ιζ΄ 14 - 23
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλίατοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακή 12 Αυγούστου του 2001
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!», είπε ο Χριστός μέσα στο κείμενο το ευαγγελικό που ακούσαμε πριν από λίγο από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Kαι η φράση φαίνεται υπερβολικά σκληρή, για κάτι μάλιστα που δεν ήταν αμαρτία των μαθητών. Δεν έκαναν κάτι κακό, απλώς δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι που ήταν έξω από τα όρια τα φυσικά, τα ανθρώπινα. Και ο Χριστός σε άλλες περιπτώσεις που υπάρχουν βαρύτατες καταστάσεις δεν χρησιμοποίησε αυτή την φράση «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!» Τι να συμβαίνει εδώ; Και γιατί ο Χριστός να έχει απαίτηση οι μαθητές να κάνουν αυτό το υπερβάλλον γεγονός, που δεν είναι και τόσο σύνηθες: να βγάλεις ένα δαιμόνιο από έναν σεληνιαζόμενο; Και ποιο δρόμο ανοίγει ο Χριστός σε αυτή την περίπτωση; Γιατί, παράλληλα, όταν θεωρεί αυτονόητο πως έπρεπε να το κάνουν και για την έλλειψη της απιστίας τους δεν το έκαναν, ανοίγει αυτονόητα έναν δρόμο μιας καταπληκτικής δυνατότητας και ιδιότητας που έχει ο κάθε άνθρωπος. Να κάνει αυτά τα θαυμαστά γεγονότα, τα εκπληκτικά γεγονότα, με την απλότητα που το λέει: «Αν το πιστεύετε, θα πείτε σε ένα βουνό να μετακινηθεί και θα μετακινηθεί».
Κάτι λοιπόν καταπληκτικά απίθανο, έξω από τα όρια της δυνατότητας, το λέει ο Χριστός με μια απλότητα. Και τι δυνατότητες δίνει στους μαθητές για να το κάνουν; Τι πρέπει να κάνουν οι μαθητές; Τι θα διδαχθούν για να το κάνουν αυτό το γεγονός; Που, το πολύ πολύ, δεν είναι αμαρτία! Μάθαμε να ζούμε συμβατικά, χωρίς να αμαρτάνουμε, με τρόπο ηθικό. Και πού ξέρουμε εμείς αν θα ακούσουμε και εμείς τη φράση «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη», αν με την πίστη μας δεν μετακινήσαμε κάποια όρη και κάποιες δυσκολίες, και με αυτόν τον τρόπο δεν γίναμε ευεργέτες της ανθρωπότητας; Ποια είναι η ευθύνη μας πια μπρος σ’ αυτό το κείμενο; Γιατί το κείμενο πια παίρνει πολύ προσωπικό χαρακτήρα. Και η φωνή του Χριστού ακούγεται στην καρδιά του καθενός μας. Και πια δεν μπορούμε να κλειστούμε στον εαυτό μας.
Και δεν μπορούμε παρά να κάνουμε το θαύμα, να κινήσουμε τα βουνά. Ε, πώς θα γίνει αυτό το στοιχείο, τώρα; και πώς καλλιεργείται το γεγονός της ελλειπούσης πίστεως; Γιατί και όταν λέμε «πίστη» φαίνεται που είναι πολύ θεωρητική μια πράξη. Φαίνεται που είναι ένα εγκεφαλικό γεγονός «πίστη». Εντάξει, θα πεις, πιστεύω με την καρδιά μου, και αυτά είναι πολύ ρευστά γεγονότα, είναι πολύ θεωρητικά και δεν μπορείς να τα προσεγγίσεις. Και ο Χριστός όμως έδειξε το δρόμο και έδωσε τον δρόμο για αυτή τη δυνατότητα!
Προσέξτε την λεπτομερή, πολύ λιτή ανάλυση που έκανε ο Χριστός, και τη διδαχή, στη συνέχεια του Ευαγγελίου, μετά από την αδυναμία να γιατρέψουνε τον σεληνιαζόμενο. Τους είπε δύο πράγματα. Το πρώτο εκφράζεται με δύο λέξεις. Είπε: «δια προσευχής και νηστείας». Ακούστε τι σημαίνει αυτό όμως. Πρώτα πρώτα σημαίνει ότι, για να κάνεις αυτό το θαυμαστό γεγονός, που φαίνεται για τον Χριστό τόσο απλό και τόσο φυσικό, πρέπει να αφήσεις κάτι. Και η προσευχή και η νηστεία είναι «κάτι να αφήνω». Στη μεν νηστεία, εγκαταλείπω κάτι από τις αισθήσεις μου και τις περιορίζω στη χρήση τους. Στη δε προσευχή, στρέφομαι στον Θεό, όπου εγκαταλείπω κάτι από τα άλλα τα πράγματα του κόσμου που δεν είναι κακά. Βλέπετε, κακό πράγμα δεν έκαναν οι μαθητές. Αλλά δεν εγκατέλειψαν κάτι που δεν ήταν κακό για να πάνε εκεί που είναι η ουσία του πράγματος. Με την προσευχή λοιπόν, φαίνεται που εγκαταλείπεις κάτι που δεν είναι κακό και στρέφεσαι στον Θεό και βρίσκεις την ύπαρξή σου. Όπου γνωρίζεις ποιος είσαι και πού πας. Όπου καθορίζεσαι και αποκτά η ζωή σου νόημα. Κι αν δεν έχει νόημα η ζωή, τίποτα θαυμαστό δεν μπορείς να κάνεις.
Με την προσευχή λοιπόν, καλλιεργείται πολύ βαθιά η ψυχή σου, γιατί ο Χριστός, ομιλώντας για την νηστεία και την προσευχή ομιλεί για τα δυο συστατικά της ζωής μας. Με την προσευχή λοιπόν η ψυχή μας βρίσκει το στόχο της. Και επειδή εκεί στοχεύει και από εκεί εξαρτάται, επειδή από εκεί νοηματοδοτείται, επειδή έχει μια καθημερινή, φιλική, ανθρώπινη, αδελφική σχέση πια με τον Χριστό, είναι αυτονόητο αυτό που θα ζητήσει να γίνει. Γιατί η σχέση είναι πια πολύ αδελφική, πολύ φιλική και πολύ αυτονόητη. Γιατί εστράφη προς τα εκεί, γιατί κάτι εγκατέλειψε και κάτι που δεν ήταν κακό εγκατέλειψε η ψυχή, την ώρα που στράφηκε στην προσευχή. Και ποια προσευχή; Δεν είναι απλώς ένα πλαίσιο μόνο προσευχής, όπως είναι δοσμένο μέσα από τα βιβλία της προσευχής της Εκκλησίας μας. Είναι μια δυνατότητα ζωής όπου ο νους είναι στραμμένος εκεί πάνω, όπου αποκτάς μια βαθιά φιλία και βαθιά σχέση. Όπου δεν είναι μια πίστη εγκεφαλική. Ότι η σχέση σου είναι από Εκείνον και για Εκείνον. Και έτσι λοιπόν καλλιεργείται η ψυχή να είναι στραμμένη εκεί. Και επειδή η ψυχή καλλιεργείται να είναι στραμμένη εκεί, την ίδια ώρα το σώμα, με την οποιαδήποτε έκφραση νηστείας, στρέφεται προς τα εκεί.
Δεν είναι κακό λοιπόν να εγκρατευθείς από κάτι, ή να μην εγκρατευθείς από κάτι. Αλλά το θέμα είναι το ότι δεν στρέφεσαι σε Εκείνον, που (ότι) δεν μαθαίνεις στην λιτότητα, ακόμη και των αισθήσεων. Όταν λοιπόν οι αισθήσεις γίνουν λιτές, γίνουν νηστευτικές, νηστεύουν οι αισθήσεις, όταν η ψυχή γίνει και αυτή νηστευτική και νηστεύει και στραφεί προς τα Εκείνον, ήδη εκπληρώθηκε το πρώτο μέρος της διδαχής: το πώς θα να γίνει αυτό το θαύμα που φαίνεται πραγματικά ακατόρθωτο και για όλους μας και θέλουμε να το πιστέψουμε.
Και πέρα από αυτό, για να μην νομίσουμε ότι απλώς κάνοντας και αυτή την άσκηση της εγκρατείας, της πίστης, δια της προσευχής και της νηστείας, θα μπορέσουμε να καταφέρουμε αυτά τα πράγματα, βάζει ο Χριστός ένα επόμενο στάδιο. Στο τέλος, δεν ξέρω αν παρατηρήσατε τη φράση, ο Χριστός στο τέλος της περικοπής είπε ότι ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί και τα λοιπά και τα λοιπά. Ότι όλα αυτά τα γεγονότα θα λειτουργηθούν σε έναν κόσμο πάρα πολύ δύσκολο, πάρα πολύ στριφνό, πάρα πολύ διαστρεμμένο και ο Χριστιανός που στρέφεται στο Θεό πρέπει να αντέξει αυτή τη διαστροφή. Να μην επηρεαστεί από αυτή τη διαστροφή, από οποιονδήποτε διωγμό. Αν επηρεαστεί από τα γεγονότα αυτά και πει «εγώ θέλω συνθήκες για να προσευχηθώ ή να νηστέψω», τότε δεν μπορεί να γίνει τίποτα, και η απιστία κρίνεται ακριβώς και εκεί!
Έτσι λοιπόν αυτή η πίστη και η δυνατότητα του θαύματος δεν είναι ένα γεγονός που λειτουργιέται από τα χέρια κάποιων θαυματοποιών. Κανείς δεν μπορεί να κάνει θαύμα αν δεν λειτουργήσει αυτά τα στοιχεία προσευχής και νηστείας, ως εγκρατείας και περιορισμού, ψυχής και σώματος, φιλικής σχέσης, βαθιάς σχέσης με τον Θεό και ταυτόχρονα απαντοχής στον διαστρεμμένο κόσμο. Που σημαίνει όχι παραδέχομαι το διεστραμμένο κόσμο. Δεν επηρεάζει αυτή μου τη στάση, αυτή μου τη στροφή, αυτή μου τη ροπή, αυτή μου την κίνηση προς τον Θεό. Αν και τα δύο γεγονότα συμπληρωθούν και ολοκληρωθούν, τότε βρίσκουμε τι είναι πίστη. Και τότε πια, επειδή αυτό είναι η πίστη, τότε το θαύμα είναι αυτονόητο κατά τον Χριστό. Τότε το βουνό μπορεί να μετακινηθεί, και ας μην το φανταζόμασταν!
Και εκεί κρίθηκε και η απιστία των μαθητών και η απιστία όλων μας. Και πια είναι η φράση «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» βρίσκει το νόημά της. Δεν είναι πάντα διαστροφή η ηθική διαστροφή, η διαστροφή των αμαρτιών, υπάρχουνε πιο καίριες διαστροφές. Είναι πολύ πιο υψηλές διαστροφές. Βλέπετε ένας αμαρτωλός μπορεί να μετανιώσει.
Ένας που δεν μπορεί να στραφεί στον Θεό, και αμαρτίες να μην κάνει, δεν κάνει τίποτε! Και υπάρχουν λοιπόν αυτές οι καίριες διαστροφές όπου δεν στρεφόμαστε στον Θεό. Να η διαστροφή! Η αδυναμία στροφής προς τον Θεό. Και εκεί κρίνεται πια το θαύμα, και εκεί χρειάζεται πολύ βαθιά δουλειά! Στην εγκράτεια του σώματος και της ψυχής, και ταυτόχρονα με το σφράγισμα αυτό που δίνεται από την απαντοχή στα πολύ δύσκολα πράγματα του κόσμου, που ο Απόστολος Παύλος, στην επιστολή που ακούσαμε πριν από λίγο, το είπε ότι γίναμε «περικαθάρματα τοῦ κόσμου» και δεν τον νοιάζει. Και το γλεντάει, φαίνεται, και χορεύει με αυτό το γεγονός. Και εκεί ακριβώς κρύβεται όλη η έννοια της πίστεως όσο μπορούμε να την προσεγγίσουμε μέσα από την περικοπή αυτή.
Αυτά για το κείμενο, που είναι πραγματικά πολύ βαθύ, πολύ ουσιαστικό. Και τελειώνοντας, τονίζω, μας ανοίγει τις υπαρκτές δυνατότητες που έχουμε. Υπαρκτές δυνατότητες, που είναι ξεχασμένες, και απλώς εμείς παλινδρομούμε ή κολυμπάμε μέσα στα φτωχά νερά κάποιας ηθικιστικής χριστιανικής ζωής. Ξεχνώντας και παραμελώντας αυτό το γεγονός των υπαρκτών δυνατοτήτων μας, των καταπληκτικών δυνατοτήτων μας, γιατί λέμε «αυτά είναι για λίγους και δεν είναι για μας».
※