Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΔΩ 

ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ


Ο Θρήνος της Κωνσταντινούπολης είναι ένα πεζό κείμενο, ανώνυμου συγγραφέα που αφορά την άλωση της Πόλης. Ο χρόνος της συγγραφής του τοποθετείται μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η γλώσσα του είναι ένας συνδυασμός από δημώδη και αρχαΐζοντα στοιχεία.

Το συγκεκριμένο κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το γεγονός ότι διασώζει μια παράδοση για τον αυτοκράτορα, που δεν είναι γνωστή από αλλού και αναφέρεται σε μια συνάντηση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου με την Παναγία μέσα στο ναό της. Ο ναός δεν κατονομάζεται, αλλά μπορεί να υποτεθεί ότι είναι η εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών. Η Παναγία περίλυπη, επειδή η Πόλη πάσχει, θυμίζει στο βασιλιά ότι πολλές φορές στο παρελθόν μεσίτευσε στο Θεό για να σωθεί η πόλη από επιδρομείς. Όμως, αυτή τη φορά η απόφαση του Θεού είναι αμετάκλητη. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται έρχονται ως επακόλουθο των αμαρτιών του λαού και δεν είναι εφικτό να ανατραπούν. Προτρέπει, λοιπόν, τον αυτοκράτορα να παραδώσει το στέμμα της βασιλείας του για να το φυλάει η ίδια, μέχρι να έλθει άλλος ηγέτης να το παραλάβει. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος υπακούει και καταθέτει το στέμμα και το σκήπτρο του πάνω στην Αγία Τράπεζα. Με δάκρυα ομολογεί την προσωπική του ευθύνη για αυτά που υφίσταται η Πόλη και αποφασίζει να αγωνιστεί μέχρι θανάτου για την υπεράσπισή της. Η μορφή της Παναγίας και των αγγέλων της εξαφανίζονται. Παράλληλα, εξαφανίζονται το στέμμα και το σκήπτρο, τα οποία θα τα φυλάει η Θεοτόκος, μέχρι να παραδοθούν σε κάποιον μελλοντικό βασιλιά.

Το κείμενο κλείνει με την περιγραφή του θανάτου του βασιλιά. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του δόθηκε στον σουλτάνο. Σε όλες τις περιγραφές των τελευταίων στιγμών του αυτοκράτορα υπάρχει συμφωνία ως προς το ότι πολέμησε ως απλός στρατιώτης, όπως συμβαίνει και στο παρόν κείμενο. Σε άλλες αναφέρεται ότι ο βασιλιάς σκοτώθηκε, αλλά δεν ήταν εύκολη η αναγνώρισή του. Το γεγονός ότι δεν είναι με σαφήνεια γνωστό τί απέγινε, αποτέλεσε αφορμή για να διαμορφωθούν διάφοροι θρύλοι, ότι δηλαδή κοιμάται και, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα ξυπνήσει για να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Ο λαός, που συγκλονίστηκε ύστερα από την Άλωση, αρεσκόταν να πιστεύει σε τέτοιου είδους δοξασίες, ώστε να διατηρείται ζωντανή η ελπίδα του για την ανακατάληψη της Πόλης.

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ

δὲ ἐλεεινὸς βασιλεὺς Κωνσταντῖνος, καθὼς ἐμπῆκαν οἱ Τοῦρκοι τὸ μέρος τοῦ Ἀγίου Ῥωμανοῦ, ἐπεριπάτει ἀπὸ τὰ τείχη καὶ ἔβλεπε διὰ τοὺς ἐχθρούς. Εἶχε καὶ μετ’ αὐτοῦ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας καὶ πρὸς τὸ δεξιὸν μέρος ἦτον ἕνας ναός τῆς Ὑπεραγίας, καὶ θεωρεῖ ὁ βασιλεὺς μίαν βασίλισσαν ὁποῦ ἔρχονταν ἀπὸ ἔξω μὲ πολλοὺς εὐνούχους καὶ ἐμπῆκε μέσα εἰς τὸν ναόν. Ὑπῆγε γοῦν καὶ ὁ βασιλεὺς μὲ τοὺς ἄρχοντας νὰ ἰδοῦν τι βασίλισσα ἦτον ἐκείνη ὁποῦ ἐμπῆκεν εἰς τὸν ναὸν ἐκεῖνον, καὶ ἐμπῆκαν μέσα. Ἡ δὲ βασίλισσα ἄνοιξε τὴν ὡραίαν πύλην καὶ ἐμπῆκε μέσα, καὶ ἐκάθησεν εἰς τὸ ἱερὸν σύνθρονον καὶ ἔδειξε σχῆμα λυπητικόν. Τότε ἄνοιξε τὸ ὑπεράγιον αὐτῆς στόμα καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· 
«φόντις μοῦ ἐπαράδοσαν ταύτην τὴν ταλαίπωρον Πόλιν, πολλαῖς φοραῖς τὴν ἐγλύτωσα ἀπὸ ὀργαῖς θεϊκαῖς· ἀλλὰ καὶ τώρα ἐπαρακάλεσα τὸν υἱόν μου καὶ θεὸν, καὶ ὅμως ἔγινε ἀπόφασις, ὅτι νὰ παραδοθῆτε εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀλλοτρίων, διότι αἱ ἀμαρτίαι τοῦ λαοῦ ἄναψαν τὸν θυμὸν τοῦ θεοῦ. Καὶ λοιπὸν ἄφες τὸ στέμμα τῆς βασιλείας ἐδῶ νὰ τὸ φυλάγω, ἕως νὰ εὐδοκήσῃ ὁ θεὸς νὰ ἔλθῃ ἄλλος νὰ τὸ παραλάβῃ, καὶ σὺ ὕπαγε νὰ ἀποθάνῃς, ὅτι ἔτζι ὤρισεν ὁ θεός»
Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς, ἔγινε περίλυπος, καὶ ἔβγαλε τὸ στέμμα τῆς βασιλείας καὶ τὸ σκῆπτρον ὁποῦ ἐβάστα εἰς τὸ χέρι, καὶ τὰ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὴν ἁγίαν τράπεζαν· καὶ ἐστάθη μετὰ δακρύων καὶ εἶπεν· 
« δέσποινά μου, ἐπειδή διὰ τὰς ἁμαρτίας μου ἐξεγυμνώθηκα τὴν τιμὴν τῆς βασιλείας καὶ χάνω καὶ τὴν ζωήν μου, ἰδοὺ παραδίδωμι καὶ τὴν ψυχήν μου εἰς χεῖράς σου, καθώς σε ἐπαρέδωκα καὶ τὸ στέφος τῆς βασιλείας»
Τότε ἀπεκρίθη ἡ κυρία τῶν ἀγγέλων· 
«Κύριος ὁ θεὸς νὰ ἀναπαύσῃ τὴν ψυχήν σου μετὰ τῶν ἁγίων αὐτοῦ»
Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔβαλε μετάνοιαν, καὶ ὑπῆγε νὰ φιλήσῃ τὸ γόνυ αὐτῆς, καὶ ἐκείνη ἔγινεν ἄφαντος μετὰ τῶν εὐνούχων, οἵτινες ἦσαν οἱ ἄγγελοι. Ἀλλὰ οὐδὲ τὸ στέμμα οὐδὲ τὸ σκῆπτρον εὑρέθησαν ἐκεῖ ὁποῦ τὸ ἄφησε, διότι τὸ ἐπῆρεν ἡ κυρία Θεοτόκος νὰ τὸ φυλάγῃ ἕως οὗ νὰ γένῃ ἔλεος εἰς τὸ ταλαίπωρον γένος τῶν Χριστιανῶν. Ταῦτα ἐξηγήθησάν τινες Χριστιανοὶ ὕστερον, παρόντες ἐκεῖ ὅπου εἶδαν τὸ θαῦμα. Τότε ἐβγῆκε ὁ βασιλεὺς γεγυμνωμένος τῆς βασιλείας, καὶ ὑπῆγε μετὰ τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ, βλέποντες ἀπὸ τὰ τείχη τοὺς ἐχθρούς· καὶ ἐσύναξαν καὶ ἐσυναπαντήθη μὲ μερικοὺς Τούρκους, καὶ, δώσας πόλεμον μετ’ αὐτῶν, ἐνικήθη, καὶ ἔκοψαν αὐτὸν ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ, καὶ ἤφεραν τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐλεεινοῦ βασιλέως εἰς τὸν σουλτάνον καὶ ἐχάρη μεγάλως. 
cityculture.gr 
γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης*

*Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Πόλη Κωνσταντινούπολη - Θρήνοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης

 


Πόλη Κωνσταντινούπολη - Θρήνοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης 
(V.A//Full Album//Official Audio) || Audio Release HQ © FM Records Released: 1995 
Το πάρσιμο της Πόλης, που αποτελούσε το κέντρο του Ελληνισμού, είχε βαθιά και οδυνηρή απήχηση στην ψυχή του λαού και θεωρήθηκε ως τραγικό σημάδι για τη μοίρα ολόκληρου του Έθνους. Ήταν επόμενο η λαϊκή μούσα και η λόγια ποίηση να θρηνήσουν την απώλεια, με ιδιαίτερα συγκινητικό τρόπο. Έτσι ο λαός, μέσα στα τραγικά χρόνια της σκλαβιάς, έβρισκε κάποια παρηγοριά για τα δεινά του. Τα ποιήματα αυτά, μερικά από τα οποία γράφτηκαν αμέσως μετά την Άλωση και άλλα πολύ αργότερα, αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο της λογοτεχνίας μας, κυρίως όμως ως ιστορική μαρτυρία για τις πληροφορίες και τις κρίσεις που περιέχουν. Το Εργαστήρι Παλαιάς Μουσικής ιδρύθηκε το 1980 από μια ομάδα νέων που τους ένωνε η αγάπη για τη μουσική του μεσαίωνα, της Αναγέννησης και της εποχής του Μπαρόκ. Στο χώρο της ελληνικής μουσικής δημιουργίας έχει αρχίσει εκτεταμένες έρευνες για την ανακάλυψη του αρχείου Ελλήνων συνθετών της διασποράς κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας με πολύ ικανοποιητικά μέχρι τώρα αποτελέσματα. 
Στη συλλογή «Εάλω η Πόλις» της FM RECORDS, το Εργαστήρι Παλαιάς Μουσικής αποτίει φόρο τιμής σε αυτούς τους μοναδικούς θρήνους για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΛΗΣ



ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΛΗΣ 
 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΗΣ


Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας θρήνος, ανώνυμου συγγραφέα, για την άλωση της Πόλης. Ο χρόνος της συγγραφής του τοποθετείται μετά το 1453. Είναι γραμμένο σε 118 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και σε γλώσσα απλή, όμως με κάποιους αρχαϊσμούς και ιδιωματικά στοιχεία.

Ο συγκεκριμένος θρήνος, που είναι αρκετά πρώιμος και με ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, αρχίζει με την αναγγελία της είδησης της Άλωσης μέσα από το διάλογο δύο πλοίων που συναντώνται «στα μέρη της Τενέδου». Ο διάλογος αυτός αναδεικνύει τη συμβολή του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα στην υπεράσπιση της Πόλης.

Στην αφήγηση από το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης περιλαμβάνονται τα λόγια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, που ζητά από τους Κρητικούς να του πάρουν το κεφάλι, ώστε να αποφύγει την εξευτελιστική θανάτωση από τους ίδιους τους Τούρκους. Κατόπιν ο ποιητής θρηνεί για τα τραγικά συμβάντα που έλαβαν χώρα στη Βασιλεύουσα, ενώ περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο τις λεηλασίες των Οθωμανών. Ακόμη, επικαλείται τον ουρανό και τη γη να αντιδράσουν στις ανομίες των κατακτητών.

Επίσης, γίνεται αναφορά στον Μέγα Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό, οι οποίοι ως ήλιοι έκαναν την Πόλη να λάμψει σαν τη σελήνη. Το ποίημα κλείνει με τη δυσοίωνη έλευση του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. Όπως φαίνεται, σε αντίθεση με τους άλλους θρήνους, εδώ απουσιάζει η ανάλυση των αιτιών της πτώσης της Πόλης και η αναφορά στη δυνατότητα απολύτρωσής της σε μελλοντικό χρόνο.
Τοιχογραφία με παράσταση της άλωσης της Πόλης, Μολδαβία, Ι. Μονή της Μολντοβίτσα, 16ος αι.

 

Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης

Θρήνος, κλαυμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τίς το ’πεν; Τίς το μήνυσε; Πότε ’λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-«Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»
-«Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα ǀ κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην∙
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμμέ μαντάτα φέρνω
κακά διά τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα:
Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην,
απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν».
-«Στάσου, καράβι, να χαρείς, πάλι να σε ρωτήσω:
Εκεί ’λαχε ο βασιλεύς, ο κύρης Κωνσταντίνος,
ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσά ανδρειωμένος,
ο πράγος, ο καλόλογος, η φήμη των Ρωμαίων;»
-«Εκεί ’λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιρασμένος.
Σαν είδεν τ’ άνομα σκυλιά κι εχάλασαν τους τοίχους
κι ετρέξασιν κι εμπήκασιν πεζοί και καβαλάροι
κι εκόπταν τους χριστιανούς ως χόρτο στο λιβάδιν,
βαριά βαριά ’ναστέναξεν μετά κλαυθμού και είπε:
«Ελέησον! Πράγμα το θωρούν τα δολερά μου μάτια!
Πώς έχω μάτια και θωρώ! Πώς έχω φως και βλέπω!
Πώς έχω νουν και πορπατώ στον άτυχον τον κόσμον!
Θωρώ, οι Τούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόλην
και τώρα αφανίζουσιν εμέν και τον λαόν μου».
Εβίγλισεν ο ταπεινός δεξιά και αριστερά του∙
θωρεί, φεύγουν οι Κρητικοί, φεύγουν οι Γενουβήσοι·
φεύγουσιν οι Βενέτικοι κι εκείνος απομένει.
Ελάλησεν ο ταπεινός με τα καμένα χείλη:
-«Εσείς, παιδιά μου, φεύγετε, πάτε να γλυτωθείτε∙
κι εμέναν πού μ’ αφήνετε, τον κακομοιρασμένο;
Αφήνετέ με στα σκυλιά κι εις του θεριού το στόμα.
Κόψετε το κεφάλιν μου, χριστιανοί Ρωμαίοι∙
επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην
να το ιδούν οι Κρητικοί, να καρδιοπονέσουν,
να δείρουσι τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα
και να με μακαρίσουσινǀ ότι ούλους τους αγάπουν∙
μηδέν με πιάσουν τα σκυλιά, μηδέν με κυριεύσουν·
– ότι ανελεήμονα των ασεβών τα σπλάχνα -,
μηδέν με πάν στον αμιρά , το σκύλον Μαχουμέτην,
με το θλιμμένον πρόσωπον, με τα θλιμμένα μάτια,
με την τρεμούραν την πολλήν, με τα καμένα χείλη·
και θέσει πόδαν άτακτο εις τον εμόν αυχένα·
– εις βασιλέως τράχηλον δεν πρέπει πους ανόμου -,
μη με ρωτήσ’ ο άνομος, να πει: “Πού ’ν’ ο Θεός σου;»,
να ρίσει ο σκύλος τα σκυλιά να με κακολογήσουν,
να παίξουσιν το στέμμα μου, να βρίσουν την τιμήν μου∙
απήν με βασανίσουσιν και τυραννίσουσίν με,
να κόψουν το κεφάλιν μου, να μπήξουν εις κοντάριν,
να σκίσουν την καρδία μου, να φαν τα σωτικά μου,
να πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τους
και να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου».
Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε
κι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη·
κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην
να πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τους
και να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου».
Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε
κι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη·
κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην
και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγεις.
Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλεις
να βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομιές να κάμνουν,
να ποίσου στάβλους εκκλησιές , να καίουν τας εικόνας,
να σχίζουν, να καταπατούν τα ’λόχρουσα βαγγέλια,
να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν,
να παίρνουσιν τ’ ασήμια τους και τα μαργαριτάρια
και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα
να καίουν, ν’ αφανίζουσιν, στην θάλασσα να ρίπτουν,
να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν των
και στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν.
Άρχοντες, αρκοντόπουλοι , αρχόντισσες μεγάλες,
ευγενικές και φρένιμες, ακριβαναθρεμμένες,
ανέγλυτες πανεύφημες , ύπανδρες και χηράδες
και καλογριές ευγενικές, παρθένες, ηγουμένες
– Άνεμος δεν τους έδιδε, ήλιος ουκ έβλεπέν τες,
εψάλλαν, ενεγνώθασι εις τ’ άγια μοναστήρια-
ηρπάγησαν ανηλεώς ως καταδικασμένες .
Πώς να τες πάρουν στην Τουρκιά, σκλάβες να πουληθούσιν
και να τες διασκορπίσουσιν Ανατολήν και Δύσην
γυμνές και ανυπόλυτες, δαρμένες, πεινασμένες,
να βλέπουν βούδια, πρόβατα, άλογα και βουβάλια,
παπίτσες, χήνες και έτερα <…>
και το βραδύ να μένουσιν με τους μουσουλουμάνους
και να τες μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια να γεννούσιν,
μουσουλουμάνοι να γενού και σκύλοι ματοπίνοι,
να πολεμούν χριστιανούς και να τους αφανίζουν!
Μην το πομένεις, ουρανέ, και, γη, μην το βαστάξεις∙
ήλιε, σκότασε το φως, σελήνη, μεν τους δώσεις .
Είπω και τίποτε μικρόν αλληγορίας λόγον:
Ήλιον τάξε νοητόν τον Μέγαν Κωνσταντίνο,
σελήνη επονόμασε την νέαν του την Πόλην·
μη σου φανεί παράξενο τούτον απού σου λέγω:
κόσμο μέγαν τον άνθρωπον Θεός επονομάζει,
ον έθετο εις τον μικρόν κόσμον, την πάσα κτίση .
Αυτός λοιπόν εκόσμησε ο Μέγας Κωνσταντίνος
την Πόλην την εξάκουστην, ήν βλέπεις και ακούεις,
καθώς την κλήσιν έλαβεν και την επωνυμίαν·
Ομοίως Ουστινιανός εκόσμησεν μεγάλως,
έκτισεν την Αγιάν Σοφιά, το θέαμαν το μέγα∙
παραπλησίον γέγονε Σιών της παναγίας .
Εκείνοι ήσαν ήλιος κι η Πόλη ’ν’ η σελήνη.
– χωρίς ηλίου πούποτε σελήνη ουδέν λάμπει -,
εκείνοι γαρ οι βασιλείς, οι ευσεβείς, οι θείοι ,
έλαμπον, εφωτίζασιν την παναγίαν Πόλην,
την Δύσην, την Ανατολήν, όλην την οικουμένην.
Όταν εις νουν αθυμηθώ της Πόλεως τα κάλλη,
στενάζω και οδύρομαι και τύπτω εις το στήθος,
κλαίω και χύνω δάκρυα μεθ’ οιμωγής και μόχθου .
Ο κόσμος της Αγιάς Σοφιάς, τα πέπλα της τραπέζας
της παναγίας, της σεπτής , τα καθιερωμένα
τα σκεύη τα πανάγια και πού να καταντήσαν;
Άρα έβλεπεν ο άγγελος, ως ήτον τεταγμένος,
όστις και έταξεν ποτέ του πάλαι νεανίσκου;
είπεν γαρ «ουκ εξέρχομαι έως ότου να έλθεις»;
Ο νεανίας έρχεται, ο άγγελος απήλθεν∙
ουχί εκείνος ο ποτέ παίδας των εκτητόρων,
αλλ’ άλλος παίδας έφθασε, πρόδρομος Αντιχρίστου,
και άγγελοι και άγιοι πλέον ου βοηθούσι.

cityculture.gr 
Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης 
Παναγιώτης Καμπάνης

Τρίτη 28 Μαΐου 2024

Γραφείσα προς τινα αδελφόν αγαπώντα την ησυχίαν.


Επιστολή Α΄ 
Γραφείσα προς τινα αδελφόν αγαπώντα την ησυχίαν.
Διότι γνωρίζω σε αγαπώντα την ησυχίαν και συμπλέκει σε ο διάβολος εν πολλοίς, προφάσει του αγαθού, ότι γνωρίζει το θέλημα της διανοίας σου, έως αν διασκέ­δαση σε και εμποδίση εκ της αρετής της περιεκτικής των πολλών τρόπων των αγαθών, ώ αδελφέ αγαθέ, ώσπερ μέλος προς το ομόζυγον αυτού αντιλαβέσθαι του πόθου σου του αγαθού εν τω λόγω της ωφελείας, εμερίμνησα ποιήσαι α παρά των σο­φών ανδρών εν τη αρετή και από των γραφών και παρά των πατέρων και εκ της πείρας εκτησάμην αυτά. 
Εαν γαρ μη καταφρονήση άνθρωπος των τιμών και των ατιμιών και υπομείνη υπέρ της ησυχίας όνειδος και μυκτηρισμόν και ζημίαν, έως και τυπτήματα, και γένηται κατάγελως και νομισθή μωρός και λήρος παρά των θεωρουντων αύτον, ου δύναται υπομείναι εν τω αγαθώ της ησυχίας σκοπώ. Διότι, εάν προσάπαξ ανοίξη την θύραν ταίς αιτίαις ο άνθρωπος, ουχ ησυχάζει ο διάβολος επάγων αυτώ τινας δια πολλών προ­φάσεων μετά συνεχών απαντήσεων των αναριθμήτων. 
Δια τούτο, ώ αδελφέ, εάν αγαπάς εν ακριβεία την αρετήν της ησυχίας, της μη εχούσης διασκεδασμόν και εκπηδασμόν και διακοπήν εν μέσω αυτής, εν η ενίκησαν οι αρχαίοι, ούτως ευρήσεις τελειώσαι την επιθυμίαν σου την επαινουμένην, ηνίκα ομοιώθης τοις πατράσι σου και λάβης εν τη διανοία σου την δήλωσιν του βίου αυτών, οίτινες ηγάπησαν την τελείαν ησυχίαν και ουκ εμερίμνησαν στήσαι την αγάπην των ιδίων αυ­τών ή εζήτησαν απλώσαι εαυτούς προς ανάπαυσιν αυτών, ουδέ ηδέσθησαν φυγείν εκ της απαντήσεως των οιομένων είναι τιμίων. 
Και ούτοι ούτως ήσαν οδεύοντες και ουχ ως καταφρονούντες των αδελφών παρά τοις σοφοίς και γνωστικοίς εκρίνοντο, ουδέ ως περιφρονούντες ή αμελούντες ή υστερούντες εν διακρίσει. Καθάπερ ερρέθη τινι αυτών απολογία τιμώντι την ησυχίαν και την υποχώρησιν μάλλον της απαντήσεως των ανθρώπων Άνθρωπος, φησίν, ός μανθάνει εν πείρα την γλυκύ­τητα της ησυχίας εν τω κελλίω αυτού, ουχ ως καταφρονών του πλησίον φεύγει την απάντησιν αυτού, αλλά δια τον καρπόν, όν τρυγά εκ της ησυχίας. 
Πως έφευγεν ο αββάς, φησίν, Αρσένιος και ουκ ανεπαύετο απαντήσαί τινι, ο δε αββάς Θεόδωρος υπήντα μεν, αλλ’ ως ρομφαία ην η απάντησις αυτού; Όμως ουδέ ασπασμόν ησπάζετο τίνα, όταν ηυρίσκετο έξωθεν του κελλίου αυτού. Ο δε άγιος Αρσένιος ουδέ τον ερχόμενον προς αυτόν προς ασπα­σμόν ησπάζετο. Εν καιρώ γαρ τις των πατέρων απήλθε θεάσασθαι τον αββάν Αρσένιον και ήνοιξεν γέρων δοκών, ότι αυτός εστίν ο διακονητής αυτού και ότε εθεάσατο αυτόν τις εστίν, έρριψεν εαυτόν επί πρόσωπον και πολλά παρακληθείς υπ’ αυτού αναστήναι και ευλογηθήναι υπ’ αυτού και απελθείν, παρητήσατο ο άγιος λέγων, ου μη αναστώ, έως αν απέλθης. Και ουκ ανέστη, έως ου απήλθε. Και τούτο εποίει ο μακάριος, ίνα μη δω αυτοίς προσάπαξ χείρα και πάλιν στραφώσι προς αυτόν. 
Όρα το ακόλουθον του λόγου, ίνα μη είπης, ίσως δια την ελαχιστίαν αυτού κατεφρόνησεν αυτού ή τινος άλλου, και άλλον δια την τιμήν αυτού επροσωπολήπτει και συνωμίλει αυτώ, άλλ’ εξ ίσης εκτήσατο φυγήν από πάντων των μικρών και των μεγάλων. Έν είχεν εν τοις οφθαλμοίς αυτού, καταφρονείν της απαντήσεως αυτών όπερ της ησυχίας, τον μέγαν τε και τον μικρόν, και βαστάσαι την μέμψιν αυτών επάνω αυτού εκ πάντων, υπέρ της τιμής της ησυχίας και της σιωπής. 
Επιστάμεθα γαρ, ως απήλθε προς αυτόν ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος, έχων μεθ’ εαυτού και τον κριτήν της χώρας προς τιμήν και προς επιθυμίαν της θεωρίας του αγίου. Ότε δε εκάθισε προς αυτούς, ουδέ προς λόγον μικρόν ανέπαυσεν αυτούς δια την τιμήν αυτών, καίπερ επιθυμούντας πλείστα ακούσαι του λόγου αυτού. Και ότε παρεκάλεσεν αυτόν ο αρχιεπίσκοπος περί τούτου, ησύχασε μικρόν ο καλόγηρος, και μετά τούτο λέγει’ Και εάν είπω υμίν, φυλάττετε; Και ωμολόγησαν λέγοντες, Ναί, Και είπεν αυτοίς ο γέρων Όπου ακούσετε, ότι εστίν ο Αρσένιος, μη εγγίσητε εκείσε. Είδες το θαυμαστόν του γέροντος; είδες καταφρόνησιν της συντυχίας των ανθρώπων; Ούτος ο τρυγήσας τον καρπόν της ησυ­χίας. Και ουκ ελογίσατο ο μακάριος, ότι ανήρ εστί καθολικός και κεφαλή της Εκκλησίας, αλλά τούτο διενοήσατο, ότι εγώ προσάπαξ απέθανον τω κόσμω. Τι ωφελεί ο νεκρός τους ζώντας; Και εμέμψατο αυτόν ο αββάς Μακάριος μέμψιν πεπληρωμένην αγάπης, λέγων ‘Τί φεύγεις εξ ημών;’ Και απελογίσατο ο γέρων απολογίαν θαυμαστήν και αξιέπαινον, λέγων. 
Ό Θεός οίδεν, ότι αγαπώ υμάς, άλλ’ ου δύναμαι είναι μετά του Θεού και μετά των ανθρώπων. Και την γνώσιν ταύτην την θαυμαστήν, ουχ ετέρωθεν, άλλ’ εκτης θεϊκής φωνής εξέμαθεν Αρσένιε*, γαρ φησι, φεύγε τους ανθρώπους, και σώζη’. 
Μηδείς άνθρωπος των αργών και αγαπώντων τάς συντυχίας αναιδευθή και αναλύση ταύτα εν τη καταστροφή των λόγων αυτού και λαλήση κατέναντι τούτων, ότι ανθρώπινον εύρημα εστίν εν τη αφορμή της ησυχίας ευρεθέν διότι διδαχή εστίν ουράνιος. Και ίνα μη νομίσωμεν, ότι τούτο ερρέθη αυτώτου φυγείν και εξελθείν εκ του κόσμου, αλλά μη εξίσης και εκτων αδελφών φυγείν, μετά το καταλιπείν αυτόν τον κόσμον καιελθείν και οικήσαι την λαύραν, πάλιν ηύξατο τω Θεώ, πώς κα­λώς ζήσαι δυνηθή, Κύριε, φησίν, οδήγησον με πώς σωθώ. 
Και εδόκει, ότι άλλο τι μέλλει ακούσαι. Και φωνής δεσποτικής πάλιν ήκουσεν εκ δευτέρου της αυτής Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε. Και εάν, φησί, πολύ ωφελή η θέα και η ομιλία των αδελφών, αλλ’ ούτως ουκ ωφελεί σοι το συντυχείν αυτοίς, ως το φυγείν εξ αυτών. 
Και ως εδέξατο ταύτα ο μακάριος Αρσένιος εν αποκαλύψει τη θεϊκή, ως ην εν τω κόσμω και επετράπη φυγείν και μετά των αδελφών δε πάλιν γενομένω το αυτό ερρέθη αυτώ, τότε εβεβαίωσε και έγνω, ότι ουκ αρκεί αυτώ εις κτήσιν ζωής αγαθής το φυγείν μόνον από των κοσμικών, άλλ’ επίσης εκ πάντων. Μη γαρ δύναται τις αντιστήναι και ειπείν προς την θείαν φωνήν; 
Και τω θείω δε Αντωνίω ερρέθη εν αποκαλύψει «Εάν θέλης»’, φησίν, «ησυχάσαι, ουχί μόνον εις Θηβαΐδα απέλθης, αλλά και εις την εσωτέραν έρημον». Εάν ουν ο Θεός επιτρέπη ημίν φυγείν εκ πάντων, και ούτως αγαπά την ησυχίαν, οπόταν υπομείνωσιν εν αυτή οι αγαπώντες αυτόν, τις εστίν ο προφασιζόμενος προφάσεις, παραμένειν τη συντυχία και τω πλησιασμώ των ανθρώπων; Εάν δε τω Αντωνίω και τω Αρσενίω ωφέλιμος η φυγή και η φυλακή, πόσω μάλλον τοις ασθενέσι; Και εάν τούτους, ων ο κόσμος όλος έχρηζε και του λόγου και της θέας και της βοηθείας αυτών, ετίμησεν ο Θεός του είναι αυτούς εν ησυχία, πλέον της αντιλήψεως πάσης της αδελφότητος, μάλλον δε της ανθρωπότητος, πόσω μάλλον τω μη δυναμένω εαυτόν φυλάξαι καλώς; 
Οίδαμεν και άλλον τινά των αγίων, ότι ο αδελφός αυτού ησθένει και ην κεκλεισμένος εν άλλω κελλίω και ότε κατεκράτησε την συμπάθειαν αυτού εν όλη τη αρρωστία αυτού και ουκ εξήλθε θεάσασθαι αυτόν, εν τω καιρώ της εξόδου αυτού εκ του βίου έπεμψε, λέγων αυτώ Ει και ουκ ήλθες προς με έως άρτι, αλλά νυν ελθέ, και ιδώ σε προ του εξελθείν με του κόσμου, ή καν εν νυκτί, όπως ασπάσωμαι σε και αναπαύσωμαι. Και ουκ επείσθη ο μακάριος ουδέ εν τη ώρα εκείνη, εν η είωθεν η φύσις συμπάσχειν αλλήλοις και υπερβαίνειν τον όρον του θελήματος, αλλ’ είπεν, εάν εξέλθω, ου καθαρισθήσομαι εν τη καρδία μου ενώπιον του Θεού, ότι τους πνευματικούς αδελφούς ημέλησα επισκέψασθαι, την φύσιν δε ετίμησα πλέον του Χριστού. Και απέθανεν ο αδελφός αυτού και ουκ είδεν αυτόν. 
Μηδείς ουν εν ραθυμία των λογισμών προφασίσηται, ως αδύνατα είναι και κατάλυση αυτά και κατάργηση την ησυχίαν αυτού, αθετήσας την περί αυτόν του Θεού πρόνοιαν. Και εάν την φύσιν την ούτως ισχυράν ενίκησαν οι άγιοι, και ο Χριστός ηνίκα τα τέκνα αυτού αμελούνται, αγαπά ότε τιμάται η ησυχία, ποία ανάγκη άλλη δύναται γενέσθαι σοι, μη δυναμένη καταφρονηθήναι υπό σου, ηνίκα εμπέσης εν αυτή; Η εντολή εκείνη η λέγουσα, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου, πλέον όλου του κόσμου και της φύσεως και των αυ­τής», ούτω πληρούται, ηνίκα υπομείνεις εν τη ησυχία σου. Και η εντολή η λέγουσα περί της αγάπης του πλησίον έσωθεν ταύτης εστί κεκλεισμένη, θέλεις κτήσασθαι την αγάπην του πλησίον κατά την ευαγγελικήν εντολήν εντός της ψυχής σου; 
Μάκρυνον εαυτόν εξ αυτού, και τότε κατακαίεται εν σοι η έκκαυσις της αγάπης αυτού, και χαρήση επί τη θέα αυτού, ώσπερ επί αγγέλου φωτός, θέλεις πάλιν ίνα διψήσωσί σε οι αγαπώντες σε; Ωρισμέναις ημέραις θέασαι τάς όψεις αυτών. Ως αλη­θώς η πείρα διδάσκαλος πάντων. Γίνου υγιής. 
Τω δε Θεώ ημών χάρις και δόξα εις τους αιώνας τωναιώνων. Αμήν.
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Ασκητικά

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ


28 Μάϊου 

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 
Παρακλητικός Κανών εις τον Όσιο - ΕΔΩ 
Ο όσιος πατήρ ημών Ανδρέας ήταν σκλάβος σκυθικής (σλαβικής) καταγωγής που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη στην υπηρεσία ενός πρωτοσπαθαρίου (αξιωματικού της αυτοκρατορικής φρουράς) [1]. Πρόκοψε γρήγορα στα ιερά και θύραθεν γράμματα και προκαλούσε τον θαυμασμό του περίγυρού του με τις γνώσεις του. Μια νύχτα, ενώ προσευχόταν, είδε με τρόμο έναν στρατό Αιθιόπων έτοιμο να αντιμετωπίσει μία ομάδα λευκών ανθρώπων. Ο ίδιος κλήθηκε να μονομαχήσει με το πρωτοπαλίκαρο των βαρβάρων και, αφού τον νίκησε, σε ανταμοιβή έλαβε από έναν άγγελο τρεις «αχράντους στεφάνους», ενώ ο Χριστός, παρουσιαζόμενος με τη μορφή ενός νέου άνδρα, του έλεγε: «Τρέχε τον καλόν αγώνα γυμνός και γίνε σαλός για Μένα, ώστε να αξιωθείς τη Βασιλεία των Ουρανών!». Με το πρώτο φως της ημέρας, υπακούοντας στη θεία εντολή, ο Ανδρέας ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διά Χριστόν Σαλού καταξεσχίζοντας με ένα μαχαίρι τον χιτώνα του και βγάζοντας κραυγές που κατατρόμαξαν το σπίτι. Ο αφέντης του, θεωρώντας τον κυριολεκτικά δαιμονισμένο, πρόσταξε να τον πάνε στον ναό της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας [22 Δεκ.] και να τον αλυσοδέσουν εκεί. Περνούσε τις μέρες του στον τόπο εκείνο υποκρινόμενος τον παράφρονα με κάθε είδους εκκεντρικότητες και μυστικά προσευχόταν όλη νύχτα, στερεωμένος στην οδό αυτή με ένα όραμα από την αγία Αναστασία. Μια νύχτα, δέχθηκε την επίθεση πλήθους δαιμόνων. Μόλις όμως επικαλέστηκε την αρωγή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ο άγιος φανερώθηκε μέσα σε βροντή, διασκόρπισε τους δαίμονες με την αλυσίδα που τον κρατούσε δεμένο και του υποσχέθηκε τη βοήθειά του στους αγώνες που τον περίμεναν.

Σε ένα άλλο νυχτερινό όραμά του κλήθηκε να υπηρετήσει έναν βασιλιά στο παλάτι του, όπου του έδωσαν να φάει χιόνι το οποίο μεταμορφώθηκε σε ουράνια ευωδία. Κατόπιν, του προσέφεραν πικρούς καρπούς –σύμβολα της στενής οδού που επρόκειτο να ακολουθήσει– και στη συνέχεια του δόθηκε μια εξαίσια τροφή που του χάρισε θεία έκσταση.

Αφού έμεινε τέσσερα χρόνια δέσμιος στην εκκλησία, ο Ανδρέας ελευθερώθηκε και άρχισε να συμπεριφέρεται δημόσια μιμούμενος τον άγιο Συμεών τον Σαλό [2]. Ενώ, όμως, ο Συμεών χρησιμοποιούσε τη σαλότητα υπό μορφή ειρωνείας και χλευασμού με σκοπό να αφυπνίσει τους αμαρτωλούς και να τους αποσπάσει από τις μάταιες ηδονές του κόσμου, ο όσιος Ανδρέας, «παίζων» και «εμπαίζων», προσφερόταν μάλλον αυταπαρνητικά στην περιφρόνηση και στην κακομεταχείριση του σκληρού και πονηρού κόσμου, μιμούμενος κατά πάντα τον Χριστό, προκειμένου να αποκαλύψει το μεγαλείο και την υπεροχή της σοφίας του Σταυρού έναντι της εφάμαρτης μωρίας της άθεης και υποκριτικής κοινωνίας των αφώτιστων ανθρώπων (Α΄ Κορ. 1, 18). Εφαρμόζοντας κατά γράμμα τα λόγια του Αποστόλου που λέει: «Εμείς γίναμε μωροί και ανόητοι για τον Χριστό» (Α΄ Κορ. 4, 10), προσφερόταν ολόθυμα με τη θέλησή του στη χλεύη και τα κτυπήματα του όχλου και γινόταν «στα μάτια όλων ένα ελεεινό κάθαρμα και σκουπίδι του κόσμου, ένα ακάθαρτο απόβρασμα της κοινωνίας» (πρβλ. Α΄ Κορ. 4, 13), με σκοπό να κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών αλλά ταυτόχρονα και να ελκύσει εκεί με την ένθεη σαλότητά του και τους άλλους.

Μπαίνοντας μια μέρα σε έναν οίκο ανοχής, παρέμεινε απαθής, υπό την προστασία της θείας Χάριτος, απέναντι στις προκλήσεις των πόρνων γυναικών, οι οποίες στο τέλος τού αφαίρεσαν τα ρούχα και τον έδιωξαν τυλιγμένο σε μια παλιόψαθα, η οποία έκτοτε έγινε η συνήθης ενδυμασία του. Περιπλανιόταν στους δρόμους άστεγος και μοίραζε στους φτωχούς τις ελεημοσύνες που λάβαινε. Δεν ζητούσε ποτέ τροφή, αρκούμενος σε ένα ξεροκόμματο τη μέρα κι έμενε νηστικός για ολόκληρες εβδομάδες. Για να σβήσει τη δίψα του έπινε από στάσιμα και βορβορώδη νερά και, μπροστά στο θέαμα αυτό, οι περαστικοί αγανακτισμένοι τον ξυλοκοπούσαν και τον έβριζαν. Τη νύχτα πήγαινε να ξαπλώσει μαζί με τα αδέσποτα σκυλιά. Μια χειμωνιάτικη νύχτα, καθώς προσπαθούσε να ζαρώσει κολλητά σε ένα από αυτά για να ζεσταθεί, το ζώο απομακρύνθηκε με περιφρόνηση. Το να προσφέρεται στην πλήρη εγκατάλειψη ήταν για τον μακάριο αγωνιστή του Θεού πηγή αγαλλίασης. Αλλά ποτέ η προσευχή δεν εγκατέλειπε τα χείλη του και κάθε στιγμή μπορούσε να διακρίνει κανείς έναν ψιθυρισμό στο στόμα του, όπως συνέβαινε με τους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής. Όταν προσευχόταν τη νύχτα, υψωνόταν ενίοτε πάνω από τη γη και το πνεύμα του μεταρσιωνόταν σε ανεκλάλητες εκστάσεις και θεωρίες. Μια τέτοια νύχτα, που ακόμη και τα σκυλιά τον είχαν αποδιώξει, ο Θεός τον μετέφερε μέσα σε έκσταση, απαλλαγμένο από το βάρος και το άλγος της σαρκός, ενδεδυμένο με φωτεινό χιτώνα και εστεμμένο ως βασιλιά, σε έναν εξαίσιο κήπο γεμάτο υπερκόσμια φυτά και χρυσά πουλιά, στη μέση του οποίου απλωνόταν πέρα ως πέρα μια μεγάλη αμπελικιά με υπερμεγέθη σταφύλια. Από ’κει, ένας άγγελος τον οδήγησε υπεράνω του στερεώματος, σε τόπο ανείπωτης ομορφιάς, όπου είδε τον Σταυρό περιβαλλόμενο από τέσσερα καταπετάσματα. Ένας άλλος άγγελος τον έφερε κατόπιν σε έναν υψηλότερο τόπο, όπου είδε δύο σταυρούς παρόμοιους με τον προηγούμενο. Εν συνεχεία, βρέθηκε στον τρίτο ουρανό –που μόνο ο Απόστολος Παύλος κρίθηκε άξιος να δει πριν από αυτόν– κι εκεί είδε τρεις σταυρούς απαστράπτοντες περιβαλλόμενους από ουράνια στρατιά που δοξολογούσε τον Θεό. Πέρασε τότε ένα καταπέτασμα από λίνο και πορφύρα και έφθασε σε ένα μέρος, πολύ πιο λαμπρότερο ακόμη, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένο αναρίθμητο πλήθος νέων φωτεινότερων και από τον ήλιο. Ένας άγγελος παραμέρισε το τελευταίο καταπέτασμα και ο Ανδρέας μπόρεσε να θεωρήσει τον Θρόνο του Θεού, μετέωρο, δίχως βάση, απ’ όπου έβγαινε φλόγα λευκή. Ο Χριστός ήταν εκεί καθισμένος και κάπως μετρίασε λίγο τη Δόξα Του, ώστε να επιτρέψει τον Ανδρέα να απολαύσει για μια υπέρχρονη στιγμή τη λαμπρότητα της Θεανθρωπότητός Του, και κατόπιν έγινε αόρατος. Μια φωνή γλυκύτερη από μέλι πρόφερε τότε τρεις φορές τρία θεία, άρρητα και μυστικά Ονόματα και παρευθύς ο άγιος οδηγήθηκε πίσω στον κήπο, όπου συνάντησε έναν ολόφωτο άνδρα ο οποίος κρατούσε σταυρό και τον ευλόγησε λέγοντας: «Μακάριοι, εσείς οι σαλοί, γιατί κατέχετε μεγάλη σοφία! Η χάρις του Σταυρωθέντος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!». Κατόπιν, τον απέστειλε με την εντολή να παλαίψει και να ανατρέψει τον Άρχοντα του κόσμου τούτου, προσλαμβάνοντας αυτοβούλως την ανυποληψία, την υποτίμηση, την κοροϊδία, τη χλεύη, την απόρριψη και τον διωγμό των ανθρώπων.

Ξαναρχίζοντας το «παιγνίδι» του με αναπτερωμένη πλέον τόλμη, ο Ανδρέας έκανε τη γνωριμία του Επιφανίου, ενός δεκαοκτάχρονου νέου ευγενικής καταγωγής, αγνού και εξαιρετικής γλυκύτητας, ο οποίος έγινε προστάτης του και πνευματικός γιος του και στον οποίο ο Ανδρέας προφήτευσε ότι μελλοντικά θα γινόταν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως [3]. Φιλοξενούμενος στην κατοικία του Επιφανίου, ο άγιος χρησιμοποιούσε παραβολές για να επιτιμήσει τα αμαρτήματα των υπηρετών διαφορετικών εθνοτήτων, στην ίδια τους τη γλώσσα. Είχε αρνηθεί την κλίνη που του προσέφερε ο Επιφάνιος για ξεκούραση και περνούσε τις νύχτες του έξω, σαν ένας ασυμμάζευτος παράφρων επάνω στην κοπριά. Δεν άργησε, όμως, να επιστρέψει κανονικά στον ακατανόητο πλάνητα βίο του, προσφερόμενος πλήρως στα απάνθρωπα παιγνίδια των παιδιών και στην κακομεταχείριση των ανάλγητων περαστικών. Απευθυνόμενος στους ανθρώπους τούς αποκαλούσε πάντα «σαλούς» ή «μωρούς», αλλά παράλληλα καταδίκαζε διαρκώς τον εαυτό του με τη μεγαλύτερη και βαθύτερη ταπεινοφροσύνη.

Σε ένα νέο όραμα είδε τον Πονηρό και τα πλήθη των δαιμόνων του, ο οποίος τον κατηγορούσε ότι οδηγούσε στη μετάνοια τους ανθρώπους που είχε υπό την κατοχή του, αποκαλύπτοντας σε αυτούς τις αμαρτίες τους με τις προφητικές ενέργειές του, και ο Ανδρέας άρχισε μία βίαιη λογομαχία με τον Άρχοντα του σκότους. Τούτος όμως δεν είχε καμία εξουσία πάνω στον άνθρωπο του Θεού, αφού αυτός είχε γυμνώσει τον εαυτό του από κάθε γήινη αδυναμία, έξη και προσκόλληση. Μια νύχτα, με δαιμονική ενέργεια έπεσε σε έναν λάκκο, μόλις όμως ο όσιος επικαλέσθηκε τους αγίους Πέτρο και Παύλο, οι δύο Απόστολοι του Χριστού εμφανίσθηκαν, τον ανέσυραν από τη λάσπη κι ένας φωτεινός σταυρός ήλθε να φωτίζει τον υπόλοιπο δρόμο του.

Κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου λοιμού που ενέσκηψε στη Βασιλεύουσα, παρά τις κοροϊδίες των αργόσχολων, ο άγιος περιέτρεχε τους δρόμους και τις πλατείες κλαίγοντας και μεσιτεύοντας υπέρ της πόλεως και ζητώντας από τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες του λαού. Καθώς προσευχόταν, μεταφέρθηκε στον Ανάπλου επί του Βοσπόρου, όπου είδε τον όσιο Δανιήλ τον Στυλίτη [11 Δεκ.], ο οποίος τον κάλεσε να ενώσουν τις προσευχές τους υπέρ της σωτηρίας της πόλεως. Τότε ένα πυρ κατέβηκε από τον ουρανό και εξεδίωξε τον δαίμονα που είχε προκαλέσει την επιδημία. 
Ο όσιος Ανδρέας δεν κουραζόταν να ψέγει τους αμαρτωλούς, είτε με προειδοποιήσεις, είτε με προφητείες για την επικείμενη τιμωρία τους, οι οποίες δεν αργούσαν ποτέ να εκπληρωθούν. Περνώντας μια μέρα μπροστά από πολυτελή εμπορεύματα που εκτίθεντο στην αγορά, φώναξε: «Άχυρα και σκουπίδια!». Μιαν άλλη φορά, μετά από κακόβουλη υποκίνηση κάποιων αργόσχολων που ήθελαν να διασκεδάσουν, βάλθηκε να τρώει λαίμαργα τα ωραία φρέσκα σύκα που εκτίθεντο στο γυάλινο δοχείο ενός οπωροπώλη, ο οποίος εκείνη την ώρα ξεκουραζόταν. Ξυπνώντας ο μικροπωλητής, όρμησε κατά του οσίου και παίρνοντας ένα μπαστούνι τον ξυλοφόρτωσε άγρια. Ο Ανδρέας με τη δύναμη της πραότητας του  Χριστού αφέθηκε πλήρως στα χτυπήματα δίχως αντίσταση και αργότερα αποκάλυψε ότι αν αυτός ξυλοκοπήθηκε εξαιτίας της γαστριμαργίας του, πόσω μάλλον θα τιμωρηθούν από τον Θεό αιωνίως οι αμετανόητοι αμαρτωλοί. Έχοντας λάβει το χάρισμα της διοράσεως, κατήγγελλε την υποκριτική ευσέβεια εκείνων που στέκονταν μέσα στην εκκλησία τρέφοντας μέσα τους φαύλες και διάφορες εμπαθείς σκέψεις ή έψαλλαν από ματαιοδοξία και επίδειξη και διέκρινε τους δαίμονες της αδιαφορίας, του χασμουρητού και της ακηδίας που υπέβαλλαν στα θύματά τους τη σκέψη να εγκαταλείψουν τον ναό πριν το τέλος της Λειτουργίας. Στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ξεχώριζε την πνευματική κατάσταση του καθενός: βλέποντας τους ενάρετους στεφανωμένους με λεπτό λίνο και τους αμαρτωλούς με ακάθαρτα ζωύφια να κρέμονται από τα ενδύματά τους.

Μεριμνούσε, όμως, όλως ιδιαιτέρως για τον πνευματικό καταρτισμό του Επιφανίου, που ήταν ο μόνος με τον οποίο μιλούσε σοφά, συνετά και λογικά. Με την επιστήμη του Πνεύματος τον διαφώτιζε για τον αγώνα εναντίον των δαιμόνων και τον άφηνε ενίοτε να πειράζεται από αυτούς, προκειμένου να αποκτήσει την υπομονή και, αφού ψηθεί στη φωτιά των δοκιμασιών, να γίνει άξιος άρτος του Χριστού. Τον εισήγαγε, επίσης, στα μυστήρια της δημιουργίας, στον πνευματικό κόσμο και κυρίως του αποκάλυπτε, με πλήθος άγνωστες λεπτομέρειες της Γραφής, ό,τι έμελλε να επέλθει στη συντέλεια των αιώνων, όταν μετά από τρομερές δοκιμασίες, εισβολές και φυσικές καταστροφές, ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων θα επιθέσει ξανά το στέμμα του πάνω στον Σταυρό, στα Ιεροσόλυμα, και κατόπιν ένας άγγελος θα τον μεταφέρει στον ουρανό. Έτσι θα ολοκληρωθεί η περίοδος της Χριστιανικής Αυτοκρατορίας που εγκαθίδρυσε ο άγιος Κωνσταντίνος. Λίγο αργότερα, η Κωνσταντινούπολη – την οποία οι Βυζαντινοί της εποχής εκείνης θεωρούσαν συχνά αιώνια – θα καταποντισθεί στη θάλασσα, όπως και η ονομαστή Βαβυλώνα (Αποκ. 18, 21), και η εβραϊκή βασιλεία θα αποκατασταθεί στην Ιερουσαλήμ. Όλοι θα πιστέψουν στον Αντίχριστο που θα βασιλεύσει ως μοναδικός μονάρχης επί της γης και θα καταδιώξει τους χριστιανούς. Ο Χριστός θα παρουσιασθεί κατόπιν για να διεξαγάγει τον μεγάλο αγώνα κατά του Αντίχριστου και, όταν θα τον έχει νικήσει, θα τον οδηγήσει μαζί με τους δαίμονές του ενώπιον του βήματος του Θεού, ενώ θα αντηχήσει η σάλπιγγα εξ ουρανού αναγγέλλοντας την ανάσταση των νεκρών. Μετά την Κρίση, τέσσερεις άγγελοι θα σταθούν στα τέσσαρα πέρατα της γης και θα την τυλίξουν με διαταγή του Κυρίου. Όλη η κτίση τότε θα ανακαινισθεί, καινοί ουρανοί και γη καινή θα φανερωθούν, ώστε όλα να είναι σύμμορφα με τα άφθαρτα σώματα των αναστημένων ανθρώπων. Τα πάντα τότε θα είναι άφθαρτα και αιώνια και μία άφατη ευωδία θα πληρώσει το ανακαισμένο σύμπαν που θα το φωτίζει ακατάπαυστα το φως το ανέσπερο της Βασιλείας του Χριστού.

Μια μέρα που ο Ανδρέας και ο Επιφάνιος είχαν μεταβεί στον ναό των Βλαχερνών για την αγρυπνία που τελούνταν εκεί κάθε εβδομάδα, είδαν την Παναγία Θεοτόκο να προβάλλει από την Ωραία Πύλη, συνοδευόμενη από πλήθος αγίων, μεταξύ των οποίων ήσαν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Ιωάννης ο Θεολόγος, και να σκέπει με το μαφόριό της τον λαό [4]. 
Μια άλλη φορά, καθώς ο Ανδρέας διάβαζε στον μαθητή του ένα κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, μια ουράνια ευωδία απλώθηκε γύρω τους. Στην ερώτηση του Επιφανίου ο άγιος απάντησε ότι την ευοσμία αυτή τη λαμβάνουν οι άγγελοι από τον Θρόνο του Θεού για να θυμιάσουν και να τιμήσουν τους ανθρώπους σε τρεις περιπτώσεις: όταν προσεύχονται, όταν αναγιγνώσκουν τα ιερά βιβλία και όταν υπομένουν καρτερικά από αγάπη για τον Θεό.

Λίγο μετά τις αποκαλύψεις του για τη συντέλεια των αιώνων, ο όσιος Ανδρέας ανήγγειλε στον Επιφάνιο την επικείμενη τελευτή του. Του απαγόρευσε, όμως, να τιμά τη μνήμη του ή να φυλάξει τα λείψανά του, διότι είχε κάνει τάμα ενώπιον του Θεού να μη δοξασθεί ποτέ στη γη. Του ανανέωσε την πρόβλεψή του για την εκλογή του στο πατριαρχικό αξίωμα και του υποσχέθηκε να τον βοηθά πάντα, υπό τον όρο να επιδεικνύει άοκνα μέριμνα αγάπης για τους πτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και για όσους δοκιμάζονται. Κατόπιν μετέβη στον Ιππόδρομο, στη στοά, όπου συνήθιζαν να στέκονται οι πόρνες, κι εκεί προσευχήθηκε όλη τη νύχτα υπέρ του σύμπαντος κόσμου. Τελειώνοντας την προσευχή του, ο μακάριος ξάπλωσε στη γη και, κοιτάζοντας με ένα χαμόγελο το πλήθος των αγίων που εμφανίσθηκαν για να του παρασταθούν, παρέδωσε την πολύαθλη ψυχή του στον Θεό μετά από εξήντα έξι χρόνια ασκητικών αγώνων, κρυμμένων κάτω από το πέπλο του μυστηρίου της σαλότητας. Μια έντονη ευωδία θυμιάματος προσείλκυσε μια φτωχή γυναίκα που έμενε εκεί κοντά, η οποία προσέτρεξε και ανακάλυψε το σώμα του. Όταν όμως το πλήθος, ειδοποιημένο από εκείνη, έσπευσε προς το σκήνωμα του οσίου, εκείνο είχε γίνει άφαντο, μεταφερμένο από τον Θεό σε άγνωστο τόπο. Τη νύχτα εκείνη ο Επιφάνιος είδε τη ψυχή του πνευματικού πατέρα του, επτά φορές φωτεινότερη από τον ήλιο, να υψώνεται στους ουρανούς με την παρουσία μυριάδων αγγέλων που έχαιραν και δοξολογούσαν τον Θεό για την ένθεη πολιτεία του οσίου Ανδρέα και για τα τόσα επί γης θαυμαστά του κατορθώματα.

 ~ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ ~
[1]  Ο βιογράφος του Νικηφόρος που έγραψε τον Βίο του, μεταξύ 920 και 956, τον τοποθετεί αναχρονιστικά στους χρόνους του Λέοντα Α΄ (457-474). Θα έπρεπε μάλλον να μετατεθεί κατά τη βασιλεία του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (886-911). Κυκλοφορούν διάφορες εκδόσεις του Βίου με νεοελληνική μετάφραση, π.χ. Νικηφόρος Πρεσβύτερος, «Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Ανδρέου του διά Χριστόν Σαλού», Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1984, και Ι. Ησυχαστηρίου των Δανιηλαίων, Άγιον Όρος 2002.
[2]  Ο άγιος Συμεών [6ος αι., βλ. 21 Ιουλ.] είναι ο βασικός και ο πιο χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος αυτού του είδους εξαιρετικής αγιότητος, την οποία γενικά δεν συμβουλεύουν οι Πατέρες. Στην Ελληνική Εκκλησία τιμώνται επίσης η αγία Ισιδώρα Ταβεννησίου [1 Μαΐου] και οι άγιοι: Παύλος Κορίνθου [6 Νοεμ.], Σάββας ο Βατοπαιδινός [5 Οκτ.], Νικόδημος ο Νέος [24 Νοεμ.], καθώς και άλλοι που υιοθέτησαν προσωρινά τη σαλότητα, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης [13 Ιαν.] ή ο όσιος νεομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός [30 Δεκ.]. Κυρίως όμως στη Ρωσία γνώρισε, η μορφή αυτή αγιότητας, μεγάλη άνθιση. Η Εκκλησία αναγνώρισε εκεί τριάντα επτά «Σαλούς». Συγκεκριμένα τους αγίους: Ιωάννη τον Δασύτριχο του Ροστώφ [3 Σεπτ.], Κυπριανό του Σουζντάλ [2 Οκτ.], Συμεών του Γιούριεβιτς [4 Νοεμ.], Μάξιμο Μόσχας [11 Νοεμ.], Προκόπιο του Βυάτκα [21 Δεκ.], Μιχαήλ του Κλοπς [11 Ιαν.], Γαλακτίωνα [12 Ιαν.] και Θεόδωρο του Νόβγκοροντ [19 Ιαν.], Ξενία της Αγίας Πετρούπολης [11 Σεπτ. και 24 Ιαν.], Νικόλαο [28 Φεβρ.], Ισίδωρο του Ροστώφ [4 Μαΐου], Ιωάννη [29 Μαΐου] και Προκόπιο του Ουστιούγκ [8 Ιουλ.], κ.α. Στη Ρωσία, πριν την Επανάσταση, δεν υπήρχε χωριό που να μην είχε τον δικό του «Γιουροντίβι» (Σαλό). Βλ. σχετικά: Ε. Γκοραΐνωφ, «Οι διά Χριστόν Σαλοί», εκδ. «Τήνος», Αθήνα 1993.
[3]  Θα μπορούσε, λοιπόν, να πρόκειται για τον άγιο Πολύευκτο (956-970) [5 Φεβρ.] ή για τον άγιο Αντώνιο Γ΄ (974-980) [12 Φεβρ.].
[4]  Διακριτό από το σύνηθες θαύμα που επιτελούνταν κάθε Παρασκευή στον ναό αυτό, κατά τη διάρκεια του οποίου το μαφόριο που κάλυπτε την εικόνα της Θεοτόκου ανυψωνόταν από μόνο του και έμενε μετέωρο, το θαύμα αυτό προσέφερε το θέμα της εορτής της αγίας Σκέπης της Θεοτόκου [1 Οκτ. και αργότερα 28 Οκτ.], η οποία, καθώς φαίνεται, καθιερώθηκε στη Ρωσία τον 12ο αι. και από ’κει διαθόθηκε στην Ελλάδα κατά τον 19ο αι.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),

Ο άγιος Γερμανός, επίσκοπος Παρισίων


28 Μαΐου   

Ο άγιος Γερμανός, επίσκοπος Παρισίων

Ο άγιος πατήρ ημών Γερμανός γεννήθηκε τον 6ο αιώνα στο Ωτέν. Μετά τις σπουδές του αποσύρθηκε σε έναν συγγενή του και επί δεκαπέντε χρόνια διήγε μαζί του βίο θεάρεστο, με άσκηση, προσευχή και ύμνους. Καθώς η ευωδία των αρετών του απλώθηκε στην περιοχή, ο επίσκοπος του Ωτέν τον χειροτόνησε πρεσβύτερο (530), εν συνεχεία δε ο διάδοχος εκείνου του ανέθεσε την ηγουμενία της Μονής του αγίου Συμφοριανού. Η αυστηρότητά του τον έφερνε ενίοτε σε αντίθεση με τον επίσκοπο, γεγονός που του κόστισε μάλιστα μία φορά την φυλάκισή του. Η πόρτα της φυλακής άνοιξε από μόνη της, αλλά ο άγιος δεν δέχθηκε να διαβεί το κατώφλι, παρά μόνο αφού έλαβε εντολή.

Περί το 555, κλήθηκε στο Παρίσι από τον βασιλιά Χιλδεβέρτο και ορίσθηκε να χειροτονηθεί επίσκοπος της πόλεως. Στο νέο του αυτό αξίωμα, ο ταπεινός Γερμανός δεν άλλαξε στο παραμικρό την αυστηρότητα του βίου του, ούτε την ενδυμασία του. Μέχρι την τελευτή του, παρέμεινε μοναχός και ασκητής, προσθέτοντας στην τάση του προς την ευαγγελική τελειότητα την μέριμνα για την σωτηρία του λαού του τον οποίο παραινούσε ακαταπόνητα. 
Το κήρυγμά του έβρισκε στήριγμα περίλαμπρο στην δωρεά των θαυμάτων, την οποία ο Θεός του είχε επιδαψιλεύσει. Θεράπευε πολλούς ανήμπορους και ασθενείς και ελευθέρωνε τους δαιμονιζομένους, τους οποίους κρατούσε πολλές ημέρες κοντά του, προκειμένου να προσεύχεται γι’ αυτούς. Καθώς η φήμη του ως θαυματουργού εξαπλώθηκε, χρησιμοποιούνταν κάθε αντικείμενο που είχε ευλογήσει ή αγγίξει, για να αποσταλεί σε όσους δοκιμάζονταν, και με την χάρη του Θεού εκείνοι λυτρώνονταν από τα δεινά τους. 
Δεν έπαυε στιγμή τις ελεημοσύνες και αφιέρωνε σε αυτές το μεγαλύτερο μέρος των πόρων της Εκκλησίας του, όταν δε αυτοί δεν επαρκούσαν, προσέφευγε στον βασιλιά Χιλδεβέρτο, ο οποίος έτρεφε μεγάλο θαυμασμό στο πρόσωπό του από τότε που ο άγιος τον είχε θεραπεύσει από βαρειά ασθένεια. Η ευσπλαχνία του αγίου Γερμανού απευθυνόταν αδιακρίτως σε όλους, καλούς και κακούς· και όταν ήταν στο χέρι του, φρόντιζε να αποφυλακίζονται οι κρατούμενοι και να απελευθερώνονται οι σκλάβοι κάθε εθνικότητας. 
Στο πρόσωπό του οι χριστιανοί του Παρισιού πίστευαν ότι αναβίωνε ο άγιος Διονύσιος, ο πολιούχος τους [9 Οκτ.]. Ενεθάρρυνε την τιμή των τοπικών αγίων και έδειχνε ιδιαίτερη μέριμνα για το κάλλος και την μεγαλοπρέπεια των ιερών Ακολουθιών. Εκτιμάται ότι αρκετές από τις ιδιαιτερότητες της τότε Λειτουργίας των Γαλατών οφείλονταν στην δική του επιρροή. 
Με την υποστήριξη του βασιλιά, ίδρυσε μονή αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό και στον άγιο Βικέντιο, η οποία έκτοτε είναι γνωστή με το όνομα Σαν Ζερμαίν ντε Πρε. Φρόντισε να έλθουν μοναχοί από την Μονή του αγίου Συμφοριανού, προκειμένου να επιβλέψουν στην τήρηση του δικού τους Τυπικού, που προερχόταν από την Μονή του Λερίνου. 
Τέλειος γνώστης της εκκλησιαστικής παραδόσεως, ο άγιος Γερμανός επαγρυπνούσε για την ειρήνη και την ενότητα της Εκκλησίας των Γαλατών. Η συνεισφορά του ήταν μεγάλη στην Σύνοδο της Τουρώνης (566), συνεκάλεσε δε δύο συνόδους στο Παρίσι (557, 573). 
Μετά τον θάνατο του Χιλδεβέρτου (558), το Παρίσι έγινε η πρωτεύουσα του ενωμένου βασιλείου του Κλοταίρου, ο οποίος επέδειξε στον άγιο επίσκοπο τον ίδιο σεβασμό όπως ο αδελφός του, χάρη στην επιρροή της συζύγου του, αγίας Ραδεγόνδης [13 Αυγ.]. Όταν η βασίλισσα αποφάσισε να γίνει μοναχή στην Μονή του Τιμίου Σταυρού, που είχε ιδρύσει στο Πουατιέ, ο άγιος Γερμανός ικέτευσε τον βασιλιά να μην βάλει εμπόδια στην κλήση της, και κατόπιν διατήρησε μαζί της σταθερή σχέση πνευματικής πατρότητος. 
Στο τέλος της σύντομης βασιλείας του Κλοταίρου (561), το βασίλειο χωρίστηκε πάλι ανάμεσα στους τέσσερεις ανηψιούς του: Χαριβέρτο, Γκοντράν, Σιγεβέρτο και Χιλπέριχο. Ο Χαριβέρτος, βασιλιάς των Παρισίων, ήταν άνθρωπος ασεβής και διεστραμμένος, λεηλατούσε τους ναούς και είχε παντρευτεί δύο αδελφές. Περιφρόνησε τον αφορισμό του από τον άγιο αλλά, λίγο αργότερα, βρήκε τον θάνατο, όπως και η μία από τις συζύγους του. 
Ο άγιος Γερμανός προσπάθησε, ματαίως, να συμφιλιώσει την Βρουνχίλδη, σύζυγο του Σιγεβέρτου, και την Φρεδεγούνδη, σύζυγο του Χιλπέριχου. Μετά την δολοφονία της αδελφής της Βρουνχίλδης, με την υποκίνηση της Φρεδεγούνδης (575), ο Σιγεβέρτος κήρυξε πόλεμο στον Χιλπέριχο. Περνώντας από το Παρίσι, συνάντησε εκεί τον άγιο επίσκοπο, ο οποίος προσπάθησε να τον αποτρέψει από το σχέδιο εκδίκησης που έτρεφε λέγοντάς του: «Αν ανοίξεις λάκκο για τον αδελφό σου, θα πέσεις ο ίδιος μέσα». Ο Σιγεβέρτος αγνόησε την συμβουλή αυτή και πέθανε δολοφονημένος.

Αφού για πολλά χρόνια υπήρξε πρωτεργάτης της ειρήνης και υποδειγματικός ποιμένας, ο άγιος Γερμανός εκοιμήθη εν Κυρίω στις 28 Μαΐου 576 και ενταφιάσθηκε στην εκκλησία της μονής του στο Παρίσι. 
Στην μεγάλη πυρκαγιά που αφάνισε το Παρίσι το 585, εμφανίσθηκε για να ελευθερώσει τους φυλακισμένους που κατέφυγαν αμέσως στον τάφο του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, παρέμεινε ένας από τους πλέον τιμώμενους αγίους, τόσο στο Παρίσι και την Γαλατία όσο και στην υπόλοιπη λατινική Εκκλησία. 

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τόμος 9ος, Μάιος, Ίνδικτος

Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΣΟΣ

 

 

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ

πηγή:εδώ 

Ο όσιος πατήρ ημών Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της Μικρορωσίας (Ουκρανία) το 1690 και μεγάλωσε με την ευσέβεια και την αγάπη των αγίων αρετών. Όταν ενηλικιώθηκε κατά τα χρόνια του ρωσο-τουρκικού πολέμου (1710), κατετάγη στον στρατό του τσάρου. Έλαβε μέρος στην ολέθρια εκστρατεία του Πουτ, αιχμαλωτίσθηκε από του Τατάρους, πιθανώς μαζί με τον άγιο Παχώμιο του Ουσακίου [7 Μαΐου], και πουλήθηκε σκλάβος σε έναν Τούρκο, αξιωματικό του ιππικού, ο οποίος τον έφερε στην πατρίδα του, το Προκόπι της Καππαδοκίας.

Αντίθετα με πολλούς συναιχμαλώτους του, που απαρνήθηκαν την χριστιανική Πίστη, ο όσιος Ιωάννης αντιστεκόταν στις προτάσεις και τα χτυπήματα του κυρίου του, λέγοντας πως κανένα μαρτύριο δεν θα ήταν ικανό να τον απομακρύνει από την αγάπη του Χριστού. Μάλιστα, συμπλήρωνε: «Είσαι αφέντης του σώματός μου, όχι όμως και της ψυχής μου. Άφησέ με ελεύθερο να εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, κι εγώ πρόθυμα θα υπακούω στις προσταγές σου. Μετά χαράς θα πλαγιάζω στη γωνιά αυτή του στάβλου σου, έχοντας τον νου μου στον Χριστό που για βασιλικό κρεβάτι είχε τη φάτνη της Βηθλεέμ. Θα υποφέρω αγόγγυστα τους ραβδισμούς σου, όπως ο Κύριος υπέμεινε τα χτυπήματα των στρατιωτών, κι αν θελήσεις να με υποβάλεις στα μεγαλύτερα και φριχτά βασανιστήρια, εγώ θα τα αντέξω όλα· τον Χριστό όμως δεν πρόκειται ποτέ να Τον αρνηθώ!».

Τούτα τα γεμάτα χριστιανικό ζήλο λόγια, όπως και η αγνή και ταπεινόφρονα διαγωγή του, άλλαξαν τα συναισθήματα του αξιωματικού απέναντί του. Έπαψε να τον βασανίζει και δεν τον υποχρέωσε να αλλάξει την πίστη του. Ο Ιωάννης ανέλαβε να φροντίζει τα άλογα, είχε για κατοικία του μια σκοτεινή γωνιά του στάβλου κι όταν ο κύριός του έβγαινε έφιππος στην πόλη, εκείνος έπρεπε να τον ακολουθεί πεζός, σαν σκλάβος. Ωστόσο, ο μακάριος δεχόταν με ευγνωμοσύνη την εξευτελιστική αυτή κατάσταση και δόξαζε τον Θεό που τον είχε γλυτώσει με τον τρόπο αυτό από την εσχάτη αποστασία της αρνήσεως. Ανυπόδητος χειμώνα-καλοκαίρι, ντυμένος με κουρέλια, ξεκουράζοντας για λίγο το σώμα του πάνω στα άχυρα ή τις κοπριές, όπως άλλοτε ο Δίκαιος Ιώβ, ο Ιωάννης δεν έπαυε εντούτοις να προσεύχεται νύχτες ολόκληρες γονατιστός στον νάρθηκα της γειτονικής εκκλησίας που ήταν αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο. Δεχόταν αγόγγυστα τις προσβολές και τους εμπαιγμούς των άλλων σκλάβων και πρόθυμα τους υπηρετούσε.

Οι θυσίες αυτές και οι ενάρετοι αγώνες είχαν ευεργετικά αποτελέσματα για τον κύριό του, ο οποίος έγινε ο πλουσιότερος και ο πλέον αξιοσέβαστος μεταξύ των κατοίκων της πόλης. Κάποτε αποφάσισε να πάει για προσκύνημα στη Μέκκα, όπως οφείλει κάθε ευσεβής μουσουλμάνος, και μετά από ένα μακρύ και κουραστικό ταξίδι έφθασε την περιλάλητη πόλη. Λίγες εβδομάδες μετά την αναχώρησή του, η γυναίκα του κάλεσε συγγενείς και φίλους και τους παρέθεσε μεγάλο δείπνο, ώστε οι καλεσμένοι να ευχηθούν για την αίσια επιστροφή του συζύγου της. Καθώς ο Ιωάννης έμπαινε στη σάλα για να σερβίρει ένα πλούσιο πιλάφι, η οικοδέσποινα αναφώνησε: «Αχ! Πόσο θα χαιρόταν ο αφέντης, αν ήταν εδώ μαζί μας για να γευτεί το αγαπημένο του φαγητό!». Ο Ιωάννης, αφού συγκεντρώθηκε για λίγο προσευχόμενος σιωπηλά, ζήτησε από την κυρία του να του δώσει ένα πιάτο πιλάφι, προκειμένου να το στείλει στον αφέντη του στη Μέκκα. Η ομήγυρη ξέσπασε σε γέλια και κοροϊδίες και η οικοδέσποινα χαμογελώντας του έδωσε το πιάτο που ζητούσε. Ο Ιωάννης αποσύρθηκε τότε στον στάβλο και ανέπεμψε τούτη την προσευχή στον Θεό: «Αυτός που άλλοτε έστειλε τον προφήτη Αββακούμ στη Βαβυλώνα να φέρει τροφή στον προφήτη Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων, ας ακούσει και τη δική μου προσευχή κι ας στείλει τούτο το πιάτο στον αφέντη μου!». Έπειτα, επέστρεψε στη σάλα και ανήγγειλε ότι το πιάτο είχε φθάσει στον προορισμό του. Όλοι ξέσπασαν σε ασυγκράτητα γέλια και τον κατηγόρησαν ότι είχε φάει ο ίδιος το πιλάφι κρυφά.

Όταν όμως ο αφέντης του επέστρεψε από το ταξίδι, φέρνοντας μαζί του το άδειο πιάτο που ήταν στολισμένο με τα αρχικά του και διηγήθηκε ότι το είχε βρει γεμάτο με νοστιμότατο πιλάφι ένα βράδυ επιστρέφοντας στη σκηνή του, όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού έμειναν έκθαμβοι και επικαλούμενοι τον Αλλάχ άρχισαν να τιμούν τον χριστιανό σκλάβο και να του δείχνουν μεγάλο σεβασμό. Του πρότειναν να τον ελευθερώσουν και να του παραχωρήσουν ένα αξιοπρεπές δωμάτιο, αλλά ο όσιος Ιωάννης αρνήθηκε λέγοντας ότι προτιμούσε να παραμείνει στη σκοτεινή γωνιά του στάβλου, όπου θα μπορούσε να δοξάζει καλύτερα τον Θεό. Κι έτσι έζησε με ευσέβεια για μερικά χρόνια. Όταν ασθένησε, ζήτησε να του φέρει ένας ιερέας τη θεία Κοινωνία. Ο ιερέας, όμως, φοβούμενος να τη μεταφέρει φανερά στο σπίτι ενός μουσουλμάνου, την έκρυψε μέσα σε ένα μήλο που πρόσφερε στον άγιο. Έτσι ο όσιος Ιωάννης μετέλαβε της αιώνιας ζωής και εκοιμήθη εν ειρήνη, για να αποκτήσει την ένδοξη και αναφαίρετη ελευθερία των τέκνων του Θεού, στις 27 Μαΐου του 1730.

Τρία χρόνια αργότερα, ένας γέροντας ιερέας και άλλοι χριστιανοί είδαν μέσα στη νύχτα μια πύρινη στήλη να καταβαίνει από τον ουρανό πάνω στον τάφο του αγίου. Άνοιξαν το μνήμα και βρήκαν το σκήνωμά του άθικτο να ευωδιάζει. Το μετέφεραν τότε με μεγάλη χαρά στον ναό του αγίου Γεωργίου και το κατέθεσαν σε μια λάρνακα κάτω από το θυσιαστήριο. Έκτοτε τα τίμια λείψανα επιτέλεσαν πολλά θαύματα προς όφελος των χριστιανών της Καππαδοκίας, αλλ’ ακόμη και μουσουλμάνων. Όταν τα στρατεύματα του Οσμάν Πασά λεηλάτησαν το χωριό το 1832, Τούρκοι στρατιώτες έριξαν τα λείψανα στη φωτιά. Αυτά, ωστόσο, παρέμειναν άκαυστα και ο όσιος εμφανίσθηκε μέσα στις φλόγες, απειλώντας τους ασεβείς στρατιώτες. Οι Τούρκοι παράτησαν έντρομοι τη λεία τους και τράπηκαν σε φυγή από το χωριό. Μια άλλη φορά, ο όσιος εμφανίσθηκε για να κρατήσει με τα δυο του χέρια τη σκεπή ενός ελληνικού σχολείου που κατέρρεε και έσωσε έτσι τα είκοσι παιδιά που βρίσκονταν μέσα.

Όταν οι Έλληνες εκδιώχθηκαν από τη Μικρά Ασία (1922), οι χριστιανοί από το Προκόπι πήραν μαζί τους τα άγια λείψανα ως τον μεγαλύτερο θησαυρό τους και τα μετέφεραν στην Εύβοια, στο χωριό Νέο Προκόπι. Έκτοτε τιμώνται ως πηγή ιαμάτων και ευλογίας για όσους προσέρχονται προς αυτά με θερμή πίστη.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),

Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Κυριακή του Παραλύτου Συναξάρι Πεντηκοσταρίου

Κυριακή του Παραλύτου 
Συναξάρι Πεντηκοσταρίου 
Την τέταρτη Κυριακή από το Πάσχα τελούμε τη μνήμη τού Παραλύτου και όπως ταιριάζει εορτάζουμε αυτό το μεγάλο θαύμα. 
Το θαύμα αυτό τοποθετήθηκε σ’ αυτή την ημέρα γιατί ο Χριστός το έκανε κατά τον καιρό που οι Εβραίοι εόρταζαν τη δική τους Πεντηκοστή. 
Όταν δηλαδή ο Κύριος ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα για την εορτή αυτή, πήγε στην Κολυμβήθρα που είχε πέντε καμάρες, και που την είχε κτίσει ο Σολομών. Αυτή ονομαζόταν Προβατική, διότι εκεί έπλεναν τα εντόσθια των προβάτων που θυσιάζονταν στον Ναό· ή πιθανόν (από το πρώτος - βαίνω) επειδή ο πρώτος που έμπαινε σ’ αυτήν όταν ο άγγελος, μια φορά το χρόνο, ανατάραζε το νερό, γινόταν υγιής. 
Βρήκε λοιπόν εκεί ο Κύριος έναν άνθρωπο κατάκοιτο τριάντα οκτώ χρόνια επειδή δεν είχε ποιον να τον βάλει στο νερό. (Από αυτό μαθαίνουμε πόσο καλό είναι η καρτερία και η υπομονή). Και επειδή έμελλε να δοθεί το Βάπτισμα που καθαρίζει κάθε αμαρτία, ο Θεός οικονόμησε στην Παλαιά Διαθήκη να γίνονται με νερό θαύματα, ώστε όταν έρθει το βάπτισμα, να γίνει εύκολα δεκτό. 
Πλησίασε λοιπόν ο Ιησούς αυτόν τον παράλυτο, που λεγόταν Ίαρος, και τον ρώτησε, και πήρε την απάντηση ότι δεν έχει κάποιο βοηθό. Και ο Χριστός, ξέροντας ότι είχε λιώσει τόσα χρόνια στην αρρώστια, του είπε: «Σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτα». 
Και αμέσως ο παράλυτος βρέθηκε υγιής, σήκωσε στους ώμους το κρεβάτι του –για να μη νομιστεί φαντασία το θαύμα– και πήγαινε στο σπίτι του. Ήταν όμως Σάββατο, και οι Ιουδαίοι τον εμπόδιζαν να περπατά, αλλ’ αυτός αποκρίθηκε ότι έτσι τον πρόσταξε εκείνος που τον θεράπευσε - γιατί δεν Τον γνώριζε, επειδή ο Ιησούς, καθώς μαζεύτηκε κόσμος, έφυγε και κρύφτηκε. 
Αργότερα ο Χριστός τον βρήκε στον Ναό και του είπε: «Πρόσεξε, έγινες υγιής, μην αμαρτάνεις πια, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο». 
Αυτό -λένε κάποιοι, αλλά όχι ορθά- το είπε ο Χριστός επειδή αυτός έμελλε να του δώσει ράπισμα μπροστά στον αρχιερέα Καϊάφα και να κληρονομήσει χειρότερο πειρασμό, να βασανίζεται στην αιώνια φωτιά όχι τριάντα οκτώ χρόνια αλλά για πάντα. Μάλλον όμως ο Κύριος με τα λόγια αυτά του έδειξε ότι από τις αμαρτίες του έπαθε την ασθένεια της παραλυσίας. 
(Ωστόσο οι αρρώστιες δεν προέρχονται όλες από αμαρτίες, αλλά και από φυσικά αίτια και από πολυφαγία και απροσεξία και πολλά άλλα). 
Όταν ο παράλυτος έμαθε ότι ο Ιησούς είναι αυτός που τόν θεράπευσε, το είπε στους Ιουδαίους, και εκείνοι για εκδίκηση ζητούσαν να θανατώσουν τον Χριστό διότι δήθεν κατέλυσε το Σάββατο. Αυτός τους έλεγε πολλά εξηγώντας ότι είναι θεάρεστο το να κάνει κανείς το καλό και κατά το Σάββατο, και ότι Αυτός είναι που έδωσε την εντολή του Σαββάτου, και είναι ίσος με τον Πατέρα, και όπως Εκείνος εργάζεται, έτσι και Αυτός εργάζεται. 
Το θαύμα του παραλύτου εορτάζεται αυτή την περίοδο διότι και αυτό έγινε την Πεντηκοστή, όπως και το της Σαμαρείτιδος και του τυφλού. Διότι τον Θωμά και τις Μυροφόρες τους εορτάζουμε προς βεβαίωση της Αναστάσεως του Χριστού, ενώ τα άλλα μέχρι την Ανάληψη διότι έγιναν τον καιρό της εβραϊκής Πεντηκοστής και τα μνημόνευσε ο ευαγγελιστής Ιωάννης. 
Με το άπειρο έλεός Σου, Χριστέ ο Θεός, ελέησέ μας. Αμήν.

Δημοφιλείς αναρτήσεις