Ὁ Λόγος ἔγινε σὰρξ καὶ μίλησε μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν διαγωγή Του.
Διῆλθε ἰώμενος πᾶσαν νόσον καὶ εὐεργετῶν πάντα ἄνθρωπον.
Μίλησε διὰ τῶν πραγμάτων τὴν γλῶσσα τῆς ἀγάπης, τὴν κατανοητὴ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.
Καὶ ἔφερε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἐλπίδος, τῆς ὑγείας, τῆς χαρᾶς καὶ τῆς σωτηρίας.
Ἐνῶ ὅμως ὅλους ἐθεράπευσε καὶ εὐεργέτησε, δὲν Τὸν δέχθηκαν ὅλοι.
Ἀλλὰ σ’αὐτοὺς ποὺ Τὸν δέχθηκαν ἔδωσε ἐξουσία νὰ γίνουν τέκνα Θεοῦ.
Νὰ γίνουν Χριστοὶ κατὰ χάριν. Νὰ συνεχίσουν τὸ κήρυγμα, τὸ ἔργο καὶ τὴν εὐεργεσία Του πρὸς ὅλους.
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, συνεχίζει καὶ μιλᾶ διὰ τῶν τέκνων Της ὅλες τὶς γλῶσσες,
δίδοντας τὸ ἕνα μήνυμα τῆς σωτηρίας.
Καὶ οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτὸν «γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς». Θὰ μιλήσουν καινούργιες γλῶσσες.
Καὶ οἱ καινούργιες γλῶσσες εἶναι οἱ προσωπικές.
Καθένας πρέπει νὰ βρεῖ τὸ δικό του ῥυθμό.
Νὰ κινηθῆ ἐλεύθερα.
Νὰ κάμη τὰ πάντα ὥστε νὰ ἀξιωθῆ συνειδητὰ νὰ βρῆ καὶ νὰ ζήση τὸ Χριστὸ ὡς σωτήρα, λυτρωτὴ καὶ εὐεργέτη.
Τότε μιλᾶ τὴ δική του γλῶσσα, τὴν προσωπικὴ καὶ μοναδική.
Καὶ συνεχίζεται ἡ Πεντηκοστὴ διὰ τῆς προσωπικῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Μὲ τὸ νὰ ἀκούση ὁ καθένας τὸν Καλὸ ποιμένα νὰ τὸν καλῆ μὲ τὸ ὄνομά του.
Μὲ τὸ νὰ παίρνη ὑπόστασι τὸ εἶναι του.
Μὲ τὸ νὰ βρῆ ἐν Χριστῷ τὸν ἑαυτό του· καὶ νὰ βγῆ ἀπὸ μέσα του ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Τότε καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι καλὰ λίαν ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα.
Καλὰ λίαν γίνονται τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Θεοῦ τὰ πάντα.
Ὅλα μᾶς κάνουν καλό. «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».
Καὶ αὐτὴ τὴν εὐεργεσία τῆς σωτηρίας τὴν ἐκφράζει ὁ κάθε εὐεργετημένος καὶ σωσμένος προσωπικά,
μὲ χίλιους τρόπους: μὲ τὸν λόγο, τὴ σιωπή, τὴ διαγωγή, τὴν παρουσία, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν καὶ τοῦ νοός του.
Ἔτσι ὅλα μιλοῦν στὴν Ἐκκλησία καὶ μεταδίδουν τὸν ἕνα Λόγο.
Καὶ ἀληθινὰ μιλᾶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ σιωπᾶ καὶ δι’αὐτοῦ μιλᾶ ὁ Θεός.
Ἐὰν περιοριζόμαστε στὸ νὰ λέμε τὶς δικές μας μόνον ἀπόψεις·
ἂν ξεκινᾶμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν προβολὴ τῆς ἐφήμερης ἐπιτυχίας μας,
τότε δὲν φανερώνομε τὸ πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς,
ὅσο θεολογικὰ καὶ ἂν φαίνεται ὅτι μιλᾶμε,
ἀλλὰ ἐπεκτείνομε τὴν σύγχυσι καὶ τὴν ὀχλαγωγία τῆς Βαβέλ.
Ὅταν μιλᾶ ὁ νεκρὸς ἑαυτός μας, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τότε εἴμαστε ζωντανοί.
Μιλᾶ ὁ Θεός, μιλᾶ ὁ ἑαυτός μας ὁ ἀληθινός.
Καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζητοῦν τὴν ἀλήθεια ἀκοῦνε τὸ λόγο μας, γιατὶ δι’αὐτοῦ ἀκοῦνε τὸν ἕνα Λόγο.
Καὶ ὁ νεκρὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του ἄνθρωπος καὶ ζῶν ἐν τῷ Θεῷ ἀκούει καὶ σέβεται τὸ λόγο ὅλων τῶν ἀνθρώπων,
ἀκούει τὸ λόγο τῶν ὄντων καὶ δι’αὐτῶν ἀκούει τὸν ἕνα Λόγο, διὰ τοῦ ὁποίου ἐγένετο τὰ πάντα καὶ χωρὶς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονε.
Καταλαβαίνει, δέχεται, καὶ ταυτόχρονα διὰ τῆς αὐτῆς πράξεως κοινοποιεῖ τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα.
Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι νὰ συμμετάσχουν στὸν παράδεισο τῆς λογικῆς λατρείας, τῆς μιᾶς συμπαντικῆς Λειτουργίας, ὅπου ὁ εἷς σαρκωθεὶς Θεὸς Λόγος, ὁ ἐκ σιγῆς προελθών,
εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος.
Τότε, ὅταν ὅλα Ἐκεῖνος τὰ πράττη, δίδει τὴν δυνατότητα καὶ παρέχει τὴν τιμὴ καὶ σὲ μᾶς τοὺς μηδαμινοὺς
νὰ μποῦμε στὸ συλλείτουργο καὶ νὰ λειτουργήσωμε
προσφέροντας τὴν ἐλάχιστη συμβολή μας μὲ τὸ λόγο, τὴ σιωπή, τὴν πρᾶξι καὶ τὴν ἡσυχία μας.
Ὁ Λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ συλλείτουργο ὅπου ἐναρμονίως συνάδουν ὅλοι οἱ λόγοι τῶν προσώπων καὶ τῶν ὄντων.
Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἀληθινὰ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ συλλείτουργο, τὴ μία Λειτουργία ποὺ λογοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸν καθιστᾶ λόγο Θεοῦ καὶ εὐλογία γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο κάθε πιστός, ὁ πιὸ ἐλάχιστος καὶ μικρός, δὲν εἶναι τμῆμα τοῦ ὅλου, ἀλλὰ ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον.
Εἶναι ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία. Εἶναι ἐν σμικρῷ ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
Συχνὰ λέγεται ὅτι πρέπει νὰ προσφέρωμε στὸν κόσμο τὸν θεολογικὸ λόγο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ξεχνᾶμε ὅτι θεολογικὸς λόγος δὲν εἶναι ἡ μεταπρατικὴ χρῆσι τῶν πατερικῶν ῥήσεων καὶ ἡ μηχανικὴ ἐπανάληψη κάποιας θεολογικῆς ὁρολογίας.
Θεολογία εἶναι ἡ σάρκωσι τῆς ἀλήθειας ἄθελά μας.
Ἡ φανέρωσι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται χωρὶς καμμιὰ προσπάθεια ἀπὸ τοὺς συντετριμμένους.
Τὸ ἀληθινὸ γίνεται καὶ διατυπώνεται ἀκόπως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου