Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Περὶ τῆς τοῦ ἐκτὸς ἀνθρώπου εὐτελείας

ΙΕ΄
Ἡ μηδαμινότητα τοῦ ἀνθρώπου 
ΠΗΓΗ :ΕΔΩ 
Ποιὸς ἤμουνα καὶ ποιὸς εἶμαι; Καὶ τί σὲ λίγο θὰ εἶμαι;
Καὶ ποῦ τὸ μέγα, Ἀθάνατε, πλάσμα θὰ σταματήσεις;
Μέγα σὲ τί; ποὺ τίποτε δὲν εἴμαστε λογιάζω καὶ μόνο μάταια οἱ ἐφήμεροι ψηλώνουμε τὸ φρύδι.
Ἂν εἴμαστε ὅ,τι βλέπομε μόνο στοὺς ἄλλους γύρω
κι ἂν φύγει ἡ ζωή μας, ἄλλο πιὰ τίποτα δὲ μᾶς μένει.
Δαμάλι, ἀπὸ τῆς μάννας του πρόβαλε τὴν κρυψώνα. σκιρτᾶ καὶ παίζει, σπρώχνοντας τὰ ὁλόγλυκα μαστάρια, τρίχρονο μπαίνει στὸ ζυγὸ βαρὺ νὰ σύρει ἁμάξι καὶ τὸ λαιμὸ τὸ δυνατὸ στὴ λαιμαριὰ τὸν κλείνει.
Μόλις γλιστρήσει ἀπ᾽ τὴν κοιλιὰ τὸ παρδαλὸ ἐλαφάκι, πατάει τὸ πόδι του κοντὰ στὸ πόδι τῆς μητέρας· τ᾽ ἄγρια σκυλιὰ καὶ τ᾽ ἄλογο τὸ ἀνάλαφρο νικώντας κρύβεται μέσα στὰ πυκνὰ φυλλώματα τοῦ δάσους.
Οἱ ἀρκοῦδες, τ᾽ ἀγριογούρουνα τὰ φοβερά, κι οἱ λιόντες κι ἡ τίγρη σίφουνας ποὺ ὁρμᾶ κι ὁ πάνθηρας λυσσάρης, μὲ μιὰ τὸ σίδερο ὅταν δοῦν ἀνατριχιοῦν καὶ τρέμουν, ἀνατριχιοῦν καὶ στοὺς γεροὺς τοὺς κυνηγοὺς ὁρμᾶνε.

φτερο ἀκόμα τὸ πουλὶ καὶ φτερωτὸ σὲ λίγο
στὸν ἀέρα πῶς φτεροκοπᾶ ἐπάνω ἀπ᾽ τὴ φωλιά του.
Κι ἡ ξανθὴ μέλισσα ἄφησε τὸ σπήλαιο, φτιάχνει σπίτι ἰσόμετρο καὶ μὲ γλυκὸ τὸ πλημμυρίζει μέλι·
κι εἶναι μιᾶς ἄνοιξης αὐτὸς κόπος, τροφὴ στοὺς πάντες ἀκόπιαστη• καὶ πρόθυμα τροφὲς ἡ γῆ τοὺς δίνει.
Δὲ σκίζουν πέλαγα πικρὰ μήτε καὶ γῆς όργώνουν
ἄγνωστοι οἱ φροντιστὲς σ᾽ αὐτὰ κι οἱ κεραστῆδες τὸ ἴδιο.
Θρέφουν τὸ γρήγορο πουλὶ οἱ φτεροῦγες κι οἱ κοιλάδες τ᾽ ἀγρίμια• ὁ κόπος τους μικρὸς κι ἡ ἀμάχη τους μιᾶς μέρας.
Τὸ ἀγρίμι σὰν τὸ σπάραξεν ὁ λιόντας ἔχω ἀκούσει
πίνει καὶ πιὰ σιχαίνεται τὰ ἴδια του ἀποφάγια.
Ἄλλοτε σ᾽ ἄλλη μέρα τρώει καὶ σ᾽ ἄλλη μέρα πάλι
πίνει νερό, μέτρο αὐστηρὸ βάζοντας στὴν κοιλιά του.
Μὲ τόσον ἡ ζωὴ γι᾽ αὐτὰ εἶναι πιὸ λίγο ἀγώνα·
κλαδιὰ καὶ πέτρες, ἕτοιμο πάντα τὸ σπιτικό τους·
ἀκμαῖα, γερά, πανόμορφα κι ἂν τὰ δαμάσει ἀρρώστια, ἀφήνουν δίχως κλάματα τὴ δυνατὴ πνοή τους.
Μὲ μοιρολόϊ σπαραχτικὸ στέκοντας γύρω τ᾽ ἄλλα
δὲν τὰ θρηνοῦν, οὔτε ἔκοψαν οἱ φίλοι τὰ μαλλιά τους.

Κάτι θὰ πῶ πιὸ τολμηρόν· ἄφοβα ἐδῶ πεθαίνουν
καὶ σὰν πεθαίνει, τίποτα τὸ ἀγρίμι δὲ φοβᾶται.
Τὸ δόλιο γένος τῶν θνητῶν κοίτα καὶ τοῦτο πές μας· ἀλήθεια πιὸ μηδαμινὰ δὲν ἔχει ἀπ᾽ τοὺς ἀνθρώπους.
Μιᾶς ροῆς εἶμαι τὸ γέννημα κι ἡ μάννα μου μὲ πόνους μὲ γέννησε· μεγάλωσα μ᾽ ἱδρῶτα καὶ μὲ μόχθο.
Στὴν κοιλιὰ μ᾽ εἶχε ἡ μάννα μου, ἀγαπημένο βάρος
ἔπειτα βρέθηκα στὴ γῆ μὲ βάσανα καὶ πόνους.
Πάνω στὸ χῶμα σύρθηκα στὰ τέσσερα κι ὁλόρθος
μ᾽ ἀβέβαιο βῆμα στάθηκα σ᾽ ἄλλων πιασμένος χέρι.
Τότε ἄρχισε νὰ λάμπει ὁ νοῦς στὴν ἄναρθρη φωνή μου κι ἔχυσα δάκρυα ἀκούγοντας τοὺς λόγους τῶν δασκάλων.
Εἴκοσι χρόνων ἔσφιξα τὰ δόντια καὶ μὲ πλῆθος
χτυπήθηκα κακοτυχιὲς σὰν ἀθλητὴς κανένας.
Ἄλλα προσμένω νὰ μὲ βροῦν· τοῦτα περνοῦνε, κι ἄλλα μὲ βρίσκουν· μάθε αὐτό, ψυχή, τὴ ζωὴ καθὼς διαβαίνεις, ἀβέβαιο αὐλάκι, ἄγρια ροὴ καὶ τοῦ πελάγου κύμα, ποὺ ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη οἱ ἄνεμοι τὸ κάνουν καὶ κοχλάζει.
Πολλὰ δικές μου εἶναι ἀμυαλιὲς ποὺ μὲ χτυποῦν μὰ κι ἄλλα τὰ φέρνει ὁ δαίμονας, ὁ ἐχθρὸς ὁ μέγας τῆς ζωῆς μας.
Ἂν ἀπ᾽ τὴ μιὰν ὅσα καλὰ κι ὅσα κακὰ ἀπ᾽ τὴν ἄλλη
ἀντιζυγίσεις τῆς ζωῆς, ἴσια τραβώντας ζύγια,
πολὺ βαριὰ ἀπ᾽ τὰ λυπηρὰ ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνει
στὴ γῆ, καὶ πάλι ὅσα καλὰ θὲ νὰ βρεθοῦν τ᾽ ἀψήλου.
Μάχη καὶ πέλαο καὶ στεριά, μόχτος, ληστὲς ποὺ ἁρπάζουν τὸ εἰσόδημα κι ὁ φορατζής, ὁ εἰσπράχτορας, ὁ κράχτης, ρήτορες καὶ κατάστιχα, κριτές, κακοὶ κι ἀρχόντοι, ὅλα τῆς θλιβερῆς ζωῆς καμώματα εἶναι τοῦτα.

Κι ὅσα καλά· καὶ χορτασμός, βάρος, τραγούδι, γέλιο, μνῆμα γεμάτο πάντοτε νεκροὺς ποὺ ἔχουν σαπίσει.
Προικιὰ καὶ γάμος ποὺ ἂν λυθεῖ, δεύτερος ἀκολουθάει.
Μοιχοί, φονιάδες τῶν μοιχῶν, παιδιὰ ὕποπτα ποὺ βλέπεις, ἄπιστη ἀγάπη, κι ὀμορφιά, ἡ ντροπὴ ποὺ δὲ δειλιάζει φροντίδες τῶν καλῶν παιδιῶν, τῆς ἀτεκνίας λύπη· πλοῦτος καὶ φτώχεια δυὸ κακά, περφάνεια, στενοχώρια μπάλα ποὺ παλικάρια νιὰ τὴ ρίχνουν τό ᾽να στ᾽ ἄλλο.
Αὐτά, ἡ ψυχή μου σκίζεται σὰν τὰ θωρῶ, πῶς κάποιος πιστεύει στ᾽ ἄριστο ἂν σ᾽ αὐτὸν ὅ,τι κακὸ περσεύει;
Δὲν κλαῖς ἀκούοντας κι οἱ παλιοὶ πὼς εἶχαν τόσους πόνους;
Τάχα στὸ κλάμα θὰ δοθεῖς, ἢ ἀκούοντας θὰ γελάσεις.
Αὐτὰ ὅλα ἐλάχανε παλιὰ καὶ σὲ σοφοὺς ἀκόμα,
κλῆρος τοῦ ἑνὸς τὰ δάκρυα καὶ τοῦ ἄλλου ἦταν τὰ γέλια· οἱ Τρῶες καθὼς καὶ οἱ Ἀχαιοί, ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ὁρμώντας ἐτοῦτοι ἐκείνους σκότωναν γιὰ χάρη κάποιας πόρνης.
Μὰ κι οἱ Κουρῆτες μάχονταν κι οἱ Αἰτωλοὶ οἱ ἀντρεῖοι γύρω ἀπὸ κάπρου κεφαλὴ καὶ τρίχες γουρουνίσιες.
Κι ἡ ἔνδοξη γέννα τοῦ Αἰακοῦ πῆγε· σὰ λυσσασμένος ὁρμώντας ὁ ἕνας στοὺς ἐχθροὺς κι ἀπὸ λαγνεία ὁ ἄλλος.
Μεγάλη ἡ δόξα τοῦ Ἡρακλῆ, νά ποὺ δαμάστη ὡστόσο αὐτὸς ὁ παντοδαμαστὴς ἀπὸ φωτιὰ ἕνα ροῦχο.

Οἱ Κύροι, οἱ Κροῖσοι τὴν κακὴ μοίρα τους δὲν ξεφύγαν κι ὅσοι δικοί μας ὣς τὰ χτὲς ἄρχοντες βασιλεύαν.
Καὶ δράκου γέννα, Ἀλέξανδρε, ἀκράτητος κι ἂν ἤσουν σ᾽ ἔριξε κάτω τὸ κρασὶ τὴ γῆ κι ἂς εἶχες ὅλη.
Τί πιὸ πολὺ ἔχεις στοὺς νεκρούς; σκόνη καὶ κόκκαλα ἴδια· ὁ Ἀτρείδης ὁ ἥρως καὶ μαζὶ ὁ Ἴρος ὁ ψωμοζήτης.
Ὁ Κωνσταντῖνος, βασιλιάς, κι ἐμένα ὁ ὑπηρέτης
μαζὶ ὁ φτωχὸς κι ὁ πάμπλουτος κέρδος μικρὸ τὸ μνῆμα.
Ἔτσι εἶναι στὴ ζωὴν αὐτή, ποιὸς θὰ μᾶς πεῖ τὴν ἄλλη;
Πόσα θὰ φέρει στοὺς κακοὺς ἡ τελευταία ἡμέρα!
φωτιὰ ποὺ τρώει, τρισκόταδο στοὺς ἀπ᾽ τὸ φῶς ἀλάργα, καὶ τῆς κακίας παντοτινὴ θύμηση τὸ σκουλήκι· τοῦ βίου τὴν πύλη πιὸ καλά, κακέ, νὰ μὴν περνοῦσες κι ὅλος ἀφοῦ τὴν πέρασες καθὼς θηρίο ἐχάθης ἢ ἀφοῦ ἔχεις τόσα πάθη ἐδῶ θά ᾽χεις πιὸ πίσω κι ἄλλα, ποινὴ πολὺ χειρότερη ἀπ᾽ ὅσα ἐδῶ ὑποφέρεις.
Ποῦ ἡ δόξα τοῦ πρωτοπλάστου; χάθηκε μὲ τὴ γεύση.
Κι ὁ Σολομώντας ὸ σοφός; δαμάστη ἀπ᾽ τὶς γυναῖκες.
Κι ὁ Ἰούδας ποὺ ἤτανε κι αὐτὸς μέσα στὴ δωδεκάδα, μὲς στὸ σκοτάδι χάθηκε γιὰ νά ᾽χει κέρδος λίγο.
Παρακαλῶ σε, βασιλιὰ Χριστέ μου, στὰ δεινά του
δῶσε γιατρειὰ στὸ δοῦλο σου ἀπὸ ὅπου ἀνάστησέ τον.
Μόνο ἕνα ἀκλόνητο καλὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι:
οἱ ἐλπίδες γιὰ τὸν οὐρανό, πνοὴ ποὺ δίνουν λίγη.

Σιχαίνομαι τ᾽ ἄλλα ἀγαθὰ πολὺ στὴ γῆς ἐπάνω
ποὺ σέρνονται καὶ στοὺς θνητοὺς πρόθυμα τὰ χαρίζω.
Πατρίδα μὰ καὶ ξενιτειά, θρόνους καὶ θρόνου δόξα
τοὺς κοντινούς, τοὺς μακρινούς, καλούς, κακοὺς ἀντάμα ἐχθροὺς κρυφοὺς καὶ φανερούς, ὅσους καθάρια βλέπουν κι ὅσους τοὺς λιώνει μέσα τους καὶ τοὺς σκοτώνει ὸ φθόνος.
Γι᾽ ἄλλους τοῦ βίου μας τὰ τερπνά, πρόθυμα τ᾽ ἀποφεύγω.
Πόσο μακραίνουν τὶς ζωὲς τὰ πάθη, ἀλίμονό μου!
Ὣς πότε θά ᾽μαι στὴν κοπριὰ πεσμένος; γιατὶ κάθε
καλὸ τῆς ζωῆς μας μιὰ διπλὴ χάρη σ᾽ ἐμᾶς δωρίζει
τὸ πῆρες καὶ τὸ πέταξες κι αὐτὸ τὴν πᾶσα μέρα,
γιὰ λίγο τὸ κρατᾶ ὁ λαιμὸς κι ἔπειτα πάει καὶ φεύγει.
Χειμώνας καὶ φθινόπωρο, ἄνοιξη καλοκαίρι
ξανάρχονται, μέρες νυχτιές, τῆς ζωῆς δυὸ φαντασίες.
Γῆ καὶ οὐρανὸς καὶ θάλασσα, πιὸ νέο γιὰ μὲ κανένα
οὔτε ὅσα μένουν σταθερὰ ἢ τὴν τροχιά τους γράφουν.
Τέλος σ᾽ αὐτὰ κι ἄλλη ζωὴ καὶ τάξη ἐμένα δίνε·
γι᾽ αὐτὰ μοχθῶ καὶ πρόθυμα τὰ πάθη μου ὅλα ἀντέχω.
Ἂς πέθαινα, ὅταν πιάστηκα στῆς μάννας μου τὰ σπλάγχνα εὐθὺς γιὰ μένα ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ σκότος μαζὶ καὶ δάκρυα.
Ποῦ εἶν᾽ ἡ ζωή; Ἀπ᾽ τὸν τάφο ὡς βγῶ σὲ τάφο πάλι ὁδεύω κι ἀπὸ τὸν τάφο θὰ θαφτῶ στὴν ἄσπλαγχνη τὴ φλόγα.
Κι αὐτὴ ἡ πνοή μου ποταμοῦ ρεῦμα γοργὰ ποὺ τρέχει, ποὺ πάντα χάνεται μακριὰ κι ἔρχεται πάλι πίσω, κι οὔτε ἔχει κάτι σταθερό. Σκόνη παντοῦ, στὰ μάτια ποὺ μὲ χτυπᾶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μακριὰ τὸ φῶς νὰ πέσω, σὲ τοίχους ψάχνοντας τυφλὰ κι ἐδῶ κι ἐκεῖ χτυπώντας, ἀπ᾽ τὴν ἀπέραντη ζωὴ νά ᾽χω μακριὰ τὸ βῆμα.
Λόγο ἂς τολμήσω νὰ σοῦ πῶ ἀληθινό, παιγνίδι
στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ὁ θνητὸς ὅπου στὶς πόλεις παίζουν.
Ἄλλη ὄψη ἐπάνω ἐδούλεψε τὸ χέρι, ποὺ ἂν τὴ βγάλεις τρομάζω γιατί ξαφνικά, ἀλλιώτικος προβάλλω.

Τέτοια τῶν ἄθλιων ἡ ζωὴ ὅλων ποὺ μᾶς πλανεύει
ἐλπίδα ὁλόϊδια μ᾽ ὄνειρο. Φτάνουν αὐτὰ γιὰ τώρα.
Μὰ ἐγὼ κρατώντας τὸ Χριστό, ποτέ μου δὲ θὰ πάψω νὰ προσπαθῶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ζωῆς αὐτῆς νὰ φύγω.
Διπλή μου ἡ φύση, ἡ σάρκα μου ἀπ᾽ τὸ ποὺ ἐπλάστη χῶμα γι᾽ αὐτὸ καὶ πάντα εἶναι σκυφτὴ στὸ χῶμα τὸ δικό της.
Μὰ εἶν᾽ ἡ ψυχὴ πνοὴ τοῦ Θεοῦ καὶ λαχταρᾶ ὁλοένα τὸν κλῆρο τὸν εὐγενικὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὰ οὐράνια.
Κατηφορίζει τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ κι ἡ φλόγα
ἕνα γνωρίζει ἀνάλλαχτο δρόμο, νὰ πάει τ᾽ ἀψήλου.
Ἔτσι μεγάλος κι ὁ θνητὸς κι ἄγγελος, ἂν γλιστρώντας ἀπ᾽ τὸ πλουμάτο δέρμα του φύγει ἀπὸ δῶ σὰν φίδι.
Ἱερεῖς, χορέψτε, εἶμαι νεκρὸς ἐγώ, καὶ σεῖς, κακοῦργοι γειτόνοι, τώρα πιὰ ὅπως πρὶν δὲ θὰ μὲ φοβηθεῖτε.
Γιὰ σᾶς τοῦ αἰώνιου βασιλιᾶ τοῦ ζωντανοῦ τὸ σπίτι
τὸ μέγα νὰ φυλάξετε μὰ ἐγὼ τὰ πάντα ἀφήνω
κι ἔχω στὴ ζωή μου τὸ σταυρὸ στύλο λαμπρό, κι ἂν φύγω ἀπὸ δῶ τέλος, τ᾽ οὐρανοῦ γιὰ νά ᾽βρω τὶς θυσίες, ἐκεῖ ποὺ φθόνος δὲ χωράει, κακὸ φτιαχτὸ τὸ λέω, τότε γιὰ ὅσους φθονοῦν εὐχὲς θὰ κάνω δίχως φθόνο.
 
ΙΕ΄. Περὶ τῆς τοῦ ἐκτὸς ἀνθρώπου εὐτελείας.

Τίς γενόμην; τίς δ’ εἰμί; τί δ’ ἔσσομαι οὐ μετὰ δηρόν;
Πῆ δὲ φέρων στήσεις πλάσμα μέγ’, Ἀθάνατε,
Εἴ τι μέγ’, ὡς μὲν ἔγω γε ὀΐομαι, οὐδὲν ἐόντες,
Ὀφρὺν μαψιδίως τείνομεν ἡμέριοι.
Εἰ τόδε μοῦνον ἔοιμεν, ὅσον πλεόνεσσι πέφανται,
Ζωῆς δ’ ὀλλυμένης, μηδὲν ἔχοιμι πλέον.
Πόρτις μὲν διάλυξεν ἑὸν κευθμῶνα τεκούσης,
Καὶ σκαίρει, γλυκερόν τ’ οὖθαρ ἀνακραδάει.
Καὶ τριετὴς ζυγὸν ἦρε, καὶ εἴρυσεν ἄχθος ἀπήνης,
Αὐχένα δ’ αὐχενίῳ κάρτεϊ μίξε μέγαν.
Νεβρὸς δ’ αἰολόδερμος, ἐπὴν διὰ γαστρὸς ὀλισθῇ,
Αὐτίκα μητρὸς ἑῆς πὰρ ποδὶ θῆκε πόδα,
Φεύγει δ’ ὠμοβόρους τε κύνας, καὶ ἵππον ἐλαφρὸν,
Καὶ λόχμης πυκινῆς κεύθεται ἐν λαγόσιν.
Ἄρκτοι δ’, οὐλομένων τε συῶν γένος, ἠδὲ λέοντες,
Τίγρις τ’ ἠνεμόεις, παρδαλίων τε μένος,
Αὐτίκα φρίξεν ἔθειραν ἐπήν κε σίδηρον ἴδηται,
Φρίξεν, καὶ κρατεροὺς ἆλτ’ ἐπὶ θηρολέτας.
Ἄρτι δέ τ’ ἄπτερος ὄρνις, ἐΰπτερος οὐ μετὰ δηρὸν,
Ἠέρα δινεύει πολλὸν ὕπερθε δόμου.
Ξουθὴ δ’ αὖτε μέλισσα λίπε σπέος, οἶκον ἔτευξεν
Ἀντίθετον, γλυκεροῦ πλῆσε γόνοιο δόμον.
Πάντα δέ τ’ εἴαρός ἐστιν ἑνὸς πόνος, αὐτομάτη δὲ
Πᾶσι τροφὴ, γαίης δαῖτα χαριζομένης.
Οὐ πόντον τέμνουσιν ἀπηνέα, οὐκ ἀρόουσιν,
Οὐ ταμίαι κείνοις, οὐδὲ κυπελλοφόροι.
Καὶ πτερὸν ὄρνιν ἔθρεψε ταχὺν, καὶ ἄγκεα θῆρα,
Βαιὰ πονησαμένους, φροντὶς ἐπηματίη.
Λὶς δὲ μέγας καὶ θῆρα τὸν ἔκτανεν, ὥσπερ ἄκουσα,
Λάψας, δαιτὸς ἑῆς λείψαν’ ἀποστυγέει.
Ἄλλοτε μὲν δαίσαθ’ ἑτερήμερος, ἄλλοτε δ’ αὖτε
Λάψε ποτὸν, βριαρῶς γαστέρι μέτρα φέρων.
Τοσσάτιον κείνοισιν ἀμοχθότερος βίος ἐστί·
Πέτρη καὶ κλαδεὼν, οἶκος ἀεὶ σχέδιος
Ἀρτεμέες, κρατεροὶ, περικαλλέες· ἢν δὲ δαμάσσῃ
Νοῦσος, ἀπενθεῖς ἄλκιμον ἆσθμα λίπον.
Οὐ γοεροῖς μελέεσσι περισταδὸν, ἄλλοθεν ἄλλος,
Μύροντ’, οὐδὲ φίλοι κέρσαν ἄπο πλοκάμους.
Εἴπω μείζονα μῦθον· ἀταρβέες ἐνθάδ’ ὄλοντο,
Οὐδὲν ὑποτρομέει θὴρ κακὸν, εὖτε θάνῃ.
Ἄθρει καὶ μερόπων δειλὸν γένος, ὥς κε τόδ’ εἴπῃς,
Ἦ ῥ’ ἐτεὸν μερόπων οὐδὲν ἀκιδνότερον.
Ῥοιῆς μὲν γόνος εἰμὶ, μόγῳ δέ με γείνατο μήτηρ.
Ἐθρέφθην πολλοῖς καὶ στυγεροῖς καμάτοις.
Ἀγκὰς ἔχεν μήτηρ με, γλυκὺν πόνον· αὐτὰρ ἔπειτα
Γαῖαν ἐπεξεόμην, ἄλγεσι τειρόμενος.
Ἔνθεν ἔβην τετράκωλος ἐπ’ οὔδεος. Ἔνθεν ἀέρθην
Ἴθμασιν ἐν τρομεροῖς, κλεπτόμενος παλάμαις.
Ἔνθεν νοῦν ὑπέλαμπον ἀναυδέος ἴχνεσι φωνῆς.
Ἔνθεν δ’ αὖ μύθων δάκρυσ’ ὑφ’ ἡγεμόσιν.
Εἰκοσέτης συνάγειρα μένος, καὶ πήμασι πολλοῖς
Πρόσθεν ὑπηντίασα, ὥς τις ἀεθλοφόρος.
Ἄλλα μὲν ἔστιν ἐμοί γε· τὰ δ’ ᾤχετο, τοῖς δὲ μογήσεις,
Εὖ τόδ’, ἐμὴ ψυχὴ, ἴσθι, περῶσα βίον,
Ὁλκὸν ἀπιστότατον, ῥόον ἄγριον, οἶδμα θαλάσσης,
Τῇ καὶ τῇ πυκινοῖς πνεύμασι βρασσόμενον.
Πολλὰ μὲν ἀφραδίῃσι τινάσσομαι· ἄλλα δὲ δαίμων
Ζωῆς ἡμετέρης ἤγαγεν ἀντίπαλος.
Εἰ γάρ κεν ὅσα τερπνὰ καὶ ὁππόσα λυγρὰ βίοιο
Ἀντιταλαντεύοις, μέσσα τάλαντ’ ἐρύων,
Πολλόν κεν βρίθουσα κακῶν ἐπὶ γαῖαν ἴκοιτο
Πλάστιγξ, ἡ δ’ ἀγαθῶν, ἔμπαλιν ὕψι θέοι.
Δῆρις, πόντος, ἄρουρα, μόγος, ληΐστορες ἄνδρες,
Κτῆσις, δασμογράφοι, πράκτορες, εὐρυβόαι,
Ῥητῆρες, βίβλοι τε, δικασπόλοι, ἀρχὸς ἀλιτρὸς,
Πάντα τάδ’ ἐστὶ βίου παίγνια λευγαλέου.
Δέρκεο καὶ ὅσα τερπνά· κόρος, βάρος, ᾆσμα, γέλωτες,
Τύμβος ἀεὶ πλήρης μυδαλέων νεκύων,
Ἕδνα, γάμος, γάμος ἄλλος, ἐπὴν ὁ πρόσθεν ὄληται,
Μοιχοὶ, μοιχολέται, παῖδες ὕποπτον ἄχος,
Κάλλος φίλτρον ἄπιστον, ἀτάρβητον κακὸν αἶσχος,
Φροντίδες εὐτεκνίης, ἄλγεα δυστεκνίης,
Πλοῦτος καὶ πενίη δισσὸν κακὸν, ὕβρις, ἀνίη,
Σφαῖρα νέων παλάμαις ἀνταποπεμπομένη.
Ταῦτ’ οὖν εἰσορόων, φρένα δάπτομαι, εἴ τις ἄριστον
Οἴεται, ᾧ τὸ κακὸν πλεῖον ἀρειοτέρου.
Οὐ δακρύεις ἀΐων ὁπόσ’ ἄλγεα καὶ προτέροισιν;
Οὐκ οἶδ’ εἰ δακρύσεις, ἢ γελάσεις ἀΐων.
Ἄμφω καὶ πινυτοῖσιν ἐφήρμοσε ταῦτα πάροιθεν
Τῷ μὲν κλαυθμὸς ἔην κἀνθάδε, τῷ δὲ γέλως,
Ὡς Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐπ’ ἀλλήλοισι θορόντες,
Δῄουν ἀλλήλους εἵνεκα πορνιδίου.
Κουρῆτές τ’ ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι,
Ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ, θριξί τε χοιριδίαις.
Αἰακίδαι μέγ’ ἄεισμα, θάνον γε μὲν, ὃς μὲν ἐπ’ ἐχθροῖς
Μαινομένῃ παλάμῃ, αὐτὰρ ὁ μαχλοσύνῃ.
Ἀμφιτρυωνιάδαο μέγα κλέος· ἀλλὰ δαμάσθη
Εἵματι σαρκοφάγῳ κεῖνος ὁ παντολέτης.
Κῦροί τε Κροῖσοί τε κακὸν μόρον οὐχ ὑπάλυξαν,
Οὐδὲ μὲν ἡμέτεροι χθιζὸν ἄνακτες ὅσοι.
Καί σε, δρακοντιάδη, μένος ἄσχετε, ὤλεσεν οἶνος,
Ἡνίκ’, Ἀλέξανδρε, γαῖαν ἐπῆλθες ὅλην.
Τί πλέον ἐν φθιμένοισιν; ἴη κόνις, ὀστέα μοῦνα,
Ἥρως Ἀτρείδης, Ἴρος ἀλητοβόρος.
Κωνσταντῖνος ἄναξ, θεράπων ἐμός· ὅστις ἄνολβος,
Ὅστις ἐρικτήμων· ἓν πλέον ἐστὶ τάφος.
Καὶ τὰ μὲν ἐνθάδε, τοῖα· τὰ δ’ ἄλλοθι, τίς κεν ἐνίσποι·
Ὁππόσα τοῖς ἀδίκοις ὕστατον ἦμαρ ἄγει,
Πῦρ βρομέον, σκότος αἰνὸν, ἀπόπροθι φωτὸς ἐοῦσι
Σκώληξ, ἡμετέρης μνῆσις ἀεὶ κακίης.
Λώϊον, εἰ βιότοιο πύλας, κακὲ, μὴ σὺ πέρησας,
Εἰ δ’ ἐπέρησας, ὅλος, θήρεσιν ἶσα, λύθης,
Ἢ ὅτε κἀνθάδ’ ἔχεις τόσσ’ ἄλγεα, καὶ μετόπισθεν
Ποινὴ χειροτέρη τῶν ὅσα ἐνθάδ’ ἔχεις.
Ποῦ μοι πρωτογόνοιο μέγα κλέος; ὤλετ’ ἐδωδῇ.
Ποῦ Σολομὼν πινυτός; ἀλλὰ γυναιξὶ δάμη.
Ποῦ δὲ δυωδεκάδος συναρίθμιος ἦν, ὅτ’ Ἰούδας,
Κέρδεος ἀντ’ ὀλίγου ἀμφεχύθη σκοτίην.
Χριστὲ ἄναξ, λίτομαί σε, κακῶν ἄκος αὐτίκ’ ὀπάζοις,
Ἔνθεν ἀναστήσας σῷ θεράποντι, μάκαρ.
Ἓν μόνον ἀνθρώποισι καλὸν καὶ ἔμπεδόν ἐστιν,
Ἐλπίδες οὐράνιαι, ταῖς ὀλίγον τι πνέω.
Τῶν δ’ ἄλλων ἀγαθῶν πουλὺς κόρος. Ὅσσ’ ἐπὶ γαίης
Σύρετ’, ἐφημερίοις πάντα λιπεῖν ποθέω·
Πάτρην, ἀλλοδαπήν τε, θρόνους, καὶ ἀπόθρονον εὖχος,
Ἐγγύθεν, ἀλλοτρίους, εὐσεβέας, κακίους,
Ἀμφαδίους, λοχόωντας, ἀβάσκανον ὄμμα φέροντας,
Αὐτοφόνῳ κακίῃ ἔνδοθι τηκομένους.
Ἄλλοις τερπνὰ βίοιο· ἐγὼ δὲ πρόφρων ὑπαλύξω.
Οἴμοι τοῦδε βίου πήμασι μακροτέρου!
Μέχρι τίνος κόπροισι παρέξομαι; ὡς ἅπαν ἐσθλὸν
Ζωῆς ἡμετέρης, δίστομός ἐστι χάρις,
Δέξασθαι, ῥίψαι τε μετρούμενον ἦμαρ ἐπ’ ἦμαρ.
Βαιὸν λαιμὸς ἔχει, τἄλλα δὲ πάντ’ ἀμάρη.
Χεῖμα πάλιν, θέρος αὖθις, ἀμοιβαδὸν εἶαρ ὀπώρη,
Ἤματα καὶ νύκτες, φάσματα δισσὰ βίου.
Οὐρανὸς, αἶα, θάλασσα, νεώτερον οὐδὲν ἔμοιγε,
Οὔθ’ ὅσα πηκτὰ πέλει, οὔθ’ ἃ περιτρέπεται·
Τῶν κόρος. Ἄλλον ἔμοιγε βίον καὶ κόσμον ὀπάζοις·
Τῷ μογέων, πρόφρων πήματα πάντα φέρω.
Αἲ θάνον, εὖτέ με μητρὸς ἐνὶ σπλάγχνοισιν ἔδησας,
Εὐθὺς ἐμοὶ σκοτίη δάκρυον ἀρχομένῳ!
Τίς βίος; ἐκ τύμβοιο θορὼν, ἐπὶ τύμβον ὁδεύω·
Ἐκ δὲ τάφοιο, πυρὶ θάψομ’ ἀπηλεγέως.
Αὐτὸ δ’ ὅσον πνείω, ποταμοῦ ῥόος ὦκα θέοντος,
Αἰὲν ἀπερχομένου, ἐρχομένου τ’ ὄπιθεν,
Ἑσταὸς οὐδὲν ἔχοντος· ὅλον κόνις, ὄμματ’ ἐμεῖο
Βαλλουσ’, ὥς κε Θεοῦ τῆλε πέσω φαέων,
Τοίχους δ’ ἀμφαφόων, καὶ ἀλώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα.
Ζωῆς τῆς μεγάλης ἐκτὸς ἔχοιμι πόδα.
Τολμήσω τινὰ μῦθον ἐτήτυμον, ὥς ῥα Θεοῖο
Παίγνιόν ἐστι βροτὸς, τῶν ἓν, ὅσα πτολίων.
Ἄλλο πρόσωπον ὕπερθεν, ὃ χεὶρ κάμεν· ἢν δ’ ἄρ’ ἀερθῇ,
Ἅζομαι, ἐξαπίνης ἐξεφάνην ἕτερος.
Τοῖος ἅπας μερόπων δειλῶν βίος, οἷσι μέμηλεν
Ἐλπὶς ὀνειραίη. Ταῦτ’ ἔχετ’ εἰς ὀλίγον.
Αὐτὰρ ἐγὼ Χριστοῖο δεδραγμένος, οὔ ποτε λήξω,
Δεσμῶν τοῦδε βίου λυόμενος χθονίου.
Καὶ γὰρ διπλόος εἰμί· τὸ μὲν δέμας ἔνθεν ἐτύχθη·
Τοὔνεκα καὶ νεύει πρὸς χθόνα τὴν ἰδίην.
Ψυχὴ δ’ ἔστιν ἄημα Θεοῦ, καὶ κρείσσονα μοίρην
Αἰὲν ἄγαν ποθέει τῶν ὑπερουρανίων.
Ὣς πηγῆς ῥόος ἐστὶν ἐπίδρομος, αἰθόμενον δὲ
Πῦρ ὁδὸν οἶδε μίην ἄτροπον· ἅλλετ’ ἄνω.
Ὣς μέγας ἐστὶ βροτὸς, καὶ ἄγγελος· ἢν ἀπαΐξας,
Ὥσπερ ὄφις, στικτοῦ γήραος, ἔνθεν ἴοι.
Ὦ πάλλεσθ’, ἱερῆες· ἐγὼ θάνον. Ὦ καὶ ἀλιτροὶ
Γείτονες, οὐκέτι με φρίξετε, ὡς τὸ πάρος.
Αὐτοῖς μὲν μέγαν οἶκον ἀεὶ ζώοντος Ἄνακτος
Φράσσετε· αὐτὰρ ἐγὼ πάντα λιπὼν, ἓν ἔχω,
Σταυρὸν ἐμῆς ζωῆς φανὸν στύλον. Ἢν δ’ ἄρ’ ἀερθῶ
Ἔνθεν, καὶ θυέων ἅψομ’ ἐπουρανίων,
Τοῖς φθόνος οὐ πελάει, τυκτὸν κακὸν, εἰ θέμις εἰπεῖν,
Πηνίκα καὶ φθονερῶν ἄφθονος εὔξομ’ ὕπερ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις