Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Ὁ τροχὸς τῆς ζωῆς

 

Ὁ τροχὸς τῆς ζωῆς
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Κολουμπᾶνος: ἡ ζωή σου εἶναι τροχός, γυρίζει ἀκατάπαυστα. Δὲν σὲ περιμένει, πορεύου μαζί της. Γι' αὐτό, ἑτοίμασε ἀπὸ ἐδῶ τὶς δαπάνες σου. Ἔχεις προσταχθεῖ νὰ ἀποχωρήσεις ἀπὸ ξένον ἀγρό, πρόσεξε μὴ πωλήσεις τὸν δικό σου. Νὰ μὴ κατέχεις τίποτε, ἄνθρωπε, ἐδῶ στὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννήθηκες γυμνός, καὶ στὴν ὁποία θὰ ἀποσυντεθεῖςκαὶ θὰ γίνεις σκόνη. Μὴν ξεπουλήσεις τὸν οὐρανό, ὅπου βρίσκεται ἡ αἰώνια κληρονομιά σου, ἐφόσον δὲν τὴν ἔχεις χάσει. Ἤ, ἐὰν τὴν ἔχεις χάσει, πώλησε τὸν ἑαυτό σου, ὥστε νὰ τὴν κερδίσεις πίσω.
 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

Αγία Βαλβούργα (St Walburga) η Αγγλίδα, Ηγουμένη της Μονής του Heidenheim Γερμανίας (+779).



Αγία Βαλβούργα (St Walburga) η Αγγλίδα, Ηγουμένη της Μονής του Heidenheim Γερμανίας (+779). 
25 Φεβρουαρίου1 Μαρτίου & 21 Σεπτεμβρίου. 
Η Αγία Βαλβούργα (St Walburga) ήταν κόρη του Αγίου Ρίτσαρντ (St Ritchard) του Wessex της Αγγλίας και της Winna και αδελφή των Αγίων Winebald [18 Δεκεμβρίου] και Willibald [7 Ιουνίου]. 
Μεγάλωσε με την ηγουμένη Tetta του Wimborne της Αγγλίας και το 748 η ηγουμένη την έστειλε μαζί με τήν Αγία Λιόμπα (St Lioba) στη Γερμανία [28 Σεπτεμβρίου]. 
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού το πλοίο τους βυθίστηκε στη θάλασσα και οι προσευχές της Αγία Βαλβούργα (St Walburga) έσωσαν τη ζωή όλων, και μέχρι σήμερα, θεωρείτε προστάτιδα των ναυτικών μαζί με τον Άγιο Νικόλαο Μυρών Λυκίας. 
Πέρασε από το Antwerp στο δρόμο της για τη Γερμανία, και μέχρι σήμερα είναι η προστάτιδα της πόλης. Για την ακρίβεια, η εκκλησία στο Antwerp χρησιμοποιούταν για να γιορτάζουν τη μνήμη της τέσσερις φορές το χρόνο. 
Σύντομα έγινε ηγουμένη του Heidenheim. Οι ωραίοι τρόποι της, η σιωπή της, η θέληση της για μάθηση και η ταπεινοφροσύνη της την έκαναν αγαπητή σε όλους. 
Έναν καιρό ο Θεός την οδήγησε στο σπίτι ενός βαρόνου που ζούσε κοντά στο μοναστήρι της και του οποίου η κόρη ήταν ετοιμοθάνατη. Δεν θέλησε να πει ποια ήταν και να μπει στο σπίτι αλλά στάθηκε ντυμένη με τα φτωχικά της ρούχα στην πόρτα ανάμεσα στα άγρια τσοπανόσκυλα. Ο βαρόνος βλέποντας την εκεί, να κινδυνεύει να την κατασπαράξουν τα άγρια σκυλιά του, ρώτησε με απότομο τρόπο να μάθει ποια ήταν και τι ήθελε. Η Αγία είπε πως δεν χρειάζεται να φοβάται, γιατί Αυτός που την έφερε ασφαλή μέχρι εκεί θα την πήγαινε με ασφάλεια πίσω στο σπίτι. Του είπε επίσης πως ήρθε σαν γιατρός στο σπίτι του και θα θεράπευε την κόρη του εάν πίστευε στον μεγάλο Ιατρό, το Χριστό. Πρόσθεσε επίσης πως τα σκυλιά δεν θα την αγγίξουν. 
Ο βαρόνος ξαφνιάστηκε όταν έμαθε το όνομα της και ρώτησε για ποιο λόγο μια τόσο ευγενείς γυναίκα και τόσο μεγάλη δούλη του Θεού στεκόταν έξω από την πόρτα του και την οδήγησε μέσα στο σπίτι με μεγάλο σεβασμό. Το κορίτσι ήταν ετοιμοθάνατο και η Αγία Βαλβούργα (St Walburga) πέρασε όλη τη νύχτα δίπλα της προσευχόμενη. 
Το πρωί το κορίτσι θεραπεύτηκε χάρη στις προσευχές της Αγίας και η Αγία την πήγε στους γονείς της. Προσπάθησαν να της δώσουν δώρα όμως η Αγία δεν δεχόταν τίποτα και επέστρεψε περπατώντας στο μοναστήρι. 
Η Αγία Βαλβούργα (St Walburga) κοιμήθηκε οσιακά στις 25 Φεβρουαρίου 779 και στις 21 Σεπτεμβρίου του 870, τα Ι. Λείψανά της μεταφέρθηκαν πανηγυρικά. Από το 893 και μέχρι σήμερα, τα άφθαρτα λείψανα της αναδύουν μια γλυκιά μυρωδιά μύρου, ειδικά στο σημείο όπου βρίσκεται η καρδιά.

Πηγή: 

Ιωσίας. Ένας σύγχρονος ομολογητής και νεομάρτυρας της ορθόδοξης πίστης στην Αιθιοπία (1997-15.2.2023)



Ιωσίας. 
Ένας σύγχρονος ομολογητής και νεομάρτυρας της ορθόδοξης πίστης στην Αιθιοπία 
(1997-15.2.2023)

Γράφει ο Σεβ. Μητροπολίτης Αξώμης κ. Δανιήλ
1η δημοσίευση: ΝΥΧΘΗΜΕΡΟΝ 
Όλα άρχισαν πριν 5 μήνες, όταν ένα πρωινό έλαβα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της Μητρόπολης το εξής μήνυμα: «Ονομάζομαι Εy….b Ka….er και είμαι φοιτητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της πόλης Debre Tabor. Ήμουν προτεστάντης χριστιανός από την γέννησή μου, αλλά τα τελευταία δύο χρόνια μετά από βαθειά μελέτη είμαι δυνάμει Ορθόδοξος. Αποσκίρτησα από την Διαμαρτύρηση και ηγούμαι -με πολύ διακριτικότητα- μιας ομάδας ένδεκα φοιτητών, όλοι πρώην μέλη της Προτεσταντικής Ομολογίας, με τους οποίους συναντιόμαστε σε διαφορετικά κάθε φορά μέρη και μελετάμε συστηματικά αρχαίους Πατέρες της κοινής Εκκλησίας και εκκλησιαστική ιστορία. Διαπιστώσαμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρεί ανόθευτη την πίστη των Αποστόλων και των Πατέρων μας. Θέλουμε να γίνουμε μέλη της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ζητάμε να σας γνωρίσουμε για να μας οδηγήσετε στην βάπτισή μας. Παρακαλώ μη μας αγνοήσετε. Περιμένουμε με αγωνία την απάντησή σας». 
Στέλνοντας πλούσιο κατηχητικό υλικό σε αυτή την νεανική ομάδα, βιβλία γνωριμίας με την Ορθόδοξη πίστη και ζωή, τους Αγίους και την Ορθόδοξη παράδοσή μας, ευχαρίστησα τον Άγιο Θεό για τους μύχιους και υπέρλογους τρόπους σωτηρίας που απεργάζεται για «κάθε άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Έκτοτε, στο πλαίσιο της κατήχησης και με καθημερινή επαφή για την απάντηση αποριών, οι ένδεκα Αιθίοπες νέοι στερεώθηκαν στην απόφασή τους να προσέλθουν το ταχύτερο στην απόθεση «του παλαιού ανθρώπου» και στην «ένδυση του νέου». Έλειπε μόνο να οριστεί ο κατάλληλος χρόνος και να οργανωθεί το δύσκολο ταξίδι, για να τελέσουμε τις Βαπτίσεις. Και εν συνεχεία, να τελέσουμε την Θεία Ευχαριστία σε τόπο που θα βρούμε, για να κοινωνήσουν οι νεοφώτιστοι του Κυριακού Σώματος. Μια συνηθισμένη διαδικασία στην Ορθόδοξη ιεραποστολή σε όλη την Αφρική, όταν δημιουργούνται οι πρώτοι πυρήνες πιστών. Άλλωστε, κάθε τόπος της Ηπείρου μπορεί να σαρκώσει έναν Ναό του Θεού, όπου «κύκλω της Τραπέζης» του Κυρίου παρακάθονται οι σύγχρονοι μαθητές Του, για να μετέχουν του Δείπνου «εις ανάμνησιν Αυτού».
 
Ένας από τους ένδεκα φοιτητές ήταν και ο Ιωσίας (Iyosiyas Fekadu Ararsa). Γεννημένος στην πόλη Gimbi της Αιθιοπίας, την 1η Ιουνίου 1997. Ήταν το δεύτερο παιδί (μαζί με άλλες τέσσερις αδελφές) πενταμελούς οικογένειας προτεσταντικής ομολογίας. Μετά την ολοκλήρωση των βασικών σπουδών, γράφτηκε ως φοιτητής Φαρμακευτικής στο Πανεπιστήμιο του Debre Tabor. Γνώρισε την Ορθοδοξία από τον φίλο του Εy…b και έκτοτε κήρυττε σε όλους την νέα του πίστη, με αποτέλεσμα πολλοί προτεστάντες να εγκαταλείπουν την ομολογία τους και να ζητούν να γνωρίσουν την Ορθοδοξία. 
Κάθε Ιανουάριο, μετά τις εξετάσεις, τα πανεπιστήμια κλείνουν για μια εβδομάδα και οι φοιτητές επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους για διακοπές. Έτσι κι αυτός πήγε στην πόλη του για να δει την οικογένειά του. 
Ήταν Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2023, ώρα 2 το μεσημέρι, όταν σε έναν δρόμο κοντά στην αγορά της πόλης, κατά την στιγμή που μιλούσε δημόσια για την Ορθόδοξη Πίστη, μια ομάδα εξαγριωμένων Προτεσταντών άρχισε να τον πετροβολά και να τον τραυματίζει βάναυσα με κοφτερά αντικείμενα. «Σας παρακαλώ, έχω μια φτωχή μητέρα. Αφήστε με να ζήσω για την οικογένειά μου», εκλιπαρούσε τους μαινόμενους «μαχητές του χριστιανισμού»! Αλλά εκείνοι συνέχισαν να του πετούν με σφοδρότητα πέτρες… Μετά από μία ολόκληρη ώρα μαρτυρίου και αφού το σώμα του είχε υποστεί θανατηφόρα τραύματα, φώναξε: «Σκοτώστε με γρήγορα!», παραδίδοντας την ψυχή του στα χέρια του Θεού που αγάπησε. Όταν μετά από λίγο κατέφτασε στον τόπο της τραγωδίας η οικογένειά του, ήταν ήδη αργά. Το πληγωμένο από το «χριστιανικό μίσος» κορμί του ήταν αγνώριστο από τις κακουχίες. Ο θείος του βρήκε στα χέρια του αυτό που αγάπησε και πίστεψε: κρατούσε την εικονίτσα του Ευαγγελιστή Μάρκου, που του είχα στείλει πριν μήνες! Μαρτυρούσε και κρατούσε σφιχτά την εικόνα του Αγίου Μάρκου!



Ο Ιωσίας βαπτίσθηκε στο αίμα του Μαρτυρίου του, γενόμενος κοινωνός της δόξας του Θεού και ομολογώντας την φράση του Κυρίου: «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». Γράφτηκε ήδη στο Βιβλίο της Ζωής, προγεύεται του Παραδείσου και πορεύεται εις «απάντησιν του Κυρίου». Ας προσεύχεται για εμάς τους «περιλειπομένους» στον Θρόνο του Θεού, να βρούμε έλεος την «φοβερά ημέρα της Κρίσεως». 
Αλήθεια, πότε θα σταματήσει η μάστιγα της θρησκευτικής βίας στον πλανήτη; Είναι δυνατόν «χριστιανοί» να πολεμούν ανθρώπους κάθε πίστης στην σημερινή εποχή; Ποιός είναι πραγματικά ο Θεός της Αγάπης που κηρύττουμε; Πού είναι η συγχώρηση και η αποδοχή του πλησίον; Πού ο σεβασμός των πιστευμάτων του Άλλου; 
Δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια από την έλευση του Χριστού, οι μάρτυρες της Αγάπης Του συνεχίζουν να ποτίζουν με το Αίμα τους το αειθαλές δένδρο της Εκκλησίας Του. Όπως σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, έτσι και η Αφρική, τόπο «σποράς του Λόγου» αγνό και καθαρό, δέχεται το μήνυμα της Σωτηρίας και προσφέρει πολλούς καρπούς στην Βασιλεία Του. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες θαυμάτων μοναδικών, μεταστροφών και επιστροφών στην Πίστη. Η Ορθόδοξη ιεραποστολή «εις πάντα τα Έθνη» είναι εντολή του Χριστού προς όλους, κι όχι μόνο για τους «εκλεκτούς». Ενεργείται ποικιλοτρόπως και πολυμερώς, εν τόπω και χρόνω, και πάντοτε εν κόπω και μόχθω! Είναι γεμάτη προκλήσεις και κινδύνους. Ιδρώτα και αίμα. Αγώνα και αγωνία. Υπομονή και επιμονή. Σκύψιμο της κεφαλής και ταπείνωση. Άδειασμα του εαυτού μας και αγαπητικό μπόλιασμα των Αδελφών. Αδιάκριτα, ανόθευτα, ανεπιτήδευτα, χωρίς να περιμένουμε «ανταλλάγματα» και χωρίς να προσφέρουμε «χρυσίον» για να κερδίσουμε πιστούς. Κάνουμε καθημερινά το Σταυρό μας και προχωράμε μπροστά χωρίς φόβο και «κομπλεξικές απειλές». Πάντα με ελπίδα και αισιοδοξία!

Νυκτερινὸ θαῦμα

 


Νυκτερινὸ θαῦμα 
Συνήθιζε ὁ Κάθμπερτ νὰ ἀπομακρύνεται τὸ σούρουπο μόνος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, καὶ πρὸς τὸ τελείωμα τῆς νύχτας ἐπέστρεφε στὴ μονὴ τὴν ὥρα ποὺ ἄρχιζε ἡ λατρευτικὴ σύναξη. 
Κάποιο βράδυ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς βλέποντάς τον νὰ βγαίνει ἀθόρυβα ἔξω, ἀκολούθησε λάθρα τὰ βήματά του, γιὰ νὰ δεῖ ποῦ ἤθελε νὰ πάει καὶ τὶ σκοπὸ εἶχε. Ὁ Κάθμπερτ ἔφθασε στὴ θάλασσα στὶς ἀκτὲς τῆς ὁποίας ἦταν κτισμένο τὸ μοναστήρι. 
Μπῆκε μέσα στὸ νερό, μέχρι ποὺ τὰ βουβὰ κύμα  τα μόλις κάλυπταν τὸν λαιμὸ καὶ τοὺς ὤμους, καὶ ἔμεινε ἐκεῖ τὶς ὧρες τῆς σκοτεινῆς νύχτας, νήφων καὶ ψάλλων μὲ τὸν ἦχο τῶν κυμάτων.  Καθὼς πλησίαζε τὸ χάραμα, βγῆκε πάλι στὴν ἀκτὴ καὶ συνέχισε τὴν προσευχὴ γονατιστός. Τότε ἦταν ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς θάλασσας δύο ἐνυδρίδες καὶ ἔπεσαν μπροστά του στὴν ἄμμο καὶ ἄρχισαν νὰ θερμαίνουν τὰ πόδια του μὲ τὴν ἀνάσα τους καὶ ἔκαναν νὰ τὰ σκουπίσουν μὲ τὴ γούνα τους. Καὶ ὅταν τελείωσαν τὶς ὑπηρεσίες τους, ἔλαβαν τὴν εὐλογία του καὶ γλύστρησαν πίσω στὰ οἰκεῖα νερά. Ὁ Κάθμπερτ τότε ἐπέστρεψε καὶ ἔψαλε μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς ὀρθρινοὺς ὕμνους τὴν κανονισμένη ὥρα.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ μοναχὸς ποὺ τὸν παρακολουθοῦσε ἀπὸ τὰ βράχια εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ τέτοιο φόβο καὶ δυσφορία, ὥστε μὲ δυσκολία ἔφθασε στὴ μονὴ παραπαίοντας. Νωρὶς τὸ πρωὶ πλησίασε τὸν Κάθμπερτ καὶ πέφτοντας μὲ τὸ πρόσωπο κάτω παρακαλοῦσε ἔνδακρυς νὰ τοῦ δώσει ἄφεση γιὰ τὴν ἀνόητη τόλμη του, διότι δὲν εἶχε ἀμφιβολία ὅτι ὁ Κάθμπερτ γνώριζε τί εἶχε κάνει καὶ γιατί ὑπέφερε. 
«Τί συμβαίνει ἀδελφέ;» τοῦ εἶπε, «τί ἔχεις κάνει;  Προσπάθησες νὰ κατασκοπεύσεις τὴ νυχτερινή μου πορεία; Σὲ συγχωρῶ ὑπὸ ἕναν ὅρο, νὰ ὑποσχεθεῖς ὅτι δὲν θὰ πεῖς σὲ κανέναν αὐτὸ ποὺ εἶδες μέχρι τὸν θάνατό μου». 
Μὲ τὸ παράγγελμα αὐτὸ μιμήθηκε ἐκεῖνον πού, ὅταν ἔδειξε τὴ δόξα τῆς μεγαλειότητάς Του στοὺς μαθητές Του ἐπὶ τοῦ ὄρους, εἶπε «μὴ πεῖτε τὸ ὅραμα σε κανένα, ἕως ὅτου ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρών».

 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου



Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Ὁ ἅγιος χωρισμὸς



 


Ὁ ἅγιος χωρισμὸς 
Καῖνεχ πάντοτε ἐπιζητοῦσε νὰ χωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς ἀγγέλους. 
Ὡς ἡγούμενος συνήθιζε νὰ ἀποσύρεται ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ λησμονεῖ τὴ γῆ ἔχοντας τὸν νοῦ στὸν οὐρανὸ καὶ ἐντρυφώντας στὸ εὐαγγέλιο, καὶ νὰ προσεύχεται σὲ μυστικὸ τόπο, λέγοντας στὴ συνοδεία του νὰ μὴ τὸν ἀναζητήσει κανεὶς ἕως τὴν ἐνάτη ὥρα. Παρέμενε σὲ ἔρημη τοποθεσία, χωρὶς τροφή, χωρὶς ποτό, χωρὶς νύχτα καὶ σκοτάδι, χωρὶς αἴσθημα πείνας καὶ κρύου, χωρὶς νερὸ γιὰ νὰ πλυθεῖ ἀπὸ τὴν τρίτη ἕως τὴν ἐνάτη ὥρα. Ἀλλὰ καὶ τὴ νύχτα ἀποσυρόταν κρυφά, καὶ διάβαζε φωτιζόμενος ἀπὸ θεῖο φῶς, ἔχοντας γιὰ ὑπηρέτη ἕνα ἐλάφι.

 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Ὁ μοναχὸς καὶ ὁ κόσμος

 

Ὁ μοναχὸς καὶ ὁ κόσμος

Καῖνεχ συνεχῶς νουθετεῖ τὸ πνευματικό του παιδὶ νὰ μὴν ποθεῖ τὸν πεπτωκότα κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν τὸν ἀκούει. Κάποια μέρα τὸν παίρνει μαζί του σὲ ὁδοιπορία, κουβαλώντας σακίδια μὲ βιβλία.
Ὅταν ἔφθασαν στὴ θάλασσα, εἶπε στὸ ἀγόρι νὰ τυλίξει τὸ ράσο του γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι του καὶ κρατώντας τὸ ράσο τοῦ ἁγίου νὰ ἀκολουθεῖ. Ἔτσι γιὰ λίγη ὥρα βάδιζαν πάνω στὴ θάλασσα σὰν σὲ ἀνοιχτὴ πεδιάδα. Κατόπιν τοῦ εἶπε ὁ ἀββᾶς νὰ ξεσκεπάσει τὸ κεφάλι του, νὰ ἁπλώσει τὸ ράσο του στὴ θάλασσα καὶ πάνω σ' αὐτὸ νὰ καθήσουν καὶ νὰ διαβάσουν ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ μετέφεραν. Κάνοντας αὐτό, βλέπουν ἕνα ἀπειλητικὸ ζοφερὸ νέφος νὰ τοὺς πλησιάζει. 
Ἦταν ἕνα πλῆθος δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι κραύγασανσὰν ἀπὸ ἕνα στόμα: «Φαλακρὲ Καῖνεχ». Ὁ ἀββᾶς τότε εἶπε: «Μὴ πλησιάσετε, οὔτε νὰ μᾶς χαιρετήσετε, μόνο πεῖτε αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀγαθό». Τότε ὅλοι μὲ μιὰ φωνὴ ὁμολόγησαν: «Ἐγκατάλειψε τὸν κόσμο, ραβδοφόρε, ἐγκατάλειψε τὸν κόσμο.» Ακούγοντας αὐτό, τὸ ἀγόρι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἕως τὸν θάνατό του ἔμεινε ὑγιὴς ἀπὸ κάθε πλεονεξία καὶ ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ κόσμου.

 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Ἡ συνέπεια τῆς Μπρίγκιτ

 

Ἡ συνέπεια τῆς Μπρίγκιτ 
Λέγεται γιὰ τὴν ὁσία Μπρίγκιτ ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς της ζωῆς δὲν κοίταξε δίπλα της, παρὰ μόνο ἴσια μπροστά της. Ἦταν στὴ ζωή της σὰν ἕνα πουλὶ πάνω στὸν βράχο, καὶ κοιμόταν τὸν ὕπνο τοῦ αἰχμαλώτου, γιὰ χάρη τοῦ Υἱοῦ τῆς Μαρίας. Δὲν παραδόθηκε στὸν ὕπνο, δὲν ἦταν ἀσυνεπὴς στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· οὔτε ἀγόρασε πλοῦτο οὔτε κυνήγησε τὸ κέρδος τούτου τοῦ κόσμου. 

 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

Τὸ ἀμόνι

 


Τὸ ἀμόνι 
Ἔτσι ἀρχίζει τὸ Τυπικὸ τῆς μονῆς του ὁ ὅσιος Ἄλμπι: Ἄκουσε ἀδελφὲ ἐκ τοῦ στόματός μου λόγο.
Μεΐνε πιστὸς στὸν Κανόνα τοῦ εὐγενοῦς Κυρίου, διότι σ' αὐτὸν ὑπάρχει ἡ σωτηρία. Ὅπως ἡ βάση εἶναι ἀμετακίνητη καθὼς χτυπιέται τὸ ἀμόνι, ἔτσι πρέπει νὰ εἶσαι πιστὸς μέχρι θανάτου στὴ λειτουργία, στὴν προσευχὴ καὶ στὴ νηστεία.

 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

Άγιος Ευχέριος επίσκοπος Ορλεάνης

Άγιος Ευχέριος επίσκοπος Ορλεάνης 
20 Φεβρουαρίου 

Αφιερωμένος από νεαρή ηλικία στην μελέτη της Αγίας Γραφής, ο άγιος Ευχέριος κατάλαβε ότι παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου και ότι κάθε ανθρώπινο εγχείρημα στην γη είναι μονάχα ματαιοδοξία. Απαρνήθηκε, έτσι, κάθε γήινη προσκόλληση, με σκοπό να αναχωρήσει στην περίφημη μονή του Ζυμιέζ, στην επισκοπή της Ρουέν. Έφθασε δε σε τέτοιο σημείο αγιότητας που μετά τον θάνατο του επισκόπου Ορλεάνης, οι κάτοικοι της πόλεως έπεισαν τον Κάρολο Μαρτέλο να αναγκάσει τον άγιο να δεχθεί την διαδοχή (717). Εγκαταλείποντας παρά την θέλησή του και με δάκρυα τις αναπαύσεις του θεωρητικού βίου, ο άγιος Ευχέριος κυβέρνησε με σοφία την επισκοπή του, διορθώνοντας τις παρεκτροπές και διαδίδοντας με τον λόγο του τον ζήλο για τα έργα της αρετής. 
Την ταραγμένη εκείνη περίοδο, δεν δίσταζε να επιτιμά με σταθερότητα όλους εκείνους που σφετερίζονταν τα αγαθά της Εκκλησίας. Οι εχθροί του, βρίσκοντας την ευκαιρία, τον κατήγγειλαν τότε ως στασιαστή στον Κάρολο Μαρτέλο, ο οποίος μετά την νίκη του επί των Σαρακηνών στο Πουατιέ (732), είχε ανταμείψει τους αξιωματικούς του δημεύοντας προς όφελός τους την εκκλησιαστική περιουσία. Περνώντας από την Ορλεάνη, ο πρίγκιπας διέταξε να συλληφθεί ο άγιος ιεράρχης και τον εξόρισε στην Κολονία. Η χάρις, όμως, του Θεού που ακτινοβολούσε η προσωπικότητά του επέβαλλε εκεί τον σεβασμό και την αφοσίωση του χριστιανικού πληρώματος που τον θεωρούσε ως δικό του ποιμενάρχη. 
Εξόριστος πάλι στην περιοχή της Λιέγης, έκανε τον δούκα Ροβέρτο, ο οποίος είχε αναλάβει την επιτήρησή του, αφοσιωμένο μαθητή του και του ζήτησε ως μόνη χάρη να αποσυρθεί στην μονή του αγίου Τροντ, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ευχαριστώντας τον Θεό που τον απάλλαξε από το ποιμαντορικό του αξίωμα, αφού τον έκρινε άξιο να υποφέρει για την δικαιοσύνη. Όπως και σε όλα τα μέρη που είχε διαμείνει προηγουμένως, η ζέση του στάθηκε για όλους τους μοναχούς μια ζωντανή διδαχή, και κατά το παράδειγμά του, όλοι περιφρονούσαν τις επίγειες μέριμνες και δεν ποθούσαν, παρά τον ουρανό. 
Μετά την μακάρια ανάπαυσή του (περί το 738 ή το 743) οι λαμπάδες κοντά στον τάφο του έκαιγαν άλυωτες και το λάδι στις κανδήλες θεράπευε πλήθος αρρώστων που προσέτρεχαν με πίστη στην μεσιτεία του αγίου επισκόπου.

 

“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, Τόμος 6ος Φεβρουάριος, Εκδόσεις Ορμύλια

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Νεκρώσιμα Εὐλογητάρια.

 

Νεκρώσιμα Εὐλογητάρια. 
Ἦχος πλ. α´.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. 
Τῶν Ἁγίων ὁ χορός, εὗρε πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν Παραδείσου· εὕρω κἀγώ, τὴν ὁδὸν διὰ τῆς μετανοίας· τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι· ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καὶ σῶσόν με. 
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. 
Εἰκών εἰμι, τῆς ἀῤῥήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων· οἰκτείρησον τὸν σὸν πλάσμα Δέσποτα, καὶ καθάρισον σῇ εὐσπλαγχνίᾳ· [τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι· ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καὶ σῶσόν με].

Άγιος Νεομάρτυς Αγαθάγγελος εκ Φλωρίνης

 
Τη 17η του μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του αγίου νεομάρτυρος Αγαθάγγελου του εν Μοναστηρίω.


Ο άγιος Αγαθάγγελος, νέος γενναίος Έλληνας από τη Φλώρινα της Μακεδονίας, ασκούσε το επάγγελμα του υποδηματοποιού στο Μοναστήρι. 
Διαμαρτυρόμενος για τους βίαιους εξισλαμισμούς που συνηθίζονταν από τους μουσουλμάνους κατά το τριήμερο Μπαϊράμι που γιορταζόταν μετά το Ραμαζάνι, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και απέσπασε ένα φιρμάνι που απαγόρευε τις πρακτικές αυτές. 
Έξαλλοι οι Τούρκοι της περιοχής του τον συνέλαβαν και αφού τον βασάνισαν άγρια, τον αποκεφάλισαν στις 17 Φεβρουαρίου του 1727.  
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίαςτόμος 6ος , εκδ. Ίνδικτος 

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Ὁ ἀληθινὸς μοναχὸς




Ὁ ἀληθινὸς μοναχὸς

Εἶπε ὁ ὅσιος Κόρμακ: ἀληθινὸς μοναχὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ προσπερνᾶ τοὺς βασιλιάδες, ἂν καὶ τοῦτο πρέπει νὰ γίνεται μὲ εὐγενικὸ τρόπο. Ὀφείλει ἐπίσης νὰ ἀπαρνιέται τὴν κρεοφαγία καὶ τὸν οἶνο, καὶ νὰ ἐπιλέγει νηφάλια ἕνα μόνιμο τόπο καὶ ἕναν ταπεινὸ καὶ ἔμπειρο πνευματικὸ ὁδηγό. 

 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου



Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Αγία Γεωργία του Κλερμόν-Φεράν


Αγία Γεωργία του Κλερμόν-Φεράν. 
15 Φεβρουαρίου

Η Αγία Γεωργία του Κλερμόν-Φεράν έζησε τον 6ο αιώνα στην Ωβέρνη της Γαλλίας. 
Οι μοναδικές πληροφορίες προέρχονται από το έργο του Αγίου Γρηγορίου Τουρώνης De Gloria confessorum. 
H πόλη του Κλερμόν, πρωτεύουσα της Μεροβίγγειας Γαλατίας, ήταν πολύ θορυβώδης. Ως εκ τούτου, είχε αποσυρθεί πολύ νωρίς στη γύρω περιοχή και εκεί πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της προσευχόμενη και εν μετανοία.

 
Όπως μας πληροφορεί ο Άγιος Γρηγόριος Τουρώνης, κατά την κηδεία της, ένα σμήνος περιστεριών ακολούθησε το φέρετρο και φύλαγαν τον τάφο της για όλο το υπόλοιπο της ημέρας. Η μνήμη της τιμάται στις 15 Φεβρουαρίου.

Το μυστικό της τέχνης για να θεραπεύσουμε τις νόσους της ψυχής



Το μυστικό της τέχνης για να θεραπεύσουμε τις νόσους της ψυχής
Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης
Ο τρόπος θεραπείας μιας πνευματικής νόσου (αμαρτίας) διαφέρει πολύ από τον τρόπο θεραπείας των σωματικών παθήσεων. 
Στη δευτέρα περίπτωσι, χρειάζεται προσοχή και αβρότης απέναντι του πονεμένου μέρους. Πρέπει να του βάλουμε χλιαρό νερό, μαλακά επιθέματα, καταπαραϋντικά κ.λ.π. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις πνευματικές παθήσεις. Αν έχης κάποια τέτοια αρρώστια, μην την καλομεταχειρίζεσαι, αλλά σταύρωσέ την. Μη της φέρεσαι με επιείκια, μη τη θωπεύεις. Αλλά κάμε ευθύς το αντίθετο απ’ ό,τι σου ζητεί. Αν μίσησες τον πλησίον σου, σταύρωσε ευθύς αυτό το πάθος, άρχισε ευθύς να αγαπάς με περισσότερη αγάπη και πάθος τον πλησίον σου. Αν έπεσες στο αμάρτημα της φιλαργυρίας, αγωνίσου ευθύς να γίνης γενναιόδωρος. Αν παρασύρθηκες από τον φθόνο, κάμε ευθύς την καρδιά σου καλόβολη. Αν έπεσες σε υπερηφάνεια, ευθύς ταπείνωσε τον εαυτό σου και γίνε χώμα να σε πατήσουν οι άλλοι. Αν φάνηκες λαίμαργος, αγωνίσου με τη νηστεία και κρατήσου στην εγκράτεια με υπομονή. Το μυστικό της τέχνης για να θεραπεύσουμε τις νόσους της ψυχής έγκειται στο να μη της λυπώμαστε καθόλου, αλλά να τις ξερριζώνουμε αμείλικτα. 
Όσο είναι σ’ εμάς εύκολο να ζητάμε με λόγια από τον Θεό κάτι, άλλο τόσο και απείρως πιο πολύ εύκολο είναι στον Θεό να μας το δώση. Ο Θεός λέγει: «το ρήμα μου ό εάν εξέλθη εκ του στόματός μου, ου μη αποστραφή, έως αν τελεσθή όσα αν ηθέλησα». (Ησ. νε’ 11). Ο λόγος του Θεού ισοδυναμεί με έργο. 

«Η εν Χριστώ ζωή μου» 
Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδ. Παπαδημητρίου, σ. 143

ΠΗΓΗ:

Σημεία Καιρών

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ

 

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ


Ο όσιος πατήρ ημών Άνθιμος γεννήθηκε το 1869 από οικογένεια αγροτών της Χίου. Ανατράφηκε με ευσέβεια και κατά την παιδική του ηλικία η Θεοτόκος σε πολλά οράματα τού ανήγγειλε τις ευλογίες που προόριζε γι’ αυτόν. Σταμάτησε νωρίς το σχολείο για να μάθει το επάγγελμα του υποδηματοποιού. Μία ημέρα, όταν ήταν δεκαεννέα χρόνων, η μητέρα του τού εμπιστεύθηκε μια παλιά εικόνα της Παναγίας «Βοήθειας», για να τη συντηρήσουν στη Μονή των Αγίων Πατέρων Νικήτα, Ιωάννη και Ιωσήφ [20 Μαΐου], που είχε προσφάτως ιδρυθεί στο Προβάτιο Όρος από τον πατέρα Παχώμιο, έναν άγιο μοναχό ο οποίος υπήρξε και πνευματικός του αγίου Νεκταρίου Αιγίνης [9 Νοεμ.]. Ενθουσιασμένος από την ουράνια πολιτεία των μοναχών, μόλις επέστρεψε στο χωριό, έφτιαξε μια καλύβα σε απομακρυσμένο τόπο και άρχισε να ασκητεύει, απεκδυόμενος κάθε μέριμνα του κόσμου τούτου. Παρόλο που δεν εγκατέλειψε το πατρικό του, ακολουθούσε αυστηρά ό,τι του όριζε ο πατήρ Παχώμιος, ο οποίος θαυμάζοντας την υπακοή, τη σιωπή και τον ζήλο του για την προσευχή, έλεγε στους μοναχούς του: «Αυτός ο αρχάριος είναι τέλειος μοναχός… και μία ημέρα θα γίνει μέγας Πατήρ!». Η εικόνα της Παναγίας που τη φύλαξε κοντά του σε όλη τη ζωή του ήταν η μόνη του «Βοήθεια»: αυτή τον ενέπνεε στους θεάρεστους αγώνες του· αυτή τον παρηγορούσε στις δοκιμασίες και τους πειρασμούς· και, μάλιστα, άρχισε να επιτελεί θαύματα προς όφελος των γειτόνων του που τον επισκέπτονταν στο ερημητήριό του. Τέλος, αποσύρθηκε στη Μονή των Αγίων Πατέρων, αφού έλαβε το Μικρό Σχήμα με το όνομα Άνθιμος.

Κινούμενος από μια νέα ορμή θείου έρωτος και ταπεινώνοντας κάθε επιθυμία της σαρκός, δεν υστερούσε εντούτοις σε κανενός είδους εργασία, έτσι ώστε του ανέθεσαν να διευθύνει τις εργασίες στη Μονή του Αγίου Κωνσταντίνου που κτιζόταν την εποχή εκείνη. Σύντομα όμως αρρώστησε και ο ηγούμενος αναγκάσθηκε να τον στείλει στους γονείς του για να τον παρακολουθούν οι γιατροί. Ο Άνθιμος συνέχισε εκεί τον ασκητικό του βίο, σαν να βρισκόταν στο Μοναστήρι, και ζούσε από το επάγγελμα του τσαγκάρη, τρέφοντας τους γέροντες γονείς του και μοιράζοντας ελεημοσύνες στους απόρους. Παρά την εύθραυστη υγεία του, η αγάπη του για τον Θεό τού έδινε τη δύναμη να επιχειρεί μεγάλους ασκητικούς άθλους που αποθηρίωναν το μίσος των δαιμόνων, οι οποίοι χιμούσαν κατεπάνω του με τρομερό πάταγο την ώρα των νυκτερινών προσευχών του που συνήθιζε να κάνει στην κουφάλα μιας γέρικης ελιάς κοντά στο κελί του. Δεν έδινε ποτέ ανάπαυση στον εαυτό του· «Ούτε λεπτό!», θα έλεγε αργότερα, κι έτσι, με τη βοήθεια της Θεοτόκου, μπόρεσε να μείνει δεκαεννέα ημέρες και νύκτες άγρυπνος εν προσευχή, παίρνοντας λίγο ψωμί και λίγο νερό κάθε δύο ημέρες. Μετά το κατόρθωμα τούτο, έπεσε σε έκσταση και το πνεύμα του μεταφέρθηκε στον Παράδεισο, εν μέσω αγγελικών χορών, ενώ επαναλάμβανε αδιαλείπτως το «Κύριε ελέησον!».

Οι αρετές του αγίου ασκητή και τα θαύματα της εικόνας της Θεοτόκου προσείλκυαν όλο και περισσότερους επισκέπτες στο ερημητήριό του και μετά ένα χρόνο, αφού έλαβε το Μέγα Σχήμα (1910), αποφασίστηκε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος, για να ικανοποιηθεί το αίτημα του λαού. Ο τότε επίσκοπος Χίου όμως αρνούνταν να χειροτονήσει έναν αγράμματο ιερέα κι έτσι ο ανάδοχός του τον κάλεσε στην επισκοπή Σμύρνης. Τη στιγμή της χειροτονίας του ένας σεισμός, συνοδευόμενος από αστραπές και βροντές, φανέρωσε την εύνοια του Θεού και λίγο αργότερα ο Άνθιμος ελευθέρωσε έναν δαιμονισμένο. Οι αρετές και τα θαύματά του γέννησαν όμως τον φθόνο ορισμένων ιερέων και ο Άνθιμος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την περιοχή. Μετά από ένα προσκύνημα στο Άγιον Όρος, επέστρεψε στη Χίο, όπου ορίσθηκε στη θέση του εφημερίου στο λεπροκομείο. Μέσα σε λίγο χρόνο μεταμόρφωσε το ίδρυμα αυτό, όπου η ανθρώπινη δυστυχία γινόταν αφορμή για τη διαφθορά των ψυχών, σε μία εικόνα του Παραδείσου, όπου οι άνθρωποι ζούσαν τον κοινοβιακό βίο όπως σ’ ένα Μοναστήρι. Επισκεπτόταν ο ίδιος προσωπικά τους ασθενείς, φρόντιζε με τα χέρια του εκείνους που ήσαν περισσότερο αποκρουστικοί και με την πραότητα και τις συμβουλές του τους οδηγούσε να στραφούν προς τον Θεό, έτσι που πολλοί από αυτούς έγιναν μάλιστα μοναχοί και μοναχές. Διά μέσου αυτού η θεία ευσπλαχνία ξεχείλιζε έτσι και πάνω σε πολλούς πιστούς που έρχονταν από έξω να ζητήσουν τη μεσιτεία και τις συμβουλές του ανθρώπου του Θεού, χάρις δε στις νηστείες και στις προσευχές του μπροστά στην εικόνα της Παναγίας τριάντα οκτώ δαιμονιζόμενοι λυτρώθηκαν.

Οι διωγμοί του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας που οδήγησαν στον μεγάλο ξεριζωμό του 1922-1924, έφεραν στη Χίο πλήθος προσφύγων, ιδιαίτερα δε μοναχές και νεαρά κορίτσια που, όντας απροστάτευτα, ήσαν καταδικασμένα στη μιζέρια και τη ζητιανιά. Ο άγιος Άνθιμος, που από τη νεότητά του ονειρευόταν να ιδρύσει μοναστήρι σε έναν έρημο και απόκρημνο τόπο που είχε υποπέσει στην αντίληψή του, ενθαρρύνθηκε τότε από ένα όραμα της Θεοτόκου να πραγματοποιήσει το σχέδιό του για τις σαράντα περίπου μοναχές που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του. Κατά το 1927 πήρε την άδεια να ιδρύσει το Μοναστήρι στον τόπο που επιβεβαίωνε ο Θεός σε τρεις κλήρους που έγιναν μετά τη θεία Λειτουργία. Ο άγιος προσπάθησε ο ίδιος να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, προβλέποντας ό,τι ήταν αναγκαίο για τη ζωή ενός μεγάλου Μοναστηριού και με τον ιδρώτα του, τα δάκρυα και τις προσευχές του, μπόρεσαν να προχωρήσουν οι οικοδομικές εργασίες, παρά την αντίπραξη ορισμένων που έβρισκαν άχρηστη και ξεπερασμένη την ίδρυση μιας τέτοιας Μονής. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, η εικόνα της Παναγίας «Βοηθείας» μπόρεσε να μεταφερθεί στο καθολικό της Μονής που πήρε το ίδιο όνομα. Το Μοναστήρι κατοικήθηκε σύντομα από τριάντα μοναχές και οργανώθηκε σύμφωνα με το Τυπικό της Μονής των Αγίων Πατέρων από τον άγιο Άνθιμο, ο οποίος έκτοτε έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Κτίτωρ και πνευματικός πατήρ της αδελφότητος, η οποία σύντομα αριθμούσε ογδόντα μοναχές και θα θεωρηθεί ως το πλέον παραδειγματικό Μοναστήρι στην Ελλάδα, ο άγιος δεν έπαυε, ωστόσο, να είναι η παραμυθία, η μεσιτεία, ο πνευματικός πατήρ ολόκληρου του πληθυσμού της Χίου. Δεν άφηνε ποτέ άρρωστο ή μετανοούντα επισκέπτη δίχως να τον παρηγορήσει είτε με τις πνευματικές διδαχές του είτε με φαρμακευτικά βότανα, κυρίως όμως με τη μετά δακρύων προσευχή του μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου. Υπήρχαν ημέρες που εξήντα ή εβδομήντα ασθενείς παρουσιάζονταν στο Μοναστήρι για να ζητήσουν τη βοήθεια του αγίου και της Παναγίας.

Επί τριάντα και πλέον χρόνια, ο άγιος Άνθιμος συνέχισε να διακονεί υπέρ της σωτηρίας των ψυχών και της ανακουφίσεως των ασθενών σωμάτων. Όταν πια από τα γηρατειά δεν μπορούσε να εργάζεται με τα χέρια του, αποσύρθηκε στο κελί του, προσευχόμενος στον Κύριο να τον αξιώνει να κάνει το καλό στον πλησίον του, όποιος κι αν είναι αυτός και με τον οποιονδήποτε τρόπο, μέχρι την τελευταία του αναπνοή. Αφού άφησε στην αδελφότητα τις τελευταίες συμβουλές του, πλήρεις θείας σοφίας και πατρικής αγάπης, παρέδωσε τη ψυχή του στον Θεό στις 15 Φεβρουαρίου 1960, σε ηλικία ενενήντα ενός ετών. Τον έκλαψε όλο το νησί, αλλά συνεχίζει να είναι παρών και να σκορπίζει σε όλους τους χριστιανούς που προστρέχουν στη μεσιτεία του την ουράνια παραμυθία και την ίαση ποικίλων ασθενειών.

πηγή: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 6ος (Φεβρουάριος),
σελ. 163–166.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

Ὁδοιπόροι

Ὁδοιπόροι 
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Κολουμπᾶνος: ἂς κατοικεῖ τοῦτο ἀνάμεσά μας, τὸ νὰ ζοῦμε στὴν ὁδὸ ὡς ὁδοιπόροι, προσκυνητὲς καὶ ξένοι, γεμίζοντας τὴν ψυχή μας μὲ οὐράνιους καὶ πνευματικοὺς χαρακτῆρες. 

 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου

 


Ο άγιος οσιομάρτυρας Δαμιανός

Ο άγιος οσιομάρτυρας Δαμιανός 
14 Φεβρουαρίου  
Ο νέος αυτός αθλητής του Χριστού, ο Δαμιανός, είχε πατρίδα το χωριό Ρίχοβο (Μυρίχοβο, σημ. Αγία Τριάδα) των Αγράφων. Παιδί ευσεβών γονέων, πόθησε νέος ακόμη τη μοναχική ζωή, και αφήνοντας τον κόσμο και τα του κόσμου πήγε στο Άγιο Όρος στην Ιερά Μονή Φιλοθέου και έγινε μοναχός. 
Αφού έκανε λίγο καιρό στο Μοναστήρι, αναχώρησε στην ησυχία για να αγωνίζεται περισσότερο στις αρετές, και πηγαίνοντας σε έναν θεοφόρο ασκητή που ησύχαζε σε τόπο απόμερο, τον Δομέτιο, έμεινε μαζί του τρία σχεδόν χρόνια, εργαζόμενος όλες τις αρετές με τόση προθυμία και ακρίβεια, ώστε αξιώθηκε ν’ ακούσει και θεία φωνή που του έλεγε: «Δαμιανέ, δεν πρέπει να ζητάς μόνο το συμφέρον το δικό σου, αλλά και των άλλων». 
Άφησε λοιπόν αμέσως το Άγιο Όρος, και πηγαίνοντας στα όρη του Ολύμπου κήρυττε στα χωριά που βρίσκονταν εκεί τον λόγο του Θεού, διδάσκοντας και παρακινώντας τους Χριστιανούς να μετανοήσουν και να απέχουν από τις αδικίες και από όλες τις άλλες κακίες και να τηρούν τις εντολές του Θεού, εργαζόμενοι τα καλά και θεάρεστα έργα. 
Ο μισόκαλος όμως διάβολος παρακίνησε πολλούς από τους κατά το όνομα Χριστιανούς αλλά κατά τα έργα ασεβείς, και κατηγορούσαν τον Άγιο λέγοντας ότι είναι πλάνος και απατεώνας και τον κατέτρεχαν με διάφορους τρόπους θέλοντας να τον σκοτώσουν. 
Ο Άγιος, μιμούμενος τον Χριστό, έδωσε τόπο στην οργή και φεύγοντας από εκεί πήγε στα μέρη του Κίσαβου και της Λάρισας και κήρυττε τον λόγο του Θεού. Επειδή όμως και εκεί έπαθε τα ίδια, πήγε στα ψηλά μέρη των Αγράφων και εκεί δίδασκε τους Χριστιανούς να μένουν στερεοί στην πίστη και να τηρούν τις εντολές του Κυρίου. 
Ο διάβολος ωστόσο δεν ησύχασε, αλλά και εκεί ξεσήκωσε κατά του Αγίου μερικούς ανευλαβείς και αθεόφοβους και τον κατέτρεχαν αποκαλώντας τον πλάνο και ψευτοκαλόγερο. Γι’ αυτό ο Άγιος άφησε και αυτά τα μέρη και γύρισε στον Κίσαβο, όπου οικοδόμησε Μοναστήρι και μαζί με άλλους μοναχούς ανέπεμπε καθημερινά στον Θεό τις προσευχές του. Όμως και εκεί πήγαιναν πολλοί για να ωφελούνται από τις ψυχωφελείς διδασκαλίες του, διότι ήταν πολύ γνωστικός και γεμάτος από θεία χαρίσματα. 
Μια φορά πήγε για κάποιες ανάγκες του Μοναστηριού, κυρίως όμως για την ωφέλεια των Χριστιανών, σ’ ένα χωριό που λεγόταν Βουλγαρίνη. Εκεί τον έπιασαν μερικοί Αγαρηνοί και τον παρέδωσαν στον εξουσιαστή της Λάρισας, στον οποίο ανέφεραν ότι εμποδίζει τους Χριστιανούς να πουλούν και να αγοράζουν την Κυριακή και τους διδάσκει να μένουν στερεοί στην πίστη του Χριστού. 
Ο εξουσιαστής πρόσταξε να τον δείρουν σφοδρά, να του βάλουν βαριές αλυσίδες στον λαιμό και στα πόδια και να τον ρίξουν στη φυλακή. 
Δεκαπέντε μέρες τον βασάνιζε με σκληρά και ποικίλα βασανιστήρια, και πότε με απειλές, πότε με κολακείες και υποσχέσεις τον παρακινούσε να αρνηθεί την πίστη του Χριστού. Επειδή όμως δεν μπορούσε να τον πείσει, και μάλιστα τον έβλεπε που έλεγχε με γενναιότητα τη θρησκεία τους και τον προφήτη τους και με πολλή παρρησία κήρυττε τον Χριστό Θεό αληθινό και έλεγε ότι είναι πρόθυμος να υπομείνει για την αγάπη του μύρια βασανιστήρια, άναψε όλος από τον θυμό και αμέσως πρόσταξε να τον θανατώσουν πρώτα στην αγχόνη και έπειτα να τον ρίξουν στη φωτιά. 
Τον πήραν λοιπόν οι δήμιοι και τον κρέμασαν· επειδή όμως ένας από αυτούς χτύπησε τον Μάρτυρα στο κεφάλι μ’ ένα τσεκούρι, κόπηκε το σχοινί και έπεσε ο Μάρτυρας στη γη μισοπεθαμένος. Εκείνοι τον πήραν τότε και τον έριξαν ζωντανό στη φωτιά, και τη στάχτη του την έριξαν στον ποταμό Πηνειό, και έτσι έλαβε ο μακάριος Οσιομάρτυρας Δαμιανός το στεφάνι του μαρτυρίου (14 Φεβρ. 1568). 
Με τις πρεσβείες του είθε να σωθούμε και εμείς από τις παγίδες του εχθρού και να αξιωθούμε της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.

«Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1799), σελ. 54. 

Όσιος Ισαάκιος ο έγκλειστος.

 Όσιος Ισαάκιος ο έγκλειστος.
Ο Όσιος Ισαάκιος και σκηνές από τον βίο του

Δεν είναι δυνατό να αποφύγει ο άνθρωπος τους πειρασμούς. Εάν ο πονηρός τόλμησε να πειράξει στην έρημο τον ίδιο τον Κύριο, πολύ περισσότερο τους δούλους Του. Αυτό όμως γίνεται κατά παραχώρηση Θεού. 
Γιατί όπως το χρυσάφι δοκιμάζεται μέσα στη φωτιά και καθαρίζεται και λάμπει και αστράφτει, έτσι και ο πιστός άνθρωπος, που δοκιμάζεται μέσα στη φωτιά των πειρασμών, θα λάμψει τελικά σαν τον ήλιο μπροστά στο Θεό με τα καλά του έργα, ενώ ο εχθρός που σπέρνει τους πειρασμούς θα παραδοθεί στο αιώνιο πυρ. 
Μια μεγάλη πειρασμική δοκιμασία πέρασε και ο όσιος πατέρας μας Ισαάκιος ο έγκλειστος. Ο όσιος Ισαάκιος, που το κοσμικό του επώνυμο ήταν Τοροπτσάνιν, ασκούσε το εμπόριο και είχε αποκτήσει πολλά πλούτη. Κάποτε όμως η αγαθή του διάνοια σκέφτηκε ότι «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα…» [Νεκρώσιμη Ακολουθία, εις κεκοιμημένους]. Μοίρασε τότε όλη την περιουσία του στους φτωχούς και ήρθε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, ποθώντας ν’ αφιερωθεί στον Κύριο. 
Ο όσιος Αντώνιος, αφού δοκίμασε την αγάπη του στο Θεό και το ζήλο του για το μοναχικό βίο, τον κούρεψε μοναχό. Από τότε ο ιερός Ισαάκιος, φλεγόμενος από θείο έρωτα, άρχισε μια σκληρή ασκητική ζωή. Με την ευλογία του οσίου Αντωνίου κλείστηκε στο βάθος του σπηλαίου, στο πιο σκοτεινό και ανάερο κελί. Ήταν υγρό, αποπνικτικό και τόσο στενό, που έμοιαζε μάλλον με φρικώδη υπόγειο τάφο παρά με μοναχικό κελί. 
Θέλοντας επίσης να ταλαιπωρήσει και ν’ ασκήσει το σώμα του, έβγαλε το τρίχινο πουκάμισο που φορούσαν όλοι οι αδελφοί. Ζήτησε να του αγοράσουν μια κατσίκα. Όταν του την έφεραν, την έγδαρε και φόρεσε το τομάρι της, έτσι όπως ήταν, νωπό και ακατέργαστο, και τ’ άφησε να στεγνώσει πάνω στο σώμα του! 
Μ’ αυτό το «ένδυμα» κλείστηκε ο όσιος μέσα στην κατασκότεινη υπόγεια τρύπα του, έχτισε την είσοδο της και παραδόθηκε στα χέρια του Θεού. Προσευχόταν αδιάλειπτα στον Κύριο με δάκρυα, χωρίς να γνωρίζει πότε ήταν νύχτα και πότε μέρα. Στρώμα δεν είχε και ποτέ δεν ξάπλωνε για ύπνο. Κοιμόταν ελάχιστα, καθισμένος σ’ ένα κούτσουρο. Έτρωγε μόνο μέρα παρά μέρα λίγο πρόσφορο, κι έπινε λίγο νερό που του έφερνε ο ίδιος ο όσιος Αντώνιος, ο μόνος που άλλαζε μαζί του μερικές κουβέντες. Την τροφή του την έδινε από μια μικρή θυρίδα, απ’ όπου μόλις χωρούσε να περάσει το χέρι. 
Ο όσιος Ισαάκιος πέρασε επτά χρόνια σ’ αυτή τη σκληρή άσκηση. Αλίμονο όμως! Η καρδιά του δεν έμεινε εντελώς καθαρή από την κενοδοξία. Κάποια ίχνη του δαιμονικού αυτού πάθους μόλυναν τη συνείδησή του. Κι έτσι τον βρήκε μεγάλη συμφορά. 
Κάποια νύχτα, όταν ο μακάριος έκανε τις συνηθισμένες του μετάνοιες κι έλεγε τους ψαλμούς του μεσονυκτικού, ένιωσε μεγάλη κόπωση και αισθάνθηκε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Έσβησε το κερί και κάθισε. Και να! Έξαφνα το σκοτάδι του κελιού διαλύθηκε. Έλαμψε «φως μέγα»! Τι φως ήταν εκείνο! Δυνατό κι εκτυφλωτικό σαν του ήλιου! Ο όσιος αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του, ανίκανος να κοιτάξει ελεύθερα. Την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν δυο πανέμορφοι νέοι με λαμπερά πρόσωπα. 
– Ισαάκιε, είπαν στον όσιο, είμαστε άγγελοι και ήρθαμε να σου αναγγείλουμε πως, να!, έρχεται σε σένα ο Χριστός μαζί με τους άλλους αγγέλους τ’ ουρανού.
Ταλαίπωρε άνθρωπε του Θεού! Που να ήξερες ότι είχες μπροστά σου δαίμονες, που ήρθαν για να σε πλανήσουν! Ξέχασες ότι ο σατανάς μπορεί να «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» και «οι διάκονοι αυτού ως διάκονοι δικαιοσύνης»!… 
Σήκωσε λοιπόν ο όσιος τα μάτια του με δυσκολία, και Τι βλέπει! Πλήθος δαιμόνων, που εκείνος τους πέρασε για αγγέλους, με πρόσωπα αστραφτερά, κι ανάμεσα τους κάποιον που έλαμπε περισσότερο από τους άλλους, εκπέμποντας φωτεινές ακτίνες. 
– Ισαάκιε! πρόσταξαν οι δαίμονες. Να ο Χριστός! Πέσε να τον προσκύνησεις!
Ανίκανος να διακρίνει τη δαιμονική πλεκτάνη ο μακάριος, ξέχασε να επικαλεσθεί τη βοήθεια του Κυρίου ή να κάνει το σημείο του σταυρού, που κατατροπώνει τους δαίμονες. Έπεσε λοιπόν ο δυστυχής και προσκύνησε το διάβολο σαν Χριστό! 
Αυτοστιγμεί οι δαίμονες ξέσπασαν σε τρομακτικές νικητήριες ιαχές, κραυγάζοντας θριαμβευτικά: 
– Δικός μας είσαι, Ισαάκιε! Δικός μας!
Ύστερα άρπαξαν τον όσιο, τον έβαλαν να καθίσει κάτω και μαζεύτηκαν γύρω του. Μεμιάς το κελί γέμισε ασφυκτικά με δαίμονες. 
Τότε ο υποτιθέμενος Χριστός πρόσταξε: 
– Πάρτε τα όργανα! Πιάστε τα τύμπανα! Παίξτε πανηγυρικά! Και ο Ισαάκιος να μας χορέψει!
Εμφανίστηκαν αμέσως πολυάριθμοι δαίμονες με μουσικά όργανα και άρχισαν να παίζουν μια μουσική εκκωφαντική και ανατριχιαστική, αληθινά δαιμονική. Την ίδια στιγμή άλλοι δαίμονες σήκωσαν τον όσιο και τον ανάγκασαν να χορέψει μαζί τους στον τρελό ρυθμό της μουσικής. 
Ο χορός εκείνος κράτησε πολλές ώρες. Τόσες ώρες κράτησε και ο εμπαιγμός του οσίου από τους δαίμονες. Αφού τον παίδεψαν έτσι βάναυσα, τον παράτησαν κάτω μισοπεθαμένο κι εξαφανίστηκαν. 
Είχε φτάσει ήδη το πρωί. Ο όσιος Αντώνιος ήρθε στο παραθυράκι του μικρού κελιού, φέρνοντας όπως πάντα λίγο πρόσφορο και νερό. 
– Ευλόγησον, πάτερ Ισαάκιε, είπε χαμηλόφωνα.
Δεν πήρε απάντηση. 
– Πάτερ Ισαάκιε, ευλόγησον! είπε πάλι πιο δυνατά. Σιγή.
Ο όσιος Αντώνιος επανέλαβε δύο-τρεις φορές ακόμα το χαιρετισμό. Από το κελλάκι όμως δεν ακουγόταν το παραμικρό. Νόμισε τότε ότι ο Ισαάκιος είχε παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο. Ειδοποίησε να έρθουν ο όσιος Θεοδόσιος και οι αδελφοί από το μοναστήρι. 
Πράγματι, σε λίγο ήρθαν οι πατέρες, άνοιξαν την είσοδο της σπηλιάς και τράβηξαν τον όσιο, νομίζοντας πως ήταν νεκρός. Όταν όμως τον έβγαλαν έξω διαπίστωσαν ότι ζούσε ακόμη. Μόλις που ανέπνεε. Το σώμα του ήταν ξυλιασμένο, ανίκανο να κάνει την παραμικρή κίνηση. Το στόμα μισάνοιχτο. Τα μάτια γουρλωμένα και το βλέμμα απλανές. Σύντομα κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους, να μιλήσει ή να κατανοήσει οτιδήποτε. 
Ο όσιος Αντώνιος δεν άργησε να καταλάβει πως ο έγκλειστος μοναχός είχε δεχτεί δαιμονική επίθεση. Από κείνη τη στιγμή τον πήρε στο μοναχικό του κελί και τον υπηρετούσε με κόπο πολύ. Κι όταν αναγκάστηκε να φύγει από το Κίεβο, διωγμένος από τον ηγεμόνα Ιζιασλάβο, τη φροντίδα του δαιμονόπληκτου αδελφού ανέλαβαν ο άγιος Θεοδόσιος και οι άλλοι πατέρες. Τον πήραν στη μονή των Σπηλαίων και μέρα-νύχτα αγωνίζονταν να τον ανακουφίσουν και να τον συνεφέρουν. 
Ο δυστυχής Ισαάκιος ήταν πράγματι σε κακό χάλι. Διαλυμένος ψυχικά και σωματικά, κουφός και άλαλος, όχι μόνο να σηκωθεί δεν μπορούσε, αλλά ούτε να γυρίσει πάνω στην κλίνη. Έμενε συνεχώς ξαπλωμένος και ακίνητος, ώσπου πλήγιασε και σκουλήκιασε. Κι ας τον καθάριζε ακούραστα και με αγάπη κάθε μέρα ο ίδιος ο όσιος Θεοδόσιος. Κι ας τον έπλεναν οι αδελφοί. Ούτε τροφή μπορούσε να πάρει. Με χίλιες δυσκολίες κατόρθωναν να χώσουν από το μισάνοιχτο στόμα μέχρι το λαρύγγι του λίγη υγρή τροφή, που την κατάπινε με πολύ κόπο. 
Αυτή η κατάσταση κράτησε δυο χρόνια. Ο όσιος Θεοδόσιος προσευχόταν καθημερινά από πάνω του και με δάκρυα παρακαλούσε τον πολυεύσπλαχνο Θεό να λυπηθεί το δούλο Του και να τον λυτρώσει από την κυριαρχία των δαιμόνων. Ώσπου μια μέρα, μπαίνοντας στον τρίτο χρόνο της ταλαιπωρίας του, ο Ισαάκιος μίλησε! 
Ζήτησε ψιθυριστά να τον σηκώσουν και να τον στήσουν όρθιο. Τον σήκωσαν. Δεν μπόρεσε όμως να σταθεί. Έπεσε κάτω και περπατούσε με τα τέσσερα, σαν μωρό παιδί. 
Σιγά-σιγά έδειξε σημάδια βελτιώσεως. Στην εκκλησία όμως δεν πήγαινε. Τον οδήγησαν αρκετές φορές με τη βία. Και με τον καιρό άρχισε να πηγαίνει μόνος του. Το ίδιο και στην τράπεζα. Καθόταν ξέχωρα από τους αδελφούς και δεν επικοινωνούσε με κανέναν. Έβαζαν ψωμί μπροστά του, μα δεν το άγγιζε. Του το έβαζαν στα χέρια και τον ανάγκαζαν να το φάει, πότε με παρακλήσεις πότε με επιτιμήσεις. 
Κάποτε όμως ο όσιος Θεοδόσιος, θέλοντας να τον λυτρώσει από τη δαιμονική επήρεια, είπε αυστηρά: 
– Αφήστε το ψωμί μπροστά του, όχι στα χέρια! Να φάει μόνος του!
Για μια βδομάδα ο όσιος Ισαάκιος δεν έφαγε τίποτα. Κατόπιν όμως, βλέποντας τους άλλους να τρώνε, έπιασε κι εκείνος το ψωμί και έφαγε. Αυτή ήταν η αρχή για την οριστική απαλλαγή του από τα δαιμονικά δεσμά. 
Μετά την κοίμηση του οσίου Θεοδοσίου, στην αρχή της ηγουμενίας του οσίου Στεφάνου, ο μακάριος Ισαάκιος ξαναβρήκε εντελώς τον εαυτό του, απελευθερωμένος πια από τις αλυσίδες του πονηρού. 
Τότε, με την έγκριση του ηγουμένου Στεφάνου, ο όσιος ρίχτηκε πάλι σε σκληρή άσκηση, όχι όμως τώρα στο σκοτεινό κελί, απομονωμένος και ανυπεράσπιστος, αλλά μέσα στο μοναστήρι, περιφρουρημένος από την παρουσία και τη στήριξη του ηγουμένου και των αδελφών. 
Διδαγμένος τώρα από το πάθημα του, απευθυνόταν στον πονηρό και του έλεγε: 
– Ω διάβολε, εσύ που με πλάνησες όταν ήμουν μόνος στο σπήλαιο! Από δω και πέρα δεν θα αγωνιστώ πια μόνος και έγκλειστος. Θα σε πολεμήσω μέσα εδώ, στο μοναστήρι μου και θα σε νικήσω με τη χάρη του Θεού και τις ευχές των αδελφών! 
Φόρεσε, όπως όλοι, το τρίχινο ένδυμα και με ζήλο επιδόθηκε στα κοινοβιακά έργα. Εργαζόταν υπάκουα κάτω από τις εντολές όλων των αδελφών διακονητών. Πρώτος πήγαινε στο διακόνημα, πρώτος και στην εκκλησία. Όρθιος και αμετακίνητος στεκόταν μέσα στο ναό μέχρι το τέλος των ακολουθιών. Φορούσε κάτι τρύπια παλιοπάπουτσα χειμώνα-καλοκαίρι. Στις μεγάλες χειμωνιάτικες παγωνιές, τα μισόγυμνα πόδια του ξύλιαζαν πάνω στις κρύες πέτρες του δαπέδου της εκκλησίας. Ο όσιος όμως, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση μέχρι την απόλυση. 
Μετά την πρωινή ακολουθία πήγαινε στο μαγειρείο, άναβε τη φωτιά, έφερνε νερό κι έκανε όλες τις αναγκαίες προετοιμασίες για το μαγείρεμα. Όταν έρχονταν οι μάγειροι, τα έβρισκαν όλα έτοιμα. 
Μια φορά ένας από τους μαγείρους, Ισαάκ στο όνομα, θέλησε να πειράξει το μακάριο και του είπε: 
– Πάτερ Ισαάκιε! Να, εκεί στο δέντρο κάθισε ένας κόρακας. Πήγαινε, πιάσ’ τον και φέρ’ τον εδώ
Εκείνος έβαλε βαθιά μετάνοια, βγήκε έξω, σκαρφάλωσε στο δέντρο κι έπιασε τον κόρακα χωρίς δυσκολία. Το πουλί, κατά παραχώρηση Θεού, δεν τρόμαξε ούτε προσπάθησε να πετάξει. Άφησε τον όσιο να το πιάσει στα ασκητικά χέρια του και να το φέρει στο μαγειρείο. 
Έμειναν σαν αποσβολωμένοι οι μάγειροι σαν είδαν τ’ αποτελέσματα της απλότητας και της υπακοής του αγίου. Ενημέρωσαν τον ηγούμενο και τους αδελφούς, που από τότε άρχισαν να τον τιμούν σαν χαρισματούχο. 
Ο θείος Ισαάκιος όμως, για ν’ αποφύγει τη δόξα των ανθρώπων και μια δεύτερη πτώση σε δαιμονική παγίδα, άρχισε να παριστάνει το σάλο. Έλεγε λόγια παράξενα, έκανε τρέλες και προξενούσε ζημιές άλλοτε στους αδελφούς και άλλοτε στους περαστικούς κοσμικούς, με αποτέλεσμα να δέχεται ονειδισμούς, πειράγματα και ραπίσματα. Καταφύγιο του ήταν το σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, άδειο τώρα μετά την κοίμηση του. Εκεί προσευχόταν νύχτα και μέρα γυμνός, υπομένοντας τη βασανιστική παγωνιά. 
Μια νύχτα ο μακάριος άναψε την παλιά, τρύπια ξυλόσομπα του σπηλαίου. Αυτή όμως κάποια στιγμή φούντωσε κι άρχισε να βγάζει μεγάλες φλόγες από τις ρωγμές. Τότε ο όσιος, μην έχοντας άλλο μέσο για να καταστείλει τη φωτιά, άνοιξε το καπάκι της σόμπας και πάτησε μέσα, πάνω στα αναμμένα ξύλα, με τα γυμνά του πόδια. Στεκόταν εκεί αρκετή ώρα, μέχρι που η φωτιά έσβησε. Ωστόσο εκείνος δεν είχε υποστεί το παραμικρό έγκαυμα. 
Πολλά παρόμοια θαυμάσια επιτέλεσε ο όσιος, που μετά τον εμπαιγμό του από τους δαίμονες, είχε γίνει με τη χάρη του Θεού χλευαστής τους. 
Πολλές φορές εμφανίστηκαν οι δαίμονες και προσπάθησαν να τον τρομάξουν, φωνάζοντας: 
– Είσαι δικός μας, Ισαάκιε! Είσαι δικός μας, γιατί προσκύνησες τον άρχοντα μας!
 
Εκείνος όμως τους απαντούσε θαρρετά: 
– Ο άρχοντας σας είναι ο Βεελζεβούλ*, που δεν έχει δύναμη περισσότερη από μια μύγα. Γι` αυτό και δεν τον φοβάμαι, όπως δεν φοβάμαι κι εσάς τα μυγάκια, τους δούλους του. Με απατήσατε μια φορά, γιατί δεν γνώριζα τις πονηριές και τις πλεκτάνες σας. Τώρα όμως, με τη δύναμη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού και με τις ευχές των οσίων πατέρων μου Αντωνίου και Θεοδοσίου, δεν θα με νικήσετε πια. Θα νικηθείτε και θα σκορπίσετε σαν μύγες!
Και λέγοντας αυτά ο όσιος σχημάτιζε το σημείο του σταυρού πάνω στο σώμα του κι έδιωχνε τους δαίμονες, που έφευγαν ουρλιάζοντας σαν πληγωμένα σκυλιά. Όμως δεν το έβαζαν κάτω. Ξανάρχονταν αργότερα με την ίδια κακία και περισσότερη αγριότητα.

Τις νύχτες μαζεύονταν έξω από το κελί του οσίου και δημιουργούσαν τρομακτικούς θορύβους. Τσίριζαν, κραύγαζαν, χτυπούσαν σιδερικά, απειλούσαν…
– Ισαάκιεεεε! φώναζαν. Θα κατασκάψουμε το σπήλαιο και θα σε θάψουμε ζωντανό!
– Φύγε από δω, καταραμένε!, έλεγαν άλλοι. Θα σε παραχώσουμε μέσα στη γη!

Ο όσιος όμως με ηρεμία και παρρησία τους απαντούσε:
– Αν ήσασταν πλάσματα του Θεού θα περπατούσατε στο φως της ημέρας, «ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» [Α΄ Ιω. 1, 15)]. Επειδή όμως υπηρετείτε το σκοτεινό διάβολο, γι’ αυτό περπατάτε στο σκοτάδι της νύχτας, όπως ο αρχηγός σας, ο κοσμοκράτορας του σκότους, που «ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶ καὶ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καὶ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει, ὅτι ἡ σκοτία ἐτύφλωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ». [Α΄ Ιω. 2, 11]
Τέτοια και άλλα παρόμοια έλεγε ο μακάριος Ισαάκιος στους δαίμονες, κάνοντας πάντοτε το σημείο του τιμίου σταυρού. Αμέσως οι δαίμονες εξαφανίζονταν σαν καπνός. 
Άλλοτε έπαιρναν τη μορφή αγρίων ζώων. Μετασχηματίζονταν σε αρκούδες, λύκους, λιοντάρια ή άλλα αρπακτικά θηρία και ορμούσαν με μουγκρητά και ουρλιαχτά εναντίον του, τάχα για να τον κατασπαράξουν. Άλλοτε πάλι έρχονταν κατά εκατοντάδες σαν φίδια, βατράχια, ποντίκια και άλλα ερπετά ή τρωκτικά, σφυρίζοντας απαίσια. 
Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, οι δαιμονικές φαντασίες διαλύονταν με την επίκληση του ονόματος του Χριστού και με το σημείο του σταυρού. Και τα πονηρά πνεύματα έφευγαν έντρομα, ξεφωνίζοντας: 
– Αχ, Ισαάκιε, μας νίκησες! Μας νίκησες!
– Δεν σας νίκησα εγώ, αλλά ο παντοδύναμος Κύριός μου! απαντούσε ο όσιος. Εμένα με νικήσατε, τότε που μου φανερωθήκατε με τη μορφή των αγγέλων και του Κυρίου. Αλλά να! Τώρα εμφανίζεστε έτσι που σας ταιριάζει, με τη μορφή ακάθαρτων ζώων, αφού κι εσείς είστε ακάθαρτοι! 
Τρία χρόνια πολέμησε έτσι σκληρά με τους δαίμονες ο θειότατος Ισαάκιος. Μετά δεν τόλμησαν να τον ξαναπειράξουν, ηττημένοι πια από τη χάρη του Θεού, που αναπαυόταν στον αγωνιστή και πνευματέμφορο δούλο Του. 
Από τότε εγκαταστάθηκε πάλι στο μοναχικό του σπήλαιο, περιμένοντας το τέλος του με μεγαλύτερη ακόμη άσκηση — νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. 
Σε λίγο καιρό όμως ασθένησε. Είχε έρθει η ώρα της κλήσεώς του από τον Κύριο, στις αιώνιες μονές του Πατρός. Οι αδελφοί τον μετέφεραν στο μοναστήρι. Σε οκτώ μέρες αναχώρησε ειρηνικά για τη χώρα των ζώντων. Ο ηγούμενος Ιωάννης και οι αδελφοί, κήδεψαν με μεγάλη τιμή το σώμα του στον υπόγειο τόπο όπου αναπαύονται τα σεπτά λείψανα και των άλλων αγίων ασκητών της Λαύρας. 
Έτσι ο καλός στρατιώτης του Χριστού, αν και νικήθηκε αρχικά από τον πανούργο εχθρό της σωτηρίας μας, μετά αναδείχθηκε νικητής και κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών. 

Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου. 
Ιερά Μονή Παρακλήτου.
* (Βεελζεβούλ (Βάαλ-Ζεβούλ), σημαίνει κατά λέξη Βάαλ-μύγα και ευρύτερα θεός-μύγα ή θεός των μυγών. Οι Ιουδαίοι ονόμαζαν έτσι το είδωλο που λάτρευαν οι Ακκαρωνίτες (Δ΄ Βασ. 1, 2). Επειδή ήταν εξαιρετικά αποτρόπαιο, το ταύτισαν με τον ίδιο τον σατανά. Εδώ ο όσιος Ισαάκ χλευάζει τους δαίμονες, κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με την κυριολεκτική σημασία της λέξεως Βεελζεβούλ).

Δημοφιλείς αναρτήσεις