Άλλοτε πάλι οδοιπορούσαν προς τη σκήτη του δυο μοναχοί, και τους σώθηκε το νερό που είχαν. Ο ένας στη δίψα δεν άντεχε, κι έπεσε νεκρός κάτω, και ο άλλος θα είχε την ίδια τύχη. Γιατί, μη αντέχοντας άλλο την οδοιπορία, κάθισε καταγής και περίμενε να τον βρει το τέλος. Πάνω στο βουνό ο Αντώνιος φωνάζει αμέσως δυο μοναχούς, που του είχαν κάνει επίσκεψη και τους λέει:
«Πάρτε τώρα ένα σταμνί νερό, και τρέξτε στο δρόμο, που πάει κατά την Αίγυπτο. Δυο αδερφοί που έρχονταν εδώ, ο ένας έπεσε κιόλας νεκρός από τη δίψα, και ο άλλος, αν δεν κάνετε γρήγορα θα πεθάνει. Αυτό μου αποκαλύφτηκε τούτη τη στιγμή, ενώ προσευχόμουν».
Έτσι και έγινε, έτρεξαν οι αδερφοί, και όπως τους είπε, βρήκαν τον ένα νεκρό και τον έθαψαν, ενώ πρόλαβαν τον άλλο, τον συνέφεραν με το νερό, και τον οδήγησαν στο Γέροντα πεζοπορώντας μια ολόκληρη μέρα.
Τώρα, αν κάποιος ρωτήσει εδώ, γιατί ο Αντώνιος δεν είπε τίποτα, και ούτε τους έστειλε πριν πεθάνει ο ένας, να ξέρει ότι αυτό το ερώτημα δεν έχει καμιά βάση. Καθώς, την απόφαση για το θάνατο αυτού, δεν την έλαβε ο Αντώνιος, αλλά ο Θεός ο ίδιος. Εκείνος έκρινε κι αποφάσισε ποια ώρα θα πεθάνει αυτός, και ποια στιγμή θα του αποκάλυπτε τον έσχατο κίνδυνο που διατρέχει ο άλλος. Η πλευρά του θαύματος που αφορά τον Αντώνιο είναι απλώς ετούτη, ότι μένοντας στη σκήτη του πάνω στο βουνό, είχε την καρδιά του ανοιχτή και άγρυπνη στην αγάπη του Κυρίου, που ακριβώς για το λόγο αυτό του αποκάλυψε το δράμα, που συνέβαινε μακριά εκεί κάτω.
Εἰσερχομένων δὲ δύο ἀδελφῶν τινων, καὶ λείψαν τος ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ὕδατος, ὁ μὲν εἷς ἀπέθανεν, ὁ δὲ ἕτερος ἔμελλε· μηκέτι γοῦν ἰσχύων ὁδεύειν, ἔκειτο καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῆς γῆς τεθνήξεσθαι προσδοκῶν. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, καθήμενος ἐν τῷ ὄρει, φωνήσας δύο μοναχοὺς (συνέβη γὰρ ἐκεῖ τούτους εἶναι), ἤπειγε λέγων· Λάβετε κεράμιον ὕδατος, καὶ δράμετε τὴν ἐπ' Αἴγυπτον ὁδόν· δύο γὰρ ἐρχομένων, ὁ μὲν εἷς ἄρτι τετελεύτηκεν, ὁ δὲ ἕτερος μέλλει, ἐὰν μὴ σπεύσητε. Τοῦτο γὰρ εὐχομένῳ μοι νῦν πεφανέρωται. Ἐλθόντες τοίνυν οἱ μοναχοὶ, εὗρον τὸν μὲν κείμενον νεκρὸν, καὶ ἔθαψαν, τὸν δὲ ἕτερον ἀνεκτήσαντο τῷ ὕδατι, καὶ ἀπήγαγον πρὸς τὸν γέροντα· ἦν γὰρ τὸ διάστημα ἡμέρας ὁδός. Ἐὰν δὲ ζητήσῃ τις, διὰ τί μὴ πρὸ τοῦ τελευτῆσαι τὸν ἄλλον οὐκ εἴρηκεν· οὐκ ὀρθῶς ζητεῖ τοῦτο λέγων. Οὐ γὰρ ἦν Ἀντωνίου τὸ τοῦ θανάτου κρῖμα, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ καὶ περὶ ἐκείνου κρίναντος, καὶ περὶ τούτου ἀποκαλύψαντος. Μόνον δὲ Ἀντωνίου τοῦτο θαῦμα ἦν, ὅτι ἐν τῷ ὄρει καθ ήμενος, εἶχε τὴν μὲν καρδίαν νήφουσαν, τὸν δὲ Κύριον δεικνύοντα αὐτῷ τὰ μακράν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου