Ο άγιος νεομάρτυρας Παύλος ο Ρώσος
3 Απριλίου
Ο μακάριος αυτός Παύλος ήταν Ρώσος και μικρό παιδί τον πήραν σκλάβο από την πατρίδα του οι Τάταροι. Από αυτούς τον αγόρασε ένας Χριστιανός, ο οποίος, μετά από αρκετά χρόνια δουλείας, τον ελευθέρωσε. Πήρε έπειτα γυναίκα μια Ρωσίδα, απελεύθερη και αυτή, και ζούσε μαζί της με ευσέβεια.
Κάποτε έπαθε επιληψία, είτε από φυσική αιτία είτε από δαιμονική ενέργεια, όπως συμβαίνει συχνά, και επειδή το πρόβλημα χρόνιζε και αυτός όλο και χειροτέρευε, η σύζυγός του με τους γείτονες σκέφτηκαν να τον πάνε για θεραπεία στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου του Μουγλουνίου, [1] διότι και πολλοί άλλοι τέτοιοι που είχαν μείνει εκεί βρήκαν τη θεραπεία τους. Επειδή όμως ο μακάριος δεν καταλάβαινε την αιτία που τον πάνε εκεί, αντιστεκόταν με δύναμη και δεν ήθελε να πάει. Τον πήραν λοιπόν σηκωτό και τον πήγαιναν.
Στον δρόμο συνάντησαν κάποιους Αγαρηνούς, οι οποίοι τους ρώτησαν πού τον πάνε. Εκείνος, έχοντας σαλεμένο τον νου, μόλις τους είδε, σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια από αυτούς και άρχισε να φωνάζει “Αγαρηνός είμαι” και “Αγαρηνός έγινα”.
Οι Αγαρηνοί την ώρα εκείνη δεν μίλησαν ούτε έκαναν τίποτε, γι’ αυτό και αυτοί που τον κουβαλούσαν τον πήγαν στην εκκλησία της Θεοτόκου. Μετά όμως από δυο μέρες οι επάρατοι εκείνοι, ενθυμούμενοι τα λόγια του Μάρτυρα, έλεγαν μεταξύ τους: «Πώς εμείς παραβλέψαμε τον αδελφό μας μουσουλμάνο που φώναζε και ζητούσε βοήθεια από μας όντας στα χέρια των εχθρών μας; Αυτό που κάναμε είναι απαίσιο για τη θρησκεία μας».
Ένας μάλιστα από αυτούς, ο πιο ζηλωτής της πίστης τους, ξεσήκωσε τόσο πολύ τους άλλους, ώστε είπαν μεταξύ τους: «Ας πάμε, αδελφοί, να πούμε στον βεζύρη ότι εδώ σ’ αυτή την Πόλη, όπου είναι όλο το κράτος της πίστης μας, τολμούν και κάνουν τέτοια οι άπιστοι Ρωμιοί, και εκείνον που έγινε μουσουλμάνος τολμούν να τον πηγαίνουν στην εκκλησία τους -γιατί άκουσαν ότι τον πήγαν στην εκκλησία-, και για να μη γίνει μουσουλμάνος λένε πως είναι τρελός».
Πήγαν λοιπόν στον βεζύρη και έδωσαν έγγραφη αναφορά για την υπόθεση. Ο βεζύρης αμέσως οργίστηκε και διέταξε τον αρχιδήμιο να φέρει γρήγορα τον άνθρωπο εκείνο, και να δέσει και τους ιερείς της εκκλησίας και όσους Χριστιανούς βρει εκεί. Με θεία πρόνοια όμως κάποιος καταδότης, ελπίζοντας να πάρει χρήματα, έτρεξε και είπε τη διαταγή του βεζύρη στους ιερείς και στους λοιπούς ενορίτες, και αυτοί έβγαλαν γρήγορα τον Μάρτυρα από την εκκλησία. Και αμέσως έγινε θαύμα ανέλπιστο στον Μάρτυρα, έγινε δηλαδή ξαφνικά υγιής και ήρθε στα λογικά του, και τότε τον συμβούλεψαν να μην πει καθόλου στον βεζύρη ότι πήγε στην εκκλησία.
Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν τον λόγο και έφτασε ο αρχιδήμιος με την κουστωδία του. Χωρίς έλεος έδεσαν και αυτόν και τους ιερείς και τους πήγαν στον βεζύρη, ο οποίος πρόσταξε να ρίξουν τους ιερείς στην πιο βαθιά σκοτεινή και βρώμικη φυλακή, ενώ τον μακάριο Παύλο τον ρώτησε με ιλαρότητα μήπως έγινε μουσουλμάνος.
Εκείνος με δυνατή φωνή κραύγασε πως τέτοιο ανόσιο έργο δεν έκανε ποτέ, οι καταδότες όμως μαρτυρούσαν και την ημέρα που τον πήγαιναν και ότι φώναζε πως είναι μουσουλμάνος. «Είσαστε ψεύτες», απάντησε ο Μάρτυρας, «και από εμπάθεια πλάσατε αυτή τη συκοφαντία».
Του λέει ο βεζύρης: «Και για ποιο λόγο οι Χριστιανοί σε πήγαν στην εκκλησία;» «Όχι, αφέντη», είπε ο Παύλος, «δεν με πήγαν στην εκκλησία, αλλά επειδή σεληνιαζόμουν και έκανα αταξίες με πήγαν στο σπίτι μου. Γι’ αυτό λοιπόν Χριστιανός ήμουν και είμαι και θα είμαι».
Ο βεζύρης τότε του είπε: «Σήμερα, σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτών των μουσουλμάνων ότι άκουσαν από το στόμα σου και είπες “είμαι μουσουλμάνος”, πρέπει ή να δεχτείς την πίστη των μουσουλμάνων και να γίνεις Τούρκος, ή αμέσως θα σε θανατώσω. Συλλογίσου λοιπόν το γρηγορότερο και διάλεξε από τα δύο το ένα. Και αν γίνεις Τούρκος, θα σε κάνω πλούσιο και τρανό, αλλιώς θα λάβεις φοβερό θάνατο».
Πίσω από τον Μάρτυρα στεκόταν η ευλογημένη γυναίκα του, η οποία τον ακολούθησε από την εκκλησία ως τον βεζύρη, και τον ενδυνάμωνε λέγοντάς του στα ρωσικά: «Μη φοβηθείς, άντρα μου, ούτε να δειλιάσεις τον θάνατο, αλλά μείνε σταθερός στην πίστη του Χριστού. Μια στιγμή είναι το ποτήρι του θανάτου, και ύστερα θα αγάλλεσαι και θα χαίρεσαι μαζί με τους Μάρτυρες του Χριστού, και εγώ θα θεωρούμαι μακάρια ως σύζυγος Μάρτυρα».
Ο βεζύρης ρώτησε ποια είναι αυτή η γυναίκα και τι του λέει, και κάποιος από τους εκεί αγαρηνούς που ήξερε τα ρωσικά είπε: «Γυναίκα του είναι, αφέντη, και του δίνει θάρρος να μη φοβηθεί τον θάνατο και αρνηθεί την πίστη του». Τότε προστάζει με οργή ο βεζύρης να πιάσουν την ευλογημένη, να τη δέσουν σε ένα στύλο της αυλής του παλατιού και να τη ραβδίσουν στα νώτα αλύπητα. Στη συνέχεια έστειλε τον Μάρτυρα στη φυλακή, και μετά από τρεις ημέρες διέταξε να τον φέρουν μπροστά του και πάλι του είπε τα ίδια. Ο Μάρτυρας όμως αντιστεκόταν με ανδρεία και φώναζε: «Είμαι Χριστιανός».
Τότε ο βεζύρης διέταξε τον αρχιδήμιο να τον αποκεφαλίσει. Αυτός τον πήρε και τον πήγε στον Ιππόδρομο, που λέγεται ατ μεϊντάν στα τουρκικά, και εκεί έκοψε το άγιο και σεβάσμιο κεφάλι του, και έτσι έλαβε ο μακάριος το στεφάνι του μαρτυρίου [2] με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Οι δε ιερείς αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από αρκετές ημέρες με την καταβολή λύτρων.
Με τις πρεσβείες του Μάρτυρα είθε να λυτρωθούμε και εμείς από τα αιώνια βάσανα και να λάβουμε μαζί του την αιώνια μακαριότητα. Αμήν.
[1] Πρόκειται προφανώς για την Παναγία του Μουχλίου (ή Μουχλιώτισσα) στην Κωνσταντινούπολη - όλα τα γεγονότα διαδραματίζονται στην Κωνσταντινούπολη.
[2] Όπως αναφέρει το Νέο Μαρτυρολόγιο στον τίτλο, ήταν 3 Απριλίου 1683, Μεγάλη Παρασκευή.
«Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1856), σελ. 99.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου