Γέροντας Βασίλειος Γοντικάκης,
Προηγούμενος Ι.Μ. Ιβήρων
- Φοβᾶμαι ὅτι πολλοί, ἂν καὶ πηγαίνωμε στὴν ἐκκλησία, ἔχομε ἕνα κενὸ στὴν πίστι μας, δὲν πιστεύομαι οὐσιαστικὰ στὸν Θεό. Ποῦ νομίζεται ὅτι ὀφείλετε αὐτό;
Θυμᾶστε ἐκεῖνο τὸ περιστατικό, ποὺ ἕνας πατέρας πῆγε τὸ ἄρρωστο παιδί του στὸν Κύριο καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν βοηθήση. Καὶ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐὰν πιστεύεις, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ βασανισμένος, ἦταν εἰλικρινὴς καὶ εἶπε: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τὴ ἀπιστία» (Μαρκ. θ´, 24). Πιστεύω καὶ ταυτόχρονα εἶμαι ἄπιστος βοήθησέ με νὰ πιστέψω. Νομίζω ὅτι, αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ εἴμαστε, σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, εἰλικρινεῖς καὶ νὰ μὴν παριστάνομε τὸ κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε. Καλλίτερα, λέει κάποιος, εἶναι μιὰ πραγματικὴ κόλαση ἀπὸ ἕνα φανταστικὸ παράδεισο». Κ ἂν τυχὸν ἐμένα μου λέτε καλὰ λόγια καὶ δὲν βλέπω ἐγὼ τὴν κακομοιριά μου, ἀλλὰ πιστέψω αὐτὰ ποὺ λέτε, κι ἀρχίζω νὰ κυκλοφορῶ, σὰν νὰ εἶμαι αὐτὰ ποὺ νομίζουν οἱ ἄλλοι, τότε κάτι δὲν πάει καλά.
Ἐὰν τυχὸν νοιώθω μία πίστη, θὰ πρέπει νὰ πῶ: «Δόξα τῷ Θεῷ, νοιώθω μίαν ἀνάπαυση». Ἐὰν τυχὸν νοιώθω μίαν ἀμφιβολία. Θὰ πρέπει νὰ ἐξομολογηθῶ τὸν λογισμό μου. Κι ἔτσι κενούμενος, ἀδειάζοντας κανεὶς καὶ ὄντας τίμιος με τὸν ἑαυτό του, προχωρεῖ στὴν ἀλήθεια καὶ βρίσκει τὴ μία πίστη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δοξασία, ἀλλ᾿ εἶναι φανέρωση τῆς δυνάμεως, τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σῴζει τὸν ἄνθρωπο· καὶ τὸν ἐλάχιστο ἄνθρωπο, τὸν καθένα, τὸν κάνει Θεό, κατὰ χάρη· καὶ ταυτόχρονα εἶναι αὐτὴ ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία δυνάμει σῴζει τὴν οἰκουμένη.
Σᾶς λέω: Νὰ σέβεστε τὸν ἑαυτό σας, νὰ εἶστε εἰλικρινεῖς με τὸν ἑαυτό σας καὶ νὰ «ἐπισκέπτεσθε» τὸν ἑαυτό σας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών. Καὶ νὰ ἐξασφαλίσετε μία ἥσυχη ὥρα καὶ μία ἥσυχη γωνιά, ποὺ θὰ εἶναι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Καὶ μάθετε νὰ λέτε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό: Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός, ὁ δυνατός· ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀδύναμος, ὁ ἁμαρτωλός. Σὲ γνωρίζω καὶ δὲν Σὲ γνωρίζω. Ξέρω ὅτι εἶμαι ἀδύναμος, ξέρω ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀγαπᾷς καὶ ζητῶ τὸ ἔλεός Σου».Ἐὰν τυχὸν αὐτὸ γίνει, τότε θὰ βροῦμε σιγὰ - σιγὰ τὸν ἑαυτό μας, καὶ δὲν θὰ εἴμαστε ἐκτὸς ἑαυτοῦ, δὲν θὰ ζοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Ἐὰν τυχὸν δὲν ἐπισκεπτόμαστε τὸν ἑαυτό μας, ἐὰν δὲν ἔχομε μία ἥσυχη ὥρα καὶ μία ἥσυχη γωνιά, τότε θὰ εἴμαστε συνέχεια ζαλισμένοι καὶ συνέχεια μαριονέτες, ποὺ μᾶς κινοῦν ἄλλες δυνάμεις: εἴτε ἡ τηλεόραση, εἴτε οἱ ἐφημερίδες, εἴτε τὰ μαθήματα, εἴτε ἡ ἐπιπολαιότης, εἴτε τὰ πάθη τὰ δικά μας... Ἐνῷ τὸ βαθύτερο εἶναι μας, αὐτὸ τὸ ὁποῖο φέρει τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, θέλει νὰ πεῖ: «Κοίταξε, δὲν εἶμαι τίποτε, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἔχω μία δύναμη, ποὺ δὲν φοβᾶται οὔτε τὸ χάρο».
Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, θὰ πρέπει κανεὶς νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του. Καὶ θὰ βρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του, ἂν μπορεῖ νὰ εἶναι εἰλικρινής, κατ᾿ ἀρχήν, μὲ τὸν ἑαυτό του. Καὶ τότε θὰ νοιώσει ὅτι εἶναι, σὰν ἄνθρωπος, ἕνα μπόλι ἐλάχιστο, τὸ ὁποῖο μπολιάζεται στὴν καλλιέλαιο. Μπολιάζεται σ᾿ ἕνα δένδρο βαθύρριζο, καὶ νοιώθει ὅτι τὸ μπόλι αὐτὸ ἔπιασε. Μεγαλώνουν τὰ κλαδιά, ἀνθίζει τὸ μπόλι καὶ βγάζει καρπούς. Κι αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο μπόλι ἔχει δικὲς τὸ ρίζες, τὶς ρίζες τὶς βαθύτατές του αἰωνόβιου δένδρου. Τότε κανεὶς νοιώθει ὅτι, αὐτὰ ποὺ ζεῖ μέσα του, ἢ αὐτὰ ποὺ λέει, δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὰ διάβασε καὶ κρατάει ἕνα χαρτὶ καὶ τὰ λέει, ἀλλ᾿ εἶναι κάτι ποὺ βγαίνει ἀπὸ μέσα του. Καὶ τί βγαίνει ἀπὸ μέσα του; Βγαίνει, μιὰ στιγμή, ἕνα «Δόξα τῷ Θεῷ».
Κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ μέσα του ἔχει «μορφωθεῖ» ὁ Χριστός, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει μία ὑγεία πνευματική, ἔχει μία ἠρεμία καὶ μία ἐλευθερία, καὶ νοιώθει ὅτι δὲν ἔχει κανένα παράπονο γιὰ τίποτε καὶ γιὰ κανένας ἄνθρωπο. Γιατί ἂν τυχὸν ἐμεῖς παραπονιόμαστε καὶ μουρμουρίζουμε καὶ δυσανασχετοῦμε, σημαίνει ὄχι ὅτι μας φταῖνε οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾿ ὅτι ἐμεῖς δὲν ἔχομε τὴν ὑγεία τὴν μεγάλη, τὸ δυνατὸ σῶμα γιὰ νὰ χωνέψει τὴν κάθε τροφή, ἐμεῖς δὲν ἔχομε ἐλάχιστη ἀπὸ τὴ χάρη καὶ τὸ δυναμισμὸ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Ἕνας ἄνθρωπος μορφωμένος ἐν Χριστῷ, ἕνας ἄνθρωπος μικρὸς ἐν Χριστῷ, δηλαδὴ μεγάλος, εἶναι ἥσυχος, ἤρεμος, δὲν ἀπειλεῖ κανέναν. Ἀλλ᾿ ὅλα τὸ κάνουν καλὸ καὶ λέει μόνο: «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Κι ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια δὲν χάνει δύναμη, ἀλλ᾿ αὐξάνεται ἡ δύναμή του. Καὶ ὅταν γεράσει, τότε νοιώθει ὅτι τὰ γεράματα εἶναι συμπεπυκνωμένη νεότης. Καὶ ὅταν πεθάνει, νοιώθει ὅτι διὰ τοῦ θανάτου μπαίνει σὲ μία πλήμυρα ζωῆς, τὴν ὁποία δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀντέξει ὅσο ἦταν ζωντανός.
Οἱ ἐρωτήσεις ἔγιναν εἰς τὴν Πάτρα τὴν 14η Μαΐου τοῦ 1998,
ἀπὸ πιστοὺς πρὸς τὸν τότε καθηγούμενο
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους π. Βασίλειο,
ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν ὁμιλία του μὲ τὸν τίτλο:
«Ἡ ὀρθόδοξη θεώρησι τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου