Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Ο άγιος Λούππος, επίσκοπος της Τρουά


Ο άγιος Λούππος, επίσκοπος της Τρουά 

29 ΙΟΥΛΙΟΥ 

Γεννημένος περί το 383 στο Τουλ από ευγενή γαλλο-ρωμαϊκή οικογένεια, ο άγιος Λούππος έλαβε καλή μόρφωση στα κλασικά γράμματα. Παντρεύθηκε την Πιμενιόλη, αδελφή του αγίου Ιλαρίου Αρελάτης [5 Μαΐου] και συγγενή του αγίου Ονωράτου [16 Ιαν.]. Μετά από συμβίωση έξι χρόνων χώρισαν για να αφιερωθούν στον Θεό: η Πιμενιόλη εκάρη μοναχή και ο Λούππος μπήκε στην Μονή του Λερίνου, εξαιτίας της φήμης του αγίου Ονωράτου. 
Μετά από έναν χρόνο, ενώ ταξίδευε στο Μακόν για να διαθέσει τα υπάρχοντά του, εξελέγη επίσκοπος της Τρουά (στην Σαμπανία) (426). Παραμένοντας ωστόσο πιστός στις μοναχικές του υποσχέσεις, συνέχισε τον ασκητικό βίο παράλληλα με τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Κοιμόταν κατά γης, φορούσε τον τρίχινο χιτώνα κατά σάρκα, έτρωγε και κοιμόταν μέρα παρά μέρα και έδειχνε ανελλιπώς την αγάπη του απέναντι στους φτωχούς και στους φυλακισμένους. 
Το 429, κατόπιν αιτήματος του πάπα Κελεστίνου και των επισκόπων της Γαλατίας που είχαν συγκληθεί σε Σύνοδο, συνόδευσε τον άγιο Γερμανό του Ωξέρ [31 Ιουλ.] στην Μεγάλη Βρετανία για την αντιμετώπιση των αιρετικών πελαγιανών, που ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν ανάγκη της θείας χάριτος. 
Επιστρέφοντας στην Τρουά, αφού έφερε πλήθος ψυχών στην αληθινή Πίστη, τόσο με τα θαύματά του όσο και με τα θεόπνευστα λόγια του, ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του με πατρική έγνοια. 
Κατά την εισβολή των Ούννων (451), ενώ η πόλη της Τρουά, αφρούρητη και ανοχύρωτη, βρισκόταν στο έλεος των επιδρομέων, ο άγιος επίσκοπος προέτρεψε τον πληθυσμό να αναπέμψει τις προσευχές του με συντριβή καρδίας ενώ ο ίδιος διπλασίασε τις σκληραγωγίες του. 
Κατόπιν ενδεδυμένος τα αρχιερατικά του άμφια και συνοδευόμενος από τον κλήρο του μετέβη προς συνάντηση του Αττίλα και επιβάλλοντας τον σεβασμό με την μεγαλοπρέπειά του έκανε τον τύραννο να σταματήσει τους άνδρες του που είχαν ορμήσει πάνω στους ανυπεράσπιστους κληρικούς. 
Ο Λούππος του είπε: «Εάν είσαι, όπως ισχυρίζεσαι, η “μάστιγα του Θεού”, τιμώρησέ μας όσο σου το επιτρέψει το χέρι που σε οδηγεί». Τα λόγια αυτά άγγιξαν την καρδιά του βαρβάρου που χαρίστηκε στην πόλη. 
Μετά την ήττα του, ο Αττίλας πέρασε πάλι από την Τρουά και πήρε μαζί του όμηρο τον άγιο επίσκοπο μέχρι τον Ρήνο· δεν άργησε όμως να τον αφήσει ελεύθερο ζητώντας τις προσευχές του. 
Επιστρέφοντας ο άγιος Λούππος, επειδή κάποιοι τον υποπτεύονταν ότι βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Ούννους, αποσύρθηκε για δύο χρόνια στο όρος Λασουά, εξήντα χιλιόμετρα περίπου απόσταση από την Τρουά, και κατόπιν στο Μακόν, όπου επιτέλεσε θαυματουργικές ιάσεις, οι οποίες τον έκαναν τόσο ονομαστό ώστε ο βασιλέας των Αλαμανών ελευθέρωσε για χάρη του τους αιχμαλώτους που κρατούσε. 
Φθάνοντας στην Τρουά ανέλαβε την αποκατάσταση των ζημιών, υλικών και πνευματικών, που η βαρβαρική επιδρομή είχε προκαλέσει στον πληθυσμό της πόλης και της γύρω υπαίθρου. Πολλοί μαθητές του συναριθμήθηκαν στους πλέον επιφανείς επισκόπους των χρόνων εκείνων. 
Ο άγιος Λούππος παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στον Θεό στις 29 Ιουλίου 479, μετά από επισκοπεία πενήντα δύο ετών. 
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου ΕκκλησίαςΤόμος 11ος, Ιούλιος. Ίνδικτος, 

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

Στίς 25 Ἰουλίου εἶναι ἡ γιορτή τῆς Ἁγίας Ἂννης.


Πηγή:Εδώ

Στίς 25 Ἰουλίου εἶναι ἡ γιορτή τῆς Ἁγίας Ἂννης. Ἡ γιορτή τῆς Ἁγίας εἶναι ἀφιερωμένη στίς γυναῖκες. Σήμερα γιορτάζουν οἱ παντρεμένες Ἂννες. Πολλά τάματα καί εὐχές στήν Ἁγία γιά ἓνα μωρό ἢ γιά εὐτεκνία. Πολλά ἀπ΄ αὐτά τά τάματα ἒχουν σταλεῖ στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἂννης, στό Ἃγιον Ὂρος, μέ τήν εὐχή νά ἀκουσθεῖ ἡ παράκληση νά ἀποκτήσουν ἓνα παιδί. Ὑπάρχουν στό χωριό Ἂννες πού ἒχουν - λόγω τοῦ θαύματος κατά τή σύλληψή τους - τό ὂνομα τῆς Ἀγίας. 
Ἀπό τό βιβλίο 
Ἀπό τό Σεπτέμβριο ὢς τόν Αὒγουστο. 


Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο Βατοπαιδινός, ο εξ Άρτης


 

Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο Βατοπαιδινός, ο εξ Άρτης

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Ο κατά κόσμον Μιχαήλ Τριβώλης, υιός των επιφανών, πλουσίων και ευσεβών γονέων Μανουήλ και Ειρήνης, κατήγετο από την Λακεδαίμονα της Πελοποννήσου, αλλά γεννήθηκε στην Άρτα της Ηπείρου το 1470. Έλαβε καλή μόρφωση, στην αρχή από τον πατέρα του και στην συνέχεια από τον ιερέα Ιωάννη Μόσχο. Έφηβος φοίτησε στο περίφημο ελληνικό σχολείο της Άρτας.

Αρκετά νέος μετέβη για σπουδές στην Ιταλία. Στην αρχή φοίτησε στην ελληνική σχολή της Βενετίας, όπου δίδασκε ο Ιωάννης Λάσκαρις και άλλοι Έλληνες δάσκαλοι, εργαζόμενος συγχρόνως και ως γραφέας στα έργα του Λάσκαρη, που τον μύησε στην πλατωνική φιλοσοφία. Κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου μεταξύ άλλων Ελλήνων δίδασκε και ο Λαόνικος Ταμαίος. Στη συνέχεια μετέβη στη Φερράρα και τη Φλωρεντία, όπου ανθούσαν οι κλασικές σπουδές. Στη Φλωρεντία γνωρίσθηκε με τον καταδικασθέντα σε θάνατο Σαβοναρόλα και άκουσε τα αντιπαπικά του κηρύγματα, τα όποια τον επηρέασαν βαθύτατα. Ακολούθως μετέβη στο Μιλάνο, για να παρακολουθήσει τους σπουδαίους δασκάλους Λαόνικο Χαλκοκονδύλη και Κωνσταντίνο Λάσκαρη. Στην Βενετία παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα στον υπό τον Άλδο Μανούτιο κύκλο λογίων, μεταξύ των οποίων διαπρέπουν οι Μάρκος Μουσούρος, Σκιπίωνας Καρτερομάχος και ο φίλος του Ιωάννης Γρηγορόπουλος. Συγχρόνως εργάζεται στον εκδότη Άλδο Μανούτιο και στους τυπογράφους Ζαχαρία Καλλιέργη και Νικόλαο Βλαστό. Όλο αυτό το διάστημα γνωρίζεται και συσχετίζεται με επιφανή πρόσωπα που υπήρξαν ονομαστοί παράγοντες της Αναγεννήσεως, αλλά και βοηθοί και χορηγοί του, όπως ο ελληνιστής Urceo Cordo στη Βολώνια, ο Niccolo Lelio Cosmico στη Φερράρα, ο Agostino Nifo στην Πάδοβα, ο Ambrogio Varese de Rosate στο Μιλάνο, και με τους τυπογράφους Giovanni Bissoli και Ben Mansi, Nicola Taresco και Loduico Ticionum και τον ηγεμόνα Giovanni Francesco Pico della Mirantola.

Μετά από εννεάμηνη παραμονή στην Άρτα μετέβη στην Μιραντούλη, όπου επιδόθηκε στην πιστή μετάφραση των αγιοπατερικών έργων στη λατινική γλώσσα. Λόγω ταραχών και κινδύνων που επικροτούσαν κατά την περίοδο αυτή αναγκάζεται να προσφύγει στον Δομινικανό Καρδινάλιο Oliviero Carafa. Αυτός τον έστειλε στον βιβλιοθηκάριο και μεταφραστή έργων των Ελλήνων Πατέρων της μονης του Άγιου Μάρκου Renobius Acciqinoli, κοντά στον όποιο συνέχισε να εργάζεται και αυτός μεταφραστικά κι όχι φορώντας το ράσο του Δομινικανού μοναχού, όπως κακώς του αποδόθηκε.

Ο σοφός Μιχαήλ Τριβώλης, «επειδή το καθολικόν περιβάλλον του έσφιγγε κυριολεκτικώς την καρδίαν, δεδομένου ότι ήτο πιστός ορθόδοξος χριστιανός, έφυγεν άπό την παποκρατούμενην ταύτην μονήν προφασιζόμενος ασθένειαν και έλλειψιν ηρεμίας του, ψυχικής και πνευματικής, όπως ακριβώς έγραφεν αργότερον εις τον φίλον του Ιωάννην Γρηγορόπουλον». Κουρασμένος πολύ άπό τις συνεχείς μελέτες, τις πολλές συγγραφές και μεταφράσεις, θλιμμένος άπό τον θάνατο των γονέων του, ταλαιπωρημένος άπό τις μετακινήσεις, επηρεασμένος άπό τις πατερικές μελέτες, στενοχωρημένος άπό την υποδούλωση της πατρίδος του στους Τούρκους, αποφασίζει τη μοναχική του αφιέρωση. Δεν θέλησε να παραμείνει στη Δύση, όπου μάλλον θα είχε μία λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία και θα συνέχιζε το πλούσιο και σπουδαίο μεταφραστικό του έργο. Επιστρέφει άπό εκεί έχοντας διδαχθεί θεολογία, φιλοσοφία, φιλολογία, ιστορία και τις γλώσσες αρχαία ελληνική, λατινική, γαλλική και ιταλική.

Ήλθε στο Άγιον Όρος και επέλεξε τη μεγάλη μονή του Βατοπαιδίου, πιθανόν για τους σοφούς και ενάρετους μο ναχούς της και την πλούσια βιβλιοθήκη της. Ο πολύσοφος Αρτηνός Μιχαήλ Τριβώλης με τις υψηλές σπουδές στην Ιταλία φθάνει ως απλός προσκυνητής στο αρχαίο αυτό εργαστήρι της αγιότητος και της σοφίας. Ο αναφερθείς διδάσκαλος του Ιωάννης Λάσκαρης είχε αποσταλεί στο Αγιον Όρος από τον Λουδοβίκο τον ΙΒ’ για την παραλαβή χειρογράφων. Άπό αυτόν είχε πληροφορηθεί για τους θησαυρούς των αγιορειτικών βιβλιοθηκών και ιδιαίτερα της μονής Βατοπαιδίου.

Στη μονή Βατοπαιδίου μετέβη στα τέλη του 1505 η αρχές του 1506. Μετά δοκιμή εκάρη μοναχός με το όνομα Μάξιμος και εντρυφούσε «εις αδιάκοπους μελέτας».

Στη μονή συναντήθηκε με τον άγιο Νήφωνα τον Β’ και με άλλους λογίους και αγίους μοναχούς. «Αυτοεταπεινώθη, καίτοι ευγενής και σοφός διαβιώνων ομοίως μετ’ απλοϊκών μοναχών και ησθάνετο τον εαυτόν του πνευματικώς πτωχόν ως αισθάνεται ακριβώς ο γνήσιος Αγιορείτης μοναχός. Η ταπείνωσίς του αποδεικνύεται άλλωστε από την συνήθη επίκλησιν των Αγίων Πατέρων, αποστρεφόμενος πάντοτε τον θησαυρόν των γνώσεων του εις όλα τα θεολογικά συγγράματά του. Εξ αυτών των ιδίων συγγραμμάτων του αποδεικνύονται και αι ορθαί αυτού απόψεις περί μοναχισμού, αποπνέοντας αγιορειτικήν ευωδίαν. Υπήρξεν ένας ησυχαστής και νηπτικός μοναχός».

Κατά τη βιογραφία του ο όσιος αναπαυόμενος ψυχικά «έχει στην μόνωσι, μακρυά από τον θόρυβο των κυμάτων των διαφόρων σφαλερών βιοτικών λογισμών, ανάμεσα σε έμπειρους και ομοτρόπους γέροντες άρχισε να ζή σύμφωνα με τους κανόνες της Μονής Βατοπεδίου. Εκτελούσε επιμελώς τις μοναχικές υποσχέσεις της ακτημοσύνης και της εκκοπής του ιδίου θελήματος».

Πράγματι ο θείος Μάξιμος «επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη και στην άσκηση της πνευματικής ζωής. Έμεινε στη Μονή δέκα ολόκληρα χρόνια ως απλός μοναχός, αποφεύγοντας τα μοναχικά αξιώματα και μετέχοντας μόνο σε διάφορες αποστολές εκ μέρους της Μονής στη Μακεδονία και στα νησιά, όπου κήρυττε τον θείο λόγο». Οι έξοδοι του Μαξίμου από τη μονή του συνεδύαζαν συνήθως τρεις σημαντικές εργασίες: «α) την συγκέντρωσιν χρημάτων διά τας ανάγκας της Μονής Βατοπαιδίου, β) εθναποστολικόν έργον, το οποίον απέβλεπεν εις την αφύπνισιν της εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων και εις την ανάληψιν δράσεως εναντίον της τουρκικής τυραννίας και γ) ιεραποστολικόν έργον, κατά την διάρκειαν του οποίου δεν εφοβείτο να ομιλή κατά του Καθολικισμού, ότε ευρίσκετο εις ελληνικάς ενετοκρατουμένας νήσους και κατά του Μωαμεθανισμού ότε ευρίσκετο εις τουρκοκρατουμένας ελληνικάς περιοχάς».

Οι συχνές αποστολές του στο έργο αυτό των εράνων και των κατηχήσεων φανέρωνε την εμπιστοσύνη, την εκτίμηση και τον σεβασμό που έτρεφαν οι Βατοπαιδινοί πατέρες στο πρόσωπο του συμμοναστή τους. Ο νέος μοναχός, μολονότι επεδίωκε διακαώς τη μόνωση για μελέτη και προσευχή, έκανε υπακοή και άφηνε το αγαπητό του μοναστήρι για να περιέρχεται τον κόσμο. Ταξίδευε από υπακοή και αισθανόταν ασφαλισμένος, παρά τις πολλές και μεγάλες δυσκολίες των καιρών και των υποδούλων τόπων. Αυτό το έκανε γιατί αγαπούσε τους αδελφούς του στη μονή και τον κόσμο. Περιδιαβαίνοντας πόλεις και χωριά της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδος συγκέντρωνε ελεημοσύνες, ξεπληρώνοντας την αγαθοδοσία τους με λόγους διδακτικούς, ευαγγελικούς κι αγιοπατερικούς, για ακριβή τήρηση των ορθοδόξων δογμάτων και των ηθών.

Το έργο του αυτό στις αρχές της τουρκοκρατίας είχε μεγάλη σημασία και αξία. Δίκαια αναφέρεται ότι «ηγωνίσθη εθνοθρησκευτικώς. Ωμίλει και ηγωνίζετο όπου τα Πατριαρχεία τον εκάλουν και όπου το Άγιον Όρος τον έστελνε, δια την διατήρησιν της ορθοδόξου πίστεως και της ελληνικής συνειδήσεως άλλα και διά την ενίσχυσιν της πίστεως των Ελλήνων ραγιάδων προς την ελευθερίαν. Υπήρξεν ο προπομπός του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και του εθνεγέρτου Ρήγα Φερραίου». Ο άγιος Μάξιμος με οπλισμό τη θερμή πίστη, την πλούσια γνώση, το θάρρος και τη δύναμη δεν φοβήθηκε να εναντιωθεί κατά δύο ξένων ρευμάτων του μουσουλμανισμού από την Ανατολή και του καθολικισμού από τη Δύση. Οι μακρές περιοδείες του στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου και από τη Βλαχία ως την Αίγυπτο είχαν βαθειά επίδραση στις ψυχές των Ορθοδόξων.

Οι πληροφορίες του πάντοτε φιλομαθούς Μαξίμου, «ότι η Μονή Βατοπαιδίου περιελάμβανε μέγαν πλούτον εκ φιλολογικών και πατρολογικών χειρογράφων και αφ΄ ετέρου ότι υπήρχον εκεί και άλλοι λόγοι, μετά των οποίων θα διελέγετο θεολογικώς και θα εξεπαίδευον όλοι ομού τους άλλους μοναχούς, ευχαρίστως τον έκανε να επιλέξη μεταξύ πολλών περιφήμων Μονών του Αγίου Όρους το Βατοπαίδιον, διά να εγκαταβιώση εκεί μετά ταπεινότητος» τον διαβεβαίωσαν ότι έπραξε άριστα.

Κατά τη δεκαετία (1506-1516) που παρέμεινε στη μονή Βατοπαιδίου, στο εργαστήρι αυτό της αγιότητος και της σοφίας, ο πολυτάλαντος Μάξιμος ασχολήθηκε και με τη συγγραφή. Συγκεκριμένα με την υμνογραφία και τη σύνθεση ενός Παρακλητικού Κανόνος στον Τίμιο Πρόδρομο, τον προστάτη των μοναχών και πέντε επιγραμμάτων: Ένα στον πατριάρχη Ιωακείμ, δύο στον άγιο Νήφωνα Β΄, ένα στον μεγάλο ρήτορα και φιλόσοφο Μανουήλ και ένα στον ηγεμόνα της Βλαχίας Νεάγκο. Κατά τον καθηγητή Π. Χρήστου ο όσιος Μάξιμος αποτελεί «μία από τις μεγαλύτερες θεολογικές προσωπικότητες της μεταβυζαντινής εποχής», ενώ κατά την εκεί παραμονή του, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί, «ή μονή ήταν πλέον λαύρα, σκήτη, και ακολουθούσε το σύστημα τής ημικοινοβιακής ζωής».

Η φήμη του αγίου Μαξίμου έφθασε πέρα από το Αγιον Όρος. Ο σλαβικός κόσμος, που έτρεφε από παλαιά μεγάλη ευλάβεια για τον ιερό Αθωνα και είχε πνευματικούς δεσμούς ιδιαίτερα με τη μονή Βατοπαιδίου, βρισκόμενος σε μεγάλη ανάγκη ζητούσε εσπευσμένα πνευματική βοήθεια. Ο πρεσβευτής της Μόσχας στην Κωνσταντινούπολη Αντρέγιεφ Βασίλειος Καρόμπωφ με τη διαμεσολάβηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Θεολήπτου Α΄ (1513-1522) σε έκθεση του προς τον μεγάλο Ρώσο ηγεμόνα Βασίλειο Ιβάνοβιτς έγραφε: «Τότε, (μετά δηλαδή την αδυναμία του Βατοπαιδινού μοναχού Σάββα λόγω γήρατος και ασθενείας να μεταβεί στη Ρωσία) ο ηγούμενος της μονής Βατοπεδίου Άνθιμος και η Ιερά Επιστασία, προέκριναν τον μοναχόν Μάξιμον, μόνον κατάλληλον, ως η Υμετέρα Αυτοκρατορική Μεγαλειότης θα αντελήφθη, μετά τον Σάββαν να φέρη εις πέρας το έργον σας. Είναι βαθύς μελετητής των Γραφών και ικανότατος μεταφραστής τόσον των θύραθεν, όσον και των Ιερών βιβλίων. Εσπούδασεν εις την Εσπερίαν πολλά έτη, και ως με διαβεβαίωσεν η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης Θεόληπτος ο Α΄, κάτοχος μεγάλης μορφώσεως και γνώστης των διεθνών πνευματικών ρευμάτων, αλλά και των προβλημάτων της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας. Ο Παναγιώτατος επέδειξεν Ιερόν ζήλον και η Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως έλαβε σοβαρώς υπ΄ όψιν το γεγονός της αποστολής εις την Μοσχοβίαν τοιούτου ανδρός, δια την εφαρμογήν των σχεδίων Σας».

Ο φιλόθεος και φιλομαθής ηγεμόνας Βασίλειος Ιβάνοβιτς ήθελε κάποιον πολυμαθή άνδρα, για να προβεί στη διόρθωση των εκκλησιαστικών βιβλίων, που είχαν με τον καιρό αλλοιωθεί η είχαν λανθασμένα αντιγραφεί η μεταφρασθεί. Επρόκειτο μάλιστα για τα απαραίτητα λειτουργικά βιβλία, όπως το ψαλτήρι, το ευαγγέλιο και η θεία λειτουργία. Για το μεγάλο και σπουδαίο αυτό έργο επελέγη ο Μάξιμος. Συνοδευόμενος από τους Βατοπαιδινούς πατέρες ιερομόναχο Νεόφυτο και μοναχό Λαυρέντιο, που γνώριζαν τα ρωσικά, έφθασαν στις αρχές του 1518 στη Μόσχα μέσω Κριμαίας. Εκεί τον υποδέχθηκε ο ηγεμόνας με τιμές και όρισε να μένει στη μονή των Θαυμάτων, συντηρούμενος από τα ανάκτορα. Η πλούσια αυτοκρατορική βιβλιοθήκη εξέπληξε τον σοφό Μάξιμο. Αμέσως άρχισε το ερμηνευτικό του έργο με τη μετάφραση του ψαλτηρίου και την παράθεση αγιοπατερικών σχολίων. Μετά ενάμισυ χρόνο παρέδωσε ολοκληρωμένη τη σπουδαία αυτή εργασία του, γράφοντας στον ηγεμόνα: «Λύτρωσε μας, από τη θλίψι του πολυχρόνιου αποχωρισμού, επίστρεφε μας με ασφάλεια στο τίμιο μοναστήρι του Βατοπεδίου, που ήδη από καιρό μας περιμένει με πόθο. Δώρισε μας, ώστε να εκπληρώσουμε τις μοναχικές μας υποσχέσεις εκεί όπου τις δώσαμε μπροστά στο Χριστό και στους φοβερούς του Αγγέλους κατά την ημέρα της κουράς. Απόλυσε μας γρηγορώτερα εν ειρήνη για να διακηρύξουμε και στους εκεί ευρισκομένους ορθοδόξους τους βασιλικούς σου άθλους… ».

Ο ηγεμόνας δεν επέτρεψε στον Μάξιμο να αναχωρήσει, αλλά θαυμάζοντας την εξαιρετική ερμηνευτική του εργασία, του έδωσε άφθονη ύλη από την Αγία Γραφή, τους Λόγους των Αγίων Πατέρων και τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, για να συνεχίσει το έργο του, μαζί με την αποκάθαρση των λειτουργικών βιβλίων. Παραμένοντας ο θείος Μάξιμος επί πολύ στη Ρωσία μάθαινε εκτός της γλώσσης τα ήθη κι έθιμα του τόπου. Παρατηρούσε πως η πίστη των χριστιανών δεν ήταν βαθειά και δεν υπήρχε σαφής γνώση ούτε των βασικών δογμάτων της πίστεως. Δεισιδαιμονίες, παγανιστικές δοξασίες και διάφορες μορφές μαγείας επηρέαζαν τους πιστούς. Αναγκάσθηκε να γράψει και να μιλήσει αυστηρά για όλα αυτά τα παράτυπα και παράδοξα, ώστε ορισμένοι να τον συκοφαντήσουν και να τον αντιπαθήσουν πολύ. Δημιουργήθηκε ένας ισχυρός εχθρικός κύκλος εναντίον του, που δεν ανεχόταν επ΄ ουδενί τις δίκαιες παρατηρήσεις του για παρατυπίες, παρανομίες, υποκρισίες και δολιότητες που έπρατταν. Η εναντίον του ένταση μεγάλωσε, όταν υποστήριξε επίμονα την ακτημοσύνη των ιερών μονών και την αμεριμνία των μοναχών από την τεράστια περιουσία τους, όπου σε αυτή υπήγονταν ολόκληρα χωριά, που δημιουργούσαν προβλήματα και ταραχές και απομάκρυναν τους μοναχούς από την προσευχή και ησυχία. Επίσης δεν δίστασε να ελέγξει και αυτόν τον ηγεμόνα για λάθη του. Έτσι οι εχθροί του συσπειρώθηκαν και τον κατηγόρησαν βάναυσα στον ηγεμόνα ότι εργάζεται εναντίον του. Τέλος τον οδήγησαν σε σκηνοθετημένη δίκη, όπου τον καταδίκασαν ως αιρετικό, για ηθελημένα λάθη του στις μεταφράσεις των εκκλησιαστικών βιβλίων. Παρότι ζήτησε συγχώρεση γονυπετής και μετά δακρύων για τα τυχόν λάθη του, δεν του δόθηκε. Κλείσθηκε σε κελλί παρακείμενης μονής ως φυλακισμένος. Του απαγορεύθηκε η μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων, ο εκκλησιασμός, η μελέτη, οι επισκέψεις και οι έξοδοι. Έγκλειστος επί μία εξαετία υπέμεινε στερήσεις από την πείνα, το ψύχος, την υγρασία, τη μόνωση, την έλλειψη βιβλίων και γραφίδος. Τον παραμυθούσε μόνο η προσευχή. Εκεί δέχθηκε την επίσκεψη ουράνιου αγγέλου. Γεμάτος χαρά συνέθεσε κανόνα στο Άγιον Πνεύμα, που έγραψε με κάρβουνο στον τοίχο της φυλακής του.

Οι συνεχείς και δίκαιες διαμαρτυρίες του αγίου Μαξίμου για την άδικη καταδίκη του στη μονή Βολοκολάμσκ ανάγκασαν τον μητροπολίτη Μόσχας Δανιήλ να συγκαλέσει σύνοδο το 1531, η οποία τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη στη μονή Ότροτς της πόλης Τβέρης και σε συνεχή στέρηση της θείας μεταλήψεως. Ο άγιος έμεινε τιμωρημένος επί εικοσαετία. Κατά τη διάρκεια της φυλακίσεως του συνέταξε ομολογία ορθοδόξου πίστεως και δύο απολογητικούς λόγους για τις διορθώσεις των ρωσικών εκκλησιαστικών βιβλίων. Μετά τον θάνατο του ηγεμόνος Βασιλείου και ο νέος Ιβάν Βασίλεβιτς συνέχιζε να επιμένει και να μη του επιτρέπει την ποθητή επιστροφή του στη μονή της μετανοίας του, τη μονή Βατοπαιδίου. Παρά τη μεσολάβηση των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου και Αλεξανδρείας Ιωακείμ ο νέος ηγεμόνας δεν επέτρεψε την επιστροφή του Μαξίμου στο εράσμιο Άγιον Όρος. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να βελτιώσουν κάπως τις άθλιες συνθήκες διαβιώσεως του στην ειρκτή και να του επιτραπεί η μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων.

Τις θλίψεις και δοκιμασίες του θεωρούσε παραχωρήσεις παιδαγωγικές του Θεού προς ανάνηψη, μετάνοια και σωτηρία. Έτσι δεν επέτρεψε στον εαυτό του να απογοητευθεί από την αγνωμοσύνη και την κακεντρέχεια ορισμένων και υπέμεινε την αδικία ελπιδοφόρα. Τον παρηγορούσε η καθαρή του συνείδηση, η θερμή πίστη και η αγάπη των φίλων της αρετής. Μετά από 25 χρόνια σκληρής κάθειρξης ο όσιος Μάξιμος απελευθερώθηκε το 1551 με τις ενέργειες του ηγουμένου της μονής του Αγίου Σεργίου Αρτεμίου και ορισμένων ενάρετων βογιάρων. Ο διώκτης του ηγεμόνας έφθασε να τον τιμά, να τον συμβουλεύεται και να νουθετείται από τον ταπεινό ομολογητή και πολύσοφο οσιομάρτυρα. Τα τέλη του ήταν ειρηνικά και τιμημένα.

Εκοιμήθη στη Λαύρα του Άγιου Σεργίου στις 21 Ιανουαρίου 1556 σε ηλικία 86 ετών. Τα 38 έτη τα διήλθε στερημένος της ελευθερίας του, μέσα σε σκληρές κακουχίες, απάνθρωπες συνθήκες, βασικές στερήσεις και δυνατούς πόνους. Εντούτοις δεν κάμφθηκε, αλλά συνέχιζε, όσο μπορούσε, αναλώνοντας όλες του τις δυνάμεις υπέρ της αναμορφώσεως της Ρωσικής Εκκλησίας και του παρασυρμένου σε πάθη ρωσικού λαού. Όταν του επιτρεπόταν και μέσα στη φυλακή, δεν έπαυε να γράφει, να μεταφράζει και να επιστολογραφεί προς φωτισμό κλήρου και λαού.

Το συγγραφικό, μεταφραστικό και επιστολογραφικό του έργο είναι αρκετά πλούσιο και ποικίλο. Αναφέρεται σε δογματικά, απολογητικά, ερμηνευτικά, ηθικά και κοινωνικά θέματα και είχε μεγάλη απήχηση στον λαό. Νωρίς τιμήθηκε ως άγιος. Πολλοί τον ονόμαζαν «μέγα διδάσκαλο», «προφήτη», «άγιο», «όσιο», «φωτιστή των Ρώσων» και «θαυματουργό». Ο μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων (+1812) κατεσκεύασε περίτεχνη λάρνακα και κουβούκλιο για το τίμιο λείψανο του αγίου. Ο αρχιμανδρίτης Αντώνιος της Λαύρας του Αγίου Σεργίου το 1833 έκτισε παρεκκλήσιο επί του τάφου του αγίου.

Ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης καθώς και ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός συνέθεσαν πλήρη ασματική ιερά ακολουθία προς τιμήν του αγίου.
Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου ενώ η ανακομιδή και μετακομιδή των τιμίων λειψάνων του στις 12 Ιουλίου. 
Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

Ο όσιος Ιωάννης ο Καρτερικός της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου


 

Ο όσιος Ιωάννης ο Καρτερικός της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου

18 Ιουλίου  
Ο όσιος Ιωάννης, ο αθλητής της παρθενίας, έζησε πολλά χρόνια έγκλειστος στο Σπήλαιο του αγίου Αντωνίου. Ένας από τους αδελφούς, που δοκιμαζόταν από τον δαίμονα της πορνείας σε σημείο που να θέλει να εγκαταλείψει το μοναστήρι, ήλθε να τον βρει ζητώντας την βοήθειά του. Ο άγιος Ιωάννης του διηγήθηκε τότε την δική του ιστορία: 
«Όταν έφθασα σε τούτο το άγιο μοναστήρι δέχθηκα την επίθεση τρομερών πειρασμών της σαρκός. Προσπάθησα να παλέψω περνώντας δύο ή τρεις ημέρες, ακόμη και μία εβδομάδα, δίχως να τρώω, δίχως να πίνω, αγρυπνώντας όλη την νύκτα, αλλά δεν γινόταν τίποτε. Αφού υπέμεινα το μαρτύριο αυτό επί τρία χρόνια, πήγα στο Σπήλαιο του πατρός ημών Αντωνίου, κοντά στον τάφο του, για να προσεύχομαι νυχθημερόν. Άκουσα τότε την φωνή του αγίου να με προστάζει να μείνω εκεί έγκλειστος εν σιωπή και προσευχή, για να ελευθερωθώ από τις μηχανεύσεις του Εχθρού. Έμεινα λοιπόν εδώ. 
Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε, αλλά μόνο τελευταία βρήκα την ειρήνη. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαυσα να παλεύω κατά των ακάθαρτων λογισμών με την προσευχή και την αγρυπνία. Γυμνός και σιδηροδέσμιος έμεινα εκτεθειμένος στο κρύο και την υγρασία, αλλά η άσκηση αυτή αποδείχθηκε ανεπαρκής. Έτσι, καθώς πλησίαζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, έσκαψα μία τρύπα στο αμμώδες χώμα του σπηλαίου και μπήκα μέσα αφήνοντας έξω μόνο το κεφάλι και τα μπράτσα. Έμεινα έτσι ακίνητος όλη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή υπομένοντας τις χειρότερες επιθέσεις του δαίμονα. Οι κνήμες μου βάρυναν τόσο, ώστε μου φαινόταν πως τα κόκκαλά μου θα συντρίβονταν. Ένιωθα να καίομαι ανυπόφορα, αλλά η ψυχή μου ένιωθε ανάλαφρη και ευφραινόταν που είχε ελευθερωθεί από την ακαθαρσία, γιατί προτιμούσα να πεθάνω για να συναντήσω τον Χριστό, παρά να βγω από την τρύπα και να πέσω στα χέρια του διαβόλου. 
Στην αρχή της Τεσσαρακοστής ένας τρομερός δράκος που πετούσε φωτιές από το ρύγχος του επιτέθηκε για να με κατασπαράξει, αλλά τον απώθησα με το σημείο του Σταυρού και την επίκληση του Ονόματος του Χριστού. Οι επιθέσεις του επαναλήφθηκαν όλη την εβδομάδα και, την νύχτα της Αναστάσεως, όρμηξε πάνω μου με το στόμα ανοιχτό, καίγοντας τα γένια και τα μαλλιά μου όπως τα βλέπεις τώρα· και καθώς με κρατούσε στα νύχια του επικαλέστηκα με όλες μου τις δυνάμεις τον Κύριο. Ακαριαία ένα εκτυφλωτικό φως άστραψε στην σπηλιά και ο δράκος έγινε άφαντος. Με την χάρη του Θεού δεν τον ξαναείδα από τότε. 
Μία φωνή με κάλεσε τότε: “Ιωάννη, ήλθα να σε βοηθήσω, αλλά τώρα να έχεις το μάτι σου άγρυπνο στον εαυτό σου για να μην έχεις χειρότερη τύχη στον μέλλοντα αιώνα”. Ρώτησα τότε τον Κύριο γιατί με άφησε να βασανίζομαι τόσον καιρό από τον διάβολο. Μου απάντησε: “Σε δοκίμασα στο μέτρο που μπορούσες να αντέξεις και σε πέρασα μέσα από την κάμινο των πειρασμών για να εμφανισθείς ενώπιόν μου σαν ατόφιος χρυσός”. Και μου συνέστησε να παρακαλέσω τον όσιο Μωυσή τον Ούγγρο [26 Ιουλ.] για να ελευθερωθώ από κάθε σαρκικό πειρασμό. Μόλις επικαλέστηκα τον άγιο αυτό Πατέρα, ένα άφατο φως με έλουσε και παραμένει μαζί μου ακόμη και τώρα, έτσι που δεν χρειάζομαι κερί για να φωτίζει». 
Ολοκληρώνοντας την διήγησή του, στράφηκε στον πειραζόμενο μοναχό και του είπε: «Αδελφέ, εμείς οι ίδιοι υποβάλλουμε το πνεύμα μας στην λαγνεία· και όσο δεν μετανοούμε, ο Κύριος μας αφήνει εκτεθειμένους στους πειρασμούς». Του έδωσε ένα τεμάχιο από τα λείψανα του αγίου Μωυσή και του ζήτησε να το έχει επάνω του επικαλούμενος τον άγιο. Και ο αδελφός ελευθερώθηκε μια για πάντα από την πύρωση της σαρκός. 
Ο όσιος Ιωάννης εκοιμήθη εν ειρήνη λίγο αργότερα, στις 18 Ιουλίου 1160. Ενταφιάσθηκε στην τρύπα όπου είχε θαφτεί ζωντανός ο ίδιος από αγάπη για την αγνεία, και ο τάφος αυτός κατέστη πηγή ιαμάτων.

  

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος (Ιούλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

 


Πήγαινε καὶ νὰ εἶσαι ἐπιεικὴς καὶ ἐλεήμων μὲ ὅλους. Διότι τὸ ἔλεός μας κάνει νὰ μποροῦμε νὰ μιλᾶμε ἐλεύθερα ἀπέναντι στὸν Θεό

 


Ρώτησε ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης τὸν Ἀββᾶ Παμβώ: «Πές μου κάτι ὠφέλιμο». Καὶ μὲ πολὺ κόπο τοῦ ἀπάντησε: «Θεόδωρε πήγαινε καὶ νὰ εἶσαι ἐπιεικὴς καὶ ἐλεήμων μὲ ὅλους. Διότι τὸ ἔλεός μας κάνει νὰ μποροῦμε νὰ μιλᾶμε ἐλεύθερα ἀπέναντι στὸν Θεό».



 

Οι δε αρχιερείς θα υποχωρούν μπροστά στους ισχυρούς της γης. Και θα λύνουν τις διάφορες υποθέσεις, βγάζοντες από πολλές μεριές δώρα και απολαβές λογιών λογιών για λογαριασμό των.


Η προφητεία του Αββά Παμβώ προς μαθητή του

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 


- Ώστε λοιπόν, Γέροντα, πρόκειται να αλλάξουν οι παραδόσεις και τα έθιμα των Χριστιανών; Μήπως δεν θα υπάρχουν πλέον ιερείς εις την Εκκλησίαν αφού θα βαδίσει προς αυτό το κατάντημα;

Τότε ο αββάς εσυνέχισεν:

- Εις τους καιρούς εκείνους πλέον, θα κρυώσει η αγάπη του Θεού από τις περισσότερες ψυχές και θα πέσει θλίψις μεγάλη εις τον κόσμον. Το ένα έθνος θα ρίχνεται εναντίον του άλλου. Οι λαοί θα μετακινούνται από τους τόπους των. Οι άρχοντες θα ανακατωθούν, οι ιερωμένοι θα το ρίξουν εις την αναρχίαν, οι δε μοναχοί θα ξεκλίνουν εις την αμέλειαν.

Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες θα θεωρούν ανάξιον πράγμα να φροντίζουν για την σωτηρίαν τόσον της ιδικής των ψυχής, όσον και του ποιμνίου των και θα περιφρονούν παντελώς ένα τοιούτον ζήτημα. Όλοι θα δείχνουν προθυμίαν και δραστηριότητα προ πάντων δια τα τραπέζια και διά τας ορέξεις των. Θα είναι οκνηροί εις τας προσευχάς και πρόχειροι εις τας κατακρίσεις.

Τους βίους και τας διδαχάς και τα παραδείγματα των αγίων Πατέρων δεν θα ενδιαφέρονται μήτε να τα μιμηθούν, μήτε καν να τα ακούσουν, αλλά μάλλον θα κατηγορούν και θα λέγουν ότι, εάν εζούσαμε και μεις εις εκείνα τα χρόνια, έτσι θα συμπεριφερόμεθα.

Οι δε αρχιερείς θα υποχωρούν μπροστά στους ισχυρούς της γης. Και θα λύνουν τις διάφορες υποθέσεις, βγάζοντες από πολλές μεριές δώρα και απολαβές λογιών λογιών για λογαριασμό των. Τον πτωχόν δεν θα τον υπερασπίζουν, θα θλίβουν τας χήρας γυναίκας και θα καταπονούν τα ορφανά.

Αλλά και εις τον λαόν θα εισχωρήσει ασωτία... Οι περισσότεροι δεν θα πιστεύουν εις τον Θεόν, θα μισούνται αναμεταξύ των και θα αλληλοτρώγονται ωσάν τα θηρία, θα κλέπτουν ο ένας τον άλλον και θα μεθύουν και θα περπατούν ωσάν τυφλοί.

Τέλος ξαναρωτά ο μαθητής:

- Τι λοιπόν πρέπει να κάνει κάποιος σε κείνη την περίστασιν;

Και ο Γέρων Παμβώ απεκρίθη:

- Τέκνον μου, εις εκείνους πλέον τους καιρούς, όποιος αν ημπορέσει να σώσει την ψυχή του και να παρακινά και τους άλλους δια να σωθούν, αυτός θα ονομασθεί μέγας εις την βασιλείαν των Ουρανών...

Το Μέγα Γεροντικόν  
Τόμος Α’ κεφ. Α’ 84 σελ.113,115
Εκδ. Ι. Ησυχ. «Το Γενέσιον της Θεοτόκου» Πανόραμα Θεσσαλονίκης


Αγία Θάνεϋ (St Thaney / Teneu) της Σκωτίας και Ουαλίας.


Αγία Θάνεϋ (St Thaney / Teneu) της Σκωτίας και Ουαλίας. 
 18 Ιουλίου.
Η Αγία Θάνεϋ (St Thaney / Teneu) της Σκωτίας και Ουαλίας, έμεινε έγκυος αφού βιάστηκε όταν ήταν ακόμη παιδί. Ήταν τόσο αθώα στη νεανική της ηλικία ώστε ο βιαστής της, την έπεισε πως ήταν στην πραγματικότητα μία γυναίκα και πως η βίαιη πράξη του ήταν μία φυσιολογική συμπεριφορά ανάμεσα στις γυναίκες. Όταν η εγκυμοσύνη έγινε αντιληπτή, η οικογένεια της απέρριψε την νεαρή μητέρα και την πέταξε από έναν γκρεμό για να πεθάνει. Με την χάρη του Θεού, η Αγία Thaney επέζησε από την πτώση και έπλευσε μέσα σε μία βάρκα μέσα στο φιόρδ του Forth στην κοινότητα του Αγίου Serf στο Culross όπου γέννησε ένα μικρό αγόρι, τον μελλοντικό Άγιο Κεντιγκέρνο (Kentigern), Επίσκοπο Γλασκώβης [13 Ιανουαρίου].
Η Αγία Θάνεϋ είναι προστάτιδα όσων έχουν πέσει θύματα βιασμού.
Πηγή

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ



ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 


Όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (331-363) ανέλαβε την αυτοκρατορική εξουσία (361), περιφρονώντας ό,τι καλό είχε παραλάβει από τον άγιο Κωνσταντίνο τον Μέγα (272-337) [21 Μαΐου] καθώς και από τη χριστιανική του παιδεία, ανέτρεψε τη δημόσια τάξη με την τυραννία του και καθύβρισε τον Θεό καταγινόμενος με όλα τα μέσα να επαναφέρει στανικά τη λατρεία των ειδώλων. Απέστειλε αξιωματούχους, πιστούς στη σκαιή υπόθεσή του, σε διάφορες επαρχίες για να εξαναγκάσουν τον λαό να συμμορφωθεί. Ο Καπιτωλίνος, βικάριος της Θράκης, μετέβη για τον σκοπό αυτό στο Δορόστολο, πρωτεύουσα της Σκυθίας (σημ.: τη σημερινή Σιλίστρια της Βουλγαρίας). Μόλις εγκαταστάθηκε στο δικαστήριο, απηύθυνε απειλές θανάτωσης όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά ακόμη και σ’ εκείνους που θα απέφευγαν ή θα δίσταζαν να τους καταγγείλουν. Οι παρευρισκόμενοι, τρομοκρατημένοι, φώναξαν ότι δεν υπήρχαν χριστιανοί στην πόλη τους και ότι όλοι οι κάτοικοι θυσίαζαν στους θεούς του αυτοκράτορα. Ικανοποιημένος και περιχαρής ο Καπιτωλίνος, πήρε τότε μέρος σε ένα μεγάλο συμπόσιο οργανωμένο προς τιμήν του.

Ενώ όλοι διασκέδαζαν θορυβωδώς, ένας νέος και ευγενής χριστιανός, ο Αιμιλιανός, μην ανεχόμενος άλλο την προσβολή απέναντι στον αληθινό Θεό και ποθώντας να λάβει το τρόπαιο του μαρτυρίου, μπήκε στον ναό εφοδιασμένος με ένα σφυρί. Συνέτριψε όλα τα άψυχα είδωλα, ανέτρεψε τους λυχνοστάτες και τους βωμούς πάνω στους οποίους είχαν αποτεθεί οι ανόσιες προσφορές, έχυσε στη γη το κρασί για τις μιαρές σπονδές και έφυγε απαρατήρητος. Όταν οι υπηρέτες ειδοποίησαν τον Καπιτωλίνο για το γεγονός, αυτός έγινε έξαλλος και διέταξε να γίνουν ανακρίσεις για να βρεθεί πάση θυσία ο ένοχος. Οι στρατιώτες, μη βρίσκοντας κανέναν και φοβούμενοι να παρουσιασθούν στον τύραννο με άδεια χέρια, έπιασαν τυχαία έναν χωρικό που γύριζε από το χωράφι του και τον έσυραν στο πραιτώριο κτυπώντας τον με βέργες. Μπροστά στο θέαμα αυτό και μην υποφέροντας να τιμωρείται στη θέση του ένας αθώος, ο Αιμιλιανός πήγε να παραδοθεί, δηλώνοντας μεγαλοφώνως ότι εκείνος ήταν ο δράστης. Έκπληκτοι και διστακτικοί στην αρχή οι στρατιώτες, τον οδήγησαν στον Καπιτωλίνο. Με όψη σκυθρωπή και αίμα στα μάτια, ο δικαστής τού ζήτησε να πει ποιος είναι και να αποκαλύψει ποιος τον παρακίνησε να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια. Ο Αιμιλιανός, αφού δήλωσε ότι ήταν ταυτόχρονα ελεύθερος και δούλος -δούλος του Θεού και ελεύθερος απέναντι στα είδωλα-, πρόσθεσε: «Είναι η αγάπη του Θεού και ο ζήλος μου να υποφέρω για τον Χριστό, όπως και η απέχθεια που μου προκαλεί η θέα αυτών των άψυχων ξόανων που με έπεισαν και μου έδωσαν τη δύναμη να καταστρέψω αυτό που αποτελεί όνειδος για το ανθρώπινο γένος. Γιατί τίποτε δεν υποβιβάζει τόσο πολύ εμάς που έχουμε το δώρο του λογικού, όσο το να λατρεύουμε τα άλογα όντα και να προσκυνούμε τα έργα των χεριών μας, απορρίπτοντας την τιμή που οφείλουμε στον μόνο Θεό και Δημιουργό μας». «Άσε τις ρητορείες! Εσύ είσαι που διέπραξες αυτή την ιεροσυλία;», τον ρώτησε ο αιμοβόρος δικαστής. Ο Αιμιλιανός απάντησε ότι ήταν υπερήφανος για την πράξη του αυτή, την οποία θεωρούσε ως την πλέον ευγενή και ευσεβή της ζωής του. Ο Καπιτωλίνος πρόσταξε να τον γυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν άγρια, αφού τον ξάπλωσαν στη γη· και, καθώς ο άγιος συνέχισε να εμπαίζει την ειδωλολατρία, τον γύρισαν από την άλλη και τον κτύπησαν ανελέητα στο στήθος. Μαθαίνοντας μετά την ανάκριση ότι ο Αιμιλιανός ήταν γιος του έπαρχου της πόλεως, Σαββατιανού, ο Καπιτωλίνος δήλωσε ότι η ευγενική καταγωγή του δεν αποτελούσε καμιά δικαιολογία και δεν θα τον γλίτωνε από την τιμωρία. Ο άγιος αρνήθηκε εξάλλου να αθωωθεί ή να χρησιμοποιηθεί προς υπεράσπισή του οποιοδήποτε ελαφρυντικό· ζήτησε απεναντίας να τιμωρηθεί όσο το δυνατόν πιο αυστηρά για να μη στερηθεί τον καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου. Ο Καπιτωλίνος, εξοργισμένος, τον καταδίκασε τότε να θανατωθεί στην πυρά και επέβαλε στον πατέρα του, λόγω αμέλειας, βαρύ πρόστιμο σε χρυσό.

Οι στρατιώτες πήραν αμέσως τον άγιο και τον οδήγησαν έξω από την πόλη, στις όχθες του Δούναβη, όπου είχε ήδη ετοιμαστεί η πυρά. Όταν τον έριξαν μέσα, οι φλόγες απομακρύνθηκαν από το τίμιο σώμα του και στράφηκαν κατά των δημίων που απανθρακώθηκαν, ενώ ο άγιος Αιμιλιανός έψαλλε αίνους στον Θεό, όπως και οι άγιοι Παίδες στην κάμινο της Βαβυλώνας. Έκανε το σημείο του Σταυρού και, αφού εναπέθεσε τη ψυχή του στον Θεό, εκοιμήθη ειρηνικά για να γίνει δεκτός στην ένδοξη χορεία των ανδρείων αθλητών της ευσεβείας (18 Ιουλίου 362).

Η σύζυγος του Καπιτωλίνου, που ήταν κρυφά χριστιανή, ζήτησε από τον άνδρα της να πάρει το σκήνωμα του αγίου Μάρτυρος και το παρέδωσε σε ευσεβείς χριστιανούς για να το κηδεύσουν στη Γιζίδινα, τρία στάδια απόσταση από το Δορόστολο. Η τιμή του αγίου Αιμιλιανού μαρτυρείται ήδη από πολύ νωρίς από τον άγιο Ιερώνυμο [15 Ιουν.], τον Θεοδώρητο Κύπρου [3 Μαρτ.] και το «Πασχάλιον Χρονικόν» (7ος αι.).

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

16 Αγιοκατατάξεις ενέκρινε η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείο Ρουμανίας

 

Πατριαρχείο Ρουμανίας 
16 Αγιοκατατάξεις ενέκρινε η Ιερά Σύνοδος

 

 1. Ο Άγιος Ομολογητής Σοφιανός (Boghiu), Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Antim.

Η μνήμη του τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 


 

2. Ο Άγιος Δημήτριος Stăniloae ο Ομολογητής, καθηγητής θεολογίας στο Sibiu και στο Βουκουρέστι.

Η μνήμη του τιμάται στις 4 Οκτωβρίου.

3. Ο Άγιος Ιερομομάρτυρας Κωνσταντίνος Sârbu.

Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου.

 

4. Ο Άγιος Αρσένιος (Boca) του Prislop, ο Ομολογητής.

Η μνήμη του τιμάται στις 28 Νοεμβρίου.

 

 

5. Ο Άγιος Ηλίας Lăcătușu, ο Πρεσβύτερος και Ομολογητής.

Η μνήμη του τιμάται στις 22 Ιουλίου.

 


6. Ο Όσιος Παΐσιος Olaru, πνευματικός της Ιεράς Μονής Sihăstria.

Η μνήμη του τιμάται στις 2 Δεκεμβρίου.

 

7. Ο Όσιος Κλεόπας Ilie (10 Απριλίου 1912 – 2 Δεκεμβρίου 1998), Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Sihăstria.

Η μνήμη του τιμάται στις 2 Δεκεμβρίου.

 


8. Ο Όσιος Δομέτιος Manolache του Râmeț ο Ελεήμων.

Η μνήμη του τιμάται στις 6 Ιουλίου. 


 

9. Ο Όσιος Σεραφείμ (Ποπέσκου), Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Sâmbăta de Sus ο Υπομονετικός

Η μνήμη του τιμάται στις 20 Δεκεμβρίου.


 

10. Ο Άγιος Γαλακτίων (Munteanu) του Κλουζ, καθηγητής θεολογίας στο Cluj-Napoca.

Η μνήμη του τιμάται στις 8 Μαρτίου.

 

11. Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Γεράσιμος (Iscu), Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Tismana.

Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου.


 

 

12. Ο Όσιος Βησσαρίων (Toia), Ηγούμενος της Μονής Lainici.

Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου.



13. Ο Όσιος Καλλίστρατος (Bobu), του Timișeni και της Vasiova.

Η μνήμη του τιμάται στις 10 Μαΐου.

 

14. Ο Άγιος Ιλαρίων Felea, καθηγητής θεολογίας στο Arad.

Η μνήμη του τιμάται στις 18 Σεπτεμβρίου.


15. Ο Άγιος Ηρακλής (Flocea) της Βεσσαραβίας, έξαρχος των μοναστηριών της Αρχιεπισκοπής του Κισινάου.

Η μνήμη του τιμάται στις 3 Αυγούστου.


16. Ο Άγιος Αλέξανδρος (Baltaga) της Βεσσαραβίας

Η μνήμη του τιμάται στις 8 Αυγούστου.


 

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Ἡ βροχὴ τοῦ Ἰουλίου μηνὸς γιὰ τὴν δίψαν ἑνὸς ἀσκητοῦ εὑρισκομένου πλησίον τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης.


Η φωτογραφία είναι απο το Blog του Ἰωάννης Φρουδαράκης

Ἡ βροχὴ τοῦ Ἰουλίου μηνὸς γιὰ τὴν δίψαν ἑνὸς ἀσκητοῦ εὑρισκομένου πλησίον τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, λοιπόν, κατὰ τὴν ὥραν, ποὺ ἔδυεν ὁ ἥλιος βαδίζοντας ἀπὸ τὸ κελλί μου πρὸς τὸ ἡσυχαστήριον τοῦ γέροντα, ἐνῶ ἦταν ἡμέρα Σαββάτο, κατὰ τὸ τέλος τοῦ Ἰουλίου μηνὸς καὶ ἐνῶ ἦταν ὁ καιρὸς καλοκαιρινός, εὑρισκόμενος εἰς τὴν ὁδὸν ἀκούω νὰ ξεσποῦν βροντὲς καὶ βλέπω, νὰ ἀστράπτουν ἀστραπές, ἀφοῦ ἐφάνηκε, νὰ εἶναι εἰς τὸν οὐρανὸν ἕνα μικρὸν σύννεφο,ν κατὰ τὴν ἔρημον τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης. Ἀπορῶντας πολὺ γιὰ τὸ παράξενον ἄκουσμα καὶ θέαμα ἔφτασα εἰς τὸ ἡσυχαστήριον τοῦ γέροντα, ὁ ὁποῖος ἅγιος γέροντας, ἀφοῦ ἐκτύπησα τὴν θύρα μὲ ἕνα λίθον, μοῦ ἄνοιξε, ἔχοντας ἔκλαμπρον τὸ πρόσωπον καὶ χαρούμενον καὶ μοῦ λέγει∙ «ἐγνώρισες, ώ τέκνον, γιατί ἔγινεν αὐτὴ ἡ βροντή;». Ἐνῶ δὲ ἐγὼ «ὄχι πάτερα» απόκριθείς υτά, λοιπόν, κατά την ώραν, που έδυεν ο ήλιος βαδίζοντας από το κελλί μου προς το ησυχαστήριον του γέροντα, ενώ ήταν ημέρα Σαββάτο, κατά το τέλος του Ιουλίου μηνός και ενώ ήταν ο καιρός καλοκαιρινός, ευρισκόμενος εις την οδόν ακούω να ξεσπούν βροντές και βλέπω, να αστράπτουν αστραπές, αφού εφάνηκε, να είναι εις τον ουρανόν ένα μικρόν σύννεφο,ν κατά την έρημον της Νεκράς Θαλάσσης. Απορώντας πολύ για το παράξενον άκουσμα και θέαμα έφτασα εις το ησυχαστήριον του γέροντα, ο οποίος άγιος γέροντας, αφού εκτύπησα την θύρα με ένα λίθον, μου άνοιξε, έχοντας εκλάμπρον το πρόσωπον και χαρούμενον και μου λέγει∙ «εγνώρισες, ώ τέκνον, γιατί έγινεν αυτή η βροντή;». Ενώ δε εγώ είπα∙ «όχι πάτερ» απόκριθείς ἐπιπροσθέτως εἶπε πρὸς με∙ «νὰ ξέρῃς, τέκνον, ὅτι κάποιος ἀναχωρητὴς καὶ πολίτης τῆς ἐρήμου, περιερχόμενος κοντὰ εἰς τὴν Νεκρὰν Θάλασσαν ἐδίψασε καὶ ἐζήτησε νερόν. Ἐπειδὴ δὲ δὲν εὑρῆκεν, εστεναχωρήθηκε καὶ ἔκλαυσε καὶ ἀφοῦ ἔκαμε δέησιν πρὸς τὸν Θεόν, σύμφωνα μέ τὴν ἀνέκφραστον ἀγαθότητα Του, ἔδωσεν ἐντολὴν καὶ ήρθεν ἕνα σύννεφον καὶ παρηγορῶντας τὸν δοῦλο Του, ἐβρόντησε καὶ ἔστειλε βροχήν, θεραπεύσας τὴν δίψαν τοῦ δούλου Του». Βλέποντας δὲ ἐμένα, νὰ ἔχω ἐκπλαγῇ πολὺ γι' αὐτά, εἶπε δύο φορὲς τὰ ἴδια, μάλιστα καὶ τρίτην, θέλοντας νὰ μὲ διαβεβαίωση γιὰ τὸ θαῦμα αὐτό. 
Μετὰ λοιπόν, ἀπὸ πέντε ἡμέρες, μαζὶ μὲ τοὺς συμμαθητὲς ἐπῆγα στὴ Νεκρὰν Θάλασσαν, γιὰ νὰ μαζέψω καλάμια, ἀφοῦ ἔλαβα ἐντολὴν ἀπὸ αὐτόν, νὰ παρατηρήσω τὰ μέρη, ὅπου εἶχε πέσει ἡ βροχή, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦμε τελείως. Ὅταν, λοιπόν, ἤλθαμε εἵς τὸ μέρος, ποὺ εἶχε προσδιορίσει ὁ γέροντας καὶ εἴδαμε ἀκριβῶς ἔτσι, ὅπως μᾶς εἶπε, ἐπιστρέψαμε ἀποδίδοντες χάριν εἵς τὸν Θεὸν καὶ ἐπαινούσαμε μὲ τὴν διορατικὴν ἱκανότητα τοῦ θαυμάσιου γέροντα. 

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
 ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ 
ΣΑΒΒΑΪΤΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ (725-794)
ΥΠΟ ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΔΑΜΑΣΚΟΥ

*


Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης (1924-1994) - Σύντομος Βίος


Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης 
(1924-1994) 
Σύντομος Βίος
Απόσπασμα απο το βιβλίο Ιερόν Ησυχαστήρίον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Παρακλητικός Κανών Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου- εδώ
O Ἅγιος Παΐσιος γεννήθηκε στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924. Χάρη στὴν ἁγία καὶ φωτισμένη παρουσία τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, ποὺ ἦταν ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ, τὰ Φάρασα ἀποτελοῦσαν μιὰ μικρὴ ἑστία Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας στὰ βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ πατέρας τοῦ Γέ­ροντος Παϊσίου Πρόδρομος Ἐζνεπίδης ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία καὶ τὴν παλληκαριά του, ἐνῶ ἡ μητέρα του Εὐλογία διακρινόταν γιὰ τὴν σύνεση, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν εὐλάβειά της. Ἡ γέννησή του συνέπεσε μὲ τὶς τραγικὲς ἡμέρες τοῦ ξεριζωμοῦ τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸν ξεριζωμό, ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος βάπτισε ὅλα τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ τοῦ χωριοῦ. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν καὶ ὁ Γέροντας Παΐσιος. Ὁ Ἅγιος προβλέποντας ὅτι θὰ γίνη καλόγερος, δὲν τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα ποὺ ἤθελαν οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ τὸ δικό του ὄνομα λέγοντας: «Ἐσεῖς καλὰ θέλετε νὰ ἀφήσετε ἄνθρωπο στὸ πόδι τοῦ παπποῦ, ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω καλόγερο στὸ πόδι μου;». 
Ἡ φυγὴ τῶν Φαρασιωτῶν ἀπὸ τὴν πατρογονικὴ γῆ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες ἔφθασαν στὴν Ἑλλάδα. Ἡ οἰκογένεια τοῦ μικροῦ Ἀρσενίου ἐγκαταστάθηκε τελικὰ στὴν ἀκριτικὴ καὶ ὀρεινὴ Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου. Ἐκεῖ ὁ Ἀρσένιος ἔζησε τὰ παιδικὰ καὶ νεανικά του χρόνια μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον ποὺ ἀπέπνεε τὸ ἄρωμα τῆς ἀνατολίτικης εὐλάβειας καὶ ἦταν διαποτισμένο ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Οἱ γονεῖς του, καὶ κυρίως ὁ ψάλτης τοῦ Ἁγίου Πρόδρομος Κορτσινόγλου, διηγοῦνταν ὅσα θαυμαστὰ εἶχαν ζήσει κοντὰ στὸν Ἅγιο Ἀρσένιο. Οἱ θαυμαστὲς διηγήσεις γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου ἄναψαν στὴν παι­δικὴ ψυχὴ τοῦ Ἀρσενίου τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνη καὶ αὐτὸς καλό­γερος. Ἐπίσης πολὺ τὸν βοήθησε στὸ νὰ ἀγαπήση τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀποκτήση ἀπὸ μικρὸς ἀγωνιστικὸ πνεῦμα καὶ ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἀξιοποιώντας ἁπλὰ καθημερινὰ γεγονότα, τὸν δίδα­ξε τὴν ταπείνωση καὶ τοῦ ἔμαθε νὰ σκέφτεται πνευματικά. 
Ὅταν ὁ Ἀρσένιος πῆγε σχολεῖο καὶ ἔμαθε νὰ διαβάζη, ἄρχισε νὰ μελετᾶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ σύντομα Συναξάρια Ἁγίων. Ὅ,τι διά­βαζε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων προσπαθοῦσε νὰ τὸ ἐφαρμόζη, καὶ ἔτσι ὅλο καὶ περισσότερο αὐξανόταν ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν ἀσκη­τικὴ ζωή. Πολὺ συχνὰ πήγαινε στὸ ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβά­ρας, ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ δάσος καὶ σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ σπίτι του, καὶ ἐκεῖ μελετοῦσε βίους Ἁγίων, ἔψαλλε, προσευχόταν καὶ ἔκανε πολλὲς μετάνοιες. 
Ἀναφερόμενος ἀργότερα στὰ χρόνια αὐτὰ ἔλεγε: «Τὰ Συναξάρια πολὺ μὲ βοήθησαν στὴν πνευματικὴ ζωή. Ἀπὸ δέκα ὣς δεκαέξι ἐτῶν, δηλαδὴ μέχρι τὸ 1940 ποὺ ἄρχι­σε ὁ Ἑλληνοϊταλικὸς πόλεμος, ἔζησα ἀμέριμνος τὴν πνευματικὴ ζωή· πέρασα τὰ καλύτερά μου χρόνια. Ὅταν ἔτρωγα ἕνα κομμάτι κουλούρα καὶ πήγαινα στὸ δάσος, στὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρ­βάρας, ὤ, ἔνιωθα τέτοια χαρά, ποὺ δὲν ἤθελα τίποτε ἄλλο! Τὰ κα­λύτερα φαγητὰ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντικαταστήσουν ἐκείνη τὴν πνευματικὴ χαρὰ ποὺ ἔνιωθα. Πετοῦσα ἀπὸ τὴν χαρά μου!». 
Μετὰ τὸ δημοτικὸ Σχολεῖο, ὁ Ἀρσένιος δὲν θέλησε νὰ πάη στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ προτίμησε νὰ μάθη τὴν τέχνη τοῦ ξυλουργοῦ, γιὰ νὰ μιμηθῆ καὶ σ' αὐτὸ τὸν Χριστό. Ὅταν ἦταν δεκαπέντε ἐτῶν, κάποιος συμπατριώτης του, προκειμένου νὰ τὸν ἀποτρέψη ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, τοῦ μίλησε γιὰ τὴν θεωρία τοῦ Δαρβίνου καὶ προ­σπάθησε νὰ τὸν πείση ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Ζαλισμένος ἀπὸ λογι­σμοὺς ὁ Ἀρσένιος κατέφυγε στὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ὅπου γιὰ πολλὴ ὥρα ἔκανε μετάνοιες παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ τοῦ φανερωθῆ, γιὰ νὰ στερεωθῆ στὴν πίστη του. Κάποια στιγμή, κα­τάκοπος ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες, κάθησε νὰ ξεκουρασθῆ καὶ σκέ­φθηκε: «Ἀκόμη κι ἂν ὁ Χριστὸς ἦταν ἁπλῶς ἕνας καλὸς καὶ δίκαι­ος ἄνθρωπος, ὅπως μοῦ εἶπε ὁ συμπατριώτης μου, καὶ οἱ Ἑβραῖοι τὸν θανάτωσαν ἀπὸ φθόνο, ἀξίζει καὶ νὰ πεθάνω γι' Αὐτόν». 
Μόλις ἔβαλε αὐτὸν τὸν φιλότιμο λογισμό, παρουσιάσθηκε μέσα σὲ φῶς ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται». Τὰ ἴδια λόγια διάβα­ζε καὶ στὸ ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κρατοῦσε ὁ Χριστὸς στὸ χέρι Του. Ὕστερα ἀπὸ τὸ θεῖο αὐτὸ γεγονός, δυναμωμένος στὴν πίστη, αὔξησε ἀκόμη περισσότερο τοὺς φιλότιμους ἀγῶνες του. 
Τὰ δύσκολα χρόνια τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου, καθὼς καὶ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Ἀνταρτοπολέμου, μέχρι τὸν Φεβρουά­ριο τοῦ 1948, ἔμεινε στὴν Κόνιτσα ὡς προστάτης τῆς οἰκογενείας του, γιατὶ τὰ μεγαλύτερα ἀδέλφια του εἶχαν ἐπιστρατευθῆ. Ἐρ­γαζόταν φιλότιμα, μὲ δεξιοτεχνία καὶ σβελτάδα, ἐνῶ μὲ τὸν νοῦ του ἔλεγε συνέχεια τὴν εὐχή. Ἦταν ἀφιλοκερδὴς καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν ἀνεξικακία καὶ τὴν εὐσπλαγχνία του πρὸς ὅλους. 
Κι ὅταν στὴν συνέχεια ὑπηρέτησε σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση τὴν στρατιωτική του θητεία, διακρίθηκε γιὰ τὸ ἦθος, τὴν παλλη­ καριὰ καὶ τὴν αὐτοθυσία του. Γιὰ νὰ προφυλάξη συστρατιῶτες του, ἰδίως οἰκογενειάρχες, συχνὰ ἀναλάμβανε δύσκολες ἀποστο­λές. «Καλύτερα, ἔλεγε, νὰ σκοτωθῶ μιὰ φορὰ ἐγώ, παρὰ νὰ σκο­τωθῆ ὁ ἄλλος καὶ ὕστερα νὰ μὲ σκοτώνη ἡ συνείδησή μου σὲ ὅλη μου τὴν ζωή». Μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του καὶ χάρη στὴν θερμὴ προ­σευχή του ἔσωσε πολλὲς φορὲς συναδέλφους του ἀπὸ βέβαιο θά­νατο. Ὡς ἀσυρματιστὴς τοῦ στρατοῦ ἔστελνε σήματα καὶ καλοῦσε ἐνισχύσεις, καὶ ὡς ἀσυρματιστὴς τοῦ Θεοῦ καλοῦσε μὲ τὶς προσευ­χές του τὴν «ἐξ ὕψους δύναμιν». Κάποτε, ἐνῶ οἱ ἀντάρτες τοὺς εἶχαν περικυκλώσει καὶ οἱ σφαῖρες ἔπεφταν βροχή, ἐκεῖνος ὄρθιος, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, προσευχόταν. Ἄλλοτε μιὰ σφαῖρα σφη­νώθηκε στὴν μικρὴ Ἁγία Γραφὴ ποὺ εἶχε ἐπάνω του καὶ σώθηκε ὡς ἐκ θαύματος. Καὶ ἄλλη φορά, καθὼς ἔβγαινε χωρὶς κράνος ἀπὸ πρόχειρο ὀχύρωμα ποὺ παραχώρησε σὲ συστρατιῶτες του, μία σφαῖρα τοῦ ξύρισε τὰ μαλλιά, χωρὶς νὰ τὸν τραυματίση. Ὅσοι γύρω του ἀντιλαμβάνονταν τὶς θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ, ἔλεγαν: «Αὐτὸς ἢ ἅγιο ἔχει ἢ ἅγιος εἶναι»! 
Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐννέα ἐτῶν, ὁ Ἀρσένιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ καταταγῆ στὸ Ἀγγελικὸ Τάγμα τῶν μονα­χῶν. Ποθώντας τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, ἀρχικὰ ἐπισκέφθηκε μερικὰ Κελλιὰ καὶ ἔμεινε λίγους μῆνες στὸ καθένα. Τελικὰ ἀποφάσισε νὰ πάη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν τὸ πιὸ αὐστηρὸ Κοινόβιο. Ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο νὰ πα­ραμείνη γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα στὸ Μοναστήρι, μὲ σκοπὸ νὰ προετοιμασθῆ γιὰ τὴν ἔρημο, καὶ ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε. Ὕστερα μά­λιστα ἀπὸ ἕξι μῆνες, βλέποντας τὸν ζῆλο του, τοῦ πρότεινε νὰ γίνη Μεγαλόσχημος. Ὁ Ἀρσένιος ὅμως δὲν ἔνιωθε τὸν ἑαυτό του ἄξιο, γι' αὐτὸ ἔλαβε μόνον τὴν ρασοευχὴ καὶ ὀνομάσθηκε Ἀβέρκιος. 
Ὡς ἀρχάριος μοναχὸς ὁ Ἀβέρκιος παρακολουθοῦσε μὲ προ­σοχὴ τὸν ἑαυτό του, ἔκανε φιλότιμη ἄσκηση καὶ τηροῦσε τὴν ὑπακοὴ μέχρι θανάτου. Ὑποτασσόταν μὲ μεγάλη προθυμία ὄχι μόνο στὸν Ἡγούμενο ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἀδελφό. Κι ὅταν ἔβλεπε μερικοὺς ἀδελφοὺς νὰ δυσκολεύωνται στὴν διακονία τους, μὲ χα­ρὰ ἔτρεχε καὶ τοὺς βοηθοῦσε. Πολλὲς φορὲς πηγαίνοντας ἀπὸ τὴν μία διακονία στὴν ἄλλη, χωρὶς νὰ παραλείπη καὶ τὰ πνευματι­κά του καθήκοντα, εἶχε μία μόνον ὥρα μέσα στὸ εἰκοσιτετράωρο γιὰ ἀνάπαυση. Ἡ καρδιά του ὅμως ἦταν ἀναπαυμένη, καθὼς φτε­ρούγιζε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς. Μέσα στὸ εὐλογημένο αὐτὸ Κοινόβιο ὁ μοναχὸς Ἀβέρκιος ἔζησε τρία χρό­νια κάνοντας ὑπὲρ φύσιν ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ γευόμενος ἄφθονη τὴν θεία παρηγοριά. Μιὰ φορὰ ποὺ εἶχε ἐξαντλήσει ὅλες τὶς δυνάμεις του, τοῦ συνέβη ἕνα θεῖο γεγονὸς πού, ὅπως ἔλεγε ἀρ­γότερα ὁ ἴδιος, «τὸν ἔθρεψε πνευματικὰ γιὰ δέκα χρόνια». Ἐνῶ προσευχόταν ὄρθιος τὴν νύκτα, ξαφνικὰ τὸν περιέλουσε ἕνα οὐρά­νιο φῶς. Ἀπὸ τὰ μάτια του ἔτρεχαν «ἀσταμάτητα γλυκὰ δάκρυα» καὶ μία θεία ἀγαλλίαση τὸν πλημμύρισε. 
Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ὑπακοῆς καὶ προόδου στὴν ἀρετή, ἀφοῦ «εἶχε βγάλει πλέον τὰ πνευματικὰ φτερά», πῆρε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο εὐλογία νὰ ἀναχωρήση στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ζήση τὴν ποθητή του ἡσυχαστικὴ ζωή. Συνάντησε ὅμως ἐμπόδια ἀπὸ τὸν ἀντιπρόσωπο τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε νὰ φύγη ἀπὸ τὸ Μονα­στήρι ἕνας τόσο χρήσιμος ἀδελφός. Τότε ὁ ἐνάρετος Γέροντας Κύ­ριλλος τῆς Καλύβης τῶν Εἰσοδίων τῆς Κουτλουμουσιανῆς Σκήτης, ποὺ τὸν εἶχε ἤδη δεχθῆ ὡς ὑποτακτικό, τὸν συμβούλεψε νὰ πάη στὴν ἰδιόρρυθμη τότε Μονὴ Φιλοθέου, ὅπου ζοῦσε ὁ Φαρασιώτης καὶ συγγενής του Προηγούμενος Συμεών. «Ἐκεῖ, τοῦ εἶπε, μπορεῖς νὰ ζῆς πιὸ ἀσκητικά, ἀθόρυβα, καὶ ἐγὼ θὰ σὲ παρακολουθῶ». 
Ἔτσι πῆγε στὴν Μονὴ Φιλοθέου (τὸ 1956), ὅπου μετὰ ἀπὸ ἕναν χρόνο τὸν ἔκειραν σταυροφόρο μοναχὸ καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Παΐσιος. Οἱ ἐπίτροποι τῆς Μονῆς τοῦ ἀνέθεσαν τὸ ὑπεύθυνο καὶ κοπιαστικὸ διακόνημα τοῦ δοχειάρη καὶ τοῦ τραπεζάρη. Μὲ πολὺ μόχθο προσπαθοῦσε νὰ ἀνταποκριθῆ μόνος του στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ διακονήματος, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ πάρη λαϊκοὺς ὡς βοηθούς, γιὰ νὰ μὴν τὸν διακόπτουν ἀπὸ τὴν νοερὰ ἐργασία τῆς προσευχῆς. Λόγῳ τῆς διακονίας του ἐρχόταν κάθε μέρα σὲ ἐπικοινωνία μὲ ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Μονῆς, μὲ τοὺς ἐργάτες καὶ μὲ τοὺς φτωχοὺς ποὺ κατέφευγαν στὸ Μοναστήρι. Σὲ ὅλους αὐτοὺς μοίραζε μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη τὰ τρόφιμα, προσπαθώντας νὰ ἀναπαύση τὶς ἀνάγκες τους. Ὁ ἴδιος εἶχε περιορίσει τὶς ἀνάγκες του στὸ ἐλάχιστο· κάθε μέρα ἔκανε ἐνάτη καὶ τὴν νύκτα ἀγρυπνία, ἐνῶ συχνὰ ἔκανε τριήμερα. Τρεφόταν ὅμως πνευματικά, καθὼς εἶχε τὴν εὐκαιρία καὶ τὴν εὐλογία νὰ ἐπικοινωνῆ μὲ ἁγίους Γέροντες ἐρημίτες. Τὸ πνευματικό τους μέλι γλύκαινε τὴν ψυχή του καὶ μέσα του ἄναβε ὅλο καὶ περισσότερο ὁ πόθος τῆς ἐρημικῆς ζωῆς. Ἀλλὰ καὶ πάλι τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄλλο γιὰ τὸν ἀγαθὸ δοῦλο Του. Ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος νὰ φύγη γιὰ τὴν ἔρημο τῶν Κατουνακίων, ἡ Παναγία τὸν πληροφόρησε ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν ἦταν νὰ πάη στὰ ἐρημικὰ Κατουνάκια, ἀλλὰ στὴν πατρίδα του, τὴν Κόνιτσα, στὴν ἐρειπωμένη καὶ καμένη ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς Ἱερὰ Μονὴ Στομίου. Σὰν σὲ τηλεόραση εἶδε ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ τὰ Κατουνάκια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν Μονὴ Στομίου. Ἀμέσως, μὲ λαχτάρα στράφηκε πρὸς τὰ Κατουνάκια καὶ τότε ἄκουσε τὴν φωνὴ τῆς Παναγίας νὰ τοῦ λέη: «Δὲν θὰ πᾶς στὰ Κατουνάκια‧ θὰ πᾶς στὴν Μονὴ Στομίου». 
Πῆγε λοιπὸν στὴν Μονὴ Στομίου τὸν Αὔγουστο τοῦ 1958 καὶ παρέμεινε τέσσερα χρόνια. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτό, μὲ κοπια­ στικὴ προσωπικὴ ἐργασία καὶ θυσίες, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν συμπαρά­σταση εὐλαβῶν Κονιτσιωτῶν, ἀνακαίνισε τὸ καμένο Μοναστή­ρι τῆς Παναγίας. Στὸ Στόμιο ὁ πατὴρ Παΐσιος ἔζησε ὡς γνήσιος ἀσκητὴς καὶ ὡς «καλὸς ποιμήν». Οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὑπερφυσικοὶ καὶ ἡ ποιμαντική του φροντίδα γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Κόνιτσας ἀκατάπαυστη. Μὲ τὴν ἀγάπη του, τὴν προσευχή του καὶ τὶς διακριτικές του ἐνέργειες κατόρθωσε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία ὀγδόντα περίπου οἰκογένειες, ποὺ εἶχαν παρασυρθῆ ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες. Ἡ πύλη τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν πάντα ἀνοικτὴ γιὰ ὅλους καὶ ὁ πατὴρ Παΐσιος μὲ πατρικὴ στοργὴ φρόντιζε, φιλοξενοῦσε, νουθε­τοῦσε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔφθαναν στὸ Μο­ναστήρι μετὰ ἀπὸ δύσκολη ἀνάβαση δύο ὡρῶν. Τὸν ἴδιο δρόμο ἐκεῖνος τὸν ἔκανε σὲ τρία τέταρτα, καὶ μάλιστα τὶς περισσότερες φορὲς φορτωμένος. Ἄλλοτε ἀνέβαζε ὑλικὰ γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τῆς Μονῆς, ἄλλοτε κατέβαινε νύκτα στὴν Κόνιτσα μὲ διάφορες εὐλογίες, τὶς ὁποῖες ἄφηνε ἀθόρυβα στὶς πόρτες φτωχῶν οἰκογενειῶν, ὄχι μόνο Χριστιανῶν ἀλλὰ καὶ Μουσουλμάνων. Ὅλοι ἀποροῦσαν πῶς αὐτὸς «ὁ σκελετωμένος καλόγερος» μποροῦσε μὲ λίγο τσάι καὶ παξιμάδι, ποὺ ἦταν ἡ συνηθισμένη του τροφή, νὰ ἐργάζεται τόσο πολὺ καὶ παράλληλα νὰ ἀγρυπνῆ κάθε βράδυ καὶ νὰ ἀσκητεύη μέσα σὲ σπηλιές. 
Ὁ πατὴρ Παΐσιος στὸ Στόμιο ὑπέμεινε μεγάλους πειρασμοὺς ἀπὸ τὸν μισόκαλο διάβολο, ὁ ὁποῖος βλέποντας νὰ καρποφοροῦν οἱ φιλότιμοι ἀγῶνες του ἔβαλε ἐμπόδια στὸ ἔργο του. Ἀφημένος ὅμως ὁλοκληρωτικὰ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κατάλαβε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψη τὸ «Περιβολάκι τῆς Παναγίας», ὅπως ὀνόμαζε τὴν Μονὴ Στομίου, καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη τὸ θέλημά Του καὶ νὰ τοῦ δείξη «ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσεται». 
Ἔτσι, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1962 δέχθηκε σὰν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ τὴν πρόταση νὰ μεταβῆ στὸ Θεοβάδιστο Ὄρος Σινᾶ. Ἔμεινε γιὰ λίγο στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης καὶ στὴν συνέχεια ἐγκαταστάθηκε στὸ ἀσκητήριο τῶν Ἁγίων Γαλακτίωνος καὶ Ἐπιστήμης, ποὺ ἀπέχει μία ὥρα περίπου ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἐκεῖ, νῆστις, ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων, ὅπως οἱ παλαιοὶ ἀσκη­τές, ἀφιερωμένος στὴν ἀδιάλειπτη εὐχή, ἔζησε ζωὴ ἰσάγγελη, βίωσε ὑψηλὲς πνευματικὲς καταστάσεις καὶ ἀξιώθηκε θείων χαρισμά­ των καὶ ἀποκαλύψεων. Οἱ πολέμιοι δαίμονες τὸν πολεμοῦσαν μὲ ὅλη τους τὴν μανία, αὐτὸς ὅμως ἀγωνιζόμενος στὸν ἀπαράκλητο ἐκεῖνο τόπο μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ ταπείνωση «συνέτριψε τοῦ ἐχθροῦ τὴν ἔπαρσιν». 
Ἡ εὐαίσθητη καρδιά του, ποὺ φλεγόταν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πονοῦσε καὶ γιὰ τοὺς Βεδουΐνους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ μὲ μεγάλη ἀνέχεια. Προσπαθοῦσε νὰ τοὺς βοη­θήση, ὅσο μποροῦσε, μὲ τὰ λίγα χρήματα ποὺ ἐξασφάλιζε ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του – σκάλιζε ξύλινα εἰκονάκια. Σύντομα ὅμως ἀντι­μετώπισε τὸ δίλημμα: «Ἦρθα ἐδῶ, γιὰ νὰ βοηθῶ τοὺς Βεδουΐνους ἢ γιὰ νὰ κάνω προσευχὴ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο;» καὶ ἀποφάσισε νὰ περιορίση τὴν ἐργασία. Τὴν ἴδια μέρα ποὺ περιό­ρισε τὸ ἐργόχειρό του, πῆγε κάποιος στὸ ἀσκητήριό του καὶ τοῦ πρόσφερε σημαντικὸ χρηματικὸ ποσὸ λέγοντας: «Πάρε αὐτὰ τὰ χρήματα, γιὰ νὰ βοηθᾶς τὰ Βεδουϊνάκια καὶ νὰ μὴ βγαίνης ἀπὸ τὸ ἀσκητικό σου πρόγραμμα». Ὁ πα­τὴρ Παΐσιος τὰ δέχθηκε μὲ πολλὴ συγκί­νηση γιὰ τὴν ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ καὶ συνέχισε τελείως ἀπερίσπαστος τὴν ἀσκητικὴ ζωή του. Ἡ κλονισμένη ὅμως ὑγεία του δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ χαρῆ γιὰ πολὺ τὴν χαρὰ τῆς ἡσυχίας. Καθὼς τὸ ὑψόμετρο ἦταν μεγάλο καὶ ἡ ἀτμο­σφαιρικὴ πίεση χαμηλή, ἡ δύσπνοια ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ὀξυγόνου τὸν δυσκόλευε πολύ. Οἱ ἀπότομες ἀλλαγὲς τῆς θερμο­κρασίας μέσα στὸ ἴδιο εἰκοσιτετράωρο – τὴν ἡμέρα ἔκανε πολλὴ ζέστη καὶ τὸ βράδυ πολὺ κρύο – ἐπιβάρυναν τὸ πρό­βλημα ποὺ ἤδη εἶχε στοὺς πνεύμονες. Γι' αὐτὸ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀφήση «τὴν γλυ­κειὰ ἔρημο τοῦ Σινᾶ» καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὸ Ἅγιον Ὄρος (1964). 
Αὐτὴν τὴν φορὰ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἰβηρίτικη Σκήτη τοῦ Τιμίου Προ­ δρόμου, ὅπου δέχθηκε κοντά του κά­ποιους νέους οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ γίνουν μοναχοί. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1966, ἐπειδὴ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἐπιδεινώθηκε, ὁ Γέροντας Παΐσιος κατέβηκε στὴν Θεσσαλο­νίκη γιὰ ἐξετάσεις, οἱ ὁποῖες ἔδειξαν ὅτι ἔπρεπε νὰ χειρουργηθῆ στοὺς πνεύμονες, καὶ εἰσήχθη στὸ Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ἑλλάδος. Τότε τὸν γνώρισαν καὶ μερικὲς νέες, οἱ ὁποῖες ἤθελαν ἀπὸ χρόνια νὰ ἱδρύσουν Μοναστήρι, ἀλλὰ συναντοῦσαν δυσκολίες. Οἱ νέες αὐτὲς τὸν ἐπισκέπτονταν καθημερινὰ καὶ ἔδωσαν τὸ αἷμα ποὺ χρειάσθηκε γιὰ τὴν ἐγχείρηση. Ἀπὸ τότε ὁ Γέροντας τὶς θεωροῦσε ἀδελφές του καὶ ἀνέλαβε νὰ τὶς βοηθήση. Βρῆκε τὸν τόπο, γιὰ νὰ κτισθῆ τὸ Μοναστήρι, καὶ σὲ ἕναν χρόνο ἐγκαταστάθηκαν οἱ πρῶτες Ἀδελφές. Ἔτσι ἱδρύθηκε τὸ Ἡσυχα­στήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Σουρωτὴ Θεσσα­ λονίκης, τὸ ὁποῖο ὁ Γέροντας Παΐσιος βοηθοῦσε πνευματικὰ μέ­ χρι τὴν κοίμησή του. 
Ἐπιστρέφοντας ὁ Γέροντας στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀναζήτησε «καλύβη στὸ ξηρότερο μέρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Ἐγκαταστά­θηκε στὰ Κατουνάκια, ὅπου παρὰ τὴν κλονισμένη ὑγεία του, συ­νέχισε τὸ αὐστηρὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδι­νε ἄφθονη τὴν θεία παρηγοριά. Κάποια φορά, μιὰ ὁλόκληρη νύ­κτα οὐράνιο γλυκὸ φῶς γέμιζε τὸ φτωχικό του κελλί. Ἔνιωθε νὰ τὸν πλημμυρίζη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ νοῦς του νὰ καταυγάζεται ἀπὸ τὸν θεῖο φωτισμό. Ὅταν ξημέρωσε, τὸ ἡλιακὸ φῶς τοῦ φαινό­ταν σὰν τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ. 
Ὕστερα ἀπὸ ἕναν χρόνο (τὸ 1968) ὁ Γέροντας, κάνοντας ὑπακοὴ στὴν Ἱερὰ Κοινότητα, μετέβη στὴν τότε Ἰδιόρρυθμη Μο­νὴ Σταυρονικήτα, γιὰ νὰ βοηθήση στὴν μετατροπή της σὲ Κοι­νοβιακή. Μὲ ἀγάπη καὶ θυσίες βοήθησε στὴν πνευματικὴ θεμε­λίωση τῆς νέας Ἀδελφότητος στηρίζοντας πνευματικὰ τοὺς νέ­ους μοναχούς. «Ἔχουμε τρόπον τινὰ ἐπιστρατευθῆ, ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του. Τρία ἄτομα σχεδὸν κρατοῦμε ὁλόκληρο Μονα­στήρι. Ἀπὸ Προϊστάμενοι μέχρι καθαριστές, διὰ νὰ διοργανω­θοῦν τὰ διακονήματα. Ὁ ἕνας ὑποτακτικός μου ἔγινε Ἡγούμενος καί, ἀφοῦ ταχτοποιηθοῦν τὰ πράγματα, ἐγὼ θὰ μείνω σὲ καμμιὰ καλύβη στὴν περιοχὴ τῆς Μονῆς». 
Ἐκείνη τὴν περίοδο εἶχε τὴν εὐ­λογία νὰ μείνη γιὰ μία ἑβδομάδα κο­ντὰ στὸν Γέροντά του Παπα­Τύχωνα, στὸ Σταυρονικητιανὸ Καλύβι τοῦ Τι­μίου Σταυροῦ, γιὰ νὰ τὸν φροντίση τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Δύο μέ­ρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ὁ Παπα­ Τύχων τοῦ εἶπε: «Ἐὰν ἐσὺ καθήσης στὸ Κελλὶ αὐτό, ἐγὼ θὰ ἔχω χαρά, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, παιδί μου». Πράγ­ματι, τὸν Μάρτιο τοῦ 1969, ὁ Γέροντας ἐγκαταστάθηκε στὸ Καλύβι τοῦ Παπα­Τύχωνα, ὅπου ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ Κοινοβίου δόθηκε καὶ πά­ λι στὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας, στὴν ἄσκηση καὶ στὴν προσευχὴ γιὰ τὸν ταλαιπωρη­μένο κόσμο. Στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔμεινε 10 χρόνια. Ἐκεῖ ἔνιωσε τὸ πατρικὸ χάδι τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπισκέφθηκε, μόλις τέλειω­σε τὴν συγγραφὴ τοῦ βίου του, καὶ τὸν ἄφησε «μὲ μία ἀνέκφραστη γλυκύτη­τα καὶ ἀγαλλίαση οὐράνια στὴν καρ­διά του». Ἐκεῖ δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ἡ ὁποία τὸν γέμισε μὲ οὐράνια εὐφροσύνη. Ἐκεῖ εἶδε τὸν Χριστὸ καὶ ἀλλοιωμένος ἀπὸ τὸ ἄρρη­το κάλλος Του ἔγραψε σὲ ἐπιστολή του: «Θὰ ἄξιζε νὰ κάνη κανείς, ἐὰν μπο­ροῦσε, ὅλους τοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔκαναν ὅλοι οἱ ἀσκητὲς ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰώνα μέχρι τὸν εἰκοστό, γιὰ νὰ δῆ τὸν Χρι­στό, ὄχι γιὰ πάντα στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ ἔστω γιὰ ἕνα λεπτό». Πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν θερμότητα τῆς θείας Χάριτος ποὺ τὸν πλημμύριζε λύγιζε σὰν τὸ κερὶ καὶ ἔλεγε: «Χριστέ μου, ἐλάττωσε λίγο τὴν ἀγάπη Σου, γιατὶ δὲν ἀντέχω». 
Πόθος τοῦ Γέροντος Παϊσίου ἦταν νὰ ζήση στὴν ἀφάνεια. Πάντοτε ἐπιθυμοῦσε ἕναν μακρινὸ τόπο, στὸν ὁποῖο νὰ χαθῆ, νὰ ἐξαφανισθῆ. «Εὔχομαι καὶ ἐπιδιώκω, ἔγραφε, ἕναν ἄγνωστο τόπο, γιὰ νὰ ζήσω ἄγνωστος ἀνάμεσα σὲ ἀγνώστους, γιὰ νὰ γνωρίσω πιὸ πολὺ τὴν ἀχαριστία μου καὶ τὴν ἁμαρτία μου καὶ νὰ πλησιά­σω καὶ νὰ γνωρίσω τὸν Θεὸ ἀπὸ πιὸ κοντά, γιὰ νὰ διαλυθῶ τε­λείως ἀπὸ τὴν μεγάλη Του ἀγάπη». Ὅμως «ἄλλαι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου». Ἤδη ἡ πολιτεία του εἶχε γίνει γνωστὴ καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Συχνὰ προσκυνητὲς χτυποῦσαν τὸ καμπανάκι του, ἔστω κι ἂν διάβαζαν στὴν πόρτα του: «Σημειῶστε στὸ χαρτὶ τί θέλετε νὰ συζητήσουμε καὶ βάλτε το μέσα στὸ κουτί. Περισσότερο θὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὴν προσευχὴ παρὰ ἀπὸ τὴν ἀργολογία». 
Τὰ τελευταῖα δεκατέσσερα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔμεινε στὸ Κελλὶ «Παναγούδα». Ἐκεῖ ὕστερα ἀπὸ θεία πληροφορία, ἀφιερώθηκε πλέον στὴν διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ξεχειλίσει τὸ πνευματικὸ μέλι τῶν χαρισμάτων ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, καὶ ἐκεῖνος, ὡς καλὸς οἰκονόμος, τὸ πρόσφερε πλούσια σὲ ὅποιον τὸν πλησίαζε. Τὴν νύκτα τὴν ἀφιέρωνε στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἡμέρα δεχόταν ὅσους κατέφευγαν στὸ Καλύβι του. Γινόταν «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι», γιὰ νὰ ὁδηγήση ψυχὲς στὴν σωτηρία. Ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του: «Κόσμος πολύς, κουρασμένος, βασανισμένος· ψυ­χὲς τραυματισμένες. Ἄνθρωποι μὲ σοβαρὰ θέματα ποὺ ἔχουν πραγ­ματικὴ ἀνάγκη καὶ ἀγαθὴ διάθεση... Πολλοὶ ἄνθρωποι, πολὺς κό­πος, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μὲ τοὺς Ἁγίους μὲ κρατᾶνε στὸ πόδι. Πρέπει νὰ μπορῶ πάντα. Μπορῶ­ δὲν μπορῶ, πρέπει νὰ μπορῶ». Βοηθοῦσε μεγάλους καὶ μικρούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Μὲ τὸ διορατικό του χάρισμα ἔβλεπε καρδιὲς ἀνθρώπων, μὲ τὸν θεῖο φωτισμὸ καθοδηγοῦσε, μὲ τὴν ἁγία του ἁπλότητα ξεκούραζε, μὲ τὴν πατρικὴ στοργή του παρηγοροῦσε, μὲ τὸ ἰαματικό του χάρι­σμα θεράπευε σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες. Ξεχείλιζε ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη καὶ θὰ ἤθελε, ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ μοιράση σὲ ὅλον τὸν κό­σμο τὴν «καιομένην ὑπὲρ ἁπάσης τῆς κτίσεως» καρδιά του. 
Τὸ διάστημα αὐτό, καθὼς ἔβλεπε νὰ λιγοστεύη ὅλο καὶ περισ­σότερο τὸ ἀγωνιστικὸ καὶ ἀσκητικὸ πνεῦμα, θέλησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ διασώση βίους παλαιῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀγωνιστῶν, τοὺς ὁποίους πρῶτα ὁ ἴδιος εἶχε μιμηθῆ. Ἔτσι ἔγραψε τὴν βιογραφία τοῦ Γέροντος Χατζη­Γεώργη καὶ τὸ βιβλίο «Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα». 
Τοὺς τελευταίους ὀκτὼ μῆνες τῆς ἐπιγείου ζωῆς του – ἀπὸ τὸν Nοέμβριο τοῦ 1993 μέχρι τὶς ἀρχὲς Ἰουλίου τοῦ 1994 – ὁ Γέροντας Παΐσιος λόγῳ τῆς ἀσθένειας τοῦ καρκίνου καὶ τῆς ἐξελίξεώς της παρέμεινε στὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης. Οἱ ὀδυνηροὶ πόνοι ποὺ ὑπέμεινε τὸ διάστημα αὐτό, ἔλεγε πὼς τὸν ὠφέλησαν ὅσο δὲν τὸν ὠφέλησαν ὅλοι οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες τῆς ζωῆς του. Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ταφῆ στὸ Ἡσυχαστήριο, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς στίχους ποὺ ἔγραψε καὶ χα­ράχθηκαν κατὰ τὴν ἐπιθυμία του σὲ μικρὴ μαρμάρινη πλάκα ἐπά­νω στὸν τάφο του. Ἐπίσης, ζήτησε ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία νὰ τε­λεσθῆ ἀπὸ τὸν ἐφημέριο τοῦ Ἡσυχαστηρίου στὸ Παρεκκλήσι τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ νὰ παρευρεθῆ σ' αὐτὴν μόνον ἡ Ἀδελφότητα. Ἐπιθυμία του τέλος ἦταν νὰ μὴ γίνη ποτὲ ἡ ἐκταφή του. 
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὴν ἑνδεκάτη πρωινὴ ὥρα τῆς 12ης Ἰουλίου τοῦ 1994. Τὸ βράδυ τελέσθηκε Ἀγρυπνία καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία. Ἐτάφη πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. 
Μετὰ τὴν κοίμησή του, ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας προστρέχουν στὸν τάφο του, γιὰ νὰ ἀντλήσουν βοήθεια, δύναμη καὶ παρη­ γοριά. Κάποιοι ἀφήνουν ἐκεῖ γράμματα μὲ τὰ ὁποῖα ζητοῦν τὴν πρὸς τὸν Θεὸ μεσιτεία του ἢ ἐκφράζουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὴν βοήθειά του. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀποφασίζουν νὰ ἀγωνισθοῦν «τὸν καλὸν ἀγῶνα» ἔχοντας ὡς βοήθεια τὶς διδαχές του: Ἁπλοποίηση τῆς ζωῆς, καλὴ ἀνησυχία, μετάνοια καὶ ἐξομο­λόγηση, καλλιέργεια καλῶν λογισμῶν, ἀγάπη καὶ ταπείνωση, φιλότιμο, ἀρχοντιὰ καὶ θυσία. Ἄνθρωποι ποὺ τὸν εἶχαν γνωρίσει καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν τὸν συνάντησαν ποτέ, ἀλλὰ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κάποιο βιβλίο ἢ ἀπὸ κάποια θαυμαστὴ παρουσία του στὴν ζωή τους, ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι τὸν αἰσθάνονται νὰ βρίσκεται κοντά τους καὶ νὰ πρεσβεύη γι' αὐτοὺς στὸν Θεό. 
Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε. Ἀμήν!


Δημοφιλείς αναρτήσεις