Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Ερμηνεία του πεζού Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως
Ωδή ε' ο Ειρμός.Θεός ών ειρήνης Πατήρ οικτιρμών, της μεγάλης Βουλής σον τόν Αγγελον, ειρήνην παρεχόμενον, απέστιλας ήμιν Οθεν θεογνωσίας, προς φως οδηγηθέντες, έκ νυκτός ορθρίζοντες, δοξολογουμέν σε φιλάνθρωπε.
Ερμηνεία.
Έκ πολλών ρητών των Γραφών συγκροτεί τον παρόντα ειρμόν ο Ιεράρχης Κοσμάς το μέν γάρ «Θεός ειρήνης» εδανείσθη από την προς Φιλιππησίους επιστολήν την λέγουσαν «Και ο Θεός της ειρήνης έσται μεθ' υμών» (Φιλιπ. δ' 9) ομοίως και από το ις' κεφ. στίχ. 33 της προς Ρωμαίους, και από το ιγ' στίχ. 20 της προς Εβραίους· το δε «Πατήρ τών οικτιρμών» εδανείσθη από την προς Κορινθίους δευτέραν στίχ. 3 το δε «Της μεγάλης Βουλής σου τον Αγγελον» εδανείσθη από τον Ησαίαν λέγοντα περί του Χριστού «Και καλείται το όνομα αυτού, μεγάλης βουλής Αγγελος» (Ήσ. θ' 6) το δε «Ειρήνην παρεχόμενον» ερανίσθη από τον Ιωάννην λέγοντα «Ειρηνην αφίημι υμιν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ' 27) και από τον Παύλον ειπόντα «Χριστός εστίν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν, ο και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφ. β' 14)· το δε «Φώς της θεογνωσίας» επάρθη από τον Αββακούμ όπου λέγει «Και φέγγος αυτού ως φως έσται»· το δε «Εκ νυκτός ορθρίζοντες» ελήφθη από τον Ησαίαν λέγοντα «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός» (Ήσ. κς' 9). Από τόσας λοιπόν ρήσεις συγκροτήσας το Τροπάριον τούτο ο Μελωδός, είτα επιστρέφων προς τον Θεόν και Πατέρα, λέγει προς αυτόν. «Ω φιλανθρωπότατε Δέσποτα, σύ Θεός ών της ειρήνης, και Πατήρ των οικτιρμών, απέστειλας εις ημάς τον Μονογενή σου Υιόν, τον Αγγελον (Μηνυτήν) γενόμενον της μεγάλης και προαιώνιου και αρρήτου βουλής σου, της περί της ενσάρκου ούσης Οικονομίας αυτού».
Έφη δε ο Θεοφόρος Μάξιμος· «Μεγάλη βουλή του Θεού και Πατρός εστί το σεσιγημένον και άγνωστον της Οικονομίας Μυστήριον όπερ πληρώσας διά της σαρκώσεως ο Μονογενής Υιός απεκάλυψεν, Αγγελος γενόμενος της μεγάλης του Θεού και Πατρός προαιώνιου βουλής. Γίνεται δε της μεγάλης του Θεού βουλής Αγγελος, ο γνούς του Μυστηρίου τον λόγον, και τοσούτον έργω τε και λόγω δια πάντων ακαταλήπτως υψούμενος, μέχρις αν φθάση τον προς αυτόν τοσούτον » (Κεφ. κδ' της β' έκατοντ. των θεολογικών). Το δε «Απέστειλας» (ευδόκησας να έλθη εις η μ ας ο Υίός σου) ειπεν ο Μελωδός, διότι η αποστολή του Υιού την εύδοκίαν δηλοί του Πατρός, καθώς ενόησεν ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος (Λογ. εις την Χριστού Γέννησ.). Το δε «Ευδοκία» πάλιν θέλει να ειπή το προηγούμενον θέλημα του Θεού, κατά τον Δαμασκηνόν Ιωάννην και τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριον ου γάρ επόμενον, αλλά προηγούμενον θέλημα Θεού ήτον η ένσαρκος Οικονομία του Θεού Λόγου. Δια τι δε Απέστειλας τον Υιόν σου Πάτερ Θεέ; Δια να δώση εις ημάς ειρήνην, δια να ειρηνοποιήση ήμας πρώτον με τον Θεόν, δεύτερον με τους Αγγέλους, προς τους οποίους είχομεν μάχην, τρίτον με τους ομοφύλους ημών ανθρώπους διότι και προς αλλήλους εμαχόμεθα και τέταρτον με τον εαυτόν μας. Αδιάφορον δε είναι το παρεχόμενον καθότι η ακρίβεια απήτει να γράφεται παρεξόμενον επειδή τα κινήσεως σημαντικά ρήματα, οποίον είναι και το «απέστειλας» μετά μετοχής μέλλοντος χρόνου συντάσσονται, αντί τελικού απαρεμφάτου[1]. Έκ της ενσάρκου δε παρουσίας του Υιού σου (ακολουθεί ο Μελωδός) ημεις τα πεπλανημένα Έθνη ωδηγήθημεν εις το φως της γνώσεως του Θεού: ήτοι της ευσέβειας και πίστεως. Διά τούτο εκ νυκτός ορθρίζοντες: ήτοι από την πλάνην και ασέβειαν ελθόντες εις την ευσέβειαν, δοξολογουμέν σε, φιλάνθρωπε Κύριε. Είπε δε τούτο, δια να δείξη, ότι είναι πέμπτη Ωδή η παρούσα, της οποίας ποιητής είναι ο Ησαίας ειπών «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός», ως προείρηται.
Εδώ προτείνει μίαν απορίαν ο των Κανόνων ερμηνευτής Θεόδωρος λέγων «Επειδή η ασέβεια είναι νύκτα, η δε ευσέβεια εκ του εναντίου είναι ήμερα διατι ο Ησαίας και ο Μελωδός δεν είπον, ότι έκ νυκτός ήλθον εις την ημέραν, αλλ' εις τον όρθρον». Ταύτην λοιπόν την απορίαν λύων αυτός λέγει. «Καθώς εις μέν την νύκτα παντελώς δεν βλέπει ο οφθαλμός, εις δε την ημέραν, εκ του εναντίου, βλέπει καθαρώς και απλανώς, εις δε τον όρθρον βλέπει μέν ολίγον, ουχί όμως καθαρώς μέσον γάρ είναι ο όρθρος της νυκτός και της ημέρας, και ούτε πάντη σκοτεινός, ώς η νύκτα, ούτε πάντη φωτεινός, ώς η ημέρα τοιουτοτρόπως νύκτα μέν σκοτεινή και ασέληνος είναι η ασέβεια, και οι εν τη ασέβεια ευρισκόμενοι, ημερα δε ολόφωτος είναι η εν τω μέλλοντι αιώνι κατάστασις, και η τοις Αγίοις μέλλουσα αποκαλυφθηναι δόξα και γνώσις των Μυστηρίων, ορθρος δε είναι η εν τω παρόντι αιωνι των ευσεβών κατάστασις εν ταύτη γάρ οι ευσεβείς και Αγιοι ευρισκόμενοι, δεν δύνανται να θεωρήσουν τρανώς και καθαρώς τα θεία Μυστήρια διότι εμποδίζονται από το σκέπασμα τού ολικού τούτου και παχέος σώματος». Δια τούτο ο μέν Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους «Βλέπομεν άρτι δι εσόπτρου και εν αινίγματι, τότε δε, πρόσωπον προς πρόσωπον άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι, καθώς και επεγνώσθην» (α' Κορ. ιγ' 12)· ο δε Θεολόγος Γρηγόριος είπε «Τα ενταύθα δευτέρας ελλάμψεως» και αλλαχού, «Ώς αν καθαρώς εποπτεύωμεν την μακαρίαν Τριάδα, ής νυν μετρίας δεδέγμεθα τας εμφάσεις» και εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω, «Πείθει δεμε το μέτριον ενταύθα φέγγος της αληθείας, λαμπρότητα Θεού και Ιδείν και παθείν (έν τω μέλλοντι αιώνι δηλαδή)». Ει δε και απορεί τινάς, πως ο Παύλος γράφων προς Ρωμαίους είπεν «Αποθώμεθα τα έργα του σκότους, και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός· ως εν ήμερα ευσχημόνως περιπατήσωμεν»; (Ρωμ. ιγ' 12). εις τούτο αποκρινόμεθα, ότι δεν είπεν ο Παύλος εν ήμερα, αλλά «ώς εν ήμερα» το δε «ώς» ομοιωματικόν είναι μόριον, και δηλοί ομοίωμα ημέρας, και όχι αυτήν την ημέραν καθώς και το περί του Προφήτου Ηλιου ειρημένον «Ανελήφθη ώς εις Ουρανόν» δηλοί ότι ανέβη, όχι εις τον Ούρανόν, αλλά εις οψηλότερον τόπον της γης. Και ο όρθρος λοιπόν ήμερα μέν δεν είναι, ως ημέρα δε και είναι και λέγεται καθότι και αυτός δίδει μέν εις τον οφθαλμόν να βλέπη, όχι όμως καθαρώς ώς η ήμερα, αλλά με τρόπον μεσαίον όντα της ημέρας και της νυκτός, ώς είπομεν[2].Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.
Έν δούλοις τω Καίσαρος δόγματι, απεγράφης πιθήσας, και δούλους ημάς εχθρού και αμαρτίας, ηλευθέρωσας Χριστέ· όλον το καθ' ημάς δε πτωχεύσας, και χοϊκόν έξ αυτής ενώσεως, και κοινωνίας έθεούργησας.
Ερμηνεία.
Δύο είδη ιατρείας μεταχειρίζονται οί των σωμάτων άριστοι ιατροί. Διότι αυτοί η τα εναντία Ιατρεύουσι με τα εναντία ούτω χάριν λόγου την ψυχρότητα ιατρεύουσι με την εναντίαν θερμότητα, και την ξηρότητα με την εναντίαν υγρότητα η τα όμοια ιατρεύουσι με τα όμοια ούτω γάρ τα υπό της ψυχρότητος αίμωδιασμένα όδόντια ιατρεύουσι πάλιν μέ την ψυχράν ούσαν ανδράχνην: ήτοι γλυστρίδαν. Τοιουτοτρόπως ο των ψυχών και των σωμάτων Ιατρός Κύριος δύο είδη Ιατρείας έμεταχειρίσθη εν τη προς ημάς ενσάρκω αυτού επιδημία· καθότι δια των εναντίων ιάτρευσε τα εναντία: ήτοι δια της αυτού ταπεινώσεως εθεράπευσε την ημών υπερηφάνειαν. Οθεν και ο θεοφόρος θεολογεί .Μάξιμος, ότι αί στερήσεις του Χριστού έγιναν έξεις εις ήμας: ήγουν η σάρκωσις του Λόγου έγινεν ημετέρα θέωσις· η εκείνου κένωσις έγινε πλήρωσις ημετέρα· το πάθος του, ημετέρα απάθεια και ο θάνατος εκείνου έγινε ζωή ημετέρα ούτω γάρ λέγει «Την δε της ύπερβαλλούσης δυνάμεως ισχύν δήλην κατέστησεν ο Χριστός διά των, οΐς αυτός έπασχεν, εναντίων, υποστήσας τη φύσει την γένεσιν άτρεπτον διά πάθους γάρ την απάθειαν, και διά πόνων την ανεσιν, και δια θανάτου την αιδιον ζωήν τη φύσει δούς πάλιν κατέστησε, τάις εαυτού κατά σάρκα στερήσεσι τας εξεις ανακαινίσας της φύσεως, και διά της ιδίας σαρκώσεως, την υπέρ φύσιν χάριν δωρησάμενος τη φύσει της θεώσεως» (Κεφ. μγ' της ς' έκατοντ. των θεολογ.) Ιάτρευσε δε και τα όμοια με τα όμοια· επειδή διά της Ιδικής του πτώχειας Ιάτρευσε την Ιδικήν μας πτωχείαν, διά του πάθους του εθεράπευσε τα Ιδικά μας πάθη, και δια του θανάτου του τον ιδικόν μας θάνατον.,
Ταύτα δε τα δύο είδη της Ιατρείας αναφέρει ο θεσπέσιος Μελωδός εν τω παρόντι Τροπαρίω. Όθεν επιστρέφων τόν λόγον του προς τόν Δεσπότην Χριστόν, ούτω φησίν Ω Ιησού Χριστέ, εσύ πειθαρχήσας απεγράφης εις το δόγμα του Καίσαρος Αυγούστου μαζί με τους δούλους λέγει γάρ «Εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πασαν την οίκουμένην» (Λουκ. β' 1). και ούτω διά της δουλείας της ιδικής σου Ιάτρευσας την ιδικήν μας δουλείαν επειδή ηλευθέρωσας ήμας, οι όποιοι ήμεθα δούλοι του εχθρού Διαβόλου και της αμαρτίας». Αυτη είναι η δια των ομοίων Ιατρεία ακολούθως δε λέγει και την δια των εναντίων Ιατρείαν ούτω. «Εσύ, Χριστέ, επτώχευσας όλον το καθ' ήμας: τουτέστι προσέλαβες εις την υπόστασιν της Θεότητας σου ολην την ιδικήν μας πτωχικήν και χοϊκήν φύσιν: ήτοι σώμα, ψυχήν, νουν, θέλησιν, και πάντα τα συστατικά της ανθρωπινής φύσεως». Οθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος το αξίωμα τούτο «Το απρόσληπτον, αθεράπευτον ο δε ηνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται» (α' επιστολή προς Κληδόνιον). Έκ του Θεολόγου δε ερανίσθη το αυτό αξίωμα και ο Δαμασκηνός Ιωάννης. «Ταύτην λοιπόν, λέγει, την φύσιν εθεούργησας, έξ αυτής της πρώτης ενώσεως και κοινωνίας, ήν έλαβεν αδτη εν τη υπερθέω σου υποστάσει»[3]. και διά νά ε'ιπώ καθαρώτερον τα του Μελωδού σύ ο πλούσιος πτωχεύσας, οδτω διά της πτώχειας σου ταύτης έπλούτισας ήμας μέ τόν πλοϋτον της Ιδικής σου Θεότητος. "Οθεν εΐπεν ο μακάριος Παϋλος «Γινώσκετε την χάριν του Κυρίου ημών Ίησοϋ Χρίστου, δτι δι' όμας έπτώχευσε πλούσιος ών, ίνα ύμείς τη εκείνου πτώχεια πλουτήσητε» (β' Κορ. η' 9). και ο Θεολόγος Γρηγόριος «Καί ο πλουτίζων πτωχεύει* πτωχεύει γάρ την έμήν σάρκα, ϊν' έγώ πλουτήσω την αυτού Θεότητα» (Λογ. εις τό Πάσχα).Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν
Ιδού η Παρθένος ώς πάλαι φησίν, εν γαστρί σνλλαβοΰσα έκόησε, Θεόν ένανθρωπήσαντα, και μένει Παρθένος δι' ής καταλλαγέντες Θεφ οι αμαρτωλοί, Θεοτόκον κυρίως οδσαν εν πίστει άννμνήσωμεν.Ερμηνεία.
Από τον Προφήτην Ησαίαν δανείζεται ο Μελωδός την αρχήν του παρόντος Τροπαρίου· εκείνος γάρ προφητεύων περί του ασπόρου τόκου της Παρθένου, ούτω φησίν «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται Υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ήσ. ζ' 14). Οθεν ταύτην την προφητείαν βλέπων τετελειωμένην ο Μουσουργός Κοσμάς, ούτω λέγει «Ιδού η Παρθένος εκείνη, περί της οποίας πάλαι επροφήτευσε». Ποίος; ο Ησαίας (άφηκε γάρ ο Μελωδός το όνομα του, ως παρά πασιν εγνωσμένον και ομολογουμενον)· «Αυτη συλλαβούσα ασπόρως διά Πνεύματος Αγίου εν τη παναχράντω κοιλία της, εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα, τέλειον Θεόν και τέλειον Ανθρωπον, εν μια υποστάσει δύο φύσεις έχοντα Θεότητα και ανθρωπότητα· έμεινε δε πάλιν η αυτή Παρθένος και μετά την ασπορον και αλόχευτον Γέννησιν»· ο γάρ έξ αυτης γεννηθείς Χριστός καθώς ευρεν αυτήν Παρθένον εν τη εισόδω, ούτω πάλιν αφήκεν αυτήν Παρθένον και εν τη εξόδω, κατά το ειρημένον υπό Ιεζεκιήλ του Προφήτου· «Η πύλη αυτη κεκλεισμένη εσται ούκ ανοιχθήσεται, και ουδείς ου μη διέλθη δι' αυτής· ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι' αυτής, και έσται κεκλεισμένη» (Ίεζ. μδ' 2). Διά τούτο και ο μέγας Βασίλειος ερμηνεύων το του Ησαίου εκείνο «Διά τούτο δώσει Κύριος αυτός υμίν σημείον», λέγει «Σημείον δε παράδοξον τε και τεραστικόν και παρά πολύ της κοινής παρηλλαγμένον φύσεως η αυτή γυνή, και Παρθένος και Μήτηρ και εν τω άγιασμα» της παρθενίας μένουσα, και την της τεκνογονίας ευλογίαν κληρονομούσα» (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησ.). Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός λέγων, «Επειδή ημείς πάντες διά μεσιτείας της Θεοτόκου εφιλιώθημεν με τον Θεόν, με τον οποίον η μεθά πρότερον εχθροί διά τούτο ως ανυμνήσωμεν αυτήν την τόσον μεγάλην χάριν εις ημάς προξενήσασαν επειδή αυτή είναι κυρίως και πρώτως και μόνως και αληθώς Θεοτόκος». Διότι αν και όλλαι γυναίκες μυθολογούνται κοντά εις τους Ελληνας, ότι εγέννησαν τους παρ’ αυτών καλουμένους Θεούς καθώς όμως εκείνοι ήτον ψευδώνυμοι και ανύπαρκτοι ούτως ακολούθως και αύται ψευδώς τοιαύται ελέγοντο. Οθεν και ο Θεολόγος Γρηγόριος προς τους Ελληνας τον λόγον αποτεινόμενος είπε «Που γάρ εν τοις σοις εγνως Θεοτόκον Παρθένον;» (Λόγ. α' περί Υιού).
[1]Σημειούμεν δε ενταύθα τον φοβερόν λόγον όπου λέγει ο θείος Μάξιμος ότι αν και εφιλίωσε και ειρήνευσεν ήμας με τον Πατέρα ο Υιός, εν όσω όμως δουλεύομεν εις τα πάθη και τον Διάβολον, ειρήνην και φιλίαν δεν εχομεν με τον Θεόν ούτω γάρ λέγει. «Αδύνατον έστιν ήμας φιλιωθηναι Θεώ διά των παθών προς αυτόν στασιάζοντας, και τω πονηρω και φονευτη των ψυχών Διαβόλω διά κακίας δασμοφορείν ανεχομένους, μη πρότερον διόλου πολεμωθέντας τω πονηρφ· μέχρι γάρ τότε τούτου (τοϋ Θεοϋ) καθεστήκαμεν εχθροί και πολέμιοι, κάν πιστών προσηγορίαν η μιν αυτοίς περιπλάττωμεν, μέχρις ού πάθεσιν ατιμίας δουλεύειν βουλόμεθα, και ουδέν όφελος ήμιν έκ της κατά Κόσμον ειρήνης λοιπόν περιγενήσεται, της ψυχής κακώς διακείμενης, και προς τον ίδιον Ποιητήν στασιαζούσης, και υπό την αυτού βασιλείαν γενέσθαι ούκ άνεχομένης» (Κεφ. μα' της Γ' έκατοντάδος τών Θεολογικών).
[2]Ο δε Κύριος εκ του εναντίου, ημέραν μεν εκάλεσε την παρούσαν ζωήν, νύκτα δε, την μέλλουσαν, ούτω λέγων «Εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του πεμψαντός με έως ημέρα εστίν Ερχεται νύξ, ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι» (Ίω. θ' 4) όπερ ερμηνεύων Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός λέγει «Εως ήμερα εστίν έως ο παρών αιών έστιν έως ο βίος ούτος συνέστηκεν εως έξεστι τοις ανθρώποις εργάζεσθαι· έρχεται ο μέλλων αιών, ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι το πιστεύειν εις εμέ εργασίας γάρ ο παρών καιρός, ο δε μέλλων άνταποδόσεως. "Οτι δε έργασίαν ενταύθα την του πιστεύειν λέγει, δήλον από του είπεΐν οπίσω». Τοϋτό έστι τό Εργον του Θεού, ίνα πιστεύσητε εις δν άπέστειλεν εκείνος. ο μέν ούν Χριστός, ήμέραν μέν έκάλεσε τόν παρόντα αιωνα διά τό ένεργόν, νύκτα δέ, τόν μέλλοντα διά τό άεργόν ο δε Παΰλος τουναντίον, νύκτα μέν τόν παρόντα αιώνα λέγει διά την πλάνην και την άγνοια ν και τό σκότος των παθών, ήμέραν δέ, τόν μέλλοντα διά τό μηδέν εχειν τούτων φησί γάρ «Ή νύξ προέκοψεν, η δε ήμερα ήγγικε» (Ρωμ. ιγ' 12) (Τόμ. Δ' της ερμηνείας των Ευαγγελιστών). Έάν δμως άκριβέστερον νοηθη τό ρητόν «Ή προκύψασα νύξ, και η έγγίζουσα ήμερα», ούχ' ήμερα καθαρά ευρίσκεται, αλλ* οΐον όρθρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου