Ευχάριστος ο λόγος μας, αδελφοί μου, και λαμπρή η συγκέντρωση, και θάλασσα ευρύχωρη γεμάτη, αλλά δεν ταράζεται από τη θύελλα των ανέμων. Γιατί ήρθε η μητέρα της ειρήνης, αυτή που καταπαύει τη θύελλα των ανέμων. «Η μητέρα Σιών, θα πει κάθε άνθρωπος, και πλήθος άνθρωποι γεννήθηκαν σ’ αυτή, και ο ίδιος ο Κύριος έθεσε τα θεμέλιά της».[1] Παιδιά μου, πρόκειται να με καθειρέσουν; Και τι φοβάμαι; Το θάνατο; «Για μένα ζωή σημαίνει Χριστός και θάνατος σημαίνει κέρδος».[2] Αλλά θα με στείλουν εξορία; «Στον Κύριο ανήκει η γη και το καθετί που την γεμίζει».[3] Αλλά θα μου γίνει δήμευση των υπαρχόντων μου; «Δε φέραμε τίποτε στον κόσμο και είναι φανερό ότι δεν μπορούμε τίποτε να πάρουμε μαζί μας»[4]. Αλλά γνωρίζετε, αδελφοί, για ποια αιτία πρόκειται να με καθαιρέσουν. Επειδή χαλιά δεν άπλωσα, και μεταξωτά ενδύματα δεν ντύθηκα, επειδή δεν ενθάρρυνα τη λαιμαργία τους και δεν πρόσφερα χρυσάφι και ασήμι. Και μου λέγουν ότι ¨έφαγες και ήπιες, και ύστερα βάπτισες¨. Αν το έκαμα αυτό, ας είμαι ανάθεμα, να μην αριθμηθώ μαζί με τους επισκόπους, να μη βρεθώ με τους αγγέλους, να μην αρέσω στο Θεό. Και αν όμως έφαγα και ύστερα βάπτισα, δεν έκαμα τίποτε από τα λεγόμενα άκαιρο. Ας καθαιρέσουν τον Παύλο τον απόστολο, γιατί μετά το δείπνο χάρισε στο δεσμοφύλακα το βάπτισμα. Και ας καθαιρέσουν τον ίδιο τον Κύριο, γιατί μετά το δείπνο χάρισε στους μαθητές την κοινωνία.
Βλέπω πολλά κύματα και φοβερή την τρικυμία, και έτοιμα τα ξύλινα πλοία. Και εγώ σαν κυβερνήτης μέσα σε μεγάλη τρικυμία, κάθομαι πάνω στις δύο πρύμνες του πλοίου, δηλαδή στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, και με τα κουπιά απομακρύνω την θύελλα. Όχι με τα κουπιά τα ξύλινα, αλλά με το σταυρό τον τίμιο του Κυρίου αλλάζω τη θύελλα σε ειρήνη. Ο Κύριος προστάζει, και ο δούλος στεφανώνεται˙ γι’ αυτό δεν τον παραδίδει ο Κύριος στο διάβολο. Και ένα πράγμα δεν ξέρουν οι άνθρωποι, ότι μέσα από τον ακάθαρτο φανερώνεται το πιο καθαρό σκεύος;
Αδελφοί, σας λέγω τρία πράγματα, την πίστη, τον πειρασμό, τη σωφροσύνη. Αν λέγετε πως δείχνετε πίστη, μιμηθείτε τον μακάριο Αβραάμ, που γέρασε στην ηλικία και παρουσίασε καρπούς ώριμους. Και αν λέγετε πως υπομένετε πειρασμό, να μιμείστε το μακάριο Ιώβ. Γνωρίζετε τον τρόπο της ζωής του, και ακούσατε την υπομονή του, και το τέλος του δε σας ξέφυγε. Και αν θέλετε να δείξετε σωφροσύνη, μιμηθείτε το μακάριο Ιωσήφ, που πουλήθηκε στην Αίγυπτο, και την έσωσε όταν έλειωνε από πείνα. Γιατί προστέθηκε σ’ αυτόν πειρασμός από πόρνη Αιγύπτια, υποδουλωμένη στον έρωτα, που καθόταν κοντά του και του έλεγε ¨κοιμήσου μαζί μου¨. Γιατί ήθελε να τον απογυμνώσει από τη σωφροσύνη του στην Αίγυπτο η Αιγύπτια˙ εδώ πάλι ο Αιγύπτιος.[5] Όμως ούτε εκείνη έρριξε τον άγιο, ούτε αυτός αυτόν, αλλά φάνηκε μαζί η σωφροσύνη της ελευθερίας και η ευγένεια των τέκνων και η ακολασία της βάρβαρης.
Αδελφοί, ο κλέφτης δεν έρχεται όπου υπάρχει άχυρο και χορτάρι και ξύλο, αλλά όπου βρίσκεται χρυσάφι ή ασήμι ή μαργαριτάρι. Έτσι ο διάβολος δεν μπαίνει όπου βρίσκονται αυτοί που ζουν τη μοναχική ζωή. Αδελφοί, θέλουμε ν’ απλώσουμε τη γλώσσα προς τη βασίλισσα; Αλλά τί να πω; Η Ιεζάβελ ταράζεται, και ο Ηλίας φεύγει˙ η Ηρωδιάδα ευφραίνεται, και ο Ιωάννης δένεται στην φυλακή˙ η Αιγυπτία λέγει ψέματα, και ο Ιωσήφ φυλακίζεται. Αν λοιπόν με εξορίσουν, μιμούμαι τον Ηλία˙ αν με ρίξουν στο βόρβορο, τον Ιερεμία˙ αν με ρίξουν στη θάλασσα, τον προφήτη Ιωνά˙ και αν στο λάκκο, το Δανιήλ˙ αν με λιθοβολήσουν, το Στέφανο˙ αν με αποκεφαλίσουν, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο˙ αν με ραβδίσουν, τον Παύλο˙ αν με πριονίσουν, τον Ησαΐα. Είθε με ξύλινο πριόνι, για ν’ απολαύσω τον πόθο του σταυρού.
Η υλική στο σώμα πολεμάει τον ασώματο˙ αυτή που ασχολείται με λουτρά και αρώματα και περιπλέκεται με άνδρα, πολεμάει την καθαρή και αμόλυντη Εκκλησία. Αλλά βέβαια και θα μείνεις χήρα, ενώ ζει ακόμη ο άνδρας σου, γιατί είσαι γυναίκα, και θέλεις να χηρέψει η Εκκλησία. Το βράδυ με καλούσε δέκατο τρίτο απόστολο, και σήμερα με ονόμασε Ιούδα. Χθες καθόταν ελεύθερα μαζί μου, και σήμερα σαν θηρίο όρμησε εναντίον μου. Έπρεπε να σβήσει ο ήλιος σε μας, και η σελήνη να μη φανεί, και μόνο ο λόγος του Ιώβ να μην ξεχασθεί. Γιατί και ο Ιώβ, που υπέφερε τόσο μεγάλη πληγή, τίποτε άλλο δε φώναζε, παρά το, «ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου στους αιώνες».[6] Και όταν η γυναίκα του φώναζε λέγοντας, «πες κάποιο λόγο εναντίον του Κυρίου, και ύστερα πέθανε», την επιτίμησε λέγοντας, «γιατί μίλησες σαν μια ανόητη γυναίκα;».[7]
Ώ αχάριστη γυναίκα! Ώ φάρμακο των πόνων! Άραγε, γυναίκα, όταν ήσουν άρρωστη σου είπε τέτοια λόγια ο Ιώβ; Και δε σου καθάρισε την αρρώστια με προσευχές και αγαθοεργίες; Όταν ζούσε σε βασιλικές αυλές, όταν είχε τα πλούτη, όταν είχε την περιποίηση τη βασιλική, τίποτε τόσο μεγάλο δεν έλεγες, και τώρα βλέποντας να κάθεται πάνω στην κοπριά και να περιτυλίγεται από σκουλήκια, του λέγεις αυτό, «πες κάποιο λόγο εναντίον του Κυρίου, και ύστερα πέθανε». Δεν του ήταν αρκετή η πρόσκαιρη τιμωρία, αλλά και με το λόγο σου του προξενείς την αιώνια κόλαση; Αλλά τί είπε ο μακάριος Ιώβ; «Γιατί μίλησες σαν μία ανόητη γυναίκα; Αν τα αγαθά τα δεχθήκαμε από τα χέρια του Κυρίου, τα κακά δε θα τα υπομείνουμε;». Αλλά και η παράνομη και στυγερή, αυτή η νέα, λέγω, Ιεζάβελ δε φωνάζει και δε λέγει…[8] αλλά μου στέλνει υπάτους και τριβούνους, και μόνο με απειλεί. Και τί σχέση έχουν με μένα αυτά; Αράχνες είναι που στέλνονται από αράχνη.
Αδελφοί μου όλοι, και στους κόπους περιμένει η νίκη και στους αγώνες φυλάγεται το στεφάνι, όπως ο θεόπνευστος Παύλος κατάλληλα έλεγε, «τον καλό αγώνα αγωνίσθηκα, το δρόμο τελείωσα, την πίστη τήρησα, και τώρα πια μου απομένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που θα μου δώσει ο Κύριος την ημέρα εκείνη, ο δίκαιος κριτής».[9] Γιατί σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1. Ψαλμ. 86, 5.
2. Φιλιπ. 1, 21.
3. Ψαλμ. 23, 1.
4. Α’ Τιμ. 6, 7.
5. Αναφέρεται στο Θεόφιλο, τον επίσκοπο της Αλεξάνδρειας.
6. Ιώβ 1, 21.
7. Ιώβ 2, 9˙ 10.
8. Στο σημείο αυτό το κείμενο είναι φθαρμένο.
9. Β’ Τιμ. 4, 7˙ 8.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου