Μνήμη του Αγίου πατρός ημών Νικολάου Βελιμίροβιτς, επισκόπου Ζίτσης και Αχρίδος
O άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο «Σέρβος Χρυσόστομος», γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1880 στο χωριό Λέλιτς, εκατό χιλιόμετρα από το Βελιγράδι, από οικογένεια ευλαβών χωρικών. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην Μονή Τσέλιε, όπου θα εγκαταβίωνε αργότερα ο μαθητής του, μακαριστός πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς , και από την παιδική του ηλικία έδειξε έντονη κλίση για την προσευχή. Προικισμένος με σπάνια ευφυΐα, επιθυμούσε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Στρατιωτική Ακαδημία, η θεία Πρόνοια όμως αποφάσισε διαφορετικά. Αφού δεν έγινε δεκτός για λόγους υγείας, εισήλθε στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι, ώστε να προετοιμαστεί για να υπηρετήσει στον στρατό του Χρίστου. Χάρις σε υποτροφία της Εκκλησίας, συνέχισε ανώτερες σπουδές στην Ελβετία, την Γερμανία και την Αγγλία. Γνωρίζοντας άριστα επτά γλώσσες, τον ενδιέφεραν όλα τα θέματα, από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία ως την αρχαία ινδική φιλοσοφία, όχι για να συσσωρεύσει εγκυκλοπαιδική γνώση, άλλα για να δείξει την υπεροχή της πίστεως και της ορθοδόξου πνευματικότητος. Το 1908, υποστήριξε με μεγάλη επιτυχία στην Βέρνη διατριβή με θέμα: «Η πίστη στην Ανάσταση του Χρίστου, ως θεμελιώδες δόγμα της αποστολικής Εκκλησίας», διδασκαλία που απέβη το κέντρο της βιωτής του και του κηρύγματος του. Τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και υποστήριξε άλλη διδακτορική διατριβή στην Γενεύη περί της φιλοσοφίας του Μπέρκλεϋ. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του το 1909, προσεβλήθη από βαρεία μορφή δυσεντερίας. Σκέφθηκε τότε: «Εάν οι υπηρεσίες μου είναι απαραίτητες στον Κύριο, θα με γιατρέψει». Και υποσχέθηκε, εάν ιαθεί, να μονάσει και να αφοσιωθεί στην υπηρεσία του λαού του Θεού. Μόλις ανάρρωσε, πιστός στην υπόσχεση του, εκάρει μοναχός, και αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Μονή Ρακόβιτσα κοντά στο Βελιγράδι. Εξελέγη κατόπιν καθηγητής στην Ιερατική Σχολή του Άγιου Σάββα, ενώ εκήρυττε σε διάφορες εκκλησίες της σερβικής πρωτεύουσας. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφοσιώθηκε αφειδώς στην παρηγοριά του χειμαζόμενου λάου και στην περίθαλψη των πασχόντων και των άπορων, αρνούμενος να λάβει τον μισθό του. Το 1915, εστάλη στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γνωστοποιήσει τις σκληρές δοκιμασίες του λαού του και να ζητήσει την βοήθεια των Σέρβων μεταναστών. Εξελέγη επίσκοπος Ζίτσης μετά τον πόλεμο (1919) και δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στην Αχρίδα (1921). Η παραμονή του στην Ρωσία για ένα χρόνο και οι ετήσιες επισκέψεις του στο Άγιο Όρος όπου συνάντησε τον όσιο Σιλουανό [24 Σεπτ.] στην Μονή Αγίου Παντελεήμονος και έδωκε μαρτυρία της αγιότητας του, του επέτρεψαν να εμβαθύνει στο νόημα της κληρονομιάς των Πάτερων, όποτε από λαμπρός ιερομόναχος, κάτοχος διδακτορικών διπλωμάτων από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, μαθήτευσε στο σχολείο των απλών μοναχών και του ορθόδοξου λαού, στην ψυχή του όποιου ατένιζε το πρόσωπο του εσταυρωμένου και αναστημένου Χριστού. Οι λόγοι τού Σωτήρος Χριστού: ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή (Ιω. 14, 6) αποτελούσαν για εκείνον λόγο ύπαρξης και συνόψιζαν όλη του την φιλοσοφία.
Όταν ο Εχθρός του ανθρωπίνου γένους του επιτέθηκε δια μέσου ενός επισκόπου πού τον είχε προσβάλει, ο άγιος ιεράρχης έδειξε σε αυτή την περίσταση όλη του την αρετή και την πραότητα, αρνούμενος να κατηγορήσει τον εχθρό του ή ακόμη και να παραπονεθεί. Ήταν αφοσιωμένος κυρίως σε έντονη ποιμαντική δραστηριότητα στην επισκοπή του. Ανακαίνισε πολλές κατεστραμμένες η εγκαταλελειμμένες μονές και ίδρυσε ορφανοτροφεία για παιδιά, αδιακρίτως εθνικότητας και θρησκεύματος. Το πιο ονομαστό από αυτά τα φιλανθρωπικά καθιδρύματα ήταν εκείνο στα Μπίτολα (Μοναστήρι), όπου δίδασκε ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς [19 Ίουν.]. Άλλα πάλι ιδρύθηκαν στο Κράλιεβο, στο Τσατσάκ, στο Γκόρνι Μιλάνοβατς και το Κραγκούγιεβατς, πού φιλοξενούσε περισσότερα από εξακόσια παιδιά πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Προσηλωμένος στην ηθική και πνευματική οικοδομή του ποιμνίου του, ο άγιος επίσκοπος Νικόλαος συνέγραψε πολυάριθμα έργα, ποιητικού και βαθυστόχαστου ύφους, τα όποια εκδόθηκαν σε είκοσι τόμους. Ανάμεσα στα γραπτά του το πλέον αγαπητό ανάγνωσμα παραμένει ο Πρόλογος της Αχρίδος, στο οποίο παραθέτει σύντομους Βίους των αγίων της κάθε ημέρας του έτους, μαζί με σχόλια και θέματα πνευματικού ενδιαφέροντος. Συνέθεσε επίσης πολλά ποιήματα, ύμνους και ακολουθίες. Σχετικά με αυτές τις τελευταίες, ο (άγιος) π. Ίουστίνος Πόποβιτς δεν δίστασε να γράψει: «Ας με συγχωρέσει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, άλλα ο Νικόλαος τον ξεπέρασε». Πνευματικός πατέρας έμπειρος και διαποτισμένος με την αιώνια σοφία της Εκκλησίας, άφησε περί τις τριακόσιες Ιεραποστολικές Επιστολές, οι όποιες απαντούν σε συγκεκριμένα ποιμαντικά ερωτήματα πού έθεταν οι πιστοί. Υπήρξε ακόμη ο εμπνευστής ενός λαϊκού θρησκευτικού κινήματος, πού έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην προσευχή, στην συχνή θεία Μετάληψη και στην μετάφραση η σύνθεση ύμνων και προσευχών στην σερβική γλώσσα (και όχι στα σλαβονικά), και τού όποιου οι οπαδοί εμφύσησαν την εποχή εκείνη πνευματικό ενθουσιασμό και αποστολικό ζήλο στην σερβική Εκκλησία. Τόση ήταν η επιρροή του επισκόπου Νικολάου στον λαό, ώστε θεωρούσαν κάθε λόγο του, γραπτό η προφορικό, ισάξιο των Αποφθεγμάτων του Γεροντικού.
Πέρα από την μέριμνα για το ποίμνιο που του είχε εμπιστευθεί ο Θεός, επεξέτεινε την στοργή του σε ολόκληρη την Εκκλησία. Επέδειχνε στάση ειρήνης και συναλλαγής και επεδίωκε να διατηρεί καλές σχέσεις με τους Έλληνες και Βούλγαρους ορθοδόξους. Το 1930, έλαβε μέρος στην Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη στην Μονή Βατοπαιδίου στο Αγιο Όρος, όπου εξέφρασε το ορθόδοξο φρόνημα αντίθετος στην τάση προσαρμογής των παραδόσεων της Εκκλησίας στο πνεύμα του αιώνα. Υπήρξε ακόμη ο πρωτεργάτης της καταγγελίας της συμφωνίας με το Βατικανό, που ήταν έτοιμη να συνάψει η Γιουγκοσλαβία το 1937, η οποία καθιστούσε την χώρα πεδίο ιεραποστολής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Από καιρό ο άγιος ιεράρχης είχε προβλέψει οτι η παντοδύναμα Ευρώπη θα γινόταν συντρίμμια αν ανατρέπονταν τα χριστιανικά της θεμέλια. Για αυτό το ζήτημα έγραφε προφητικά: «Ό Χριστός απομακρύνθηκε από την Ευρώπη, όπως άλλοτε από την χώρα των Γαδαρηνών, μετά από αίτημα των κατοίκων της».
Όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο επίσκοπος Νικόλαος προτίμησε να συγκακουχηθεί με τον λαό του Θεού παρά να αναζητήσει ασφάλεια. Διαμαρτυρήθηκε θαρραλέα εναντίον των μαζικών εκτελέσεων στο Κράλιεβο, αναφωνώντας: «Αυτό είναι ο γερμανικός πολιτισμός, να σκοτώνεις εκατό αθώους Σέρβους για έναν Γερμανό! Τότε οι Τούρκοι ήσαν δικαιότεροι... Εάν είμαι ένοχος σκοτώστε με. Προτιμώ να πεθάνω παρά να αντικρίζω καθημερινά τις συμφορές του λαού μου». Κατήγγειλε με αγανάκτηση την χριστιανική υποκρισία πού δικαιολογούσε τα ειδεχθή εγκλήματα πού διαπράχθηκαν εναντίον των ορθοδόξων Σέρβων της Κροατίας, χωρίς καθόλου μίσος εναντίον αυτών πού τα διέπραξαν, για τους οποίους αντίθετα ένιωθε βαθύτατο οίκτο. Αργότερα συνέθεσε έξοχη Ακολουθία προς τιμήν των Σέρβων νεομαρτύρων [15 Ίουν,].
Αυτή η θαρραλέα στάση οδήγησε στην σύλληψη του από τους Γερμανούς το 1941. Αφού έμεινε πάνω από τρία χρόνια στις πιο αυστηρές φυλακές, συγκρατούμενος με τον πατριάρχη Γαβριήλ, προσευχόμενος νυχθημερόν με δάκρυα για την σωτηρία του λαού, τον εκτόπισαν στο στρατόπεδο θανάτου του Νταχάου το 1944.Απελευθερώθηκε στις 8 Μαΐου 1945, με την άφιξη των συμμάχων, υπέφερε όμως έως τα τέλη του βίου του από τα επακόλουθα της κακομεταχείρισης πού υπέστη εκεί Όταν τον ρωτούσαν για την ζωή στο Νταχάου, αποκρινόταν τα έξης: «Στο στρατόπεδο να τί γίνεται: κάθεσαι σε μια γωνιά και λες στον εαυτό σου: "Κύριε, είμαι γη και σποδός, πάρε την ψυχή μου! Τότε ή ψυχή υψώνεται στα ουράνια και αντικρίζεις τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο. Όμως δεν το αντέχεις και του λες: "Δεν είμαι ακόμη έτοιμος, άφησε με να κατέβω πάλι". Με δύο λόγια, θα έδινα όλη την ζωή που μου απομένει για μια ώρα στο Νταχάου!»
Μετά την απελευθέρωση του, ο άγιος επίσκοπος μετέβη στην Αμερική (1946), όπου ανέκτησε τις απαραίτητες δυνάμεις για να συνεχίσει το ποιμαντικό του έργο, εκεί οπού τον τοποθέτησε ή θεία Πρόνοια. Περιόδευσε ανά την Βόρειο Αμερική, κηρύττοντας ευκαίρως ακαίρως, και κατέστη με αυτόν τον τρόπο νέος απόστολος της Ορθοδοξίας στον Νέο Κόσμο. Έγραφε τα πνευματικά του έργα στα αγγλικά και δίδασκε στην σερβική Ιερατική Σχολή της Λίμπερτυβιλ (Ιλλινόις), στην θεολογική Ακαδημία Αγίου Βλαδίμηρου και στις Ιερατικές Σχολές της Τζόρντανβιλ (Νέας Υόρκη) και Αγίου Τύχωνος (Πενσυλβανία). Εκεί στον Άγιο Τύχωνα, ο άγιος Νικόλαος παρέδωσε την γενναία του ψυχή στον Κύριο στις 5/18 Μαρτίου 1956, την ώρα πού ετοιμαζόταν να τελέσει την θεία Λειτουργία. Το 1991, τα τίμια λείψανα του μεταφέρθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Μονή Τσέλιε.
ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΤΟΜΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ
ΙΝΔΙΚΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου