Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Λόγος ἐν ταῖς Καλάνδαις



Λόγος ἐν ταῖς Καλάνδαις 
(Ὁ κατὰ Θεὸν ἑορτασμὸς τῆς πρωτοχρονιᾶς καὶ ἡ πλάνη τῆς ἐκ τοῦ πονηροῦ εὐφροσύνης κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν). 
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Οἱ συναγωνισμοὶ ποὺ γίνονται σήμερα εἰς τὰ καπηλεῖαι εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ ἀσωτίαν καὶ ἀσέβειαν. Εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ ἀσέβειαν διότι αὐτοὶ ποὺ τὰ κάνουν παρακολουθοῦν τὰς ἡμέρας καὶ προμαντεύουν καὶ πιστεύουν ὅτι, ἂν περάσουν τὴν νουμηνίαν τοῦ μηνὸς (ἡ ἀρχή τῆς νέας σελήνης, τοῦ νέου σεληνιακοῦ μήνός). αὐτοῦ μὲ εὐχαρίστησιν καὶ ἀπόλαυσιν, ὅλος ὁ χρόνος θὰ περάση δι’ αὐτοὺς τὸ ἴδιο· ἀπὸ ἀσωτίαν δὲ διότι ἀπό πολὺ πρωὶ γυναίκες καὶ ἄνδρες ἀφοῦ γεμίσουν μπουκάλιᾳ καί ποτήρια πίνουν μὲ μεγάλην ἀσωτίαν τὸ ἁγνὸ κρασί. Αὐτὰ εἶναι ἀνάξια τῆς πίστεώς μας, εἴτε τὰ κάνετε ἐσεῖς, εἴτε παρακολουθεῖτε ἄλλους ποὺ τὰ κάνουν, εἴτε συνγγενεῖς εἶναι αὐτοί, εἴτε φίλοι, εἴτε γείτονες. Δὲν ἄκουσες τὸν Παῦλον ποὺ λένει· «Φυλάττετε ὡρισμένας ἡμέρας, καὶ μῆνας καὶ ἐποχὰς καὶ ἔτη. Φοβοῦμαι μήπως μάταια ἐκοπίασα διὰ σᾶς».

Ἄλλωστε θὰ ἦτο πολὺ μεγάλη ἀνοησία νὰ περιμένη νὰ πάη καλὰ ὅλος ὁ χρόνος ἐπειδὴ θὰ περᾴση εὐνοϊκὰ μία ἡμέρα. ῎Οχι μόνον ἀνόητη εἶναι αὐτὴ ἡ γνώμη, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀποτέλεσμα διαβολικῆς ἐνεργείας, νὰ ἐμπιστευώμεθα δηλαδὴ τὴν ζωἡν μας ὄχι εἰς τὴν ἰδικήν μας φροντίδα καὶ προσπάθειαν, ἀλλὰ εἰς τὰς ἐναλλαγὰς τῶν ἡμερῶν. ῾Ολόκληρος ὁ χρόνος θὰ περἀση δι’ ἐσένα εὐτυχισμἐνος, ὄχι ἐὰν μεθύσης κατὰ τὴν νουμηνίαν, ἀλλὰ ἐὰν καὶ κατὰ τὴν νουμηνίαν καὶ κάθε ἡμἐραν κάνης τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ἡ ἡμέρα κακὴ καὶ καλὴ ὄχι ἀπὸ τὴν φύσιν της, διὀτι δὲν διαφέρει ἡ μία ἡμέρα ἀπὸ τὴν ἄλλην, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας φροντίδα ἢ ἀμέλειαν. ῍Αν πράττης τὴν δικαιοσύνην, ἡ ἡμέρα σου θὰ γίνη καλή· ἐὰν πράττῃς τὴν ἁμαρτίαν ἡ ἡμέρα σου θὰ εἶναι πονηρὰ καὶ γεμάτη κόλασιν. ῍Αν πιστεύῃς αὐτὰ καὶ τὰ ἐφαρμόζης ὅλος ὁ χρόνος θὰ σοῦ πηγαίνη καλά, καὶ κάθε ἡμέραν θὰ κάνης προσευχὰς καὶ ἐλεημοσύνας, ἂν ὅμως παραμελῆς, τὴν ἀρετήν σου καὶ έξαρτᾷς τὴν εὐχαρίστησιν τῆς ψυχῆς σου ἀπὸ τὰς νουμηνίας καὶ τοὺς ἀριθμοὺς τῶν ἡμερῶν, θὰ μείνης ἔρημος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά σου. 
᾽Επειδὴ λοιπὸν καὶ ὁ διάβολος τὸ γνωρίζει αὐτό, καὶ ἐπειδὴ φροντίζει πάντα νὰ ἀχρηστεύῃ τοὺς κόπους ποὺ καταβἀλλομεν διὰ τὴν ἀρετήν, καὶ νὰ σθήση τήν προθυμίαν τῆς ψυχῆς μας μᾶς ἔμαθε νὰ συνδέωμεν τὴν εὐτυχίαν καὶ τὴν κακοτυχίαν μὲ τὰς ἡμέρας. Διότι αὐτὸς ποὺ ἔχει πείσει τὸν ἐαυτόν του ὅτι ὑπάρχει ἡμέρα κακὴ καὶ ἡμέρα καλή, οὔτε κατὰ τὴν κακήν ἡμέραν θὰ φροντίσῃ διὰ τὰ καλὰ έργα, ἀφοῦ ἄσκοπα θὰ ἐφρόντιζε καὶ οὐδὲν θὰ ὠφελοῦσε λόγῳ τῆς ἡμέρας, οὔτε πάλιν κατὰ τὴν καλὴν θὰ ἐφρόντιζε δι’ αὐτό, ἀφοῦ εἰς τίποτε δὲν θά βλάπτεται ἀπὸ τὴν ἀμέλειάν του, λόγῳ τοῦ καλοῦ τῆς ἡμέρας. Καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ ἀπὁ τὴν μίαν καὶ ἀπὸ τὴν ἀλλην περίπτωσιν ζημιώνει τὴν σωτηρίαν του, καὶ θὰ περάση ὅλην του τὴν ζωὴν εἰς τὴν ἀργίαν καὶ τὴν πονηρίαν μὲ τὴν πειτοίθησιν ὅτι ἄλλοτε κοπιάζει ἄσκοπα, ἄλλοτε δὲ ὅτι πράττει πράγματα περιττά. 
᾽Αφοῦ λοιπὸν γνωρίζωμεν αὐτὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγωμεν τὰς πονηρίας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ διώξωμεν αὐτὴν τὴν σκέψιν ἀπὸ τὸν νοῦν μας καὶ νὰ μή παρατηροῦμεν τὰς ὴ μέρας, καὶ οὔτε τὴν μίαν νὰ μισοῦμεν καὶ τὴν ἄλλην νὰ ἀναπτῶμεν - Διότι τὰ μηχανεύεται αὐτὰ ὁ διάβολος ὄχι - μόνον διὰ νὰ μᾶς ρίψη εἰς ἀμέλειαν, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ συκοφαντήση τὰ δημιουρνήματα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παρασύρη τὰς ψυχάς μας εἰς τὴν ἀσέβειαν μαζὶ καὶ τὴν ραθυμίαν. 
᾽Αλλὰ ἐμεῖς πρέπει νὰ ξεφύγωμεν καὶ νὰ μάθωμεν σαφῶς ὅτι τίποτε δὲν εἶναι κακὸν ἀλλὰ μόνον ἡ ἁμαρτία καὶ τίποτε δὲν εἶναι ἀγαθόν, ἀλλὰ μόνον ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ νὰ ἀρέσωμεν εἰς τὸν Θεὸν κατὰ πἀντα. Δὲν προξενεῖ ἡ μέθη εὐχαρίστησιν, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ προσευχή· ὄχι τὸ κρασί, ἀλλὰ ὁ διδακτικὸς λόγος. Τὸ κρασὶ φέρει τρικυμίαν ἐνῷ ὁ λόγος γαλήνην· ἐκεῖνο φέρει τὸν θόρυβον ἐνῷ ὁ λόγος διώχνει τὴν ταραχήν· ἐκεῖνο σκοτίζει τὸν νοῦν, αὐτὸς ὅμως, ὅταν εἶναι σκοτισμένος, ὁ νοῦς, τὸν φωτίζει· ἐκεῖνο μᾶς δημιουρνεῖ ἀνυπάρκτους στενοχωρίας, αὐτὸς διώχνει αὐτὰς ποὺ ὑπάρχουν. Διότι κανένα πρᾶγμα δὲν συνηθίζει νὰ προξενῆ τόσην χαρὰν καὶ εὐχαρίστησιν, ὅσον αἱ ἀλήθειαι τῆς πίστεως, ἡ περιφρόνησις τῶν παρόντων πραγμάτων καὶ ἡ ἀναμονὴ τῶν μελλόντων καὶ τὸ νὰ θεωροῦμεν ὡς μὴ βέβαια ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, καὶ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν ἐξουσίαν καὶ τὰς τιμὰς καὶ τὰς ἀπολαύσεις. ῍Αν μπορῆς νὰ σκέπτεσαι ἔτσι, ἀκόμη καὶ ἂν ἰδῆς κανένα νὰ πλουτίζη δὲν θὰ σὲ κεντρίζῃ ὁ φθόνος, καὶ ἂν περιπέσῃς εἰς στέρησιν δὲν θὰ ταπεινωθῇς ἀπὸ τὴν πτωχειαν. ῎Ετσι ἠμπορεῖς νὰ ἑορτάζης πάντοτε. 
῾Ο Χριστιανὸς λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ ἑορτάζη τοὺς μῆνας, ἤ τὰς νουμηνίας, ἤ τὰς Κυριακάς, ἀλλὰ ὅλην του τὴν ζωὴν πρέπει νὰ ζῆ μὲ τὴν πρέπουσαν ἑορτήν. Ποία εἶναι ἡ πρέπουσα ἑορτὴ τοῦ Χριστιανοῦ; Ἄς ἀκούσῳμεν τὸν Παῦλον ποὺ λέγει· “ὥστε ἂς ἑορτάζωμεν ὄχι μὲ, παλαιὸ προζύμι, οὔτε μὲ προζύμι κακίας καὶ πονηρίας, ἀλλὰ μὲ ἄζυμα εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας’’, Ἄν ἔχης λοιπὸν καθαρὰν τὴν συνείδησιν, ἔχεις διαρκῶς ἑορτήν, ἐπειδὴ τρέφεσαι μαζὶ μὲ τὰς καλὰς ἐλπίδας, καὶ εὐχαριστεῖσαι μὲ τὴν ἀναμονὴν τῶν μελλόντων άγαθῶν· ὅπως ἐπίσης ἂν ἔχης ἔνοχον τὴν συνείδησίν σου καὶ εἶσαι ὑπεύθυνος διὰ πολ λὰς ἁμαρτίας, καὶ ἂν ὑπάρχουν ἀκόμη χιλιάδες ἑορταὶ καὶ πανηγύρεις, δὲν θά αἰσθάνεσαι καθόλου καλύτερα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πενθοῦν. Ποῖο λοιπὸν εἶναι τὁ όφελος ἐὰν ἡ ἡμέρα εἶναι λαμπρά, ἡ ψυχή μου ὅμως εἶναι σκοτισμένη εἰς τὴν συνείδησιν; ῍Αν ὅμως θέλης νὰ ὠφεληθῇς κάτι καὶ ἀπὸ τὴν νουμηνίαν αὐτὸ κάμε. ῞Οταν ἰδῆς νὰ συμπληρώνεται ἕνας χρὁνος εὐχαρίστησε τὸν Κύριον ποὺ σὲ εἰσήγαγεν εἰς τὸν κύκλον αὐτῶν τῶν έτῶν. Νὰ συγκινηθῆ ἡ καρδία σου, μέτρησε τὸν χρόνον τῆς ζωῆς σου καὶ εἰπὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου. Αἱ ἡμέραι τρέχουν καὶ περνοῦν, τὰ χρόνια συμπληρώνονται, πολὺν δρόμον ἐπροχωρήσαμεν· ποῖον καλὸν ἔργον ἐπράξαμεν; Μήπως φύγωμεν ἀπὸ ἐδῶ κενοὶ καὶ ἔρημοι ἀπὸ κάθε εἴδος ἀγαθοεργίας; Τό δικαστήριον πλησιάζει, ἡ ζωή τρέχει βιαστικὰ πρὸς τὸ γῆρας. 
Αὐτὰ νὰ συλλογίζεσαι μὲ ἀφορμὴν τὰς νουμηνίας, αὐτὰ νὰ ἐνθυμῆσαι εἰς κάθε ἀλλαγὴν τῶν ἐτῶν· ἀς σκεπτώμεθα τὴν ἡμέραν τῆς μελλούσης κρίσεως, μήπως εἰπῆ κανεὶς καὶ πρὸς ἡμᾶς αὐτὸ ποὺ ἔχει λεχθή ἀπὸ τὸν προφήτην εἰς τοὺς ᾽Ιουδαίους· «ἐτελείωσαν αἱ ἡμέραι των ἐν ματαιότητι καὶ τὰ ἔτη των αἰφνιδίως». Αὐτὴν τὴν ἑορτὴν ποὺ ἀνέφερα, τὴν συνεχῆ, ποὺ δὲν περιμένει ἐναλλαγὰς τῶν ἐτῶν, οὔτε καθορίζεται ἀπὸ ἡμέρας, καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς ἠμπορεῖ νὰ τήν ἑορτάση κατὰ τὸν ἵδιον τρόπον. Διότι δὲν χρειάζονται χρήματα, οὐτε πλοῦτος, ἀλλὰ μὸνον ἀρετή. Δὲν έχεις χρήματα; ῎Εχεις ὅμως τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πλουσιώτερος θησαυρὁς ἀπό ὅλα τὰ χρήματα, ποὺ δὲν ξοδεύεται, ποὺ δὲν μεταβἀλλεται, ποὺ δὲν δαπανᾶται. Κοίταξε εἰς τὁν οὐρανὸν καὶ τὸν οὐρανόν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν, τὸν ἀέρα, τὰ εἴδη τῶν ζώων, τὰ κάθε εἴδους φυτά, ὅλον τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Φαντάσου τοὺς ἀγγέλους, τούς ἀρχαγγέλους, τὰς ἀνωτέρας δυνάμεις αὐτὰ ὅλα ἀνήκουν εἰς τὸν Κύριόν σου. Δὲν εἷναι λοιπὸν δυνατὁν ἕνας δοῦλος τόσον πλουσίου Δεσπότου νὰ εἶναι φτωχός, ἐὰν ἕχη εὐνοϊκὸν τὸν Κύριόν του. 
Τὸ νὰ παρατηρῇ κανεὶς τὰς ἡμἐρας δὲν εἴναι γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης. ῎Εχεις ἀπογραφῆ εις τὴν οὐράνιον πόλιν, διαμένεις εἰς τὴν ἐκεῖ πολιτείαν, ἀνέμιξες τὸν ἑαυτόν σου μὲ τοὺς ἀγγέλους· ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φῶς ποὺ νὰ καταλήγη εἰς τὸ σκοτάδι οὔτε ἡμέρα ποὺ νὰ τελειώνη εἰς νύκτα, ἀλλὰ πάντοτε ἡμέρα, πάντοτε φῶς. Πρὸς ἐκεῖνα λοιπὸν νὰ βλέπωμεν πάντοτε· διότι λέγει· «νὰ ζητᾶτε ὅσα εἶναι ἐπάνω, ὅπου ὁ Χριστὸς κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ», Δὲν ἔχεις τίποτε κοινὸν μὲ τὴν γῆν, ὅπου ἐξουσιάζουν οἱ δρόμοι τοῦ ἡλίου καὶ οἱ κύκλοι αὐτοῦ · καὶ αἱ ἡμέραι ἀλλὰ έὰν ζῆς ὀρθῶς, ἡ νύκτα γίνεται δι’ ἐσένα ἡμέρα· ὅπως εἰς αὐτοὺς ποὺ ζοῦν εἰς τὴν ἀσέλγειαν καὶ τὴν μέθην καὶ τὴν ἀκολασίαν, ἡ ἡμέρα μετατρέπεται εἰς σκότος τῆς νύκτας, ὄχι διότι σβήνει ὁ ἥλιος, ἀλλὰ διότι ὁ νοῦς των σκοτίζεται μὲ τήν μέθην. Τὸ νὰ δίνῃ κανεὶς εἰς τὰς ἡμέρας αὐτὰς τόσην σημασίαν καὶ νὰ ἀπολαμβάνη μεγαλυτέραν εὐχαρίστησιν κατ’ αὐτάς, καὶ νὰ φωταγωγῆ τὰς ἀγοράς, καὶ νὰ, πλέκη στεφάνια, εἶναι χαρακτηριστικὁν παιδικῆς ἀνοησίας. Σὺ όμως ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀδυναμίαν, καὶ ἔγινες ἄνδρας καὶ ἐνεγράφης εἰς τὴν οὐράνιον πολιτείαν. Μὴ ἀνάβης λοιπὸν εἰς τὴν ἀγορὰν φωτιὰ αἰσθητή, ἀλλ’ ἄναψε εἰς τὴν σκέψιν σου φῶς πνευματικόν. Διότι λέγει· «ἔτσι πρέπει νὰ λάμψῃ τὸ φῶς σας ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ἰδοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας ποὺ, εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς». 

Λόγος εν ταις Καλάνδαις PG 48, 955 – 956 Ε.Π.Ε.31, 475

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις