Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ - ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΟΜΟΣ Δ΄

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 

ΕΔΩ

Προτιμώμενο πρόγραμμα για την ανάγνωση των αρχείων 
που είναι σε μορφή djvu  είναι το sumatrapdfreader

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ


ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ

Ο Ανδρέας, ο ένδοξος Απόστολος του Χριστού, ήταν γιος του Ιωνά και αδελφός του αγίου Αποστόλου Πέτρου [29 Ιουν.] και καταγόταν από την πόλη Βηθσαϊδά, στην ανατολική όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ. Αντίθετα με τον αδελφό του που ήταν έγγαμος, ο Ανδρέας προτίμησε να φυλάξει την παρθενία και διέμενε στο σπίτι του Πέτρου. Τα δύο αδέλφια ασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά και τηρούσαν με ευλάβεια όλες τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος [7 Ιαν., 29 Αυγ.] διέτρεχε την Ιουδαία και τις περιοχές του Ιορδάνη ποταμού κηρύττοντας με ιερό σθένος τη μετάνοια προς τον λαό, ο Ανδρέας προσέτρεξε σε αυτόν, εγκατέλειψε ό,τι τον έδενε με τον κόσμο και έγινε μαθητής του. Μια μέρα, αφού είχε βαπτίσει τον Μεσσία Χριστό, ο Τίμιος Πρόδρομος συνομιλούσε με τον Ανδρέα και έναν άλλο του μαθητή και, δείχνοντας τον Σωτήρα Χριστό που περνούσε από εκεί κοντά, τους είπε: «Να, ο Αμνός του Θεού!» (Ιωάν. 1, 35). Ακούγοντας τα λόγια αυτά του διδασκάλου τους που τους έδειχνε Εκείνον, του Οποίου Πρόδρομος και Βαπτιστής είχε ορισθεί υπό του Θεού, οι δύο μαθητές Τον ακολούθησαν για να μάθουν περισσότερα για το πρόσωπό Του. Ο Χριστός στράφηκε προς αυτούς και τους ρώτησε: «Τι ζητάτε;». Εκείνοι απάντησαν με σεβασμό: «Ραββί, πού μένεις;». «Ελάτε και δείτε!», τους είπε ο Κύριος. Πήγαν λοιπόν μαζί Του στο σπίτι όπου έμενε ως ξένος και όλη την ημέρα του έκαναν ερωτήσεις. Δεν καταλάβαιναν ακόμη ότι Αυτός ήταν ο Σωτήρ και Υιός του Θεού, μήτε και επιθυμούσαν να γίνουν μαθητές Του, ένιωθαν όμως μια ανείπωτη έλξη προς Αυτόν.

Από τη συζήτηση αυτή, ο Ανδρέας πείσθηκε ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας που ανέμενε ο λαός Του αιώνες τώρα, ο Λυτρωτής του κόσμου. Μη μπορώντας να συγκρατήσει την άφραστη χαρά του, έτρεξε προς τον αδελφό του τον Σίμωνα και του είπε: «Βρήκαμε τον Μεσσία!» (Ιωάν. 1, 41) και τον οδήγησε προς τον Ιησού Χριστό. Ο Ανδρέας, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο, ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τον Χριστό και για τον λόγο αυτό έλαβε την ονομασία «Πρωτόκλητος». Κατά τον άγιο Ευαγγελιστή Μάρκο (1, 14) όπως επίσης και κατά τον Ευαγγελιστή άγιο Ματθαίο (4, 12), η κλήση αυτή των πρώτων Αποστόλων έλαβε χώρα λίγο μετά τη συνάντηση με τον Τίμιο Πρόδρομο· όταν εκείνος είχε συλληφθεί, οι μαθητές του είχαν επιστρέψει πίσω στις εργασίες τους και συνάντησαν τον Χριστό να διδάσκει στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ.

Ο Ανδρέας εν συνεχεία ακολούθησε τον Κύριο όπου κι αν πήγαινε, σε πόλεις και χωριά, σε όρη και ερήμους, για να αρδεύεται από την πηγή των ζώντων υδάτων των λόγων Του. Ήταν παρών στον θαυμαστό πολλαπλασιασμό των άρτων (Ιωάν. 6) και μεσολάβησε στον Κύριο για να θρέψει με επίγεια τροφή τους πέντε χιλιάδες ανθρώπους. Ο Ανδρέας έτρεφε στενή φιλία με τον άγιο Φίλιππο που καταγόταν κι αυτός από τη Βηθσαϊδά. Όταν ορισμένοι Έλληνες ζήτησαν επίμονα από τον Φίλιππο να δουν τον Χριστό, ο Φίλιππος πήγε να το αναφέρει στον Ανδρέα που είχε μεγαλύτερη οικειότητα με τον Διδάσκαλο (Ιωάν. 12, 20). Μετά τους τρεις Αποστόλους, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη -μάρτυρες των υψηλότερων αποκαλύψεων της θεότητας του Κυρίου-, ερχόταν λοιπόν στη σειρά ο Ανδρέας, χαίροντας, όχι τόσο μιας αυθεντίας επί των υπολοίπων μαθητών, όσο κάποιας προτεραιότητας έναντι των άλλων.

Έγινε μάρτυς των συνταρακτικών συμβάντων που ακολούθησαν το σωτήριο Πάθος του Κυρίου και παρευρέθηκε μαζί με άλλους στις εμφανίσεις Του μετά την Ανάσταση. Κατά την Πεντηκοστή έλαβε το πλήρωμα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και του έπεσε ο κλήρος να ευαγγελίσει τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, τη Βιθυνία, τη Θράκη και την Ελλάδα (Μακεδονία, Θεσσαλία και Αχαΐα). Πιστός στις προτροπές του Κυρίου, δεν πήρε μαζί του «μήτε χρυσό, μήτε αργύριο, μήτε χάλκινο νόμισμα, μήτε σακί για τον δρόμο, μήτε ραβδί» (Ματθ. 10, 10) και πορεύθηκε για να κηρύξει το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας. Είναι αδύνατον να αναφέρει κανείς πόσες θλίψεις και πόσους κινδύνους αντιμετώπισε: στερήσεις κάθε είδους, ασθένειες, κινδύνους από ληστές, κακομεταχείριση από Εβραίους και ειδωλολάτρες. Όπου κι αν πήγαινε όμως, τον συνόδευε το Άγιο Πνεύμα, μιλούσε διά του στόματός του, ενεργούσε θαύματα και θεραπείες, του χάριζε την υπομονή και τη χαρά στις δοκιμασίες. Και ήταν ακριβώς η δύναμη αυτή του Θεού, η οποία κατοικούσε μέσα του, που τραβούσε τα πλήθη στην Πίστη. Παντού όπου πήγαινε, αφού φώτιζε με το κήρυγμα τον νου των ανθρώπων, αναγεννούσε τις ψυχές με το λουτρό του αγίου Βαπτίσματος, χειροτονούσε πρεσβυτέρους και επισκόπους επικεφαλής τους, έκτιζε ναούς και οργάνωνε εκεί τη λατρεία του Θεού.

Μετέβη κατ’ αρχήν στην Αμισό, στις ακτές της Μαύρης Θαλάσσης, και μετέστρεψε εκεί πλήθος Εβραίων, θεράπευσε δε με τη δύναμη του Θεού όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες. Εν συνεχεία, αφού συνέχισε την αποστολή του στην Τραπεζούντα και στη Λαζική, επέστρεψε για το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ. Από εκεί, αναχώρησε με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο για την Έφεσο και ευαγγέλισε για κάποιο χρονικό διάστημα τις δυτικές περιοχές της Μικράς Ασίας. Αναβαίνοντας ξανά προς την Προποντίδα και κηρύττοντας στις Νίκαια, Νικομήδεια, Χαλκηδόνα, Ηράκλεια του Πόντου, Άμαστρι, αναγκάσθηκε να αντιμετωπίσει επανειλημμένως φανατικούς οπαδούς της ειδωλολατρίας και σοφιστές με απατηλά λογικά επιχειρήματα, αλλά αποστόμωνε και τους μεν και τους δε με τη σοφία και τα θαύματά του. Φθάνοντας στη Σινώπη, ελευθέρωσε με την προσευχή του τον Απόστολο Ματθία από τις αλυσίδες του, αλλά συνελήφθη κι αυτός με τη σειρά του από μαινόμενους ειδωλολάτρες και υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια: τον έριξαν καταγής, τον κτυπούσαν όλοι μαζί, του έκοψαν μάλιστα και ένα δάχτυλο με τα δόντια. Σε όλες αυτές τις δοκιμασίες ο άγιος Ανδρέας δεν προσπάθησε μήτε να φύγει, μήτε να αντισταθεί, αλλά τα υπέμεινε όλα μιμούμενος τον Διδάσκαλό του, τον Αμνό του Θεού, ο Οποίος ήλθε στη γη για να υποφέρει και να άρει τις αμαρτίες του κόσμου. Στο θέαμα της σταθερότητάς του, της μακροθυμίας του απέναντι στους δημίους του και βλέποντας το πλήθος των θαυμάτων του, οι κάτοικοι της Σινώπης μετανόησαν, του ζήτησαν συγχώρηση και έλαβαν το άγιο Βάπτισμα.

Αφού εγκατέστησε επίσκοπο και πρεσβυτέρους στη Σινώπη, ο Απόστολος αναχώρησε για τις πόλεις του Πόντου, τις οποίες είχε ήδη ευαγγελίσει, για να στερεώσει την πίστη και το φρόνημά τους. Συνέχισε το κήρυγμά του και αντέκρουσε τους φιλοσόφους ειδωλολάτρες στη Νεοκαισάρεια και τα Σαμόσατα, κατόπιν δε, πήγε ξανά στην Ιερουσαλήμ για τη Σύνοδο των Αποστόλων που συνεκλήθη για το θέμα του τρόπου εισδοχής των πρώην ειδωλολατρών στην Εκκλησία (Πράξ. 15, 6).

Μετά την εορτή του Πάσχα, συνόδευσε για κάποιο διάστημα τον Ματθία και τον Θαδδαίο προς τις εσχατιές της Μεσοποταμίας και ξεκίνησε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στις βαρβαρικές περιοχές ανατολικά της Μαύρης Θαλάσσης, νοτίως της σημερινής Ρωσίας (Κριμαία και Ουκρανία). Κατόπιν, κατέβηκε πάλι προς τη Θράκη και φώτισε με το κήρυγμά του τις καρδιές των κατοίκων της μικρής, τότε, πόλεως του Βυζαντίου. Έκτισε εκεί έναν ναό αφιερωμένο στην Κυρία Θεοτόκο και άφησε ως επίσκοπο τον άγιο Στάχυ [31 Οκτ.], έναν από τους Εβδομήκοντα μαθητές. Συνέχισε την ακάματη περιοδεία του σε Θράκη, Μακεδονία και Θεσσαλία και έφθασε μέχρι την Πάτρα, την Πελοπόννησο.

Στην Πάτρα, ο άγιος Απόστολος μετέτρεψε την ίδια τη σύζυγο του Ρωμαίου ανθύπατου, τη Μαξιμίλα, θεραπεύοντάς την από ανίατη ασθένεια. Επιδαψίλευσε τις αγαθοεργίες του και στους άλλους κατοίκους και συγκρότησε γρήγορα μια κοινότητα μαθητών του Χριστού. Κατά την απουσία του ανθύπατου Αιγεάτη, μετέτρεψε επίσης και τον αδελφό και αντικαταστάτη του, Στρατοκλή. Ο Αιγεάτης επέστρεψε εξοργισμένος με την πρόοδο του χριστιανισμού που είχε φθάσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι και διέταξε να συλληφθεί ο Απόστολος. Από τη φυλακή του ο Ανδρέας, συνέχισε το κήρυγμά του και χειροτόνησε τον Στρατοκλή επίσκοπο Πατρών. Λίγες ημέρες αργότερα εξεδόθη η καταδικαστική απόφαση δίχως δίκη, και ο άγιος σταυρώθηκε ανάποδα δεμένος με σχοινιά σ’ έναν σταυρό, ώστε να παρατείνεται το μαρτύριό του. Ας σημειωθεί ότι σε μερικές παραλλαγές του μαρτυρίου του, πιθανόν υπό την επίδραση του μαρτυρίου του Αποστόλου Πέτρου, αναφέρεται ότι ο άγιος Ανδρέας σταυρώθηκε χιαστί. Με πόση χαρά όμως δέχθηκε να μιμηθεί τον Χριστό, ακόμη και στον τρόπο θανάτου υπέρ Αυτού! Αφού συγκράτησε τους φίλους του που ήθελαν να τον σώσουν, ο Απόστολος Ανδρέας ευλόγησε για τελευταία φορά τους πιστούς και παρέδωσε το πνεύμα. Σύντομα ο ανθύπατος υπέστη βίαιο θάνατο ως τιμωρία για την ανομία του, ενώ ο νέος επίσκοπος Στρατοκλής, αφού μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, ανήγειρε καθεδρικό ναό στον τόπο όπου μαρτύρησε ο σεπτός Απόστολος.

Πολλά χρόνια μετά, στις 3 Μαρτίου του 357, τα τίμια λείψανα του αγίου μετέφερε από την Πάτρα στην Κωνσταντινούπολη ο άγιος Αρτέμιος [20 Οκτ.], με διαταγή του Κωνσταντίου, γιου του αγίου Κωνσταντίνου. Εναποτέθηκαν μαζί με εκείνα του αγίου Λουκά [18 Οκτ.] και του αγίου Τιμοθέου [22 Ιαν.] στη νεόκτιστη τότε εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Πέντε αιώνες αργότερα, επέστρεψαν στην Πάτρα, σταλμένα από τον Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα (867-886). Εν συνεχεία, μπροστά στην απειλή της τουρκικής εισβολής στην Πελοπόνησσο, προσφέρθηκαν στον πάπα της Ρώμης Πίο Β΄ (1458-1464) από τον δεσπότη του Μωρέως Θωμά Παλαιολόγο (1409-1465), το 1460. Η κάρα του αγίου επέστρεψε, τέλος, στις 26 Σεπτεμβρίου 1964, προς χαρά και παρηγορία όλων των πιστών ορθοδόξων.

Σύμφωνα με μια σλαβική παράδοση, ο άγιος Ανδρέας φέρεται να έφθασε μέχρι τη Ρωσία, γεγονός που θα προσέφερε στη ρωσική Εκκλησία μια εξίσου μακρινή, αποστολική καταβολή με εκείνη του Βυζαντίου. Όπως και να έχει, αυτή όντως ανήκει στον κλάδο που προέρχεται από τον άγιο Ανδρέα, αφού μετά τη μεταστροφή της, υπαγόταν για πολλούς αιώνες στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.

Στη δυτική παράδοση, ο άγιος τιμάται ιδιαιτέρως ως προστάτης της Σκωτίας. Κατά τον μεσαίωνα υπήρχαν εκεί περισσότερες από 800 εκκλησίες αφιερωμένες στον Πρωτόκλητο. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος (Νοέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Ο πρώτος που αφοσιώθηκε στον Κύριο - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



Άγιος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος
Ο πρώτος που αφοσιώθηκε στον Κύριο

 ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

(Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 5/12/1954)

 

Ο κάθε ένας από τους δώδεκα Αποστόλους έχει τον ξεχωριστό του χαρακτήρα. Ο Πέτρος είναι απλός και θερμός, ο Παύλος γοργός στο πνεύμα και στο κορμί, ο Ιωάννης υψιπετής, ο Σίμων ζηλωτής, ο Θωμάς δύσπιστος, ο Ναθαναήλ αγαθός, ο Ανδρέας «πραΰς και ολιγόλογος». Ο Πέτρος, ο αδελφός του Ανδρέα λέγεται «κορυφαίος» και ο Παύλος «σκεύος εκλογής», ο Ιωάννης και ο αδελφός του Ιάκωβος λέγονται «υιοί βροντής», ο Ανδρέας λέγεται Πρωτόκλητος επειδή πρώτων τον εκάλεσε κοντά του ο Χριστός. Ο Ανδρέας και ο Ιωάννης πριν να ακολουθήσουνε το Χριστό ήτανε μαθητές του Ιωάννη του Πρόδρομου. 
Ο απόστολος Ανδρέας είχε, όπως και ο Φίλιππος, ελληνικό όνομα κι ίσως, επειδή γνώριζε την ελληνική γλώσσα, ύστερα από πολλή περιπλάνηση ήρθε στο τέλος στην Ελλάδα και μαρτύρησε στην Πάτρα. Είναι ο μόνος από τους δώδεκα Αποστόλους που μαρτύρησε στην Ελλάδα. Οι άλλοι, οι περισσότεροι τελευτήσανε στα μέρη της Ανατολής και στη Μικρά Ασία κι ο Πέτρος κι ο Παύλος μαρτυρήσανε στη Ρώμη. Η Ασία λοιπόν είναι το ιερό κοιμητήριο των Αποστόλων και των Αγίων. Η Ελλάδα άκουσε το αποστολικό κήρυγμα μοναχά από δύο απόστόλους, από τον Ανδρέα τον Πρωτόκλητο και από τον Παύλο. Αλλά από αυτούς μοναχά ο Ανδρέας μαρτύρησε στην Ελλάδα και θάφτηκε στο χώμα της. Για τούτο έχει χρέος η Ελληνική Εκκλησία να τον γιορτάζει με ιδιαίτερη λαμπρότητα. 
Τότε που πήγανε οι Έλληνες να δούνε το Χριστό και παρακαλέσανε το Φίλιππο και τον Ανδρέα να μεσολαβήσουνε επειδή ήξεραν ελληνικά, ο Κύριος με τα λόγια του φανέρωσε, πως θα δοξαζότανε με τους Έλληνες, δηλαδή πως οι Έλληνες με τη γλώσσα τους θα διαδίδανε το Ευαγγέλιό του και πως αυτός έπρεπε να σταυρωθεί για να ριζώσει η θρησκεία του με τη θυσία. Υπηρέτες αυτής της θεϊκής αποστολής θα ήτανε οι Απόστολοι κι ανάμεσά τους ο Ανδρέας προορίστηκε να γίνει ο κήρυκας του Ευαγγελίου στην Ελλάδα πριν από τον Απόστολο Παύλο. 
Κατά την Πεντηκοστή έγινε η επιφοίτησις του Αγίου Πνεύματος κι ύστερα σκορπίσανε οι Απόστολοι για να διδάξουνε τον κόσμο αφού λάβανε «δύναμιν εξ ύψους». Ο Απόστολος Ανδρέας τράβηξε πέρα, στην ακρογιαλιά της Μαύρης Θάλασσας και κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αμισσό (Σαμψούντα) και στην Τραπεζούντα. Κατόπιν γύρισε πίσω στην Ιερουσαλήμ για να γιορτάσει το Πάσχα κι ύστερα μαζί με τον Ιωάννη πήγε στην Έφεσο. Εκεί είδε στο όνειρό του το Χριστό που τον πρόσταξε να πάγει να κηρύξει το Ευαγγέλιο στους Σκύθας και στους Βιθυνούς. Αμέσως μίσεψε και έφθασε στη Βιθυνία κι εκεί κάθιζε δυο χρόνια. Έπειτα πήγε πάλι στη Μαύρη Θάλασσα και μετά καιρό γύρισε πάλι στα Ιεροσόλυμα. Από εκεί τράβηξε μέσα από τη Μεσοποταμία και από την Καππαδοκία κι έφθασε στα βορινά ακρογιάλια της Μαύρης Θάλασσας, σε μέρη που κατοικούσανε άνθρωποι άγριοι, οι Σκύθες και τους κήρυξε το Ευαγγέλιο, ώσπου έφτασε στο Κίεβο που ήτανε η ιερή πολιτεία της ειδωλολατρίας, κι εκεί δείχνεται ακόμη το χαμοβούνι που έμπηξε το Σταυρό, λεγόμενο σλαδωνικά «Ανδρεγεφσκαγιά γόρα», δηλαδή βουνό του Αγίου Ανδρέα. 
Ύστερα πήγε στον Καύκασο και κήρυξε το Χριστιανισμό, έφθασε κάτω ως τη Σεβάστεια, πού ήτανε τότε η μητρόπολη της Αρμενίας, μετά λένε πως πήγε ως τη Χορασμία της Σογδιανής, το σημερινό Χαρασσάν και τέλος γύρισε πίσω στη Σινώπη κι από εκεί μπαρκάρισε σ’ ένα καράβι και πήγε στο Βυζάντιο που τότε ήτανε ακόμη ένα χωριό κι εκεί σύστησε τη πρώτη χριστιανική κοινότητα από τη οποία άνθισε υστερώτερα η Νέα Σιών, η μητρόπολη της Χριστιανοσύνης, η Κωνσταντινούπολη. Εκεί έχτισε εκκλησία της Παναγίας και χειροτόνησε επίσκοπο τον Άγιο Στάχων, έναν από τους εβδομήντα Αποστόλους . 
Από το Βυζάντιο πήγε στη Θράκη, πέρασε τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, και τέλος κατέβηκε στον Μοριά και καταστάθηκε στην Πάτρα, που ήτανε τότε η σπουδαιότερη πολιτεία της Ελλάδας μαζί με την Κόρινθο και μεγάλο λιμάνι, που είχε μεγάλη δοσοληψία με τη Ιταλία. Αυτή η πολιτεία ήτανε τότε γεμάτοι από Ρωμαίους κι έβραζε από την ακολασία. Είχε ένα πλήθος αμέτρητο από ναούς της ειδωλολατρίας και από αγάλματα ξετσίπωτα. Εκεί λατρευόντανε απάνω απ’ όλους τους ψευτοθεούς η Αφροδίτη κι ο Βάκχος και γινόντανε διάφορες τελετές αδιάντροπες, σαν τα ελεεινά εκείνα Φαλληφόρια, Σόδομα και Γόμορρα! 
Ανθύπατος της Αχαΐας ήτανε τότε ένας ντόπιος λεγόμενος Αιγεάτης, σκύλος λυσσασμένος της ειδωλολατρίας. Τη γυναίκα του τη λέγανε Μαξιμίλλα. Ο άγιος Ανδρέας γρήγορα κέρδισε πολλές ψυχές με το κήρυγμά του και με τα θαύματα που έκανε. Βάφτιζε τον κόσμο κοντά σε μια πηγή που τη λέγανε «Πηγή της Δήμητρας» και που τώρα τη λένε «Πηγάδι του Αγίου Ανδρέα». Στο μεταξύ ο Αιγεάτης πήγε στη Ρώμη κατά προσταγή του Νέρωνα και στη θέση του άφησε τον αδελφό του Στρατοκλή. Αυτός είχε έναν υπηρέτη άρρωστο και τον συμβούλεψε η Μαξιμίλλα να τον πάγει να τον γιατρέψει ο Άγιος Ανδρέας, όπως είχε γιατρέψει κι αυτή. Και πράγματι τον γιάτρεψε. Τότε ο Στρατοκλής, μαζί με τη Μαξιμίλλα, τη νύφη του, πιστέψανε στο Χριστό και βαφτισθήκανε. 
Σαν γύρισε στη Πάτρα ο Αιγεάτης κι έμαθε πως αλλαξοπιστήσανε η γυναίκα του κι ο αδελφός του, πρόσταξε να πιάσουνε τον Ανδρέα και να τον φυλακίσουνε, Κι επειδή η Μαξιμίλλα δεν γνώριζε τον Αιγεάτη για άνδρα της, αν δεν γινότανε χριστιανός, έδωσε διαταγή να τον σταυρώσουνε. Ο άγιος Ανδρέας δεν ήξερε με τι θάνατο θα τον θανατώνανε. Σαν είδε λοιπόν τον σταυρό χάρηκε πολύ που θα αξιωνότανε να σταυρωθεί σαν τον Κύριό του. Σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έκανε τη προσευχή του, ύστερα ασπάσθηκε τον σταυρό του και βλόγησε τα λαό. 
Σταυρώθηκε ο Πρωτόκλητος, ο αγιασμένος κριός, που βάδισε πρώτος μπροστά στην ποίμνη το Χριστού, γέροντας παραπάνω από εβδομήντα χρονών, με ανδρεία θαυμαστή, ο επώνυμος της ανδρείας. Η παράδοση λέγει πως ο σταυρός απάνω στον οποίο παράδωσε τα πνεύμα του ήτανε καμωμένος από δυο κομμάτια ξύλο σε σχήμα Χ και πως παρακάλεσε να τον σταυρώσουνε με το κεφάλι προς τα κάτω, κρίνοντας πως δεν είναι άξιος να σταυρωθεί όρθιος όπως ο Χριστός. 
«Σταυρόν κατακεφαλής τριακοστή Ανδρέας έτιλη» 
Η σταύρωση του Αγίου Ανδρέα έγινε στις 30 Νοεμβρίου στον τόπο που βρίσκεται σήμερα η εκκλησιά του, κοντά στη θάλασσα. Είναι χτισμένη απάνω στα ερείπια του ναού της Δήμητρας. Μέσα στην εκκλησιά υπάρχει ακόμα ο τάφος του, πλην το ιερό λείψανο του δεν υπάρχει μέσα γιατί το πήγανε στη Ιταλία τ’ αδέρφια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Το Ταβάνι της εκκλησιάς είναι ζωγραφισμένο από τον Δημήτριο Βυζάντιο, που ήταν αγιογράφος και συγγραφέας κι έχει γραμμένη τη Βαβυλωνία. Αυτά τα έργα είναι μέτρια, καμωμένα κατά τον ιταλικό τρόπο. Αλλά η κιτρινάδα του καιρού τα έκανε σεβάσμια και συμπαθητικά. 
Οι Πατρινοί, που στον τόπο τους κήρυξε και μαρτύρησε ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων έχουνε χρέος να κάνουνε γι αυτόν μια εκκλησία άξιά του στη θέση του σημερινού κακότεχνου κτίσματος, που κατορθώσανε να κάνουνε γιατί όλοι τους νομίσανε πως είναι ειδικοί και αρχιτέκτονες. Να κάνουνε μια εκκλησία βυζαντινή απάνω σε παλιό σχέδιο του Αγίου Όρους ή της Θεσσαλονίκης, ώστε ερχόμενος κανένας από τη Ευρώπη να βλέπει ένα κτίριο που να φανερώνει πως αντικρίζει πολιτεία ελληνική ορθόδοξη. Ας αφήσουνε τις φραγκοεπιδείξεις κι ας αποφασίσουνε πια να τελειώσει αυτό το ατελείωτο ζήτημα Ας αναθέσουνε σ’ ένα αρχιτέκτονα αυτή τη δουλειά, με τη συμφωνία να δουλέψει απάνω σε παλιά βυζαντινά σχέδια, αντί να μπαλώνει τα αμπάλωτα.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Ο άγιος Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Ροστώφ


Ο άγιος Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Ροστώφ 
28 Νοεμβρίου  
Ο Στέφανος, πατέρας του αγίου Θεοδώρου, ήταν μεγαλύτερος αδελφός του αγίου Σεργίου Ραντονέζ [25 Σεπτ.]. Όταν εκοιμήθη η γυναίκα του, έγινε μοναχός στη Μονή Χότκοβο, εν συνεχεία ασκήτευσε για λίγο με τον αδελφό του Σέργιο στα δάση του Ραντονέζ και κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Μονή των Θεοφανείων στη Μόσχα, όπου έγινε ο πνευματικός πατέρας του μεγάλου ηγεμόνα. 
Ο μικρός γιος του τον ακολουθούσε παντού και όταν έγινε δώδεκα χρόνων, ο πατέρας του τον εμπιστεύθηκε στην πνευματική καθοδήγηση του αγίου Σεργίου. Ενδυθείς αμέσως το αγγελικό Σχήμα, ο Θεόδωρος κέρδισε τον θαυμασμό των μοναχών του Ραντονέζ με τον ζήλο του για την προσευχή, την πραότητά του και κυρίως με την προθυμία του να εξομολογείται κάθε του λογισμό στον πνευματικό του πατέρα. 
Φθάνοντας σε κανονική ηλικία, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Προόδευσε τόσο σε όλες τις άγιες αρετές και στη θεωρία, που ορισμένοι μοναχοί είδαν αγγέλους να συλλειτουργούν μαζί του κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας. 
Μια ημέρα, καθώς προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από ψηλά να του δίνει εντολή να αναχωρήσει για την έρημο, με σκοπό να ιδρύσει ένα κοινόβιο που θα συγκέντρωνε πλήθος διψασμένων για τον Θεό ψυχών. Μετά από πολύ καιρό, έλαβε την ευλογία του αγίου Σεργίου και ίδρυσε ένα πρώτο μοναστήρι σε έναν τόπο που ονομαζόταν Σιμονώφ, στις όχθες του ποταμού Μόσχοβα. 
Αργότερα όμως εγκαταστάθηκε λίγο πιο μακριά, στο Νέο Σιμονώφ, όπου αφιέρωσε ένα δεύτερο μοναστήρι στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η μονή, την οποία επισκεπτόταν συχνά ο άγιος Σέργιος, απέκτησε μεγάλη πνευματική αίγλη και ο άγιος Θεόδωρος εστάλη σε δύο επίσημες αποστολές στην Κωνσταντινούπολη (1383, 1388). 
Κατά την πρώτη του παραμονή στη Βασιλεύουσα, ο πατριάρχης Νείλος (1380-1388) του έδωσε το αξίωμα του αρχιμανδρίτου, και λίγα χρόνια μετά τη δεύτερη αποστολή του, ο μέγας ηγεμών, άγιος Δημήτριος Ντονσκόι [19 Μαΐου] –του οποίου ο άγιος ήταν ο πνευματικός πατέρας– τον πρότεινε για επίσκοπο του Ροστώφ (1392). 
Ως φιλεύσπλαχνος ποιμένας αγαπήθηκε πολύ από τον λαό του Ροστώφ, που έκλαψε απαρηγόρητα όταν ο άγιος Θεόδωρος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, την 28η Νοεμβρίου 1395.


 «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024

Ο όσιος Διόδωρος, κτίτορας της Μονής του όρους Αγίου Γεωργίου


 

Ο όσιος Διόδωρος, κτίτορας της Μονής του όρους Αγίου Γεωργίου
 27 Νοεμβρίου
Ο όσιος Διόδωρος γεννήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα στην περιοχή της λίμνης Ονέγκα, στη βόρειο Ρωσία. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι για να επισκεφθεί τη Μονή Σολόφκι και ζήτησε να γίνει δεκτός εκεί. 
Για τρία χρόνια επέδειξε τέτοιο ζήλο στα διακονήματα και τέτοια τελειότητα στις άγιες αρετές, που ο ηγούμενος δέχθηκε να τον ενδύσει με το άγιο αγγελικό Σχήμα και εμπιστεύθηκε την πνευματική του καθοδήγηση σε έναν άγιο άνθρωπο, τον Ιωσήφ. Αυτός ήταν μέγας θαυμαστής των άθλων των γερόντων αναχωρητών. Ενέπνευσε στον νέο τον έρωτα της ησυχαστικής πολιτείας και του γνώρισε ορισμένους ερημίτες που ζούσαν τότε στα δάση γύρω από το μοναστήρι, σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, λόγω της τραχύτητας του βορείου κλίματος. 
Ο Διόδωρος (Δαμιανός) συνήθιζε να τους επισκέπτεται για να τους πηγαίνει μερικά τρόφιμα και να συνομιλεί μαζί τους. Κατέληξε μάλιστα να περνά όλο τον χρόνο του σχεδόν στο δάσος οδηγώντας και άλλους μοναχούς προς τον ερημητικό βίο. 
Η υπόλοιπη αδελφότητα παραπονέθηκε στον ηγούμενο και εκείνος ανάγκασε τον Δαμιανό και τους συντρόφους του να επιστρέψουν στη μονή. Ο όσιος κλείσθηκε για πεντέμισι μήνες στο νοσοκομείο της μονής ως τιμωρία. Όταν τελείωσε ο περιορισμός του, έφυγε κρυφά από το μοναστήρι και παίρνοντας το καράβι έπλευσε τον ποταμό Ονέγκα αναζητώντας πρόσφορο τόπο. 
Εγκαταστάθηκε σε ένα κελλί στις όχθες της λίμνης Κένο, αλλά μετά από λίγο εκδιώχθηκε από τους χωρικούς της περιοχής αφού τον ξυλοφόρτωσαν. Από εκεί μετέβη κοντά στη λίμνη Βοδλά και έκτισε κελλί σε έναν τόπο τόσο άγριο, που έμεινε εκεί για επτά χρόνια σε απόλυτη ησυχία. Εν συνεχεία, ένας άλλος εραστής της ερήμου, ο Πρόχορος, ήλθε να τον συναντήσει και μαζί συνέχισαν τους αγώνες τους μέχρι που μετά από ένα όραμα ανέλαβαν την ίδρυση μιας μεγάλης μονής αφιερωμένης στην Αγία Τριάδα, στο όρος Αγίου Γεωργίου (Γιούρυ). 
Ο όσιος εύκολα εξασφάλισε την άδεια του τσάρου Μιχαήλ Φεδώροβιτς και έλαβε σημαντική δωρεά από τη μητέρα του τσάρου – η οποία έγινε μοναχή με το όνομα Μάρθα († 1645) –, από πλούσιους εμπόρους και από τη Λαύρα του Αγίου Σεργίου. Παρά το πλήθος των δοκιμασιών και των πειρασμών εκ μέρους των δαιμόνων κατόρθωσε να κτίσει τρεις μεγάλες εκκλησίες και μεγάλο αριθμό κελλίων (1626). Έχοντας αναλάβει το θεάρεστο τούτο έργο με μόνον τον συνασκητή του Πρόχορο, ο όσιος αναλάμβανε τις πλέον ταπεινωτικές εργασίες και συνέχισε να τις εκτελεί ακόμα κι όταν αυξήθηκε η αδελφότητα. 
Μία ημέρα, ένας φθονερός μοναχός, ο Θεοδόσιος, επιτέθηκε στον όσιο και τον άφησε σχεδόν νεκρό στο δάσος. Ο Διόδωρος κατάφερε παραταύτα να φθάσει στο κελλί του. Μόλις ο Θεοδόσιος τον είδε μπροστά του έπεσε κλαίγοντας στα πόδια του ζητώντας του να τον συγχωρήσει και να μην αποκαλύψει στους αδελφούς την κακή πράξη του. Ο όσιος, ανίκανος για οποιαδήποτε μνησικακία, τον συγχώρεσε. 
Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τον Θεοδόσιο. Καταπιάστηκε να στρέψει εναντίον του οσίου τους δοκίμους και λίγο αργότερα έφυγε από το μοναστήρι με δεκαεπτά από αυτούς παίρνοντας μαζί του το ταμείο της αδελφότητας. Ο Διόδωρος δεν τους κράτησε κακία και έμεινε αδιάφορος απέναντι στην οικονομική απώλεια. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η απώλεια της ψυχής των δύστυχων αυτών και προσευχόταν θερμά υπέρ αυτών. Μέσα σε τούτες τις δοκιμασίες, ευχαριστούσε τον Θεό και εγκαρτερούσε με απέραντη υπομονή. 
Η μονή ευημερούσε χάρη στις προσευχές και στις θεόπνευστες διδαχές του οσίου Διοδώρου. Την παραμονή ενός ταξιδιού του για υποθέσεις του μοναστηριού, συγκέντρωσε γύρω του τους πιο κοντινούς μαθητές του, τους προείπε το επικείμενο τέλος του, όρισε διάδοχό του και τους άφησε τις τελευταίες παραινέσεις του για τη σωτηρία των ψυχών. 
Εκοιμήθη ταξιδεύοντας προς το Καργοπόλ, στις 27 Νοεμβρίου 1633. Τα τίμια λείψανά του μεταφέρθηκαν στη μονή και επιτελούν πολλά θαύματα.

 «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ



ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ  

27 Νοεμβρίου 

Ο ένδοξος αθλητής του Χριστού Ιάκωβος καταγόταν από το Μπεΐτ-Λαπάντ, κοντά στα Σούσα της Περσίας. Ήταν γόνος ευγενούς και πλούσιας οικογενείας και έγινε έμπιστος του βασιλέα της Περσίας Βαχράμ Ε΄ (420-438), γιου του Ισδιγέργη Α΄ (399-425), ο οποίος του προσέφερε τιμές και προνόμια στην αυλή του. Τυφλωμένος από την εύνοια αυτή του ηγεμόνα, τις κολακείες και τις μάταιες ηδονές του κόσμου τούτου, ο Ιάκωβος, που είχε λάβει χριστιανική ανατροφή από τους γονείς του, αρνήθηκε τον Χριστό και ασπάσθηκε την ειδωλολατρική θρησκεία του βασιλέα. Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, του έστειλαν μία επιστολή με την οποία τον πληροφορούσαν ότι δεν τους συνέδεε πια τίποτε μαζί του, αφού αυτός είχε προτιμήσει την πρόσκαιρη δόξα από την αγάπη του Χριστού και την επαγγελία των αιωνίων αγαθών. Τα λόγια αυτά συντάραξαν βαθιά τον Ιάκωβο και, συνερχόμενος όπως από μέθη, έκλαυσε πικρά για το αμάρτημά του και άλλαξε ριζικά στάση απέναντι στον βασιλέα. Ομολόγησε δημοσίως το σφάλμα του και διακήρυξε παντού ότι ήταν μαθητής του Σωτήρος Χριστού που σταυρώθηκε για τη σωτηρία μας. Δεν είχε πια παρά μόνον μία επιθυμία: να συμμερισθεί τον ζωοποιό τούτο θάνατο για να βρει μια θέση πλησίον του Θεού. 
Στο θέαμα αυτό ο ηγεμόνας έγινε έξω φρενών και αφού έβαλε να συλλάβουν τον άγιο διέταξε να τον υποβάλουν σε τρομερά βασανιστήρια. Η τόλμη του μάρτυρα αυξανόταν διαρκώς με τους πόνους και ενέπαιζε τον βασιλέα και τους δημίους του για την ανημποριά τους. Ο τύραννος τότε μηχανεύθηκε ένα τρομερό μαρτύριο και κάλεσε όλη την πόλη για να το παρακολουθήσει. Αφού έδεσαν τον άγιο, άρχισαν να του κόβουν μεθοδικά τα μέλη του, κομμάτι-κομμάτι, αρχίζοντας από τα χέρια και τα πόδια. Μία θεία δύναμη τον περιέβαλε τότε, καθιστώντας τον τελείως απαθή και ξένο στον αφόρητο πόνο. Τέλος αποκεφαλίσθηκε και, όχι μόνον έλαβε συγχώρεση για το σφάλμα του, αλλά αξιώθηκε και τις αιώνιες απολαύσεις που προορίζονται για τους γενναίους και μακάριους αθλητές του Χριστού. 



«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, Νοέμβριος
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΥΠΙΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

 

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΥΠΙΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ
Ο Όσιος Αλύπιος ο Κιονίτης γεννήθηκε στις αρχές 6ου αι. στην Αδριανούπολη της Παφλαγονίας. Ονομάστηκε Κ ι ο ν ί τ η ς, δηλαδή Στυλίτης, γιατί έμεινε για διάστημα εξήντα επτά χρόνων πάνω σε ένα κίονα στην έρημο, με προσευχή και σκληρή άσκηση. Η αγία κάρα του βρίσκεται στην αγιορειτική μονή του Κουτλουμουσίου και η μνήμη του τελείται στις 26 Νοεμβρίου. 
Νεαρός ακόμη, ο μέγας Αλύπιος, έχοντας την καρδιά πυρωμένη από την αγάπη στον Θεό, προβληματιζόταν τί να κάνει στην παρούσα ζωή, για να κατορθώσει την ολοκληρωτική και παντοτινή συμβίωσή του με Αυτόν που ποθούσε, την ολοκάθαρη θεωρία Εκείνου με όλο του το νου και τη γνήσια ένωση μαζί Του. Αποφάσισε λοιπόν ν’ απαρνηθεί τα πάντα και να φύγει, φυσικά μακριά από φίλους , συγγενείς, γνωστούς, κι από την ίδια του την μητέρα, διαλέγοντας τον αγαθό δρόμο της ησυχαστικής ζωής. Την απόφαση αυτήν εμπιστεύθηκε μόνο στην μητέρα του. 
-Μάνα, της είπε, με κυρίεψε πόθος φλογερός να πάω κατά την ανατολή, όπου πολλοί έζησαν θεάρεστα και μακάρια, διαλέγοντας τον ησυχαστικό βίο. Κατευόδωσέ με λοιπόν σ’ αυτό το δρόμο και δώσε μου τις ευχές σου σαν φυλαχτό. 
Σαν άκουσε εκείνη αυτά τα λόγια, δεν έπαθε τίποτε απ’ όσα παθαίνουν οι γυναίκες, όταν ακούνε παρόμοιες αποφάσεις των παιδιών τους. Δεν προέβαλε σαν εμπόδιο τη χηρεία της ούτε την μοναξιά της. Δεν είπε πως είναι πράγμα ασήκωτο για τις μανάδες να χάνουν ένα γιό τόσο καλό, ούτε κάτι άλλο παρόμοιο. Δεν προσπάθησε να ματαιώσει την πρόθεση του αγαπημένου της παιδιού. Ποθούσε, βλέπετε, πραγματικά το συμφέρον του γιού της πιο πολύ από το δικό της. Αντίθετα, σήκωσε τα μάτια, άπλωσε τα χέρια και συγκέντρωσε όλη της τη σκέψη σε προσευχή. Ύστερα είπε: 
-Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε εκεί πού σε οδηγεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Να, ο Θεός, που σ’ Αυτόν μέσα ζούμε και σ’ Αυτόν σε παραδίδω , θα στείλει τον άγγελό Του μπροστά σου, για να σε οδηγήσει όπου είναι το θέλημα Του. Άμποτε να σου στείλει βοήθεια από το άγιο κατοικητήριο Του και από την ουράνια Σιών να σε προστατεύει. Να σου φορέσει σαν θώρακα την δικαιοσύνη και να σου βάλει την περικεφαλαία της σωτηρίας. Σαν ήλιος του μεσημεριού να λάμψη η αρετή στα έργα σου, που χάρη σ’ αυτά αγάπησες τον Δεσπότη Χριστό περισσότερο από γονείς και από πατρίδα. 
Έτσι, βάζοντας την αρετή πιο πάνω από τη μητρική φύση, δεν προσπάθησε να κάνει ή να πει τίποτε ανάξιο της. 
Έπειτα, μετά την ευχή, ο γιός τυλίχθηκε στο λαιμό της μάνας κι η μάνα αγκάλιασε με λαχτάρα το γιό, και βρέχονταν και οι δυό τους με θερμά δάκρυα. Και αφού καταφιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Η μάνα κίνησε για το σπίτι, και ο γιός πήρε το δρόμο που ποθούσε. 
Ποθώντας την τελειότητα ανέβηκε στην κορυφή ενός στύλου. Στη βάση του στύλου του, με την προσέλευση πολλών μαθητών, δημιουργήθηκαν δύο μοναστήρια, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, τα οποία ο όσιος καθοδηγούσε πνευματικά. Αλλά και η ίδια η μητέρα αργότερα εγκαταστάθηκε κάτω από τον κίονα, και έλαβε από τον γιό της το αγγελικό Σχήμα.  


Ἀπό το Συναξάρι του Αγίου

Ἀπό σήμερον καί μέχρι τῆς 24ης Δεκεμβρίου, ἐάν ἑορτάζηται Ἅγιος, τό Κοντάκιον· «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον...».


 

26η Νοεμβρίου 
ΚΥΡΙΑΚΗ: 
ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. 
Τῶν Ὁσίων Πατέρων ἡμῶν Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου, Νίκωνος τοῦ Μετανοεῖτε καί Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγόνος.


Σημείωσις: πό σήμερον καί μέχρι τῆς 24ης Δεκεμβρίου, ἐάν ἑορτάζηται Ἅγιος, τό Κοντάκιον· «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον...».

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ


ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ

Ελάχιστα και πενιχρά τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για τον βίο του αγίου Στυλιανού. Επιλεγμένος εκ κοιλίας μητρός από Θεού ο όσιος Στυλιανός, απαλλάχθηκε από την απάτη και ματαιότητα του κόσμου τούτου καθώς μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο. Υπερείχε όλων των άλλων μοναχών κατά τη σκληραγωγία και την επίπονη άσκηση. Διέπρεψε για την ανδρεία του στους ασκητικούς αγώνες και, μετά από μερικά χρόνια κοινοβιακής ζωής, αναχώρησε για να διαγάγει την ησυχαστική πολιτεία μέσα σε μια απόκοσμη σπηλιά. Εκεί λάβαινε την τροφή του από το χέρι ενός αγγέλου και σύντομα ανέλαβε να μεσιτεύει λυσιτελώς στον Θεό για την ανακούφιση των ασθενών και ιδιαιτέρως για τη θεραπεία των παιδικών ασθενειών και των στείρων γυναικών.

Έτσι, πολλές άτεκνες γυναίκες που επικαλούνταν με πίστη τ’ όνομά του και ιστορούσαν κατόπιν την αγία του εικόνα με ευλάβεια ψυχής, αξιώνονταν να γίνουν μητέρες· αλλά και τα άρρωστα νήπια λυτρώνονταν ταχέως από την ασθένειά τους με τη χάρη του. Γι’ αυτό και η παράδοση της λαϊκής ευσέβειας θέλει τον όσιο Στυλιανό να προστατεύει, να θάλπει και να «στυλώνει» με τη χάρη του τα νήπια και γενικά όλα τα παιδιά. Στις περιπτώσεις αυτές η μεσιτεία του οσίου έχει αποτελέσματα ακόμη και στις μέρες μας για όσους τον επικαλούνται με πίστη.

Αυτή η πολύ ιδιαίτερη χάρη του αγίου στα παιδιά αποτυπώθηκε και παγιώθηκε στην εικονογραφική απόδοση της οσιακής μορφής του. Σε βυζαντινές και κυρίως στις μεταβυζαντινές εικόνες παρουσιάζεται σαν ένας ιλαρός γέροντας που από το ένα χέρι βαστάζει στοργικά ένα σπαργανωμένο βρέφος και από το άλλο ένα ανοικτό ειλητάριο, στο οποίο αναγράφεται η εξής φράση αναφορικά με το χάρισμα που έλαβε από τον Θεό: «Παίδων φύλαξ πέφυκα, ἀλλὰ Θεοῦ τὸ δῶρον» («Είμαι φύλακας των παιδιών, αλλά αυτό είναι δώρο που έλαβα απ’ τον Θεό»).

Η κάρα του αγίου βρίσκεται στη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος. Αποτμήματα του ιερού λειψάνου του βρίσκονται επίσης και στις Μονές: Δαμάστας Φθιώτιδος, Λειμώνος Λέσβου, Δαδίου Φθιώτιδος και Κάτω Ξενιάς Αλμυρού Μαγνησίας.



 Αγίου Νικοδήμου:
«Συναξαριστής
των ΙΒ΄ μηνών του ενιαυτού»·
Τόμ. Α΄, σελ. 559,
Εκδόσεις «Δόμος»,

 Ιερομονάχου Μακαρίου:
«Νέος Συναξαριστής»·
Τόμ. 3ος, σελ. 263,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»


Άγιος Αλύπιος ο κιονίτης.



Άγιος Αλύπιος ο κιονίτης

 26 Νοεμβρίου


Ο όσιος πατήρ ημών Αλύπιος γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Παφλαγονίας επί βασιλείας Ηρακλείου (610-641). Όταν η μητέρα του κυοφορούσε ακόμη, είδε σε όραμα ένα αρνάκι που αντί για κέρατα είχε δύο κεριά αναμμένα, μια προφητεία για τα θεία χαρίσματα με τα οποία ο δούλος του Θεού θα ήταν προικισμένος. 
Καθώς είχε μείνει ορφανός από πατέρα, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε στον επίσκοπο Θεόδωρο, μόλις τριών ετών, για να υπηρετήσει στην εκκλησία και να διδαχθεί τα ιερά γράμματα. Το παιδί από μικρό επέδειξε μεγάλη ευσέβεια σε σημείο που τράβηξε την προσοχή του επόμενου επισκόπου, επίσης Θεοδώρου, ο οποίος τον έκανε οικονόμο της εκκλησίας και τον χειροτόνησε διάκονο. 
Όμως η ψυχή του είχε τρωθεί από τον πόθο της ερημίας, έτσι, μοίρασε τα υπάρχοντά του και ξεκίνησε για τους Άγιους Τόπους. Λίγες όμως μέρες μετά ο επίσκοπος τον πρόλαβε στα Ευχάιτα και τον ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Οδηγημένος με τη βία πίσω στον κόσμο, ο δούλος του Θεού παρηγορήθηκε από ένα όραμα, που τον έκανε να καταλάβει ότι και στην ίδια του τη γενέτειρα υπήρχαν Άγιοι Τόποι. 
Επιχείρησε τότε να βρει ένα μέρος ήσυχο για να απομονωθεί όμως ο επίσκοπος τον ήθελε κοντά του για να υπηρετήσει τον κόσμο. Ο Αλύπιος όμως συνέχισε στην αναζήτηση μέρους και αυτό που ποθούσε το βρήκε σε μια περιοχή που βρισκόταν αρχαίοι τάφοι και ειδωλολατρικά ιερά. Σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός από τα εγκαταλελειμμένα εκείνα μνημεία, όπου υπήρχε κίονας με άγαλμα φανταστικού ζώου, κατά το ήμισυ τάυρου και κατά το ήμισυ λέοντος. «Εδώ είναι ο τόπος της αναπαύσεώς μου» είπε. Και επέστρεψε στην πόλη για να βρει έναν σταυρό και έναν λοστό. Με το εργαλείο αυτό έριξε κάτω το άγαλμα και το αντικατέστησε με τον Ζωοποιό Σταυρό. 
Ο δούλος του Θεού απόκτησε γρήγορα φήμη και μολονότι δεν επιθυμούσε να ταράζουν την ησυχία του, αναγκάστηκε να δέχεται πολλούς πιστούς για να λάβουν την ευλογία του. 
Μετά από λίγο καιρό, αποσύρθηκε στην κορυφή του κίονα φτιάχνοντας από πάνω ένα αυτοσχέδιο στέγαστρο. Η εξέδρα που καθόταν ήταν τόσο στενή που δεν μπορούσε μήτε να ξαπλώσει, μήτε να καθίσει. Έμενε πάντα όρθιος σαν ζωντανή κολόνα, αντιμέτωπος με τις καιρικές συνθήκες. Για πενήντα τρία χρόνια βίαζε καθημερινά τη φύση για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Οι δαίμονες λυσσούσαν από φθόνο εναντίον του και του πετούσαν πέτρες. Μία μέρα ο Αλύπιος ζήτησε από τη μητέρα του ένα τσεκούρι με το οποίο έριξε καταγής το στέγαστρο του καταλύματός του ώστε απροστάτευτος πλέον να εκτεθεί στο πετροβόλημα των δαιμόνων. Οι δαίμονες τρομοκρατημένοι τότε από την τόλμη του και την ακλόνητη εμπιστοσύνη του στον Θεό εγκατέλειπαν τον τόπο, οδυρόμενοι για την ήττα τους. 
Πολλοί ήταν εκείνοι που προσέτρεχαν κοντά του και επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στη βάση του κίονα. Πρώτη ήταν μια γυναίκα ονόματι Ευφημία και σύντομα ήρθε να τη συναντήσει μία άλλη γυναίκα ονόματι Ευβούλη η οποία έγινε ηγουμένη της μονής που σύντομα ιδρύθηκε εκεί. Η μητέρα του αγίου παρά την ηλικία της συγκαταριθμήθηκε και αυτή στην αδελφότητα. 
Λίγο καιρό αργότερα ήρθαν και άντρες ιδρύοντας με τη σειρά τους ανδρώα μονή από την άλλη μεριά του κίονα. Ήταν δε ωραιότατο θέαμα να ψάλλουν από τη μια μεριά πρθένες γυναίκες, από την άλλη να αντιφωνούν άνδρες και εν μέσω αυτών με τα χέρια υψωμένα να βρίσκεται ο Αλύπιος μεσιτεύοντας για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. 
Μετά από πενήντα τρία χρόνια ηρωικών καμάτων, το μισό σώμα του οσίου είχε παραλύσει και τα πόδια του αρνούνταν να τον υπηρετήσουν, έτσι αναγκάστηκε να περάσει γερμένος στο πλάι, σχεδόν ακίνητος για άλλα δεκατέσσερα χρόνια. Όταν τέλος παρέδωσε την ψυχή του σε ηλικία ενενήντα εννέα ετών, ο λαός έσπευσε να τιμήσει το σώμα του και ένας δαιμονισμένος θεραπεύτηκε πλησιάζοντάς το. 
Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του στις 26 Νοεμβρίου.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ

 
ΠΗΓΗ:ΕΔΩ
Παρακλητικός Κανών εις την Αγίαν Μεγαλομάρτυρα και Πάνσοφον Νύμφην του Χριστού Αικατερίνην εδώ

Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ

Γεννημένη στην Αλεξάνδρεια, την πρωτεύουσα της Αιγύπτου και τη μητρόπολη των επιστημών και των τεχνών, η αγία Αικατερίνα ήταν θυγατέρα του Κώνστα (ή Κέστου), ενός πλουσίου και ισχυρού άρχοντα. Εκτός από αρχοντιά, ο Θεός την είχε προικίσει και με εξαιρετικό κάλλος που προκαλούσε τον θαυμασμό όλων όσοι την πλησίαζαν, καθώς και με ασυνήθιστη ευφυΐα. Η νεαρή κόρη παρακολούθησε τα μαθήματα των καλύτερων διδασκάλων και των πιο ονομαστών φιλοσόφων. Έμαθε να παρακολουθεί και τους πιο περίπλοκους συλλογισμούς και με την ίδια επιτυχία κατείχε τα φιλοσοφικά συστήματα του Αριστοτέλους (384-322 π.Χ.), του Πλάτωνος (427-347 π.Χ.), καθώς και των νεωτέρων μαθητών τους. Διέπρεπε επίσης στην τέχνη του λόγου, γνώριζε τους μεγαλύτερους ποιητές, από τον Όμηρο (8ος αι. π.Χ.) έως τον Βιργίλιο (70-19 π.Χ.), και ήταν σε θέση να διαλέγεται σε πολλές γλώσσες, τις οποίες είχε μάθει φοιτώντας σε σοφούς διδασκάλους ή από ταξιδιώτες που έρχονταν να επισκεφθούν την κοσμοπολίτικη εκείνη πόλη. Είχε διεξέλθει όλες τις φυσικές επιστήμες, ιδιαιτέρως την ιατρική, και κανένας τομέας της ανθρώπινης σοφίας δεν μπορούσε να διαφύγει από το διεισδυτικό και ακόρεστο για γνώση πνεύμα της. Σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών είχε φθάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο μαθήσεως, που γεννούσε τον θαυμασμό και των πιο έμπειρων ακόμη σοφών. Η φήμη της αυτή, όπως και η ευγενική καταγωγή της, η ομορφιά και τα πλούτη της, την έκαναν περιζήτητη και πλήθος μνηστήρων παρουσιάζονταν για να τη ζητήσουν σε γάμο. Η Αικατερίνα όμως, προαισθανόμενη την υπεροχή της παρθενίας, απέρριπτε όλες τις προτάσεις και είχε θέσει στους γονείς της όρο να μη δεχθεί ως σύζυγο παρά μόνον έναν νέο ισάξιο με αυτήν όχι μόνον στην ευγένεια, τα πλούτη και την ομορφιά, αλλά οπωσδήποτε και στη σοφία.

Η μητέρα της, όντας σε απόγνωση στην προσπάθειά της να βρει έναν τέτοιο σύντροφο για τη θυγατέρα της, έστειλε την κόρη να συμβουλευθεί έναν άγιο χριστιανό ασκητή που ζούσε λίγο έξω από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Εκείνος είπε στην Αικατερίνα ότι όντως γνώριζε έναν τέτοιον άνθρωπο και ότι η σοφία Του ήταν ανώτερη όλων, μιας και αποτελεί την ίδια βασική αρχή όλων των ορατών και αοράτων όντων. Τη σοφία αυτή δεν την έχει αποκτήσει, αλλά την κατέχει αιωνίως. Η ευγένειά Του είναι επίσης ανώτερη από ο,τιδήποτε μπορεί κανείς να φαντασθεί, γιατί Αυτός άρχει του σύμπαντος και έχει δημιουργήσει τον κόσμο μονάχα με τη δική Του θέληση. Κύριος των κόσμων Αυτός και αρχή κάθε σοφίας και κάθε γνώσεως, -της είπε ο Γέρων ασκητής- είναι εξάλλου στην ομορφιά «ο ωραιότερος απ’ όλους τους ανθρώπους» (βλ. Ψαλμ. 44, 3), γιατί είναι Θεός ενσαρκωμένος: ο Υιός και Λόγος του Πατρός που έγινε άνθρωπος για τη δική μας σωτηρία και που επιθυμεί να γίνει ο άφθαρτος Νυμφίος κάθε παρθενικής και καλόγνωμης ψυχής. Ο ασκητής την αποχαιρέτησε δίνοντάς της μια εικόνα της «Βρεφοκρατούσας» Θεοτόκου. Την επόμενη νύχτα τής φανερώθηκε η Κυρία Θεοτόκος βαστάζοντας στην αγκάλη της ως βρέφος τον Κύριο, αλλά ο Χριστός απέστρεφε συνεχώς το πρόσωπό Του από αυτήν και αρνούνταν να την κοιτάξει λέγοντας πως γι’ Αυτόν ήταν ακόμη άσχημη, πλήρως καθυποταγμένη ακόμη στον θάνατο και την αμαρτία του κόσμου. Αναστατωμένη η Αικατερίνα, μετέβη προς τον ασκητή, ο οποίος της δίδαξε τα ζωογόνα μυστήρια της Πίστεως και με το άγιο Βάπτισμα την αναγέννησε στην αιώνια εν Χριστώ ζωή. Της φανερώθηκε τότε ξανά η Θεοτόκος με τον Χριστό, που τούτη τη φορά άστραφτε από χαρά. «Να, που λάμπει ολόκληρη και τώρα είναι πανέμορφη, πλούσια και αληθινά σοφή!», είπε επιδοκιμαστικά ο Χριστός, «τώρα τη δέχομαι ως πάναγνη νύμφη Μου!». Για να επικυρώσει και να σφραγίσει αυτούς τους ιερούς αρραβώνες, η Θεοτόκος, πέρασε στο δάχτυλο της σεμνής κόρης ένα δαχτυλίδι και την έβαλε να υποσχεθεί πως δεν θα δεχόταν στη γη άλλον νυμφίο.

Την εποχή εκείνη ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος (305-311) [σύμφωνα με άλλες, μάλλον εσφαλμένες, παραλλαγές του μαρτυρίου της αγίας, ο αυτοκράτορας Μαξέντιος] ήθελε, όπως και ο Διοκλητιανός, να εξαναγκάσει επί ποινή βασανιστηρίων και θανάτου όλους τους υπηκόους του να συμμετέχουν στις ειδωλολατρικές θυσίες ως ξεκάθαρο σημείο υποταγής στην πρόσκαιρη εξουσία του. Οι ασεβείς αυτές τελετές άρχισαν στην Αλεξάνδρεια και τότε η Αικατερίνα παρουσιάσθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα στον ναό, του εκδήλωσε τον απαιτούμενο στον ηγεμόνα σεβασμό, αλλά ταυτόχρονα καταδίκασε αυστηρά τη λατρεία των κτιστών και φθαρτών όντων. Έκπληκτος καταρχήν από το κάλλος της νεαρής κόρης και την τόλμη της, ο αυτοκράτορας την άκουσε να αναπτύσσει τα επιχειρήματά της και γοητεύθηκε κυριολεκτικά από τη σοφία της. Η Αικατερίνα τού πρότεινε να αντιμετωπίσει σε δημόσια συζήτηση τους λαμπρότερους σοφούς και ρήτορες της αυτοκρατορίας. Ο ηγεμόνας δέχθηκε και έστειλε αγγελιαφόρους σε κάθε γωνιά της επικράτειας για να συγκεντρώσει σοφούς, φιλοσόφους, ρήτορες, έμπειρους και δεινούς στη διαλεκτική. Σύμφωνα με τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή αλλά και τα Συναξάρια έφθασαν στην Αλεξάνδρεια εκατόν πενήντα ρήτορες [ή σύμφωνα με άλλες το ίδιο ισχυρές γραφές μαρτυρολογίων πενήντα από αυτούς] και παρουσιάσθηκαν ενώπιον του αυτοκράτορα και του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί στο αμφιθέατρο, έχοντας αντίκρυ τους την εύθραυστη κόρη μόνη, αλλά ακτινοβολώντας από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η αγία δεν ένιωθε τον παραμικρό φόβο απέναντί τους, γιατί παρουσιάσθηκε σε αυτήν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, της προσέδωσε μεγάλη κραταίωση στη ψυχή, ενώ την διαβεβαίωσε ότι ο Κύριος θα μιλούσε διά του στόματός της και θα την ικάνωνε να νικήσει τη σοφία του κόσμου τούτου με την εξ ύψους Σοφία. Ενθαρρυμένη από την οπτασία αυτή η Αικατερίνα, φανέρωσε τις πλάνες και τις αντιφάσεις των μαντείων, των ποιητών και των φιλοσόφων. Έδειξε ότι και οι ίδιοι από μόνοι τους είχαν αναγνωρίσει ότι οι λεγόμενοι θεοί των ειδωλολατρών είναι μισάνθρωποι δαίμονες και φαιδρές προσωποποιήσεις ανθρώπινων παθών. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων της, επικαλέσθηκε μάλιστα και ορισμένους παλαιούς χρησμούς της Σίβυλλας (της ιέρειας του μαντείου των Δελφών) και του Απόλλωνος, οι οποίοι με τρόπο σκοτεινό και σκιώδη ανήγγελλαν κατά καιρούς περιστασιακά την Ενανθρώπιση και το σωτήριο Πάθος του Υιού του Θεού. Ανέτρεψε όλα τα μυθεύματα και τις μυθολογίες τους, διακηρύσσοντας ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από τον μόνο αληθινό και αιώνιο Θεό και ότι ο άνθρωπος λυτρώθηκε από την αμαρτία και τον θάνατο διά της Ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Πατρός, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αποστομωμένοι και έχοντας εξαντλήσει τα σαθρά επιχειρήματά τους όλοι οι ρήτορες, αναγνώρισαν στο τέλος την πλάνη τους και ζήτησαν διακαώς από την αγία να βαπτισθούν. Ο αυτοκράτορας, έξαλλος από αυτή την κραυγαλέα αποτυχία, διέταξε να συλλάβουν τους ρήτορες και τους καταδίκασε να πεθάνουν στην πυρά στις 17 Νοεμβρίου. Αφού μάταια επιχείρησε να πείσει με κολακείες και υποσχέσεις την Αικατερίνα, έβαλε να τη βασανίσουν και να τη ρίξουν στη φυλακή, περιμένοντας να κατασκευασθεί ένα τρομερό όργανο βασανισμού που απαρτιζόταν από τέσσερις τροχούς, εφοδιασμένους με καρφιά, συνδεδεμένους με έναν άξονα. Μόλις ετοιμάσθηκε η φονική μηχανή, έδεσαν εκεί την αγία, αλλά ένας άγγελος Κυρίου ήλθε απροσδόκητα να τη σώσει και το όχημα του θανάτου κατέβηκε ξέφρενο στην κατηφόρα σκοτώνοντας στο σαρωτικό πέρασμά του πλήθος ειδωλολατρών.

Μπροστά στο θέαμα των άθλων της αγίας μάρτυρος, η ίδια η σύζυγος του αυτοκράτορα, την οποία μερικά Συναξάρια την αναφέρουν απλά ως «βασίλισσα», μεταστράφηκε με τη σειρά της και την επισκέφθηκε στο δεσμωτήριο, συνοδευόμενη από τον στρατηγό Πορφύριο, στενό φίλο του ηγεμόνα, και διακόσιους άλλους στρατιώτες που έγιναν κι αυτοί μαθητές του Χριστού. Η αγία Αικατερίνα τούς δέχθηκε με χαρά και τους προείπε ότι σύντομα θα κέρδιζαν και αυτοί τον στέφανο των ανδρείων αθλητών της Πίστεως. Μαθαίνοντας την αποσκίρτηση των κοντινών του ανθρώπων, ο Μαξιμίνος, έξαλλος από οργή και λησμονώντας κάθε ανθρώπινο αίσθημα στοργής, διέταξε να βασανίσουν τη σύζυγό του και να την αποκεφαλίσουν στις 23 Νοεμβρίου· την επομένη δε προχώρησε και στην εκτέλεση του Πορφυρίου και των λοιπών στρατιωτών. Στις 25 του αυτού μηνός οδήγησαν την Αικατερίνα από το δεσμωτήριο στο δικαστήριο, όπου εμφανίσθηκε απαστράπτουσα από ουράνια αγαλλίαση, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που είχε όταν φυλακίσθηκε, διότι έβλεπε ότι είχε πια φθάσει η πολυπόθητη μέρα της ουράνιας ένωσής της με τον Νυμφίο Χριστό. Την έφεραν έξω από τη μεγάλη πόλη της Αλεξάνδρειας και μετά από μια τελευταία ευχαριστήρια προσευχή προς τον Κύριο της δόξης, ο Οποίος της είχε αποκαλύψει τους ακένωτους θησαυρούς της αληθινής σοφίας Του, η αγία ετελειώθη μαρτυρικά με αποκεφαλισμό.

Δύο άγγελοι παρουσιάσθηκαν τότε και μετέφεραν το σώμα της από την Αλεξάνδρεια προς το θεοβάδιστο όρος Σινά. Ανευρέθηκε εκεί τον 8ο αιώνα από έναν ασκητή που διέμενε εκεί κοντά και το τίμιο λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή που είχε ιδρύσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (482-565) ήδη από τον 6ο αιώνα. Το βυζαντινό μοναστήρι του Σινά έλαβε οριστικά την ονομασία Αγία Αικατερίνα τον 14ο αιώνα. Το λείψανο της αγίας μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης βρίσκεται εκεί έως τις ημέρες μας, ως πολύτιμος θησαυρός, αναδίδοντας ουράνια ευωδία και επιτελώντας αναρίθμητα θαύματα. Κατά τη μέρα της εορτής της μεγάλης αυτής αγίας αποδίδεται και η εορτή των Εισοδίων της Κυρίας Θεοτόκου. Μέχρι τον 16ο αιώνα η μνήμη της αγίας Αικατερίνης εορταζόταν στις 24 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με σημείωση που ενέταξε ο λόγιος ιερομόναχος Βαρθολομαίος (1772-1851) της Μονής Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους στο «Μηναίον» του, οι Πατέρες του Σινά μετέθεσαν την ημερομηνία στις 25 Νοεμβρίου προφανώς για να προσδώσουν πανηγυρικότερο χαρακτήρα στην εορτή. Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η αγία έλαβε το όνομα Αικατερίνα, που δηλώνει την αγνότητα του βίου της (Αικατερίνα-Αεικαθερίνα), μετά τη μεταστροφή της στον χριστιανισμό ή ως συνέπεια των πολλών της θαυμάτων. Η αγία ως συνήθως εικονίζεται με στολή και στέμμα βυζαντινής αυτοκρατόρισσας ή είναι περιβεβλημένη με μαφόριο ως απτό σύμβολο της υπερέχουσας παρθενίας της. Στο χέρι κρατάει σταυρό ή κλαδί από φοίνικα ή διάφορα βιβλία, τα οποία υπενθυμίζουν την περιβόητη νίκη της κατά της ειδωλολατρίας και την πρωτοφανή σοφία με την οποία εμφορούνταν καθ’ όλο τον βίο και την πολιτεία της. Είθισται να φοράει δαχτυλίδι που είναι δηλωτικό της ολοκληρωτικής αφιέρωσής της προς τον ουράνιο και άφθαρτο Νυμφίο Χριστό. Ένα τέτοιο προσομοιωμένο δακτυλίδι προσφέρεται μέχρι και σήμερα ως ευλογία, ως φυλακτήριο και ως ενθύμιο προς τους προσκυνητές της παλαίφατης Μονής της, εκεί στο θεοβάδιστο όρος Σινά. Η ιερή της εικόνα πλαισιώνεται από τα φοβερά όργανα του σεπτού μαρτυρίου της, τον τροχό και το ξίφος, τα οποία όμως δεν στάθηκαν διόλου ικανά να αναχαιτίσουν ή να μειώσουν στο ελάχιστο τη συγκλονιστική δύναμη της αγάπης της που έτρεφε ολοσχερώς προς τον Σωτήρα Χριστό.

 «Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 3ος, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ - π.Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος


Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, 
ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 18ο, στίχοι 18 ἕως 27, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 28-11-2010.

Τό ἀφετηριακό ἐρώτημα τό ὁποῖο ὑποβάλλει αὐτός ὁ ἄρχων στόν Χριστό εἶναι ἐρώτημα πανανθρώπινο καί διαχρονικό. Τό ἀκούσατε καί τό ξέρετε πολύ καλά: «Τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή». Ἀλλά αὐτό τό γενικό ἐρώτημα ἔτσι μόνο του δέν λέει τίποτε, γιατί μπορεῖ κάποιος νά τό ἀπαντήσει φιλοσοφικά, νά τό ἀπαντήσει μέ λογισμικά συστήματα ἄλλων θρησκειῶν, ἀλλά πρέπει νά τό ἀκουμπήσει χριστιανικά τε καί ὀρθόδοξα αὐτό τό ἐρώτημα καί νά βρεῖ τά βαθύτατα ἐρείσματά του γιά νά γίνει καί μιά βιωματική πραγματικότητα. 
Νά μποῦμε στήν ἀνάλυση τῆς πορείας, ἀλλά νά ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα -ἄς τό πῶ ἔτσι- σάν κατήχηση, γιά νά μείνει στή μνήμη τοῦ λαοῦ. «Ποιά εἶναι ἡ διαχρονικότητα, ἀπό πότε ἀρχίζει ἡ αἰωνιότητα;» εἶναι τό πρῶτο ἐρώτημα καί τό δεύτερο: «σέ ποιά ἐμβέλεια βιώνεται πάνω μου καί ποῦ ἀλλοῦ πιάνει;» καί μετά: «ποιός ὁ τρόπος;». Θά ἀπαντήσω ὅπως εἶπα κατηχητικά στά δύο πρῶτα ἐρωτήματα, «ποιά εἶναι ἡ ἐμβέλεια;». Ἡ αἰωνιότητα εἶναι αἰωνιότητα, ἀλλά ἀπό ποῦ ἀρχίζει; Ὁ Χριστός δίνει μιά σαφέστατη ἀπάντηση, γιατί ἀπαντάει μέ τά πρῶτα λόγια «οὐ κλέψεις, οὐ μοιχεύσεις» - ἀπό τώρα. Νά λοιπόν μιά πεντακάθαρη ἀπάντηση: Ἡ αἰωνιότητα ἀρχίζει ἀπό τώρα. Αὐτό δέν κουβεντιάζεται, θεολογικά. Δίνεται ἔτσι ἁπλά δοσμένη ἡ ἀπάντηση ἀπό τόν Χριστό. Ποιά εἶναι ἡ ἐμβέλειά του; Ἀκουμπάει τόν νοῦ μου, τή διάνοιά μου, τά προσωπικά μου, τά ἀτομικά μου, ἤ ἀκουμπάει καί τίς κοινωνικές δομές; Καί πάλι ἡ ἀπάντηση δίνεται μέ πολύ λιτό τρόπο ἀπό τόν Χριστό, ὅταν λέει: «πώλησε τά ὑπάρχοντά σου καί δῶσε τοῖς πτωχοῖς». Ἀκουμπάει ἄρα καί τό κοινωνικό θέμα. Βλέπετε, τό λέω σάν κατήχηση γιά νά συλλαμβάνουμε ἁπλές ἀπαντήσεις ἀπό τά λιτά καί συγκλονιστικά βαθιά λόγια τοῦ Χριστοῦ. 
Τώρα νά πᾶμε στήν οὐσία τοῦ θέματος. Αὐτά ἦταν τά εἰσαγωγικά σημεῖα πού εἶπα νά τά ξέρετε σάν κατήχηση. Ποιός εἶναι ὁ τρόπος γιά νά μπορῶ νά κληρονομήσω τήν αἰώνια Βασιλεία; Ὁ Χριστός ἀκολουθεῖ ἕνα δρόμο, καί πάλι ἁπλό καί λιτό, τόν ὁποῖο ἀκολούθησε ὅλη ἡ Ἐκκλησία μας στίς ἐκφράσεις τῆς σωτηριολογίας της ἤ στόν δρόμο τῆς νηπτικῆς θεολογίας τῆς καθάρσεως. Νά ἀκολουθήσουμε λοιπόν τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ γιατί εἶναι δρόμος μας, ὁ ὁποῖος πιάνει, ὅπως εἶπα, καί τό πρόσωπό μας καί τά κοινωνικά δεδομένα μετά ἀπό τό πρόσωπό μας. 
Ξεκινάει πρῶτα-πρῶτα ὁ Χριστός ἀπό μερικές προτάσεις τοῦ Δεκαλόγου: «Οὐ μοιχεύσῃς, οὐ κλέψῃς, οὐ φονεύσῃς». Πρῶτα-πρῶτα ξεκινάει ἀπό τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως ἀνθρωπίνων πραγμάτων πού τά ἀντιμετωπίζεις λανθασμένα. Τό «οὐ μοιχεύσῃς» σημαίνει μιά διαστρέβλωση μιᾶς ἀνθρώπινης λειτουργίας, ὅπου μιά ἀνθρώπινη λειτουργία διαστρεβλώνεται καί λειτουργεῖ σάν ἀνάγκη πού καταστρέφει τό πρόσωπό σου. Ἄρα ξεκινάει ὁ Χριστός ἀπό τίς προσωπικές στάσεις καθάρσεως πάνω στά προσωπικά μας πάθη πού προέρχονται ἀπό λανθασμένη ἀντιμετώπιση λεγομένων λανθασμένων ἀναγκῶν. Ἀκόμη καί τό «οὐ κλέψῃς»: μιά λανθασμένη ἀντιμετώπιση τῆς πείνας. Ἡ πείνα εἶναι ἕνα δεδομένο ἀνάγκης, ἀλλά [ἡ κλεψιά εἶναι] λανθασμένη ἀντιμετώπιση τῆς πείνας. 
Ξεκινάει ὁ Χριστός, βλέπετε, ἀπό τά πρῶτα, τά ἀνθρώπινα στοιχεῖα. Πάει λίγο βαθύτερα μετά ὅταν μπαίνει στό «οὐ ψευδομαρτυρήσῃς», ὅταν πηγαίνει στό «τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου». Θίγει τά δεδομένα τῆς βαθύτερης ἐκφράσεως τῆς διαστρεβλώσεως τῆς προσωπικῆς μας τάσεως πρός τή ζωή - τοῦ ἐγωισμοῦ δηλαδή. Ὅταν λέει «τίμα τόν πατέρα σου» σημαίνει ἐδῶ πέρα ὅτι ὑπάρχει μιά στρέβλωση στίς σχέσεις τίς ἀνθρώπινες. Ὅταν λέει «οὐ ψευδομαρτυρήσῃς» κρύβεται μιά ὑποκρισία γιά νά μπορεῖς νά σταθεῖς ὄρθιος, νά δώσεις καλό κοινωνικό πρόσωπο μέ ἕνα λανθασμένο τρόπο. Ἀφοῦ λοιπόν ἀκούμπησε τή λανθασμένη χρήση τῶν ἀναγκῶν, πηγαίνει στή βαθύτερη ἔκφραση τῆς λανθασμένης χρήσεως τοῦ «ἐγώ» καί τῆς προσωπικότητάς μας ἡ ὁποία, διαστρεβλούμενη, προβάλλει ἄλλο πρόσωπο ἀπό αὐτό πού εἶναι. 
Βλέπετε, ἡ πορεία εἶναι νηπτική: Οἱ ἀνάγκες, τό πρόσωπο, ὁ ἐγωισμός· καί μετά, μέσα σέ αὐτή τήν πραγματικά ἐκρηκτική λιτότητα τοῦ κειμένου καί τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, -μέσα ἀπό τό προσωπικό, μέσα ἀπό τή νήψη τήν προσωπική- περνάει στό θέμα τό κοινωνικό. Λέει: -τώρα προσέξτε- «πώλησε τά ὑπάρχοντά σου “καί διάδος πτωχοῖς”». Πρῶτα-πρῶτα ἐδῶ χρειάζεται μιά ἀπελευθέρωση ἀπό τά δεσίματα πού ἔχουμε μέ τά πράγματα, γι᾽ αὐτό εἶναι μιά ἐσωτερική κατάσταση, μιά ἀπελευθέρωση. Ἄρα εἴμαστε δουλωμένοι καί μᾶς ζητάει ὁ Χριστός νά κάνουμε μιά ἀπο-δούλωση καί -προσέξτε- «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου» ἀλλά δέν λέει κάνε τα κάτι ἄλλο, νά τά βάλεις στό χρηματιστήριο. Λέει: «διάδος πτωχοῖς». Σέ αὐτό τό σημεῖο ἀκριβῶς γίνεται τό πέρασμα στό κοινωνικό μέγεθος, ἀκριβῶς σέ αὐτό τό καίριο σημεῖο· καί λέει μετά ὅτι πόσο δύσκολο εἶναι ἕνας πλούσιος νά μπεῖ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιατί αὐτό δέν τό κάνει. Ἤδη ἀξιοποίησε τήν ἐσωτερική πορεία, τή νηπτική πορεία τῆς μετανοίας, τῆς λανθασμένης χρήσεως τῶν ἀναγκῶν, τῆς τάσεως τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Πηγαίνει στό κοίταγμα τῆς ἐλευθερίας ἀπό τά πράγματα (καίριο σημεῖο). «Διάδος πτωχοῖς» -προσέξτε- «καί ἀκολούθει μοι». Ἀκόμη καί ἄν τά πουλήσεις κι ἀκόμη ἄν τά δώσεις στούς φτωχούς καί δέν μέ ἀκολουθήσεις, αὐτό δέν θά σέ ὁδηγήσει στή σωτηρία. 
Ἐδῶ τό θέμα γίνεται κεντρικό. Ὁ Χριστός γίνεται τό κέντρο καί ὅλα αὐτά γίνονται γιά τόν Χριστό. Δέν γίνονται γιά νά κάνουμε φιλανθρωπία, γιά κανένα κοινωνικό σύστημα, γιά κανένα φιλανθρωπικό ὀργανισμό. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ξεπερνάει μέν ὁποιοδήποτε παραλήρημα κάποιου καπιταλιστικοῦ συστήματος πού στρέφει τό πρόσωπό μας στήν ἐγωιστική χρήση τοῦ κόσμου καί ὁποιουδήποτε ἀριστερίστικου συστήματος, τό ὁποῖο μιλάει γιά φιλανθρωπική ἰσότητα τῶν πραγμάτων, ἀλλά εἶναι χωρίς Χριστό. Λέει «καί ἀκολούθει μοι» καί διαλύει τό ὁποιοδήποτε κοίταγμα τῶν παρατηρήσεων γιά τά συστήματα, κάνει δηλαδή μιά πρόσθετη θεραπευτική γιά τό σύνολο τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτό σᾶς εἶπα θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος καί θεραπεύεται ταυτόχρονα καί αὐτό πού λέμε: «τρόπος λειτουργίας τῶν συστημάτων τοῦ κόσμου». Χωρίς αὐτό τό πράγμα δέν μπορεῖ νά βιωθεῖ ἀπό τώρα -τό εἴπαμε αὐτό, τό ξεκαθαρίσαμε, μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ- ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 
Ἐκεῖ μέσα κρύβονται ὅλες οἱ κρίσεις μας (οἱ προσωπικές μας κρίσεις, οἱ ἀποτυχίες μας, οἱ μελαγχολίες μας, τά λεγόμενα ψυχολογικά μας) καί οἱ κρίσεις τοῦ κόσμου, οἱ πολιτικές καί οἱ κοινωνικές. Ὅλη αὐτή τήν πορεία, ἄν τήν ἀκουμπήσεις κάπου σχετικά καί ὄχι ἀπόλυτα, στήν πορεία αὐτή τήν ἀπόλυτη μέχρι «καί ἀκολούθει μοι» - ἀλλά ὄχι μόνο τό «ἀκολούθει μοι»· καί τά προηγούμενα, τά νηπτικά τῆς καρδιᾶς καί ἀπελευθέρωσης ἀπό τά πάθη καί ἀπό τό δέσιμο μέ τά πράγματα πού ἔχεις γύρω σου - τότε δέν δίνεις ἀπάντηση στό ἐρώτημα καί δέν ἀπαντᾶς προσωπικά τό ἐρώτημα γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ («πῶς θά ζήσω τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;»). Μπορεῖ νά καταλήξεις νά μιλᾶς γιά μιά μελλοντική Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τώρα νά ζεῖς σέ μιά μεγάλη ἀπελπισία, ὁπότε εἶναι μιά τραγωδία αὐτό τό κοίταγμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τώρα νά κάνεις μερικές καλές πράξεις, νά λές «νά, ἐγώ βοηθῶ κάποιους» καί νά μήν ἀκολουθεῖς τόν Χριστό κι αὐτό εἶναι μιά τραγωδία. Νά πᾶς νά διορθώσεις τά συστήματα χωρίς νά ξέρεις Χριστό κι αὐτό εἶναι μιά τραγωδία. Νά πᾶς νά πεῖς ὅτι: «θά κάνω τά συστήματα νά ἀλλάξουν μέ τόν Χριστό» καί χωρίς νά ζεῖς τόν Χριστό νά λές ὅτι εἶσαι χριστιανός, πού θά ἀλλάξει τό σύστημα καί πάλι μιά τραγωδία. Καί ἐδῶ δίνεται μιά συγκλονιστική ἀπάντηση, στό καθολικό ἐπίπεδο πιά, τῆς κρίσεως τοῦ κόσμου, πού εἶναι προσωπική τε καί κοινωνική, μέσα ἀπό αὐτό τό ὁριστικό πεδίο τῆς προσωπικῆς καθάρσεως, τῆς κοινωνικῆς καθάρσεως, ἐν Χριστῷ. 
Γι᾽ αὐτό, αὐτό τό κείμενο εἶναι πραγματικά καθοριστικός ὁδηγός γιά τίς ὁποιεσδήποτε ἀναζητήσεις τῶν ὁποιωνδήποτε ἐπαϊόντων, ἐπιστημόνων, πολιτικῶν, οἰκονομολόγων καί σέ ὅλα τά ἄλλα ἐπίπεδα, πού ψάχνουν καλά, ψάχνουν τίς αἰτίες τῆς κρίσεως γιά νά τίς θεραπεύσουν καί δέν μποροῦν ποτέ νά δώσουν ἀπάντηση ἄν δέν δοῦν αὐτό τό κείμενο. 
«Δεῦρο ἀκολούθει μοι» λέει «καί διάδος πτωχοῖς» καί τότε δίνεται ἡ λύση τοῦ προβλήματος. Ἡ πορεία τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μιά πορεία ἐλευθερίας: ἐλευθερίας ἀπό τά πάθη του, ἀπό τά πράγματα ἀπό τά ὁποῖα δεσμεύεται καί ἀπό τίς ἰδέες πού τόν δεσμεύουν γιά νά μήν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Διαβάστε τό κείμενο. Μελετῆστε το, ὄχι ἁπλῶς γιά ὁποιαδήποτε κουλτούρα, [ἀλλά] γιατί εἶναι θέμα ζωῆς. Αὐτό τό θέμα μᾶς καίει. Ἤ ζοῦμε ἤ πεθαίνουμε.

Δημοφιλείς αναρτήσεις