Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ



ΑΓΙΟΣ  ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ  Ο  ΑΘΩΝΙΤΗΣ
ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ
ΟΣΙΟΝ ΣΙΛΟΥΑΝΟΝ ΤΟΝ ΑΘΩΝΙΤΗΝ ΕΔΩ

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ ΕΔΩ

Αυτό το νεοφανές άστρο του στερεώματος της Εκκλησίας, ο όσιος Σιλουανός -κατά κόσμον Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ- γεννήθηκε το 1866 από γονείς χωρικούς της περιφέρειας Ταμπώφ της Ρωσίας. Από την ηλικία των τεσσάρων ετών αναρωτιόταν: «Πού είναι αυτός ο Θεός; Όταν μεγαλώσω, θα γυρίσω όλη την γη αναζητώντας Τον!».

Όταν μεγάλωσε, οι «Βίοι των Αγίων» και τα θαύματά τους πυρπόλησαν την νεανική του καρδιά από αγάπη προς τον Θεό, ο νους του προσκολλήθηκε στην αδιάλειπτη μνήμη Του και προσευχόταν πολύ με δάκρυα. Η χαρισματική αυτή κατάσταση που διήρκησε τρεις μήνες, διήγηρε μέσα του τον πόθο για την μοναχική ζωή. Νέος όμως, εύθυμος εκ χαρακτήρος και προικισμένος με εξαιρετική φυσική δύναμη, επανήλθε στην κοσμική ζωή και συμμετείχε σε όλες τις διασκεδάσεις του χωριού. Κάποια ημέρα, σε μία συμπλοκή παρά λίγο θα σκότωνε έναν συγχωριανό του. Λίγο καιρό μετά από αυτό το επεισόδιο, αποκοιμήθηκε ελαφρά και είδε στον ύπνο του ένα φίδι να σύρεται μέσα του από το στόμα. Μαζί με την αηδία που ένιωσε, άκουσε την φωνή της Θεοτόκου να του λέει με ασυνήθιστη γλυκύτητα: «Κατάπιες στο όνειρό σου φίδι και δεν σου άρεσε· το ίδιο δεν αρέσει και σε μένα να βλέπω τα έργα σου!».

Ύστερα από την κλήση αυτή η ζωή του άλλαξε ριζικά. Αισθάνθηκε βαθειά αποστροφή προς την αμαρτία και κυριευμένος από θερμή μετάνοια δεν σκεπτόταν τίποτε άλλο παρά μόνον το Άγιον Όρος και την Μέλλουσα Κρίση. Το 1892, αμέσως μόλις τελείωσε την στρατιωτική του θητεία, ζήτησε από τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης [20 Δεκ.] να εύχεται γι’ αυτόν «να μην τον κρατήσει ο κόσμος» και αναχώρησε για το Περιβόλι της Παναγίας. Εισήλθε ως δόκιμος στην ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, η οποία τότε βρισκόταν στο ύψιστο σημείο της ακμής της και αριθμούσε δύο χιλιάδες περίπου μοναχούς.

Μετά την γενική εξομολόγηση που έκανε στην αρχή της νέας του ζωής, ο πνευματικός τού είπε ότι συγχωρήθηκαν όλες του οι αμαρτίες και ο νεαρός δόκιμος παραδόθηκε αφελώς στην χαρά. Έτσι, έχασε την βαθειά του μετάνοια και άρχισε να πολεμείται από σαρκικούς λογισμούς, που τον έδιωχναν στον κόσμο για να νυμφευθεί. Ο πνευματικός τον συμβούλευσε ποτέ να μην συγκατατίθεται στους λογισμούς, αλλά να τους διώχνει αμέσως με την επίκληση του Ονόματος του Ιησού. Από την στιγμή εκείνη και κατά τα σαράντα πέντε χρόνια της μοναχικής του ζωής, ο μακάριος δούλος του Θεού δεν δέχθηκε ούτε έναν απρεπή λογισμό. Πήρε την μεγάλη απόφαση και είπε στον εαυτό του: «Εδώ θα πεθάνω για τις αμαρτίες μου!» και άρχισε με πύρινη αδιάλειπτη προσευχή να ζητά από τον Κύριο να τον ελεήσει, την μεν ημέρα στην βαριά και κοπιαστική διακονία του μύλου, που εκτελούσε με ακρίβεια και ολοκληρωτική απάρνηση του ιδίου του θελήματος, κυρίως όμως την νύκτα, την οποία περνούσε όλη σχεδόν με ζέουσα προσευχή, όρθιος ή καθισμένος σε ένα σκαμνί. Όταν απέκαμνε από την εξάντληση, δεν ξάπλωνε, αλλά κοιμόταν καθισμένος στο σκαμνί δεκαπέντε έως είκοσι λεπτά και σηκωνόταν πάλι για προσευχή. Συνολικά κοιμόταν δύο ώρες το εικοσιτετράωρο και αυτές διακεκομμένες.

Είχαν περάσει τρεις μόνον εβδομάδες από την άφιξή του στο Μοναστήρι, όταν κάποιο βράδυ, καθώς προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η Ευχή του Ιησού εισέδυσε στην καρδιά του και άρχισε να ενεργείται εκεί μόνη της ακαταπαύστως ημέρα και νύκτα. Την σπάνια και μεγάλη αυτή δωρεά, που μερικές φορές χαρίζει ο Θεός και στους αρχαρίους, ακολούθησε σκληρός αγώνας κατά των λογισμών που του υπέβαλλαν οι δαίμονες. Άλλοτε του έλεγαν ότι είναι άγιος, άλλοτε πάλι τον έριχναν σε απόγνωση πως δεν θα σωθεί. Μία νύκτα, της ώρα της προσευχής το κελί του γέμισε έξαφνα από ασυνήθιστο φως, που διαπέρασε όλο του το σώμα. Η ψυχή του ταράχθηκε. Αν και η προσευχή συνέχισε να ενεργείται μέσα του, ο δόκιμος Συμεών είχε χάσει ωστόσο την συντριβή και τότε κατάλαβε ότι επρόκειτο περί σατανικής πλάνης.

Έξι μήνες πάλευε με αυτές τις δαιμονικές επιθέσεις, προσευχόμενος με όλη την δυνατή ένταση οπουδήποτε και αν βρισκόταν, είτε στον ναό είτε στο διακόνημα του μύλου είτε στο κελί, ώσπου έφθασε σε εσχάτη απόγνωση. Καθισμένος μία ημέρα στο κελί του, πριν από τον Εσπερινό, σκέφθηκε: «Ο Θεός είναι αδυσώπητος!». Την ίδια στιγμή ένιωσε μέσα του τελεία εγκατάλειψη και η ψυχή του για μία ώρα περίπου βυθίστηκε σε σκοτάδι απερίγραπτης αγωνίας. Την ώρα του Εσπερινού, ενώ προσευχόταν με την Ευχή, «Κύριε Ἰησού Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», έχοντας το βλέμμα του προσηλωμένο στην εικόνα του Χριστού του τέμπλου του παρεκκλησίου του μύλου, ξαφνικά τον περιέλαμψε υπερφυσικό φως -ιλαρό και γλυκύτατο αυτή την φορά- και είδε τον Σωτήρα Χριστό ζωντανό να τον ατενίζει με ανεκλάλητη πραότητα. Η θεία αγάπη διαπέρασε όλη του την ύπαρξη και άρπαξε με ειρηνική βία το πνεύμα του προς την θεωρία του Θεού, έξω από τα σχήματα και τα νοήματα αυτού του κόσμου. Στα
επόμενα σαράντα πέντε χρόνια του μοναχικού του βίου ακατάπαυστα μαρτυρούσε ότι διά του Αγίου Πνεύματος γνώρισε τον Ίδιο τον Κύριο, ο Οποίος του εμφανίσθηκε και του αποκάλυψε την Χάρη Του στην πληρότητά της. Το όραμα αλλοίωσε τόσο την ψυχή του από άμετρη αγάπη προς τον Κύριο, ώστε ακόρεστα πια το πνεύμα του, νύκτα και ημέρα στραμμένο προς τον Ηγαπημένο Κύριο, έκραζε: «Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον ζητώ. Πώς να μη Σε ζητώ; Συ πρώτος με ζήτησες και μου έδωσες να γευθώ την γλυκύτητα του Πνεύματος του Αγίου, και η ψυχή μου Σε αγάπησε ολοκληρωτικά».

 

Μόλις πέρασε ο πρώτος καιρός μετά την εμφάνιση του Κυρίου, οι δαίμονες όρμησαν πάλι εναντίον του με λογισμούς τώρα υπερηφανείας. Ο δόκιμος ακόμη Συμεών συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα για καθαρή προσευχή. Κατά καιρούς παρηγοριόταν από ολιγόχρονες επισκέψεις της Χάριτος, αλλά όταν αυτή τον εγκατέλειπε και εμφανίζονταν δριμείς προς αυτόν οι δαίμονες, η εσωτερική οδύνη της ψυχής του ήταν πραγματικά απερίγραπτη. Προκειμένου να κρατήσει αναφαίρετη την Χάρη μέσα του, άρχισε έναν μακροχρόνιο και εξαιρετικά επίπονο αγώνα, που συχνά ξεπερνούσε κατά πολύ τις συνηθισμένες ανθρώπινες δυνάμεις.

Το έτος 1896 εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Σιλουανός. Εξωτερικά συνέχισε να ακολουθεί με πιστότητα την γενική τάξη της Μονής, αλλά η ένταση του εσωτερικού και αφανούς βίου του τον δίδασκε σταδιακά την τελειότερη ασκητική τάξη του μυστικού ένθεου βίου.

Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια μαρτυρικών αγώνων από την ημέρα που του εμφανίσθηκε ο Κύριος· και μία νύκτα, όταν σηκώθηκε από το σκαμνί του για να κάνει μετάνοιες, ένας δαίμονας εμφανίσθηκε μπροστά στην εικόνα του Χριστού περιμένοντας να δεχθεί αυτός την εδαφιαία προσκύνηση. Ο Σιλουανός με οδύνη καρδίας ζήτησε την βοήθεια του Κυρίου και άκουσε στην ψυχή την άνωθεν απάντηση: «Οι υπερήφανοι πάντα έτσι υποφέρουν από τους δαίμονες!». «Κύριε», είπε τότε ο Σιλουανός, «τι πρέπει να κάνω για να ταπεινωθεί η ψυχή μου;». Και πήρε την απάντηση από τον Χριστό: «Κράτα τον νου σου στον άδη και μη απελπίζου!».

Με τον λόγο αυτόν -παρακαταθήκη στην γενεά μας- ο Θεός τού αποκάλυψε ότι κάθε ασκητικός αγώνας πρέπει να αποβλέπει στην απόκτηση της Ταπεινώσεως του Χριστού, κατά τον λόγο Του «Μάθετε ἀπ’ Ἐμοῦ, ὅτι πρᾷος εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11, 29)· και ότι αυτή η Ταπείνωση είναι η βασιλική και ασφαλής οδός που οδηγεί στην καθαρή προσευχή και στην απάθεια. Έλεγε πως, μόλις ο νους του έφευγε από την μνήμη του πυρός της κολάσεως, οι λογισμοί αποκτούσαν πάλι δύναμη.

Στο εξής, τηρώντας ως κανόνα απλανή τον λόγο του Κυρίου, πορευόταν σταθερά την οδό της Δεσποτικής Ταπεινώσεως. Η Χάρις ενοίκησε μονίμως μέσα του· αλλά, όταν αυτή ελαττωνόταν εξαιτίας του ευμετάβλητου της ανθρώπινης φύσεως -από το οποίο έπασχε ακόμη ο Σιλουανός-, έχυνε οδυνηρά δάκρυα. Πέρασαν άλλα δεκαπέντε χρόνια εντατικού αγώνος, μέχρις ότου αποκτήσει πλήρη κυριαρχία επάνω σε κάθε κίνηση της καρδιάς του και εισέλθει, κατά την τελευταία δεκαπενταετία του επίγειου βίου του, στην μακαρία κατάσταση της απαθείας.

 


Το 1911 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Εκείνη περίπου την εποχή, ποθώντας η αδιάλειπτη προσευχή του να είναι απερίσπαστη, ζήτησε από τον ηγούμενο την ευλογία να αφήσει το διακόνημα του οικονόμου και να πάει στο «Παλαιό Ρωσικό» -εξάρτημα της Μονής που βρίσκεται ψηλότερα στο βουνό- όπου χάρη στην ερημική ησυχία του τόπου ζούσαν τότε αυστηροί ασκητές. Εκεί έπαθε ψύξη στο κεφάλι και έως τον θάνατό του υπέφερε από μαρτυρικούς πονοκεφάλους, τους οποίους θεώρησε ως παιδαγωγική τιμωρία επειδή παραβίασε την κρίση του ηγουμένου και είχε κάνει το θέλημά του.


Ενάμισι όμως χρόνο αργότερα το Μοναστήρι τον ανακάλεσε στο διακόνημα του οικονόμου, στο οποίο παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Επιστρέφοντας στην υπακοή του, μολονότι ανέλαβε υπό την ευθύνη του διακόσιους περίπου εργάτες, η προσευχή του έγινε θερμότερη παρά στο «Παλαιό Ρωσικό». Κάθε πρωί περιερχόταν τα εργαστήρια για να κατανείμει τις εργασίες της ημέρας και επέστρεφε πάλι στο κελί του για να προσευχηθεί με δάκρυα γι’ αυτούς τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους, «για τον λαό του Θεού». Έχοντας λάβει από το Άγιο Πνεύμα το χάρισμα να βιώνει ενεργώς την απέραντη αγάπη του Χριστού προς τον κόσμο, με πύρινα δάκρυα προσευχόταν αδιαλείπτως για την ανθρωπότητα, για όλον τον Αδάμ, ιδιαιτέρως δε για τους κεκοιμημένους. Έλεγε: «Το να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους σημαίνει να χύνεις αίμα»· και δίδασκε ότι το κριτήριο της αληθινής πίστεως είναι η αγάπη προς τους εχθρούς.

Ο ταπεινός αυτός Αγιορείτης Μοναχός, που έζησε όλα τα χρόνια της μοναχικής του ζωής έναν μαρτυρικό αγώνα στην αφάνεια, άφησε ως πολύτιμη κληρονομιά στην Εκκλησία -σαν ένας νέος προφήτης των τελευταίων καιρών- την προσευχή υπέρ του κόσμου· αυτή είναι η σύνθεση του Χριστιανισμού και η συντομότερη οδός για την επίτευξη της εν Χριστώ τελειότητος. Στηρίζοντας τον κόσμο με την προσευχή του και δεόμενος διακαώς προς τον Κύριο να Τον γνωρίσουν εν Πνεύματι Αγίω όλοι οι λαοί της γης, ετελείωσε εν ειρήνη τον επίγειο δρόμο του στις 24 (11) Σεπτεμβρίου του 1938. Η επίσημη αναγνώρισή του σε άγιο έγινε το 1988 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι Εκκλησίες του παλαιού ημερολογίου τον εορτάζουν στις 11 Σεπτεμβρίου. Για τον εκτενή και κατά πλάτος Βίο και για τις Γραφές του Αγίου Σιλουανού βλέπε το περισπούδαστο και θεολογικότατο έργο του πιστού μαθητή και μόνου βιογράφου του, του μακαριστού Γέροντος Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ (1896–1993): «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», έκδοση της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας,

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 1ος (Σεπτέμβριος),

Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις