Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΛΗΣ



ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΛΗΣ 
 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΗΣ


Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας θρήνος, ανώνυμου συγγραφέα, για την άλωση της Πόλης. Ο χρόνος της συγγραφής του τοποθετείται μετά το 1453. Είναι γραμμένο σε 118 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και σε γλώσσα απλή, όμως με κάποιους αρχαϊσμούς και ιδιωματικά στοιχεία.

Ο συγκεκριμένος θρήνος, που είναι αρκετά πρώιμος και με ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, αρχίζει με την αναγγελία της είδησης της Άλωσης μέσα από το διάλογο δύο πλοίων που συναντώνται «στα μέρη της Τενέδου». Ο διάλογος αυτός αναδεικνύει τη συμβολή του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα στην υπεράσπιση της Πόλης.

Στην αφήγηση από το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης περιλαμβάνονται τα λόγια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, που ζητά από τους Κρητικούς να του πάρουν το κεφάλι, ώστε να αποφύγει την εξευτελιστική θανάτωση από τους ίδιους τους Τούρκους. Κατόπιν ο ποιητής θρηνεί για τα τραγικά συμβάντα που έλαβαν χώρα στη Βασιλεύουσα, ενώ περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο τις λεηλασίες των Οθωμανών. Ακόμη, επικαλείται τον ουρανό και τη γη να αντιδράσουν στις ανομίες των κατακτητών.

Επίσης, γίνεται αναφορά στον Μέγα Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό, οι οποίοι ως ήλιοι έκαναν την Πόλη να λάμψει σαν τη σελήνη. Το ποίημα κλείνει με τη δυσοίωνη έλευση του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. Όπως φαίνεται, σε αντίθεση με τους άλλους θρήνους, εδώ απουσιάζει η ανάλυση των αιτιών της πτώσης της Πόλης και η αναφορά στη δυνατότητα απολύτρωσής της σε μελλοντικό χρόνο.
Τοιχογραφία με παράσταση της άλωσης της Πόλης, Μολδαβία, Ι. Μονή της Μολντοβίτσα, 16ος αι.

 

Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης

Θρήνος, κλαυμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τίς το ’πεν; Τίς το μήνυσε; Πότε ’λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-«Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»
-«Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα ǀ κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην∙
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμμέ μαντάτα φέρνω
κακά διά τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα:
Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην,
απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν».
-«Στάσου, καράβι, να χαρείς, πάλι να σε ρωτήσω:
Εκεί ’λαχε ο βασιλεύς, ο κύρης Κωνσταντίνος,
ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσά ανδρειωμένος,
ο πράγος, ο καλόλογος, η φήμη των Ρωμαίων;»
-«Εκεί ’λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιρασμένος.
Σαν είδεν τ’ άνομα σκυλιά κι εχάλασαν τους τοίχους
κι ετρέξασιν κι εμπήκασιν πεζοί και καβαλάροι
κι εκόπταν τους χριστιανούς ως χόρτο στο λιβάδιν,
βαριά βαριά ’ναστέναξεν μετά κλαυθμού και είπε:
«Ελέησον! Πράγμα το θωρούν τα δολερά μου μάτια!
Πώς έχω μάτια και θωρώ! Πώς έχω φως και βλέπω!
Πώς έχω νουν και πορπατώ στον άτυχον τον κόσμον!
Θωρώ, οι Τούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόλην
και τώρα αφανίζουσιν εμέν και τον λαόν μου».
Εβίγλισεν ο ταπεινός δεξιά και αριστερά του∙
θωρεί, φεύγουν οι Κρητικοί, φεύγουν οι Γενουβήσοι·
φεύγουσιν οι Βενέτικοι κι εκείνος απομένει.
Ελάλησεν ο ταπεινός με τα καμένα χείλη:
-«Εσείς, παιδιά μου, φεύγετε, πάτε να γλυτωθείτε∙
κι εμέναν πού μ’ αφήνετε, τον κακομοιρασμένο;
Αφήνετέ με στα σκυλιά κι εις του θεριού το στόμα.
Κόψετε το κεφάλιν μου, χριστιανοί Ρωμαίοι∙
επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην
να το ιδούν οι Κρητικοί, να καρδιοπονέσουν,
να δείρουσι τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα
και να με μακαρίσουσινǀ ότι ούλους τους αγάπουν∙
μηδέν με πιάσουν τα σκυλιά, μηδέν με κυριεύσουν·
– ότι ανελεήμονα των ασεβών τα σπλάχνα -,
μηδέν με πάν στον αμιρά , το σκύλον Μαχουμέτην,
με το θλιμμένον πρόσωπον, με τα θλιμμένα μάτια,
με την τρεμούραν την πολλήν, με τα καμένα χείλη·
και θέσει πόδαν άτακτο εις τον εμόν αυχένα·
– εις βασιλέως τράχηλον δεν πρέπει πους ανόμου -,
μη με ρωτήσ’ ο άνομος, να πει: “Πού ’ν’ ο Θεός σου;»,
να ρίσει ο σκύλος τα σκυλιά να με κακολογήσουν,
να παίξουσιν το στέμμα μου, να βρίσουν την τιμήν μου∙
απήν με βασανίσουσιν και τυραννίσουσίν με,
να κόψουν το κεφάλιν μου, να μπήξουν εις κοντάριν,
να σκίσουν την καρδία μου, να φαν τα σωτικά μου,
να πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τους
και να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου».
Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε
κι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη·
κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην
να πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τους
και να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου».
Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε
κι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη·
κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην
και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγεις.
Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλεις
να βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομιές να κάμνουν,
να ποίσου στάβλους εκκλησιές , να καίουν τας εικόνας,
να σχίζουν, να καταπατούν τα ’λόχρουσα βαγγέλια,
να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν,
να παίρνουσιν τ’ ασήμια τους και τα μαργαριτάρια
και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα
να καίουν, ν’ αφανίζουσιν, στην θάλασσα να ρίπτουν,
να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν των
και στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν.
Άρχοντες, αρκοντόπουλοι , αρχόντισσες μεγάλες,
ευγενικές και φρένιμες, ακριβαναθρεμμένες,
ανέγλυτες πανεύφημες , ύπανδρες και χηράδες
και καλογριές ευγενικές, παρθένες, ηγουμένες
– Άνεμος δεν τους έδιδε, ήλιος ουκ έβλεπέν τες,
εψάλλαν, ενεγνώθασι εις τ’ άγια μοναστήρια-
ηρπάγησαν ανηλεώς ως καταδικασμένες .
Πώς να τες πάρουν στην Τουρκιά, σκλάβες να πουληθούσιν
και να τες διασκορπίσουσιν Ανατολήν και Δύσην
γυμνές και ανυπόλυτες, δαρμένες, πεινασμένες,
να βλέπουν βούδια, πρόβατα, άλογα και βουβάλια,
παπίτσες, χήνες και έτερα <…>
και το βραδύ να μένουσιν με τους μουσουλουμάνους
και να τες μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια να γεννούσιν,
μουσουλουμάνοι να γενού και σκύλοι ματοπίνοι,
να πολεμούν χριστιανούς και να τους αφανίζουν!
Μην το πομένεις, ουρανέ, και, γη, μην το βαστάξεις∙
ήλιε, σκότασε το φως, σελήνη, μεν τους δώσεις .
Είπω και τίποτε μικρόν αλληγορίας λόγον:
Ήλιον τάξε νοητόν τον Μέγαν Κωνσταντίνο,
σελήνη επονόμασε την νέαν του την Πόλην·
μη σου φανεί παράξενο τούτον απού σου λέγω:
κόσμο μέγαν τον άνθρωπον Θεός επονομάζει,
ον έθετο εις τον μικρόν κόσμον, την πάσα κτίση .
Αυτός λοιπόν εκόσμησε ο Μέγας Κωνσταντίνος
την Πόλην την εξάκουστην, ήν βλέπεις και ακούεις,
καθώς την κλήσιν έλαβεν και την επωνυμίαν·
Ομοίως Ουστινιανός εκόσμησεν μεγάλως,
έκτισεν την Αγιάν Σοφιά, το θέαμαν το μέγα∙
παραπλησίον γέγονε Σιών της παναγίας .
Εκείνοι ήσαν ήλιος κι η Πόλη ’ν’ η σελήνη.
– χωρίς ηλίου πούποτε σελήνη ουδέν λάμπει -,
εκείνοι γαρ οι βασιλείς, οι ευσεβείς, οι θείοι ,
έλαμπον, εφωτίζασιν την παναγίαν Πόλην,
την Δύσην, την Ανατολήν, όλην την οικουμένην.
Όταν εις νουν αθυμηθώ της Πόλεως τα κάλλη,
στενάζω και οδύρομαι και τύπτω εις το στήθος,
κλαίω και χύνω δάκρυα μεθ’ οιμωγής και μόχθου .
Ο κόσμος της Αγιάς Σοφιάς, τα πέπλα της τραπέζας
της παναγίας, της σεπτής , τα καθιερωμένα
τα σκεύη τα πανάγια και πού να καταντήσαν;
Άρα έβλεπεν ο άγγελος, ως ήτον τεταγμένος,
όστις και έταξεν ποτέ του πάλαι νεανίσκου;
είπεν γαρ «ουκ εξέρχομαι έως ότου να έλθεις»;
Ο νεανίας έρχεται, ο άγγελος απήλθεν∙
ουχί εκείνος ο ποτέ παίδας των εκτητόρων,
αλλ’ άλλος παίδας έφθασε, πρόδρομος Αντιχρίστου,
και άγγελοι και άγιοι πλέον ου βοηθούσι.

cityculture.gr 
Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης 
Παναγιώτης Καμπάνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις