Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Ερμηνεία του πεζού Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως - Ώδή ζ'.

 

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου. 
Ερμηνεία του πεζού Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως
  
Ώδή ζ'. ο Ειρμός. 
Οι Παίδες ευσέβεια σνντραφέντες, δυσσεβοΰς προστάγματος καταφρονήσαντες, πυρός απειλήν ουκ επτοήθησαν, αλλ' εν μέσω της φλογός έστώτες έψαλλον ο των Πατέρων Θεός εύλογητός ει. 
Ερμηνεία.
Περί των τριών Παίδων ειπεν ο θεσπέσιος Κοσμάς εις τον προλαβόντα Κανόνα της Υψώσεως του Σταυρού, και ημεις εξηγήσαμεν τα εν εκείνω περί τούτων ειρημένα. Αλλά και εν τω παρόντι Κανόνι κατά την εβδόμην ταύτην Ωδήν λέγει περί των αυτών ο αυτός Ασματογράφος ταύτα, ότι οι τρεις εκείνοι άγιοι Παίδες, επειδή ανετράφησαν μέ την εις Θεόν ευσέβειαν, ήτις είναι η διά γνώσεως και θεωρίας υψηλοτέρας εξαπλουμένη και πλατυνομένη των θείων πραγμάτων κατάληψις, την οποίαν ο Σολομών οριζόμενος είπεν «Ευσέβεια εις Θεόν αρχή αίσθήσεως» (Παρ. α' 7)· επειδή, λέγω, ανετράφησαν εύσεβώς, διά τούτο εκαταφρόνησαν την δυσσεβή και βλάσφημον προσταγήν του Βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, ος τις ήθε­λε νά προσκυνηθη ως Θεός διά της εικόνος όπου έστησεν εις την πεδιάδα την καλουμενην Δεηρα. Οχι μόνον δε εκαταφρόνησαν την προσταγήν του Βασιλέως, αλλά και τον φοβερισμόν όπου έκαμεν εις αυτούς ο αυτός Βασιλεύς, ότι έχει να τους βάλη εις την κάμινον του πυρός, τελείως δέν εφοβήθησαν. Με το «Πυρός απειλήν» ημπο­ρεί νά νοηθή και ο καταπληκτικός ήχος του πυρός, ο φόβον προξέ­νων εις τους ακούοντας διά το επταπλάσιον της εκκαύσεως. Οθεν στεκόμενοι εις το μέσον της φλόγας (ακολουθεί ο Μελωδός) όχι μό­νον δεν ελυπουντο, αλλά και τόσην υπερβολικήν χαράν εδοκίμαζον, ώστε έκ της πολλής χαράς των έψαλλον λέγοντες· «Σύ, ο Θεός των Πατέρων ημών, του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, συ είσαι ευλογητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας». Το λόγιον δε τούτο είναι χαρακτηριστικόν της εβδόμης Ωδής. 
Τροπάριον.
Ποιμένες αγραυλούντες, εκπλαγούς φωτοφανείας έτυχον δόξα Κυρίου γάρ αυτούς περιέλαμψε και Αγγελος, ανυμνήσατε βοών, ότι ετέχθη Χριστός ο των Πατέρων Θεός εύλογητός ει.
Ερμηνεία. 
Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από το Β' Κεφάλαιον του κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου, όπου λέγεται περί των Ποιμένων «Και Ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αύτη αγραυλούντες και φυλάσσοντες φύλακας της νυκτός επί την ποίμνην αυτών. Και ι­δού Αγγελος Κυρίου επέστη αύτοις, και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν». Λέγει λοιπόν ο θείος Κο­σμάς, ότι οι Ποιμένες οι αγραυλουντες ετυχον μίαν εκστατικήν φωτοχυσίαν και θεοφάνειαν. Αγραυλούντες δε κυρίως μέν είναι οι εις τον αγρόν αυλούντες και παίζοντες το συραύλιον, κατά τον Ζυγαδηνόν Ευθύμιον, ή, κατά τον Θεοφύλακτον, οι αυλούντες άσματα αγροτικά και συνήθη εις τους αγροίκους ανθρώπους[1] καταχρηστι­κώς δε το «αγραυλουντες» φανερώνει τους εις τόν άγρόν διατρίβοντας και διάγοντας, κατά τον Θεοφύλακτον και Ευθύμιον. Πώς δε ετυχόν οι Ποιμένες την ρηθείσαν εκστατικήν φωτοχυσίαν; Διότι δό­ξα μεν Κυρίου έλαμψεν αυτούς, ήτις ήτον ένα φως θεϊκόν, κατά τον Ευθύμιον Αγγελος δε Κυρίου εφάνη εις αυτούς, ος τις και έλεγεν «Ω ποιμένες των αλογων προβάτων, υμνήσατε και δοξολογήσατε τόν Θεόν διότι έγεννήθη εις εσάς ο Χριστός, ος τις είναι Θεός των Πατέρων υμών». Ούτω δε εν τω Ευαγγελίω γέγραπται, ότι είπεν ο Αγγελος εις τους Ποιμένας· «Ιδού ευαγγελίζομαι ύμιν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαω, ότι ετέχθη υμιν σήμερον Σωτήρ, ος έστι Χριστός Κύριος εν πόλει Δαβίδ» (Λουκ. β' 10). 
Σημειωσαι δε, ότι προθύστερον σχήμα και υπερβατόν μεταχει­ρίζεται έδώ ο Μελωδός πρώτον γάρ εφάνη εις τους Ποιμένας ο Αγγελος, κατά τον Εύαγγελιστήν Λουκάν, και δεύτερον έλαμψεν εις αυτούς δόξα Κυρίου· ήτις διά τουτο εφάνη μετά την επιστασίαν του Αγγέλου, διά να γνωρίσουν οι Ποιμένες, ότι ο επιστάς εις αυ­τούς Αγγελος ήτον αγαθός και θείος κατά τον Ευθύμιον, και οχι πονηρός και εναντίος. Ο δε θείος Κοσμάς άλλαξε την τάξιν, και το μεν «Δόξα Κυρίου» έβαλε πρώτον, το δε «Αγγελος βοών» έβαλε δεύτερον, δια να συνάρμοση αυτό με το τέλος του Τροπαρίου. Πρέ­πει δε εις το «Και Αγγελος» να προστεθη το «επέστη» κατά το ύφος του Ευαγγελίου, ινα το όλον ή, «Και Αγγελος επέστη βοών α­νυμνήσατε»· και τα έξης. 
Ηθελε δε απορήση τινάς· διατί ο Αγγελος Κυρίου εφάνη εις ανθρώπους Ποιμένας; και άποκρινόμεθα, δτι διά τέσσαρα αίτια· α) διά το άπλαστον ήθος αυτών και την απλότητα και ακακίαν, κατά τον Θεοφύλακτον όσοι γάρ είναι μακράν από τας πολιτείας και συναναστροφάς των ανθρώπων, και κατοικούν εις τα όρη και τους α­γρούς, αυτοί φυσικώ τω τρόπω είναι πάντοτε απλοϊκώτεροι, καθαρώτεροι και απονηρότεροι από τους εν πόλεσι κατοικούντας. Οθεν και ο θείος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης συμφώνως ειπεν «Αλλος Αγγελος τους Ποιμένας ώς τη των πολλών αναχωρήσει και ησυχία κεκαθαρμένους ευηγγελίζετο, και συν αυτω πλήθος Ουρανίου στρα­τιάς την πολυυμνητον εκείνην παρεδίδου τοις επί γης δοξολογίαν» (Κεφάλαιον δ' περί ουρανίου Ιεραρχίας), β) διότι κατά τον αυτόν Θεοφύλακτον και τον Ευθύμιον, οι Ποιμένες ουτοι ήτον μιμηταί και ακόλουθοι της πολιτείας και αρετής των παλαιών εκείνων Πατριαρ­χών, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, οι τίνες ήσαν Ποιμένες, γ) διότι ο Χριστός Ποιμήν εγεννήθη παντός του λαου του Ισραηλιτικού και του Εθνικου. Οθεν καταλλήλως εις τους Ποιμένας εγνωρίσθησαν πρώτον τα περί αυτού κατά τον Ευθύμιον. Δηλούται δε διά τούτου, και ότι εις τους Ποιμένας των λογικών προβάτων προτύτερα από τους άλλους αποκαλύπτονται τα του Θεού Μυστήρια, κατά τον αυ­τόν Ευθύμιον. δ) δε και τελευταίον, διά να δείξη ο Θεός, οτι τους αγροικοτέρους και χωρικωτέρους ανθρώπους εξ αρχής εδιάλεξεν α­πό τους άλλους, και έκαμεν αυτούς κήρυκας, ώς απλούστερους και ως μάλλον πιστεύοντας, και ουχί τους εν ταις πολιτείαις αναστρε­φόμενους Γραμματείς και Φαρισαίους· διότι αυτοί πονηροί όντες ευ­κόλως δεν επίστευον. Οθεν καθώς ο Χριστός εδιάλεξεν ύστερον τους αλιείς ούτως εδιάλεξε πρότερον τους αγροίκους Ποιμένας· ί­να, διά της μωρίας και της αγροικίας, καταισχύνη τους σοφούς του Κόσμου και άρχοντας.

Τροπάριον. 
Εξαίφνης σύν τω λόγω του Αγγέλου, ουρανών στρατεύματα, Δόξα εκραύγαζον Θεω, εν υψίστοις επί γης ειρήνη, εν άνθρώποις ευ­δοκία, Χριστός έλαμψεν ο των Πατέρων Θεός ευλογητός ει.
Ερμηνεία. 
Και τούτο το Τροπάριον ακόλουθον είναι με το ανωτέρω· επει­δή ερανίσθη από τα λόγια του Ευαγγελιστού Λουκά τα ακολουθουντα με τα λόγια του ανωτέρω Τροπαρίου. «Εξαίφνης[2], φησίν, εγένετο συν τω Αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν και λεγόντων Δόξα εν υψίστοις Θεω, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β' 1314)· ήτοι μαζί με τα λόγια του Αγγέλου συνήλθε πλήθος ουρανίου στράτας των Αγγέλων (λείπει η λέξις «Αγγέλων» έδω, εννοούμενη έξωθεν κατά τόν Ευθύμιον τον Ζυγαδηνόν. Τόμος γ' εις τόν Λουκαν). Λέγει λοιπόν ο θεσπέσιος Κοσμάς, οτι αιφνιδίως και ανελπίστως μαζί με τον λόγον του ενός Αγγέλου, ο όποιος ευηγγελίζετο εις τους Ποιμένας την Γέννησιν του Δεσπότου Χρίστου, ήλθον από τον Ουρανόν στρατεύματα άθλων Αγγέ­λων, οιτίνες έλεγον με μεγάλην φωνήν «Ας είναι δόξα εις τόν Θεόν εν τοις Ουρανοις»· τούτο γάρ δηλοί το «Έν τοις ύψίστοις». 
Το «έπί γης ειρήνη» εις τον υμνον τούτον κατά δύο τρόπους ημπορούμεν να το εννοώμεν. Πρώτον, ότι το ανθρώπινον γένος πρότε­ρον μεν ειχεν έχθραν προς τον Θεόν, διότι επροσκύνουν άψυχα και αναίσθητα είδωλα· τώρα δε διά της ενσάρκου Οικονομίας του Ιησού Χριστού έπαυσε μεν η έχθρα και ο πόλεμος μεταξύ Θεού και αν­θρώπων, ουρανίων και επιγείων εφιλιώθη δε ο άνθρωπος με τον Θε­όν τόσον, ώστε και ηνώθη εις μίαν υπόστασιν με αυτόν, ώς λέγει ο Θεοφύλακτος· διότι ο Χριστός μεσίτης Θεου και ανθρώπων γενόμε­νος ειρήνευσε τα ουράνια και επίγεια, και ουτω λάμπει ειρήνη έπί γης. Δεύτερον, διότι εγεννήθη επί γής ο Υιός του Θεού, ο όποιος εί­ναι και λέγεται ειρήνη· διότι ο Παύλος λέγει «Χριστός έστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα έν» (Έφεσ. β' 14). Ο δε σύνδεσμος «και» έχει την δύναμιν του «γάρ», ως εάν έλεγεν «Έπί γής γάρ ειρή­νη». Τούτων ούτω λοιπόν σαφηνισθέντων, ευκόλως καταλαμβάνομεν, διατί λέγει «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»· διότι και κατά την πρώτην και κατά την δευτέραν έννοιαν είναι απαραιτήτως οφειλομένη η παρ' ημών,προς τον Θεόν δόξα και ευχαριστία. 
Εγινε δε και εν ανθρώποις ευδοκία, τουτέστιν ανάπαυσις του Θεού εις τους ανθρώπους· επανεπαύθη γάρ ο Θεός και ευαρεστήθη εις αυτούς· επειδή πρότερον δεν ευδόκει, ουδέ αρέσκετο εις αυτούς, κατά την ερμηνείαν του Θεοφύλακτου. Ο δε Ευθύμιος λέγει, οτι η παλαιά ευδοκία του Πατρός, ήτις ήτον το να ενανθρώπηση ο Υιός του, και να σώση τον απολεσμένον ανθρωπον, τώρα επληρώθη. Ο δε Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ευδοκίαν ονομάζει το προηγούμενον θέλημα του Πατρός, το οποίον ήτον η ένσαρκος Οικονομία του Μονογενούς αυτού Υιού. Εκείνο λοιπόν, όπερ προηγουμένως ωρισε και ηθέλησεν ο άναρχος Πατήρ εν τη θεαρχικωτάτη αυτού βουλή διά να τελεσιουργήσει εις τους ανθρώπους, τοϋτο έγένετο τώρα, και εις τέλος έλήλυθεν. Ακολούθως δε επιφέρει ο Μελωδός, οτι ο Χρι­στός είναι και δόξα εν Ουρανοις, και ειρήνη επί γης, και ευδοκία εν ανθρώποις καθότι αυτός έστι δι ον και ου ένεκα ταυτα εγένετο[3].

Τροπάριον. 
Ρήμα τι τούτο; ειπον οί Ποιμένες διελθόντες ίδωμεν το γεγο­νός, θείον Χριστόν Βηθλεέμ καταλαβόντες δέ, συν τη τεκούση προσεκύνουν αναμέλποντες ο των Πατέρων Θεός εόλογητός εϊ.
Ερμηνεία. 
Και τούτο το Τροπάριον είναι ακόλουθον με το πρότερον ερανίσθη γάρ από τα λόγια του Ευαγγελιστού Λουκά, τα ακολουθούντα εις τα λόγια του προλαβόντος Τροπαρίου· φησί γάρ εκείνος εις το αυτό δεύτερον Κεφάλαιον ταύτα «Και εγένετο ως απήλθον απ αυ­τών εις τον Ουρανόν οι Άγγελοι, και οι άνθρωποι οι Ποιμένες είπον προς αλλήλους· διέλθωμεν δη εως Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο ο Κύριος εγνώρισεν ημιν» (Λουκ. β' 15). Λέγει λοιπόν ο θεσπέσιος Κοσμάς, οτι οι Ποιμένες ιδόντες τον Αγγελον, και ακούσαντες παρ' αυτού τα ανωτέρω λόγια, εθαύμασαν και ηθέ­λησαν να πληροφορηθούν, αν είναι τα λόγια ταύτα αληθινά. Οθεν ειπον ένας προς τον άλλον τι είναι το ρήμα τούτο όπου ελαλήθη εις η μας; Έλατε να υπάγωμεν δια να ιδουμεν: ήτοι να εξετάσωμεν, κα­τά τον Ευθύμιον, το γεγονός τούτο θείον: ήτοι τούτο το θεικόν σημείον όπου έγινεν εις ημάς. Δεν είπον δε μόνον τούτο, αλλά παρευθύς μαζί με τον λόγον, εκίνησαν και επήγαν εις την Βηθλεέμ, και ευρόντες τον Χριστόν ώς βρέφος ανακείμενον εν τη φάτνη, προσεκύνησαν αυτόν ομού με την Μητέρα του, ψάλλοντες το «Ο των Πατέ­ρων Θεός ευλογητός ει» λέγει γάρ ο Ευαγγελιστής Λουκάς «Ηλθον σπεύσαντες, και ανευρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη· ιδόντες δε διεγνώρισαν (επληροφορήθησαν) περί του ρήματος του λαληθέντος αυτοίς περί του παιδίου και πάντες οι ακούσαντες εθαύμασαν περί των λαληθέντων υπό των Ποιμένων προς αυτούς» (Λουκ. β' 1618). 
Τι δε αλληγορικόν νόημα μανθάνουσιν έκ τούτου οι των λογι­κών προβάτων Ποιμένες; Οτι και αυτοί πρέπει να ζητούν τον ουράνιον αρτον, καθώς και οι Ποιμένες εκείνοι εζήτουν την Βηθλεέμ η γάρ λέξις «Βηθλεέμ» ερμηνεύεται «Οίκος άρτου». Εστί δε αυτη η Εκκλησία, εις την οποίαν ευρίσκεται ο νοητός άρτος Χριστός. Ερ­γον λοιπόν είναι εις τους Ποιμένας των λογικών προβάτων, Πατριάρχας και Μητροπολίτας και Επισκόπους, άφ ου ευρουν τον ουράνιον άρτον, να κηρύττουν αυτόν και εις τους άλλους, καθώς και οι Ποιμένες εκείνοι ευρόντες τον Χριστόν, εκήρυξαν και εις τους άλλους περί αυτού, κατά την Ερμηνείαν του Ιερού Θεοφύλα­κτου. 
[1] Διά τούτο ο ίδιος Θεοφύλακτος αλληγορικώς ερμηνεύων τας αγραυλίας των Ποιμένων λέγει· «Οι Ποιμένες ούτοι σύμβολον εισί των Πνευματικών Ποιμέ­νων, των Αρχιερέων. Δει ούν τους Αρχιερείς φυλάσσειν την ποίμνην αυτών και άγραυλειν τουτέστιν άδειν πνευματικά τίνα, και διδάσκειν τον λαόν και ούτως άξιωθήσονται θείων θεαμάτων και ακουσμάτων». 
[2] Ο δε κρυφιομύστης Διονύσιος υψηλότατα και διαβατικώτατα ερμηνεύει το «Εξαίφνης» τούτο εν γάρ τη προς Γάιον τρίτη αυτού επιστολή ούτω λέγει. «Ε­ξαίφνης εστί το παρ ελπίδα, και εκ του τέως αφανούς εις το εμφανές εξαγόμενον. Επί δε τις κατά Χριστόν φιλανθρωπίας, και τούτο οίμαι την Θεολογίαν (τό κατά Λουκαν Εύαγγέλιον) αινίττεσθαι, το έκ του κρυφίου τόν ύπερούσιον εις την καθ μάς έμφάνειαν άνθρωπικώς ούσιωθέντα προεληλυθέναν κρύφιος δε εστι και μ<;τά την έκφανσιν, ή, Ινα τό θειότερον έΐπω, και εν τή έκφάνσει· και τοΰτο γάρ Ιησού κέκρυπται, και ούδενί λόγω, ούτε νω τό κατ' αυτόν έξήκται Μυστήριον, αλλά και λεγόμενον άρρητον μένει, και νοούμενον, αγνωστον». 

 

[3] Ο δε Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης περιεργότερον ενόησε το «Δόξα εν υψίστοις Θεω, και επί γης ειρήνη, εν άνθρώποις ευδοκία», ούτω· «Ας είναι δόξα εις Θεόν εν Ούρανοις και επί γής, και ειρήνη εις τους ανθρώπους· ειρήνη ομως, ουχί ώς εκείνη όπου εποίησε ο Θεός κατά διαφόρους καιρούς με τους ανθρώπους· καθώς με τον Μωυσήν, λάλων με αυτόν, ως φίλος προς φίλον, και με τον Δαβίδ, ευρών αυτόν κατά την καρδίαν του, και με άλλους εκείνη γάρ η ειρήνη δεν ήτον κατ' ευδοκίαν Θεού. Ευδοκία δε έστι το ευάρεστον καθ' εαυτό και προηγούμενον και τέλειον τοϋ Θεοϋ θέλημα· η δε ειρήνη ήν εδωκεν ο Θεός εις ολον το γένος των ανθρώπων διά της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, αυτη κατ' ευδοκίαν Θεου εδόθη, ώς τελεία και α­μετάθετος παντί γένει» (Λόγ. εις την Χρίστου Γέννησιν). Εις δοτικήν λοιπόν κατ' αυτόν πρέπει να γράφεται το «ευδοκία», Ινα η «Ας είναι ειρήνη εις τους ανθρώπους εν ευδοκία: ήτοι με ευδοκίαν η κατ ευδοκίαν Θεου Σημειοϋμεν δε ένταΰθα, δτι ο Αγγελικός ούτος βμνος «Δόξα εν ύψίστοις Θεφ, και έπί γης ειρήνη, εν άνθρώποις ευδοκία», έγινεν αρχή της κατά το τέλος του όρθρου ψαλλομένης, η άναγινωσκομένης Δοξολογίας· και ίσως από τούτον ίλαβε και το όνομα «Δοξολογία». Οθεν ο Χρυσορρήμων ομιλία Γ' εις την προς Κολασσαεϊς λέγει· «Ουρανός η γη γέγονεν, επειδή τα της γης έμελλεν Ουρανός δέχεαθαι· διά τούτο ευχαριστούντες λέγομεν, Δόξα εν υψίστοις Θεω, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Και ομιλία Θ' εις την αυτήν «Τίς ο Ομνος των άνω; Τι λέγει τα Χερουβίμ; Ιασιν οι πιστοί τι έλεγον οι Αγγελοι κάτω· Δόξα εν ύψίστοις Θείω δια τούτο μετά τας ψαλμωδίας ύμνοι, ατε τελειότερον τι πράγμα». Και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος πολυυμνητον αυτήν δοξολογίαν ονομάζει (Κεφ. δ' περί ουρανίου Ιεραρ­χίας). Τον ύμνον τούτον αναφέρουν και αι των Αποστόλων Διαταγαί Βιβλίον Ζ' ΚεφάλαιονΜΖ' Αθανάσιος ομιλία περί Παρθενίας Κύριλλος Ιεροσολύμων Κατη­χήσει Ε' τμήματι Ε' όρα Σελ. 81 της Ίερας Τελετουργίας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις