όπως λέγεις, και προσποιήσαι ότι αγνοείς ποιος είμαι, άκουσε τον θαρραλέο λόγο μου «είμαι Χριστιανός». Εάν δε θέλεις να μάθεις τη διδασκαλία του Χριστιανισμού, όρισε ημέρα συνεντεύξεως και θα ακούσεις.
Ο ανθύπατος είπε:
– Πείσε γι' αυτά τον λαό.
Ο δε Πολύκαρπος είπε:
– Σε μεν θεώρησα άξιο να σου απευθύνω τον λόγο, διότι έχουμε διδαχθεί να απονέμουμε στις αρχές και τις εξουσίες τις διορισμένες υπό του Θεού, την αρμόζουσα τιμή, εφ' όσον δεν ζημιώνεται η πίστη μας. Εκείνους όμως δεν τους θεωρώ αξίους να ακούσουν την απολογία μου.
XI. Ο δε ανθύπατος είπε:
– Θηρία έχω θα σε ρίξω σ' αυτά, εάν δεν μετανοήσεις.
Αυτός δε είπε:
– Κάλεσέ τα. Διότι για μας είναι αδιανόητη η μετάνοια από τα καλύτερα προς τα χειρότερα, καλό δε είναι η μετάνοια από τα άδικα προς τα δίκαια.
Εκείνος δε είπε πάλι προς αυτόν:
– Εάν περιφρονείς τα θηρία, θα ορίσω να φαγωθείς από πυρ, εφ' όσον δεν μετανοήσεις.
Ο δε Πολύκαρπος είπε:
– Με απειλείς με πυρ το οποίο καίεται πρόσκαιρα και μετ' ολίγο σβήνεται. Διότι αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως και αιωνίου κολάσεως, το οποίο επιφυλάσσεται για τους ασεβείς. Αλλά γιατί βραδύνεις; Φέρε ό,τι θέλεις.
Το μαρτυρικό τέλος του Πολυκάρπου
XII. Λέγοντας δε αυτά και άλλα πολλά, ήταν γεμάτος θάρρος και χαρά και το πρόσωπό του ήταν πλήρες χάριτος, ώστε όχι μόνο μα μην καταρρεύσει ταραγμένος από τα λεχθέντα προς αυτόν, αλλ' αντιθέτως ο ανθύπατος να εκπλαγεί και να στείλει τον κήρυκά του στο μέσο του σταδίου για να κηρύξει τρεις φορές «ο Πολύκαρπος ομολόγησε ότι είναι Χριστιανός».
Όταν λέχθηκε αυτό υπό του κήρυκα, όλο το πλήθος των Εθνικών και Ιουδαίων, των κατοικούντων στη Σμύρνη, κραύγαζε με μεγάλη φωνή και ασυγκράτητο θυμό:
– Αυτός είναι ο διδάσκαλος της Ασίας, ο πατήρ των Χριστιανών, ο καθαιρέτης των θεών μας, ο διδάσκων τα πλήθη να μη θυσιάζουν και να μην προσκυνούν.
Λέγοντας αυτά ζητούσαν με κραυγές από τον ασιάρχη Φίλιππο να απολύσει τον λέοντα κατά του Πολυκάρπου. Αυτός όμως είπε ότι δεν του επιτρέπεται τούτο, γιατί οι θηριομαχίες είχαν τελειώσει. Τότε αποφάσισαν να κραυγάζουν μαζικώς «να καεί ζωντανός ο Πολύκαρπος». Διότι έπρεπε να εκπληρωθεί το προαγγελθέν με την οπτασία, η οποία του είχε φανερωθεί σχετικώς με το προσκεφάλαιο, όταν προσευχόμενος το είδε να καίεται και στραφείς προς τους πλησίον του πιστούς είπε προφητικώς:
– Πρόκειται να καώ ζωντανός.
XIII. Συνέβησαν δε αυτά με εξαιρετική ταχύτητα, γρηγορότερα απ' όσο ελέγοντο. Τα πλήθη συνέλεγαν αυτοστιγμεί ξύλα και φρύγανα από εργαστήρια και τα λουτρά, ενώ οι Ιουδαίοι κατά τη συνήθειά τους τους βοηθούσαν στο έργο πρόθυμα. Όταν δε ετοιμάσθηκε η φωτιά, αφού απέθεσε δίπλα του όλα τα ενδύματα και έλυσε τη ζώνη, προσπάθησε να λύσει και τα υποδήματα, ενώ προηγουμένως δεν το έκανε ποτέ, διότι πάντοτε όλοι οι πιστοί έσπευδαν, ποιος να αγγίξει γρηγορότερα το δέρμα του. Διότι και προ του μαρτυρίου ήταν στολισμένος με κάθε χάρη λόγω της αγαθής του διαγωγής. Αμέσως έπειτα τέθηκαν σ' αυτόν τα κατάλληλα για τη φωτιά όργανα. Όταν δε επρόκειτο να τον καρφώσουν είπε:
– Αφήστε με έτσι. Διότι αυτός, ο οποίος μου έδωσε τη δύναμη να υποφέρω το πυρ, θα μου δώσει τη δύναμη να μείνω ατάραχος στη φωτιά και χωρίς την ασφάλεια από τα καρφιά σας.
XIV. Εκείνοι λοιπόν δεν τον κάρφωσαν μεν, αλλά τον έδεσαν. Αφού δε έβαλε πίσω τα χέρια του και προσδέθηκε σαν ευγενής κριός διαλεγμένος από μεγάλο ποίμνιο για θυσία, ολοκαύτωμα ετοιμασμένο και δεκτό από τον Θεό, κοίταξε επάνω προς τον ουρανό και είπε:
– Κύριε, ο παντοκράτωρ Θεός (Αποκ. 4,8. 11,17. 21,22), ο πατήρ του αγαπητού και ευλογητού παιδός σου Ιησού Χριστού, δια του οποίου δεχθήκαμε την επίγνωση περί σου, ο Θεός των αγγέλων και των δυνάμεων, όλης της κτίσεως και όλου του γένους των δικαίων οι οποίοι ζουν ενώπιόν σου, Σε ευλογώ διότι με αξίωσες αυτής της ημέρας και ώρας, να λάβω μέρος στον αριθμό των μαρτύρων εντός του ποτηρίου του Χριστού σου, για ανάσταση σε αιώνια ζωή ψυχής και σώματος, σε αφθαρσία Αγίου Πνεύματος. Είθε σήμερα να γίνω σ' αυτούς δεκτός ενώπιόν σου ως θυσία πλουσία και ευπρόσδεκτος, καθώς προετοίμασες και προφανέρωσες και εξεπλήρωσες Συ ο αψευδής και αληθινός Θεός. Δια τούτο και δι' όλα τα άλλα Σε αινώ, Σε ευλογώ, Σε δοξάζω δια του αιωνίου και επουρανίου αρχιερέως Ιησού Χριστού, αγαπητού παιδός σου, δια του οποίου σε Σένα μαζί με Αυτόν και το Άγιο Πνεύμα αρμόζει δόξα τώρα και στους μέλλοντες αιώνες. Αμήν.
XV. Αφού δε ανέπεμψε το αμήν και τελείωσε την ευχή, οι αρμόδιοι άνθρωποι δια το πυρ, άναψαν τη φωτιά. Καθώς δε έλαμψε μεγάλη φλόγα, είδαμε θαύμα εμείς στους οποίους δόθηκε να δούμε, οι οποίοι και διασωθήκαμε για να απαγγείλλουμε τα συμβάντα στους άλλους. Δηλαδή το πυρ, σχημάτισαν είδος καμάρας, σαν ιστίου πλοίου φουσκωμένο από τον άνεμο, κύκλωσε γύρω το σώμα του μάρτυρος, και τούτο ήταν εκεί στο μέσο όχι σαν σάρκα καιομένη, αλλά σαν άρτος ψημένος η σαν χρυσός και άργυρος καθαριζόμενος σε κάμινο. Και η ευωδία την οποία αισθανόμασταν ήταν δυνατή, σαν να κάπνιζε λιβανωτό ή άλλο πολύτιμο άρωμα.
XVI. Τέλος, ιδόντες οι άνομοι ότι το σώμα του δεν ήταν δυνατόν να φαγωθεί από το πυρ, διέταξαν να τον πλησιάσει εκτελεστής και να βυθίσει στο σώμα του ξιφίδιο. Όταν δε έπραξε τούτο, εξήλθε άφθονο αίμα γύρω στο στήθος, ώστε να σβήσει τη φωτιά και να θαυμάσει όλος ο όχλος ότι τόση διαφορά υπάρχει μεταξύ των απίστων και των εκλεκτών. Ένας απ' εκείνους και αυτός, ο θαυμασιότατος Πολύκαρπος, ο οποίος ανεδείχθη κατά τους χρόνους μας αποστολικός και προφητικός διδάσκαλος και επίσκοπος της καθολικής Εκκλησίας στη Σμύρνη. Διότι κάθε λόγος τον οποίο άφησε από το στόμα του και εκπληρώθηκε και θα εκπληρωθεί.
Μετά από το μαρτύριο
XVII. Ο δε αντίζηλος, ο φθονερός, ο πονηρός, ο εχθρός του γένους των δικαίων, καθώς αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητα της μαρτυρίας του και την εξ αρχής ανεπίληπτη σταδιοδρομία του και τον είδε στεφανωμένο με τον στέφανο της αφθαρσίας και κατακτητή ενός ασυναγώνιστου βραβείου, κατάφερε ώστε ούτε το πτώμα του να μην παραληφθεί από εμάς, αν και πολλοί επιθυμούσαν να το παραλάβουν, για να αγγίξουν ούτω το άγιο σαρκίο του. Υπέβαλε λοιπόν στον Νικητή, τον πατέρα του Ηρώδη και αδελφό της Άλκης, να ζητήσει από τον άρχοντα να μη δώσει το σώμα του, «μη τυχόν, λέγει, αφήσαντες τον εσταυρωμένο αρχίσουν να λατρεύουν τούτο». Και ταύτα είπε με υποβολή και ενίσχυση των Ιουδαίων, οι οποίοι και προφύλαξαν όταν επεχειρήσαμε να τον παραλάβουμε από την πυρά, αγνοούντες ότι δεν θα μπορέσουμε ούτε τον Χριστό να εγκαταλείψουμε ποτέ, τον παθόντα υπέρ της σωτηρίας των σωζωμένων σε ολόκληρο τον κόσμο, τον άμωμο υπέρ των αμαρτωλών, ούτε κάποιον άλλο να λατρεύσουμε. Διότι τούτον μεν προσκυνούμε ως Υιόν του Θεού, τους δε μάρτυρες αγαπούμε ως μαθητές και μιμητές του Κυρίου, επαξίως λόγω της ανυπερβλήτου αφοσιώσεως στο βασιλέα και διδάσκαλό τους. Είθε και εμείς να γίνουμε κοινωνοί και συμμαθητές αυτών.
XVIII. Ιδών λοιπόν ο εκατόνταρχος την υποκινηθείσα από τους Ιουδαίους φιλονικία, τον τοποθέτησαν στο μέσο και κατά τη συνήθειά τους τον έκαψε. Έτσι εμείς, συλλέξαντες ύστερα τα οστά του, τα τιμιώτερα από πολυτελείς λίθους, και ευγενέστερα από χρυσό, τα ενταφιάσαμεν σε κατάλληλο τόπο. Καθώς δε θα συναθροιζόμαστε εκεί κατά δύναμη με αγγαλλίαση και χαρά, ο Κύριος θα επιτρέψει να εορτάζουμε τη γενέθλιο ημέρα του μαρτυρίου του τόσο σε μνήμη των προαθλησάντων, όσο και σε άσκηση και ετοιμασία των μελλοντικών αθλητών.
Επίλογος
XIX. Αυτά συνέβησαν στον μακάριο Πολύκαρπο, ο οποίος μαρτύρησε στη Σμύρνη δωδέκατος κατά σειρά μαζί με τους προερχόμενους από τη Φιλαδέλφεια. Βεβαίως μόνον αυτός μνημονεύεται κατ' εξοχήν από όλους και διαλαλείται επίσης υπό των Εθνικών σε κάθε τόπο. Διότι δεν ήταν μόνον επίσημος διδάσκαλος, αλλ' έγινε και έξοχος μάρτυς, του οποίου το μαρτύριο όλοι επιθυμούν να μιμηθούν, ως γενόμενο κατά το ευαγγέλιο του Χριστού. Κατανικήσας δια της υπομονής του τον άδικο άρχοντα και ούτω κερδίσας τον στέφανο της αφθαρσίας, αγαλλόμενος μαζί με τους αποστόλους και όλους τους δικαίους, δοξάζει τον Θεόν και Πατέρα παντοκράτορα και ευλογεί τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον σωτήρα των ψυχών ημών και κυβερνήτη των σωμάτων ημών και ποιμένα της ανά την οικουμένη Καθολικής Εκκλησίας.
XX. Σεις μεν εζητήσατε να σάς εκθέσουμε δια μακρών τα συμβάντα, εμείς δε προς το παρόν σάς τα διηγηθήκαμε επιτόμως δια του αδελφού ημών Μαρκίωνος. Αφού λοιπόν πληροφορηθείτε ταύτα, στείλατε την επιστολή και στους παραπέρα αδελφούς, δια να δοξάζουν και εκείνοι τον Κύριο, ο οποίος εκλέγει τους εξαιρέτους από τους δούλους του. Σ' αυτόν δε ο οποίος με τη χάρη και δωρεάν του μπορεί να εισαγάγει όλους εμάς στην επουράνια βασιλεία του δια του παιδός αυτού, του μονογενούς Ιησού Χριστού, δόξα, τιμή, κράτος, μεγαλοσύνη στους αιώνας. Χαιρετήσατε όλους τους αγίους. Σάς χαιρετίζουν όσοι είναι μαζί μας. Και ο Ευάρεστος ο οποίος έγραψε την επιστολή με όλη την οικογένειά του.
Πρόσθετος επίλογος
XXI. Μαρτύρησε δε ο μακάριος Πολύκαρπος τη Δευτέρα του μηνός Ξανθικού ισταμένου, κατά δε το ρωμαϊκό ημερολόγιο επτά προ των καλανδών του Μαρτίου (= 23 Φεβρουαρίου), μέγα Σάββατο, ώρα ογδόη. Συνελήφθη δε υπό του Ηρώδη επί αρχιερέως Φιλίππου Τραλλιανού, ανθυπατεύοντος του Στατίου Κοδράτου, βασιλεύοντος δε εις τους αιώνας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα, τιμή, μεγαλοσύνη, θρόνος αιώνιος από γενεάς εις γενεάν. Αμήν.
XXII. Ευχόμεθα, αδελφοί, να είσθε υγιείς, ακολουθούντες τον κατά το Ευαγγέλιο λόγο του Ιησού Χριστού (μετά του οποίου δόξα ανήκει στον Θεό Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, χάριν της σωτηρίας των εκλεκτών αγίων), σύμφωνα με τον οποίο μαρτύρησε ο μακάριος Πολύκαρπος, επί των ιχνών του οποίου είθε να βρεθούμε και εμείς στη βασιλεία του Ιησού Χριστού.
[Η νεοελληνική μετάφραση του «Μαρτυρίου του Αγίου Πολυκάρπου» προέρχεται από την ομώνυμη έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης (2003), με νεότερη μεταφραστική εργασία και επιμέλεια του π. Κων/νου Παπαθανασίου]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου