Μαχμούτ ΝταρουίςΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
1Εδώ, στων λόφων τις πλαγιές, κατάντικρυ στη δύσηΣτο αβυσσαλέο κατάντικρυ κανόνι του χρόνουκλεισμένοι μες σε κήπους σκιώνφυλακισμένοι εμείςάνεργοι εμείςκαλλιεργούμε ελπίδες2Σε μια πατρίδα που ασθμαίνει καταπάνω στην αυγή,παρέλυσαν οι σκέψεις μαςγια να φυλάμε να φανεί της νίκης η στιγμή:και μόνο οι πυροβολισμοί αστράφτουν νύχταμες στη νύχτα μαςκαι μόνο οι βάρδιες των εχθρώνφωτίζουνε τον δρόμο μαςμες στο πυκνό σκοτάδι των κελαριών.
3Εδώ, μετά τους στίχους του Ιώβ,δεν προσδοκούμε τίποτα.4Αυτή η πολιορκία θα κρατήσειώσπου να τους διδάξουμε να γράφουνόμορφη ποίηση: την ποίησή μας.
5Μολύβι όλη-μέρα ο ουρανόςπύρινο τη νύχτα πορτοκάλι.Μα η καρδιά μας σταθερήσαν λουλούδι σκαλισμένο σε ασπίδα.
6Εδώ δεν έχει «Εγώ».Εδώ ο Αδάμ θυμάται τον πυλό του.
7Λέει, στην άκρη του γκρεμού που ξεψυχάει:«Δεν έχω πια άλλη χούφτα γη να χάσω», λέει.
«Είμαι ελεύθερος: δυο ανάσες δρόμοαπ’ την υπέρτατη ελευθερία.Κρατώ στα χέρια μου το μέλλον μου.
Να, τώρα δα, αρχίζω πάλι απ’ την αρχή,
γεννιέμαι ελεύθερος, δίχως γονείςκαι διαλέγω απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανούτα γράμματα του ονόματός μου.
8Όταν σε πολιορκούν,η ζωή είναι η στιγμήανάμεσα στην ανάμνησητης πρώτης στιγμήςκαι τη λήθητης τελευταίας.
9Εδώ, στα ριζά των βουνώνΠου καπνίζουν τα τζάκια μας· εδώ,μπρος στα κατώφλια των σπιτιών μας
χρόνο δεν έχει ο χρόνος.
Σαν ν’ αφηνόμαστε προς τον θεό,ξεχνάμε κάθε πόνο.
10Πόνος είναι να ξεχνάη γυναίκα σου ν’ απλώσει τα πλυμένακαι να της φτάνει να μην έχει η σημαία της Παλαιστίνηςτον παραμικρό λεκέ.
11Τίποτα εδώ δεν έχει διάσταση ομηρική.
Οι μύθοι μας χτυπούνε την πόρτα, όταν τους χρειαζόμαστε.
Τίποτα εδώ δεν έχει διάσταση ομηρική…μονάχα ένας στρατηγός
που ψάχνει στα χαλάσματαένα νεογέννητο έθνος
κρυμμένο στην κοιλιάενός Δούρειου Ίππου που καλπάζει.
12Οι στρατιώτες μετρούν την απόστασηανάμεσα στο είναι και το μηδένμε κιάλια πίσω απ’ τα τανκς.
13Εμείς μετράμε την απόστασηανάμεσα στο σώμα μας και τις ρουκέτεςμονάχα με τις έξι μας αισθήσεις.
14Εσύ, ναι, εσύ στο κατώφλι μας, πέρασε μέσα,κάθισε να πιεις έναν καφέ μαζί μας[μπορεί και να νιώσεις ένας άνθρωπος κι εσύ όπως εμείς]Εσύ, ναι, εσύ στην πόρτα του σπιτιού μας,πάρε τις ρουκέτες σου από τα πρωινά μας.Μπορεί να νιώσουμε ασφαλείς[σχεδόν ανθρώπινοι]
15Μπορούμε ν’ αναπαυτούμε, ν’ ασχοληθούμε με τις τέχνεςνα παίξουμε χαρτιά και να διαβάσουμε εφημερίδεςπροφταίνοντας τα νέα του πληγωμένου παρελθόντος μας,Μπορούμε να δούμε το αστέρι μας να δείχνει2002, την κάμερα να χαμογελάσ’ αυτούς που γεννήθηκανσε κατάσταση πολιορκίας.
16Κάθε φορά που έρχεται το χθες,του λέω δεν είναι ώρα τώρα.Φύγε και πέρνα αύριο.
17Μάταια σπάζω το κεφάλι μου.Τι μπορεί να σκεφτότανκάποιος σαν κι εμένα εδώ,στα ριζά ενός λόφουπριν από 3 χιλιάδες χρόνια;Οι σκέψεις με λιανίζουν,η μνήμη με ξυπνάει.
18Όταν αποχωρούν τα ελικόπτερα επιστρέφουν τα περιστέρια.Λευκά, ολόλευκα· χαϊδεύουν τα μάγουλα του ορίζονταμ’ ελεύθερα φτερά. Ξαναποκτούντη λάμψη τους, την κυριότητά τουςστον ουρανό και στη χαρά. Ψηλά, πολύ ψηλάπετούν τα περιστέρια ολόλευκα. «Αχ, να ’τανεαλήθεια αυτός ο ουρανός» [μου φώναξε κάποιος,περνώντας ανάμεσα σε δύο βόμβες]19Αστραφτερός ο ουρανός, όραμα, λάμψη!Πάντα το ίδιο, πάντα...Σύντομα θα γνωρίζω αν ήταν τελικάμια αποκάλυψη όλο αυτόή οι στενοί μου φίλοι θα γνωρίζουνπως έφυγε το ποίημα,εξαπάτησε τον ποιητή του.
20[σε κριτικό]: Μην ερμηνεύειςΤις λέξεις μου, όταν ανακατεύειςΣτο φλιτζάνι σου τη ζάχαρη,όταν μασουλάςτο τρυφερό κοτόπουλό σου!Οι λέξεις με πολιορκούν στον ύπνο μου...Οι λέξεις που δεν προφέρω.Γράφουν για μένα, κι ύστερα μ’ αφήνουννα γυρεύω τ’ απομεινάρια του ύπνου μου.
21Τα κυπαρίσσια, πίσω απ’ τους στρατιώτες,είναι μιναρέδες που κρατούν τον ουρανό μην πέσει.Πίσω από το αγκαθωτό συρματόπλεγμαστρατιώτες κατουράνε προστατευμένοι από ένα τακν.Η μέρα του φθινοπώρου ολοκληρώνειτον χρυσό περίπατό τηςστο κράσπεδο ενός δρόμου άδειουσαν τζαμί μετά την κυριακάτική προσευχή.
22Αύριο θ’ αγαπήσουμε τη ζωή.Όταν έρθει το αύριο, η ζωή θα είναι κάτιΠου μπορεί να το λατρέψουμεΌπως ακριβώς είναιΑπλή ή περίπλοκημουντή ή πολύχρωμη…χωρίς θείες κρίσεις και κριτήρια…Κι αν η χαρά είναι απολύτως αναγκαία,ας φωτίσει την καρδιά και τα λαγόνια.Όποιος καεί με τη χαρά φυσάει και το γιαούρτι.
23Μου είπε ένας σατυρικός συγγραφέας:Αν γνωρίζω το τέλος απ’ την πρώτη αρχή,Τότε τι δουλειά μένει να κάνω στη γλώσσα;
24[Σ’ έναν φονιά]: Αν καθρεφτιζόσουνΣτο πρόσωπο του θύματος που λιάνισες,ίσως έφερνες στο νου σου τη μητέρα σουσ’ έναν θάλαμο αερίων. Και τότε ίσωςλυτρωνόσουν απ’ τη σοφία της σφαίρας,ίσως άλλαζες απόψεις: «Δεν είναι τρόπος αυτόςγια να βρω την ταυτότητά μου».
25[Σε άλλον φονιά]: Αν αφήσειςΤο έμβρυο τριάντα μέρες στης μάνας του τη μήτρα,μπορεί τα πράγματα να έρθουν διαφορετικά.Μπορεί να λήξει η κατοχή κι αυτό το βυζανιάρικονα μην ξέρει τίποτα γι' αυτή την πολιορκίακαι να γίνει ένα γερό παιδί,να πηγαίνει στο σχολείο με την κόρη σουκαι να μαθαίνει την αρχαία ιστορία της Ασίας.Μπορεί να ερωτευτούνκαι να κάνουν μια κόρη[Εβραία από τη μάνα].Τι έκανες, λοιπόν;Άφησες χήρα την κόρη σουκι ορφανή την εγγονή σου.Τι έκανες; Ξεκλήρισες την οικογένειά σου.Τι έκανες; Έσφαξες τρία περιστέρια μονομιάς.
26ΕδώΔεν είναι απαραίτητηη ομοιοκαταληξία.,το μέτρο, η μελωδία.Τον πόνο οικονομούν:Σκουπίδια, αποφάγια.
27Σκοτάδι είναι η ομίχλη – ένα πυκνό κατάλευκο σκοτάδι,Μια φλούδα πορτοκάλι και μια γυναίκα γεμάτη υποσχέσεις.
28Η πολιορκία κάθεται και περιμένει. Περιμένει καθισμένησε μια σαραβαλιασμένη σκάλα και γύρω άγρια η καταιγίδα.
29Είμαστε μόνοι, κατάμονοι,Σαν μεθυσμένοι από τη μοναξιά μαςΚι από κανένα σπάνιο ουράνιο τόξο.
30Έχουμε αδέλφια στον κόσμο παντού·όμορφα αδέλφια· μας αγαπούν. Μας κοιτάζουν και κλαίνε,και λένε μυστικά:«Αχ και να ’ταν εδώ αυτή η πολιορκία! Θα...»Μα δεν τελειώνουν την πρότασή τους.Δεν μας αφήνουν μόνους. Όχι,δεν μας αφήνουν μόνους.
31Δύο με οχτώ απώλειες τη μέρα.Δέκα οι πληγωμένοι.Είκοσι τα γκρεμισμένα σπίτια.Σαράντα ελαιώνες αφανισμένοι,χώρια οι ζημιές στην στατικότητατων φλεβών του ποιήματος, του θεατρικού,κι αυτού του μισοτελειωμένου πίνακα.
33Σ’ ένα σοκάκι φωτισμένο από εξόριστο φανάρι...να, ένα στρατόπεδο προσφύγωνΣτους τέσσερεις ανέμους.
Ο Νότος του χιμάει του ανέμου.
Η Ανατολή του μια θρησκεία στραμμένη δυτικά.
Η Δύση του μια αιματηρή εκεχειρία,που εκδίδει το κόστος της ειρήνης.Όσο για τον Βορρά του, τον μακρινό Βορρά,δεν είναι τόπος,δεν είναι σύνορο στον χάρτη.Μια σύναξη είναι ουράνιας ιερότητας.
34Είπε στο σύννεφο η γυναίκα:«Σκέπασε τον καλό μου, γιατί τα ρούχα μουστο αίμα του είναι μουσκεμένα».
35Αν δεν είσαι, καλέ μου, βροχή, γίνε δέντροκαρπερό, χλοερό.Γίνε δέντρο.Κι αν δεν γίνεις, καλέ μου, ένα δέντρο,πέτρα να γίνειςμουσκεμένη δροσιά. Μια πέτρα να γίνεις.Κι αν δεν γίνεις μια πέτρα, καλέ μου,το φεγγάρι το ίδιο να γίνεις,μες στο ύπνο εκείνηςπου σε αγάπησε. Γίνε φεγγάρι[είπε κάποια γυναίκαστην κηδεία του γιου της]
36Αχ, εσύ που ξαγρυπνάς,απόψε, δεν κουράστηκεςν’ ακολουθείς το φωςστην Ιστορία μας,την πορφυρήφλόγα στο αίμα μας;Δεν κουράστηκες εσύπου ξαγρυπνάς απόψε;
37Στεκόμαστε εδώ. Καθόμαστε εδώ. Πάντα εδώ.Αιωνίως εδώ, μ’ έναν και μόνον έναν σκοπό:να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Κι εκτόςαπό αυτό διαφέρουμε στα πάντα.Διαφέρουμε στην εθνική σημαία(καλύτερα να είχαμε επιλέξειτον ζωντανό συμβολισμό ενός απλού γαϊδάρου).Διαφέρουμε στους στίχουςτου εθνικού μας ύμνου(καλύτερα να είχαμε επιλέξειένα νυφιάτικο τραγούδι).Διαφέρουμε στο χρέος των γυναικών(καλύτερα είχαμε επιλέξει γυναίκα να διοικείτην υπηρεσία ασφαλείας).Διαφέρουμε στα ποσοστά,στους δημόσιους και ιδιωτικούς τομείς.Διαφέρουμε στα πάντα.Κι έχουμε έναν σκοπό:Να συνεχίσουμε να υπάρχουμε.Αφού ο σκοπός αυτός επιτευχθεί,θα έχουμε χρόνο γι’ άλλες επιλογές.38Τραβώντας για τη φυλακή,μου είπε: «Όταν βγω,Θα ξέρω πως το να τιμάςτον τόπο σου είναι σαννα τον χλευάζεις:μια δουλειάόπως όλες!
39Ένα μικρό κομμάτι απέραντο γαλάζιοφτάνει για ν’ αλαφρύνειτο βάρος των καιρών μαςκαι να ξεπλύνει από τις λάσπεςτον τόπο ετούτο, ετούτη τη στιγμή.
40Το πνεύμα θέλει ν’ αυτοσχεδιάσεικαι βαδίζει με πέλματα μεταξωτάπλάι μου· σαν τους παλιούςφίλους και συνοδοιπόρουςμοιραζόμαστε ένα ξεροκόμματοκι ένα παλιό φλασκί κρασίτραβώντας το ίδιο μονοπάτι.Ύστερα οι μέρες μας χωρίζουν.Δύο τα μονοπάτια:παίρνω εγώ το άγνωστο,κι εκείνη πάει και ζαρώνειστην κορυφή ενός μεγάλου βράχου.41[Σ’ έναν ποιητή]κάθε φορά που ξεφεύγειςαπό την απουσία,παγιδεύεσαι στη μοναξιά των θεών.Γίνε «ουσία» του χαμένου αντικειμένου σουκαι αντικείμενο της χαμένης σου ουσίας.Γίνε παρουσία μέσα στην απουσία σου.
42Βρίσκει χρόνο να σαρκάσει:Το τηλέφωνό μου σταμάτησε να χτυπάει.Το ίδιο και το κουδούνι της πόρτας.Τότε πώς ξέρεις αν είμαι μέσα;
43Βρίσκει χρόνο να τραγουδήσει:Καθώς σε περιμένω, δεν μπορώ να περιμένω,δεν μπορώ να διαβάσω Ντοστογιέφσκυούτε ν’ ακούσω Ομ Καλσούμ,Μαρία Κάλλας και τα σχετικά.Καθώς σε περιμένω,οι δείκτες του ρολογιούπηγαίνουν ανάποδαΣ’ έναν τόπο δίχως χρόνο.Καθώς σε περιμένω, δεν μπορώ να σε περιμένω.Περίμενα μια ολόκληρη αιωνιότητα.
44«Ποιο λουλούδι σου αρέσει;»την ρωτάει εκείνος.«Το γαρίφαλο. Το μαύρο γαρίφαλο», λέει εκείνη.«Και πού θα με πας μ’ αυτά τα μαύρα γαρίφαλα;» την ρωτάει εκείνος.«Στην άβυσσο της μέσα μου ζωής», λέει εκείνη.«Και πιο μακριά, πιο μακριά, πιο μακριά», λέει εκείνη.
45Αυτή η πολιορκία θα κρατήσειώσπου να μάθουν οι πολιορκητέςαυτό που ξέρουν οι πολιορκημένοι: ο θυμόςΕίναι ένα συναίσθημα όπως όλα.
46«Δεν σ’ αγαπώ. Δεν σε μισώ»,
είπε ο φυλακισμένος στον ανακριτή.«Η καρδιά μου είναι γεμάτηΜ’ αυτό που ίσα ίσα αδιαφορεί για σένα.Η καρδιά μου είναι γεμάτημε το άρωμα της σοφίας.
Η καρδιά μου είναι αθώα,λαμπερή και χορτασμένη.
Δεν έχει η καρδιά μου καιρόγια πειράματα. Όχι. Δεν σ’ αγαπώ.Ποιος είσαι εσύ που θ’ αγαπήσω;
Είσαι κομμάτι της ύπαρξής μου;Είσαι ένα καφεδάκι,
ο αέρας στη φλογέρα ,ένα τραγούδι μήπως είσαι,ώστε να σ’ αγαπήσω;
Μισώ τη φυλακή.Μα δεν μισώ εσένα».
Έτσι είπε ένας φυλακισμένοςστον ανακριτή. «Δεν έχωσυναισθήματα για σένα.Καρδιοχτυπώ μονάχα για τη νύχτα,τη νύχτα τη δική μου,τη νύχτα την προσωπική μου:από κρεβάτι σε κρεβάτι,δίχως μέτρα και ομοιοκαταληξίεςκαι διπλά νοήματα!»
47Μείναμε μακριά από τη μοίρα μας,σαν τα πουλιά που κάνουν τις φωλιές τουςστις χαραμάδες των μνημείων, των καπνοδόχωντων υπόστεγων· σταθήκαμε στον δρόμοτου πρίγκιπα την εποχή του κυνηγιού.
48Στα ερείπιά μου οι σκιές πρασινίζουνκι ο λύκος κοιμάταιστη χειμέρια νάρκη του ποιήματος,κι ονειρεύεται, όπως εγώκι όπως ένας φύλακας άγγελος,πως η ζωή είναι φυσική και... χύμα.49Οι μύθοι αρνούνται να βελτιώσουντα πρότυπά τους.
Μπορεί ν’ άνοιξε το σκάφος τουςκαι να έμπασαν νερά.
Μπορεί να προσάραξαν τα πλοία τουςκαι να εγκαταλείφτηκαν,κι ο ιδεαλιστήςνα ξεπεράστηκε από τον πραγματιστή,όμως τα πλοία των μύθωνδεν πρόκειται ν’ αλλάξουν τακτική.Όταν βρεθούν μπροστάστη δυσάρεστηπραγματικότητα,βάζουν τις μπουλντόζεςνα σαρώσουν τα πάντα.Το χρώμα της αλήθειας τους υπαγορεύειτο κείμενο: είναι όμορφη, λευκή,ολόλευκη, δίχως το παραμικρό ψεγάδι...
50[Σ’ έναν υπέρμαχο της ανωτερότητας της Δύσης]Ας πούμε πως τα πράγματαείναι έτσι όπως νομίζεις
-πως είμαι βλάκας, βλάκας, βλάκας,και δεν μπορώ να παίξω γκολφνα καταλάβω την υψηλή τεχνολογίακαι να πετάξω αεροπλάνο!Είναι λόγος αυτός για να φτιάξειςτη ζωή σου με κόστος τη δική μου;
Αν ήσουν άλλος και ήμουν άλλος,ίσως και να ’μαστε φίλοινα ομολογούσαμε ο ένας στον άλλονπόσο μας λείπουν τα σαχλαμαρίσματα.Όμως ο παλιάτσος, όπως ο Σάιλοκ ο έμπορος,είναι καρδιά, ψωμί και δυο μάτια τρομαγμένα.
51Σε κατάσταση πολιορκίας,Ο χρόνος γίνεται ένας τόποςΠου συρρικνώνεται, κι όλο συρρικνώνεται.Σε κατάσταση πολιορκίας,Ο χώρος γίνεται ένας χρόνοςΞεχασμένος από το παρελθόνΚαι το μέλλον.
52Αυτό το χαμηλό ύψωμα,αυτή η αγία πόρνη...
Δεν δίνουμε την απαραίτητη προσοχήστη μαγεία τέτοιων εκφράσεων.
Ένα κοίλωμαμπορεί να γίνει ένα κενό στον χώρο,μια καμπύλη στην γεωγραφία.
53Ο μάρτυρας με πολιορκείκάθε που έρχεται καινούργια μέρα
με ρωτάει: «Πού ήσουν;
Δώσε πίσω στο λεξικότις λέξεις που μου πρόσφερεςκι άσε εκείνους που κοιμούνταινα χορτάσουν τον ύπνο τουςδίχως φαντάσματα στα όνειρά τους».Ο μάρτυρας με διδάσκει:«Δεν υπάρχει αισθητικήπέρα από την ελευθερία».
54Ο μάρτυρας με δείχνει με το δάχτυλο:
«Γιατί, γυρεύεις πέρα απ’ τον ορίζοντα αιώνιες παρθένες;
Μας άρεσε η ζωή στη γη,ανάμεσα στις συκιές και τα πεύκα.Όμως ακόμα κι έτσιδεν βρήκαμε τον δρόμο μας.Ψάξαμε ώσπου σπαταλήσαμεόση ζωή διαθέταμε:το λίγο αίμα που κυλούσε πορφυρόστις φλέβες μας.
55Ο μάρτυρας με πολιορκεί:«Μην έρθεις στην κηδεία μουαν δεν με γνώριζες.Χάρες δεν θέλωούτε απ’ ανθρώπουςούτε από κτήνη».
56Ο μάρτυρας με προειδοποιεί:«Μην πιστεύεις τους πανηγυρισμούς τους.
Άκουσε μόνο τον πατέρα μουπου κοιτάζει την φωτογραφία μουκαι θρηνεί:
«Γιατί πήρες τη θέση μου, γιε, μου;Γιατί με προσπέρασες; Πρώτοςέπρεπε να φύγω εγώ. Πρώτος εγώ!»
57Ο μάρτυρας με πολιορκεί:«Σπίτι κι επίπλωση άλλαξα· αυτό είναι όλο.
Τώρα, ένα ελάφι τριγυρίζει στην στέγητης κάμαράς μου και το φεγγάριζεσταίνει τις άκριες των δαχτύλων μουκαι τέλος ο πόνοςτέλος οι κραυγές μου».
58Αυτή η πολιορκία θα κρατήσειώσπου να πειστούμενα επιλέξουμε μιαν ανώδυνη σκλαβιά,εντελώς ελεύθερα!
59Ν’ αντιστέκεσαι σημαίνει να γνωρίζειςπως έχεις υγιή καρδιά κι αρχίδια.και πως η αρχαία αρρώστια σουζει και βασιλεύει εντός σου:λέγεται ελπίδα.
60Καθώς ξεψυχούσε η αυγή,σηκώθηκα να βγω από το σώμα μου.
Καθώς ξεψυχούσε η νύχτα,άκουσα τα βήματα της ύπαρξής μου.
61Σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω στην υγειάόσων μαζί μου πίνουν: να ’ναι η συνείδησή τουςμια πεταλούδα όμορφη μέσα στο σκοτεινότούνελ αυτής της νύχτας.
62Σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω στην υγειάόσων μαζί μου πίνουν, μες στο πηχτό σκοτάδιμιας νύχτας που ξεχείλισε ψυχές σακατεμένες.
Σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω στην υγειάτου φαντάσματός μου.
63[σ’ έναν αναγνώστη]Μην εμπιστεύεσαι το ποίημα.
Είναι μια απουσία.Δεν είναι γνώση ούτε υπόθεση,είναι η αίσθηση μιας συντριβής.
64Αν πληγωθεί η αγάπη,θα την γιατροπορέψω,με χάδια και λόγια τρυφερά· προπάντωνξεχωρίζοντας τον τραγουδιστή από το τραγούδι.
65Οι φίλοι μου όλο μου ετοιμάζουν μια γιορτή- αποχαιρετιστήρια γιορτή- κι έναν άνετο τάφοστον ίσκιο της βαλανιδιάς,μ’ ένα μαρμάρινο ανάθημααπ’ την ταφόπλακα του χρόνου.Ωστόσο φαίνεται πως μάλλονθα πάω εγώ σε όλων τις κηδείες.Ποιος πέθανε σήμερα;
66Η πολιορκία με μεταμορφώνει από τραγουδιστήστην έκτη χορδή ενός επτάχορδου βιολιού.
67Η μάρτυς, κόρη της μάρτυρος,κόρης της μάρτυρος,αδελφή της μάρτυρος με τη σειρά της...
Η αδελφή της μάρτυρος μαχητούσυγγενεύει εξ αγχιστείαςμε τη μητέρα της μάρτυρος,εγγονή του παππού της μάρτυροςκαι γείτονας της θείας της μάρτυρος (κτλ., κτλ.)
Καμία είδηση δεν ενοχλείτον ανεπτυγμένο κόσμο,γιατί η εποχή της βαρβαρότητας έχει παρέλθειΚαι το θύμα είναι απλά «κάποιος»·κανείς δεν γνωρίζει το όνομά του,και η τραγωδία, όπως άλλωστε και η αλήθεια,είναι πράγματα σχετικά (κτλ., κτλ.)
68Πάψτε, πάψτε! Την ώρα ετούτηπρέπει ν’ ακούσουν οι στρατιώτες τα τραγούδια,που άκουσαν οι νεκροί μαχητέςκι έμειναν σαν άρωμαφρέσκου καφέ στο αίμα τους.
69Εκεχειρία, εκεχειρία.Καιρός να δοκιμάσουμε τις θεωρίες:μπορούν τα ελικόπτερα να γίνουν άροτρα;
Τους είπαμε: Εκεχειρία, εκεχειρία,για να δούμε τις προθέσεις.Η ουσία της ειρήνηςΜπορεί να αφομοιωθεί από την ψυχή.
Ύστερα μπορούμε να συναγωνιστούμεστον έρωτα της ζωήςΜε ποιητικές εικόνες.
Απάντησαν: «Δεν ξέρετεπως η ειρήνη αρχίζει πρώτα μέσα στον καθένα,αν θέλετε ν’ ανοίξετε την πύλητου οχυρού της αλήθειας μας;»Είπαμε, λοιπόν: «Κι ύστερα;»
70Το γράψιμο είναι ένα μικρούλι μυρμήγκιπου δαγκώνει τον αφανισμό.Το γράψιμο είναι ένα αναίμακτο τραύμα.
71Τα φλιτζάνια του καφέ μας, και τα πουλιά,και τ’ ανθισμένα δέντρα με τη διάφανη σκιά,κι ο ήλιος που πηδά από μάντρα σε μάντρα σαν γαζέλα,και τα σύννεφα που γράφουνμυριάδες σχήματα στον απέραντο ουρανό–σ’ ό,τι μας έμεινε απ’ αυτόν τον ουρανό-και οι λοιπές μνήμες που άντεξαν μέσα μας,αποδεικνύουν πως αυτό το πρωϊνόείναι όμορφο και δυνατό,κι εμείς παντοτινοί επισκέπτες του παντός.
ΡαμάλαΙανουάριος 2002ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου