Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Ερμηνεία του πεζού Κανόνος της Χριστού ΓεννήσεωςΏδή ς'. Ο Ειρμός.
Σπλάγχνων Ιωνάν, έμβρυον απήμεσεν, ενάλιος θήρ οίον εδέξατο,τη Παρθένω δε, ενοικήσας ο Λόγος και σάρκα λαβών, διελήλυθε, φυλάξας αδιάφθορον ης γάρ ούχ υπέστη ρεύσεως, την τεκονσαν κατέσχεν απήμαντον.Ερμηνεία.
Ποιος δεν ήθελε θαυμάση την σοφήν διάνοιαν του Ιερού τούτου Μελωδού; Διότι αυτός ένα και τον αυτόν Προφήτην Ιωνάν εις διαφόρους υποθέσεις μεταχειρίζεται. Και πρότερον μεν αυτόν προσφυώς εμεταχειρίσθη εις την εορτήν της Υψώσεως του Σταυρού, παρομοιάσας τούτον με τον τύπον του Σταυρού τώρα δε αυτόν μεταχειρίζεται εις την υπόθεσιν της έκ Παρθένου Γεννήσεως του Χρίστου. Και την μεν εν τη κοιλία του κήτους διαμονήν αυτού εξομοιάζει με την του εμβρύου Σύλληψιν την δε από του κήτους εξέλευσίν του παρομοιάζει με την του εμβρύου Γέννησιν[1]. Όθεν λέγει, ότι ο ενάλιος θήρ (το κήτος της θαλάσσης) δεξάμενος εις την κοιλίαν του τον Ιωνάν, και φυλάξας αυτόν, καθώς η μήτηρ δέχεται εις την κοιλίαν της το έμβρυον, και φυλάττει αυτό, ύστερον εξέρασεν αυτόν απο τα σπλάγχνα του· αλλά τοιούτον σώον και αβλαβη εξέρασεν, όποιος σώος και αβλαβης ήτον, όταν εδέχθη αυτόν πρότερον εις τα σπλάγχνα του. ο μεν ούν Ίωνας τοιουτοτρόπως εδέχθη και εξεράσθη από το κήτος· ο δε Μονογενής του Θεού Λόγος εισελθών υπερφυώς εις την κοιλίαν της Παρθένου, και σάρκα λαβών εκ των πανάχραντων αυτής αιμάτων διελήλυθεν (εγεννήθη) φυλάξας αβλαβη και αδιάφθορον την δεξαμενήν και γεννήσασαν αυτόν κοιλίαν: τουτέστιν αφήκεν αυτήν Παρθένον, καθώς Παρθένον εύρεν αυτήν και όταν εισήλθεν.
Οθεν κατά τούτο φαίνεται, ότι είναι εναντίον, τρόπον τινά, το παράδειγμα του Ίωνα με την εκ της Παρθένου Γέννησιν του Κυρίου καθότι εκεί μεν τόν κυοφορούμενον Ίωναν εφύλαττεν άβλαβη το κυοφορούν αυτόν κήτος διά της παντοδυνάμου χάριτος του Θεου ενταύθα δε κυοφορούμενος εν τη κοιλία της Παρθένου ο Θεός Λόγος, αυτός μάλλον εφύλαξεν άβλαβη την κυοφορούσαν αυτόν, μη διαφθείρας τα κλείθρα της Παρθενίας της. Καθώς γάρ ο Υιός του Θεου γεννηθείς ανω έκ του Πατρός πρό αιώνων, καθό Θεός δεν υπέμεινε κανέν πάθος και ρευσιν και φθοράν απαθώς γάρ και αρρεύστως προήλθεν έκ του Πατρός, ώς λόγος έκ νου ούτως ο αυτός γεννηθείς κάτω έπ' εσχάτων των χρόνων, καθό άνθρωπος έφύλαξεν άβλαβη και χωρίς καμμίαν φθοράν την γεννήσασαν αυτόν Θεοτόκον. Οθεν η Αγία και Οικουμενική Σύνοδος εν τη ια' Πράξει αυτής δια του Λίβελου της Πίστεως Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Παρθένον αυτήν ανεκήρυξε πρό τόκου και εν τόκω και μετά τόκον: ταυτόν ειπείν αειπάρθενον.
Αλλα και ο θείος Επιφάνιος αίρέσει ιη' «Τίς ποτέ, λέγει, Μαρίαν ειπών και διερωτηθείς ουχί την Παρθένον προσέθετο;» Οθεν ο Χριστός και κατά τας δύο Γεννήσεις απαθής ώφθη και άρρευστος· ούτε γάρ ο Πατήρ γεννών αυτόν έπαθε τι, ούτε η μήτηρ. Και διά να ειπώ καθαρώτερα, καθώς ο Υιός του Θεού έγινεν Υιός άνθρωπου ατρέπτως: ήτοι χωρίς να τραπή από την Ιδικήν του φύσιν και Θεότητα, η να λάβη καμμίαν αλλοίωσιν και ρεύσιν, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα «Ο Υιος του Θεού γίνεται και Υιός ανθρώπου, ουχ' ο ήν μεταβαλών ατρεπτος γάρ· άλλ' ο ούκ ήν προσλαβών φιλάνθρωπος γάρ» (Λόγ. εις τα φώτα) ούτω και την τεκούσαν αυτόν έφύλαξεν ατρεπτον και άβλαβη μη τραπείσα γάρ αύτη από την κατά φύσιν παρθενίαν όπου είχε, προσέλαβεν εκείνο όπου δεν είχεν: ήτοι την υπέρ φύσιν μητρότητα. Οθεν και ο Θεοφόρος Μάξιμος ειπεν «Ώς γάρ αυτός ο του Θεου Υιός άνθρωπος γέγονεν, ούκ αλλοιώσας την φύσιν, ούδ' άμείψας την δύναμιν ουτω την τεκούσαν και Μητέρα ποιεί και Παρθένον διατηρεί, θαύματι θαύμα κατά ταύτο διερμηνεύων άμα και θατέρω κρυπτών το έτερον» (Κεφ. θ' της γ' έκατοντ. των γνωστικών).
Λέγει δε και ο Βρυέννιος Ιωσήφ «Τίς Μήτηρ του Θεου των Πατέρων εφάνη ποτέ; Τις άμα και πλάστην και πλάσμα συνέλαβε; Τίς δε και συλλαβούσα Υιόν και κυήσασα και τεκούσα το είναι Παρθένος ούκ απεβάλετο; Πρό της συλλήψεως Παρθένος· εν τη συλλήψει Παρθένος εν τη κυήσει Παρθένος εν τω τίκτειν Παρθένος· και μετά το τεκειν ωσαύτως Παρθένος και αεί Αειπάρθενος· η γάρ εν τω της ζωής αυτής παντί χρόνω και δράσει και γεύσει και ακοή και αφή και οσφρήσει και νω και διάνοια και δόξη και φαντασία και αισθήσει καί, ενί λόγω, πάσαις δυνάμεσι και ψυχικαις και σωματικαις άβατον λογισμοις ρυπαροις εαυτήν όλην τηρήσασα, εικότως αν Αειπάρθενος λέγοιτο. Οθεν ούκ ενεπόδισεν οπωσούν το χρήμα της παρθενίας η υπέρ φύσιν κυοφορία ουδέ το Άειπάρθενον είναι ο Θείος τόκος έκώλυσεν ουθ' η σύλληψις την νηδύν ελυμήνατο ουθ' ο τόκος την τεκούσαν διέφθειρε» (Λόγω Γ' εις τόν Ευαγγελισμόν).
Τροπάριον.
Ήλθε σαρκωθείς, Χριστός ο Θεός ημών, γαστρός ον Πατήρ πρό εωσφόρου γεννά τας ήνίας δέ, ο κρατών των αχράντων Δυνάμεων, εν φάτνη, των αλόγων ανακλίνεται· ράκει, σπαργανονται λύει δέ, πολύπλοκους σειράς παραπτώσεων.Ερμηνεία.
Από τον ρθ' ψαλμόν ερανίσθη ο Ιερός Μελωδός την αρχήν του παρόντος Τροπαρίου λέγεται γάρ εκεί έκ προσώπου του Πατρός προς τον Υιόν «Έκ γαστρός προ Εωσφόρου εγέννησα σε» (ρθ' 4). Κατά τους ακριβέστερους λοιπόν ερμηνευτάς, από τους οποίους ενας είναι και ο Μελωδός Κοσμάς, το ρητόν τούτο εννοείται δια την προαιώνιον εκ του Πατρός Γέννησιν του Υιου επειδή ο Κύριος εν τω Εύαγγελίω, εις την κατά την Θεότητα Γέννησιν αυτού έλαβε τον ρθ' ψαλμ. «Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου πάθου έκ δεξιών μου», από τον οποίον ελήφθη και το ρητόν τούτο. Λέγει λοιπόν ο Μελωδός. «Ο Μονογενής Υιός και Θεός, τον οποίον ο Αναρχος Πατήρ γεννά άπαθως και πρό των αιώνων από την γαστέρα του, επ' εσχάτων των χρόνων ήλθε και εσαρκώθη έκ της Παρθένου». Η γαστήρ δε εδώ παραβολικώς και ομοιωματικώς εννοείται επί του Πατρός κατά τόν Θεοδώριτον και οχι κυρίως και αληθώς ασώματος γάρ ών και πάν τη άυλος ο Θεός, γαστέρα και άλλα μέλη ούκ έχει σωματικά και ανθρωποπρεπή, άπαγε!
Κατά τον Χρυσόστομον λοιπόν, η γαστήρ φανερώνει το γνήσιον της Γεννήσεως, ότι έξ αυτής της ουσίας του Πατρός εγεννήθη ο Υιός κατά δε τον Σεβήρον, η γαστήρ δηλοι το ομοούσιον και κατά τον Θεοδώριτον, το ταυτον της ουσίας. Καθώς γάρ οι άνθρωποι από την κοιλίαν των γεννώσι τα γνήσια τέκνα, τα δε γεννηθέντα τέκνα εχουσι την αυτήν φύσιν με τους ταύτα γεννήσαντας ούτω, λέγει, και συ, ω Μονογενές Υιέ μου, εγεννήθης από εμέ τον κατ’ ουσίαν Πατέρα σου, και ούτω δεικνύεις την Ιδικήν μου ουσίαν απαράλακτον εις τον εαυτόν σου. Εωσφόρος δε νοείται κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον, όχι μόνον ο Ηλιος και ο πρό του ηλίου ανατέλλων αστήρ της Αφροδίτης, αλλά και ο πρώτος των Αγγέλων, ο διά την λαμπρότητα μεν λεγόμενος Εωσφόρος, σκότος δε ύστερον γενόμενος δια την έπαρσιν. Οθεν το «πρό Εωσφόρου» νοείται, ότι πρό πάσης της κτίσεως αοράτου τε και ορατής εγεννήθη έκ του Πατρός ο Υιός. Διά τούτο και ο Θεοδώριτος και ο Σεβήρος το «πρό Εωσφόρου» ενοησαν αντί του «πρό τών αιώνων»· κατά δε τον μέγαν Αθανάσιον, το «πρό Εωσφόρου» δηλοί, ότι εν άφανεια και ακαταληψία και εν σκότει βαθεί ευρίσκεται κεκρυμμένος ο της Γεννήσεως του Υιού τρόπος: ήτοι είναι αφανής και παντελώς ακατάληπτος[2].
Ακολούθως δε ο Μελωδός προς την άκραν αποβλέπων του σαρκωθέντος ταπείνωσιν λέγει, ότι εκείνος όπου κρατεί τας ηνίας και χαλινούς των επουρανίων και αχράντων Δυνάμεων, και ο όποιος εξουσιάζει και διοικεί αυτάς ως ίππους τινάς η πώλους, (διότι ο Προφήτης Ζαχαρίας ως ίππους πυρούς (κόκκινους) είδε τους επουρανίους Αγγέλους, α' 8) ανεπαύθη τώρα και επλαγίασεν επάνω εις το παχνί των αλόγων ζώων αυτός προς τούτοις φασκιώνεται με ευτελή ράκη και φασκιάς και ούτω διά μέσου των πολυτειλίκτων αυτών φασκιών διαλύει τα πολύπλοκα σειράδια και αλυσίδας των αμαρτιών των ανθρώπων σειραί γάρ και αλυσίδες ονομάζονται αι αμαρτίαι, κατά τον Παροιμιαστήν λέγοντα «Σειραις δε των εαυτου αμαρτιών έκαστος σφίγγεται» (Παρ. ε' 22).Τροπάριον
Νέον έξ Αδάμ, παιδίον φυράματος, ετέχθη Υιός, και πιστοίς δέδοταν του δε μέλλοντος ούτος έστιν αιώνος, Πατήρ και άρχων και καλείται, της μεγάλης Βουλής Αγγελος· ούτος, ισχυρός Θεός έστι, και κρατών εξουσία της Κτίσεως».
Ερμηνεία
Από τον Προφήτην Ησαΐαν ερανίσθη ο Μελωδός το παρόν Τροπάριον έφη γάρ ο μεγαλοφωνότατος εκείνος εν τω εννάτω κεφαλαίω της αυτού Προφητείας περί του γεννηθέντος Χριστού ταύτα, «Παιδίον έγεννήθη ήμιν Υιός, και εδόθη ήμϊν, οϋ η αρχή έγενήθη επί του ώμου αυτού, και καλείται τό δνομα αυτού μεγάλης βουλής "Αγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ήσ. θ' 6). Λέγει λοιπόν ο θεσπέσιος Μουσουργός, ότι ο Χριστός εγεννήθη από το φύραμα (την ουσίαν και φύσιν) του Αδάμ ος τις παιδίον μεν ονομάζεται κατά την ανθρωπότητα, Υιός δε, κατά την Θεότητα. Αλλοι δε λέγουν, επειδή ανωτέρω είπεν ο Προφήτης τον Χριστόν παιδίον ουδετέρως, διά νά μη νομίση τινάς, ότι είναι παιδίον θηλυκόν, διά τούτο ακολούθως επιφέρει, ότι το παιδίον είναι Υιός: ήτοι παιδίον αρσενικόν, και όχι θηλυκόν.
Επειτα λέγει ο Μελωδός «Και εδόθη ο Υιός ούτος εις ημάς τους Χριστιανούς, τους εμπιστευμένους όντας φίλους αυτού»· τόση γάρ πολλή, εστάθη η του άναρχου Πατρός προς τους ανθρώπους αγάπη, ώστε εχάρισεν εις ήμας τον αγαπητόν και Μονογενή του Υιόν ίνα πιστεύοντες εις αυτόν απολαύσωμεν ζωήν αιώνιον. Και τούτο βέβαιων ο της βροντής Υιός Ιωάννης εβόησεν «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον Κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον Μονογενή εδωκεν ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή άπόληται, άλλ' έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ' 16). Ορα δε, ότι ο Μελωδός λέγει, ότι το παιδίον τούτο εδόθη εις ήμας τους πιστεύοντας διότι αυτό δεν εδόθη εις τους απίστους· δι' αυτούς γάρ ο Χριστός δωρεάν εγεννήθη και δωρεάν απέθανεν. Οθεν δικαίως κατηγορεί αυτούς ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγων «Προς ταύτα τί φασίν ημίν οι συκοφάνται; οί πικροί της Θεότητος λογισταί; (οι άπιστοι και αιρετικοί) οι κατήγοροι των επαινουμένων; οι σκοτεινοί περί το φως; οι περί την σοφίαν απαίδευτοι; υπέρ ών Χριστός δωρεάν απέθανε; τα αχάριστα κτίσματα; τα του πονηρού πλάσματος;» (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν).
Ο Αυτός δε Υιός (ακολουθεί ο Μελωδός) άν και είναι παιδίον νέον κατά την ανθρωπότητα, ομως κατά την Θεότητα είναι Πατήρ και αρχών του μέλλοντος αιώνος· καθότι ημείς πιστεύομεν, ότι έλαβε παρά του Πατρός την κρίσιν την εν τω μέλλοντι αιώνι γενησομένην «Ο Πατήρ, φησί, κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πασαν δέδωκε τω Υιω» (Ιω. ε' 22). Οθεν και Θεόδωρος ο Στουδίτης εν τινι Τροπαρίω των αναβαθμών ούτω λέγει «Του καρπού της γαστρός τω Πνεύματι υιοποιητοί σοι τω Χριστω ώς Πατρί οι Αγιοι πάντοτε είσί». Διττώς δε είναι Πατήρ ημών ο Δεσπότης Χριστός· Πατήρ μεν ημών κατά την Θεότητα είναι, επειδή εβαπτίσθημεν εις τό ονομα αυτού καθό Θεού λέγει γάρ «Μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιου και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη' 19)· κατά δε την ανθρωπότητα είναι Πατήρ, καθότι εκ του ύδατος του εκχυθέντος έκ της λογχονύκτου αυτού πλευράς καθό ανθρώπου, ανεγεννήθημεν οι πιστεύσαντες. Ο αυτό δε Υιός εστάθη Αγγελος (Μηνυτής) της προαιώνιου και απόκρυφου βουλής του Πατρός, της περί της ενσάρκου Οικονομίας γεγενημένης αυτός είναι και Θεός δυνατός, και πάντας νικών, και παρ' ουδενός νικώμενος· αυτός δε κρατεί και κυριεύει όλην την Κτίσιν, τόσον την αισθητήν, όσον και την νοητήν κυριεύει δε ταύτην με μίαν εξουσίαν υπερτάτην και απόλυτον, την οποίαν δεν έλαβεν άπό άλλον τινά, αλλά έχει ταύτην οίκοθεν από την ιδικήν του θείαν φύσιν και δύναμιν.
[1]Ορα και εις την ερμηνείαν του Τροπαρίου της ς' Ωδής του Ιαμβικού Κανόνος των Θεοφανείων του λέγοντος «Έκ ποντίου λέοντος ο τριέσπερος», ίνα μάθης, πως ο Ίωνας παρομοιάζεται με το έμβρυον υπό του Αλεξανδρείας θείου Κυρίλλου
[2]Ο δε Θεόδωρος ο των Κανόνων τούτων ερμηνευτής, και άλλως ερμηνεύει το ανωτέρω ρητόν του Δαβίδ «Έκ γαστρός πρό Εωσφόρου εγέννησά σε». Ούτω δε φησίν «Ω Μονογενές Υίέ μου, εγώ την έκ Παρθένου επ' εσχάτων σου Γέννησιν, πρό Εωσφόρου: ήτοι πρό πάντων των κτισμάτων ευδόκησα και προώρισα». Ώστε οταν ήμεϊς άκούωμεν, δτι ο άναρχος Πατήρ γεννςί από γαστρός τόν ΥΙόν, Γέννησιν πρέπει νά νοοϋμεν την εύδοκίαν της έπ' έσχατων εκ της Παρθένου Γεννήσεως τοϋ Υίοΰ διότι και ο Θεολόγος Γρηγόριος εύδοκίαν ώνόμασε την παρά του Πατρός γενομένη ν τοϋ Υίοΰ αποστολήν. Οΰτω και ήμεΐς συνειθίζομεν νά όνομάζωμεν έργα ιδικά μας, εκείνα δπου γίνονται μέ την θέλησιν και προσταγήν μας· ουτω χάριν παραδείγματος λέγομεν, δτι ο Βασιλεύς έκτισε την πόλιν έκείνην διά προσταγής ιδικής του. Τοιουτοτρόπως λοιπόν και ο άναρχος Πατήρ, επειδή ευδόκησε να γεννηθη εκ της Παρθένου ο Μονογενής του Υιός, διά τούτο αυτός λέγει, ότι τούτον γεννά. Εις τούτο το νόημα συντείνει και άλλο Δαβιτικόν το λέγον «Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγεννηκά σε»· το μέν γάρ «Υιός μου ει σύ» ερρέθη δια την προαιώνιον Γέννησιν του Υιού κατά την θεότητα το δε «Σήμερον γεγεννηκά σε» ερρέθη δια την κατά σάρκα Γέννησιν αυτού, ώς ερμήνευσεν ο Νύσσης Γρηγόριος και ο Ζυγαδηνός Ευθύμιος και το μεν «σήμερον» νοείται αντί του «Χρονικώς»· το δε «Γεγεννηκά» αντί του «Εκτισα», πλατυτέρως δηλονότι της Γεννήσεως νοούμενης Πατήρ γάρ ο Θεός λέγεται των Κτισμάτων: ήτοι πλάστης, ποιητής, κατά ο «Σύ γάρ Πατήρ ήμών» (Ήσ. ξγ' 16). Σημείωσαι, ότι και Ιωάννης ο Ζωναράς εν 5 ερμηνεία του Γ ήχου της Όκτωήχου το ανωτέρω ρητόν του Δαβίδ, συμφώνως ερμηνεύει με τον ρηθέντα Θεόδωρον μάλλον δε και διά τας δύο Γεννήσεις του Χρίστου αυτό εννοείούτω γάρ λέγει· «Προ Εωσφόρου δε είρηται, ότι ο τρόπος της καθ ήμας και κάτω Γεννήσεως του Κυρίου ακατάληπτος έστι, και ώσπερ εν σκότω βαθεί τη ακαταληψία καλύπτεται πρό γάρ του Εωσφόρου σκότος τό παν καλύπτει, και αορασία του παντός κατεσκέδασται. Ώς ον φωτός ούκ οντος, οι αισθητοί οφθαλμοί εν αγνοία των δρωμένων εισίν ούτω και ο νους ημών, τον τρόπον της του Κυρίου σαρκώσεως και Γεννήσεως υπέρ φύσιν ούσης, νοήσαι ού δύναται. Τινές δε φασίν εν τω Έβραικο, αντί του «Έκ γαστρός» τό «Μαριάμ» περιέχεσθαι, φανερώς και ονομαστί μνημονευθείσης της Θεομήτορος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου