ΘΕΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟ∆ΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Μιὰ ἁγιορειτικὴ θεώρησι
῾Η πορεία πρὸς ᾿Εμμαοὺς καὶ ἡ συνοδοιπορία τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς δύο μαθητὲς εἶναι ἐν σμικρῷ μιὰ παρουσίασι τῆς ὅλης ἐπὶ γῆς πορείας Του.
Μιὰ στιγμὴ παρουσιάζεται δίπλα στὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα. Συνοδοιπορεῖ μαζί τους. Τοὺς ρωτᾶ τί συζητοῦν καὶ εἶναι σκυθρωποί. Προσποιεῖται ἄγνοια τῶν ὅσων συνέβησαν. ᾿Εκεῖνοι τοῦ ἀναφέρουν ὅλα τὰ γεγονότα γιὰ τὸν ᾿Ιησοῦ, γιὰ τὸ πάθος, τὴν ταφή Του καὶ τὸ ἄδοξο τέλος, ποὺ τοὺς ἔριξε μέσα στὴν ἀπόγνωσι, διότι, ὅπως εἶπαν: «ἡμεῖς ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ». Τώρα πιὰ τέλειωσε. ῎Εχουν περάσει τρεῖς μέρες ἀπὸ τότε ποὺ ἐτάφη. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ἐτάφη καὶ ἡ τελευταία μας ἐλπίδα.
Τότε ᾿Εκεῖνος ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ μὲ τὸν δικὸ Του τρόπο, νὰ ἐξηγῆ «ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ»· καὶ καταλήγει στὸ σημαντικότατο: «οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;» Τοὺς ἑρμηνεύει, τοὺς φωτίζει καὶ τοὺς πείθει ὅτι «ἔπρεπε» νὰ πάθη, ὅτι ὅλα πῆγαν καλά, «κατὰ τὸ γεγραμμένον».
Αὐτοὶ τὰ ἔχασαν. ῎Αρχισε νὰ ζεσταίνεται ἡ καρδιά τους καὶ νὰ φωτίζεται ὁ νοῦς τους. ῎Ενοιωσαν ὅτι αὐτὸς ὁ ξένος εἶναι πολὺ οἰκεῖος. ῾Ο λόγος του θεϊκός. ῾Απλώνει φῶς καὶ παρηγοριὰ μέσα στὴν ἀπελπισία τους.
῞Οταν πλησίαζαν στὴν πόλι ποὺ πήγαιναν, ᾿Εκεῖνος πάλι προσποιεῖται ὅτι προχωρεῖ «πορρωτέρω». Καὶ αὐτοὶ «παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν»· ∆ὲν γίνεται νὰ φύγης. ∆ὲν μποροῦμε νὰ χωρισθοῦμε ἀπὸ Σένα. ῎Ετσι ποὺ μᾶς ἄφησες νὰ τὰ ποῦμε ὅλα, ὅπως θέλομε, ὅπως τὰ ζούσαμε καὶ μᾶς βασάνιζαν· ἔτσι ποὺ μᾶς ἄκουσες· καὶ μᾶς μίλησες, σὰν νὰ εἶσαι Αὐτὸς ποὺ χρειαζόμαστε. ∆ὲν γίνεται διαφορετικά· ἢ θὰ ἔλθης μαζὶ μας ἢ θὰ ἔλθωμε μαζί σου. «Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς».
῎Ηδη, μετὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, μετὰ τὴν ἱερολογία τῆς μυήσεως, ἦσαν ἕτοιμοι νὰ προχωρήσουν καὶ στὴν ἱερουργία τῆς πράξεως. «Καὶ ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτοὺς ἔλαβε τὸν ἄρτον», τὸν εὐλόγησε, τὸν ἔκοψε καὶ τοὺς τὸν πρόσφερε. Τότε «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί» τους. Κατάλαβαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς. «Καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν». ∆ηλαδή, τότε φανερώθηκε μπροστά τους ἀληθινὰ ὡς Θεάνθρωπος ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν. Νικητὴς τοῦ θανάτου, τῆς ἀπελπισίας, τοῦ φόβου καὶ τοῦ χωρισμοῦ.
῍Αν θὰ ἔμενε -ἀφοῦ τὸν γνώρισαν- θὰ τὸν ἔχαναν. Θὰ τὸν περιόριζαν, θὰ τὸν ἐντόπιζαν. Θὰ τὸν ἔκλειναν μέσα στὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ αἴσθησι. Τώρα, μὲ τὸ νὰ γίνη ἄφαντος, Τὸν γνωρίζουν ὡς Θεάνθρωπο. ᾿Ανοίχθηκαν οἱ αἰσθήσεις τους. Ξέρουν ὅτι εἶναι πανταχοῦ. Πορεύονται σὺν Αὐτῷ «πορρωτέρω». Τοὺς ἀναλαμβάνει, τοὺς ὑψώνει σὲ ἐπίπεδο λειτουργικό, ὅπου ἑνώνεται τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἡ ἀπουσία καὶ ἡ παρουσία. Καταργοῦνται οἱ ἀποστάσεις. ∆ιαλύονται οἱ χωρισμοί. Καὶ τὰ πάντα ἑνώνονται ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως. Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐλογία καὶ ἡ συνέπεια τῆς σωτηρίου ἑνώσεως τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὴ μία ὑπόστασι τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, ποὺ συγκροτεῖ, συνέχει καὶ πλάθει τὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας. Καὶ τὴ ζωή, τὴν αἴσθησι καὶ τὴ συνείδησι κάθε πιστοῦ.
᾿Εὰν δὲν γινόταν ἄφαντος, δὲν θὰ «ἥνωνε τὰ τὸ πρίν διεστῶτα»( Βλ. γ΄ ᾠδὴ τοῦ Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τοῦ Μ. Σαββάτου.), ἤ θὰ τοὺς ἐνέπαιζε μὲ ἐντυπωσιασμοὺς πρόσκαιρους. Τί νόημα, ἄραγε, θὰ εἶχε αὐτοὶ ἐκεῖ νὰ τὸν ἔχουν γιὰ λίγο μαζί τους, καὶ νὰ λείπη ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο;
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ὅλη ἐπὶ γῆς πορεία καὶ διαγωγὴ τοῦ Κυρίου· κήρυγμά Του ἦταν ὅλη αὐτὴ ἡ διαγωγὴ καὶ πορεία Του. Γι᾿ αὐτό, ἀφοῦ ἔπαθε καὶ ἀνέστη, ἔμεινε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του σαράντα ἡμέρες. Καὶ ἀνελήφθη, ὅταν ἦσαν ἤδη ἕτοιμοι οἱ μαθητές, ὄχι μὲ ἀποδείξεις λογικές, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἁπλὴ εὐλογία, νὰ βεβαιωθοῦν καὶ νὰ στηριχτοῦν στὴν πίστι: «Βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου»(Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως.).
Τὰ πάντα τώρα, στὴν καινὴ κτίσι τῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι εὐλογία. Κάθε κίνησι λειτουργικὴ σὲ πείθει. Αὐτὸ ποὺ ἦλθε νὰ φέρη, εἶναι ἄλλη λογική, ἄλλη ζωὴ καὶ πολιτεία. ῟Ηλθε νὰ φέρη μιὰ ἄλλη σχέσι τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεό. Μιὰ ἄλλη σχέσι τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. ῏Ηλθε νὰ φέρη ἕνα «καθὼς» Τριαδικό, ἕνα «καθὼς» θεανθρώπινο.
«Καθὼς με ἠγάπησε ὁ Πατήρ κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς» Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς». Καί: «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν».
῾Υπάρχει μιὰ ἀνατροπὴ τῶν πάντων. ∆ὲν ἦλθα νὰ φέρω εἰρήνη, μὲ τὴν κοσμικὴ ἀντίληψι, ἀλλὰ ἦλθα νὰ φέρω μάχαιρα, ἦλθα νὰ διχάσω τὸν ἄνθρωπο. Καὶ «οἱ οἰκιακοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐχθροὶ αὐτοῦ ἔσονται». ῏Ηλθα νὰ σᾶς διαλύσω τὴν παραπλανητικὴ σας ἑνότητα. Καὶ ζητῶ ἀπὸ τὸν Πατέρα νὰ εἶσθε ἑνωμένοι, νὰ εἶσθε ἕν, καθώς «ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν», ὄχι μὲ ἄλλο τρόπο. Καλύτερα ἕνας πραγματικὸς χωρισμός, ἀπὸ μιὰ ψεύτικη, μὴ Τριαδικὴ ἑνότητα.
῏Ηλθα νὰ σᾶς δώσω ζωὴ ἀνώλεθρο. Νὰ σᾶς φέρω τὴν καινὴ πολιτεία. Νὰ σᾶς ἐλευθερώσω καὶ νὰ σᾶς ἑνώσω. Νὰ γεμίσω τὰ πάντα μὲ φῶς. Νὰ καταργηθῆ ἡ ἔχθρα. Νὰ καταργηθῆ ὁ θάνατος. Νὰ μὴ φοβᾶσθε τίποτε. Νὰ γίνουν τὰ πάντα γιὰ σᾶς, καὶ τὰ φρικτὰ καὶ τὰ ἀποτρόπαια, εὐλογία.
῏Ηλθα ὡς ὁ ᾿Εμμανουὴλ (ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν). Καὶ ἐπειδὴ θέλω νὰ μείνω -καὶ θὰ μείνω ἀληθινὰ μαζί σας-, γι᾿ αὐτό, φεύγω. Φεύγω καὶ μένω. Γιατί, ἐὰν δὲν φύγω, θὰ μὲ χάσετε· θὰ μὲ γνωρίζετε κοσμικά. Θὰ μὲ ἀντιλαμβάνεσθε ἀνθρώπινα, μὲ τὴ δική σας σχετικὴ ἄποψι. ᾿Εὰν θὰ φύγω, θὰ πονέσετε, θὰ κλαύσετε, θὰ θρηνήσετε· ἀλλὰ ἡ λύπη σας θὰ μετατραπῆ σὲ χαρά.
Σᾶς συμφέρει νὰ φύγω, σᾶς συμφέρει νὰ κλαύσετε. ᾿Εὰν «ἔδει παθεῖν τὸν Χριστόν», πόσο μᾶλλον ἐσεῖς πρέπει νὰ πονέσετε γιὰ νὰ μπῆτε στὸν παράδεισο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης! ῍Αν δὲν φύγω, δὲν θὰ ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, δηλαδὴ δὲν θὰ ἔλθω ἐγὼ ἀληθινά. ∆ὲν θὰ μὲ γνωρίζετε διὰ τῆς ἀγνοίας. ∆ὲν θὰ μὲ βλέπετε διὰ τῆς ἀορασίας. ᾿Εὰν φύγω, θὰ σᾶς στείλω τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον. Καὶ ᾿Εκεῖνο θὰ σᾶς διδάξη τὰ πάντα (τὰ παρελθόντα καὶ μέλλοντα). ∆ιὰ τοῦ Πνεύματος θὰ μὲ γνωρίσετε καὶ θὰ μὲ ἔχετε μαζί σας ἀληθινά.
∆ὲν θέλω νὰ σᾶς ἀφήσω μόνους (ὀρφανοὺς ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ ξένους ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο), γιὰ νὰ αὐτοσχεδιάζετε. Νὰ πέφτετε σὲ φαύλους κύκλους, ἐμπαιζόμενοι ἀπὸ πεπλανημένα σχήματα, θεολογίες καὶ θεσμούς. Θέλω νὰ εἶστε καὶ νὰ γίνεσθε ὅμοιοι μὲ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο «ὅπου θέλει πνεῖ». Νὰ εἶστε οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἐλεύθερα θὰ παραδίδετε τὸν ἑαυτό σας στὴ θεία βουλή. Καὶ τελικὰ δὲν θὰ εἶστε ἐσεῖς, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα, ποὺ θὰ ἐνεργῆ καὶ θὰ μιλᾶ σὲ κάθε δύσκολη στιγμή. Γι᾿ αὐτό, θέλω, στὴ θεία Λειτουργία τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου, νὰ μὲ γνωρίζετε καὶ νὰ εἶμαι «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος» (Εὐχὴ τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου). Καὶ τὸν θεσμὸν ὅλον τῆς ᾿Εκκλησίας νὰ μὴ τὸν διοργανώνη ἡ κοσμικὴ καὶ στενὴ λογική σας, ἀλλὰ νὰ τὸν συγκροτῆ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον (Βλ. στιχηρὸ ἰδιόμελο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς) .
῏Ηλθα νὰ σᾶς κάμω κοινωνοὺς τῆς Τριαδικῆς θείας ζωῆς. ῏Ηλθα νὰ σᾶς κάμω πρόσωπα, θεοὺς κατὰ χάριν. ῾Ο κάθε ἕνας δὲν εἶναι τμῆμα μιᾶς κατασκευῆς. Οὔτε ὑπάλληλος κάποιας ἐπιχειρήσεως, ἔστω πνευματικῆς. ῍Η ἕρμαιο τῶν ἀτομικῶν του ἀπόψεων καὶ φαντασιώσεων. Εἶστε μέλη ἑνὸς σώματος, ὄχι σώματος σαρκικοῦ. Εἶστε μέλη μιᾶς κοινότητος, ποὺ τὸ καθένα δὲν εἶναι μόνο τμῆμα τοῦ ὅλου, οὔτε ἁπλῶς βοηθεῖ τὸ ἕνα μέλος τὸ ἄλλο, ἀλλὰ τὸ καθένα ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλο, καὶ τὸ ὅλο εἶναι ἀναπαλλοτρίωτο μέρος τοῦ καθενός.
῾Ο Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κάθε ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀγαπᾶ τὴν οἰκουμένη· ἀγαπᾶ τὸν καθένα, ὡς ἐὰν ἦτο αὐτὸς μόνος στὸν κόσμο.
Καὶ ἡ ᾿Εκκλησία γεννᾶ τὸν κάθε πιστὸ «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος», ὡς ἐὰν εἶχε ἀποστολὴ νὰ ἔχη μόνον αὐτὸν τὸν πιστὸ ὡς μονογενὲς τέκνον.
Γι᾿ αὐτό, ἐπειδὴ ἔχομε τὰ πρόσωπα, ποὺ τὸ καθένα ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλο μυστήριο, ἔχομε «τὴν ᾿Εκκλησία τῶν πρωτοτόκων». ῞Ολοι πρωτότοκοι. ῞Ολοι μοναδικοί, μὲ δικό τους ἀνεπανάληπτο ὄνομα καὶ πρόσωπο ὁ καθένας.
Τρέφεσθε ἀπὸ τὸν ἄρτον τὸν «μελιζόμενον καὶ μὴ διαιρούμενον». Ζωογονεῖσθε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, «τὸ ἀπαθῶς μεριζόμενον καὶ ὁλοσχερῶς μετεχόμενον».
῎Ετσι θὰ καταλάβετε γιατὶ παρεκάλεσα νὰ εἶστε ἑνωμένοι οἱ πιστοί, ὄχι μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, ἀλλὰ «καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας... καὶ ἠγάπησας αὐτούς, καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας».
῾Η ᾿Εκκλησία ὑπάρχει ὡς διαρκὴς θεοφάνεια. ᾿Εὰν «ὁ ἑωρακὼς τὸν Υἱὸν ἑώρακε τὸν Πατέρα», καὶ ὁ ἑωρακὼς τὸν θεσμὸν τῆς ᾿Εκκλησίας ἑώρακε τὸν ἀοράτως μεθ᾿ ἡμῶν ὄντα Θεάνθρωπον Κύριον καὶ τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα.
∆ὲν ὑπάρχει μὲ ἄλλο τρόπο ἡ ᾿Εκκλησία, καὶ μὲ ἄλλο τρόπο διδάσκει ἢ θεολογεῖ. ῾Ο Τριαδικὸς τρόπος ὑπάρξεως συνιστᾶ τὸ μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἀποτελεῖ τὸ σαφὲς κήρυγμα ποὺ πείθει τὸν ἄνθρωπο ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν κόσμο, καθὼς ἠγάπησε καὶ ἀγαπᾶ τὸν Υἱόν. Καὶ αὐτὴ ἡ αἴσθησι τῆς θεϊκῆς ἀγάπης ποὺ παρέχει ἐλευθερία ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο καὶ φυσιολογικὸ κλίμα μέσα στὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθῆ ὁ ἄνθρωπος.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πιστεύει ὁ ἄνθρωπος, ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, γιατὶ ζῆ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἕνα σῶμα καὶ ἕνα πνεῦμα μὲ τὸν Θεάνθρωπο. ῎Εχει ὀργανικὴ σχέσι μαζί Του, ὅπως τὸ κλῆμα μὲ τὴν ἄμπελο.
῍Αν μὲ κοσμικὸ τρόπο διοργανώνωμε τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ μὲ πνευματικὸ -νομίζομε- τρόπο κηρύττωμε τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τὰ δύο (θεσμὸς καὶ χάρισμα) πάσχουν καὶ εἶναι ἀμφιβόλου γνησιότητος.
«Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθε, ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά». ∆ὲν μπορεῖ μὲ παλαιό, κοσμικὸ τρόπο νὰ βιοῦνται καὶ νὰ κηρύττωνται τὰ καινά, τὰ ὁποῖα πείθουν δι᾿ ὅλωντῶν τρόπων τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς συμπεριφορᾶς τους. Καὶ οὔτε εἶναι δυνατὸν μὲ αὐθαιρεσίες ἀτομικῶν ψευδαισθήσεων, ὡς δῆθεν χαρισματικῶν ἐμπνεύσεων, νὰ φανερώνεται τὸ ἀμετακίνητο τῆς πίστεως.
῎Ετσι, τὸ κάθε τι στὴν ᾿Εκκλησία φανερώνει τὸ Τριαδικὸ καθώς. Καὶ ἰδιαίτερα, ἡ εὐχαριστιακὴ ἱερουργία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι ἕνα χάρισμα, μιὰ δωρεὰ ἐκ τοῦ Πατρός, διὰ τοῦ Υἱοῦ, συνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος.
᾿Εὰν σωθῆ τὸ Τριαδικὸ «καθώς», σώζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπο ἐν κοινωνίᾳ. Καὶ ἐὰν σώζωμε καὶ ζοῦμε τὸ «καθὼς» τὸ θεανθρώπινο, τότε τὸ «ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως» τῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ συνελθουσῶν φύσεων διατηρεῖται καὶ ἐπεκτείνεται ὡς εὐλογία στὴν ἑνότητα ἀληθείας καὶ ζωῆς, θεσμοῦ καὶ χάριτος, νόμου καὶ ἐλευθερίας. Περιχωροῦνται ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως τὰ φαινομενικῶς ἀντίθετα. Καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν περιχώρησι διακρίνομε τὴν πανταχοῦ καὶ μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος διαρκὴ παρουσία τοῦ Θεανθρώπου, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ πορεύεται ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ στὸν ἀγρὸ τῆς ἱστορίας. Καὶ συμπορεύεται μὲ κάθε ἀγωνιῶντα, ἐρευνῶντα καὶ ἀπελπιζόμενο. ῎Οχι γιὰ νὰ τοῦ δώση μαγικὲς λύσεις, ὡς ναρκωτικὸ ψευδαισθήσεων, ἀλλὰ νὰ τοῦ ἀνοίξη τὰ μάτια, νὰ τοῦ χαρίση τὶς αἰσθήσεις, νὰ γίνη μιὰ αἴσθησι, γιὰ νὰ δῆ καὶ νὰ μάθη τὴν καινὴ πολιτεία καὶ θεολογία, ποὺ ἀνάγει στὸν οὐρανὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ κατάγει στὴ γῆ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο, καὶ βάζει τὴν Τριαδικὴ ζύμη μέσα στὸ γεῶδες ἡμῶν φύραμα.
῞Ολα σὲ πείθουν μέσα στὴν ᾿Εκκλησία, σὲ ἀναπαύουν, γιατὶ σοῦ κοινοποιοῦν τὴν τελικὴ συμφιλίωσι, ποὺ εἶναι ἡ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἀλήθεια καὶ ἐνέργεια τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Κάθε στιγμὴ καὶ μὲ κάθε ἐκδήλωσι σοῦ προσφέρεται ἀφώνως τὸ σύνολο· τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο, τὸ σημερινὸ καὶ τὸ ἀτελεύτητο. ῞Οταν ὁ Κύριος συγχωρῆ τὶς ἁμαρτίες, χαρίζει καὶ τὴ σωματικὴ ὑγεία στὸν παραλυτικό. Καὶ γιὰ νὰ δείξη ὅτι ἔχει «ἐξουσίαν ἀφιέναι ἁμαρτίας, λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου».
Τὰ πάντα πάντοτε συλλειτουργοῦν θεανθρωπίνως. Βρίσκεις τὴ ζεστασιὰ τῆς συντροφιᾶς στὴν ἔρημο τῆς ἀσκήσεως. Καὶ ζώντας ἐν ἀγάπῃ μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σου αἰσθάνεσαι στὴν ἐλευθερία τῆς ἀναχωρήσεως.
῞Οταν μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν θεανθρώπινο κόσμο λές «ὑπακοή», καταλάμπεσαι ἀπὸ τὴ χάρι τῆς ἐλευθερίας, στὴν ὁποία ὁδηγεῖσαι.
῞Οταν λές «ἀναχώρησι καὶ κατὰ μόνας παραμονή», ζῆς τὴν πραγμάτωσι τῆς ἀχράντου κοινωνίας καὶ συμβιώσεως μὲ ὅλους.
῞Οταν σκεφθῆς τὴ Μεγάλη Παρασκευή, μεταφέρεσαι στὸν βαθὺ ὄρθρο, ποὺ ὑποφώσκει τὸ φῶς τῆς ᾿Αναστάσεως.
Καὶ ὅταν σκεφτῆς τὸν θάνατο, ἐξάπτεται χαρὰ ἐν τῇ καρδίᾳ σου, κατὰ τὸν ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ.
῾Ο θεσμὸς τῆς ᾿Εκκλησίας δὲν εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλὰ θεανθρώπινο καθίδρυμα. Καὶ ὁ τρόπος ποὺ λειτουργεῖ εἶναι μιὰ πιστοποίησι καὶ φανέρωσι τῆς διαρκοῦς μεθ᾿ ἡμῶν παρουσίας τοῦ Κυρίου.
Οἱ ἀνθρώπινοι καὶ κοσμικοὶ θεσμοὶ (ἢ οἱ πνευματικοὶ θεσμοὶ ποὺ διοργανώνονται μὲ κοσμικὸ τρόπο) ἔχουν ὡς σκοπὸ νὰ προωθήσουν τὰ σχέδια τῶν ὑπευθύνων τους. Νὰ αὐξήσουν τὴ δύναμι καὶ ἐπιρροή τους. Νὰ ἐπιβάλλουν τὴ θέλησί τους καὶ νὰ ὑποδουλώσουν, ὅσο γίνεται, περισσότερους· ἴσως καὶ μὲ τὸν σκοπὸ νὰ τοὺς σώσουν. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ σκέφτονται μηχανικὰ εἶναι ἱκανοὶ νὰ φανταστοῦν καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μὲ καταργημένη τὴν ἐλευθερία, δηλαδὴ μὲ καταργημένο τὸν ἄνθρωπο.
Σ᾿ αὐτοὺς τοὺς θεσμούς, ποὺ λειτουργοῦν μὲ κοσμικὸ τρόπο, σὰν μηχανές, ὁ ἄνθρωπος ἢ ὑποτάσσεται καὶ καταντᾶ ἄβουλο ὄν, ὡς μισθοφόρος ἢ ἐξάρτημα μηχανῆς. ῍Η ἀντιδρᾶ διασπαστικά. ᾿Αποχωρίζεται ἀπὸ τὸν θεσμό. Καὶ δεσμεύεται στὸν ἀτομικό του λογισμό, ρυθμίζοντας μ᾿ αὐτὸν τὴ ζωὴ του καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἴσως τὸν ἀκολουθοῦν.
᾿Αλλὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάση τὴν ἑνότητά του μὲ τὴν ᾿Εκκλησία, ποὺ συγκροτεῖται διὰ τοῦ Τριαδικοῦ «καθώς», χάνει τὴν ἐλευθερία του. Γιατὶ χάνει τὸν ἑαυτὸ του τὸν ἀληθινό, ποὺ εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Κανεὶς θεσμὸς ἀνθρώπινος, οὔτε καὶ ἂν ὀνομάζεται ἐκκλησιαστικός, δὲν μπορεῖ νὰ χωρέση, νὰ ἀνεχθῆ καὶ νὰ ἱκανοποιήση τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μέσα του, ἐπιποθεῖ τὸ «πορρωτέρω», τὴν ἐπέκτασι, τὸν Χριστό. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναπαυθῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ καμμιὰ ὑπόσχεσι ἢ ἐνδοκοσμικὴ προοπτική, γιατὶ διψᾶ τὸ ἀσύλληπτο καὶ ἀνθρωπίνως ἀνέφικτο. Λέει ὅλη του ἡ ὕπαρξι «ὄχι» στὸν κοσμικὰ ὀργανωμένο θεσμό, ποὺ θέλει δῆθεν νὰ τὸν χειραγωγήση στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας.
Γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καλὸς πνευματικὸς θεσμός, ποὺ λειτουργεῖ μηχανικά, εἶναι μόνο ὁ ἑτοιμόρροπος, ὁ διαλυμένος καὶ ἀνύπαρκτος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, ποὺ τὰ ξέρει ὅλα αὐτά, ἦλθε καὶ διέλυσε τὶς φυλακές. Κατέστρεψε τὴν ἀπάτη. ᾿Ανέτρεψε τὶς τράπεζες τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὶς καθέδρες τῶν ἐμπόρων, ποὺ μετέτρεψαν τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ σὲ οἶκο ἐμπορίου. Μᾶς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου. Καὶ μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν ῞Αδη «μοχλοὶ συνετρίβησαν, ἐθλάσθησαν πύλαι, μνήματα ἠνοίχθησαν, νεκροὶ ἀνίσταντο» (Ἀπόστιχο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Μ. Παρασκευῆς).
Καὶ βγῆκαν ὅλοι οἱ νεκροὶ ἔξω, στὸ φῶς. «Καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι». Καὶ συνεκρότησε τὴν ᾿Εκκλησία, ποὺ δὲν εἶναι φυλακὴ (ἔστω μὲ χρυσὰ κάγκελα), ἀλλὰ εἶναι ἐλευθερία, καὶ κραταιὰ ὡς ὁ θάνατος ἀγάπη. Καὶ εἶναι ἡ μήτρα μιᾶς ἄλλης μάνας, εὐρυχωροτέρας τῶν οὐρανῶν, ποὺ γεννᾶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ εἴμαστε παιδιὰ τῆς ἐλευθέρας, παιδιὰ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ τὴν κερδίζομε μὲ τὴν ὑπακοὴ στὴν ᾿Αλήθεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ᾿Αγάπη.
Καὶ ἐὰν οἱ ἄνθρώπινοι θεσμοὶ φοβοῦνται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν κουτσουρεύουν ἢ τὴν καταργοῦν, ὁ θεσμὸς τῆς ᾿Εκκλησίας γεννᾶ τοὺς ἐλευθέρους ἐν Πνεύματι ἀνθρώπους. Καὶ ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς ᾿Εκκλησίας τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο «ὅπου θέλει πνεῖ καὶ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει. Οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος».
Καὶ τὸ ἀπροσδιόριστο τῆς ἐλευθερίας, ποὺ ἰσορροπεῖ διὰ τῆς ἀγάπης τῶν ἐν Τριαδικῇ κοινωνίᾳ προσώπων, εἶναι ἡ πέτρα τῆς πίστεως.
Οἱ ῞Αγιοι δὲν εἶναι φύλακες νόμου, ἀλλὰ νομοθέτες, κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο. ῾Ο θεσμὸς τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι χαρισματικός, καὶ τὰ χαρίσματα τῶν ῾Αγίων λειτουργοῦν ὡς θεσμοὶ καθοδηγητικοὶ γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν χαρισματοῦχοι, ἀλλὰ γίνονται, γεννῶνται διαρκῶς. ∆ὲν πῆραν κάποτε ἕνα χάρισμα ὡς ἰδιότητα στατική, ἀλλὰ δέχονται μιὰ εὐλογία ποὺ τοὺς χαρίζεται διαρκῶς. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀληθινὰ συνειδητοποιοῦν τὴν ἔσχατη ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Βλέπουν ὅλους τοὺς ἄλλους καλοὺς καὶ καθαρούς. Θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους «ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως». ῎Εχουν τὴ χάρι τῆς τρεμάμενης συντριβῆς τοῦ ταπεινοῦ, τοῦ ἐξουθενημένου. Καί, σὰν σφουγγάρι, ρουφοῦν τὴ Χάρι. ∆έχονται τὰ χαρίσματα τῆς ἔσωθεν ἀναπαύσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ. ∆ὲν τὰ θεωροῦν δικά τους κατορθώματα οὔτε ἀξιοποιήσιμες δυνατότητες, γιὰ νὰ αὐξήσουν τὸ κύρος τους ὑποτιμώντας τοὺς ἄλλους.
᾿Εκπλήσσονται ἀπὸ τὴν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐθορμήτως τὰ ἀποδίδουν, τὰ ἐπιστρέφουν ἀμέσως στὸν ∆ωρεοδότη. Καὶ αὐτὸ τοὺς καθιστᾶ ἄξιους νὰ δέχωνται συνέχεια νέα χαρίσματα, μεγαλύτερα, πάναγνα, πνευματικά, εὐλογοῦντα τὰ σύμπαντα. Καὶ αὐτοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ μὴν ἔχουν καμμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. ῎Εχουν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν Θεό.
Καὶ μόλις φανῆ ὅτι ὁ κόσμος τοὺς τιμᾶ, παραξενεύονται, δυσανασχετοῦν, συστέλλονται. Καὶ κρύβονται, εἴτε στὴν ἔρημο εἴτε πίσω ἀπὸ τὸ παραπέτασμα κάποιας πλαστῆς μωρίας καὶ σαλότητος. Καὶ ἡσυχάζουν. Ζοῦν, παρακολουθοῦν καὶ συμβάλλουν στὴν κυκλοφορία τοῦ αἵματος καὶ τῆς Χάριτος μέσα στὸ σῶμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος.
Οἱ κεχαριτωμένοι δὲν θέλουν νὰ ἔχουν ἐξωτερικὰ χαρίσματα, ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ μὴ γνωρίζωνται ὡς σημειοφόροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ κρυπτῶς ἐν ἑαυτοῖς δὲν θέλουν τὰ ἐμφανῆ χαρίσματα. Θέλουν καλύτερα νὰ ἔχουν τὴν ἐσωτερικὴ συντριβὴ τοῦ ταπεινοῦ καὶ ἐξουθενημένου, ποὺ ἕλκει ἀέναα τὴ χάρι τοῦ Πνεύματος. Θέλουν νὰ ἔχουν μυστικὰ τὸ ἀκατάπαυστο ἐσωτερικὸ δάκρυ, ποὺ φέρνει τὴν παράκλησι. Καὶ τοὺς καθιστᾶ χώρα τοῦ Ἀχωρήτου.
῎Ετσι, τοὺς ἀληθινὰ ταπεινούς καὶ κεχαριτωμένους δὲν τοὺς γνωρίζεις μὲ τὴν κοσμική σου αἴσθησι. Σοῦ ξεφεύγουν, γιατὶ εἶναι «ὡς ἄνθρωποι μὴ ἐλθόντες εἰς τὸ εἶναι». Αἰσθάνεσαι ὅμως τὴν εὐωδία τῆς χάριτος καὶ τὴ θέρμη τῆς παρουσίας τους μὲ τὸ νὰ ἔχουν φτάσει στὴν εὐρυχωρία τῆς ἀπουσίας καὶ «ἀνυπαρξίας» διὰ τῆς ὁλικῆς τους προσφορᾶς ἐξ ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Γι᾿ αὐτό, οἱ γνήσιοι, καθ᾿ ὁμοιότητα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, φανερώνονται εὐκρινέστερα, ὅταν φύγουν, ὅταν μεταστοῦν πρὸς Κύριον.
῞Ενας χαρισματοῦχος ἱερομόναχος, ἐξομολόγος, ἔζησε στὶς μέρες μας. Τὸν εἶχε προικίσει ὁ Θεὸς μὲ ἕνα θαυμαστὸ χάρισμα πνευματικῆς διακρίσεως. Γνώριζε τί συμβαίνει στὴν ψυχὴ τοῦ ἐξομολογουμένου. ῎Εβλεπε ὅλη του τὴ ζωή, ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε μέχρι τὴ στιγμὴ τῆς ἐξομολογήσεώς του. ῎Εβλεπε τὸν τόπο ποὺ ἔζησε· καὶ τὴν πνευματικὴ κατάστασι ὅλων τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας του. Στὴν ἐμφάνισι καὶ τὴ συμπεριφορὰ του ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἁπλὸς καὶ συνηθισμένος, χωρὶς καμμιὰ ἰδιαίτερη λάμψι· ἦταν ἕνας κεκρυμμένος θησαυρός. Τὸ χάρισμα ποὺ εἶχε τὸ χρησιμοποιοῦσε διακριτικὰ καὶ ἀθόρυβα, μόνον ὅταν χρειαζόταν νὰ βοηθήση κάποιον. Νὰ τοῦ δώση θάρρος στὸν ἀγώνα του, νὰ τοῦ πῆ πόσο ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ.
Τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴ ζωὴ τούτη ἦταν μιὰ πνοὴ Θεοῦ. ῞Ενα παιδικό, ἀγγελικὸ χαμόγελο, ποὺ χαροποιοῦσε καὶ συμφιλίωνε ὅλους. ῞Οταν πλησίασε τὸ τέλος του, τὸ προγνώρισε. Καὶ ἔδωσε παραγγελία στὰ πνευματικά του τέκνα νὰ ψάλουν τὸ ἐξόδιόν του μόνο μὲ τοὺς πατέρες τῆς Σκήτης. Καὶ μετὰ τὴν ταφή του νὰ κοινοποιήσουν στοὺς πολλοὺς τὴν κοίμησί του. Γιὰ τὴν ἐκταφή του, παρήγγειλε στὰ πνευματικά του πάλι τέκνα νὰ τὴν κάμουν μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια μόνοι τους. Νὰ πάρουν τὰ ὀστᾶ του καὶ νὰ τὰ μεταφέρουν στὸ δάσος τῆς Κερασιᾶς (πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ ῎Αθωνα), καὶ νὰ τὰ κρύψουν σ᾿ ἕνα μέρος, ποὺ οὔτε οἱ ἴδιοι νὰ ξέρουν ποῦ βρίσκεται.
῎Ετσι κι ἔγινε. ῎Εφυγε. Χάσαμε ἐν σαρκὶ τὸν πατέρα τῆς ᾿Αγάπης. ᾿Αλλὰ τώρα πιὸ ζωογόνα φανερώνεται ἡ χάρις του νὰ πνέη καὶ νὰ φωτίζη παρακλητικὰ ὅλον τὸν κόσμο ποὺ ἀγάπησε. ᾿Εὰν κάποιος δὲν μπορῆ νὰ σηκώση μεγάλους πειρασμούς καὶ δοκιμασίες, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῆ καὶ νὰ σηκώση μεγάλα χαρίσματα
Γνώρισα ἕνα μοναχὸ ποὺ εἶχε περάσει τόσο τραγικές δοκιμασίες. Καὶ ἔλεγε κάποτε: «Ξέρεις τί σημαίνει νὰ αἰσθάνεσαι σὲ τέτοιο βαθμὸ ἐξουθενωμένος καὶ συντετριμμένος, ποὺ νὰ ζητᾶς νὰ σὲ ἐλεήσουν καὶ τὰ ἴδια τὰ μηρμύγκια;» Αὐτὸς βρῆκε τὴν παράκλησι τοῦ Πνεύματος, τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Καὶ εἶχε ἐμποτισθῆ ἔκτοτε μὲ τέτοια εὐαισθησία, ποὺ ἡ παρουσία του, ὁ λόγος ἢ τὸ χαμόγελό του μόνο, ἦταν βάλσαμο παρακλήσεως γιὰ κάθε πονεμένο.
᾿Εὰν σφραγισθῆς μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς εὑρέσεως διὰ τῆς ἀπωλείας· ἐὰν τὰ χάσης ὅλα καὶ κείτεσαι ὡς ἀνενέργητος νεκρός, ὥστε καὶ σὺ νὰ τὸ νοιώθης καὶ οἱ πολλοὶ νὰ νομίζουν ὅτι εἶσαι νεκρός· καὶ ἐὰν ζήσης τὸ γεγονὸς τοῦ νὰ σὲ τραβᾶ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ σὲ ἀνιστᾶ Αὐτὸς ποὺ εἶναι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή»· τότε ὅλα ἀλλάζουν μέσα καὶ γύρω σου. ῾Ο λόγος σου (χωρίς νὰ τὸ θέλης) μεταγγίζει παρηγοριά. ῾Η σιωπή σου μιλᾶ γιὰ τὸν Θεό. Καὶ ὅλη ἡ δημιουργία σὲ περιβάλλει μὲ στοργή.
᾿Εὰν αἰσθάνεσαι τὴν ὕπαρξι κάποιου χαρίσματος καὶ δὲν τὸ ἀποδώσης ἔσωθεν στὸν δωρεοδότη Θεό· ἐὰν προσπαθήσης νὰ τὸ οἰκειοποιηθῆς καὶ νὰ τὸ προβάλης (ἐμπορευόμενός το) συνειδητὰ ἤ ἀσυνείδητα, τὸ ἔχασες, γιατὶ τὸ ἐμόλυνες.
Τὸ χάρισμα σώζεται χαριζόμενο. ᾿Ενῶ μολύνεται καὶ χάνεται σφετεριζόμενο, θεωρούμενο ἀτομικὸ κατόρθωμα. Μοιάζει μὲ τὸ μάννα τῆς ἐρήμου, πού, ἐὰν τὸ κρατοῦσε κάποιος γιὰ ἄλλες μέρες, τότε χάλαγε, δὲν τρωγόταν· γιατὶ ἔπρεπε νὰ ἔχης ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸ παίρνης κάθε μέρα καινούργιο ἀπ᾿ Αὐτόν.
Οἱ ψεύτικοι χαρισματοῦχοι οἰκειοποιοῦνται τὰ κατὰ φαντασίαν χαρίσματά τους. ᾿Επαίρονται γι᾿ αὐτά. Φροντίζουν γιὰ τὴν προβολὴ καὶ «ἀξιοποίησί» τους. ∆ημιουργοῦν ὁμάδες καὶ κλειστοὺς κύκλους ὀπαδῶν ἀπὸ παρόμοια μ᾿ αὐτοὺς ἄτομα, ποὺ ρέπουν πρὸς τὴν πλάνη, τὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεσι. Στηρίζονται στὸν ἑαυτό τους, καὶ ὄχι στὴ χάρι τῆς ᾿Εκκλησίας. Οἱ ὀπαδοί τους μὲ φορτικότητα διαφημίζουν τὶς ἀρετές τῶν ἀρχηγῶν τους, γιὰ νὰ ἀγρεύσουν ὀπαδούς καὶ νὰ αὐτοδιαφημιστοῦν ὡς μαθητές τέτοιων διακεκριμένων δασκάλων. ῾Η νοσηρή τους εὐσεβοφάνεια καὶ προσποίησι διακρίνεται ἀπὸ μακριά, γιατὶ εἶναι κοινὸ σύμπτωμα τῆς ἀρρώστιας αὐτῆς παντοῦ καὶ πάντοτε μέσα στὴν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αργὰ ἢ γρήγορα ὅμως φανερώνεται πόση ἀλήθεια εἶχαν οἱ προφητεῖες τους καὶ πόση σοβαρότητα οἱ διαφημιζόμενες ἀρετές τους.
᾿Εν ἀντιθέσει μὲ τοὺς πλανεμένους, ποὺ ἔχουν ἐντυπωσιασθῆ ἀπὸ τὴν πνευματική τους ἀνωτερότητα, τὴν ὁποία θέλουν πάσῃ θυσία νὰ διασώσουν καὶ νὰ προβάλουν, ὑπάρχουν οἱ ἀληθινὰ ταπεινοὶ καὶ κεχαριτωμένοι, ποὺ τρέφονται καὶ ἀναπτύσσονται πνευματικὰ μέσα στὴν ᾿Εκκλησία, ζῶντες «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Αὐτοὶ δὲν ὑπολογίζουν τὸν ἑαυτό τους. Τὸν θεωροῦν ἕνα σκουπίδι, «πάντων περίψημα ἕως ἄρτι». Γι᾿ αὐτό, δέχονται χαρίσματα, ποὺ τὰ κρατοῦν ἀδιάφθορα καὶ τὰ διατηροῦν, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουν. Φροντίζουν μὲ μιὰ παιδικὴ καί, ταυτόχρονα, θεϊκὴ τρυφερότητα τοὺς ἄλλους. Εἶναι ἡ δόξα τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἡ παρηγοριὰ ὅλου τοῦ κόσμου.
῞Οπως ὁ Θεὸς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»· καὶ αὐτοὶ δὲν χωρίζουν δικαίους ἀπὸ ἀδίκους. ῞Ολους τοὺς θεωροῦν δικαίους καὶ καθαρούς. ∆ὲν θεωροῦν ἄλλους δικούς τους, καλούς, καὶ ἄλλους ξένους. Πιὸ πολὺ θεωροῦν δικούς τους καὶ οἰκείους τοὺς ξένους, τοὺς χαμένους καὶ βασανισμένους, γιατὶ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους τὸν θεωροῦν χαμένο καὶ ἀνάξιο.
Μιμοῦνται ἀληθινὰ τὸν Καλὸν Ποιμένα, ποὺ ἦλθε «ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός». Οὐδέποτε σκέφτηκαν ὅτι ἔχουν κανένα χάρισμα. Πάντοτε βλέπουν τὸν ἑαυτό τους ὁλοκληρωτικὰ ἀνάξιο. Αὐτὸ εἶναι ἀσυζήτητη πεποίθησι καὶ πίστι τους, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν πιὸ βαθὺ ἑαυτό τους.
Γι᾿ αὐτό, ἐκπέμπουν μιὰ ἀνταύγεια χάριτος. Καθιστοῦν παρούσα τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματος. Σὲ πείθουν μὲ τὴν ὕπαρξί τους, ποὺ εἶναι γνήσια καὶ ἀληθινή· μὲ τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὶς κινήσεις τους, ποὺ δὲν τὶς ἐλέγχουν, γιατὶ εἶναι θεοκίνητοι. ῎Ετσι, φανερώνουν τὸν ἀθεώρητο καὶ κάνουν πιὸ κοντινὸ τὸν ἀπλησίαστο καὶ ἀπρόσιτο Θεό. Αὐτοὶ καθιστοῦν τὸ ῎Ορος ῞Αγιο καὶ μέγεθος θεολογικό. ῞Οσο μένεις κοντὰ τους, τόσο καὶ ἐνθουσιάζεσαι.
᾿Εν τέλει, ποιὸς εἶναι ὁ χαρακτήρας καὶ τὸ ἦθος τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων, τῶν ταπεινῶν καὶ χαρισματικῶν; Σὲ ποιοὺς δρόμους σὲ ὁδηγοῦν;
Τί ἐπιδιώκουν καὶ τί κερδίζουν; ῞Ενα γλυκασμὸ ζωῆς. Μιὰ χάρι ἀλήθειας, ποὺ κατατρώει τὴ στενοχωρία, τὴ στενοκαρδία, τὸν θάνατο. Καὶ γεμίζουν τὰ πάντα ἀπὸ ζωή. ᾿Ελευθερία, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ταπείνωσι.
Καὶ βλέπεις νὰ λάμπουν μὲ φῶς ἄφθορο. Νὰ ἔχη νεκρωθῆ σ᾿ αὐτοὺς ὁ θάνατος. Νὰ ἔχη θανατωθῆ ἡ θνητότης. Νὰ μένη κυρίαρχο μόνον ὅ,τι δὲν θνήσκει καὶ δὲν φθείρεται. Αὐτὸ ποὺ θὰ μείνη ἐσαεί, ἐκτυπώτερον, ἀφοῦ φύγουν.
Σοῦ μιλοῦν μὲ τὴν παρουσία τους. Μὲ μιὰ κίνησι. Πῶς κάνουν τὸν σταυρό τους. Πῶς μπαίνουν στὸν ναό. Πῶς ἀνάβουν τὰ καντήλια. Πῶς παραπέμπουν στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία.
῞Ενα ἄρωμα ἀσύλληπτο αἰωρεῖται· μιὰ πνοὴ ἀνάκουστη, ποὺ βγαίνει ἀπὸ κάποιο ὁλοκληρωμένο, τετελειωμένο.
Καὶ πρέπει νὰ μένης ἀκίνητος, νὰ μὴν κάνης θόρυβο, νὰ ἀναπνέης προσεκτικά, γιὰ νὰ προσέξης, νὰ ἀκούσης καὶ νὰ δῆς τὸ τί σοῦ λέει ἡ σιγὴ τοῦ ῎Ορους... Σοῦ μεταδίδουν τὴν ἠρεμία τοῦ τέλους. Τὴν κατάστασι τὴ μετὰ τὴν ἱστορία.
-Μιὰ ζωὴ αἰώνων, γιὰ νὰ πνεύση αὐτὴ ἡ λεπτὴ αὔρα, ὡς τελικὴ εὐλογία, ὅπου ὁ Θεός.-Μιὰ πορεία πρὸς ᾿Εμμαούς, μὲ ὅλες τὶς ἔντονες συζητήσεις, γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ δύο μαθητές, μὲ τὴν ἁπλὴ εὐλογία τοῦ Κυρίου καὶ τὴν κλάσι τοῦ ἄρτου, νὰ Τὸν γνωρίσουν ὡς Θεάνθρωπο.-Μιὰ ζωὴ μὲ ὅλα τὰ Πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν ᾿Ανάστασι, γιὰ νὰ φτάσουν οἱ ᾿Απόστολοι μὲ μόνη τὴν εὐλογία τοῦ ἀναλαμβανομένου Κυρίου, νὰ βεβαιωθοῦν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.-Καὶ χίλια χρόνια ζωῆς τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, γιὰ νὰ εὐωδιάση ἡ ἔρημος· ἡ ἡσυχία νὰ μιλᾶ καθαρά. Καὶ κάθε κίνησι τῶν ἁπλῶν γερόντων νὰ μεταδίδη τὴν ἀνάπαυσι τῆς βεβαιότητος «ὅτι Αὐτός ἐστιν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου», ποὺ χαρίζει ἀπὸ τώρα τὸν παράδεισο τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου