Υπήρξε κάποιος μοναχός στη Θηβαΐδα, με το όνομα Απολλώνιος. Αυτός φανέρωσε πάρα πολλές δυνάμεις της ενάρετης ζωής του, είχε αξιωθεί να γίνει και διάκονος. Ξεπερνώντας σε όλες τις αρετές όλους εκείνους πού κάποτε ευδοκίμησαν στο καιρό των διωγμών, ενθαρρύνοντας τούς ομολογητές τού Χριστού, πολλούς τούς έκανε μάρτυρες. Και αυτός επίσης, αφού συνελήφθη, τον φύλαγαν στη φυλακή, όπου πήγαιναν οι πιο φαύλοι εθνικοί και τού απεύθυναν λόγια εξοργιστικά και βλασφημίες. Ένας απ αυτούς, άνδρας μουσικός αυλού και περιβόητος για τα ατοπήματα του, πήγε και τον έβριζε, λέγοντάς τον ανόσιο και απατεώνα, πλάνο και μισητό άπ΄ όλους τούς ανθρώπους, και ότι έπρεπε να πεθάνει το ταχύτερο.
Τού είπε τότε ο Απολλώνιος:
- Να σε σπλαχνισθεί ό Θεός, άνθρωπε μου, και να μη σου λογαριαστεί ως αμαρτία τίποτε απ’ όσα μου είπες.
Ακούγοντας αυτά εκείνος ο μουσικός, με το όνομα Φιλήμων, συγκινήθηκε πάρα πολύ από τα λόγια του πού τον πλήγωσαν βαθιά. Όρμησε αμέσως στο βήμα, παρουσιάσθηκε στον δικαστή και τού είπε μπροστά στο λαό:
- Διαπράττεις αδικίες, δικαστή μου, τιμωρώντας θεοφιλείς και αθώους ανθρώπους. Γιατί οι Χριστιανοί ούτε κάνουν ούτε λένε τίποτε το φαύλο, άλλ’ αντίθετα ευλογούν και τούς εχθρούς τους.
Αυτός στην αρχή νόμιζε πώς, λέγοντας αυτός αυτά, τον ειρωνευόταν και τον περιέπαιζε, όταν όμως τον είδε να επιμένει, είπε:
- Τρελάθηκες, άνθρωπε μου, και έχασες ξαφνικά τα λογικά σου;
Κι αυτός τού λέγει:
- Δεν τρελάθηκα, άδικότατε δικαστή, γιατί είμαι Χριστιανός.
Ο δικαστής μαζί με το λαό με πολλά κολακευτικά λόγια προσπαθούσαν να τον πείσουν. Μόλις όμως είδε ότι είναι αμετάπειστος, τον παρέδωσε σε κάθε είδους βασανιστήρια. Άρπαξε από εκεί και τον Απολλώνιο και τον βασάνιζε, προξενώντας του πολλές σωματικές κακώσεις, επειδή τον θεωρούσε πλάνο.
Και ο Απολλώνιος του είπε:
- Θα ευχόμουν και σύ, δικαστή μου, και όλοι οι δικαστές να με ακολουθήσουν σ’ αυτή μου την πλάνη.
Αυτός τότε διέταξε να τούς κάψουν και τούς δύο μπροστά σε όλο το πλήθος. Όταν τον έβαλαν στη φωτιά, παρουσία του δικαστή, απεύθυνε ο μακάριος Απολλώνιος παράκληση προς τον Θεό, ενώ άκουγε όλος ο λαός και ο δικαστής:
- Μη παραδώσεις, Κύριε, στα θηρία ψυχές πού σε λατρεύουν, αλλά φανέρωσε μας τον εαυτό σου με σημείο.
Αμέσως νεφέλη δροσερή και φωτεινή ήρθε και κάλυψε τούς άνδρες, σβήνοντας τη φωτιά. Θαυμάζοντας ο λαός και ο δικαστής, φώναζαν:
- Ένας είναι ό Θεός των Χριστιανών.
Κάποιος κακούργος όμως τα είπε αυτά στον έπαρχο τής Αλεξάνδρειας, ο όποιος, αφού διάλεξε μερικούς βίαιους και άγριους προ- τέκτορες καί ταξεώτες, τούς έστειλε εκεί, με εντολή να τούς φέρουν δεμένους όλους τούς γύρω από τον δικαστή και τον Φιλήμονα. Οδηγήθηκαν εκεί μαζί με αυτούς ο Απολλώνιος και μερικοί άλλοι πού ομολόγησαν την πίστη τους. Ενώ προχωρούσαν όλοι, τούς επισκέφτηκε ή χάρη του Θεού και άρχισε να διδάσκει τούς στρατιώτες. Επειδή και αυτοί συγκινήθηκαν και πίστεψαν στον Σωτήρα, οδηγήθηκαν όλοι δεμένοι στο βήμα. Βλέποντάς τους όλους έτσι ο έπαρχος και καταλαβαίνονται ότι αυτοί δεν πείθονται, διέταξε να τούς ρίξουν στο βυθό της θάλασσας, πράγμα πού έγινε σύμβολο του βαπτίσματος τους. Οι συγγενείς τους τούς βρήκαν ριγμένος στις όχθες της θάλασσας και έκαναν σ’ όλους μνήμα, στο όποιο γίνονται πολλά θαύματα. Τόσο μεγάλη δηλαδή ήταν ή χάρη του άνδρα, ώστε να εισακουσθεί αμέσως και για όσους προσευχήθηκε, τιμώντας τον έτσι ο Σωτήρας. Τον είδαμε και εμείς στο μαρτύριο μαζί μ’ όλους εκείνους πού μαρτύρησαν μαζί του. Και αφού προσκυνήσαμε τον Θεό, ασπαστήκαμε τα σκηνώματα τους στη Θηβαΐδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου