Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Στίχοι στη Λαμπρή - Βυζαντινή Ποίηση

 


Vladimir Makovsky

Προλεγόμενα-Μετάφραση 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ 

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Το ποίημα του κατά τα άλλα άγνωστου Αρσένιου Στίχοι εἰς τὴν λαμπρὰν Κυριακήν παραδίδεται μόνο σε ένα υστεροβυζαντινό χειρόγραφο, αν και οι περισσότεροι μελετητές τοποθετούν τη σύνθεσή του, βάσει ειδολογικών και μετρολογικών παραμέτρων, στον 9ο αιώνα. Η υπόθεση που έχει γίνει από τον M. Lauxtermann ότι πρόκειται για ποίημα που σχετίζεται με τη σχολική τάξη είναι βάσιμη (δες τον τελευταίο στίχο του συνθέματος· η λέξη διατριβὴ στο πρωτότυπο μπορεί να σημαίνει, μεταξύ άλλων, «σχολή» και «σχολείο»). Από αυτή την άποψη το ποίημα μπορεί να θεωρηθεί, εφόσον προοριζόταν και για (τραγουδιστή) απαγγελία, ως ένα είδος «χελιδονίσματος» του ελληνικού Μεσαίωνα, περιέχοντας όμως εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν την εποχή ιδιαίτερη, σε ό,τι αφορά τις αντιλήψεις για την εκπαίδευση και την παιδεία. Πιο συγκεκριμένα, ο ποιητής συνδυάζει τη θεολογική θεωρία με την «παγανιστική» λατρεία της φύσης, κατασκευάζοντας έναν εν πολλοίς χριστιανικό ύμνο που εκφράζεται μέσα από την τεχνητή αρχαιοπρέπεια της γλώσσας (αττική κατά βάση, με σκόρπια επικά και ελάχιστα δωρικά στοιχεία) και του ποιητικού μέτρου («ανακρεόντειο» = ιωνικό δίμετρο), και όλα αυτά διανθισμένα με πλήθος διακειμενικών (βλ., πρωτίστως, τη βουκολική ποίηση του Θεόκριτου) και ρητορικών στοιχείων. Σημειώνω ότι «έσπασα» το στιχούργημα σε δύο μέρη για να διευκολύνω την ανάγνωση. 
Αρσένιος 
Στίχοι στη Λαμπρή 
1 
Ελάτε οι νέοι, καθίστε όλοι κοντά μου,
ελάτε η αγαπημένη μου χορεία,
ελάτε εδώ της ποίησης τα τέκνα·
αφήνοντας γλυκιά φωνή θα πούμε
σκοπό μελωδικό κι ας ακουστούμε
γιατί όλων μας τα χείλη θ’ ανυμνήσουν
τον Βασιλιά και Δημιουργό του κόσμου.
Βασίλισσα των εποχών μας ήρθες!
Εμπρός λοιπόν, οι σάλπιγγες ηχήστε·
εμπρός λοιπόν, συνθέστε με κιθάρες·
εμπρός λοιπόν, με των αυλών τη χάρη
να στείλουμε τον ύμνο στον Θεό μας.
Τι εγέρθηκε, στον τάφο πια δεν είναι·
μεμιάς συνέτριψε όλες τις αμπάρες
του ζοφερού, πικρόχολου θανάτου
κι ανέτρεψε τον αδηφάγο Χάρο·
δες τώρα τις ψυχές αναστημένες
χάρη στον παντοδύναμο Θεό μας.
Τα Κτίσματα γελούν ευτυχισμένα·
Εκείνον που αναστήθηκε τιμάνε,
Εκείνον που εξυψώθηκε δοξάζουν.
Μέσα στη φύση ακούς γι’ Αυτόν τον ύμνο,
για τον Θεό που τα αγαθά προσφέρει.
Επάξια λόγια τάχα πού να βρούμε,
επάξιους ύμνους τάχα πώς να πούμε
απέναντι σ’ αυτά που μας προσφέρει
ο βασιλιάς ο αιώνιος, κι ακόμα
ο μόνος αρχιτέκτονας του κόσμου;
Περήφανος ο φωτεινός μας ήλιος
(στον ουρανό πια σύννεφο δεν βλέπεις)
στη γη το ακτινοβόλο φως του απλώνει
κι όλα διαμιάς λαμπρύνονται καθάρια
τι η λάμψη κι η ομορφιά τα κυριεύουν.
Η λαμπερή, θαυμάσια Σελήνη
και δίπλα της τα φεγγοβόλα αστέρια
με φως τη μαύρη νύχτα πλημμυρίζουν
- θαρρείς περνούν χιλιάδες πυρσοφόροι.
Κοίτα ψηλά! Θα δεις, σαν θες, την Άρκτο
(υπάρχουν δυο: μικρή μα και μεγάλη
της Αριάδνης το λαμπρό στεφάνι·
τον κύκλο τον ζωδιακό· κι η πλάση
πολύ ευκρινής, ως και τα ζώδια βλέπεις.
Κι αν ψάχνεις και τον βορινό τον κύκλο
κι αυτός εκεί, κι ο θερινός μαζί του.
Και πιο μετά την προσοχή σου στρέψε
στον άλλο κύκλο, της ισημερίας.
Λίγο μετά παρατηρείς τους άλλους·
η χάρη τους χαρά πολλή σου δίνει.
«Θεέ μου», λες, «ξανά θα σε δοξάσω·
καλά πολύ τα δημιουργήματά σου».
Σειρά έχει η γη· δώσ’ της την προσοχή σου
κι αυτή θα σε γεμίσει μ’ ευφροσύνη.
Ανύμνησέ Τον με όλη την καρδιά σου!
Τα ολάνθιστα φυτά σε συνεπαίρνουν,
ενώ τα σμήνη των πτηνών γιορτάζουν
πάνω στα δέντρα γλυκοτραγουδώντας
και θέλγοντας τους ξέγνοιαστους διαβάτες,
αν και στ’ αλήθεια τον Θεό δοξάζουν.
Επάξια λόγια τάχα πού να βρούμε,
επάξιους ύμνους τάχα πώς να πούμε;
Χάνεσαι μέσα στη γιορτή της πλάσης,
τραγούδια ακούς παντού και μελωδίες·
ανοίγουν με τη φύση κι οι ψυχές μας.

2 
Ελάτε χριστομίμητα παιδιά μου·
την άνοιξη τη βλέπετε, χαρείτε!
Πυκνά τα σύννεφα ήταν πριν, μα τώρα
διαλύονται, τι ο Απρίλης τ’ αποδιώχνει.
Μακριά τα χιόνια, πλέον δεν μας βλάπτουν·
μακριά το ψύχος, πια δεν μας πληγώνει.
Καλοκαιριά τα σώματά μας θάλπει
τι η καταχνιά στα περασμένα ανήκει.
Ελάτε χριστομίμητα παιδιά μου·
την άνοιξη τη βλέπετε, χαρείτε!
Ο Ζέφυρος την κόμη ανακατώνει.
Κυλάνε πλάι και γύρω μας ποτάμια,
νερό διαυγές και δροσερό κερνώντας.
Τ’ αρνάκια σαν τρελά χοροπηδάνε
στις όχθες· δεν χορταίνεις να τα βλέπεις.
Να, τα μικρά στις μάνες τους τριγύρω
τινάζονται στο πράσινο χορτάρι.
Ελάτε χριστομίμητα παιδιά μου·
την άνοιξη τη βλέπετε, χαρείτε!
Ο τζομπανάκος παίζει τον αυλό του
της άνοιξης τα κάλλη τραγουδώντας.
Σιμά στα φρεσκοκάμωτα ρυάκια
και στα σκιερά, πλατύφυλλα πλατάνια
θα πάει σε λίγο για να ξαποστάσει.
Η χελιδόνα αφήνει τον Τηρέα,
περιφρονεί τον δόλιο διαφθορέα
κι αναζητά τον Ίτυ με λαχτάρα,
τι δεν μπορεί χωρίς τον αδελφό της.
Ο Πάνας την Ηχώ γλυκοκοιτάζει
κι ο Κύκλωψ την Γαλάτεια ζητάει,
καθώς τον Άδωνι η θεά Αφροδίτη.
Ελάτε χριστομίμητα παιδιά μου·
την άνοιξη τη βλέπετε, χαρείτε!
Άκου• των γερανών το σμήνος κρώζει.
O κύκνος τραγουδά με την ψυχή του
και το φτερό στον Ζέφυρο σηκώνει.
Ο κούκος κάνει τώρα πάλι «κούκου»
στις δύσβατες βουνοκορφές επάνω.
Πιάνει τραγούδι δυνατό κι η κίσσα,
που τόσο της αρέσει να μιμείται.
Τα ζώα που τρώνε τους καρπούς των θάμνων
κι εκείνα που με τις ελιές χορταίνουν
φωνάζουν κι οι κοιλάδες αντηχούνε.
Ελάτε χριστομίμητα παιδιά μου·
την άνοιξη τη βλέπετε, χαρείτε!
Πολύ ήρεμο της θάλασσας το κύμα,
κανείς και τίποτα δεν το ταράζει,
παρότι τις ημέρες του χειμώνα
με απόκρημνο βουνό θα πεις πως μοιάζει.
Ανοίξαν τα πανιά και στα καράβια·
όποιος επιθυμεί να ταξιδέψει
φεύγει μακριά, προς όφελος του αν είναι.
Και το σκαρί του κιόλας συνοδεύουν
τα ψάρια και των δελφινιών οι αγέλες.
Τα ρόδα ξεπετάγονται και πάλι
από τους κάλυκες· ωραία που λάμπουν!
Οι μενεξέδες τώρα είναι ανθισμένοι·
ο νάρκισσος κι ο υάκινθος επίσης
αστράφτουν και τη φύση όλη φωτίζουν.
Απ’ την κυψέλη η μέλισσα προκύπτει,
εδώ κι εκεί τη βλέπεις να πετάει
κι ο βόμβος της διατρέχει τις κοιλάδες.
Λεηλατεί μετά στα δέντρα τα άνθη
και πίσω στην κυψέλη της τα φέρνει.
Με κόπο τη γλυκιά τροφή της φτιάχνει,
καλή σε ποιότητα και νοστιμάδα.
Ελάτε χριστομίμητα παιδιά μου·
την άνοιξη τη βλέπετε, χαρείτε!

Αχώριστη κι αμέριστη Τριάδα,
άβυσσε ασύλληπτη για τους ανθρώπους,
το κάλλος που κανείς μας δεν χορταίνει
και δύναμη απερίγραπτα μεγάλη,
του κόσμου πλάστη, βασιλιά Θεέ μου,
το απαύγασμα της δόξας του Πατέρα,
που σ’ όλους όλα τα καλά προσφέρεις,
ο πάροχος της άμετρης σοφίας,
από ψηλά προμήθευσε και πάλι
εμάς, τους ταπεινούς πιστούς, με γνώση·
από την Κτίση μοναχά μπορούμε
την καλοσύνη της γερής αρχής Σου
να νιώσουμε με το θνητό μυαλό μας.
Για χάρη μας διαρκώς ας μεσιτεύει,
καθώς εμείς του το έχουμε ζητήσει,
ο Γεώργιος, ο δοξασμένος μάρτυς,
και της σχολής του Αρσένιου ο προστάτης.

*
Επιλεγμένα αποσπάσματα από το πρωτότυπο κείμενο, τα οποία ελήφθησαν από την έκδοση στη σειρά Patrologia Graeca (τ. 140 σ. 937-940), λαμβάνοντας υπόψη και τις διορθώσεις στη νεότερη έκδοση του C. Crimi στο περιοδικό Rivista di Studi Bizantini e Neoellenici (τχ. 52 [2015], σ. 57-61). - Κ.Χ.

[στ. 1-18] 
τε μοι ξύμπαντες παῖδες,
ἴτε φιλτάτη χορεία,
ἴτε μουσόθρεπτα τέκνα,
γλυκερὰν ὄπα λαλεῦντες,
λιγυρὸν μέλος φωνεῦντες,
ὕμνον προσφέρωμεν πάντες
βασιλεῖ καὶ κτίστῃ πάντων·
βασιλὶς ὡρῶν ἐπέστη·
ἄγε σαλπίσωμεν πάντες,
ἄγε φορμίσωμεν ᾆσμα,
ἄγε τερπνῶς κελαδοῦντες
Θεὸν ὑμνήσωμεν πάντες.
Κατέλιπε γὰρ τὸν τάφον,
συνέτριψε κλεῖθρα πάντα
ζοφεροῦ πικροῦ θανάτου
δύναμίν θ’ Ἅιδου παμφάγου·
ψυχὰς ἀνέστησε πάσας
ἄμαχον κράτος δεικνύων.

[στ. 61-71] 
Κελαδοῦσι νῦν τὰ πάντα,
γλύκιον μέλος φωνοῦσι,
ψυχὰς εὐφραίνουσι πάντων.
Λογικοὶ νέοι μοι δεῦτε,
ἔαρος καιρός, σκιρτᾶτε.
Ἐλύθη γὰρ ἡ παχύτης
νεφελῶν εἴαρος ὥρῃ,
παγετὸς μακρὰν ἠλάθη,
ἀπεδιώχθη τὸ ψύχος,
τὰ σκυθρωπὰ παρῳχήκει·
καθαρὰ τανῦν αἰθρία.

[στ. 118-125] 
Τὰ ῥόδα νῦν ἀνακύπτει
χαροπῶς ἐκ τῶν καλύκων,
ἴα τανῦν ἀναθάλλει,
ὑάκινθος σὺν ναρκίσσῳ
χαροπὸν χρῆμα τυγχάνει.
Μέλισσα τῶν σίμβλων ἤδη
ἐπαναστᾶσα προθύμως
περιβομβεῖ τὰς κοιλάδας.

[στ. 145-148] 
Κλέος ἀγλαὸν μαρτύρων
προσάγομέν σοι μεσίτην,
Γεώργιον τὸν προστάτην
διατριβῆς Ἀρσενίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις