Λόγος δέκατος έκτος
Περί συντριβής καρδίας, η οποία μαστίζει τους δαίμονας υπέρ πάσαν δριμυτάτην ποινήν, ως φρύγανα τάχιστα φλογίζουσα απάσας αυτών τας μηχανουργίας.
Ευλόγησον πάτερ
α'. Σύντριψον, ω μοναχέ,(Χριστιανέ) την καρδίαν σου με την ευχήν, δια να συντριφθεί η δύναμις του σατανά με τελειότητα έκ της καρδίας σου.
β'. Στέναξον από το βάθος σου με πικρούς αναστεναγμούς εις πάσαν σου καρδιακήν ευχήν, διά να γλυτώσης από τους βρόγχους και απο τας παγίδας του διαβόλου.
γ'. Βόησον από το κέντρον της καρδίας σου προς τον Θεόν, διά να φθάσει η βοή σου είς τα ώτα Κυρίου Σαββαώθ.
δ'. Βόησον με άλαλον βοήν της καρδίας σου προς τον Χριστόν σου, διά να δικάσει τους αδικούντας σε δαίμονας και να πολεμήσει τους πολεμούντας σε διαβόλους με την αστραπήν της θεότητός Του.
ε'. Καθώς πάντοτε σε πολεμά και σε πειράζει ο διάβολος, ο άσπονδος εχθρός σου, ούτω και εσύ αναστέναξον πάντοτε προς τον Χριστόν σου, διά να φθάσει η βοήθεια Του τάχιστα είς του λόγου σου.
στ'. Άντιπολέμα δυνατά πάντοτε τον πλάνον σατανάν με την συντριβήν της καρδίας σου, διά να συντριφθεί η πεπονηρευμένη του κεφαλή.
ζ'. Καθώς φοβάται ο άνθρωπος να πιάσει με το χέρι του ενα πεπυρωμένον και σπινθηρίζον σίδηρον, ούτω φοβάται και ο διάβολος την συντριβήν της καρδίας. Ή γαρ συντριβή της καρδίας συντρίβει την πονηριάν του κατά κράτος.
η'. Είς την άναπαυμένην και μη συντετριμμένην καρδίαν, άμα αντικρυθεί η φαντασία του διαβόλου, την δέχεται πάραυτα η καρδία και τυπώνεται βαθέως η ιδέα της φαντασίας, μα εις την συντετριμμένην καρδίαν δεν έχει χώραν ουδεμία φαντασία.
θ'. "Οπου υπάρχει συντριβή της καρδίας, εκείθεν φυγαδεύεται πάσα σατανική πονηρία και φλογίζεται πάσα δαιμονική ενέργεια.
ι'. Ή συντριβή της καρδίας ταπεινώνει την έπαρσιν του εωσφόρου και υψώνει εις τους ουρανούς εκείνον όπου την έχει.
ια. Σύντριψον ουν, αγαπητέ, την έπαρσιν του εωσφόρου με την παντοτινήν συντριβήν της καρδίας σου, διά να στεφανωθεί η ψυχή σου υπό Κυρίου Παντοκράτορος.
ιβ'. Διότι, άμα συντριφθεί η καρδία σου, πάραυτα χάνεται η κακία των δαιμόνων από λόγου σου καί λάμπει είς την ψυχήν σου η ακτίνα της δικαιοσύνης του Θεού.
ιγ'. Σύντριψον την καρδίαν σου με την ευχήν, δια να ειδής την ψυχήν σου ως άγγελον Κυρίου να ορμά κατά του διαβόλου, δίχως κανένα φόβον, με το να είναι ενδεδυμένη την δύναμιν του Υψίστου.
ιδ. Σύντριψον την καρδίαν σου με την ευχήν, διά να συντριφθεί η αμαρτία από την καρδίαν σου.
ιε'. Φεύγει από το πρόσωπον της συντετριμμένης καρδίας όχι μόνον ο δαίμων, ο υπηρέτης του σατανά, αλλά ακόμη φεύγει ταχύτερον της αστραπής και αυτός o σατανάς, ο πρώτος τών δαιμόνων, από προσώπου της συντετριμμένης καρδίας εκ της ευχής.
ιστ'. Καθώς δεν αποκοτά να εισέλθη ο άνθρωπος εις αναμμένην κάμινον, ούτω δεν αποκοτά και ο διάβολος να εισέλθη εις την αναμμένην καρδίαν εκ της βιαίας προσευχής.
ιζ'. Καθώς δεν δύνασαι να μέτρησης τα κινήματα των πτερών των μελισσών, όταν πετώσιν, ούτω δεν δύνασαι να μετρήσεις και να νοήσεις τα γοργότατα βήματα του σατανά, όταν φεύγει από προσώπου της συντετριμμένης καρδίας εκ της ευχής.
ιη'. Καθώς δειλιάζει ο τειχορρύτης τον εξακουσμένον και γενναίον στρατιώτην, ούτω δειλιάζει και ο δαίμων εκείνον όπου συντρίβει αείποτε την καρδίαν του με την ευχήν.
ιθ'. 'Όταν όμως θέλησει ο δαίμων να πλησιάσει, δια να πάρει την γνώμην του με απάτην, πρώτον ετοιμάζει τον εαυτόν του διά την φυγήν, διά να δυνηθεί να γλυτώσει καν τον εαυτόν του από την καυστικήν αστραπήν της συντετριμμένης καρδίας εκ της ευχής.
κ'. Διότι, άμα όπου ήθελε τον θεωρήσει ότι άρχισε να συντρίβει την καρδίαν του με την ευχήν, δεν σεργιανίζει πλέον μήτε περιεργάζεται τήν συντριβήν της καρδίας, αλλά ευθύς - εyθύς κατακομματίζεται φεύγοντας από προσώπου αύτού.
κα'. Καθώς ό ρήτωρ, όταν τον περικυκλώσει η φλόξ, δεν ρητορεύει περί του πυρός ταύτην την ώραν, αλλά κοιτάζει πως να σώσει τον εαυτόν του εκ της πυρκαϊάς, ούτω και ο δαίμων, όταν θεωρεί καρδίαν αναμμένην έκ της ευχής, δεν κοιτάζει την κατάστασιν της, αλλά κοιτάζει πως να γλυτώσει αυτόν από αυτήν.
κβ'. Καθώς ο λαγός, όταν τον κυνηγάει ο σκύλος, έχει ελπίδα να σώσει τον εαυτόν του με την ταχύτητα του πηλαλήματος των ποδών του, μα όταν τον κυνηγάει η λαγωνίκα, μόλον όπου τρέχει και αυτός τάχιστα όσον δύναται, γίνεται πάλιν άγρα καί κυνήγιον της λαγωνίκας, ούτω και ο δαίμων, όταν πολεμάται από άλλην καμμίαν αρετή έχει ελπίδα να αποφύγει την μάστιγα της φλογερά ρομφαίας, μα όταν τον κυνηγάει η φλογερή ρομφαία της συντετριμμένης προσευχής είναι πεπεισμένος ότι θέλει τον φθάσει πολλά ογλήγορα ο κεραυνός ταύτης της ευχής και ότι θέλει σκορπίσει τά κόκκαλα της κακίας του παρά τον άδην.
κγ'. Δεν φοβούνται τόσον τα στρουθία την ορμήν του αετού όσον φοβούνται οί δαίμονες την ορμήν της συντετριμμένης καρδίας έκ της εύχής.
κδ'. "Οταν εισέρχεται στία (άσβεστόπετρα) είς την καιομένην ύλην, δεν την χωνεύει τόσον τάχιστα, όσον τάχιστα χωνεύει και κατακαίει η συντριβή της καρδίας πάσαν δαιμονικήν πονηριάν.
κε'. Είδεν ο διάβολος καρδίαν καταπληγωμένην από την συντριβήν της ευχής; Ένεθυμήθη ευθύς τας πληγάς του Χριστού, όπου υπέμεινε διά τον άνθρωπον, διά τούτο ετρόμαξε και εδειλίασε.
κστ'. Σύντριψον ουν, αγαπητέ, τον διάβολον με την συντριβήν της καρδίας σου, διά να εισέλθης τροπαιούχος εις την χαράν του Κυρίου σου.
κζ'. Σύντριψον την καρδίαν σου με την εύχήν, δια να συντριφθεί είς αναρίθμητα συντρίμματα ο πλανών σε σατανάς.
κη. Σύντριψον την καρδίαν σου με την ευχήν, δια να φύγει από σου εκείνος όπου καιροφυλακτεί, πως να σε πιάσει με το δίκτυον τής φιληδονίας.
κθ'. Μη φοβάσαι την συντριβήν της καρδίας σου, δια να σε φοβούνται οι δαίμονες. Οι γαρ δαίμονες δέν φοβούνται τον ενάρετον άλλην φοράν τοσούτον, όσον τον φοβούνται , όταν συντρίβει την καρδίαν του με την εύχήν.
λ' Καθώς ο όφις, περισσότερον από κάθε άλλην πληγήν, φοβάται τα ονύχια του γάτου, ούτω και o σατανάς, περισσότερον από άλλας άρετάς, φοβάται της καρδίας την συντριβήν.
λα'. Φαρμακερά μεν είναι εις τον όφιν τα ονύχια του γάτου, μα εις την ψυχήν του ανθρώπου επτάκις είναι φαρμακερώτερα τα ονύχια του διαβόλου, αλλά εις αυτόν τον διάβολον η συντριβή της καρδίας είναι έβδομηκοντά-κις επτά φοράς φαρμακερώτερη από τα ονύχια τα εδικά του.
λβ'. Άμα ήκουσεν ο σατανάς γοερούς αναστεναγμούς να αναπέμπωνται από το βάθος της καρδίας, ετράπη παρευθύς εις την φυγήν, διότι εννόησεν οτι έκεί κοντά ευρίσκεται συντετριμμένη καρδία έκ της ευχής, και επομένως ο Χριστός.
λγ'. "Οπου υπάρχει συντριβή καρδίας, εκεί κοντά ευρίσκεται ο Κύριος, διά τούτο λέγει ο προφήτης· «έγγυς Κύριος τοις συντετριμμένοις τή καρδία».
λδ'. "Αμα ήκουσεν ο λύκος την φωνήν των σκύλων, έφυγεν ευθύς, διότι εννόησεν οτι εκεί κοντά είναι ποιμήν και φύλαξ των προβάτων.
λε'. Ήκουσαν οι ποντικοί την φωνήν του γάτου, ησύχασαν ευθύς εις τας τρύπας τους και τρώγλας, παύσαντες ολίγον από την κρυφοκλεπτικήν τους τέχνην.
λστ'. ’Ήκουσαν αι φάλαγγες του εωσφόρου τους λυπηρούς αναστεναγμούς της καρδίας; Έμάζωξαν εύθυς τας πονηρίας προς του λόγου των και ησύχασαν ταύτην την ώραν.
λζ'. ’Ήκουσαν οι δαίμονες να αναστενάζει τις από του κεντρον της καρδίας; Έγιναν άφαντοι από εκεί, διότι εφοβήθησαν την εκδίκησιν του Κυρίου.
λη'. "Οταν ακούει ο κλέπτης πλησίον του τας εκπυρσοκροτήσεις των τουφεκίων, δεν κοιτάζει νά κλέπτει πλέον, αλλά πως να γλυτώσει με την φυγήν του και με το κρύψιμόν του.
λθ'. "Οταν ακούει ο σατανάς να ωρύεται τις από στεναγμού της καρδίας, κατά τον προφήτην, μέ χύσιν δακρύων ζητώντας τον Ποιητήν του, δεν κοιτάζει πλέον να κλέψει τίποτες ταύτην την ώραν από την ψυχήν εκείνου, λέγομεν να την πολεμήση με κανένα πάθος, αλλά κοιτάζει πως να γλυτώσει καν τον εαυτόν του.
μ'. Σύντριψον ούν, ω μοναχέ,(Χριστιανέ) την καρδίαν σου με την ευχήν, διά να συντριφθεί ο θρόνος και η έπαρσις του σατανά.
μα'. Σύντριψον την καρδίαν σου με την ευχήν, διά να σε φρίττη ο σατανάς, όταν σε θεωρεί ως τέλειον και ως παναρματωμένον στρατιώτην του Χριστού.
μβ'. Συντρίψας σύντριψον την καρδίαν σου με την ευχήν, δια να ταπεινώσης υπό τους πόδας σου τον υπερήφανον και αλαζόνα σατανάν.
μγ'. Ήκουσεν ο διάβολος βραχνιασμένην φωνήν από την συντριβήν της καρδίας; Έδιαλύθη πάραυτα ή δύναμις αυτού από τον φόβον του καί έσβησεν η φλόγα της κακίας αυτού από την λύπην του.
μδ'. Έθεώρησεν ο σατανάς ροήν δακρύων είς πρόσωπον έχοντος καρδίαν συντετριμμένην; Έζεματίσθη ευθύς εις την καρδίαν του.
με'. Έπτυσες αίμα από την υπερβολικήν βίαν της καρδιακής σου εύχής; Καυστικήν στίαν (άσβεστόπετραν) έρριψες είς το κέντρον του άδου.
μστ. ’Αναστέναξες από το βάθος σου; Έσαΐτευσες τον ομφαλόν του εωσφόρου.
μζ'. Ένεθυμήθης τον Πλάστην σου Ίησούν καί εδάκρυσες από την χαράν σου; Βραστερή βροχή έπεσεν επάνω εις την κεφαλήν του εωσφόρου.
μη'. Έπεκαλέσθης τον Δεσπότην σου Χριστόν από καρδίας; Έξενεύρωσες τον σατανάν.
μθ'. Έθεώρησαν οι οφθαλμοί σου του Χριστού μου και της Παναγίας την εικόνα και εχάρει η ψυχή σου; ’Αναρίθμητοι λογισμοί κυριεύουσει τόν σατανάν καί περιπολεύουσι περί τον εωσφόρον.
ν'. Έκ βαθέων επεκαλέσθης τό γλυκύτατον όνομα του Χριστού μου και της αγνής Θεομήτορος; Έβύθισας είς τα καταχθόνια τον αόρατον εχθρόν σου.
να'. Έπόνεσεν η καρδία σου από την ευχήν; Κοιλόπονος επίασε τον σατανάν.
νβ'. Ένεκρώθη η δύναμις σου εκ τής βιαίας προσευχής; Άτόνισεν ή δύναμις του εωσφόρου.
νγ'. 'Υπομένων υπέμεινας εις την καρδιακήν ευχήν; Έθεώρησεν ή ψυχή σου τήν δόξαν του Κυρίου ως δόξαν θεϊκήν.
νδ'. Έσύντριψας την καρδίαν σου με την ευχήν; Ετρώθη η ψυχή σου από τον θείον έρωτα και ησθάνθη μυστικώς η καρδία σου τον άρρητον γλυκασμόν του κτίστου σου Χριστού.
νε'. Έσύντριψας την καρδίαν σου με την ευχήν και εκοιμήθεις; Θείον και παρηγορητικόν όραμα είδες εις τον ύπνον σου.
νστ'. Έσύντριψας την καρδίαν σου με την ευχήν μέχρι πόνου; Ροή δακρύων εφάνη έν τω άμα είς τους οφθαλμούς σου.
νζ'. Έπόνεσεν η καρδία σου από την βίαν της ευχής; Έγροίκισες εις αυτήν Σκέπης και Χάριν θεϊκήν.
νη'. Έλαβες πόνους και κοψίματα εις την καρδίαν σου από την βιαίαν προσευχήν; Έθεώρησες τάχιστα θείαν οπτασίαν με τους ψυχικούς σου οφθαλμούς.
νθ'. Άπελπίσθης την ζωήν σου από τους πόνους της συντετριμμένης σου καρδίας; Άπεκαλύφθη εις εσένα κανένα από τα κεκρυμμένα μυστήρια του Θεού.
ξ'. Έδοκίμασες την θλίψιν και το πικρόν του πόνου της συντετριμμένης σου καρδίας; Έγεύθη πραγματικώς η ψυχή σου από Κυρίου Παντοκράτορος τήν αίσθησιν της γλυκυτάτης Του Βασιλείας.
ξα'. Άπώλεσας την καρδίαν σου από την βίαν της ευχής; Έσωσας την ψυχήν σου, κερδίσας τον Παράδεισον.
ξβ'. Έδωκες αίμα εκ της καρδίας σου; Έλαβες Πνεύμα Αγιον εις την ψυχήν σου.
ξγ'. 'Ίδρωσες από την στενοχώριαν σου προσευχόμενος από καρδίας; Έμιμήθης τον ίδρωτα του Χριστού όπου έγινεν ωσεί θρόμβοι αίματος εις τήν προσευχήν Του, πίπτοντες επί της γης.
ξδ'. Έσύντριψας την καρδίαν σου με την ευχήν; "Ύψωσες το κέρας της ψυχής σου, συντρίψας τα κέρατα του εωσφόρου.
ξε΄. Ξηρός βήχας εκυρίευσε το στήθος σου εκ της βιαίας σου ευχής; Όχτίκιασεν ο σατανάς στενοχωρούμενος από την στενοχώριαν σου.
ξστ'. Έκόπη η φωνή σου από την άμετρον βίαν της καρδιακής σου προσευχής; Έμελώδησεν η ψυχή σου, ουράνιον, άκατανόητον και γλυκυτάτην μελωδίαν.
ξζ'. Έχάθη ο τόνος της φωνής σου εκ της καρδιακής σου συντριβής; Ήκουσες ανελπίστως αγγελικήν μελωδίαν, ήδιστα μελωδούσαν τον Πλάστην σου Ίησούν.
ξη'. Έπροσευχήθης εις τον Χριστόν σου από το βάθος της καρδίας σου; Έφραξε τα ώτα του ο σατανάς μην υποφέροντας να σε ακούη.
ξθ'. Έκ του βάθους σου αναστέναξες; Έχασε τας φρένας του ο σατανάς από τον φόβον του.
ο'. Καρδιακήν βοήν έστειλες είς τον Θεόν κατά του διαβόλου; Φοβεράν βροντήν ετοίμασας κατά του πλάνου σατανά.
οα'. Έχάθη η συντριβή εκ της καρδίας σου; Έστράτευσεν η σάρκα κατά της ψυχής σου. Έσύντριψας δε την καρδίαν σου με την ευχήν; Έστράτευσεν η ψυχή κατά της σαρκός.
οβ'. Έσύντριψας την καρδίαν σου με την ευχήν; Ένευρώθη η ψυχή σου κατά του διαβόλου στομωθείσα κατά της αμαρτίας.
ογ'. Θεωρήσας συντετριμμενην καρδίαν ο εωσφόρος εδειλίασε ταχέως, διότι εξενευρώθη η δύναμις του από ταύτην.
οδ΄.Έσυντρίφθη η καρδία σου εκ της ευχής; Έτέρφθη είς την ψυχήν σου το Πνεύμα του Κυρίου και επικράνθη το τάγμα του εωσφόρου.
οε'. Άμα εσύντριψες την καρδίαν σου με την ευχήν, πάραυτα άναψεν εις αυτήν η ζέσις της αρετής και έκ τούτου ο πόθος του Κυρίου.
οστ'. Συντρίψας σύντριψον, ταπεινέ, την καρδίαν σου με την ευχήν δια να εγκαινισθούν τα έγκατα σου από το Πνεύμα του Κυρίου· «καί πνεύμα εύθές έγκαίνισον έν τοΐς έγκάτοις μου», λέγει ο προφήτης.
οζ'. Συντρίψας σύντριψον και ταπείνωσον, αγαπητέ, την καρδίαν σου την επηρμένην με της ευχής την συντριβήν, διά να αγαπηθή η ψυχή σου από τόν Πλάστην σου Ίησού, τον πράον κατά αλήθειαν και ταπεινόν τη καρδία.
οη'. Συντριψον την καρδίαν σου, ώ μοναχέ,(Χριστιανέ) με την ευχήν, διά να περιπαίζης τον διάβολον, τον πρόεδρον εις την κακίαν, έχοντας τά βέλη του ως μικρού παιδιού βέλη.
οθ'. Διότι εκείνος οπού συντρίβει την καρδίαν του με την ευχήν έχει τον σατανάν ωσάν τον μύρμηγκα και δεν τον δειλιάζει. Έκείνος δε οπού δεν την συντρίβει τον έχει ωσάν τον λέοντα και πάντα τον φοβάται.
π'. Έσύντριψας βιαίως την καρδίαν σου με την ευχήν; Έγροίκησες ταχέως ανάπαυσιν τόσον εις την ψυχήν σου, όσον και είς το κορμί σου. Διότι είς την πολλήν συντριβήν της καρδίας λάμπει πάντοτε το άστρον της απαθείας και της καθαρότητος.
πα'. Σύντριψον ούν, αγαπητέ, την καρδίαν σου με την ευχήν, δια να συνομιλήση η ψυχή σου με τους άγγελους του Θεού, οπού είναι τη αληθεία πράγμα μακάριον επιθυμητόν και πάντη δυσεύρητον και δυσκολοκατόρθωτον.
πβ'. Συντρίψας σύντριψον, ώ ταπεινέ, την καρδίαν σου με την ευχήν, διά να αποκτήσης καθαρότητα είς το κορμί σου και νήψιν εις την διάνοιάν σου, τα οποία είναι ωσάν δυο πτέρυγες εις την ψυχήν σου και δια των οποίων πετά ελεύθερα εις τα ουράνια.
πγ'. Σύντριψον πάντοτε, ελάχιστε μοναχέ,(Χριστιανέ) με την ευχήν την καρδίαν σου, διά να φωτισθούν της διανοίας σου τα όμματα, με τα οποία θέλεις θεωρήσει τα αόρατα του Παραδείσου, ωσάν βλέπεις αισθητώς τα αισθητά με του κορμιού σου τα όμματα.
πδ'. Μάζωξαι, ώ μοναχέ,(Χριστιανέ) τον νουν σου έσω έν τω βάθει του εαυτού σου, όπου είναι αύτη η καθέδρα της καρδίας σου, και αφού τον προσηλώσης εις ταύτην ωσάν τινά εξυπνητόν καραουλτζήν, μελέτα μετέπειτα από το βάθος σου την ευχήν, εως όπου να γλυκανθή αρρήτως από την χάριν ταύτης της ευχής και τότε θέλεις τον ιδή να πτερωθή αύλως άνω εις τους ουρανούς προς τον Θεόν, όπου είναι η αληθινή του ανάπαυσις.
***
από το βιβλίο
ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ
Έκδοσις Ιεράς Μονής - Ξενοφώντος
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου