Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή - πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ

Ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή 
πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ 
Άγιος Παΐσιος
Καλὴ Σαρακοστὴ καὶ καλὸ Τριήμερο[1]. Πιστεύω αὐτὴν τὴν Σαρακοστὴ νὰ μὴν ἔχετε πολλὲς δουλειὲς καὶ νὰ συμμετάσχετε ψυχικὰ στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου, δουλεύοντας περισσότερο πνευματικά. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀρχίζει τὸ Τριώδιο[2], πρέπει νὰ ἀρχίζη κανεὶς νὰ ὁδεύη πρὸς τὸν Γολγοθᾶ. Καί, ἂν ἀξιοποιήση πνευματικὰ αὐτὴν τὴν περίοδο, ὅταν πεθάνη, θὰ ὁδεύση ἡ ψυχή του πρὸς τὰ ἄνω, χωρὶς νὰ ἐμποδίζεται ἀπὸ «διόδια» καὶ τελώνια[3]. Κάθε χρόνο ἔρχονται αὐτὲς οἱ ἅγιες ἡμέρες, ἀλλὰ καὶ κάθε χρόνο μᾶς φεύγει καὶ ἕνας χρόνος· καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα. Τὸν ἀξιοποιήσαμε πνευματικὰ ἢ τὸν σπαταλήσαμε στὰ ὑλικά; Μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες κοσμικὲς ἀλλοιώσεις τῆς ἐποχῆς μας, ἔχει χάσει τὴν ἔννοιά του καὶ τὸ Τριήμερο, γιατὶ οἱ κοσμικοὶ κάθε ἑβδομάδα ἔχουν τριήμερο - Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακὴ - μὲ ζωὴ κοσμική. Εὐτυχῶς ποὺ διατηρεῖται καὶ ἡ πραγματικὴ πνευματικὴ ἔννοια τοῦ Τριημέρου στὰ μοναστήρια καὶ σὲ λίγες χριστιανικὲς οἰκογένειες στὸν κόσμο, καὶ ἔτσι κρατιέται ὁ κόσμος. Ἡ πολλὴ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία ποὺ γίνεται κάθε χρόνο σ’ αὐτὸ τὸ Τριήμερο, στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, φρενάρει τὸν κόσμο ἀπὸ πολλὰ πνευματικὰ ὀλισθήματα, ποὺ γίνονται συνήθως στὰ κοσμικὰ τριήμερα. 
- Γέροντα, ποιό εἶναι τὸ νόημα τοῦ Τριημέρου; 
ὸ Τριήμερο τῆς Σαρακοστῆς ἔχει περισσότερο τὸ νόημα νὰ συνηθίση κανεὶς στὴν νηστεία, στὴν ἐγκράτεια. Ὕστερα, ὅταν θὰ κάνη κάθε μέρα ἐνάτη[4], θὰ τὸ θεωρῆ πανηγύρι. Στὸ Κοινόβιο μετὰ τὸ Τριήμερο τρώγαμε μιὰ σούπα νερόβραστη στὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸ θεωρούσαμε μεγάλη εὐλογία. Μετὰ τὸ Τριήμερο τί εὐλογία νὰ τρῶμε κάθε μέρα! Βοηθάει τὸ Τριήμερο στὴν ἀρχή, γιὰ νὰ νηστέψη κανεὶς ὅλη τὴν Σαρακοστή. Ἂν ὅμως κάποιος δὲν μπορῆ νὰ κρατήση τὸ Τριήμερο, ἂς φάη λίγο παξιμάδι τὸ βράδυ ἢ ἂς κρατήση ἐνάτη. Εἶναι καλύτερα νὰ οἰκονομηθῆ, γιατί, ἂν ζαλίζεται καὶ δὲν μπορῆ νὰ κάνη τίποτε ἀπὸ πνευματικά, τί πνευματικὸ κέρδος βγάζει μετά; Μιὰ Καθαρὰ Τρίτη ὁ Γερο‐Βαρλαάμ, ἀπὸ τὴν Καλύβη τῶν Ὁσίων Βαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ, πῆγε σὲ ἕνα Κελλί, ὅπου μόλις εἶχαν ἐγκατασταθῆ δύο γνωστοί του νέοι μοναχοί. Χτυπάει τὴν πόρτα· τίποτε. Ἀνοίγει καὶ τοὺς βρίσκει καὶ τοὺς δύο ξαπλωμένους. «Τί γίνεται; λέει, ἄρρωστοι εἶστε;». «Κάνουμε Τριήμερο!», λένε. «Ἄντε σηκωθῆτε ἐπάνω, τοὺς λέει. Κάντε ἕνα τσάι, βάλτε δυὸ κουταλιὲς ζάχαρη, φᾶτε καὶ κανένα παξιμάδι, γιὰ νὰ πῆτε καμμιὰ εὐχή, νὰ κάνετε κανένα κομποσχοίνι. Τριήμερο εἶναι αὐτό; Τί βγάζετε ἀπὸ αὐτό;». 
-Γέροντα, πῶς θὰ μπορέσω τὴν Σαρακοστὴ νὰ ἀγωνισθῶ περισσότερο στὴν ἐγκράτεια;
ἱ κοσμικοὶ τώρα τὴν Σαρακοστὴ προσέχουν κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἐγκράτεια, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ πάντα πρέπει νὰ προσέχουμε. Τὸ κυριώτερο ὅμως ποὺ πρέπει νὰ προσέξη κανεὶς εἶναι τὰ ψυχικὰ πάθη καὶ μετὰ τὰ σωματικά. Γιατί, ἂν δώση προτεραιότητα στὴν σωματικὴ ἄσκηση καὶ δὲν κάνη ἀγώνα, γιὰ νὰ ξερριζωθοῦν τὰ ψυχικὰ πάθη, τίποτε δὲν κάνει. Πῆγε μιὰ φορὰ σὲ ἕνα μοναστήρι ἕνας λαϊκὸς στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς καὶ κάποιος μοναχὸς τοῦ φέρθηκε ἀπότομα, σκληρά. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ καημένος εἶχε καλὸ λογισμὸ καὶ τὸν δικαιολόγησε. Ἦρθε μετὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Δὲν τὸν παρεξηγῶ, Πάτερ· ἦταν, βλέπεις, ἀπὸ τὸ τριημέρι!». Ἂν τὸ τριημέρι ποὺ ἔκανε ἦταν πνευματικό, θὰ εἶχε μιὰ γλυκύτητα πνευματικὴ καὶ θὰ μιλοῦσε στὸν ἄλλον μὲ λίγη καλωσύνη. Ἀλλὰ αὐτὸς ζόριζε ἐγωιστικὰ τὸν ἑαυτό του νὰ κάνη Τριήμερο, καὶ γι’ αὐτὸ ὅλα τοῦ ἔφταιγαν. 
 -Γέροντα, τί νὰ σκέφτωμαι τὴν Σαρακοστή; 
ὸ Πάθος, τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ νὰ σκέφτεσαι. Ἂν καὶ ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ πρέπει συνέχεια νὰ ζοῦμε τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ μᾶς βοηθοῦν σ’ αὐτὸ κάθε μέρα τὰ διάφορα τροπάρια, ὅλες οἱ Ἀκολουθίες. Τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ μᾶς δίνεται ἡ μεγαλύτερη εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦμε καὶ νὰ συμμετέχουμε ἐντονώτερα στὸ σωτήριο Πάθος τοῦ Κυρίου μας, μὲ μετάνοια καὶ μὲ μετάνοιες, μὲ ἐκκοπὴ τῶν παθῶν καὶ μὲ ἐλάττωση τῶν τροφῶν, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό. Ἂς ἀξιοποιήσουμε, ὅσο μποροῦμε, τὸ πνευματικὸ αὐτὸ στάδιο μὲ τὶς πολλὲς προϋποθέσεις καὶ δυνατότητες ποὺ μᾶς δίνονται, γιὰ νὰ πλησιάσουμε περισσότερο στὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό, γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ χαροῦμε τὴν Ἁγία Ἀνάσταση ἀλλοιωμένοι πνευματικά, ἀφοῦ θὰ ἔχουμε ζήσει πνευματικώτερα τὴν Μεγάλη Σαρακοστή.  Εὔχομαι καλὴ δύναμη τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιὰ νὰ ἀνεβῆτε στὸν Γολγοθᾶ κοντὰ στὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸν Προστάτη σας Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, καὶ νὰ συμμετάσχετε στὸ φρικτὸ Πάθος τοῦ Κυρίου μας. Ἀμήν.
[1] Τριήμερο: Τρεῖς ἡμέρες ἀποχὴ ἀπὸ τροφὴ καὶ νερό· συνήθως γίνεται τὶς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 
[2] Τριώδιο: Ἐκκλησιαστικὴ περίοδος ποὺ ξεκινάει τὴν Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο. 
[3] Βλ. Γρηγορίου μοναχοῦ, μαθητῆ Ἁγ. Βασιλείου τοῦ Νέου, Ὁ τελωνισμὸς τῶν ψυχῶν κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου: Τὰ εἴκοσι τρία βασικὰ τελώνια, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἁγ. Νεομαρτύρων Ἀκυλίνης, Κυράννης καὶ Ἀργυρῆς, Γαλήνη Ὄσσης Λαγκαδᾶ. 
[4] Κάνω ἐνάτη: Τρώω νηστήσιμη τροφὴ μετὰ τὴν ἐνάτη βυζαντινὴ ὥρα, δηλαδὴ μετὰ τὶς 3 μ.μ.

 


Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: 
ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ 
«Περί Προσευχής» 

 ΣΕ PDF ΕΔΩ

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Ὁ τροχὸς τῆς ζωῆς

 

Ὁ τροχὸς τῆς ζωῆς
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Κολουμπᾶνος: ἡ ζωή σου εἶναι τροχός, γυρίζει ἀκατάπαυστα. Δὲν σὲ περιμένει, πορεύου μαζί της. Γι' αὐτό, ἑτοίμασε ἀπὸ ἐδῶ τὶς δαπάνες σου. Ἔχεις προσταχθεῖ νὰ ἀποχωρήσεις ἀπὸ ξένον ἀγρό, πρόσεξε μὴ πωλήσεις τὸν δικό σου. Νὰ μὴ κατέχεις τίποτε, ἄνθρωπε, ἐδῶ στὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννήθηκες γυμνός, καὶ στὴν ὁποία θὰ ἀποσυντεθεῖςκαὶ θὰ γίνεις σκόνη. Μὴν ξεπουλήσεις τὸν οὐρανό, ὅπου βρίσκεται ἡ αἰώνια κληρονομιά σου, ἐφόσον δὲν τὴν ἔχεις χάσει. Ἤ, ἐὰν τὴν ἔχεις χάσει, πώλησε τὸν ἑαυτό σου, ὥστε νὰ τὴν κερδίσεις πίσω.
 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

Κυριακή της εξορίας του Αδάμ



Κυριακή της εξορίας του Αδάμ 
Την ημέρα αυτή θυμόμαστε την εξορία του πρωτόπλαστου Αδάμ από την τρυφή του Παραδείσου. Την ανάμνηση αυτή οι άγιοι Πατέρες μας την έβαλαν πριν από την αγία Τεσσαρακοστή, σαν να δείχνουν στην πράξη πόσο ωφέλιμο για την ανθρώπινη φύση είναι το φάρμακο της νηστείας και πόσο πάλι αισχρή είναι η πολυφαγία και η ανυπακοή. 
Παραλείποντας λοιπόν οι Πατέρες όσα συμβαίνουν στον κόσμο εξαιτίας του πρωτόπλαστου Αδάμ, τα οποία είναι άπειρα, προβάλλουν τον ίδιο και δείχνουν καθαρά πόσο μεγάλο κακό έπαθε με το να μη νηστέψει για λίγο και αυτό το μετέδωσε και στη δική μας φύση, και ακόμη ότι η πρώτη εντολή που έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους ήταν η νηστεία, όμως ο Αδάμ δεν τη φύλαξε αλλά υπάκουσε στην κοιλιά, ή μάλλον, μέσω της Εύας, υπάκουσε στον πλάνο όφι, τον διάβολο, και έτσι όχι μόνο θεός δεν έγινε, αλλά και τον θάνατο επέσυρε στον εαυτό του, και αυτό το κακό το μετέδωσε σε όλο το ανθρώπινο γένος. 
Γι’ αυτή την απόλαυση του πρώτου Αδάμ ο Κύριος νήστεψε σαράντα μέρες και υπάκουσε στο θέλημα του Πατέρα. Και από αυτό οι άγιοι Απόστολοι επινόησαν την παρούσα αγία Τεσσαρακοστή, ώστε να απολαύσουμε εμείς με τη νηστεία την αφθαρσία, αφού φυλάξουμε εκείνο που ο Αδάμ δεν το φύλαξε και την έχασε. 
Και από άλλη πλευρά, όπως είπαμε, ο σκοπός των Αγίων είναι να παρουσιάσουν σύντομα τα έργα του Θεού που έγιναν από την αρχή μέχρι το τέλος. Και επειδή η αιτία για όλες τις συμφορές μας στάθηκε η παράβαση και η έκπτωση του Αδάμ από τον Παράδεισο, γι’ αυτό και αυτή προβάλλουν τώρα, ώστε με την ανάμνησή της να την αποφύγουμε και να μη μιμηθούμε σε τίποτε την ακρασία του. 
Ο Αδάμ λοιπόν, αφού την έκτη ημέρα πλάστηκε από το χέρι του Θεού και έλαβε με το εμφύσημα του Θεού την τιμή τού “κατ’ εικόνα” και πήρε στη συνέχεια την εντολή, έμεινε στον Παράδεισο περίπου έξι ώρες και μετά διώχτηκε με την παράβαση της εντολής. 
Ο Φίλων ο Εβραίος ωστόσο λέει ότι ο Αδάμ έμεινε στον Παράδεισο εκατό χρόνια, ενώ άλλοι λένε επτά μέρες ή επτά χρόνια, επειδή ο αριθμός επτά θεωρείται ο πιο σημαντικός. 
Το ότι ο Αδάμ άπλωσε το χέρι και πήρε τον καρπό κατά την έκτη ώρα (δηλαδή το μεσημέρι), το φανέρωσε ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, ο οποίος, θεραπεύοντας τον όλεθρο του πρωτόπλαστου, άπλωσε τις παλάμες στο Σταυρό κατά την έκτη ώρα και ημέρα. 
Ο Αδάμ πλάστηκε ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία, με σκοπό να αποκτήσει από τα δύο αυτά εκείνο, στο οποίο θα έκλινε από δική του προαίρεση. Ο Θεός βέβαια μπορούσε να τον κάνει και αναμάρτητο, αλλά για να γίνει αυτό κατόρθωμα και της δικής του προαίρεσης, γι’ αυτό του έδωσε τον νόμο, από όλα τα φυτά να τρώει και μόνο από ένα όχι. 
Για το τι ήταν τα φυτά αυτά και τι εκείνο το ένα, φιλοσοφεί ο Θεολόγος Γρηγόριος, όπως και ο ιερός Χρυσόστομος, αλλά με το να είναι νοήματα υψηλά δεν γίνονται κατανοητά από τους απλούς ανθρώπους. 
Μερικοί είπαν ότι το δέντρο εκείνο της παρακοής ήταν συκιά, διότι με τα φύλλα της σκεπάστηκαν μόλις κατάλαβαν την γυμνότητά τους, και ότι γι’ αυτό και ο Χριστός την καταράστηκε, ως αιτία της παράβασης. Γιατί η συκιά έχει κάποια ομοιότητα με την αμαρτία: πρώτα τη γλυκύτητα, έπειτα την τραχύτητα των φύλλων και το κολλώδες του γάλακτος. 
Αφού λοιπόν ο Αδάμ παρέβη την εντολή και φόρεσε την θνητή σάρκα και έλαβε την κατάρα, διώχτηκε από τον Παράδεισο και ορίστηκε από τον Θεό φλόγινη ρομφαία να φυλάει την πύλη του Παραδείσου. Και αυτός κάθισε αντίκρυ από τον Παράδεισο και έκλαιγε για τα τόσα αγαθά που στερήθηκε με το να μη νηστέψει για λίγο. Και έτσι όλο το ανθρώπινο γένος που προήλθε από εκείνον έγινε μέτοχο των δεινών του, εωσότου πάλι ο Πλάστης μας ελέησε την ανθρώπινη φύση που τη βασάνιζε ο σατανάς. Και αφού γεννήθηκε από την αγία Παρθένο και πολιτεύθηκε άριστα, και με τα αντίθετα εκείνου, δηλαδή με τη νηστεία και την ταπείνωση, μας έδειξε τον δρόμο, και με σοφό τρόπο νίκησε τον διάβολο που μας εξαπάτησε, μας αποκατέστησε στο αρχαίο αξίωμα. 
Θέλοντας όλα αυτά να τα παραστήσουν οι θεοφόροι Πατέρες μέσα στο Τριώδιο, πρώτα βάζουν τα της Παλαιάς Διαθήκης, από τα οποία πρώτη είναι η δημιουργία και η έξωση του Αδάμ από τον Παράδεισο, την οποία σήμερα θυμόμαστε, και έπειτα και τα υπόλοιπα, με λόγους του Μωϋσή, των Προφητών και περισσότερο του Δαβίδ, βάζοντας και κάποια από το Ευαγγέλιο. 
Έπειτα με τη σειρά βάζουν τα της Καινής Διαθήκης, από τα οποία πρώτος είναι ο Ευαγγελισμός, ο οποίος κατά ανέκφραστη οικονομία του Θεού σχεδόν πάντοτε βρίσκεται μέσα στην αγία Τεσσαρακοστή. Στη συνέχεια η ανάσταση του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων και η αγία και μεγάλη Εβδομάδα, που διαβάζονται τα ιερά Ευαγγέλια και υμνολογούνται με κάθε λεπτομέρεια τα άγια και σωτήρια πάθη του Χριστού. 
Ακολουθεί η Ανάσταση και οι λοιπές εορτές μέχρι την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, ενώ οι ιερές Πράξεις διηγούνται λεπτομερώς πώς έγινε το κήρυγμα των Αποστόλων και συγκέντρωσε όλους τους Αγίους (τους αγίους Πάντες)· διότι οι Πράξεις με τα θαύματα των Αποστόλων βεβαιώνουν την ανάσταση του Χριστού. 
Επειδή λοιπόν, με το να μη νηστέψει μια φορά ο Αδάμ, πάθαμε τα τόσα κακά, γι’ αυτό ορίζεται στην είσοδο της αγίας Τεσσαρακοστής να το θυμόμαστε, για να αναλογιζόμαστε πόσο κακό προξένησε η μη νηστεία και να σπεύσουμε να υποδεχθούμε τη νηστεία με χαρά και να την τηρήσουμε. Και έτσι να επιτύχουμε εμείς με πένθος, νηστεία και ταπείνωση αυτό που έχασε εκείνος, δηλαδή τη θέωση, περιμένοντας να μας επισκεφθεί ο Κύριος· γιατί είναι αδύνατο να πάρουμε με άλλον τρόπο αυτό που χάσαμε. 
Πρέπει ακόμη να ξέρουμε ότι η αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι σαν ένας αποδεκατισμός του όλου χρόνου. Επειδή δηλαδή από την αμέλειά μας δεν θέλουμε να νηστεύουμε πάντοτε και να απέχουμε από κακές πράξεις, γι’ αυτό οι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες μάς παρέδωσαν την αγία Τεσσαρακοστή σαν ένα θέρος των ψυχών, για να εξαλείψουμε με τη συντριβή και την ταπείνωση της νηστείας όσα άτοπα κάναμε όλο τον χρόνο. Γι’ αυτό και πρέπει να την τηρούμε με περισσότερη ακρίβεια, όπως βέβαια και τις άλλες τρεις νηστείες, δηλαδή των αγίων Αποστόλων, της Θεοτόκου και του Σαρανταημέρου των Χριστουγέννων. 
Διότι οι άγιοι Πατέρες παρέδωσαν τις Σαρακοστές σύμφωνα με τις τέσσερις εποχές, αυτή όμως τη Μεγάλη την τίμησαν περισσότερο, για τα άγια Πάθη και διότι ο Χριστός αυτήν νήστεψε και δοξάστηκε. Και ο Μωυσής έλαβε τον νόμο αφού νήστεψε σαράντα μέρες, και ο προφήτης Ηλίας και ο Δανιήλ και όσοι άλλοι ήταν άξιοι για τον Θεό. Και ότι η νηστεία είναι καλή, το αποδεικνύει με το αντίθετο ο Αδάμ. Γι’ αυτή λοιπόν την αιτία οι άγιοι Πατέρες έβαλαν εδώ την εξορία του Αδάμ. 
Με την άφατη ευσπλαχνία σου, Χριστέ, Θεέ μας, αξίωσέ μας της τρυφής του Παραδείσου και ελέησέ μας ως μόνος φιλάνθρωπος. Αμήν. 

 

Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τρωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης του αγίου Αθανασίου του Παρίου που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 278.

Αγία Βαλβούργα (St Walburga) η Αγγλίδα, Ηγουμένη της Μονής του Heidenheim Γερμανίας (+779).



Αγία Βαλβούργα (St Walburga) η Αγγλίδα, Ηγουμένη της Μονής του Heidenheim Γερμανίας (+779). 
25 Φεβρουαρίου1 Μαρτίου & 21 Σεπτεμβρίου. 
Η Αγία Βαλβούργα (St Walburga) ήταν κόρη του Αγίου Ρίτσαρντ (St Ritchard) του Wessex της Αγγλίας και της Winna και αδελφή των Αγίων Winebald [18 Δεκεμβρίου] και Willibald [7 Ιουνίου]. 
Μεγάλωσε με την ηγουμένη Tetta του Wimborne της Αγγλίας και το 748 η ηγουμένη την έστειλε μαζί με τήν Αγία Λιόμπα (St Lioba) στη Γερμανία [28 Σεπτεμβρίου]. 
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού το πλοίο τους βυθίστηκε στη θάλασσα και οι προσευχές της Αγία Βαλβούργα (St Walburga) έσωσαν τη ζωή όλων, και μέχρι σήμερα, θεωρείτε προστάτιδα των ναυτικών μαζί με τον Άγιο Νικόλαο Μυρών Λυκίας. 
Πέρασε από το Antwerp στο δρόμο της για τη Γερμανία, και μέχρι σήμερα είναι η προστάτιδα της πόλης. Για την ακρίβεια, η εκκλησία στο Antwerp χρησιμοποιούταν για να γιορτάζουν τη μνήμη της τέσσερις φορές το χρόνο. 
Σύντομα έγινε ηγουμένη του Heidenheim. Οι ωραίοι τρόποι της, η σιωπή της, η θέληση της για μάθηση και η ταπεινοφροσύνη της την έκαναν αγαπητή σε όλους. 
Έναν καιρό ο Θεός την οδήγησε στο σπίτι ενός βαρόνου που ζούσε κοντά στο μοναστήρι της και του οποίου η κόρη ήταν ετοιμοθάνατη. Δεν θέλησε να πει ποια ήταν και να μπει στο σπίτι αλλά στάθηκε ντυμένη με τα φτωχικά της ρούχα στην πόρτα ανάμεσα στα άγρια τσοπανόσκυλα. Ο βαρόνος βλέποντας την εκεί, να κινδυνεύει να την κατασπαράξουν τα άγρια σκυλιά του, ρώτησε με απότομο τρόπο να μάθει ποια ήταν και τι ήθελε. Η Αγία είπε πως δεν χρειάζεται να φοβάται, γιατί Αυτός που την έφερε ασφαλή μέχρι εκεί θα την πήγαινε με ασφάλεια πίσω στο σπίτι. Του είπε επίσης πως ήρθε σαν γιατρός στο σπίτι του και θα θεράπευε την κόρη του εάν πίστευε στον μεγάλο Ιατρό, το Χριστό. Πρόσθεσε επίσης πως τα σκυλιά δεν θα την αγγίξουν. 
Ο βαρόνος ξαφνιάστηκε όταν έμαθε το όνομα της και ρώτησε για ποιο λόγο μια τόσο ευγενείς γυναίκα και τόσο μεγάλη δούλη του Θεού στεκόταν έξω από την πόρτα του και την οδήγησε μέσα στο σπίτι με μεγάλο σεβασμό. Το κορίτσι ήταν ετοιμοθάνατο και η Αγία Βαλβούργα (St Walburga) πέρασε όλη τη νύχτα δίπλα της προσευχόμενη. 
Το πρωί το κορίτσι θεραπεύτηκε χάρη στις προσευχές της Αγίας και η Αγία την πήγε στους γονείς της. Προσπάθησαν να της δώσουν δώρα όμως η Αγία δεν δεχόταν τίποτα και επέστρεψε περπατώντας στο μοναστήρι. 
Η Αγία Βαλβούργα (St Walburga) κοιμήθηκε οσιακά στις 25 Φεβρουαρίου 779 και στις 21 Σεπτεμβρίου του 870, τα Ι. Λείψανά της μεταφέρθηκαν πανηγυρικά. Από το 893 και μέχρι σήμερα, τα άφθαρτα λείψανα της αναδύουν μια γλυκιά μυρωδιά μύρου, ειδικά στο σημείο όπου βρίσκεται η καρδιά.

Πηγή: 

Ιωσίας. Ένας σύγχρονος ομολογητής και νεομάρτυρας της ορθόδοξης πίστης στην Αιθιοπία (1997-15.2.2023)



Ιωσίας. 
Ένας σύγχρονος ομολογητής και νεομάρτυρας της ορθόδοξης πίστης στην Αιθιοπία 
(1997-15.2.2023)

Γράφει ο Σεβ. Μητροπολίτης Αξώμης κ. Δανιήλ
1η δημοσίευση: ΝΥΧΘΗΜΕΡΟΝ 
Όλα άρχισαν πριν 5 μήνες, όταν ένα πρωινό έλαβα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της Μητρόπολης το εξής μήνυμα: «Ονομάζομαι Εy….b Ka….er και είμαι φοιτητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της πόλης Debre Tabor. Ήμουν προτεστάντης χριστιανός από την γέννησή μου, αλλά τα τελευταία δύο χρόνια μετά από βαθειά μελέτη είμαι δυνάμει Ορθόδοξος. Αποσκίρτησα από την Διαμαρτύρηση και ηγούμαι -με πολύ διακριτικότητα- μιας ομάδας ένδεκα φοιτητών, όλοι πρώην μέλη της Προτεσταντικής Ομολογίας, με τους οποίους συναντιόμαστε σε διαφορετικά κάθε φορά μέρη και μελετάμε συστηματικά αρχαίους Πατέρες της κοινής Εκκλησίας και εκκλησιαστική ιστορία. Διαπιστώσαμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρεί ανόθευτη την πίστη των Αποστόλων και των Πατέρων μας. Θέλουμε να γίνουμε μέλη της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ζητάμε να σας γνωρίσουμε για να μας οδηγήσετε στην βάπτισή μας. Παρακαλώ μη μας αγνοήσετε. Περιμένουμε με αγωνία την απάντησή σας». 
Στέλνοντας πλούσιο κατηχητικό υλικό σε αυτή την νεανική ομάδα, βιβλία γνωριμίας με την Ορθόδοξη πίστη και ζωή, τους Αγίους και την Ορθόδοξη παράδοσή μας, ευχαρίστησα τον Άγιο Θεό για τους μύχιους και υπέρλογους τρόπους σωτηρίας που απεργάζεται για «κάθε άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Έκτοτε, στο πλαίσιο της κατήχησης και με καθημερινή επαφή για την απάντηση αποριών, οι ένδεκα Αιθίοπες νέοι στερεώθηκαν στην απόφασή τους να προσέλθουν το ταχύτερο στην απόθεση «του παλαιού ανθρώπου» και στην «ένδυση του νέου». Έλειπε μόνο να οριστεί ο κατάλληλος χρόνος και να οργανωθεί το δύσκολο ταξίδι, για να τελέσουμε τις Βαπτίσεις. Και εν συνεχεία, να τελέσουμε την Θεία Ευχαριστία σε τόπο που θα βρούμε, για να κοινωνήσουν οι νεοφώτιστοι του Κυριακού Σώματος. Μια συνηθισμένη διαδικασία στην Ορθόδοξη ιεραποστολή σε όλη την Αφρική, όταν δημιουργούνται οι πρώτοι πυρήνες πιστών. Άλλωστε, κάθε τόπος της Ηπείρου μπορεί να σαρκώσει έναν Ναό του Θεού, όπου «κύκλω της Τραπέζης» του Κυρίου παρακάθονται οι σύγχρονοι μαθητές Του, για να μετέχουν του Δείπνου «εις ανάμνησιν Αυτού».
 
Ένας από τους ένδεκα φοιτητές ήταν και ο Ιωσίας (Iyosiyas Fekadu Ararsa). Γεννημένος στην πόλη Gimbi της Αιθιοπίας, την 1η Ιουνίου 1997. Ήταν το δεύτερο παιδί (μαζί με άλλες τέσσερις αδελφές) πενταμελούς οικογένειας προτεσταντικής ομολογίας. Μετά την ολοκλήρωση των βασικών σπουδών, γράφτηκε ως φοιτητής Φαρμακευτικής στο Πανεπιστήμιο του Debre Tabor. Γνώρισε την Ορθοδοξία από τον φίλο του Εy…b και έκτοτε κήρυττε σε όλους την νέα του πίστη, με αποτέλεσμα πολλοί προτεστάντες να εγκαταλείπουν την ομολογία τους και να ζητούν να γνωρίσουν την Ορθοδοξία. 
Κάθε Ιανουάριο, μετά τις εξετάσεις, τα πανεπιστήμια κλείνουν για μια εβδομάδα και οι φοιτητές επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους για διακοπές. Έτσι κι αυτός πήγε στην πόλη του για να δει την οικογένειά του. 
Ήταν Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2023, ώρα 2 το μεσημέρι, όταν σε έναν δρόμο κοντά στην αγορά της πόλης, κατά την στιγμή που μιλούσε δημόσια για την Ορθόδοξη Πίστη, μια ομάδα εξαγριωμένων Προτεσταντών άρχισε να τον πετροβολά και να τον τραυματίζει βάναυσα με κοφτερά αντικείμενα. «Σας παρακαλώ, έχω μια φτωχή μητέρα. Αφήστε με να ζήσω για την οικογένειά μου», εκλιπαρούσε τους μαινόμενους «μαχητές του χριστιανισμού»! Αλλά εκείνοι συνέχισαν να του πετούν με σφοδρότητα πέτρες… Μετά από μία ολόκληρη ώρα μαρτυρίου και αφού το σώμα του είχε υποστεί θανατηφόρα τραύματα, φώναξε: «Σκοτώστε με γρήγορα!», παραδίδοντας την ψυχή του στα χέρια του Θεού που αγάπησε. Όταν μετά από λίγο κατέφτασε στον τόπο της τραγωδίας η οικογένειά του, ήταν ήδη αργά. Το πληγωμένο από το «χριστιανικό μίσος» κορμί του ήταν αγνώριστο από τις κακουχίες. Ο θείος του βρήκε στα χέρια του αυτό που αγάπησε και πίστεψε: κρατούσε την εικονίτσα του Ευαγγελιστή Μάρκου, που του είχα στείλει πριν μήνες! Μαρτυρούσε και κρατούσε σφιχτά την εικόνα του Αγίου Μάρκου!



Ο Ιωσίας βαπτίσθηκε στο αίμα του Μαρτυρίου του, γενόμενος κοινωνός της δόξας του Θεού και ομολογώντας την φράση του Κυρίου: «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». Γράφτηκε ήδη στο Βιβλίο της Ζωής, προγεύεται του Παραδείσου και πορεύεται εις «απάντησιν του Κυρίου». Ας προσεύχεται για εμάς τους «περιλειπομένους» στον Θρόνο του Θεού, να βρούμε έλεος την «φοβερά ημέρα της Κρίσεως». 
Αλήθεια, πότε θα σταματήσει η μάστιγα της θρησκευτικής βίας στον πλανήτη; Είναι δυνατόν «χριστιανοί» να πολεμούν ανθρώπους κάθε πίστης στην σημερινή εποχή; Ποιός είναι πραγματικά ο Θεός της Αγάπης που κηρύττουμε; Πού είναι η συγχώρηση και η αποδοχή του πλησίον; Πού ο σεβασμός των πιστευμάτων του Άλλου; 
Δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια από την έλευση του Χριστού, οι μάρτυρες της Αγάπης Του συνεχίζουν να ποτίζουν με το Αίμα τους το αειθαλές δένδρο της Εκκλησίας Του. Όπως σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, έτσι και η Αφρική, τόπο «σποράς του Λόγου» αγνό και καθαρό, δέχεται το μήνυμα της Σωτηρίας και προσφέρει πολλούς καρπούς στην Βασιλεία Του. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες θαυμάτων μοναδικών, μεταστροφών και επιστροφών στην Πίστη. Η Ορθόδοξη ιεραποστολή «εις πάντα τα Έθνη» είναι εντολή του Χριστού προς όλους, κι όχι μόνο για τους «εκλεκτούς». Ενεργείται ποικιλοτρόπως και πολυμερώς, εν τόπω και χρόνω, και πάντοτε εν κόπω και μόχθω! Είναι γεμάτη προκλήσεις και κινδύνους. Ιδρώτα και αίμα. Αγώνα και αγωνία. Υπομονή και επιμονή. Σκύψιμο της κεφαλής και ταπείνωση. Άδειασμα του εαυτού μας και αγαπητικό μπόλιασμα των Αδελφών. Αδιάκριτα, ανόθευτα, ανεπιτήδευτα, χωρίς να περιμένουμε «ανταλλάγματα» και χωρίς να προσφέρουμε «χρυσίον» για να κερδίσουμε πιστούς. Κάνουμε καθημερινά το Σταυρό μας και προχωράμε μπροστά χωρίς φόβο και «κομπλεξικές απειλές». Πάντα με ελπίδα και αισιοδοξία!

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ - Τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη


Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ
Τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη



Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, ἐγνώριζε στόν Παράδεισο τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι, μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο γιά τό ἁμάρτημά του, ἐγκαταλειμμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρά καί ὀδυρόταν μέ βαθεῖς στεναγμούς. Ὅλη ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπό τούς λυγμούς του. Ἡ ψυχή του βασανιζόταν μέ τή σκέψη: «Ἐλύπησα τόν ἀγαπημένο μου Θεό». Δέν μετάνοιωνε τόσο γιά τήν Ἐδέμ καί τό κάλλος της, ὅσο γιά τήν ἀπώλεια τῆς θείας ἀγάπης, πού τραβᾶ ἀχόρταγα τήν ψυχή στό Θεό. 
Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος. Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο. 
Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε: 
Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ; 
Ὅταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς. 
Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου. Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα». 
Ἔτσι ὀδυρόταν ὁ Ἀδάμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τό πρόσωπό του κι ἔπεφταν στό στῆθος του καί στή γῆ. 
Μέ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος τούς στεναγμούς του. 
Ζῶα καί πουλιά σιωποῦσαν ἀπό θλίψη. 
Κι ὁ Ἀδάμ ὀδυρόταν, γιατί μέ τό ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη. 
Ἦταν μεγάλη ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. Σάν εἶδε ὅμως τό γυιό του Ἄβελ σκοτωμένο ἀπό τόν Κάϊν, αὐξήθηκε ἀκόμα πιό πολύ ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι ἔκλαιγε: 
«Ἐξ ἐμοῦ λαοί ἐξελεύσονται καί πληθυνθήσονται ἐπί τῆς γῆς· κι ὅλοι θά ὑποφέρουν, θά ζοῦν μέσα στήν ἔχθρα καί στόν ἀλληλοσκοτωμό». 
Κι ἦταν ἡ θλίψη του μεγάλη σάν τόν ὠκεανό· καί τήν καταλαβαίνουν μόνον οἱ ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο καί τήν ἀνείπωτη ἀγάπη Του. 
Κι ἐγώ ἔχασα τή χάρη καί φωνάζω μαζί μέ τόν Ἀδάμ: 
«Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀγάπης».
Ὤ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ὅποιος σέ γνώρισε, σ᾽ ἀναζητεῖ ἀκούραστα καί φωνάζει μέρα καί νύχτα: 
«Σέ ποθῶ, Κύριε, καί Σ᾽ ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά Σέ γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτή ἡ θεία γνώση τραβᾶ ἀδιάκοπα τήν ψυχή μου κοντά Σου». 
Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ: 
«Δέν μέ τέρπει ἡ σιγή τῆς ἐρήμου.
Δέν μέ τραβοῦν τῶν βουνῶν τά ψηλώματα.
Δέν μ᾽ ἀναπαύει ἡ ὀμορφιά τῶν δασῶν καί τῶν λειβαδιῶν.
Δέν καταπραΰνει τόν πόνο μου τῶν πουλιῶν τό κελάδημα.
Τίποτε, τίποτε δέν μοῦ δίνει τώρα χαρά,
Ἡ ψυχή μου ράγισε ἀπό τήν πολύ στενοχώρια.
Τόν ἀγαπημένο Θεό μου ἐπρόσβαλα.
Κι ἄν μέ ξανάπαιρνε στόν παράδεισο ὁ Κύριος καί ἐκεῖ θά
θρηνοῦσα λυπητερά, πονεμένα
Γιατί πίκρανα τόν ἀγαπημένο μου Θεό».
Διωγμένος ἀπό τόν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ ἀνάβλυζε πηγές ἀπό δάκρυα ἀπό τήν πληγωμένη του καρδιά. Τό ἴδιο κάθε ψυχή πού γνώρισε τόν Κύριο θρηνεῖ γι᾽ Αὐτόν καί λέει:
«Ποῦ εἶσαι, Κύριε;
Γιατί κρύβεις τό πρόσωπό Σου;
Πολύν καιρό τώρα δέν βλέπει τό Φῶς Σου ἡ ψυχή μου καί
Σ᾽ ἀποζητᾶ θλιμμένη.
Ποῦ εἶναι ὁ Κύριός μου;
Γιατί δέν Τόν βλέπω στήν ψυχή μου;
Τί Τόν ἐμποδίζει νά κατοικεῖ ἐντός μου;
Δέν ὑπάρχει μέσα μου, λοιπόν, ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς.
Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἄπειρη καί ἀνερμήνευτη».

Πορευόταν πάνω στή γῆ ὁ Ἀδάμ καί δάκρυζε ἀπό τό σφίξιμο τῆς καρδιᾶς καί μέ τό νοῦ συλλογιζόταν ἀδιάκοπα τό Θεό. Κι ὅταν τό ταλαιπωρημένο του σῶμα δέν εἶχε πιά δάκρυα, τότε φλογιζόταν γιά τό Θεό τό πνεῦμα του, γιατί δέν μποροῦσε νά λησμονήση τόν Παράδεισο καί τήν ὡραιότητά του. Ἀγαποῦσε ὅμως ὅλο καί πιό πολύ τό Θεό ἡ ψυχή τοῦ Ἀδάμ καί συνεχῶς ὁρμοῦσε μέ τή δύναμη αὐτῆς τῆς ἀγάπης πρός Αὐτόν. 
Ψάλλε μας, Ἀδάμ, τοῦ Κυρίου τό ἄσμα, γιά νά χαρῆ ἡ καρδιά μου γιά τόν Κύριο καί νά σηκωθῆ νά Τόν ὑμνήση καί νά Τόν δοξολογήση, ὅπως Τόν δοξάζουν στούς οὐρανούς τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ κι ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. 
Τραγούδησέ μας, Ἀδάμ, πατέρα μας, τήν ὠδή τοῦ Κυρίου, γιά νά τήν ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά ὑψώσουν ὅλα τά παιδιά σου τό νοῦ τους στό Θεό καί νά αἰσθανθοῦν τήν γλυκύτητα τοῦ οὐράνιου ὕμνου, ξεχνώντας τίς θλίψεις τῆς γῆς. 
Πές μας, Ἀδάμ, πατέρα μας, μίλησε στά παιδιά σου γιά τόν Κύριο. Ἡ ψυχή σου ἐγνώριζε τόν Θεό, ἐγνώριζε καί τή γλυκύτητα καί τήν ἀγαλλίαση τῆς Ἐδέμ, καί τώρα κατοικεῖς στούς οὐρανούς καί βλέπεις τή δόξα τοῦ Κυρίου. 
Πές μας, πῶς δοξάζεται ὁ Κύριός μας γιά τά πάθη Του καί πῶς ψάλλονται οἱ ὠδές στούς οὐρανούς καί πόσο γλυκειές εἶναι αὐτές οἱ ὠδές πού τραγουδιοῦνται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. 
Μίλα μας γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου καί πόσο σπλαγχνικός εἶναι. 
Μίλησέ μας καί γιά τήν ἁγία Θεοτόκο. Πῶς μεγαλύνεται στούς οὐρανούς καί μέ ποιούς ὕμνους τήν μακαρίζουν. 
Πές μας πῶς ἀγάλλονται ἐκεῖ οἱ Ἅγιοι καί πῶς τούς καταυγάζει ἡ χάρη· πῶς ἀγαποῦν τόν Κύριο καί μέ ποιάν ἅγια ταπείνωση παρουσιάζονται μπροστά στό θρόνο Του. 
Παρηγόρησε, Ἀδάμ, καί χαροποίησε τίς θλιμμένες μας ψυχές. 
Διηγήσου μας, τί βλέπεις στούς οὐρανούς; 
Δέν ἀποκρίνεσαι; Γιατί αὐτή ἡ σιγή; 
Νά, θλίβεται ὅλη ἡ γῆ. 
Ἤ ἀπό τή Θεία ἀγάπη δέν μπορεῖς οὔτε κἄν νά μᾶς θυμηθῆς; 
Ἤ βλέπεις τή Θεομήτορα στή δόξα της καί δέν μπορεῖς νά ἀποχωριστῆς ἀπ᾽ αὐτή τήν οὐράνια ὀπτασία; Καί γι᾽ αὐτό ἀφήνεις τά θλιμμένα παιδιά σου χωρίς λόγια στοργῆς, γιά νά ξεχάσωμε τά δεινά τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας; 
Ἀδάμ, πατέρα μας, δέν ἀποκρίνεσαι; 
Ἐσύ βλέπεις τή θλίψη τῶν γυιῶν σου στή γῆ. 
Γιατί τάχα αὐτή ἡ σιωπή; 
Ὁ Ἀδάμ λέγει: 
«Ἀφῆστε με στήν εἰρήνη, ἀγαπητά μου παιδιά. Δέν μπορῶ ν᾽ ἀποχωριστῶ ἀπό τή θέα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή μου λαβώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί σκιρτᾶ μέ τήν ἀγαθότητά Του. Ὅσοι ζοῦν στό Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Δεσπότη δέν μποροῦν νά θυμηθοῦν τά γήϊνα». 
- Ἀδάμ, πατέρα μας, μᾶς ἐγκατέλειψες, τά ὀρφανά παιδιά σου, ἐνῶ βυθιζόμαστε στήν ἄβυσσο τῶν δεινῶν τῆς γῆς; Πές μας, τουλάχιστον, πῶς μποροῦμε νά εὐαρεστήσωμε στό Θεό; 
Ἄκουσε τά παιδιά σου, πού εἶναι σκορπισμένα σ᾽ ὅλη τή γῆ. Ὁ νοῦς τους εἶναι συγχυσμένος καί δέν μπορεῖ νά συλλάβη τό Θεῖο, καί πολλοί ἀποστάτησαν ἀπό τό Θεό καί ζώντας στό σκοτάδι πορεύονται στίς ἀβύσσους τοῦ ἅδη. 
- Μή διακόπτετε τήν ἔκστασή μου. Βλέπω τή Θεομήτορα δοξασμένη καί δέν μπορῶ ν᾽ ἀποσπάσω τό νοῦ μου ἀπό τή θεϊκή τούτη θεωρία καί νά σᾶς μιλήσω. 
Βλέπω καί τούς ἅγιους Προφῆτες καί Ἀποστόλους κι ἐκπλήττομαι πῶς μοιάζουν ὅλοι τους μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. 
Περπατῶ στήν Ἐδέμ καί, νά, παντοῦ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, γιατί Αὐτός ζῆ μέσα μου καί μ᾽ ἔκανε ὅμοιο μέ τόν Ἑαυτό Του. 
Ἔτσι δοξάζει ὁ Κύριος τόν ἄνθρωπο. 
- Μίλησέ μας, Ἀδάμ· εἴμαστε παιδιά σου κι ὑποφέρουμε στή γῆ. 
Πές μας, πῶς μποροῦμε νά κληρονομήσωμε τόν παράδεισο, γιά νά βλέπωμε κι ἐμεῖς, ὅπως καί σύ, τή δόξα τοῦ Κυρίου; Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν γιά τόν Κύριο, ἐνῶ σύ χαίρεσαι καί ἀγάλλεσαι στούς οὐρανούς μέ τή θεία δόξα. 
Σέ ἱκετεύομε, παρηγόρησέ μας. 
- Γιατί φωνάζετε πρός ἐμένα, παιδιά μου; Ὁ Κύριος σᾶς ἀγαπᾶ καί σᾶς ἔδωσε σωτήριες ἐντολές. Τηρήσατε τίς ἐντολές καί ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, κι ἔτσι θά βρῆτε τήν ἀνάπαυση κοντά στό Θεό. 
Μετανοεῖτε κάθε ὥρα γιά τά παραπτώματά σας, γιά νά ἀξιωθῆτε νά συναντήσετε τό Χριστό. Ὁ Κύριος εἶπε: 
«Ἀγαπῶ ὅσους μέ ἀγαποῦν καί θά δοξάσω ὅσους μέ δοξάζουν». 
- Ὤ Ἀδάμ, πρέσβευε γιά μᾶς, τά παιδιά σου. Ἡ ψυχή μας εἶναι γεμάτη πόνο ἀπό τίς πολλές μας θλίψεις. 
- Ἀδάμ, πατέρα μας, σύ κατοικεῖς στούς οὐρανούς καί βλέπεις τόν Κύριο νά κάθεται δοξασμένος στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Ἐσύ βλέπεις τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ κι ὅλους τούς Ἁγίους. Ἐσύ ἀκοῦς τά οὐράνια ἄσματα καί ἡ γλυκύτητά τους ἀπορροφᾶ τήν ψυχή σου. Ἐμεῖς ὅμως λαχταροῦμε γιά τό Θεό ἀκατάπαυστα, σκυθρωποί καί στερημένοι τή χάρη. 
Τραγούδησέ μας κάτι ἀπό τίς ὠδές πού ἀκοῦς στούς οὐρανούς, γιά νά τ᾽ ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά ξυπνήσουν ὅλοι ἀπό τό θανατερό λήθαργο. 
- «Μή μέ κουράζετε, παιδιά μου. Ὁ καιρός τῶν δικῶν μου θλίψεων πέρασε. Ἡ γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ τρυφή τοῦ Παραδείσου μ᾽ ἐμποδίζουν νά γυρίσω τήν προσοχή μου στή γῆ. Ἀλλά καί πάλι θά σᾶς πῶ: 
Σᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος καί ζήσετε κι ἐσεῖς μέ ἀγάπη. Νά πείθεσθε στούς προϊσταμένους σας, νά ταπεινώνετε τίς καρδιές σας, καί τότε θά κατοικήση μέσα σας Πνεῦμα Θεοῦ. Αὐτό ἔρχεται ἤρεμα καί δίνει εἰρήνη στήν ψυχή καί μαρτυρεῖ γιά τή σωτηρία της χωρίς λόγια. 
Ψάλλετε ὕμνους στό Θεό μέ ἀγάπη καί πνευματική ταπείνωση, γιατί ὁ Κύριος χαίρετε μ᾽ αὐτό. 
- Ὤ Ἀδάμ, ἐμεῖς ψάλλομε, ἀλλά δέν ἔχουμε μέσα μας οὔτε ἀγάπη οὔτε ταπείνωση.
- Μετανοεῖτε καί προσεύχεσθε. Κι ἐγώ μετανοοῦσα γιά πολύν καιρό καί στενοχωριόμουν, γιατί πρόσβαλα τό Θεό καί γιατί μέ τά δικά μου ἁμαρτήματα χάθηκε ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Τά δάκρυά μου χύνονταν στό πρόσωπό μου καί πότιζαν τό στῆθος μου κι ἔπεφταν στή γῆ· κι ὅλη ἡ ἔρημος ἄκουγε τούς στεναγμούς μου. 
Ἐσεῖς δέν μπορεῖτε νά ἐννοήσετε τό βάθος τῆς θλίψεώς μου, οὔτε πῶς ὀδυρόμουν γιά τό Θεό καί τόν Παράδεισο. Στόν Παράδεισο ἤμουν καταχαρούμενος. Μέ εὔφραινε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἤμουν ἀπαλλαγμένος ἀπό παθήματα. Ὅταν ὅμως διώχτηκα ἀπό τόν Παράδεισο, τότε ζῶα καί πουλιά, πού μ᾽ ἀγαποῦσαν προηγουμένως, ἄρχισαν νά μέ φοβοῦνται καί νά μ᾽ ἀποφεύγουν· οἱ κακοί λογισμοί σπάραζαν τήν καρδιά μου· κρύο καί πείνα μέ βασάνιζαν· ὁ ἥλιος μ᾽ ἔκαιγε καί μ᾽ ἔδερναν οἱ ἄνεμοι· μέ κατάβρεχαν οἱ βροχές καί μέ καταπονοῦσαν οἱ ἀρρώστιες καί τά ὑπόλοιπα δεινά τῆς γῆς. Ἐγώ ὅμως τά ὑπέφερα ὅλα μέ ἀκλόνητη ἐλπίδα στό Θεό. 
Καί ἐσεῖς, παιδιά μου, ὑπομείνετε τούς πόνους τῆς μετάνοιας· ἀγαπᾶτε τίς θλίψεις, ἀποξηραίνετε τά σώματά σας μέ ἄσκηση καί ἐγκράτεια, ταπεινῶστε τόν ἑαυτό σας κι ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς, γιά νά κατοικήση μέσα σας τό Ἅγιο Πνεῦμα. 
Τότε θά γνωρίσετε καί θά βρῆτε τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. 
Μήν ταράζετε ὅμως τήν εἰρήνη μου. Ἀπό τή θεία ἀγάπη δέν μπορῶ τώρα νά στραφῶ πρός τή γῆ. Ξέχασα ὅλα τά ἐπίγεια. Ξέχασα ἀκόμα κι αὐτόν τόν Παράδεισο πού ἔχασα, γιατί βλέπω τήν αἰώνια δόξα τοῦ Κυρίου καί τή δόξα τῶν Ἁγίων, πού τό Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ τούς κάνει νά λάμπουν κι οἱ ἴδιοι σάν κι Αὐτόν.
- Ψάλλε, Ἀδάμ, ψάλλε μας τόν οὐράνιο ὕμνο, γιά ν᾽ ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά νοιώση τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ποθοῦμε πολύ ν᾽ ἀκούσωμε αὐτούς τούς γλυκούς ὕμνους, γιατί ψάλλονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. 
Ὁ Ἀδάμ ἔχασε τόν ἐπίγειο Παράδεισο καί τόν ἀναζητοῦσε μέ θρήνους: 
«Παράδεισέ μου, Παράδεισε, θαυμαστέ μου Παράδεισε».
Κι ὁ Κύριος μέ τήν ἀγάπη Του στό σταυρό τοῦ χάρισε ἄλλο Παράδεισο, καλύτερον ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχασε, στούς οὐρανούς, ὅπου εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. 
Ἀρχιμ. Σωφρονίου
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ

Νυκτερινὸ θαῦμα

 


Νυκτερινὸ θαῦμα 
Συνήθιζε ὁ Κάθμπερτ νὰ ἀπομακρύνεται τὸ σούρουπο μόνος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, καὶ πρὸς τὸ τελείωμα τῆς νύχτας ἐπέστρεφε στὴ μονὴ τὴν ὥρα ποὺ ἄρχιζε ἡ λατρευτικὴ σύναξη. 
Κάποιο βράδυ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς βλέποντάς τον νὰ βγαίνει ἀθόρυβα ἔξω, ἀκολούθησε λάθρα τὰ βήματά του, γιὰ νὰ δεῖ ποῦ ἤθελε νὰ πάει καὶ τὶ σκοπὸ εἶχε. Ὁ Κάθμπερτ ἔφθασε στὴ θάλασσα στὶς ἀκτὲς τῆς ὁποίας ἦταν κτισμένο τὸ μοναστήρι. 
Μπῆκε μέσα στὸ νερό, μέχρι ποὺ τὰ βουβὰ κύμα  τα μόλις κάλυπταν τὸν λαιμὸ καὶ τοὺς ὤμους, καὶ ἔμεινε ἐκεῖ τὶς ὧρες τῆς σκοτεινῆς νύχτας, νήφων καὶ ψάλλων μὲ τὸν ἦχο τῶν κυμάτων.  Καθὼς πλησίαζε τὸ χάραμα, βγῆκε πάλι στὴν ἀκτὴ καὶ συνέχισε τὴν προσευχὴ γονατιστός. Τότε ἦταν ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς θάλασσας δύο ἐνυδρίδες καὶ ἔπεσαν μπροστά του στὴν ἄμμο καὶ ἄρχισαν νὰ θερμαίνουν τὰ πόδια του μὲ τὴν ἀνάσα τους καὶ ἔκαναν νὰ τὰ σκουπίσουν μὲ τὴ γούνα τους. Καὶ ὅταν τελείωσαν τὶς ὑπηρεσίες τους, ἔλαβαν τὴν εὐλογία του καὶ γλύστρησαν πίσω στὰ οἰκεῖα νερά. Ὁ Κάθμπερτ τότε ἐπέστρεψε καὶ ἔψαλε μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς ὀρθρινοὺς ὕμνους τὴν κανονισμένη ὥρα.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ μοναχὸς ποὺ τὸν παρακολουθοῦσε ἀπὸ τὰ βράχια εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ τέτοιο φόβο καὶ δυσφορία, ὥστε μὲ δυσκολία ἔφθασε στὴ μονὴ παραπαίοντας. Νωρὶς τὸ πρωὶ πλησίασε τὸν Κάθμπερτ καὶ πέφτοντας μὲ τὸ πρόσωπο κάτω παρακαλοῦσε ἔνδακρυς νὰ τοῦ δώσει ἄφεση γιὰ τὴν ἀνόητη τόλμη του, διότι δὲν εἶχε ἀμφιβολία ὅτι ὁ Κάθμπερτ γνώριζε τί εἶχε κάνει καὶ γιατί ὑπέφερε. 
«Τί συμβαίνει ἀδελφέ;» τοῦ εἶπε, «τί ἔχεις κάνει;  Προσπάθησες νὰ κατασκοπεύσεις τὴ νυχτερινή μου πορεία; Σὲ συγχωρῶ ὑπὸ ἕναν ὅρο, νὰ ὑποσχεθεῖς ὅτι δὲν θὰ πεῖς σὲ κανέναν αὐτὸ ποὺ εἶδες μέχρι τὸν θάνατό μου». 
Μὲ τὸ παράγγελμα αὐτὸ μιμήθηκε ἐκεῖνον πού, ὅταν ἔδειξε τὴ δόξα τῆς μεγαλειότητάς Του στοὺς μαθητές Του ἐπὶ τοῦ ὄρους, εἶπε «μὴ πεῖτε τὸ ὅραμα σε κανένα, ἕως ὅτου ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρών».

 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου



Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Ὁ ἅγιος χωρισμὸς



 


Ὁ ἅγιος χωρισμὸς 
Καῖνεχ πάντοτε ἐπιζητοῦσε νὰ χωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς ἀγγέλους. 
Ὡς ἡγούμενος συνήθιζε νὰ ἀποσύρεται ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ λησμονεῖ τὴ γῆ ἔχοντας τὸν νοῦ στὸν οὐρανὸ καὶ ἐντρυφώντας στὸ εὐαγγέλιο, καὶ νὰ προσεύχεται σὲ μυστικὸ τόπο, λέγοντας στὴ συνοδεία του νὰ μὴ τὸν ἀναζητήσει κανεὶς ἕως τὴν ἐνάτη ὥρα. Παρέμενε σὲ ἔρημη τοποθεσία, χωρὶς τροφή, χωρὶς ποτό, χωρὶς νύχτα καὶ σκοτάδι, χωρὶς αἴσθημα πείνας καὶ κρύου, χωρὶς νερὸ γιὰ νὰ πλυθεῖ ἀπὸ τὴν τρίτη ἕως τὴν ἐνάτη ὥρα. Ἀλλὰ καὶ τὴ νύχτα ἀποσυρόταν κρυφά, καὶ διάβαζε φωτιζόμενος ἀπὸ θεῖο φῶς, ἔχοντας γιὰ ὑπηρέτη ἕνα ἐλάφι.

 

 ΚΕΛΤΙΚΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ

Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου

Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Νάξου

Τῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ


 

ΤΡΙΩΔΙΟΝ

Τῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

ΕΝ Τῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ 
Ἀπόστιχα 
Ἦχος β'
Ἰδιόμελον
τοῦ Κυρίου Σταυρός, τοῖς ἀκλινῶς αὐτὸν προσκυνοῦσι, πάσης ἡδονῆς χαλινός ἐστι, καὶ νόμος ἐγκρατείας· οἱ γὰρ ἀπαύστως ἀφορῶντες, εἰς τὸν ἐν αὐτῷ παγέντᾳ, σταυροῦσι τὴν σάρκα, σὺν τοῖς παθήμασι, καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις, ἐξ ὧν καὶ ἡμεῖς, γενέσθαι σπεύδοντες διὰ νηστείας καθαρᾶς, οἰκειωθῶμεν, τῷ φιλανθρώπως ἡμᾶς οἰκειωσαμένῳ τῷ πάθει, καὶ τῆς οἰκείας ἀπαθείας τὴν φύσιν μεταδόντι, τῷ ἔχοντι τὸ μέγα ἔλεος. (Δίς)  
Ἦχος β'
Μαρτυρικὸν
Οἱ τὴν ἐπίγειον ἀπόλαυσιν μὴ ποθήσαντες Ἀθλοφόροι, οὐρανίων ἀγαθῶν ἠξιώθησαν, καὶ Ἀγγέλων συμπολῖται γεγόνασι· Κύριε πρεσβείαις αὐτῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. 
Σταυροθεοτοκίον
Ἦχος β'
Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Βότρυν, τὸν παμπέπειρον Ἁγνή, ὃν ἀγεωργήτως ἐν μήτρᾳ, ἐκυοφόρησας, ξύλῳ ὡς ἑώρακας, τοῦτον κρεμάμενον, θρηνῳδοῦσα ἠλάλαζες, καὶ ἔκραζες· Τέκνον, γλεῦκος ἐναπόσταξον, δι' οὗ ἡ μέθη ἀρθῇ, πᾶσα τῶν παθῶν Εὐεργέτα, δι' ἐμοῦ τῆς σὲ τετοκυῖας, θείαις παρακλήσεσιν, ὡς εὔσπλαγχνος.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Μετὰ τὴν β' Στιχολογίαν, 
Κάθισμα
Ἦχος βαρὺς
Ὡς ἔχουσα τὸ συμπαθὲς ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Ἀνύψωσον Ἐκκλησιῶν, τὸ κέρας τίμιε Σταυρέ, κατάβαλε αἱρετικῶν, τῇ σῇ δυνάμει τὴν ὀφρύν, καὶ εὔφρανον τῶν Ὀρθοδόξων τὰς χορείας, ἀξίωσον προφθάσαι σου πάντας ἡμᾶς τὴν προπομπήν, καὶ καταπροσκυνῆσαί σε τὸ ὑποπόδιον Χριστοῦ· ἐν σοὶ γὰρ ἐγκαυχώμεθα, Ξύλον εὐλογημένον. (Δίς) 
Σταυροθεοτοκίον
Ὡς ἔχουσα τὸ συμπαθές, εἰς τὴν ταπείνωσιν ἡμῶν, καὶ βλέπουσα τοὺς ἐπὶ γῆς, εἰς εὐπερίστατον λαόν, σπλαγχνίσθητι, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐπίμεινον πρεσβεύουσα, μὴ ἀπολλώμεθα δεινῶς, ἱκέτευε ὡς ἄχραντος, τὸν εὐδιάλλακτον Θεόν, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν, Παναγία Παρθένε.

Κανών α', Ποίημα τοῦ κυρίου Ἰωσήφ, ᾨδὴ α' 
Ἦχος πλ. δ'
Ὑγρὰν διοδεύσας ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Ὁ τῆς ἐγκρατείας θεῖος καιρός, ἐπέλαμψε πᾶσι, μετανοίας τὸν φωτισμόν, τὸ σκότος ἐξαίρων τῶν πταισμάτων, τοῦτον προθύμῳ καρδίᾳ δεξώμεθα.

Ἰδοὺ μετανοίας ἡ καλλονή, ψυχὰς μεταπλάττει, τῆς νηστείας προσαγωγή· ταύτῃ νηφαλέως εἰσελθόντες, καὶ τῶν πταισμάτων πιστοὶ λύσιν λάβωμεν.

Ἀρχαὶ Ἐξουσίαι καὶ Χερουβίμ, καὶ πᾶσαι δυνάμεις, δυσωπήσατε τὸν καιρόν, ἡμᾶς τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, ἐν μετανοίᾳ καὶ πάσῃ σεμνότητι.
Θεοτοκίον
Ἁγία Παρθένε ἡ τῶν πιστῶν, ἀντίληψις μόνη τὴν πρεσβείαν σου συνεργόν, καιρῷ τῆς νηστείας πᾶσι δίδου, τοῖς Θεοτόκον ἁγνήν σε γινώσκουσι.

Κανών α', ᾨδὴ γ'
Ἦχος πλ. δ'
Οὐρανίας ἁψῖδος ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Τὰ ὀλέθρια πάθη, τὰ τῆς ψυχῆς φύγωμεν, τῇ ὑποδοχῇ τῆς νηστείας καὶ κατανύξεως, ἐπιδειξώμεθα, καρποὺς οἱ πρὶν ἁμαρτίαις, τὸν Θεὸν τὸν εὔσπλαγχνον παραπικράναντες.

Τὰς λαμπάδας ἐλαίῳ, τῶν ἀγαθῶν πράξεων, πάντες νῦν ἐφάψαι σπουδαίως προθυμηθείημεν, ὅπως εἰσέλθωμεν, σὺν ταῖς φρονίμοις Παρθένοις, εἰς τὸν φωτεινότατον νυμφῶνα χαίροντες.

Θεηγόροι Προφῆται, θεοειδεῖς Μάρτυρες, θεῖοι Μαθηταὶ τοῦ Σωτῆρος, τοῦτον αἰτήσασθε, καλῶς ἀπάρξασθαι, καὶ εὐαρέστως τελέσαι, τὸ νηστείας στάδιον πάντας δεόμεθα.
Θεοτοκίον
Ὡς αἰτίαν σε πάντων, τῶν ἀγαθῶν Δέσποινα, πάντες ἐκτενῶς δυσωποῦμεν, συνεισελθεῖν ἡμᾶς, τῇ μεσιτείᾳ σου, τῷ τῆς νηστείας ἀγῶνι, καὶ πέρας δωρήσασθαι, τούτου σωτήριον.
Ὁ Εἱρμὸς
«Οὐρανίας ἁψῖδος, ὀροφουργὲ Κύριε, καὶ τῆς ἐκκλησίας δομῆτορ, σύ με στερέωσον, ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ σῇ, τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, μόνε φιλάνθρωπε».

Κανών α', ᾨδὴ δ'
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
«Εἰσακήκοα Κύριε, τῆς οἰκονομίας σου τὸ μυστήριον, κατενόησα τὰ ἔργα σου, καὶ ἐδόξασά σου τὴν Θεότητα».

Ὥσπερ ὄρθρος προκύψασα, νῦν ἡ τῆς νηστείας χάρις προβάλλεται, μετανοίας τὸν καιρὸν ἡμῖν, ὀφλημάτων σκότος διαλύοντα.

Διαθρέψωμεν πένητας, ἔλεον ἐλέῳ ἀντιλαμβάνοντες, καὶ νηστείας θείῳ ὕδατι, ψυχικὰς κηλῖδας ἀποπλύνωμεν.

Ἐπουράνιοι Ἄγγελοι, τὸν ἀγαθοδότην ἐκδυσωπήσατε, τὴν οἰκτρὰν ἡμῶν μετάνοιαν, οἰκτιρμοῖς ἀμέτροις ὑποδέξασθαι.
Θεοτοκίον
Καθαρὸν ἱλαστήριον, τῶν ἁμαρτανόντων ἁγία Δέσποινα, μεσιτείᾳ σου διάρρηξον, τῶν ἁμαρτιῶν μου τὸ χειρόγραφον.

Κανών α', ᾨδὴ ε'
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
«Ἵνα τί με ἀπώσω, ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον, καὶ ἐκάλυψέ με, τὸ ἀλλότριον σκότος τὸν δείλαιον, ἀλλ' ἐπίστρεψόν με, καὶ πρὸς τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν σου, τὰς ὁδούς μου κατεύθυνον δέομαι».

Τὴν παροῦσαν ἡμέραν, ἀπαρχὴν ποιούμενοι βίου σεμνότητος ἑαυτοὺς προθύμως, πρὸς ἀγῶνας πιστοὶ εὐτρεπίσωμεν, τῆς σαρκὸς τοὺς πόνους, καὶ τῆς ψυχῆς τὴν εὐκαρπίαν, τῷ τῶν ὅλων Δεσπότῃ προσάγοντες.

Μωϋσῆν ἡ νηστεία, θείας θεοπτίας ἀνέδειξε μέτοχον, τοῦτον οὖν ψυχή μου, μιμουμένη νηστείᾳ ἀνάλαβε, θείας ἀναβάσεις, ἐν σεαυτῇ διαθεμένη, ὅπως ἴδῃς Θεοῦ τὴν λαμπρότητα.

Ἱερῶν Ἀποστόλων, καὶ ἱερωνύμων Μαρτύρων δεήσεσι, τῆς νηστείας χρόνον, διανύσαι ἡμᾶς καταξίωσον, Ἰησοῦ οἰκτίρμον, ἐν μετανοίᾳ καὶ παντοίᾳ, ἀποχῇ ἁμαρτίας δεόμεθα.
Θεοτοκίον
Τῆς νηστείας τὴν πύλην, μέλλοντες εἰσέρχεσθαι ἐκδυσωποῦμέν σε, τοῦ Θεοῦ τὴν πύλην, συνελθεῖν τοῖς οἰκέταις σου Δέσποινα, καὶ πλατύναι πάντως, τοὺς λογισμούς καὶ διανοίας, τὰ σωτήρια πράττειν θελήματα.

Κανών β', Ποίημα τοῦ κυρίου Ἰωσήφ, ᾨδὴ ε'
Ἦχος πλ. β'
Τῷ θείῳ φέγγει σου ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Σταυρῷ τὰς χεῖρας προσηλωθείς, λόγχῃ τὴν πλευρὰν διανυγείς, τὸ γραμματεῖον φιλάνθρωπε, τοῦ παραπεσόντος Ἀδὰμ διέρρρηξας· διό σε Ζωοδότα ὕμνοις δοξάζομεν.

Δολίως ὄφις ὁ πονηρός, πάθη ἐπιθείς μοι ψυχικά, τοῦ Παραδείσου ἐξώρισε, σὺ δὲ τὰς παλάμας, ἐν τῷ Σταυρῷ προσπαγείς, πρὸς ὕψος ἀφθαρσίας Σῶτερ ἀνείλκυσας.

Ὁ τῆς νηστείας θεῖος καιρός, πάθη ἐκκαθαίρων ψυχικά, καὶ ψυχικοὺς πλύνων μώλωπας, ἦλθε νῦν ἐπέστη, πιστοὶ συνδράμωμεν, καὶ τοῦτον φιλοφρόνως ὑποδεξώμεθα.

Καιρὸς ἐπέφανεν ἀγαθός, θείαν εὐφροσύνην τῆς ψυχῆς, ἄπαν ἐνδύων τὸ πρόσωπον· δεῦτε γηθοσύνως τοῦτον δεξώμεθα, νηστείᾳ καὶ δεήσει προκαθαιρόμενοι.

Νηστείαν, δάκρυα, προσευχήν, ἦθος ταπεινὸν τῷ δι' ἡμᾶς, ταπεινωθέντι προσάξωμεν, ὅπως ἐν ἡμέρᾳ τῆς ἐγκρατείας, συγχώρησιν βραβεύσῃ τῶν ἐπταισμένων ἡμῖν.
Θεοτοκίον
Ταῖς φωτοβόλοις σου ἀστραπαῖς, Δέσποινα τοῦ κόσμου ἀγαθή, τὸ τῆς ψυχῆς μου ἀπέλασον σκότος, καὶ τὴν νύκτα τῆς ἁμαρτίας μου, προθύμως ἵνα ψάλλω, καὶ μακαρίζω σε.

Κανών γ', ᾨδὴ ε'
Ἦχος πλ. δ'
Ἵνα τί με ἀπώσω ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Τὸν Σταυρὸν προσκυνῶ σου, Κύριε φιλάνθρωπε, δι' οὗ με ἔσωσας, καὶ ὑμνῶ τὰ πάθη, τὰ σωτήρια καὶ θεῖα Δέσποτα, δι' ὧν τῶν παθῶν μου, τῶν ἀλγεινῶν ἐρρύσθην Λόγε, εἰς ζωὴν μετελθὼν τὴν ἀπήμονα.

Τῷ Σταυρῷ πεποιθότες, τὴν τῶν ἐναντίων ἀπάτην τρεπόμεθα, ἐν αὐτῷ παγέντες, οἱ πιστοὶ γνωρισθέντες ἐγνώσθημεν, τῷ Θεῷ ὡς ἄρνες, νεογενεῖς ἐκλελεγμένοι, καὶ τὸ ἄδολον γάλα πεπώκαμεν.
Δόξα...
Τὸν Πατέρα καὶ Λόγον, πάντες καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα δοξάζομεν, ἐν μιᾷ τῇ φύσει, γνωρισμόν, τηλαυγῆ ἐκτιθέμενοι, προσκυνοῦντες ἄμφω, καὶ διαιροῦντες τοῖς προσώποις, ἀσυγχύτως ἀτρέπτως λατρεύοντες.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Ἡ ἐλπὶς τῶν περάτων, ἡ χαρὰ τῶν δούλων σου, σὺ εἶ Παρθένε ἁγνή, τοὺς τιμῶντας πόθῳ, τὴν Εἰκόνα σου φύλαττε Πάναγνε, καὶ ταῖς σαῖς πρεσβείαις, πάντας ἡμᾶς τοῦ ἀλλοτρίου, ἐλευθέρωσον ὡς συμπαθέστατος. 
Δόξα σοι, ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.
Τὴν εὐθεῖαν ὁδόν σου, Κύριε κατεύθυνον, πᾶσι τοῖς δούλοις σου, τοῖς τιμῶσι πόθῳ, τῆς νηστείας τὸ στάδιον στήριξον, καὶ ταῖς εἰς τὸ κρεῖττον, ἐπαγωγαῖς τῆς σῆς ἁγίας, Βασιλείας ἡμᾶς καταξίωσον. 
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἵνα τί με ἀπώσω, ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον, καὶ ἐκάλυψέ με, τὸ ἀλλότριον σκότος τὸν δείλαιον· ἀλλ' ἐπίστρεψόν με, καὶ πρὸς τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν σου, τὰς ὁδούς μου κατεύθυνον δέομαι».

Κανών α', ᾨδὴ ς'
Ἦχος πλ. δ'
Ἱλάσθητί μοι Σωτὴρ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Νηστεύσας ὁ Λυτρωτής, τὸν ἐνεστῶτα καιρὸν ἡμῖν, ὡρίσατο ψυχικῶν, κηλίδων καθάρσιον, ζεούσῃ προσέλθωμεν, οἱ πιστοὶ καρδίᾳ, ὅπως λάβωμεν συγχώρησιν.

Ὁ τοῦ Τελώνου Χριστέ, τὸν στεναγμὸν προσδεξάμενος, καὶ Πόρνης τὸν ἐκ ψυχῆς, κλαυθμὸν προσαγόμενος, δέξαι ὡς φιλάνθρωπος, τὰς ἡμῶν δεήσεις, ἱλασμὸν ἡμῖν δωρούμενος.

Κηρύκων καὶ Προφητῶν, Μαρτύρων καὶ Ἀποστόλων σου, Ὁσίων Ἱεραρχῶν, καὶ Χριστὲ παρακλήσεσιν, πάντων Δικαίων σου, ἱλασμὸν πταισμάτων, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν κατάπεμψον. 
Θεοτοκίον
Ἡ μόνη τὸ ἀσθενές, τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τῷ θείῳ σου τοκετῷ, Ἁγνὴ ἐπιρρώσασα, συνεργός μοι φάνηθι, πρὸς τὸ τῆς νηστείας, εἰσιόντι θεῖον στάδιον. 
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἱλάσθητί μοι Σωτήρ· πολλαὶ γὰρ αἱ ἀνομίαι μου, καὶ ἐκ βυθοῦ τῶν κακῶν ἀνάγαγε δέομαι· πρὸ σὲ γὰρ ἐβόησα, καὶ ἐπάκουσόν μου, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου».

Κανών α', ᾨδὴ ζ'
Ἦχος πλ. δ'
Παῖδες Ἑβραίων ἐν καμίνῳ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Πάλαι ἐν ἅρματι πυρίνῳ, ἀνεφέρετο Ἠλίας τῇ νηστείᾳ, λαμπρυνθείς, ὦ ψυχή, τοῦτον ἐκμιμουμένη, τὰς τῆς σαρκὸς θανάτωσον, ἀκρασίας ἐγκρατείᾳ.

Ἴδε καιρὸς τῆς ἐγκρατείας, ὑπεμφαίνων σοι τὸ φῶς τῆς σωτηρίας, μὴ ἀμέλει ψυχή, Θεοῦ μακροθυμοῦντος, ἀλλὰ προθύμως βόησον, Ἀγαθὲ οἰκτείρησόν με.

Παῖδας στομώσασα νηστεία, διετήρησε τὸ πῦρ ἀκαταφλέκτους, Ἰησοῦ ταῖς αὐτῶν δεήσεσι πυρός με, τοῦ αἰωνίου λύτρωσαι, τῇ πολλῇ σου εὐσπλαγχνίᾳ. 
Θεοτοκίον
Μόνη βοήθεια ἀνθρώπων, βοηθὸς ἡμῖν καιρῷ τῆς ἐγκρατείας, τοῖς σοῖς δούλοις γενοῦ, ὅπως ἐν μετανοίᾳ, εὐαρεστοῦντες λάβωμεν, οὐρανῶν τὴν βασιλείαν.

Κανών α', ᾨδὴ η'
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
«Ἑπταπλασίως κάμινον, τῶν Χαλδαίων ὁ Τύραννος, τοῖς θεοσεβέσιν, ἐμμανῶς ἐξέκαυσε, δυνάμει δὲ κρείττονι, περισωθέντας τούτους ἰδών, τὸν Δημιουργόν, καὶ Λυτρωτήν ἀνεβόα· οἱ Παῖδες εὐλογεῖτε, Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

Τῆς μετανοίας κάμινον, προθυμίᾳ ἐκκαύσωμεν, καὶ τὰς ἡδονάς, ἐν αὐτῇ καταφλέξωμεν, ἁπάσας τοῦ σώματος, καὶ τοῦ πυρὸς τοῦ μέλλοντος, πεῖραν μὴ λαβεῖν, τόν πλούσιον ἐν ἐλέει, αἰτήσωμεν βοῶντες· Ἱερεῖς εὐλογεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Ὁ εἰσιὼν καιρὸς ἡμῖν, τῆς νηστείας γενήσεται, πάσης ἁμαρτίας, ἀποχῆς παραίτιος· μὴ οὖν κάτω κλίνωμεν, μηδὲ ῥαθύμως δράμωμεν, ὅπως ἐν βραχείαις, καὶ ὀλίγαις ἡμέραις, ἐτῶν πολλῶν κηλῖδας, κατανύξει καρδίας, ἐκπλύνωμεν τὸν μόνον, Θεὸν ἡμῶν ὑμνοῦντες.

Τὰ τῶν Ἀγγέλων τάγματα, τῶν Μαρτύρων ὁ σύλλογος, θείων Ἀποστόλων ὁ χορὸς ὁ ἅγιος, Ὁσίων ὁμήγυρις, Ἱεραρχῶν τε καὶ Προφητῶν, σὲ ἐκδυσωποῦσιν, Ἀγαθὲ πανοικτίρμον, μετάνοιαν γνησίαν, τοῖς σοῖς δούλοις παράσχου, καιρῷ τῆς ἐγκρατείας, τῆς νῦν εἰσαγομένης. 
Θεοτοκίον
Θεοκυῆτορ πάναγνε, ἐπὶ σὲ καταφεύγομεν, οἴκτειρον ἡμᾶς, τῇ ἀγαθῇ πρεσβείᾳ σου, καὶ δίδου εὐΐλατον, τὸν σὸν Υἱὸν καὶ Κύριον, ἅπασιν ἡμῖν ἐν τῷ καιρῷ τῆς νηστείας, τῆς νῦν, εἰσαγομένης, εἰς πιστῶν σωτηρίαν, τῶν σὲ ὑμνολογούντων, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Κανών β', ᾨδὴ η'
Ἦχος πλ. β'
Νόμων πατρῴων ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Κλῆρον πατρῷον μὴ φυλάξαντες, τῆς ἁμαρτίας νόμῳ κατεδουλώθημεν, ἀλλ' ἐκτείνας τὰς παλάμας σου, ἐν τῷ Σταυρῷ τῷ θείῳ, ἐλευθερίαν πᾶσιν, ἐδωρήσω δι' αὐτοῦ, ὃν σοι πίστει προσάγομεν, ἐν ἡμέραις ἁγίαις. Ἐλέησον ἡμᾶς Ἐλεῆμον, σὲ ὑπερυψοῦντας, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Ὁ τῷ Σταυρῷ σου τὴν διάστασιν, καὶ τοῦ φραγμοῦ ἐξάρας τε τὸ μεσότοιχον, εἰρήνην ἐν τοῖς πέρασιν, ἐγκαινίσας πλουσίαν, εἰρηνευούσῃ δίδου, διελθεῖν ἡμᾶς Χριστέ, καταστάσει τὴν μέλλουσαν νηστείαν, σὲ Κύριον ὑμνοῦντας ἀπαύστως, καὶ ὑπερυψοῦντας, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Ἡ τῆς νηστείας χάρις σήμερον, ἡλιακὰς ἀκτῖνας, πᾶσι προβάλλεται, προκαθαίρουσα τὴν ζόφωσιν, τὴν ἐκ τῆς ἁμαρτίας, οἱ συσχεθέντες πάθεσι, ποικίλοις ἐν χαρᾷ, προσελθόντες δεξώμεθα τὸ δῶρον φιλοφρόνως. Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε βοῶντες, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Πικρῶς τρυγήσας ὁ Πρωτόπλαστος, ἐν Παραδείσῳ πάλαι, βρῶσιν παράλογον, ἀπερρίφη καὶ κατάκριτος, τῆς τρυφῆς ἐξεβλήθη, ἀλλ' ἐπὶ ξύλου, ἥλοις προσπαγείς, τὸ πονηρὸν γραμματεῖον, προσήλωσας τῆς αὐτοῦ ἁμαρτίας· διό σου τὴν πολλὴν εὐσπλαγχνίαν, ἀνυμνολογοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας,

Νόμον νηστείας ἀπωσάμενοι, τῆς ἁμαρτίας, βόθρῳ, κατωλισθήσαμεν, καὶ νηστείας ἐδεήθημεν, τῆς νῦν εἰσαγομένης, ἥν περ Οἰκτίρμον, χάριν διανύουσιν ἡμῖν, οὐρανόθεν κατάπεμψον, καὶ εἰρήνην πλουσίαν. Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε βοῶσι, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. 
Θεοτοκίον
Καταπιπτόντων ἐπανόρθωσις, ἁμαρτωλῶν μεσῖτις, ξένων ἀνάψυξις, λυπουμένων ἡ παράκλησις, Παναγία Παρθένε, τὴν τῆς ψυχῆς μου λύπην διασκέδασον ἁγνή, καὶ παράκλησιν ἄνωθεν, ἐκ Θεοῦ μοι δοθῆναι, δυσώπει μελῳδοῦντι προθύμως, σὲ ὑπερυψοῦντι, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Κανών γ', ᾨδὴ η'
Ἦχος πλ. δ'
Ἄγγελοι καὶ οὐρανοὶ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Καθηλούμενον σαρκί, ἐν τῷ Σταυρῷ Οἰκτίρμον, κατιδοῦσά σε, ἡ τῶν κτισμάτων φύσις, διεστρέφετο, φῶς ἡμέρας εἰς σκότος, ἐσαλεύετο ἡ γῆ, καὶ πάντα ἐκλονεῖτο.

Ἐν τῷ ὕψει τοῦ Σταυροῦ, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν, συνανύψωσας, καὶ ἐκ πλευρᾶς σου θείας, πλοῦτον ἔβλυσας σωτηρίας, τοῖς πίστει προσκυνοῦσι Σωτήρ, τὸ ἄχραντόν σου Πάθος. 
Εὐλογοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα. 
Εἷς Θεὸς οὖν ἡ Τριάς, οὐ τοῦ Πατρὸς ἐκστάντος εἰς υἱότητα, οὐδὲ Υἱοῦ τραπέντος εἰς ἐκπόρευσιν, ἀλλ' ἴδια καὶ ἄμφω, φῶς Θεὸν τὰ τρία, δοξάζω εἰς αἰῶνας. 
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον
Πῶς ἐγέννησας, εἰπέ, τὸν ἐκ Πατρὸς ἀχρόνως προεκλάψαντα, καὶ σὺν ἁγίῳ Πνεύματι ἀνυμνούμενον; ἢ ὡς οἶδεν ὁ μόνος, εὐδοκήσας τεχθῆναι, ἐκ σοῦ εἰς τοὺς αἰῶνας. 
Δόξα σοι, ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι. 
Τὴν μετάνοιαν ἡμῶν, ὡς ἀγαθὸς τῇ φύσει προσδεξάμενος, τῶν τοῦ ἐχθροῦ παγίδων ῥῦσαι Κύριε, ἵνα πίστει καὶ πόθῳ, σὴν νῦν ἀνυμνῶμεν, ἁγίαν δεσποτείαν. 
Αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν... 
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἄγγελοι καὶ οὐρανοί, τὸν ἐπὶ θρόνου δόξης ἐποχούμενον, καὶ ὡς Θεὸν ἀπαύστως δοξαζόμενον, εὐλογεῖτε, ὑμνεῖτε, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

Κανών α', ᾨδὴ θ'
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
«Ἐξέστη ἐπὶ τούτῳ ὁ οὐρανός, καὶ τῆς γῆς κατεπλάγη τὰ πέρατα, ὅτι Θεός, ὤφθη τοῖς ἀνθρώποις σωματικῶς, καὶ ἡ γαστήρ σου γέγονεν, εὐρυχωροτέρα τῶν οὐρανῶν· διό σε Θεοτόκε, Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, ταξιαρχίαι μεγαλύνουσιν».

Ἰδοὺ ὁ φωτοφόρος ἦλθε καιρός, ἡ ἁγία ἡμέρα, ἐπέλαμψε, τὰ σκοτεινά, πάθη σου ἀπόφευγε, ὦ ψυχή, καὶ τὰς αὐγὰς ὑπόδεξαι, τὰς καθοδηγούσας σε πρὸς τὸ φῶς, κατάνυξιν ὡς οἶνον, πίνουσα ἐπευφραίνου, καὶ ἡδονῶν τὴν μέθην μίσησον.

Ὡς ὄντως ἀγαθώτατος ὁ καιρός, τῆς νηστείας Χριστέ, ὅν περ δέδωκας, πᾶσι πιστοῖς, εἰς ἁμαρτημάτων ἀποτροπάς, καὶ ἱλασμὸν σωτήριον, καὶ τῶν χαρισμάτων ὑποδοχήν, ἐν ᾧ σε δυσωποῦμεν, μετόχους Σωτὴρ πάντας, τῶν ἀγαθῶν σου ἡμᾶς ποίησον.

Συνήθως τὰ ἐλέη σου ἐφ' ἡμᾶς, ἐπιρραίνων Οἰκτίρμον τὰ πλούσια, δίδου ἡμῖν, δάκρυα καθαίροντα μολυσμούς, καὶ λογισμοὺς ποθοῦντάς σε, πίστιν καὶ ἀγάπην εἰλικρινῆ, μετάνοιαν πλουσίαν, οἰκείωσιν τελείαν, πρὸς σὲ τὸν μόνον Πολυέλεον.

Ἡ πάντων τῶν Ἀγγέλων θεία πληθύς, καὶ Ἁγίων χοροὶ ἀξιάγαστοι, τὸν ἀγαθόν, νῦν ἐκδυσωπήσατε ἐκτενῶς, ὅπως τὸ θεῖον στάδιον, τοῦτο τῆς νηστείας τὸ ἐνεστώς, δραμεῖν ἀνεμποδίστως, ἡμᾶς ἐνδυναμώσῃ, καὶ νικηφόρους ἀπεργάσηται. 
Θεοτοκίον
Φιλάγαθε Παρθένε τὸν ἀγαθόν, ἡ τεκοῦσα Σωτῆρα ἀγάθυνον, πάντας ἡμᾶς, πάθεσιν ἀμέτροις καὶ λογισμοῖς, κεκακωμένους Δέσποινα, καὶ βεβαρημένους ἁμαρτιῶν, φορτίοις δυσβαστάκτοις, ἵνα σε κατὰ χρέος, ὡς Θεοτόκον μεγαλύνωμεν.

Κανών β', ᾨδὴ θ'
Ἦχος πλ. β'
Ὁ Εἱρμὸς (Ἦχος β' γρήγορα) ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Ἀτονεῖ πᾶσα φύσις, καὶ βροτῶν καὶ Ἀγγέλων, τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, εὐχαριστεῖν Εὐεργέτα, ὅτι σάρκα θέλων, δι' ἡμᾶς ἐπτώχευσας, καὶ ἐπὶ ξύλου ὑπὲρ ἡμῶν ἐτάθης, κατάρα γεγονώς, ἵνα τὴν πρὶν κατάραν ἀνέλῃς, τῆς ἀνθρωπότητος.

Φαιδρὰ ἡμέρα, ἡ τῆς ἐγκρατείας ἐπέστη, φαιδρῷ τῷ προσώπῳ, δεῦτε ὑπαντήσωμεν, ψυχή μου τῷ Δεσπότῃ, χάριν ἐκπεμφθῆναι ἄνωθεν, ἡμῖν αἰτοῦντες, καὶ τῶν πολλῶν σφαλμάτων διόρθωσιν εὑρεῖν, ὅπως φρικωδεστάτης γεέννης, μὴ πειραθῶμεν ἐκεῖ.

Τοῖς ἐν τῷ σκότει, τῶν ἁμαρτιῶν συσχεθεῖσι, τῆς μετανοίας νῦν τὰ ἱερά εἰσόδια ἐπέστη, πάντων τὰς ψυχὰς φωτίζοντα· διὸ ψυχή μου, τὸν σκοτασμὸν ἔκκλινον, τοῦ κόρου τῶν παθῶν, σπεῦσον ἵνα τρυφῆς αἰωνίου, ἐπαπολαύσῃς ἐκεῖ.

Ἐπὶ τοῦ ξύλου χεῖρας, ἑκουσίως ἁπλώσας, τὰ διεστῶτα πάντα συνηγάγω Ζωοδότα, τῇ δὲ λόγχῃ, σὴν διανυγεὶς μακρόθυμε πλευράν, τὴν ἥτταν τὴν ἐκ πλευρᾶς φυεῖσαν, ἠνώρθωσας ἡμῶν· ὅθεν εὐχαριστοῦντες, ὑμνοῦμεν τὴν εὐσπλαγχνίαν σου.

Ἡ φωτοφόρος, νῦν ἐπιδημοῦσα νηστεία, προσδεξιοῦται τράπεζαν ἀγώνων, προτιθεῖσα· διὰ τοῦτο, ταύτης νηφαλέως ἅπαντες, σεπτὸν κρατῆρα καθαρτικῶν δακρύων ληψώμεθα πιστοί, ἵνα τῶν ἀνηκέστων δακρύων, μὴ πειραθῶμεν ἐκεῖ. 
Θεοτοκίον
Ἡ προστασία, πάντων τῶν εἰς σὲ πεποιθότων, ἡ ἐν ἀνάγκαις, ἄγρυπνος ὑπάρχουσα προστάτις Θεοτόκε, τῆς αἰωνιζούσης λύτρωσαι, ὑμᾶς γεέννης, καὶ τῶν ἀποκειμένων, κολάσεων πικρῶν, ὅπως χρεωστικῶς ὑμνῶμεν, τὰ μεγαλεῖά σου. 
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα, εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν, ἰλιγγιᾷ, δὲ νοῦς καὶ ὑπερκόσμιος, ὑμνεῖν σε Θεοτόκε· ὅμως ἀγαθὴ ὑπάρχουσα, τὴν πίστιν δέχου· καὶ γὰρ τὸν πόθον οἶδας, τὸν ἔνθεον ἡμῶν· σὺ γὰρ Χριστιανῶν εἶ προστάτις, σὲ μεγαλύνομεν».

Ἀπόστιχα
Ἦχος πλ. β'
Ἰδιόμελον
Πρὸ τοῦ σωτηρίου Σταυροῦ, τῆς ἁμαρτίας βασιλευούσης, τῆς ἀσεβείας ἐπικρατούσης, τῶν ἀνθρώπων ἐμακαρίζετο, τρυφὴ σωματικὴ καὶ σαρκικῶν ὀρέξεων, ὀλίγοι κατεφρόνουν, ἀφ' οὗ δέ, τὸ τοῦ Σταυροῦ μυστήριον πέπρακται, καὶ δαιμόνων ἐσβέσθη τυραννὶς τῇ θεογνωσίᾳ, ἡ τῶν οὐρανῶν ἐπὶ γῆς ἀρετὴ πολιτεύεται· διὸ νηστεία τιμᾶται, ἐγκράτεια λάμπει, προσευχὴ κατορθοῦται, καὶ μάρτυς καιρός, ὁ παρὼν δεδομένος ἡμῖν, ὑπὸ τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν. (Δίς)
Ἦχος πλ. β'
Μαρτυρικὸν
Κύριε, ἐν τῇ μνήμῃ τῶν Ἁγίων σου, πᾶσα ἡ κτίσις ἑορτάζει, οὐρανοὶ ἀγάλλονται σὺν τοῖς Ἀγγέλοις, καὶ ἡ γῆ εὐφραίνεται σὺν τοῖς ἀνθρώποις, αὐτῶν ταῖς παρακλήσεσιν, ἐλέησον ἡμᾶς. 
Σταυροθεοτοκίον
Ἦχος πλ. β'
Ἡ πάναγνος ὡς εἶδέ σε, ἐπὶ Σταυροῦ κρεμάμενον, θρηνῳδοῦσα, ἀνεβόα μητρικῶς·Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πῶς φέρεις πάθος ἐπονείδιστον.

ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΙΘΕΚΤΗΝ 
Τροπάριον τῆς Προφητείας
Ἦχος πλ. β'
Δὸς ἡμῖν βοήθειαν ἐκ θλίψεως Κύριε, καὶ σῶσον ἡμᾶς, ὁ τεχθεὶς ἐκ Παρθένου, φιλάνθρωπε.

Προκείμενον  Ἦχος α'
Γένοιτο Κύριε τὸ ἔλεός σου ἐφ' ἡμᾶς.
Στίχ. Ἀγαλλιᾶσθε δίκαιοι ἐν Κυρίῳ. 
Προφητείας Ζαχαρίου τὸ Ἀνάγνωσμα
(Κεφ Η' 7-17)
Τάδε λέγει Κύριος Παντοκράτωρ· Ἰδού, ἐγὼ σῴζω τὸν λαόν μου ἀπὸ γῆς ἀνατολῶν, καὶ ἀπὸ γῆς δυσμῶν, καὶ εἰσάξω αὐτὸν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ, καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐν δικαιοσύνῃ. Τάδε λέγει Κύριος Παντοκράτωρ· Κατισχυέτωσαν αἱ χεῖρες ὑμῶν τῶν ἀκουόντων ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις τοὺς λόγους τούτους, ἐκ στόματος τῶν Προφητῶν, ἀφ' ἧς ἡμέρας τεθεμελίωται ὁ οἶκος Κυρίου Παντοκράτορος, καὶ ὁ Ναός, ἀφ' οὗ ᾠκοδόμηται. Διότι πρὸ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, ὁ μισθὸς τῶν ἀνθρώπων οὐκ ἔσται εἰς ὄνησιν, καὶ ὁ μισθὸς τῶν κτηνῶν οὐχ ὑπάρξει, καὶ τῷ ἐκπορευομένῳ, καὶ τῷ εἰσπορευομένῳ, οὐκ ἔσται εἰρήνη ἀπὸ τῆς θλίψεως, καὶ ἐξαποστελῶ πάντας τοὺς ἀνθρώπους, ἕκαστον ἐπὶ τὸν πλησίον αὐτοῦ. Καὶ νῦν, οὐ κατὰ τὰς ἡμέρας τὰς ἔμπροσθεν ἐγὼ ποιῶ τοῖς καταλοίποις τοῦ λαοῦ τούτου, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ, ἀλλ' ἢ δείξω εἰρήνην· ἡ ἄμπελος δώσει τὸν καρπὸν αὐτῆς, καὶ ἡ γῆ δώσει τὰ γεννήματα αὐτῆς, καὶ ὁ οὐρανὸς δώσει τὴν δρόσον αὐτοῦ, καὶ κατακληρονομήσω τοῖς καταλοίποις τοῦ λαοῦ μου ταῦτα πάντα. Καὶ ἔσται, ὃν τρόπον ἦτε ἐν κατάρᾳ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὁ οἶκος Ἰούδα, καὶ ὁ οἶκος Ἰσραήλ, οὕτω διασώσω ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθε ἐν εὐλογίᾳ, θαρσεῖτε, καὶ κατισχύετε ἐν ταῖς χερσὶν ὑμῶν, διότι τάδε λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Ὃν τρόπον διενοήθην τοῦ κακῶσαι ὑμᾶς, ἐν τῷ παροργίσαι με τοὺς πατέρας ὑμῶν, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ, καὶ οὐ μετενόησα, οὕτω παρατέταγμαι καὶ διανενόημαι, ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις, τοῦ καλῶς ποιῆσαι τῇ Ἱερουσαλήμ, καὶ τῷ οἴκῳ Ἰούδα, θαρσεῖτε. Οὗτοι οἱ λόγοι, οὓς ποιήσετε, λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ, ἀλήθειαν καὶ κρῖμα εἰρηνικὸν κρίνετε ἐν ταῖς πύλαις ὑμῶν, καὶ ἕκαστος τὴν κακίαν τοῦ πλησίον αὐτοῦ μὴ λογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, καὶ ὅρκον ψευδῆ μὴ ἀγαπᾶτε· διότι ταῦτα πάντα ἐμίσησα, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. 
Προκείμενον  Ἦχος γ'
Ψάλατε τῷ Θεῷ ἡμῶν, ψάλατε.
Στίχ. Πάντα τὰ ἔθνη κροτήσατε χεῖρας.

Δημοφιλείς αναρτήσεις