Κυριακή 9 Απριλίου 2023

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΤΡΙΩΔΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ - ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

 

 

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΤΡΙΩΔΙΟΝ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ
ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ 

Ποίημα όν το Αγίου Κοσμά, και πρώτον εις την τούτου Ακροστιχίδα.

Ακροστιχίς. 
Τη Δευτέρα. 
Ερμηνεία. 
Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι ένα μόνον Ιαμβικόν στίχον εποίησεν ο Ιερός Μελωδός και εις τας τρεις ομού ακροστιχίδας του Τριωδίου της Δευτέρας, του Διωδίου της Τρίτης, και του Τριωδίου της Τετράδος, ούτως έχοντα: «Τη Δευτέρα Τρίτη τε Τετράδι ψαλώ»˙ ολόκληρος γαρ ούτος είναι Ίαμβος. Της δε Δευτέρας ακροστιχίς μεν ξεχωριστή είναι αύτη: «Τη Δευτέρα», της δε Τρίτης, αύτη: «Τρίτη τε», της δε Τετράδος, αύτη: «Τετράδι ψαλώ»˙ εις όλας όμως τας ακροστιχίδας ταύτας ακούεται έξωθεν το, ψαλώ, ήγουν, «Τη Δευτέρα ψαλώ», «Τρίτη τε ψαλώ» καθώς και ενεργεία γράφεται εν τη ακροστιχίδι της Τετράδος ούτω˙ «Τετράδι ψαλώ». Σημείωσαι δε ότι τα άσματα της μεγάλης ταύτης Εβδομάδος θέλων να δείξη τιμιώτερα των άλλων ασματικών Κανόνων του ο θείος Κοσμάς, κατεπύκνωσεν αυτά ως επί το πλείστον με ρητά της νέας Γραφής του Ευαγγελίου, και όχι με ρητά της παλαιάς Γραφής και των Προφητών, καθώς με αυτά κατεπύκνωσεν αυτά ως επί το πλείστον με ρητά της νέας Γραφής του Ευαγγελίου, και όχι με ρητά της παλαιάς Γραφής και των Προφητών, καθώς με αυτά κατεπύκνωσε τους άλλους ασματικούς του Κανόνας. Εποίησε δε τούτο, δια να χαρίση ένα βραβείον και στέφανον μέγιστον εις την μεγάλην Εβδομάδα’ καθώς γαρ αυτή βασιλικώς υπερέχει τας άλλας εβδομάδας του ενιαυτού˙ ούτω και τα του Ευαγγελίου ρητά, με τα οποία αυτή καλλωπίζεται, υπερβαίνουσι με όλους πήχεις βασιλικούς, κατά την κοινήν παροιμίαν, τα ρητά της Παλαιάς και των Προφητών, με τα οποία ως επί το πλείστον οι άλλοι Κανόνες αυτού καλλωπίζονται.

Ότι δε η μεγάλη Εβδομάς υπερέχει τας άλλας του χρόνου εβδομάδας, μαρτυρεί ο Χρυσόστομος λέγων: «Μεγάλην Εβδομάδα καλούμεν αυτήν, ούκ επειδή μείζον έχουσι μήκος των άλλων απασών αι ταύτης ημέραι (και γαρ εισίν έτεραι μείζους), ουδέ επειδή πλείους τον αριθμόν (και γαρ ίσαι ταις άλλαις εισίν), άλλ’ επειδή μεγάλα ημίν γέγονε εν αυτή παρά του Δεσπότου κατορθώματα’ και γαρ εν αυτή τη Εβδομάδι τη μεγάλη, η χρονία του Διαβόλου κατελύθη τυραννίς˙ ο θάνατος εσβέσθη˙ ο ισχυρός εδέθη˙ τα σκεύη αυτού διηρπάγη˙ η αμαρτία ανηρέθη, η κατάρα κατελύθη˙ ο Παράδεισος ανεώχθη˙ ο Ουρανός βάσιμος γέγονεν˙ άνθρωποι Αγγέλοις ανεμίγησαν˙ το μεσότοιχον του φραγμού ήρθη˙ το θριγγίον περιηρέθη˙ ο της ειρήνης Θεός ειρηνοποίησε τα άνω και τα επί της γης˙ δια τούτο μεγάλη καλείται Εβδομάς» (Λόγω εις την μεγάλην Εβδομάδα τόμω Ε’ ού η αρχή˙ Διηνύσαμεν της νηστείας τον πλούν).

Ωδή α’. Ήχος β’. Ο Ειρμός.
Τω την άβατον κυμαινομένην θάλασσαν, θείω αυτού προστάγματι, αναξηράναντι, και πεζεύσαι δι’ αυτής, τον ισραηλίτην, λαόν καθοδηγήσαντι, Κυρίω άσωμεν’ ενδόξως γαρ δεδόξασται.

Ερμηνεία.

Εις τον παρόντα Ειρμόν αναφέρει ο Ιερός Μελωδός την πρώτην Ωδήν την υπό Μωϋσέως ποιηθείσαν, και τα εκείνης λόγια˙ ας ψάλωμεν, λέγει, εις τον Κύριον, όστις με την θεϊκήν προσταγήν του επρόσταξεν ούτω τον Μωϋσήν˙ «Λάλησον τοις Υιοίς Ισραήλ και αναζευξάτωσαν, και συ έπαρον την ράβδον σου και έκτεινον την χείρα σου επί της θαλάσσης και ρήξον αυτήν, και εισελθέτωσαν οι Υιοί Ισραήλ εις μέσον της θαλάσσης κατά το ξηρόν» (Έξ. ιδ’ 15 – 16). Αυτός ο Κύριος με την προσταγήν του εξήρανε την ερυθράν θάλασσαν, ήτις ήτον άβατος από γυμνά ποδάρια και αδιαπέραστος. Προσθέτει δε ακολούθως ο Μελωδός και την αιτίαν, δια την οποίαν ήτο αδιαπέραστος˙ επειδή, λέγει ήτον κυμαινομένη από τα κύματα, τα οποία φυσικώ τω τρόπω διεγείρει η θάλασσα’ πρόδηλον γαρ ότι δια τούτο ήτον αύτη άβατος, διότι ήτον κυμαινομένη. Ου μόνον δε την θάλασσαν εξήρανεν ο Κύριος, αλλά και ωδήγησε τον λαόν του Ισραήλ να διαπεράση αυτήν ως ξηράν, πεζός και με γυμνά πόδια. Όθεν εις τον Κύριον τον ποιούντα τοιαύτα τέρατα, ας ψάλλωμεν και ημείς τον επινίκιον ύμνον εκείνον όπου έψαλλον οι Ισραηλίται˙ επειδή ενδόξως δεδόξασται.

Απορίας δε άξιον είναι, διατί ο Ποιητής εδώ δεν είπεν απλώς ξηράναντι, αλλά αναξηράναντι; Εις λύσιν της απορίας λέγομεν ότι η Ανά Πρόθεσις εδώ δηλοί την δευτέραν ξηρότητα όπου έλαβεν η γη από το στοιχείον του νερού’ εξηράνθη γαρ αυτή και πρότερον εν τη δημιουργία του Κόσμου, όταν η γη μεν όλη ήτον σκεπασμένη από τα νερά, δια προσταγής δε του Θεού εσυνάχθησαν τα νερά εις τα κοιλώματα της γης, και εφάνη η ξηρά. «Συναχθήτω γαρ, φησί, το ύδωρ το υποκάτω του Ουρανού εις συναγωγήν μίαν, και οφθήτω η ξηρά» (Γεν. α’. 9). Καθώς λοιπόν τότε πρώτον εξηράνθη η γη δια του χωρισμού των υδάτων˙ ούτω και τώρα δεύτερον εξηράνθη η γη η υποκάτω ούσα της ερυθράς θαλάσσης με τον διαχωρισμόν του νερού τον υπό του Θεού δια Μωϋσέως γενόμενον. Τούτου χάριν και ο Μελωδός δεν είπε ξηράναντι, αλλά αναξηράναντι˙ η γαρ Ανά Πρόθεσις δύο σημαινόμενα έχει˙ σημαίνει γαρ και την άνω κίνησιν και φοράν, καθώς είναι το, Ανέβλεψεν: ήτοι άνω έβλεψε, και το, Ανελήφθη: ήτοι άνω αρπάχθη˙ σημαίνει δε και την επιδίπλωσιν και δευτέρωσιν του αυτού πράγματος, καθώς είναι το, Αναλάβωμεν τον λόγον: ήτοι ας δευτερώσωμεν τον λόγον, και το, Ανάμνησιν εποίησα: ήτοι δευτέραν μνήμην έλαβον˙ επειδή η ανάμνησις δεν είναι άλλο τι, πάρεξ μία Δευτέρα μνήμη του αυτού πράγματος. Τοιούτον σημαινόμενον έχει τώρα η Ανά και εν τω Αναξηράναντι, ουδέν άλλο δηλούσα, ει μη την δευτέραν της γης ξηρότητα, την οποίαν έλαβε μετά τον χωρισμόν του νερού της ερυθράς θαλάσσης.

Τροπάριον. 
Η απόρρητος Λόγου Θεού κατάβασις, όπερ Χριστός αυτός έστι, Θεός και άνθρωπος˙ το Θεός ουχ αρπαγμόν, είναι ηγησάμενος, εν τω μορφούσθαι δούλον, δεικνύει τοις μαθηταίς˙ ενδόξως γαρ δεδόξασται.

Ερμηνεία.

Το παρόν Τροπάριον όλον ερανίσθη ο Μελωδός από το αποστολικόν εκείνο ρητόν, το λέγον περί του Ιησού Χριστού˙ «Ός εν μορφή Θεού υπάρχων, ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, άλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος» (Φιλιπ. β’ 6). Τούτο δε το ρητόν ούτως ερμηνεύουσαν ο θείος Χρυσόστομος και ο Θεοφύλακτος, λέγοντες ότι, όταν μεν τινάς αρπάση καμμίαν εξουσίαν, ή άλλο αξίωμα, φοβείται να αφήση αυτό, δια να μη το πάρη άλλος, και το χάση εκείνος˙ επειδή δεν ήτον εξ αρχής ιδικόν του, αλλά με αδικίαν και τυραννίαν το ήρπασεν˙ όταν δε έχη την εξουσίαν και το αξίωμα φυσικόν από τον Πατέρα του, τότε ευκόλως αφίνει αυτό, καλώς ηξεύρων ότι δεν θέλει το χάσει˙ επειδή και αν φανή ότι το αφίνει προς ώραν, πάλιν έχει να το πάρη. Τοιουτοτρόπως, λέγει, και ο Υιός του Θεού, δεν εφοβήθη να καταβή από το θεϊκόν του αξίωμα, ήγουν από το να είναι εν τη μορφή: ήτοι εν τη φύσει και ουσία του Θεού, ίσος ων κατά φύσιν με τον Πατέρα, όχι˙ επειδή το θεϊκόν αυτό αξίωμα δεν είχεν από αρπαγήν κατά τους ψευδωνύμους Θεούς των Ελλήνων, αλλά είχεν αυτό φυσικόν˙ δια τούτο και ηθέλησε να συγκαταβή και να λάβη την του δούλου μορφήν: ήτοι την φύσιν του δούλου ανθρώπου, ταυτόν ειπείν, να γένη ταπεινός άνθρωπος˙ επειδή και εν τη ταπεινώσει της ανθρωπίνης φύσεως γενόμενος, εφύλαττεν ολόκληρον το ύψος και αξίωμα της Θεότητός του, αν και είχεν αυτό σκεπασμένον υποκάτω εις το ταπεινόν σχήμα της ανθρωπότητος˙ το οποίον και κένωσιν ονομάζει ο αυτός Παύλος.

Τούτο λοιπόν το ίδιον νόημα θέλει να φανερώση και ο Ιερός Μελωδός εν τω παρόντι Τροπαρίω˙ όθεν λέγει˙ η απόρρητος συγκατάβασις του Θεού Λόγου και κένωσις, ήτις αυτός εστίν ο Χριστός, ο υπάρχων Θεός ομού και άνθρωπος (το αφηρημένον γαρ αντί του συγκεκριμένου εξέλαβεν ο ποιητής κατά συνεκδοχήν: ήτοι την κατάβασιν αντί του καατβάντος) αυτός ο Θεός Λόγος με το να εμορφώθη τον δούλον: ήτοι την του δούλου ανθρώπου φύσιν, με τούτο δεικνύει εις τους μαθητάς του ότι δεν ενόμισεν αρπαγήν το να είναι Θεός ίσος με τον Πατέρα, και δια τούτο εκενώθη και εσυγκατέβη από το αξίωμα αυτό της Θεότητος˙ όπερ και συγκαταβάς τέλειον είχεν, ως ου κατά τροπήν, αλλά κατά πρόσληψιν την του δούλου μοφήν ενδυσάμενος˙ μείνας γαρ όπερ ήν: ήτοι Θεός, έγινεν όπερ ουκ ήν: ήτοι άνθρωπος, ίνα θεώση τον άνθρωπον. Ούτως ηρμήνευσε το Τροπάριον και ο ανώνυμος ερμηνευτής των Κανόνων˙ ο δε άλλος ερμηνευτής Θεόδωρος, δεν ξεύρω πώς ουχ ούτω ηρμήνευσεν αυτό, λέγων ότι ελλειπτικώς έγραψεν εδώ ο ποιητής το «Δεικνύει τοις μαθηταίς». Τί δε δεικνύει; Την αγάπην και την ταπείνωσιν. Πού; Εν τοις ακολούθοις δηλαδή Τροπαρίοις. Όθεν σοφός ών, εμοί γουν τω ασόφω ουκ έδωκε νοήσαι, πώς τούτο είπεν˙ ανακόλουθον γαρ το νόημα τούτο εστί και ανάρμοστον.

Απορίας δε άξιον είναι, διατί ο Μελωδός είπεν «Η απόρρητος Λόγου Θεού κατάβασις;» αύτη γαρ είναι φανερά και εις αυτούς τους ολιγόνοας και αμαθείς. Προς λύσιν λοιπόν της απορίας λέγομεν ότι, επειδή διάφοροι αι καταβάσεις του Θεού ευρίσκονται εν τη αγία Γραφή˙ «Κατέβη γαρ Κύριος ιδείν την πόλιν και τον πύργον» (ήτοι την πυργοποιΐαν) (Γεν. ια’ 5), κατέβη εις τα Σόδομα˙ «Καταβάς, φησίν, όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην συντελούνται προς με» (Γέν. ιη’ 21), καταβαίνει εις Αίγυπτον˙ «Κατέβην, φησίν εξελέσθαι αυτούς (τους Ισραηλίτας) εκ χειρός των Αιγυπτίων» (Έξ. γ’ 8), καταβαίνει Κύριος εις το Σινά˙ «Κατέβη Κύριος επί το όρος Σινά» (Έξ. ιθ’ 20)˙ εκατέβη ο Άγγελος Κυρίου: ήτοι ο της μεγάλης βουλής Άγγελος, εις τους τρεις Παίδας εν τη καμίνω˙ «Ο δε Άγγελος, φησί, Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον» (Αίνεσις των τριών Παίδων 25)˙ εκατέβη δε ο Θεός εις τον Μωϋσήν εν στύλω νεφέλης (Αριθ. ιβ’ 5), και εις τον Ηλίαν˙ και άλλαι δε πολλαί καταβάσεις Θεού ευρίσκονται εν τη θεία Γραφή. Καταβαίνει δε επ’ εσχάτων των χρόνων ο του Θεού ενυπόστατος Λόγος την θεοπρεπεστέραν κατάβασιν, και γίνεται, όπερ ειμί εγώ χωρίς αμαρτίας: ήτοι τέλειος άνθρωπος δια την εμήν σωτηρίαν.

Επειδή λοιπόν τοσαύται πολλαί καταβάσεις φαίνονται του Θεού εν τη Γραφή˙ τούτου χάριν ο Μελωδός εδώ ηναγκάσθη να εξηγήση, ποία εστάθη η απόρρητος αύτη κατάβασις του Θεού Λόγου˙ και λέγει ότι είναι η ενανθρώπησις αυτού, η οποία δεν είναι άλλο, πάρεξ η των δύο φύσεων, της θείας, λέγω, και της ανθρωπίνης εις μίαν υπόστασιν ασύγχυτος άμα και αδιαίρετος σύνοδος: ήτοι ένωσις˙ όπερ αυτός εστίν ο Χριστός, ο Θεός υπάρχων ομού και άνθρωπος. Απόρρητος δε και ακατάληπτος είναι από κάθε λόγον και νουν η κατάβασις αύτη του Θεού Λόγου˙ όθεν είπεν ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος˙ «Αλλά και το πάσης Θεολογίας εκφανέστατον, η καθ’ ημάς Ιησού Θεοπλαστία και άρρητός εστί λόγω παντί και άγνωστος τω παντί, και αυτώ τω πρωτίστω των πρεσβυτάτων Αγγέλων» (περί θείων ονομάτων κεφ. β’). Αξιόλογα δε είναι και εκείνα όπου λέγει ο Ζωναράς εν τη ερμηνεία του α’ ήχου της Οκτωήχου περί της καταβάσεως του Θεού Λόγου˙ «Κατάβασις του Λόγου ου τοπική τις νοείται μετάβασις εκ των κόλπων του Θεού και Πατρός,και εξ Ουρανού προς την φύσιν ημών και προς την γην˙ πανταχού γαρ ών και τα πάντα πληρών απεριγράπτως, και εν τοις κόλποις εστίν αεί του Πατρός, και εν τω παντί αισθητώ τε και νοητώ,και εν τοις του Κόσμου μέρεσιν, αμιγώς δια πάντων διϊκνούμενος κατά τινά τρόπον άρρητον και ανέκφραστον˙ άλλ’ η του Λόγου προς την ανθρωπίνην φύσιν ένωσις, ήγουν σάρκωσις, και της Θεότητος αυτού και της ανθρωπότητος εις μίαν υπόστασιν συνδρομή, κατάβασις ημίν και νοείται και λέγεται˙ καθώς και ο Μελωδός (Κοσμάς δηλ.) φησίν˙ «Η απόρρητος Λόγου Θεού κατάβασις». Η κατάβασις δε αύτη του Θεού Λόγου έγινεν ημών ανάβασις˙ έφη γαρ ο μέγας Αθανάσιος˙ «Άμα ο Λόγος σάρξ εγένετο, όπερ εστίν η του Λόγου κατάβασις, και άμα η σάρξ Λόγος γέγονε δια την εις μίαν υπόστασιν συνδρομήν˙ όπερ εστίν η της σαρκός ανάβασις».

Τροπάριον. 
Διακονήσαι,2 αυτός ελήλυθα, ου την μορφήν ο πλαστουργός, εκών περίκειμαι, τω πτωχεύσαντι Αδάμ, ο πλουτών θεότητι, θείναι εμήν τε αυτού, ψυχήν αντίλυτρον, ο απαθής θεότητι.

Ερμηνεία.

Αν και εις το πρότερον Τροπάριον επαράστησεν ο Ιερός Κοσμάς την άπειρον ταπείνωσιν όπου έδειξεν ο Θεός Λόγος, απορρήτως συγκαταβάς και ενανθρωπήσας˙ όθεν είπεν ο μέγας Βασίλειος˙ «Μεγίστην απόδειξιν δυνάμεως έχει το δυνηθήναι Θεόν εν ανθρώπου φύσει γενέσθαι˙ ου γαρ τοσούτον ουρανού και γης σύστασις και θαλάσσης και αέρος και των μεγίστων στοιχείων η γένεσις, και εί τι υπερκόσμιον νοείται, και εί τι καταχθόνιον, την δύναμιν παρίστησι του Θεού Λόγου, όσον η περί την ενανθρώπησιν οικονομία, και η προς το ταπεινόν και ασθενές της ανθρωπότητος συγκατάβασις»3 (Ερμηνεία εις τον μδ’ Ψαλμόν και Η’ κεφ. των περί του Αγίου Πνεύματος). Αν και εν τω προλαβόντι Τροπαρίω, λέγω, επαράστησεν ο Ιερός Μελωδός την ταπείνωσιν του Θεού Λόγου, μ’ όλον τούτο και εν τω παρόντι παρασταίνει αυτήν˙ ου μόνον γαρ εσυγκατέβη και έγινεν άνθρωπος δι’ ημάς ο υπερούσιος Λόγος, αλλά με τας ιδίας του χείρας, ώ της απείρου συγκαταβάσεως! Εκαταδέχθη να υπηρετήση ημάς τους δούλους του, καθώς το λέγει μόνος του˙ «Τις μείζων εξ υμών, ο ανακείμενος ή ο διακονών; Ουχί ο ανακείμενος; Και εγώ ειμί εν μέσω υμών ως ο διακονών» (Λουκ. κβ’ 27), και πάλιν, «Ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. κ’ 28).

Ου μόνην δε την ταπείνωσιν του Θεού Λόγου αναφέρει ο Μελωδός εν τω παρόντι Τροπαρίω, αλλά και την προς ημάς άκραν και υπερβάλλουσαν αγάπην αυτού, δια την οποίαν έβαλε την ψυχήν του εις θάνατον υπέρ ημών˙ αυτός γαρ ο ίδιος είπε˙ «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις υπέρ των φίλων θείναι την ψυχήν αυτού» (Ιω. ιε’ 13) και πάλιν λέγει «Ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών (ήτοι αντί πάντων)» (Ματθ. κ’ 28). Έφη δε και ο Παύλος˙ «Εις μεσίτης Θεού και ανθρώπων άνθρωπος Χριστός Ιησούς, ο δους εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων» (α’ Τιμ. β’ 5, 6). Εισάγει λοιπόν ο Μελωδός τον Δεσπότην Χριστόν λέγοντα πρώτον εις τους μαθητάς του, εγώ ήλθον εις τον Κόσμον ίνα διακονήσω εις το πλάσμα μου τον Αδάμ: ήτοι εις τον άνθρωπον, του οποίου την μορφήν εγώ ο πλάστης αυτού θεληματικώς ενεδύθην˙ και εγώ ο πλουτών κατά την Θεότητα ήλθον δια να υπηρετήσω τον Αδάμ τον πτωχεύσαντα δια την παρακοήν. Ερανίσθη δε τούτο ο Μελωδός από τον Παύλον λέγοντα˙ «Γινώσκετε την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ός δι’ ημάς επτώχευσε πλούσιος ών, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσετε» (β’. Κορ. η’ 9).

Έπειτα εισάγει δεύτερον τον Κύριον λέγοντα προς τους αυτούς μαθητάς του ότι εγώ δεν ήλθον μόνον δια να υπηρετήσω τον άνθρωπον, αλλά και δια να βάλω την ψυχήν μου: ήτοι την ζωήν μου αντίλυτρον, τουτέστι λύτρον και εξαγοράν αντί αυτού του ανθρώπου, ταυτόν ειπείν, ήλθον δια να πάθω και να σταυρωθώ και να αποθάνω υπέρ αυτού εγώ όπου είμαι απαθής κατά την Θεότητα˙ τούτο γαρ είναι όρος αγάπης ακρότατος, το υπέρ των αγαπητών αποθανείν, ως ανωτέρω είρηται. Διατί δε ταύτα είπε προς τους Αγίους του μαθητάς ο γλυκύς και πράγμα και όνομα Ιησούς; Όχι δια άλλο βέβαια, πάρεξ δια να παρακινήση αυτούς εις την ομοίαν του Διδασκάλου μίμησιν˙ καθώς και τούτο ο αυτός είπε καθαρώτερα˙ μετά γαρ τον φρικτόν εκείνον Νιπτήρα, καθ’ όν ο πλάστης και υπέρτατος Μονάρχης του Παντός ένιψεν αυτοχειρί τους πόδας του ευτελούς πλάσματός του, και αυτού του ιδίου προδότου του, μετά ταύτα, λέγω, είπε προς τους νιφθέντες «Γινώσκετε τι πεποίηκα υμίν; υμείς φωνείτέ με, ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, και καλώς λέγετε˙ ειμί γαρ. Ει ουν εγώ ένιψα υμών τους πόδας ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, και υμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τους πόδας˙ υπόδειγμα γαρ έδωκα υμίν, ίνα, καθώς εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιω. ιγ’ 12 – 15). Και αν εγώ, λέγει, ο πλούσιος εδιακόνησα τον πτωχεύσαντα Αδάμ˙ άρα και εσείς χρεωστείτε να διακονήτε τους ομοπτώχους αδελφούς σας˙ και αν εγώ έβαλα την ψυχήν μου δια την αγάπην σας˙ και εσείς χρεωστείτε να έχετε τοιαύτην αγάπην ένας εις τον άλλον. Περί δε του αντιλύτρου είπομεν αρκετά εν τη ερμηνεία της πρώτης προς Τιμόθεον.

Ωδή η’. Ο Ειρμός. 
Έφριξε παίδων ευαγών, το ομόστολον ψυχής άσπιλον σώμα, και είξε το τραφέν, εν απείρω ύλη ακάματον πυρ. Αειζώου δε εκμαρανθείσης φλογός, διαιωνίζων ύμνος ανεμέλπετο. Τον Κύριον πάντα τα έφτα υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ερμηνεία.

Ούτος ο Ειρμός διηγείται το θαύμα όπου έγινεν εις την Βαβυλωνίαν κάμινον, ότι δηλαδή η φωτία, ως να εφοβήθη και εντράπη την αρετήν των αγίων εκείνων τριών Παίδων, και την καθαρότητα της ψυχής αυτών και του σώματος, δεν έγγισεν αυτούς με τελειότητα, ούτε τους έβλαψεν ουδέ μέχρι τριχός, αλλά υπετάγη εις αυτούς και εμαράνθη˙ και ότι μέσον του πυρός δροσιζόμενοι οι Παίδες, ανέμελπον τον θαυμαστόν εκείνον και παγκόσμιον ύμνον «Πάντα τα έργα τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας».

Πρέπει δε να ηξεύρωμεν ότι ο Ειρμός ούτος είναι καταπεπυκνωμένος από μεταφοράς και υπερβολάς, τα δύο σχήματα της ρητορικής. Μεταφορά δε είναι, όταν ένας λόγος όπου αρμόζει εις ένα πράγμα κυρίως κα καθ’ αυτό, μεταφέρεται και εις άλλο πράγμα ου κυρίως, αλλά καταχρηστικώς˙ ούτω καθ’ υπόθεσιν, πόδες μεν λέγονται κυρίως επί των ζώων, μεταφορικώς δε λέγονται πόδες και του βουνού. Υπερβολή δε είναι ένας λόγος, όπου υπερβάλλει τους όρους της φύσεως του πράγματος, έκπληξιν και θαυμασμόν εις τους ακούοντας προξενών˙ ούτω χάριν παραδείγματος, λέγει υπερβολικώς περί των κυμάτων της θαλάσσης ο Δαβίδ˙ «Αναβαίνουσιν έως των Ουρανών και καταβαίνουσιν έως των αβύσσων» (Ψαλμ. ρς’ 26) ουδέ ποτέ γαρ έως των Ουρανών τα κύματα αναβαίνουσι.

Μεταφορά λοιπόν είναι το να λέγη εδώ ο Μελωδός ότι το πυρ έφριξεν: ήτοι εφοβήθη˙ επειδή φρίκης κυρίως λέγεται επί των εμψύχων και αισθητικών ζώων, τα οποία φρίττουν και φοβούνται, όταν από κανένα φοβερόν πράγμα συσταλθή μεν το έμφυτον θερμόν μέσα εις την καρδίαν των, ορθωθούν δε αι τρίχες των˙ το δε πυρ, άψυχον όν και αναίσθητον, ποίον φόβον ή φρίκην τοιαύτην ημπορεί να λάβη; Βέβαια ουδεμίαν˙ όθεν μεταφορικώς λέγεται εις αυτό η φρίκη και ο φόβος. Ομοίως λέγεται επί του αυτού πυρός και το σχήμα της υπερβολής˙ ίνα γαρ φανερώση ο Μελωδός την υπερβολικήν συστολήν του πυρός, είπεν ότι αυτό είξεν: ήτοι υπετάχθη και δεν ετόλμησε να βλάψη τα σώματα των τριών Παίδων.

Ομοίως δε και το να είπη ο Ποιητής ότι το σώμα των τριών Παίδων ήτον άσπιλον και ομόστολον της ψυχής υπερβολικώς σχηματίζεται˙ ποίον γαρ σώμα ημπορεί να γένη άσπιλον κατά πάντα, ενώ η Γραφή λέγει «Τίς καθαρός έσται από ρύπου; Άλλ’ ουδείς, εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης, κατά τον Ιώβ» (Ιώβ. ιδ’ 4 – 5) ή πώς το σώμα ημπορεί να είναι ομόστολον της ψυχής, της αΰλου το ένυλον, και της εκ Θεού εμπνευσθείσης ο πηλός και η λάσπη; Κατά σχήμα λοιπόν υπερβολής ταύτα ερρέθησαν. Τούτο μόνον ημπορεί να ειπή τινάς, ότι το σώμα των τριών Παίδων είπεν ο Μελωδός άσπιλον και ομόστολον της ψυχής: ήτοι στολισμένον με την καθαρότητα και αρετήν της ψυχής, καθότι οι τρισμακάριοι εκείνοι Παίδες εφάνηκαν ευσεβείς εις τον Θεόν, όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το σώμα˙ ούτε γαρ με την ψυχήν εκαταδέχθησαν να αρνηθούν τον Θεόν, ούτε με το σώμα έκαμψαν τα γόνατα˙ και επροσκύνησαν την εικόνα του Ναβουχοδονόσορος, άλλ’ ούτε με την γλώσσαν ωμολόγησαν εκείνη Θεόν, ούτε τας χείρας των εμόλυναν, προσφέροντες εις εκείνην θυσίαν ή λίβανον.

Λέγεται δε και άλλως το σώμα ολόστολον της ψυχής˙ καθότι η του Θεού χάρις, η ένδον στολίζουσα και λαμπρύνουσα την ψυχήν, μεταδίδοται και χύνεται έξω και εις το σώμα, και λαμπρύνει αυτό και στολίζει˙ όθεν ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος γράφων προς την Ξένην λέγει˙ «Οι μεν τοι τούτων (των θείων χαρισμάτων) ευμοιρήσας νους, και προς το συνημμένον σώμα πολλά διαπορθμεύει του θείου κάλλους τεκμήρια. Δια τούτο και αι ιδέαι (ήτοι τα πρόσωπα) των τριών Παίδων εφάνησαν αγαθαί, ως γέγραπται» (Δαν. α’), «ου μόνον δια την αποχήν των ακαθάρτων βρωμάτων, αλλά πολλώ μάλλον δια την χάριν του Θεού, την ένοικον ούσαν ένδοθεν εν ταις ψυχαίς αυτών εκχυθείσαν δε εκ μέρους και εις τα σώματα».

Αλλά και το να λέγη ο Μελωδός ότι το πυρ της καμίνου ήτον ακάματον, τουτέστι δεν υπέμεινε κάματον: ήτοι δεν εκοπίαζεν, ούτε εκουράζετο, και ότι αυτό ετράφη με άπειρον ύλην της νάφθης (ήτοι του κοινώς καλουμένου νευτίου) και πίσσης, και στυππίου, και κληματίδος, και αυτά, λέγω, είναι υπερβολικά και μεταφορικά˙ επειδή το πυρ φυσικώ τω τρόπω κουράζεται και αποκάμνει, ως εξ ύλης βαρείας συγκείμενον˙ μόνου γαρ του Θεού το ακάματον είναι ίδιον. Αλλά και η ύλη εκείνη η εις την Βαβυλωνίαν κάμινον εμβληθείσα δεν ήτον άπειρος, αλλά πεπερασμένη. Ομοίως και το να λέγη ότι η φλόγα της καμίνου ήτον αείζωος, και αυτό υπερβολή είναι ομοία με την του «Ακάματον»˙ ταύτα γαρ, ως είπομεν, κυρίως επί Θεού λέγονται, ή κατά μετοχήν, και επί των αΰλων και νοερών ουσιών, και επί του ανθρωπίνου και ενεργεία όντος νοός. Αλλά και το να λέγη ότι η φλοξ εμαράνθη, και αυτό μεταφορά και υπερβολή είναι˙ καθότι μαρασμός κυρίως λέγεται επί των φυτών και χόρτων˙ ταύτα γαρ λέγονται ότι μαραίνονται˙ έξω μόνον αν θέλη να ειπή τινάς ότι αείζωον και ακάματον λέγεται το πυρ, διότι, όσην ύλην δώση τινάς εις αυτό, όλην την κατακαίει, και δια μέσου της ύλης ημπορεί να μη σβεσθή, αλλά και να μένη πάντοτε καίον.

Μερικοί δε, (οποίος είναι και ο ανώνυμος ερμηνευτής) μη νοήσαντες ότι μεταχειρίζεται εδώ ο Μελωδός το σχήμα της μεταφοράς και της υπερβολής, ως είπομεν, εστοχάσθηκαν ότι είναι άτοπον να λέγεται αείζωον το πυρ˙ όθεν εδιώρθωσαν την λέξιν, και αντί αειζώου, είπον αειζώω, ίνα αποδοθή τούτο τω Θεώ: ήτοι τω αειζώω Θεώ ύμνος ανεμέλπετο˙ ουκ ορθώς δε τούτο και ενόησαν και εδιώρθωσαν˙ καθότι, αν το πυρ δέχονται να λέγεται ακάματον, διατί δεν δέχονται να λέγεται αυτό και αείζωον; Ταυτόν γαρ σημαίνουσι και τα δύο. Διαιωνίζων δε ονομάζεται ο ύμνος των τριών Παίδων, καθότι, αφ’ ού εξεφωνήθη παρ’ εκείνων, διαμένει εν όλω τω παρόντι αιώνι, κατά διαδοχήν υπό των γενεών των ανθρώπων αναμελπόμενος.

Τροπάριον.
Υμάς μου τότε μαθητάς, πάντες γνώσονται, ει τας εμάς εντολάς τηρήσετε, φησίν ο Σωτήρ τοις φίλοις, προς πάθος μολών. Ειρηνεύετε εν εαυτοίς, και πάσι˙ και ταπεινά φρονούντες, ανυψώθητε˙ και Κύριον γινώσκοντές με υμνείτε και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.

Ερμηνεία.

Και εις το παρόν Τροπάριον αναφέρει ο Μελωδός τον Κύριον διδάσκοντα τους φίλους και Αγίους του μαθητάς, όταν επήγαινε θεληματικώς εις το πάθος, και παρακινούντα αυτούς εις το να φυλάττουν τας θείας και ζωοποιούς εντολάς του. Αν και ο Κύριος είπε μερικώς περί μόνης της αγάπης «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιω. ιγ’ 35), μ’ όλον τούτο ο Ιεράρχης Κοσμάς εστοχάσθη ότι η αγάπη είναι το κεφάλαιον όλων των εντολών, και ακολούθως μέσα εις αυτήν περιέχονται πάσαι αι εντολαί τούτε παλαιού Νόμου και της νέας Χάριτος˙ όθεν είπεν ο Παύλος˙ «Ο αγαπών τον έτερον νόμον πεπλήρωκε, το γαρ Ου μοιχεύσεις, ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, ουκ επιθυμήσεις, και ει τις ετέρα εντολή, εν τούτω τω λόγω ανακεφαλαιούται, εν τω, Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ρωμ. ιγ’ 8 – 9)˙ τούτο, λέγω, επειδή εστοχάσθη ο θεσπέσιος Μελουργός, καθολικώς προσφέρει τον λόγον δια όλας τας εντολάς, και λέγει ως εκ προσώπου του Κυρίου˙ ώ φίλοι και μαθηταί μου, εάν εσείς φυλάττετε όλας τας εντολάς μου, ών κεφάλαιον η αγάπη εστί, βέβαια όλοι οι άνθρωποι εκ τούτου θέλουν σας γνωρίσει ότι είσθε μαθηταί ιδικοί μου. Ακολούθως δε εξηγεί ο Μελωδός, και ποίας άλλας εντολάς πρέπει να φυλάττουν, ήγουν την προς αλλήλους ειρήνην, την ταπεινοφροσύνην και την στερεάν και μέχρι τέλους πίστιν εις τον Χριστόν και ευσέβειαν. Όθεν εισάγει τον Κύριον διδάσκοντα τους αυτού μαθητάς, και λέγοντα πρώτον περί της ειρήνης˙ έχετε ειρήνην, ώ μαθηταί μου, με τον εαυτόν σας και με όλους τους ανθρώπους. Τούτο δε ερανίσθη από τον Ευαγγελιστήν Μάρκον λέγοντα˙ «Έχετε εν εαυτοίς άλας και ειρηνεύετε εν αλλήλοις» (Μάρκ. θ’ 50), και από τον Ιωάννην ειπόντα˙ «Ειρήνην αφίημι υμίν˙ ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιω. ιδ’ 27).

Πόθεν δε έλαβεν ο Μελωδός το «Ειρηνεύετε εν εαυτοίς»; Ουχ ούτω γαρ γέγραπται εν τω Ευαγγελίω. Άλλ’ ίσως τούτο ερανίσθη από το ανωτέρω ρητόν του Μάρκου, ήγουν από το «Έχετε εν εαυτοίς άλας». Διατί δε είπε να έχουν ειρήνην με τον εαυτόν των; Επειδή ο άνθρωπος είναι διπλούς εκ ψυχής και σώματος των δύο εναντίον συγκείμενος, και ευρίσκεται παντοτινός πόλεμος αναμεταξύ εις αυτά, κατά τον Απόστολον˙ «Η σάρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα, κατά της σαρκός˙ ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις» (Γαλ. ε’ 17). Όθεν, ή ο θυμός αναβράσας, ή η επιθυμία οιστρηλατήσασα, ή τα άλλα πάθη ατακτήσαντα, στασιάζουσι και πολεμούσιν εναντίον του ηγεμόνος λόγου και νου˙ όθεν τον πόλεμον τούτον παριστών ο μέγας Βασίλειος είπε˙ «Νυν ώσπερ επί τρυτάνης εστάναι νόμιζέ σου την ψυχήν, ένθεν υπό Αγγέλων, κακείθεν υπό Δαιμόνων διελκομένην. Τίσιν άρα δώσεις την ροπήν της καρδίας; Τι παρά σοι νικήσει; Ηδονή σαρκός, ή αγιασμός Πνεύματος»; Τούτου χάριν κα ο Άγιος Μάρτυς Ευστράτιος σοφώς έλεγε τω τυραννούντι Αγρικολάω˙ «Οίδαμεν τον ακατάλλακτον της ψυχής ημών και του σώματος διηνεκή πόλεμον». Τούτον λοιπόν τον έμφυτον πόλεμον των παθών προστάζει ο Κύριος τους μαθητάς του να καταπραΰνουσι πρότερον, και να φυλάττη ο καθ’ ένας τον εαυτόν του ειρηνικόν. Έπειτα προστάζει αυτούς να ειρηνεύουσι και προς πάντας τους άλλους ανθρώπους˙ επειδή εκείνος όπου δεν έχει ειρήνην εις τον εαυτόν του, πώς θέλει έχει ειρήνην με τους άλλους; Τούτο γαρ είναι ανακόλουθον. Πόθεν δε ερανίσθη ο Μελωδός το «Ειρηνεύετε πάσι;» Ίσως από τον Απόστολον Παύλον γράφοντα προς Εβραίους «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων» (Εβρ. ιβ’ 14), και προς τους Ρωμαίους ωσαύτως, «Ει δυνατόν, το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβ’ 18),

Ακολούθως δε διδάσκει ο Κύριος τους μαθητάς του να φρονούν ταπεινά και να μη υπερηφανεύωνται˙ εάν γαρ ταπεινοφρονώσι, θέλουν υψωθή εκ Θεού του ειπόντος «Πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. ιδ’ 11), και ο Απόστολος˙ «Μη τα υψηλά φρονούντες, αλλά τοις ταπεινοίς συναπαγόμενοι» (Ρωμ. ιβ’ 16)˙ και πάλιν «Μηδέν κατά εριθείαν ή κενοδοξίαν, αλλά τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών» (Φιλ. β’ 3). Αφ’ ου δε ο Κύριος εδίδαξε τους μαθητάς του να έχουν ειρήνην και ταπεινοφροσύνην, τελευταίον διδάσκει αυτούς να έχουν και στερεάν πίστιν προς αυτόν και ευσέβειαν˙ αύτη δε είναι το να επιγινώσκουν αυτόν Κύριον και αληθή Θεόν, και ακολούθως να υμνούν αυτόν Θεοπρεπώς, και να υπερυψούν εις πάντας τους αιώνας μετά της Ωδής των τριών Παίδων. Δια τούτο έλεγε προς τον Πατέρα ο Κύριος «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιω. ιζ’ 3), και πάλιν έλεγε προς τους μαθητάς του «Πιστεύετε εις τον Θεόν, και εις εμέ πιστεύετε» (Ιω. ιδ’ 1). Αλλά και ο Σολομών είπε «Το γαρ επίστασθαί σε ολόκληρος δικαιοσύνη, και το ειδέναι το κράτος σου ρίζα αθανασίας» (Σοφ. ιε’ 3). Καλή μεν λοιπόν είναι και η ειρήνη, καλή δε είναι και η ταπείνωσις, αι των αρετών κορυφαιόταται˙ αν όμως αι αρεταί αύται δεν θεμελιώνονται επάνω εις την ευσέβειαν και την εις Θεόν πίστιν, και αν από αυτήν δεν κυβερνάται το ιερόν ζεύγος των αρετών αυτών, ουδεμία ωφέλεια προξενείται εκ τούτων εις την ψυχήν. Τούτο δε εδίδαξε τους μαθητάς του ο Κύριος˙ διότι το να μένη τινάς μέχρι τέλους στερεός και ακλόνητος εν τη ευσεβεία και πίστει είναι δύσκολον πράγμα και σπάνιον˙ όθεν χρειάζεται της άνωθεν βοηθείας και χάριτος εις το να κατορθωθή. Δια τούτο οι μεν Απόστολοι, ύστερον από τα πολλά θαύματα όπου εποίησαν, παρεκάλουν τον Κύριον να προσθέση εις αυτούς πίστιν˙ «Και είπον οι Απόστολοι τω Κυρίω˙ πρόσθες ημίν πίστιν» (Λουκ. ιζ’ 5), ο δε Κύριος έλεγεν απορητικώς δια το σπάνιον της πίστεως˙ «Ο Υιός του ανθρώπου ελθών, άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λουκ. ιη’ 8) όθεν και ο Θεοφύκακτος είπεν˙ «Ελθών μεν ουν ο Κύριος εν νεφέλαις, ουχ ευρήσει την πίστιν επί της γης, ειμή άρα εν ολίγοις».

Δια τούτο και οι θείοι Πατέρες επαινούν την πίστιν, και διαφόρως αυτήν ορίζουσιν˙ ο μεν γαρ θείος Βασίλειος λέγει˙ «Πίστις εστί συγκατάθεσις αδιάκριτος των ακουσθέντων, εν πληροφορία της αληθείας των κηρυχθέντων Θεού χάριτι» (Τόμος β’ Λόγος περί Πίστεως)˙ ο δε Αλεξανδρείας Κύριλλος˙ «Πίστις εστί θύρα και οδός εις ζωήν, και από φθοράς εις αφθαρσίαν αναδρομή» (Βιβλ. δ’ κεφ. ς’ εις τον Ιωάννην)˙ και πάλιν, «Διττόν δε της Πίστεως το είδος˙ το μεν, δογματικόν, συγκατάθεσιν της ψυχής έχον περί του δε τινός, ως το «Ο πιστεύων εις τον Υιόν ου κρίνεται»˙ το δε, εν χάριτος μέρει παρά του Χριστού δωρούμενον˙ «Ώ μεν γαρ, φησί, δια του Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ετέρω δε πίστις, ήτις ου δογματική μόνον εστίν, αλλά και των υπέρ άνθρωπον ενεργητική, ως και όρη μεθιστάνειν»˙ ο δε Δαμασκηνός Ιωάννης «Πίστις, φησίν, εστίν αδίστακτος πληροφορία και αδιάκριτος ελπίς των τε υπό Θεού ημίν επηγγελμένων, και της των αιτήσεων ημών επιτυχίας» (Βιβλ. δ’ περί Πίστεως κεφ. πζ’), ο δε Πηλουσιώτης Ισίδωρος˙ «Θείον μεν τοι χρήμα ο λόγος, θειότερον δε η αρετή, θειότατον δε η ευσέβεια. Ο μεν ουν και λόγω και έργω και πίστει κεκοσμημένος, ανυπέρβλητος και αοίδιμος και της ακροτάτης μακαριότητος άξιος˙ ο δε καθ’ οπότερον τούτων λειπόμενος, τοσούτον ελαττούται, όσον η αναλογία του ελλειφθέντος απαιτεί» (Επιστολή ριη’ βιβλ. γ’. Ισιδώρω Διακόνω), και πάλιν γράφων Ωφελίω Γραμματικώ λέγει˙ «Ημείς αληθή φιλοσοφίαν οριζόμεθα την μηδέν των ηκόντων εις ευσέβειαν και αρετήν παρορώσαν».

Τροπάριον. 
Τάξεως έμπαλιν υμίν, εθνικής έστω το κράτος ομογενών˙ ου κλήρος γαρ εμός, τυραννίς δε γνώμη αυθαίρετος. Ο ουν πρόκριτος εν υμίν είναι θέλων, των άλλων έστω πάντων εσχατώτερος˙ και Κύριον γινώσκοντές με υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ερμηνεία.

Το Τροπάριον τούτο ερανίσθη ο Μελωδός από τον Ευαγγελιστήν Μάρκον˙ αφ’ ού γαρ αυτός εδιηγήθη την υπόθεσιν των Υιών Ζεβεδαίου, του Ιακώβου, λέγω, και Ιωάννου, πώς εζήτουν πρωτοκαθεδρίας, ύστερον επιφέρει τα λόγια όπου είπεν ο Κύριος εις τους δέκα Ιερούς Αποστόλους, ίνα εξαλείψη από την καρδίαν των τοιαύτας φιλοδοξίας˙ ούτω γαρ φησίν˙ «Οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των Εθνών κατακυριεύουσιν αυτών, και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών (ή κατά τον Λουκάν, «Και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται» (κβ’ 25)˙ ούχ ούτω δε έσται εν υμίν, άλλ’ ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος. Και ος αν θέλη γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μάρκ. ι’. 42- 44). Λέγει λοιπόν ο Ιερός Μελωδός ότι ο Δεσπότης Χριστός, παρακινών τους Αγίους του μαθητάς εις την αρετήν της ταπεινώσεως, έλεγεν εις αυτούς ότι εις μεν τας εξουσίας και τυραννίας των εξωτερικών βασιλέων και Εθνών εκείνος όπου είναι μεγαλύτερος άρχει τους μικροτέρους, και ο δυνατώτερος κατεξουσιάζει τους αδυνάτους˙ εις εσάς δε τους ιδικούς μου μαθητάς το κράτος και η εξουσία των ομογενών σας πρέπει να είναι έμπαλιν: ήτοι ενάντια με την τάξιν και συνήθειαν των Εθνικών˙ επειδή η τυραννική εξουσία δεν είναι κλήρος και μερίδιον, ούτε προσταγή και νόμος ιδικός μου, αλλά η γνώμη η αυτεξούσιος και αυτοπροαίρετος, με την οποίαν ετιμήθη εξ αρχής το γένος των ανθρώπων, τουτέστι με ταπείνωσιν και πραότητα πρέπει να άρχετε τους άλλους, θέλοντας και προαιρουμένους, και όχι με υπερηφάνειαν και τυραννικήν εξουσίαν, χωρίς εκείνοι να θέλουσιν. Όθεν όποιος από εσάς θέλει να είναι πρώτος και άρχων, ας μη αγαπά τα πρωτεία, μηδέ ας εξουσιάζη τους άλλους με τυραννίαν και υπερηφάνειαν, αλλά ας είναι από όλους μικρότερος, και ας ταπεινώνεται υπηρετών δια της αγάπης εις τους άλλους, και την υψοποιόν ταπείνωσιν ασπαζόμενος˙ ούτω γαρ και εγώ ειμί εν μέσω υμών ως ο διακονών.

Όθεν ο μεν Κορυφαίος Πέτρος ούτω γράφει προς τους Αρχιερείς και Ποιμένας˙ «Πρεσβυτέρους τους εν υμίν παρακαλώ ο συμπρεσβύτερος και μάρτυς των του Χριστού παθημάτων… Ποιμάνατε το εν υμίν ποίμνιον του Θεού, επισκοπούντες μη αναγκαστώς, άλλ’ εκουσίως, μηδέ αισχροκερδώς, αλλά προθύμως, μήδ’ ως κατακυριεύοντες των κλήρων, αλλά τύποι γινόμενοι του ποιμνίου» (α’ Πέτρ. ε’ 1 – 3), και ο Παύλος έγραφε προς τους Γαλάτας, να δουλεύουν και να υπηρετούν ένας εις τον άλλον, τόσον οι μικρότεροι προς τους μεγαλυτέρους, όσον και οι μεγαλήτεροι εις τους μικρότερους˙ ούτω γαρ φησίν˙ «Υμείς επ’ ελευθερία εκλήθητε αδελφοί˙ μόνον μη την ελευθερίαν εις αφορμήν τη σαρκί, αλλά δια της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις» (Γαλ. ε’ 13). Οι γαρ με τυραννίαν υποτασσόμενοι λαοί ευκόλως αποστατούσιν από τους ιδικούς των άρχοντας˙ όθεν ο μεν Θεολόγος Γρηγόριος είπε˙ «Το βία υποταττόμενον στασιάζει καιρού λαβόμενοι»˙ ο δε Συνέσιος ούτως έφη˙ «Θαυμαζόμενος άρχων, ουχ ον δεδίασιν, άλλ’ υπέρ ου δεδίασιν οι υπήκοοι».

Ούτω μεν εξήγησε το «Ου κλήρος γαρ εμός τυραννίς, γνώμη δε αυθαίρετος» ο ανώνυμος ερμηνευτής˙ ο δε Θεόδωρος ούτως αυτό ερμηνεύει˙ η αυθαίρετος γνώμη, ήγουν το να κάμνη τινάς όλα του τα έργα κατά την ιδικήν του θέλησιν και αρέσκειαν, αυθεντικώς δηλαδή και δεσποτικώς, χωρίς να πείθεται και να υπακούη εις κανένα, τούτο δεν είναι κλήρος, ουδέ νομοθεσία και διάταγμα του Δεσπότου Χριστού, αλλά είναι τυραννίς βαρβαρική και ωμή και απάνθρωπος. Συμφώνως δε και ο Ζωναράς λέγει εν τω η’ ήχω της οκτωήχου˙ «Βασιλεία έννομός εστίν επιστασία, τυραννίς δε γνώμη αυθαίρετος, και τα οικεία θελήματα βιαζομένη πληρούν, και νόμον τιθεμένη αυτά».

Ωδή θ’. Ο Ειρμός. 
Εμεγάλυνας Χριστέ, την τεκούσάν σε Θεοτόκον, αφ’ ής ο πλάστης ημών, ομοιοπαθές ημίν περιέθου σώμα, το των ημετέρων λυτήριον αγνοημάτων˙ 4 ταύτην μακαρίζοντες, πάσαι γενεαί σε μεγαλύνομεν.

Ερμηνεία.

Επειδή η εννάτη Ωδή είναι ποίημα της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, δια τούτο και ο Ιερός Κοσμάς ερανίζεται εδώ τα ίδια λόγια της: ήτοι το «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον» (Λουκ. α’ 46), και την προφητείαν όπου είπε δια λόγου της η Παντοβασίλισσα, ήγουν το «Ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός» (Λουκ. αυτόθι 49). Γυρίζων λοιπόν τον λόγον ο Μελωδός προς τον Σωτήρα Χριστόν λέγει˙ ώ θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, συ εμεγάλυνας την γεννήσασάν σε Θεοτόκον˙ καθώς και αυτή αμοιβαίως εμεγάλυνεν εσένα εν τη αρχή της Θεομητροπρεπούς και γλυκυτάτης Ωδής της, ως είρηται˙ συ εμεγάλυνας αυτήν, διότι εποίησας εις αυτήν μεγαλεία πάμπολλα, των οποίων το ύψος και βάθος και πλάτος και μήκος είναι αδύνατον και νους να νοήση και γλώσσα να λαλήση και κάλαμος να περιγράψη˙ απερίγραπτα γαρ ταύτα και ανεκλάλητα και απερινόητα είναι. Όθεν με μόνον τον θαυμασμόν και την σιωπήν πρέπει να τιμώνται και να μεγαλύνωνται˙ επειδή απέδειξας αυτήν, Κύριε, τιμιωτέραν των πολυομμάτων Χερουβίμ, και ενδοξοτέραν των εξαπτερύγων Σεραφίμ.

Από αυτήν γαρ: ήτοι από τα πανάχραντα αυτής αίματα συ ο πλάστης ημών και Θεός ενεδύθης σώμα ομοιοπαθές με ημάς˙ νοείται δε η ομοιοπάθεια του Θεοϋποστάτου σώματος του Κυρίου με το ιδικόν μας ψιλόν σώμα κατά μόνα τα φυσικά και αναγκαία και συστατικά του σώματος πάθη, άτινα και αναμάρτητα και αδιάβλητα ονομάζονται˙ ταύτα δε είναι πείνα, δίψα, ψύχρα, θέρμη, ύπνος, κόπος, πόνος, το τύπτεσθαι, το κεντάσθαι, το πάσχειν, το σταυρούσθαι, το θνήσκειν και τα όμοια˙ 5 την δε αμαρτίαν ου προσέλαβεν ο Κύριος˙ καθότι η αμαρτία παρά φύσιν εστί και επείσακτος˙ άλλ’ ουδέ το σπερματικόν και γεννητικόν είχεν ο Κύριος˙ και τούτο βεβαιοί ο Δαμασκηνός Ιωάννης λέγων˙ «Το δε σπερματικόν και γεννητικόν ούκ έσχεν (ο Κύριος)˙ αμετάπτωτα γαρ τα των θείων υποστάσεων ιδιώματα, και αδύνατον τον Πατέρα ή το Πνεύμα γενέσθαι Υιόν˙ διο ουδέ γέγονεν Υιός ανθρώπου, ειμή ο Υιός του Θεού, ίνα μείνη αμετάβλητον το ιδίωμα. Έπειτα υπόστασις ομοφυεί υποστάσει μίγνυται˙ ουκέτι δε άλλη υπόστασις τοιαύτη. (Ησ. Ού έστι δε άλλη υπόστασις τοιαύτη) Υιός Θεού και Υιός ανθρώπου˙ εις γαρ Μονογενής Υιός μόνος εκ Πατρός, και μόνος εκ μόνης Μητρός, Υιός Θεού και Υιός ανθρώπου Θεός και άνθρωπος» (Λόγ. περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών τόμω α’ σελ. 550). Αφ’ ου δε είπεν ότι ο Κύριος προσέλαβεν ομοιοπαθές σώμα με ημάς, ακολούθως λέγει και ότι αυτό είναι λυτήριον των ιδικών μας αγνοημάτων, ίνα δια μεν της ομοιοπαθείς δείξη ότι είναι ανθρώπινον αληθώς κατά φύσιν το του Κυρίου σώμα, δια δε του είναι λυτήριον των αγνοημάτων δείξη την χάριν όπου έλαβε παρά της προσλαβούσης τούτο Θεότητος, δια τε την καθ’ υπόστασιν ένωσιν, και δια την εις αλλήλας των δύο φύσεων περιχώρησιν.

Σημειούμεν όμως ότι τα ανωτέρω φυσικά και αδιάβλητα πάθη δεν ήτον ηναγκασμένα επί του Χριστού, καθώς είναι εις ημάς, αλλά πάντα ήτον θεληματικά και εκούσια˙ όθεν είπεν ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εν τω περί των φυσικών και αδιαβλήτων παθών˙ κεφ. ξζ’ του Γ’ βιβλ. περί Πίστεως˙ «Ομολογούμεν δε ότι τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη του ανθρώπου ανέλαβεν ο Κύριος πλην της αμαρτίας˙ αύτη γαρ ου φυσική εστί. Πάντα τοίνυν ανέλαβεν, ίνα πάντα αγιάση˙ επειράσθη και ενίκησεν, ίνα ημίν την νίκην πραγματεύσηται… Αμέλει τα φυσικά ημών πάθη κατά φύσιν και υπέρ φύσιν ήσαν εν τω Χριστώ˙ κατά φύσιν μεν γαρ εκινείτο εν αυτώ, ότι παρεχώρει τη σαρκί πάσχειν τα ίδια˙ υπέρ φύσιν δε, ότι ου προηγείτο εν τω Κυρίω της θελήσεως τα φυσικά˙ ουδέν γαρ ηναγκασμένον επ’ αυτού θεωρείται, αλλά πάντα εκούσια˙ θέλων γαρ επείνησε, θέλων εδίψησε, θέλων εδειλίασε, θέλων απέθανεν». Έφη δε και ο θείος Ιερόθεος παρά τω Αρεοπαγίτη Διονυσίω εν ταις θεολογικαίς στειχειώσεσιν˙ «Επειδή (ο του Θεού Υιός) και έως φύσεως υπό φιλανθρωπίας ελήλυθε και αληθώς ουσιώθη και ανήρ ο υπέρθεος εχρημάτισε… καν τούτοις έχει το υπερφυές και υπερούσιον˙ και το πάντων καινών καινότατον, εν τοις φυσικοίς ημών υπερφυής ήν, εν τοις κατ’ ουσίαν, υπερούσιος» (Κεφ. β’ περί Θείων ονομάτων). Αλλά και ο Ζωναράς ερμηνεύων το «Νέκρωσιν υπέστη δι’ εμέ» Τροπάριον του πρώτου ήχου της Οκταήχου, λέγει το γενικόν τούτο αξίωμα˙ «Πάντα τα ανθρώπινα εν Χριστώ κατά φύσιν τε και υπέρ φύσιν υπήρξε˙ και η σύλληψις γαρ αυτού η εν τη γαστρί της Παναγίας Παρθένου, καθό μεν εκ των αιμάτων αυτής, είχε το κατά φύσιν, καθό δε ουκ εκ σπέρματος ανδρός, άλλ’ εκ Πνεύματος Αγίου, είχε το υπέρ φύσιν. Και η πείνα δε και η δίψα και ο κόπος και ο θάνατος ενεργείτο καθ’ ημάς τε και υπέρ ημάς, φυσικώς τε άμα και υπερφυώς˙ καθό μεν γαρ φύσει και αληθεία εγένετο ταύτα εν τη σαρκί αυτού, κατά τούτο φυσικώς και καθ’ ημάς˙ καθό δε, ότε ήθελε και ως ήθελε, κατά τούτο πάλιν υπερφυώς τε και υπέρ ημάς˙ είπετο γαρ πανταχού το της ανθρωπίνης φύσεως ιδίωμά τε και κίνημα τω της Θεότητος αυτού νεύματι και θελήματι εν μηδενί μηδαμώς αντικείμενον».

Ήθελε δε απορήση τινάς˙ επειδή τα αμαρτήματα άλλα μεν γίνονται εν γνώσει, άλλα δε εν αγνοία, πώς ο Μελωδός λέγει εδώ ότι το σώμα του Κυρίου είναι λυτήριον, όχι απλώς των αμαρτημάτων, αλλά των αγνοημάτων; Ίσως γαρ ήθελαν νομίση τινές απλούστεροι ότι μόνον των εν αγνοία πραττομένων αμαρτημάτων είναι λυτήρια του Κυρίου σώμα, ουχί δε και των εν γνώσει. Εις λύσιν λοιπόν της απορίας λέγομεν ότι ναι διαιρούνται τα αμαρτήματα εις το εν γνώσει και αγνοία γινόμενα˙ λέγονται όμως και όλα τα αμαρτήματα αγνοήματα κατά λόγον και αιτίαν άλλην, δηλαδή κατά τον καιρόν, καθ’ όν πράττει ο άνθρωπος την αμαρτίαν, δελεαζόμενος από την ηδονήν αυτής και τυφλούμενος από το πάθος και τον Διάβολον˙ κατ’ εκείνον γαρ τον καιρόν και αυτά τα προφανώς παρά του ανθρώπου γινωσκόμενα αμαρτήματα, την πορνείαν, φέρ’ ειπείν, και την κλεψίαν, φαίνεται ότι τα αγνοεί˙ διότι σκοτίζεται κατά τον νουν και το ηγεμονικόν της ψυχής. Όθεν ο Προφήτης Δαβίδ ελεεινολογεί τον εαυτόν του, ότι εξ αφροσύνης και αγνωσίας ήμαρτε, «Προσώζεσαν, φάσκων, και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου» (Ψαλμ. λζ’ 6)˙ όπερ ερμηνεύων ο μέγας Βασίλειος λέγει˙ «Αφροσύνην δε ονομάζει την άφρονα πράξιν εξ αφροσύνης γενομένην˙ παν γαρ αμάρτημα κατά αφροσύνην γίνεται˙ αρετή δε ούσα η φρόνησις, πάντα τα κατ’ αυτήν πραττόμενα επαίνου και αρετής άξια αποφαίνει». Όθεν και οι παλαιοί ώριζον την φρόνησιν βασιλίδα όλων των αρετών, ής χωρίς ουδεμία αρετή δύναται συστηθήναι ή κληθήναι˙ δια τούτο και ο Σωκράτης όλας τας αρετάς φρονήσεις ωνόμαζεν, ως δια της φρονήσεως συνισταμένας.

Τροπάριον. 
Ρύπον πάντα εμπαθή, απωσάμενοι, επάξιον της θείας βασιλείας γνώμην αναλάβετε έμφρονα, τοις σοις αποστόλοις προέφης, η πάντων σοφία, εν ή δοξασθήσεσθε, λάμποντες ηλίου τηλαυγέστερον.

Ερμηνεία.

Το παρών Τροπάριον φαίνεται ότι ερανίσθη ο Μελωδός από την παραβολήν εκείνην του Κυρίου, την οποίαν αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος˙ «Ωμοιώθη η βασιλεία των Ουρανών ανθρώπω Βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τω Υιώ αυτού»˙ και «Εισελθών ο Βασιλεύς θεάσασθαι τους ανακειμένους, είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου»˙ και «Έδησαν αυτού τας χείρας και εξάβαλον αυτόν εις το σκότος το εξώτερον» (Ματθ. κβ’ 2, 11). Εκ τούτου λοιπόν λαβών ο Ποιητής την αφορμήν λέγει˙ ώ Κύριε, η όντως και αληθινή σοφία του Πατρός, δι’ ής τα πάντα εγένετο, συ προείπας εις τους αγίους σου Αποστόλους τα εξής ρηθησόμενα˙ ώ Μαθηταί και Απόστολοί μου, αποβάλετε και εκδυθήτε κάθε μολυσμόν εμπαθή από την ψυχήν σας, ως ένα μεμολυσμένον και ακάθαρτον φόρεμα, και, εκ του εναντίου, αναλάβετε και ενδυθήτε γνώμην ενάρετον και φρονίμην, ήτις είναι μία στολή αξία του ιδικού μου γάμου και της εμής βασιλείας, εις την οποίαν θέλετε δοξασθή μεγάλως˙ διότι έχετε να λάμψετε περισσότερον από τον Ήλιον˙ καθώς αλλαχού είπεν ο Κύριος, «Τότε οι Δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο Ήλιος εν τη δόξη του Πατρός αυτών» (Ματθ. ιγ’ 43)˙ όπου το Ως δεν είναι ομοιωματικόν, αλλά επιτατικόν αντί της Υπέρ˙ όθεν ο Ιερός Θεοφύλακτος ούτως αυτό ερμηνεύει˙ «Επεί ο Ήλιος δοκεί ημίν πάντων των αστέρων λαμπρότατος, δια τούτο συγκρίνει προς τον Ήλιον την δικαίων λαμπρότητα, επεί και υπέρ τον Ήλιον λάμψουσιν, ως ο Χριστός˙ έσονται γαρ και αυτοί Θεοί». Σημείωσαι ότι ο ανώνυμος ερμηνευτής το, Επάξιον επιρρηματικώς ενόησεν: ήτοι γνώμην αναλάβετε έμφρονα, επαξίως της θείας βασιλείας πολιτευόμενοι.

Τροπάριον.
Αφορώντες εις εμέ, είπας Κύριε τοις σεαυτού μαθηταίς˙ Μη φρονείτε υψηλά, αλλά συναπάχθητε τοις ταπεινοίς˙ εμόν όπερ πίνω, πίετε ποτήριον, ότι εν τη βασιλεία του Πατρός, εμοί συνδοξασθήσεσθε.
Ερμηνεία.

Και τούτο το Τροπάριον εις ταπείνωσιν παρακινεί τους Αποστόλους του Κυρίου, προς τον οποίον λέγει ο Μελωδός˙ ώ φιλάνθρωπε Χριστέ, εσύ είπας εις τους αγίους σου μαθητάς˙ εσείς, ώ μαθηταί μου, αποβλέποντες εις εμέ και εις την ιδικήν μου συγκατάβασιν και ταπείνωσιν, έχετε παράδειγμα εις τον εαυτόν σας˙ και μαθόντες από εμέ ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία (Ματθ. ια’ 29), μη φρονείτε υψηλά, συγκαταβήτε εις τα ταπεινά. Τούτο δε ερανίσθη από τον Παύλον γράφοντα προς Ρωμαίους «Μη τα υψηλά φρονούντες, αλλά τοις ταπεινοίς συναπαγόμενοι» (Ρωμ. ιβ’ 16). Έπειτα προλέγει εις αυτούς ότι θέλουν γένη κοινωνοί των παθημάτων και του θανάτου αυτού˙ τούτο γαρ δηλοί ο λόγος όπου είπεν ότι εσείς έχετε να πίετε το ποτήριον του θανάτου το ιδικόν μου, το οποίον έχω να πίω και εγώ. Ερανίσθη δε τούτο από τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, όστις αναφέρει την Μητέρα των υιών Ζεβεδαίου παρακαλούσαν τον Κύριον δια την πρωτοκαθεδρίαν των δύο υιών της, του Ιακώβου δηλαδή και του Ιωάννου, τους οποίους καταστέλλων ο Κύριος και προς ταπείνωσιν παρακινών, έλεγεν αυτοίς «Ούκ οίδατε τι αιτείσθε˙ δύνασθε πιείν το ποτήριον, ό εγώ μέλλω πίνειν; Λέγουσιν αυτώ˙ δυνάμεθα» (Ματθ. κ’ 22).

Είτα λέγει εις τους Αποστόλους ο Κύριος ότι όχι μόνον θέλουν γένη κοινωνοί του πάθους και του θανάτου του, αλλά και ότι έχουν να συνδοξασθούν μαζί με αυτόν εν τη βασιλεία του Πατρός˙ και ως να τους παρηγορή λέγει εις αυτούς ούτω˙ ώ μαθηταί μου, όχι μόνον θέλετε πίνη μαζί με εμέ το άτιμον και οδυνηρόν ποτήριον του πάθους και του θανάτου, αλλά έχετε να πίετε και το γλυκύ και έντιμον ποτήριον, το οποίον εγώ θέλω πίνη καινόν και άφθαρτον με εσάς εν τη βασιλεία του Πατρός μου, καθώς σας υπεσχέθηκα λέγων˙ «Ου μη πίω απάρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη βασιλεία του Πατρός μου» (Ματθ. κς’ 29), επειδή είναι άδικον πράγμα εσείς όπου εκοινωνήσατε το ποτήριον της αδοξίας μου να μη κοινωνήσετε και το ποτήριον της δόξης μου˙δίκαιον δε μάλλον είναι οι συμπαθόντες με εμέ να συνδοξασθήτε και με εμέ˙ όθεν και ο Απόστολος είπεν «Είπερ συμπάσχομεν, ίνα και συνδοξασθώμεν» (Ρωμ. η’ 17).

Προσθέτει δε ο Θεόδωρος ότι όλα σχεδόν τα Τροπάρια του Τριωδίου τούτου ερανίσθησαν από την περικοπήν εκείνην των αγίων Ευαγγελίων, την οποίαν είπομεν ανωτέρω, δηλαδή την αναφέρουσαν δια την Μητέρα των υιών Ζεβεδαίου, παρακαλούσαν τον Κύριον και λέγουσαν «Ειπέ ίνα καθίσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων εν τη βασιλεία σου» (Ματθ. κ’ 21)˙ το οποίον ακούσαντες οι δέκα, ηγανάκτησαν περί των δύο αδελφών˙ ο δε Κύριος προσκαλεσάμενος αυτούς (τους δώδεκα δηλαδή), είπεν αυτοίς τα ανωτέρω, όσα αναφέρονται εν τοις Τροπαρίοις. Πλην και εξ άλλων ερανίσθησαν τα εν τοις Τροπαρίοις νοήματα, και όχι εκ μόνης της περικοπής εκείνης, καθώς δήλον εστί τοις αναγινώσκουσιν.

Άμποτε δε και ημείς ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες το παρόν Τριώδιον να γένωμεν και ποιηταί των εν αυτώ γραφομένων ουρανίων και ηθικωτάτων νοημάτων, τουτέστι να ήμεθα ταπεινόφρονες και μη τα υψηλά φρονούντες˙ να έχωμεν ειρήνην με τον εαυτόν μας και με τους άλλους˙ να ήμεθα φύλακες των ζωοποιών και φωτεινών εντολών του Κυρίου˙ η φυλακή γαρ τούτων είναι το σημείον και γνώρισμα των μαθητών του Χριστού˙ να μένωμεν στερεοί και αμετακίνητοι εν τη πίστει και επιγνώσει του γλυκυτάτου ημών Διδασκάλου Χριστού, γινώσκοντες και ομολογούντες αυτόν Κύριον και Θεόν αληθινόν, και επάνω εις όλα να ήμεθα πρόθυμοι, εάν το καλέσει η χρεία και ο καιρός, εις το να πίωμεν και ημείς το δριμύ ποτήριον του θανάτου δια την αγάπην του Σωτήρος και Λυτρωτού μας˙ εάν γαρ γένωμεν συγκοινωνοί των παθών και του θανάτου του, βέβαια έχομεν να γένωμεν συγκοινωνοί της ουρανίου δόξης και βασιλείας του, ής γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του εις το εκούσιον πάθος ερχομένου δια την ημών σωτηρίαν Ιησού Χριστού, ώ η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Σημείωσαι ότι τη μεγάλη Δευτέρα λόγους έχουσιν οι ακόλουθοι Πατέρες˙ ο Χρυσόστομος Ιωάννης λόγον, ου η αρχή «Διηνύσαμεν της νηστείας τον πλούν»˙ ο Δαμασκηνός λόγον, ου η αρχή «Κινεί με προς το λέγειν»˙ ο αυτός λόγον, ου η αρχή «Οφθαλμός μεν ορών»˙ εν δε τη των Ιβήρων Ιερά μονή επιγράφεται ούτος τω Χρυσοστόμω˙ Εφραίμ ο Σύρος λόγον, ου η αρχή «Ο Θεός του Αβραάμ». Σώζονται εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου και εν άλλοις.
  2. Εν άλλοις δε γράφεται «Διακονήσων και θήσων»˙ όπερ εστί τεχνικώτερον˙ καθότι τα κινήσεως σημαντικά ρήματα, οποίον είναι και το «Ελήλυθα», μετά Μετοχής μελλοντικής συντάσσονται μάλλον, ή μετά Απαρεμφάτου. Επειδή δε ούτως έχει το ρητόν ο Ευαγγελιστής μετά Απαρεμφάτου, δια τούτο και ημείς τούτω ηκολουθήσαμεν.
  3. Δια τούτο και ο ανώνυμος ερμηνευτής εκ τούτου λάβών την αφορμήν, ώρισε τι είναι η οικονομία λέγων˙ «Οικονομία εστίν η εκ του οικείου μεγέθους εκούσιος συγκατάβασις, ήν ο Θεός Λόγος εις ημών σωτηρίαν ειργάσατο». Ο δε σοφός Νικήτας ο Σερρών ούτω λέγει˙ «Οικονομία εστίν επί μεν ανθρώπων μεταχείρισις πραγμάτων προς το συμφέρον, επί δε Θεού, η του οικείου μεγέθους εκούσιος συγκατάβασις».
  4. Ούτω γράφεται παρά τοις δυσίν ερμηνευταίς των Κανόνων τω τε Θεοδώρω και τω ανωνύμω, και ούτως ερμηνεύεται˙ παρ’ άλλοις δε γράφεται «Αμπλακυμάτων».
  5. Σημείωσαι ότι, κατά τον άγιον Κύριλλον, η του Κυρίου ανθρωπότης είχε και άπαντα τα υποστατικά ιδιώματα όπου έχουν και αι υποστάσεις των λοιπών ανθρώπων, πλην μόνου του ολικού ιδιώματος˙ όπερ εστί το μη είναι καθ’ εαυτήν, ως εκείναι, άλλ’ εν τη υποστάσει του Θεού Λόγου το είναι λαβείν˙ τούτο γαρ το ιδίωμα των υποστάσεων είναι οιονεί η βάσις και το θεμέλιον όλων των άλλων ιδιωμάτων αυτών, δια τούτο και ολικόν ιδίωμα λέγεται. Πλην τα μεν άλλα υποστατικά ιδιώματα της ανθρωπότητος του Κυρίου υπέπιπτον και τη αισθήσει˙ το δε ολικόν αυτής ιδίωμα τη αισθήσει ουχ’ υπέπιπτεν αλλά μόνω τω νω ήτον και είναι ληπτόν˙ μάλλον δε και του νοός κρυφιώτερον, και πάση γενητή φύσει ακατάληπτον, μόνω δε τω Θεώ Λόγω καταληπτόν.


 Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις