Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Ποτὲ δὲν ἠκολούθησεν ἡ καρδία μου εἰς τὸν ὀφθαλμόν μου



Ο Άγιος Ευδόκιμος ο δίκαιος

31 Ιουλίου 
Μεγαλυνάριον 
Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, 
ἐν δικαιοσύνῃ, τὸν σὸν βίον διαδραμών.
Ὁ λαθών γὰρ ἔσχες ἐγνώσθη μετὰ τέλος, 
Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν. 
Ο Άγιος Ευδόκιμος, ο θαυμαστός, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Θεοφίλου του Εικονομάχου (829-842 μ.Χ.) και καταγόταν από την Καππαδοκία.  Ο πατέρας του Βασίλειος και η μητέρα του Ευδοκία ήταν ευσεβείς Χριστιανοί και τον ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Είχαν πολλά πλούτη και ήταν ένδοξοι και περιφανείς, διότι ο πατέρας του έφερε το αξίωμα του πατρικίου.  
Ο Ευδόκιμος, αν και καταγόταν από τόσο ξακουστό γένος, δοξαζόταν  περισσότερο και θαυμαζόταν για τις αρετές του και τα χαρίσματά του. Παρά το γεγονός ότι ήταν νέος ένδοξος και αξιωματούχος, από γονείς ευγενείς μέσα στην κοινωνία, ωστόσο διαβιούσε ζωή ενάρετη και με άκρα σωφροσύνη, αντιτασσόμενος στα κελεύσματα του πονηρού. 
Όσον αφορά τη μόρφωσή του, ο ίδιος ευλογημένος από το Θεό, καταγινόταν αδιαλείπτως στην ανάγνωση των θείων Γραφών και ευφραινόταν η τρισόλβια ψυχή του, ακολουθώντας το: «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγια σου Κύριε, ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον ἐν τῷ στόματί μου». Η κύρια απασχόλησή του ήταν να πηγαίνει στους ιερούς Ναούς, να ακούει τις ιερές ακολουθίες και τα θεία λόγια.  Ιδιαίτερα και μετά φόβου αγωνιζόταν να γίνει «Ναός καθαρός Θεού ζώντος», όπως λέει και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Πολλές φορές τον παρακινούσαν οι συνομήλικοί του να πηγαίνουν σε διασκεδάσεις και απολαυστικές διατριβές, αλλά ο αοίδιμος Άγιος Ευδόκιμος μόνη ευχαρίστηση και τρυφή είχε τη μελέτη των ψυχωφελών βιβλίων.  
Η σωφροσύνη και η καθαρότητα, η τιμιότερη όλων των άλλων αρετών, η οποία κάνει ισάγγελο τον άνθρωπο χαρακτήριζαν τον Ευδόκιμο, τόσο που μπορούσε να λέει ότι: «Ποτὲ δὲν ἠκολούθησεν ἡ καρδία μου εἰς τὸν ὀφθαλμόν μου». Το σπουδαιότερο είναι ότι αποφάσισε ο πάνσεμνος να μη βλέπει γυναικείο πρόσωπο καθόλου, όσο θα βρισκόταν στην παρούσα ζωή. Έτσι εκτός της μητέρας του, άλλη γυναίκα ή παρθένα ούτε κοίταξε στο πρόσωπο, ούτε μίλησε. Ήταν επίσης ελεήμων, τόσο ώστε να τρέφεται η ψυχή του από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ακόμα και αυτά που είχε ανάγκη για να ζήσει, τα χάριζε στους φτωχούς. Όχι μόνο χρήματα, αλλά και ό,τι άλλο χρειάζονταν.  Βοηθούσε τόσο πολύ τους ενδεείς, ώστε και αν ακόμη ήταν ανάγκη να πουληθεί ως σκλάβος ο ίδιος για να ελευθερωθεί άλλος, θα το έπραττε με χαρά. Διότι ήξερε ο μακάριος ότι ο καρπός της αγάπης είναι η ελεημοσύνη. Για αυτό ήθελε και έγινε αληθινός πατέρας των ορφανών, κυβερνήτης των χηρών, ενδυμασία των γυμνών, χορτασμός των πεινασμένων, παρηγοριά των λυπημένων. 
Λόγω των αρετών του αξιώθηκε να τιμηθεί από το βασιλιά Θεόφιλο με το αξίωμα του «Κανδιδάτου». Διορίστηκε στρατοπεδάρχης της Καππαδοκίας και έπειτα των Χουρσιανών. Όμως ως φρόνιμος οικονόμος δε μεταχειριζόταν τη θέση του για να αποκομίσει τιμή και δόξα. Αντίθετα ήταν ταπεινός, όλη δε η επιμέλεια η φροντίδα του ήταν στο να κυβερνά μικρούς και μεγάλους με οσιότητα και δικαιοσύνη, για αυτό και αποκλήθηκε δίκαιος. Και ήταν έτοιμος να θυσιάζει και την ψυχή του για τον υπήκοό του. 
Ο Άγιος Ευδόκιμος υπήρξε τέλειος Χριστιανός. Άνθρωπος της ορθής πίστης και της θυσίας. Στην αγάπη του πλησίον αμίμητος, για την οποία απέφευγε τον εγωισμό και την καταλαλιά.  Ο ίδιος φυλασσόταν από την κατάκριση και εμπόδιζε και τους άλλους να κατακρίνουν και να λυπούν τον πλησίον. Δίδασκε ακόμη ότι ο καθένας πρέπει να μάθει περισσότερο να ακούει, παρά να μιλά. Με την άψογη αυτή διαγωγή του χρημάτισε σκεύος εκλογής και δάσκαλος και με λόγια και με έργα. Τύπος και παράδειγμα και ζώσα εικόνα σε εκείνους, οι οποίοι τον συναναστρέφονταν, μέχρι το τέλος της παρούσας ζωής. Κοιμήθηκε οσιακά στην Καππαδοκία, αφού έζησε τριάντα τρία χρόνια, νέος στην ηλικία,  αλλά πρεσβύτατος στη σύνεση και τη γνώση. 
Όταν γνώρισε το τέλος του ο δίκαιος Ευδόκιμος δεν ταράχτηκε, γιατί όλη του η ζωή ήταν μια μελέτη θανάτου. Αυτό που τον λυπούσε ήταν ότι η μητέρα του ήταν μακριά και δε θα βρισκόταν κοντά του στην αναχώρησή του για τους ουρανούς. Όταν πλησίασε η τελευταία ώρα ήρθαν πολλοί άνθρωποι να τον επισκεφθούν, αφού τους μίλησε για τη μνήμη και το μυστήριο του θανάτου, τους όρκισε στο Θεό να τον ενταφιάσουν με τα ίδια ενδύματα, που φορούσε. Κατόπιν έκανε νεύμα και αφού βγήκαν όλοι έξω, άρχισε να προσεύχεται προς το Θεό, λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός μου, καθὼς δὲν ἠθέλησα ἔτι ζῶν νὰ φανῆ ἡ πολιτεία μου, οὕτω παρακαλῶ καὶ ἡ τελευτή μου νὰ γίνη χωρὶς καμμίαν χάριν, οὔτε νὰ θαρρήση τίς, ὅτι σοι εὐηρέστησα». Έπειτα λέγοντας το «εἰς χεῖρας σου παραδίδω Κύριε τὸ πνεῦμα» ανήλθε η ψυχή του στους ουρανούς το έτος 829 μ.Χ.    
Οι γονείς του λυπήθηκαν όταν έμαθαν για την κοίμηση του Αγίου, ωστόσο παρηγορούνταν με τα θαύματα που έκανε. Η μητέρα του φλεγόμενη από το πάθος της φιλοτεκνίας, δεν υπολόγισε το μακρινό ταξίδι, ούτε συλλογίστηκε τους κόπους και τους κινδύνους της οδοιπορίας, αλλά κίνησε με μεγάλη προθυμία και πήγε στον τάφο του αγιοτάτου παιδιού της. Βλέποντας εκεί το πλήθος που προσερχόταν με ευλάβεια και τα θαύματα που γίνονταν από το ιερό εκείνο μνήμα, όπου δαιμονιζόμενοι και από άλλα πάθη πάσχοντες θεραπεύονταν ταχύτατα, έπεσε και αγκάλιασε τον τάφο του γιου της με δάκρυα στα μάτια.  Συγκλονισμένη συνέπλεξε το θρήνο για την απώλεια μαζί με τον έπαινο για το Άγιο παιδί της.   
Όταν σήκωσαν την πλάκα από το μνήμα και έβγαλαν έξω τη λάρνακα, όπου κειτόταν το ιερό λείψανο, δεκαοχτώ μήνες μετά την κοίμηση του Αγίου, φάνηκε το θαύμα. Το λείψανο δεν είχε υποστεί καμία αλλοίωση ή μεταβολή. Το πρόσωπο ήταν άφθαρτο και δεν είχε επέλθει σήψη σε κάποιο μέρος του σώματός του. Αντίθετα το πρόσωπο ήταν φαιδρό, χαριέστατο με όλους τους χαρακτήρες αμετάβλητους. Ακόμα και τα ενδύματά του είχαν παραμείνει αναλλοίωτα και άφθαρτα. Επιπλέον το σώμα και τα ενδύματα ανέδιδαν μια θαυμάσια ευωδία. 
Εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο σημείο ένας Ιερομόναχος, με το όνομα Ιωσήφ, ο οποίος έλαβε το ιερό λείψανο για να το σηκώσει όρθιο. Μόλις το αγκάλιασε στάθηκε όρθιο, σαν να ήταν ζωντανό. Εκείνος από το φόβο του έπεσε μπροστά στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσε, σαν να ήταν εν ζωή να αφήσει να πάρουν τα ενδύματά του για ευλογία. Έτσι άρχισε πρώτα και αφαίρεσε το χιτώνα και του φόρεσε άλλον. Έπειτα έβγαλε από τα πόδια του εκείνα, που φορούσε, με τόση ευκολία, ώστε φαινόταν σαν να βοηθούσε και ο ίδιος ο Άγιος σε αυτό. Ύστερα, αφού έντυσε το ιερό σκήνωμα κανονικά, το τοποθέτησε με σεβασμό δοξάζοντας με τους παρευρεθέντες το Θεό «τὸν δοξάζοντα τοὺς Αὐτὸν ἀντιδοξάζοντας» 
Μόλις φανερώθηκε το  άφθαρτο σώμα του Αγίου Ευδοκίμου έφριξαν οι δαίμονες και έφευγαν «ὡς ὑπὸ ἀστραπῆς διωκόμενοι», καθώς το είδαν «ἐν δόξῃ ἁγιότητος ἀπαστράπτον». Η μητέρα του Αγίου θέλησε να μεταφέρει το ιερό λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, όμως οι εντόπιοι δεν το επέτρεψαν. Μετά από καιρό ο Ιερομόναχος Ιωσήφ έκλεψε το θησαυρό, χωρίς να τον πάρουν είδηση οι εντόπιοι. Ωστόσο φανερώθηκε από το μύρο που έσταζε και τα θαύματα που γίνονταν καθοδόν. Θαυματουργώντας ο αοίδιμος Άγιος αποδόθηκε στους γονείς του ως δώρο πολύτιμο. Και η θεοφιλής μητέρα του με πολύ πόθο έφτιαξε αργυρή θήκη για το ιερό λείψανο, το οποίο κατέθεσε στον περικαλλή Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Κωνσταντινούπολη, που είχε κτίσει νωρίτερα και όπου έγινε η μετακομιδή την 6η Ιουλίου.  Και εκεί γίνονταν καθημερινά πολλά θαύματα. Τόση μεγάλη χάρη έλαβε ο Άγιος Ευδόκιμος από το Θεό για την υπερβολική δικαιοσύνη και ελεημοσύνη του. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του την 31η  Ιουλίου. 
Πηγή υλικού
Βίοι Αγίων, Ο Άγιος Ευδόκιμος, Έκδοση Ορθοδόξου Ιδρύματος «Απ. Βαρνάβας»

Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

Άγιος Ανώνυμος Κρητικός Νεομάρτυρας.

Άγιος Ανώνυμος Κρητικός Νεομάρτυρας. 
 31 Ιουλίου.
Ο Νεομάρτυρας αυτός ήταν από την Κρήτη και γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς. Είκοσι χρονών βρέθηκε στη δούλεψη ενός Τούρκου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. 
Κάποια νύκτα, ο Τούρκος αυτός, θέλησε να εκμεταλλευτεί τον νεαρό. Τότε ο ευσεβής νέος αρνήθηκε και πάνω στην απελπισία του μαχαίρωσε τον Τούρκο με αποτέλεσμα αυτός να πεθάνει.

Την επομένη μέρα οι φίλοι του σκοτωμένου Τούρκου, μόλις άκουσαν το γεγονός, συνέλαβαν τον νεαρό χριστιανό και τον πήγαν στον δικαστή. Αλλά επειδή δεν υπήρχε μαρτυρία σε βάρος του τον άφησαν ελεύθερο.

Μετά δύο μέρες όμως, τον συνέλαβαν πάλι και αφού τον βασάνισαν σκληρά, ομολόγησε όλη την αλήθεια. Τότε ο δικαστής του πρότεινε, για να σώσει τη ζωή του, ν' αρνηθεί τον Χριστό και να γίνει μουσουλμάνος. Ο Νεομάρτυρας απέρριψε την πρόταση του δικαστή και με θάρρος ομολόγησε πως γεννήθηκε, είναι και θέλει να πεθάνει χριστιανός. Τότε μια από τις μέρες του Ιουλίου το 1811 μ.Χ., τον θανάτωσαν με απαγχονισμό. Δύο μέρες έμεινε το τίμιο λείψανο του στην κρεμάλα, κατόπιν το κατέβασαν και το έχωσαν στην άμμο.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Ο όσιος Μπόγολεπ του Τσέρνυ-Γιαρ, ο παις-μοναχός



Ο όσιος Μπόγολεπ του Τσέρνυ-Γιαρ, ο παις-μοναχός

29 ΙΟΥΛΙΟΥ  
Ο μακάριος αυτός ήταν γιος ευγενούς και θεοσεβούς ζεύγους, που ζούσε στο Τσέρνυ-Γιαρ «Μαύρο Φαράγγι» στην περιοχή του Αστραχάν, επί βασιλείας Αλεξίου Μιχαήλοβιτς (1645-1676). Έλαβε στο άγιο Βάπτισμα το όνομα Μπόρις και σε ηλικία επτά ετών προσβλήθηκε από λέπρα. 
Ενώ όλο το σπίτι ήταν ανάστατο, παρουσιάσθηκε ένας μοναχός ζητώντας φιλοξενία. Μόλις τον είδε, το μικρό παιδί φλογίσθηκε από θείο έρωτα και ζήτησε από τους γονείς του να ενδυθεί δίχως χρονοτριβή το άγιο αγγελικό Σχήμα. Αυτοί υπάκουσαν και το παιδί εκάρη, λαμβάνοντας μάλιστα το Μεγάλο Σχήμα με το όνομα Μπόγολεπ. 
Μετά από τρεις ημέρες, το άγιο παιδί κλήθηκε στην Βασιλεία των Ουρανών, συνοδεία αγγέλων και αγίων. Οι γονείς του θρηνώντας την απώλειά του, αλλά γεμάτοι άφατη χαρά, το ενταφίασαν στον ναό της Αναστάσεως, κοντά στο θυσιαστήριο, έτσι που να μπορούν να ατενίζουν τον τάφο από το σπίτι τους (1602 ή 1632 ή 1667). 
Λίγο αργότερα, ενώ η εξέγερση του Στεπάν Τιμοφέβιτς Ραζίν (1670) έφερνε καταστροφή και θηριωδία σε όλη την Ρωσία, η πόλη του Τσέρνυ-Γιαρ δέχθηκε την επίθεσή του. Ο στασιαστής Ραζίν λεηλάτησε την πόλη και έφυγε παίρνοντας πολλούς αιχμαλώτους. 
Αργότερα σκέφτηκε ότι το Τσέρνυ-Γιαρ θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως προγεφύρωμα για τα στρατεύματα του ηγεμόνα της Μόσχας και έστειλε ένα σύνταγμα Τατάρων να την καταστρέψει εκ θεμελίων. Όταν όμως πλησίασαν οι Τάταροι στην πόλη διέκριναν πάνω στα τείχη ένα παιδί με μοναχικό ένδυμα που τους φώναζε: «Φύγετε, καταραμένοι! Δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε κατά της πόλης αυτής, γιατί ο Θεός με όρισε φύλακά της!» 
Αυτοί ωστόσο προσπάθησαν να εισβάλουν, αλλά μία αόρατη δύναμη τους συγκράτησε και αίφνης τυφλώθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Ο Ραζίν, μαθαίνοντας το νέο, εξοργίσθηκε και έστειλε άλλο απόσπασμα που είχε την ίδια τύχη· και έτσι σύντομα τα μοσχοβίτικα στρατεύματα μπήκαν θριαμβευτικά στην πόλη. 
Κατά τις επόμενες βασιλείες των τσάρων Πέτρου και Ιωάννη Αλεξέγιεβιτς, η πόλη του Τσέρνυ-Γιαρ σώθηκε εκ νέου από την επίθεση των Τατάρων με παρέμβαση του οσίου Μπόγολεπ, που εμφανίσθηκε στους εισβολείς καβάλα σε άσπρο άλογο. 
Ο άγιος παις-μοναχός μεσίτευε επίσης για την θεραπεία αρρώστων και χάρισε μάλιστα την ακοή και την λαλιά σε έναν εκ γενετής κωφάλαλο. 

Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου ΕκκλησίαςΤόμος 11ος, Ιούλιος. Ίνδικτος

Ο άγιος Λούππος, επίσκοπος της Τρουά


Ο άγιος Λούππος, επίσκοπος της Τρουά 

29 ΙΟΥΛΙΟΥ 

Γεννημένος περί το 383 στο Τουλ από ευγενή γαλλο-ρωμαϊκή οικογένεια, ο άγιος Λούππος έλαβε καλή μόρφωση στα κλασικά γράμματα. Παντρεύθηκε την Πιμενιόλη, αδελφή του αγίου Ιλαρίου Αρελάτης [5 Μαΐου] και συγγενή του αγίου Ονωράτου [16 Ιαν.]. Μετά από συμβίωση έξι χρόνων χώρισαν για να αφιερωθούν στον Θεό: η Πιμενιόλη εκάρη μοναχή και ο Λούππος μπήκε στην Μονή του Λερίνου, εξαιτίας της φήμης του αγίου Ονωράτου. 
Μετά από έναν χρόνο, ενώ ταξίδευε στο Μακόν για να διαθέσει τα υπάρχοντά του, εξελέγη επίσκοπος της Τρουά (στην Σαμπανία) (426). Παραμένοντας ωστόσο πιστός στις μοναχικές του υποσχέσεις, συνέχισε τον ασκητικό βίο παράλληλα με τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Κοιμόταν κατά γης, φορούσε τον τρίχινο χιτώνα κατά σάρκα, έτρωγε και κοιμόταν μέρα παρά μέρα και έδειχνε ανελλιπώς την αγάπη του απέναντι στους φτωχούς και στους φυλακισμένους. 
Το 429, κατόπιν αιτήματος του πάπα Κελεστίνου και των επισκόπων της Γαλατίας που είχαν συγκληθεί σε Σύνοδο, συνόδευσε τον άγιο Γερμανό του Ωξέρ [31 Ιουλ.] στην Μεγάλη Βρετανία για την αντιμετώπιση των αιρετικών πελαγιανών, που ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν ανάγκη της θείας χάριτος. 
Επιστρέφοντας στην Τρουά, αφού έφερε πλήθος ψυχών στην αληθινή Πίστη, τόσο με τα θαύματά του όσο και με τα θεόπνευστα λόγια του, ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του με πατρική έγνοια. 
Κατά την εισβολή των Ούννων (451), ενώ η πόλη της Τρουά, αφρούρητη και ανοχύρωτη, βρισκόταν στο έλεος των επιδρομέων, ο άγιος επίσκοπος προέτρεψε τον πληθυσμό να αναπέμψει τις προσευχές του με συντριβή καρδίας ενώ ο ίδιος διπλασίασε τις σκληραγωγίες του. 
Κατόπιν ενδεδυμένος τα αρχιερατικά του άμφια και συνοδευόμενος από τον κλήρο του μετέβη προς συνάντηση του Αττίλα και επιβάλλοντας τον σεβασμό με την μεγαλοπρέπειά του έκανε τον τύραννο να σταματήσει τους άνδρες του που είχαν ορμήσει πάνω στους ανυπεράσπιστους κληρικούς. 
Ο Λούππος του είπε: «Εάν είσαι, όπως ισχυρίζεσαι, η “μάστιγα του Θεού”, τιμώρησέ μας όσο σου το επιτρέψει το χέρι που σε οδηγεί». Τα λόγια αυτά άγγιξαν την καρδιά του βαρβάρου που χαρίστηκε στην πόλη. 
Μετά την ήττα του, ο Αττίλας πέρασε πάλι από την Τρουά και πήρε μαζί του όμηρο τον άγιο επίσκοπο μέχρι τον Ρήνο· δεν άργησε όμως να τον αφήσει ελεύθερο ζητώντας τις προσευχές του. 
Επιστρέφοντας ο άγιος Λούππος, επειδή κάποιοι τον υποπτεύονταν ότι βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Ούννους, αποσύρθηκε για δύο χρόνια στο όρος Λασουά, εξήντα χιλιόμετρα περίπου απόσταση από την Τρουά, και κατόπιν στο Μακόν, όπου επιτέλεσε θαυματουργικές ιάσεις, οι οποίες τον έκαναν τόσο ονομαστό ώστε ο βασιλέας των Αλαμανών ελευθέρωσε για χάρη του τους αιχμαλώτους που κρατούσε. 
Φθάνοντας στην Τρουά ανέλαβε την αποκατάσταση των ζημιών, υλικών και πνευματικών, που η βαρβαρική επιδρομή είχε προκαλέσει στον πληθυσμό της πόλης και της γύρω υπαίθρου. Πολλοί μαθητές του συναριθμήθηκαν στους πλέον επιφανείς επισκόπους των χρόνων εκείνων. 
Ο άγιος Λούππος παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στον Θεό στις 29 Ιουλίου 479, μετά από επισκοπεία πενήντα δύο ετών. 
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου ΕκκλησίαςΤόμος 11ος, Ιούλιος. Ίνδικτος, 

Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

Η ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ


Η ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ
Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους μιας πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και την ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στον δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου. Η θεία Πρόνοια εμπόδισε τον γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στην μοναχική κουρά της η μακαρία, μαζί με τις τρίχες της κεφαλής της, έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνωρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανακαινίζεται και πλησιάζει τον Θεό (Β΄ Κορ. 4, 16). Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκή κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα. Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό τον Βίο του αγίου Αρσενίου [8 Μαΐ.], προσπάθησε να τον μιμηθεί. Και με την βοήθεια της θείας Χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς τον Θεό, ώστε καμία μηχάνευση του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές. 
Μετά τον θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Μεθόδιο [14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μην αναζητεί μονάχα τα αρεστά στην ίδια, αλλά να «βαστάζει με υπομονή τις αδυναμίες και τις ατέλειες των αδύνατων» πνευματικά αδελφών της (Ρωμ. 15, 1), έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη την νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την Χάρη του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί. Με γλυκύτητα και με υπομονή τις παραινούσε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, αποτάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώπων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραότητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από τον Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο (ωφελιμότερο) για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. 
Έχοντας λάβει από Άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτις του Θεού στην μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και, μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τους πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τις αρετές και την σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσέρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέλεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει τον Θεό ευμενή έναντι ημών. 
Με την στήριξη της θείας Χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνον λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της. Μία νύκτα, μια μοναχή, κοιτάζοντας προς την αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώνονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορυφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στην νύκτα. Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φυτίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από την μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία μέσα στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας Άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοιμος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες!». Κι όταν η μαθήτριά της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από την σάρκα της, μια θεσπέσια ευωδία γέμισε το μοναστήρι. 
Μιαν άλλη φορά, ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάσθηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης τού είχε αναθέσει να της τα παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύτερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου. 
Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η αοίδιμος Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε συγκεκριμένα την δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ΄ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από τον Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου [1 Ιαν.] και της αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας [23 Δεκ.] θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγγενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προδότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι. 
Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία 103 ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της. Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πιο πριν για τον χρόνο της τελευτής της και όταν έφθασε η ημέρα συγκέντρωσε τις αδελφές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της εις χείρας Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Θεοδώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνοντας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ, ενώ μέχρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη. 
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ
Ο άγιος και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Παντελεήμων γεννήθηκε στη Νικομήδεια από πατέρα ειδωλολάτρη, τον Ευστόργιο, που είχε το αξίωμα του συγκλητικού, και από μητέρα χριστιανή, την Ευβούλη, οι οποίοι του έδωσαν το όνομα Παντολέων. Τη μόρφωσή του εμπιστεύθηκαν σε έναν φημισμένο ιατρό, τον Ευστόργιο, και σε λίγο χρόνο ο Παντολέων απέκτησε τέλεια γνώση της ιατρικής επιστήμης σε σημείο μάλιστα που ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός Γαλέριος, μαθαίνοντας για τις ικανότητές του, σχεδίαζε να τον προσλάβει στο παλάτι ως προσωπικό του ιατρό. Καθημερινά ο νεαρός Παντολέων περνούσε μπροστά από το σπίτι όπου κρυβόταν ο άγιος Ερμόλαος [26 Ιουλ.], και ο όσιος ιερέας διακρίνοντας στην όψη του το ποιόν της ψυχής του, τον προσκάλεσε μια μέρα να εισέλθει στο σπίτι και άρχισε να του διδάσκει ότι η ιατρική επιστήμη δεν μπορεί να προσφέρει παρά αδύναμη ανακούφιση στη βαθειά πάσχουσα φύση μας, την υποκείμενη στον θάνατο, και ότι μονάχα ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, ήλθε να μας χαρίσει τη Σωτηρία, δίχως φάρμακα και εντελώς δωρεάν. Η καρδιά του Παντολέοντος γέμισε χαρά ακούγοντας τα λόγια αυτά, και έτσι ο νέος άρχισε να συχνάζει στο σπίτι του Ερμολάου, από τον οποίο κατηχήθηκε στο μεγάλο Μυστήριο της Πίστεως. Μια μέρα, επιστρέφοντας από τον Ευφρόσυνο, βρήκε στον δρόμο ένα παιδί νεκρό από δάγκωμα οχιάς. Κρίνοντας μέσα του πως είχε ήδη έλθει η ώρα να δοκιμάσει την αλήθεια των επαγγελιών του Ερμολάου, ο Παντολέων επικαλέσθηκε το Όνομα του Χριστού και αμέσως το παιδί αναστήθηκε ενώ το φίδι ψόφησε. Έτρεξε στον Ερμόλαο γεμάτος χαρά και ζήτησε να λάβει δίχως χρονοτριβή το άγιο Βάπτισμα. Έμεινε κατόπιν κοντά στον άγιο γέροντα για να χαρεί ως νεοφώτιστος τις ουράνιες διδαχές του και επέστρεψε στο σπίτι του την όγδοη ημέρα. Στις ερωτήσεις του ανήσυχου πατέρα του, απάντησε ότι είχε μείνει στο παλάτι ασχολούμενος με τη νοσηλεία ενός ανθρώπου του αυτοκράτορα. Κρατώντας ακόμη μυστικό το γεγονός της μεταστροφής του, προσπάθησε εν τούτοις με μεγάλο ζήλο να πείσει τον Ευστόργιο για τη ψυχόλεθρη πλάνη και ματαιότητα της λατρείας των ειδώλων.

Λίγο αργότερα, έφεραν στον συγκλητικό έναν τυφλό που παρακάλεσε τον Παντολέοντα να τον θεραπεύσει, γιατί είχε αναλώσει χωρίς αποτέλεσμα την περιουσία του σε άλλους γιατρούς. Έχοντας την εμπιστοσύνη του στον Χριστό που ενοικούσε πλέον μέσα του με δύναμη, ο νέος διαβεβαίωσε τον έκπληκτο πατέρα του ότι θα τον θεράπευε με τη χάρη του Διδασκάλου του. Σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τα μάτια του τυφλού, επικαλούμενος τον Χριστό, και αμέσως ο άνθρωπος βρήκε το φως όχι μόνο των σωματικών οφθαλμών του, αλλά και εκείνων της ψυχής, γιατί αναγνώρισε πως ο Χριστός τον είχε θεραπεύσει. Βαπτίσθηκε από τον άγιο Ερμόλαο μαζί με τον Ευστόργιο, ο οποίος εκοιμήθη εν ειρήνη λίγο αργότερα.

Ο Παντολέων μοίρασε τότε την κληρονομία του στους πτωχούς, ελευθέρωσε τους δούλους του και επιδόθηκε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο στη φροντίδα των ασθενών, από τους οποίους ζητούσε αντί άλλης αμοιβής να πιστέψουν στον Χριστό που είχε έλθει στον κόσμο να μας θεραπεύσει από όλες τις αρρώστιες μας. Οι άλλοι γιατροί της Νικομήδειας άρχισαν να τον φθονούν και, καθώς είχε φροντίσει έναν ασθενή που μόλις είχε βασανισθεί με εντολή του αυτοκράτορα, άδραξαν τότε την ευκαιρία για να τον καταδώσουν στον Μαξιμιανό. Ακούγοντας με λύπη την κατάθεση κατά του προστατευομένου του, ο αυτοκράτορας κάλεσε τον πρώην τυφλό και τον ανέκρινε σχετικά με τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Παντολέων για να του δώσει το φως του. Όπως ο εκ γενετής τυφλός του Ευαγγελίου, έτσι και ο άνθρωπος αυτός αποκρίθηκε με απλότητα ότι τον είχε θεραπεύσει ο Παντολέων επικαλούμενος το Όνομα του Χριστού και ότι το θαύμα αυτό του είχε χαρίσει το αληθινό φως της Πίστεως. Εξοργισμένος ο αυτοκράτορας, πρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν και έστειλε τους ανθρώπους του να αναζητήσουν τον Παντολέοντα. Όταν ο άγιος βρέθηκε ενώπιόν του, τον έμεμψε ότι είχε προδώσει την εμπιστοσύνη του και τον κατηγόρησε για ύβρη κατά του Ασκληπιού και των άλλων θεών με την πίστη του στον Χριστό, έναν άνθρωπο που πέθανε μόνος και σταυρωμένος. Ο άγιος τού απάντησε ότι η πίστη και η ευσέβεια απέναντι στον αληθινό Θεό είναι ανώτερες από τα πλούτη και από όλες τις τιμές του μάταιου τούτου κόσμου και, για του λόγου το ασφαλές, πρότεινε στον Μαξιμιανό να τον δοκιμάσει. Έφεραν λοιπόν έναν παραλυτικό, υπέρ του οποίου ανέπεμψαν κατ’ αρχήν δέηση οι ιερείς των ειδώλων, υπό τη χλεύη του αγίου, χωρίς να φέρουν όμως κανένα αποτέλεσμα. Ο Παντολέων τότε ανέπεμψε την προσευχή του στον Κύριο και παίρνοντας το χέρι τον παραλυτικό τον θεράπευσε στο Όνομα του Χριστού. Πολλοί ειδωλολάτρες βλέποντας τον άνθρωπο να βαδίζει περιχαρής πίστεψαν στον Θεό, ενώ οι εθνικοί ιερείς πίεσαν τον αυτοκράτορα να θανατώσει τον επικίνδυνο αυτόν ανταγωνιστή.

Καθώς ο Μαξιμιανός τού υπενθύμισε τα μαρτύρια στα οποία είχε υποβληθεί ο άγιος Άνθιμος, αρχιεπίσκοπος της Νικομηδείας [3 Σεπτ.], ο Παντολέων αποκρίθηκε ότι εάν ένας γέρος άνθρωπος είχε επιδείξει τόσο θάρρος, πολύ περισσότερο οι νέοι θα έπρεπε να αποδειχθούν ανδρείοι μπροστά σε κάθε δοκιμασία. Αφού ούτε οι κολακείες ούτε οι απειλές δεν μπόρεσαν να τον κάνουν να ενδώσει, ο τύραννος τον παρέδωσε στα βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε έναν στύλο και του ξέσχισαν τα πλευρά με σιδερένια νύχια, ενώ εν συνεχεία έκαυσαν τις πληγές με δαυλούς. Ο Χριστός όμως, εμφανιζόμενος στον άγιο με τη μορφή του πνευματικού του πατρός, του Ερμολάου, του είπε: «Μη φοβάσαι τίποτε, τέκνο μου, γιατί Εγώ είμαι μαζί σου και θα έχεις την αρωγή Μου σε ό,τι κι αν πάθεις για Μένα!». Αμέσως οι δαυλοί έσβησαν και οι πληγές του αγίου θεραπεύθηκαν. Από τη στιγμή εκείνη, ο Κύριος τον συνόδευε και τον κρατούσε αβλαβή σε όλες τις δοκιμασίες, είτε όταν τον έριξαν σε λιωμένο μολύβι είτε όταν τον πέταξαν στη θάλασσα δεμένο με μια βαριά πέτρα. Εν συνεχεία τον παρέδωσαν στα θηρία, αλλά κι εκεί ο Χριστός τον προστάτευσε και τα ζώα έρχονταν να κυλιστούν στα πόδια του γλείφοντάς τα τρυφερά σαν να ήταν κατοικίδια. Ο τύραννος όμως, παραμένοντας πιο άγριος και από τα άλογα ζώα, διέταξε να δέσουν τον άγιο σε έναν τροχό εφοδιασμένο με κοφτερές λάμες που τον άφησαν να κυλήσει από υψηλό τόπο μπροστά σε όλη την πόλη που είχε συγκεντρωθεί για το θέαμα. Πάλι ο Κύριος παρενέβη θαυματουργικά, λύοντας τον δούλο Του από τα δεσμά του, ενώ ο τροχός στο σαρωτικό πέρασμά του συνέτριψε πλήθος ειδωλολατρών.

Στις ερωτήσεις του Μαξιμιανού, που ήθελε να μάθει από ποιον είχε τη δύναμη αυτή και πώς οδηγήθηκε στη χριστιανική Πίστη, ο Παντολέων υπέδειξε το μέρος όπου κρυβόταν ο Ερμόλαος, διότι ο Θεός τού είχε αποκαλύψει ότι είχε φθάσει πια ο καιρός, εκείνος και ο διδάσκαλός του, να ομολογήσουν και να τελειωθούν διά του μαρτυρίου. Μετά τον ένδοξο θάνατο του αγίου Ερμολάου και των συν αυτώ, ο τύραννος κάλεσε εκ νέου τον Παντολέοντα και, υποκρινόμενος ότι οι μάρτυρες είχαν δήθεν λυγίσει, προσπάθησε να τον πείσει να θυσιάσει. Αντί για όποια άλλη απάντηση, ο άγιος ζήτησε να τους δει. Ο ηγεμόνας απάντησε ότι τους είχε στείλει σε άλλη πόλη και ο Παντολέων είπε προς αυτόν: «Είπες την αλήθεια χωρίς να το θέλεις, ψεύτη, γιατί αυτοί τώρα βρίσκονται στην Άνω Ιερουσαλήμ!». Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να νικήσει την αποφασιστικότητά του, ο Μαξιμιανός διέταξε να τον αποκεφαλίσουν και να κάψουν το σώμα του.

Ο άγιος έφθασε περιχαρής στον τόπο της θανάτωσής του έξω από την πόλη, αλλά τη στιγμή που ο δήμιος ύψωσε το ξίφος του, το ξίφος έλιωσε όπως ακριβώς το κερί στη φωτιά. Μπροστά στο θαύμα αυτό, οι στρατιώτες που ήσαν εκεί ομολόγησαν το Όνομα του Χριστού. Ο Παντολέων τούς παρότρυνε ωστόσο να εκπληρώσουν το έργο τους και ανέπεμψε μια τελευταία προσευχή. Μια φωνή εξ ουρανού τού απάντησε: «Δούλε πιστέ, η επιθυμία σου θα εκπληρωθεί, οι πύλες του Ουρανού είναι ανοικτές για σένα, ο στέφανός σου έτοιμος. Θα υπάρξεις εφεξής ως καταφυγή των απεγνωσμένων, αρωγή των δοκιμαζομένων, ιατρός των ασθενών και τρόμος των δαιμόνων, γι’ αυτό και το όνομά σου δεν θα είναι πια Παντολέων, αλλά Παντελεήμων». Έκλινε τότε τον αυχένα και, όταν έπεσε η κεφαλή του, γάλα έτρεξε από τον λαιμό του, το σώμα του έγινε λευκό σαν το χιόνι και η ξερή ελιά στην οποία ήταν δεμένος πρασίνισε αίφνης και έδωσε πλούσιο καρπό. Οι στρατιώτες, που είχαν διαταχθεί να κάψουν το λείψανο του αγίου, τελικά το παρέδωσαν σε πιστούς που το έθαψαν με τιμή στο κτήμα του Αδαμαντίνου του Σχολαστικού και πήγαν να διαδώσουν το Καλό Άγγελμα σε άλλους τόπους. Έκτοτε τα τίμια λείψανα του αγίου Παντελεήμονος δεν έπαυσαν να χαρίζουν την ίαση και τη Χάρη του Χριστού, του μόνου Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων, σε όσους τα ασπάζονται με πίστη και ευλάβεια.


«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος, Ιούλιος, 
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Γιατί, πάτερ, ενοχλείτε τον Κύριο, με τις καθημερινές προσευχές σας, για τον αδελφό Συνέσιο;

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ  

Στο Γεροντικό του Αγίου Όρους διαβάζουμε:

Από το χωριό «Αγία Παρασκευή» της Χαλκιδικής, πριν από πολλά χρόνια (το 1860) στην ιερά Μονή Δοχειαρίου, μόναζε, ένας περίφημος και πολύ καλλίφωνος ψάλτης με το όνομα Συνέσιος.

Ο Μοναχός αυτός ιδιαίτερη ευλάβεια είχε στην Αγία Παρασκευή και πάντοτε μετά από τον καθορισμένο κανόνα της προσευχής του -μετάνοιες και κομβοσχοίνια- που ήταν υποχρεωμένος να κάνει, απαραίτητα έκανε και ιδιαίτερη προσευχή στην Αγία Παρασκευή. Στην προσευχή του αυτή παρακαλούσε την Αγία να τον βοηθήσει, για να σώσει την ψυχή του, κι αν σαν άνθρωπος έχει επάνω του κάτι που είναι εμπόδιο για την ψυχική του σωτηρία, να του το αφαιρέσει με όποιο τρόπο γνωρίζει εκείνη.

Πολλά χρόνια συνέχιζε να λέει αυτή την προσευχή και ένα πρωί, μετά την πανηγυρική ιερή Ακολουθία και τη θεία Λειτουργία, στην μνήμη του μαρτυρίου της Αγίας Παρασκευής [26 Ιουλίου] αισθάνθηκε λίγο μία μικρή ενόχληση στο λαρύγγι του, κι από την ενόχληση αυτή λίγο λίγο άρχισε η φωνή του να γίνεται βραχνή.

Από τότε έκανε πολλές προσπάθειες, για να καθαρίσει τη φωνή του, αλλά βελτίωση και θεραπεία δεν υπήρχε, απεναντίας όσο πήγαινε και χειροτέρευε η βραχνάδα στη φωνή του.

Επειδή ήταν καλός μουσικός και περίφημος ψάλτης λυπήθηκε ο ίδιος κι όλοι οι αδελφοί της Μονής αυτής, αλλά και όλοι οι πατέρες που τον γνώριζαν σ’ ολόκληρο το Άγιον Όρος.

Έκαναν όλοι θερμή προσευχή στο Θεό, για την θεραπεία του αδελφού αυτού Συνεσίου, οπόταν μετά από ικανό διάστημα, φανερώθηκε στον ύπνο του ηγουμένου της Μονής η αγία Παρασκευή και του είπε: «Γιατί, πάτερ, ενοχλείτε τον Κύριο, με τις καθημερινές προσευχές σας, για τον αδελφό Συνέσιο; Και γιατί παραπονείστε, εφ’ όσον ο ίδιος με παρακαλούσε τώρα και πολλά χρόνια να του αφαιρέσω εκείνο που είναι εμπόδιο στην ψυχική του σωτηρία;».

Ο ηγούμενος κάλεσε τον αδελφό Συνέσιο και τον ρώτησε, για ποιο πράγμα παρακαλούσε την Αγία Παρασκευή; Ο π. Συνέσιος είπε πως παρακαλούσε την Αγία να του αφαιρέσει ό,τι πράγμα εμποδίζει την σωτηρία της ψυχής του και πρόσθεσε στον ηγούμενο πως, όταν έψαλε, αισθάνονταν μία ιδιαίτερη ευχαρίστηση και γλυκαίνονταν επάνω στην μελωδική φωνή του τόσο, που ξεχνιόταν ο νους του και ξέφευγε από την έννοια των θείων λόγων και αντί να δοξολογεί, με τους θείους ύμνους αυτούς τον Ύψιστον, όπως ο Ψαλμός του Δαυίδ λέγει: «Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω» (Ψαλμ. ΡΓ’ 103) αυτός γλυκαινόταν για την φωνή του που ήταν γλυκιά και μελωδική, κι έμπαινε μέσα στην ψυχή του, στο λογισμό του ένα είδος κρυφής υπερηφάνειας και με τον τρόπο αυτόν, κατάφερνε ο δαίμων της υπερηφάνειας, να χάνη αυτός την επαφή των ψαλλομένων και την ένωση του νου του με το Θεό, σαν ψάλτης, και έτσι μετατρεπόταν η προσευχή του σε αμαρτία, όπως και πάλι λέγει το Πνεύμα το Άγιον «και η προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν…» (Ψαλμ. ΡΗ 7).

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ


 

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Παρακλητικός κανόνας Αγίας  Παρασκευής : εδώ 

Η αγία μεγαλομάρτυς Παρασκευή γεννήθηκε σε χωριό κοντά στην Ρώμη κατά τους χρόνους του Αδριανού (117-138) από γονείς χριστιανούς, τον Αγάθωνα και την Πολιτεία, οι οποίοι παρακαλούσαν χρόνια τον Κύριο να τους δώσει τέκνο. Ο Θεός, που ικανοποιεί πάντα την επιθυμία των φοβουμένων Αυτόν (πρβλ. Ψαλμ. 144, 19), τους χάρισε μια θυγατέρα, την οποία ονόμασαν Παρασκευή λόγω της ημέρας της γεννήσεώς της και από ευλάβεια προς το ζωοποιό Πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Από την πιο τρυφερή ηλικία της αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στα θεάρεστα έργα. Δεν ένιωθε καμία έλξη για τα θορυβώδη παιγνίδια της ηλικίας της, αλλά περνούσε τον καιρό της είτε στην εκκλησία, παρακολουθώντας τις ιερές Ακολουθίες, είτε στο σπίτι, καταγινόμενη στην μελέτη του Λόγου του Θεού και την προσευχή. Όταν πέθαναν οι γονείς, ενώ ήταν δώδεκα ετών, κατ’ άλλους είκοσι ετών, διαμοίρασε τα μεγάλα πλούτη της στους πτωχούς και κατόπιν αποσύρθηκε σε μονή, όπου ενεδύθη το μοναχικό Σχήμα. Αφού πέρασε κάποιο διάστημα με πλήρη υποταγή στην ηγουμένη της, διψώντας να κάνει και τους άλλους ανθρώπους κοινωνούς του θησαυρού της Πίστεως, εγκατέλειψε την μονή για να κηρύξει το Όνομα του Χριστού στα χωριά και στην ύπαιθρο. Έφερε σε θεογνωσία πλήθος ειδωλολατρών, προκαλώντας τον φθόνο και το μίσος των Εβραίων, που την κατήγγειλαν στον βασιλέα της περιοχής στην οποία βρισκόταν (σύμφωνα με τις νεώτερες εκδοχές του Μαρτυρίου, στον νέο αυτοκράτορα Αντώνιο τον Ευσεβή [περί το 140]). Ο ηγεμόνας πρόσταξε να συλλάβουν την ευγενή χριστιανή και να την οδηγήσουν ενώπιόν του. Όταν την είδε, έμεινε έκθαμβος μπροστά στο κάλλος της, κατόπιν δε προσπάθησε να την προσελκύσει με κολακείες λέγοντας: «Αν πεισθείς στα λόγια μου και θυσιάσεις στους θεούς, θα λάβεις πολλά αγαθά· αν όμως επιμείνεις, να ξέρεις ότι θα υποστείς τρομερά βασανιστήρια». Η τρυφερή κόρη τού αποκρίθηκε με ανδρείο φρόνημα: «Ποτέ δεν πρόκειται να αρνηθώ τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό και κανένα μαρτύριο δεν μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη Του. Εκείνος είναι που είπε: “Εγώ είμαι το φως του κόσμου· όποιος Με ακολουθεί δεν θα πλανιέται στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως της ζωής” (Ιωάν. 8, 12). Όσο για τους θεούς σας, “αυτούς που δεν έφταιξαν μήτε τον ουρανό μήτε την γη, να χαθούν από προσώπου γης και να καταποντισθούν κάτω απ’ αυτό τον ουρανό” (Ιερ. 10, 11)».

Ξεχείλισε τότε η οργή του ηγεμόνα και έδωσε εντολή στους στρατιώτες να φορέσουν στο κεφάλι της αγίας πυρακτωμένη περικεφαλαία. Η αγία Παρασκευή όμως, λουσμένη στην θεϊκή δρόσο, όπως οι Τρεις Παίδες εν τη καμίνω, δεν ένιωσε κανέναν πόνο. Αφού ξερίζωσαν τα στήθη της, την έριξαν στην φυλακή με μία ασήκωτη πέτρα πάνω στο στήθος· άγγελος όμως Κυρίου επεφάνη μέσα σε μεγάλο σεισμό και θεράπευσε την αγία κόρη. Μπροστά στο θαύμα αυτό, εβδομήντα στρατιώτες της φρουράς πίστεψαν στον Χριστό και αμέσως εκτελέσθηκαν με εντολή του τυράννου, ο οποίος κάλεσε εκ νέου την Παρασκευή ενώπιόν του. Όταν εκείνη επανέλαβε την φλογερή ομολογία της, έκαυσαν καζάνι γεμάτο λάδι και πίσσα και την έβαλαν μέσα. Αλλά κι εκεί ακόμη, καθώς το σώμα της είχε λάβει με την άσκηση και την αγνεία τον αρραβώνα της μελλούσης αφθαρσίας, η αγία παρέμεινε αβλαβής. Θεωρώντας πως το μείγμα δεν ήταν αρκετά καυτό, ο τύραννος πλησίασε και, κατά τις νεώτερες εκδοχές, τυφλώθηκε από το μείγμα λαδιού και πίσσας που του έριξε η Παρασκευή. Υπό την επίδραση του πόνου ήλθε σε επίγνωση του αμαρτήματός του και άρχισε να φωνάζει: «Λυπήσου με, δούλη του αληθινού Θεού, και δώσε μου πίσω το φως μου κι εγώ θα πιστέψω στον Θεό που κηρύττεις». Με την προσευχή της αγίας, όχι μόνο ξαναβρήκε το φως των ματιών του, αλλά έλαβε και το φως της Πίστεως και, κατόπιν αιτήματός του, βαπτίσθηκε στο όνομα της Αγίας Τριάδος μαζί με όλους τους σωματοφύλακές του.

Η αγία Παρασκευή αφέθηκε ελεύθερη για να συνεχίσει την αποστολή της. Βρισκόταν σε πόλη που διοικούσε κάποιος Ασκληπιός και κήρυττε εκεί τον Χριστό, όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Ο Ασκληπιός τής ζήτησε να δηλώσει την ταυτότητά της και η αγία σφράγισε τον εαυτό της με το σημείο του Σταυρού και δήλωσε ότι ήταν δούλη του Θεού ο Οποίος δημιούργησε τον ουρανό και την γη, προσφέρθηκε στον Σταυρό και στον θάνατο για την Σωτηρία μας και θα επιστρέψει εν δόξη για να κρίνει ζώντας και νεκρούς. Ο τύραννος πρόσταξε να ραβδισθεί, αλλά η αγία συνέχιζε να δοξάζει τον Θεό με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, ενώ όταν ο Ασκληπιός διέκοψε τους δημίους για να της προτείνει να θυσιάσει, τον έφτυσε περιφρονητικά στο πρόσωπο. Έξαλλος εκείνος διέταξε να μαστιγωθεί μέχρις οστέων. Μετά από μία νύκτα όμως που πέρασε στο κελλί της, οι στρατιώτες την βρήκαν το πρωί σώα και αβλαβή. Η Παρασκευή ζήτησε από τον βασιλέα να μεταβεί στον ναό του Απόλλωνος και όλοι οι εθνικοί χάρηκαν πιστεύοντας ότι θα θυσίαζε. Αφού προσευχήθηκε επί μακρόν, η αγία έκανε το σημείο του Σταυρού και τα είδωλα γκρεμίσθηκαν με μεγάλο πάταγο κάνοντας τον λαό να αναφωνήσει: «Μέγας είναι ο Θεός των χριστιανών!». Οι ιερείς των ειδώλων μαινόμενοι απαίτησαν από τον βασιλιά να τελειώνει μαζί της και έριξαν την Παρασκευή σε λάκκο, όπου θανάτωσε με την προσευχή της τον δράκο και τα ερπετά που βρίσκονταν εκεί μέσα.

Βλέποντας ότι όλα τα μέσα απέβαιναν άκαρπα, ο Ασκληπιός έστειλε την δούλη του Θεού σε άλλο βασίλειο, που το κυβερνούσε ο σκληρός Ταράσιος. Στον τόπο εκείνο θεράπευσε, επικαλούμενη το Όνομα του Χριστού, όλους τους ασθενείς που της έφεραν, αλλά όταν ο βασιλέας το πληροφορήθηκε, πρόσταξε να την οδηγήσουν στο δικαστήριο και, κατηγορώντας την ότι έκανε μάγια, διέταξε να την ρίξουν σε δυσώδη λάκκο με δηλητηριώδη ζώα. Με το σημείο του Σταυρού ο κόπρος αυτός ομοιώθηκε με ευωδιαστό ανοιξιάτικο λιβάδι και υπό την προστασία αγγέλου η αγία εξήλθε αβλαβής από όλα τα βασανιστήρια στα οποία την υπέβαλαν. Ανίκανος πλέον να συγκρατήσει το μένος του, ο βασιλέας διέταξε τους δημίους να την αποκεφαλίσουν. Πέφτοντας στα γόνατα, η Παρασκευή προσευχήθηκε με δάκρυα, εμπιστευόμενη την γενναία ψυχή της στον Χριστό, τον Νυμφίο της, ζητώντας Του να συγχωρέσει τις αμαρτίες εκείνων που θα τιμούσαν την μνήμη της. Όταν το κεφάλι της έπεσε κάτω από το ξίφος, ακούστηκε ουράνια φωνή που την καλωσόριζε στην Βασιλεία των Ουρανών, την έλευση της οποίας είχε αναγγείλει με τους λόγους και τα έργα της. Έκτοτε τα διεσπαρμένα σε ιερούς ναούς τεμάχια από τα τίμια λείψανά της δεν έπαυσαν να επιτελούν πλήθος ιάσεων, ιδιαιτέρως σε όσους πάσχουν από παθήσεις των ματιών.
 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος, Ιούλιος,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

ΑΓΙΑ ΟΛΥMΠΙΑΣ, Η ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΑ



ΑΓΙΑ ΟΛΥMΠΙΑΣ, Η ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΑ 
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου : Πρός τήν Διακόνισσα Ὀλυμπιάδα Ἐπιστολή 9η 
Γρηγορίου του Θεολόγου: Προτρεπτικός στην Ολυμπιάδα  
Πηγή: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ 
Η τρισόλβια Ολυμπιάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (μεταξύ 361 και 368) από οικογένεια της ανώτερης αριστοκρατίας. Ο πατέρας της, ο κόμης Σέλευκος, και η μητέρα της πέθαναν όταν εκείνη ήταν ακόμη παιδί και την κηδεμονία της ανέλαβε ένας συγγενής της, ο Προκόπιος, διοικητής της Βασιλεύουσας, ο οποίος εμπιστεύθηκε τη μόρφωσή της στη Θεοδοσία, την αδελφή του αγίου Αμφιλοχίου Ικονίου [23 Νοεμ.]. Μέσω αυτής, η Ολυμπιάς διατηρούσε σχέσεις φιλικές και οικείες με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο [25 Ιαν.], τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης [11 Ιαν.] (ο οποίος, μάλιστα, της αφιέρωσε το υπόμνημά του στο «Άσμα Ασμάτων») και άλλους επιφανείς ανθρώπους της Εκκλησίας. Όταν ενηλικιώθηκε, διέλαμπε τόσο με το σωματικό κάλλος της όσο και με τη σοφία και ευσέβειά της. Το 386 παντρεύτηκε τον Νεβρίδιο, έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος πέθανε σχεδόν αμέσως πριν έλθει σε κοινωνία μαζί της. Αποφάσισε τότε να αφιερώσει τον υπόλοιπο βίο της στον Κύριο, ως χήρα και παρθένος, και να θέσει την τεράστια περιουσία της στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Μετά την άρνησή της να συνάψει δεύτερο γάμο με τον Ελπίδιο, συγγενή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, το Κράτος δήμευσε τα υπάρχοντά της και την εμπόδισαν να συναναστρέφεται τους ανθρώπους της Εκκλησίας όσο αυτή δεν συναινούσε. Επιστρέφοντας όμως μετά από μία εκστρατεία του κατά του Μαξίμου (388) ο αυτοκράτορας, θαυμάζοντας τον ζήλο της για την άσκηση και την αρετή της, της αποκατέστησε την περιουσία της. Άρχισε όμως και πάλι η οσία του Θεού να μοιράζει τα τεράστια πλούτη της σε ελεημοσύνες και αγαθοεργίες. Πούλησε τα κτήματα που είχε στη Θράκη, στη Γαλατία, την Καππαδοκία και τη Βιθυνία, καθώς και πολυτελή οικήματά της στην Κωνσταντινούπολη για να κτίσει παντού ξενώνες για τους ταξιδιώτες, νοσοκομεία, εκκλησίες και ένα μοναστήρι που εφάπτετο στη νότια στοά της Αγίας Σοφίας, το οποίο στέγασε περισσότερες από διακόσιες πενήντα μονάστριες: αρχικά θεραπαινίδες και συγγενείς της οσίας, στις οποίες ήλθαν να προστεθούν άλλες γυναίκες της υψηλής κοινωνίας. 
Ντυμένη με ενδύματα φτωχικά και ανεπιτήδευτα, με το πρόσωπό της άβαφο, το σώμα της ανάλαφρο από τις συνεχείς αγρυπνίες και τις προσευχές που είχε για βρώση και πόση, την καρδιά ειρηνευμένη και το πνεύμα ξένο προς κάθε κοσμική περιέργεια, η οσία ήταν για όλους μία τέλεια εικόνα της κατά Χριστόν αρετής. Παρά τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες που χρειάστηκε να υποστεί, ποτέ δεν βγήκε από το στόμα της λέξη αγανάκτησης και η αγάπη της απλωνόταν στους πάντες, άξιους και ανάξιους. Πέρασε τον βίο της στην αδιάλειπτη μυστική θεωρία του Χριστού, απερίσπαστη, με τους οφθαλμούς λουσμένους από δάκρυα κατανύξεως. Τόση ήταν η φήμη της, ώστε σε ηλικία τριάντα μόλις ετών χειροτονήθηκε διακόνισσα από τον αρχιεπίσκοπο Νεκτάριο [11 Οκτ.], έγινε δε η σύμβουλός του επί πολλών εκκλησιαστικών υποθέσεων. 
Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος [13 Νοεμ.] διαδέχθηκε τον Νεκτάριο (398), η Ολυμπιάς βρήκε στο σεπτό πρόσωπό του, όχι μόνο τον πνευματικό πατέρα που επιθυμούσε, τη σπάνια αυθεντία σε ζητήματα απλανούς ερμηνείας των Γραφών, τον ένθεο ποιμένα που μεριμνούσε περισσότερο για όλη την Εκκλησία παρά για το ίδιο το ασκητικό σώμα του, αλλά το πνευματικό αποκούμπι, την πολύτιμη έμφιλη βακτηρία, τόσο σε αίσιους καιρούς όσο και σε καιρούς θλίψεων, χάριν της αλήθειας και υπέρ της ακεραιότητας του ήθους. Τέθηκε στην υπηρεσία του με ζήλο, φροντίζοντας για όλες τις υλικές ανάγκες του αγίου, μοιράζοντας γενναιόδωρα ελεημοσύνες σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του. Ο μόνος άνδρας που γινόταν δεκτός εντός της μονής της Ολυμπιάδος, ήταν ο άγιος επίσκοπος, ο οποίος ερχόταν συχνά εκεί για να κατηχήσει τις μοναχές χειροτονώντας διακόνισσες πολλές από τις μαθήτριές της. 
Ας σημειωθεί σχετικά με τον θεσμό των διακονισσών, ότι ήταν επιλεγμένες μεταξύ παρθένων και χηρών προχωρημένης ηλικίας (60 ετών αρχικά και 40 μετέπειτα), χειροτονούνταν διά της επιθέσεως των χειρών και είχαν ακώλυτη πρόσβαση στο Ιερό, αλλά δεν θεωρούνταν ότι αποτελούσαν αυτό καθεαυτό μέρος του Κλήρου. Το ιδιαίτερο λειτούργημά τους συνίστατο κυρίως στη βοήθεια κατά την τελετή του Βαπτίσματος των κατηχουμένων και νεοφώτιστων γυναικών, στην επίσκεψη ασθενών και σε ορισμένα επικουρικά καθήκοντα, αλλά δεν μπορούσαν να διδάσκουν δημόσια ούτε να βαπτίζουν από μόνες τους (βλ. «Αποστολικές Διαταγές» Γ΄, 6, 1-2). Με την πάροδο του χρόνου, το λειτούργημα αυτό έπεσε σε αχρηστία παράλληλα με την έκλειψη του Βαπτίσματος των ενηλίκων (11ος αι.), αλλά υπάρχουν πολλοί σήμερα που εύχονται την αποκατάστασή του στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας. 
Με την πολύκλαυστη και μαρτυρική εξορία του αγίου Χρυσοστόμου στην Αρμενία (404), η οσία Ολυμπιάς αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον διάδοχό του και ανέλαβε να υπερασπισθεί την υπόθεσή του. Κατηγορούμενη από τον έπαρχο Οπτάτο ότι προκάλεσε πυρκαγιά, που αφού ξέσπασε στην Αγία Σοφία, είχε καταστρέψει το παρακείμενο παλάτι, αρνήθηκε κάθε παραχώρηση και έτσι καταδικάσθηκε να πληρώσει βαρύ πρόστιμο. Αποσύρθηκε τότε στην Κύζικο και, μετά από νέα παρουσίαση ενώπιον του επάρχου, εξορίσθηκε στη Νικομήδεια, όπου ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τής απηύθυνε δεκαεπτά θαυμάσιες όσο και συγκινητικές επιστολές παραμυθίας και ενθάρρυνσης, προκειμένου να την προτρέψει πατρικά και βαθύστοργα να υπομείνει τη δοκιμασία και την αδικία με πίστη και καρτερικότητα (βλ. «Επιστολές προς Ολυμπιάδα», ΕΠΕ 37, σσ. 343-557). Χάρις στην ενθάρρυνση αυτήν η εξορία στάθηκε για την οσία Ολυμπιάδα αφορμή να προκόψει στην υπομονή και την ταπεινοφροσύνη. Αφού έδωσε σκληρές μάχες για την Εκκλησία, κατήρτισε πλήθος γυναικών στην οδό της αρετής, τίμησε τους ιερείς και ετέθη στην υπηρεσία αγίων και αγαθών επισκόπων, παραδίνοντας την χριστοκαρτερική της ψυχή στα χέρια του παντεπόπτου Θεού στη Νικομήδεια, στις 25 Ιουλίου του 408, και εκοιμήθη οσιακά με τον στέφανο της ομολογίας της Πίστεως. 
Σύμφωνα με την επιθυμία της, το σκήνωμά της, κλεισμένο σε σαρκοφάγο, εγκαταλείφθηκε στο πέλαγος. Φθάνοντας κοντά στη Μονή του Αγίου Θωμά του εν Βρόχθοις, στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, ένας άγγελος ειδοποίησε τον ηγούμενο της Μονής, ο οποίος το ανέσυρε και το κατέθεσε κοντά στο θυσιαστήριο, όπου το τίμιο λείψανο άρχισε να επιτελεί ιάσεις. Η μονής της οσίας στην Κωνσταντινούπολη καταστράφηκε κατά τη Στάση του Νίκα (532), ανακατασκευάσθηκε από τον Ιουστινιανό και τα τίμια λείψανά της μεταφέρθηκαν εκεί στις αρχές του 7ου αιώνα, υπό την απειλή μιας περσικής εισβολής.

* Ο «Βίος» της (βλ. ΕΠΕ 37, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 558-583), γραμμένος τον 5ο αιώνα από έναν συγγενή της, επαναλαμβάνει με κάποιες ανακρίβειες τα στοιχεία που ήδη μας δίδουν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς της εποχής (Παλλάδιος, Σωζομενός).

Στίς 25 Ἰουλίου εἶναι ἡ γιορτή τῆς Ἁγίας Ἂννης.


Πηγή:Εδώ

Στίς 25 Ἰουλίου εἶναι ἡ γιορτή τῆς Ἁγίας Ἂννης. Ἡ γιορτή τῆς Ἁγίας εἶναι ἀφιερωμένη στίς γυναῖκες. Σήμερα γιορτάζουν οἱ παντρεμένες Ἂννες. Πολλά τάματα καί εὐχές στήν Ἁγία γιά ἓνα μωρό ἢ γιά εὐτεκνία. Πολλά ἀπ΄ αὐτά τά τάματα ἒχουν σταλεῖ στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἂννης, στό Ἃγιον Ὂρος, μέ τήν εὐχή νά ἀκουσθεῖ ἡ παράκληση νά ἀποκτήσουν ἓνα παιδί. Ὑπάρχουν στό χωριό Ἂννες πού ἒχουν - λόγω τοῦ θαύματος κατά τή σύλληψή τους - τό ὂνομα τῆς Ἀγίας. 
Ἀπό τό βιβλίο 
Ἀπό τό Σεπτέμβριο ὢς τόν Αὒγουστο. 


Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ


ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΕΔΩ  

Η αγία και ένδοξος μάρτυς Χριστίνα ζούσε στην Τύρο της Φοινίκης κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Σεπτίμου Σεβήρου (194-211). Ήταν θυγατέρα ενός ισχυρού αξιωματούχου, ονόματι Ουρβανού, ο οποίος ζηλεύοντας το εκτυφλωτικό της κάλλος, την έκλεισε σε έναν υψηλό πύργο, όπου υπηρετούμενη από πλήθος θεραπαινίδων μπορούσε να απολαμβάνει πλούτη και πολυτέλεια. Στον πύργο αυτόν ο Ουρβανός είχε τοποθετήσει πολλά αγάλματα θεών, όλα κοσμημένα με πολύτιμα υλικά για να τα λατρεύει η κόρη του. Παρόλο όμως που η κόρη έμενε έγκλειστη, δίχως επαφή με τον έξω κόσμο, η χάρις του Θεού την επισκέφθηκε, φώτισε τον νου της και την οδήγησε στη γνώση της Αληθείας. Στοχαζόμενη με ορθό λογισμό, κατανόησε ότι τα άψυχα αυτά αγάλματα, φτιαγμένα από ανθρώπινα χέρια, δεν μπορούσαν επ’ ουδενί να είναι θεοί και αγναντεύοντας από το παράθυρο την ομορφιά του ουρανού, της γης και όλα τα θαύματα της φύσεως, έφθασε στο συμπέρασμα ότι όλο αυτό το αρμονικό κάλλος δεν μπορούσε παρά να είναι το έργο ενός μοναδικού Θεού, Δημιουργού και άπειρα σοφού. Ένας άγγελος στάλθηκε τότε από τον Κύριο και της δίδαξε όλα εκείνα που η καρδιά της αισθανόταν με συγκεχυμένο ακόμη τρόπο για τα μυστήρια του Θεού και της κτίσεως. Έχοντας λάβει έτσι το φως της Αληθείας και εμφορούμενη από ζήλο φλογερό για τον Θεό, η Χριστίνα άρχισε να διάγει βίο νηστείας και προσευχής. 
Όταν οι γονείς της ήλθαν να την επισκεφθούν και της ζήτησαν να λατρεύει τα είδωλα, εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά, δηλώνοντας πως ήταν εφεξής μαθήτρια του Χριστού, του αληθινού Φωτός που ήλθε στον κόσμο μας. Αντιστάθηκε σε όλες τις προσπάθειες του πατέρα της να την πείσει να ενστερνιστεί την απάτη των ειδώλων και επιπλέον του ζήτησε να της προμηθεύσει έναν άσπιλο χιτώνα για να προσφέρει θυσία πνευματική στον ένα Τριαδικό Θεό. Αφού τον έλαβε από τον Ουρβανό που δεν κατανοούσε την κίνηση αυτή, άρχισε να προσεύχεται και ένας άγγελος ήλθε να τη χαιρετήσει ως νύμφη Χριστού, αναγγέλλοντας σ’ αυτήν τις δοκιμασίες μέσα από τις οποίες έμελλε να περάσει για να δοξάσει τον Θεό. Προτού γίνει άφαντος, τη σφράγισε με το σημείο του Σταυρού, την ευλόγησε και της έδωσε να φάει άρτο ουράνιο. Την επόμενη νύχτα η αγία με ένα τσεκούρι έκανε κομμάτια όλα τα επιβλητικά αγάλματα που βρίσκονταν στον πύργο και διαμοίρασε το χρυσό και το άργυρο των ειδώλων στους φτωχούς. 
Το πρωί, μπροστά στο θέαμα αυτό, ο Ουρβανός έγινε έξαλλος και διέταξε να αποκεφαλισθούν οι θεραπαινίδες της Χριστίνας και να μαστιγωθεί η θυγατέρα του. Δώδεκα στρατιώτες μαστίγωναν την κόρη μέχρι που εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις τους, αλλά η Χριστίνα ενδυναμωμένη από τη χάρη του Θεού παρέμενε ακλόνητη, ομολογώντας τον Χριστό και επιτιμώντας τον πατέρα της. Ο Ουρβανός πρόσταξε να τη ρίξουν στη φυλακή σιδηροδέσμια και γύρισε στο σπίτι του, ενώ η γυναίκα του μετέβη κλαίγοντας στο δεσμωτήριο για να προσπαθήσει να πείσει τη θυγατέρα της να συμβιβαστεί και να υποταχθεί για να γλιτώσει τη ζωή της. Καθώς το εγχείρημα αυτό απέβη άκαρπο, η Χριστίνα την επομένη υπεβλήθη εκ νέου σε βασανιστήρια. Αφού της ξέσχισαν τις σάρκες, την έδεσαν σ’ έναν τροχό κρεμασμένο πάνω σε πυρά, αλλά με την προσευχή της ο Κύριος σκόρπισε τις φλόγες. Την οδήγησαν πάλι στη φυλακή κι εκεί δέχθηκε την επίσκεψη τριών αγγέλων που της έφεραν τροφή και ίασαν όλες τις πληγές της. Όταν νύχτωσε, ο Ουρβανός έστειλε πέντε υπηρέτες που πήραν την αγία, της έδεσαν βαριά πέτρα στο λαιμό και την έριξαν στη θάλασσα. Αλλά κι εκεί οι άγγελοι ήλθαν να τη συντρέξουν: έλυσαν την πέτρα και της επέτρεψαν να βαδίσει πάνω στα νερά σαν να ήταν αυτά στεριά, ακριβώς όπως άλλοτε ο Ίδιος ο Κύριος αλλά και ο Απόστολος Πέτρος (Ματθ. 14, 22-33· Μάρκ. 6, 45-52· Ιωάν. 6, 16-21). Μια φωτεινή νεφέλη έλαμψε τότε εξ ουρανού και εμφανίσθηκε ο Σωτήρας Χριστός, ενδεδυμένος λαμπρά βασιλικά άμφια και περιβαλλόμενος από μυριάδες αγγέλων που Τον υμνούσαν και γέμιζαν τον αέρα με τη γλυκιά ευωδία του θυμιάματός τους. Εκπλήρωσε την επιθυμία της αγίας βαπτίζοντάς την ο Ίδιος ο Κύριος στη θάλασσα και κατόπιν την εμπιστεύθηκε στον αρχάγγελο Μιχαήλ, που την έφερε ξανά στη στεριά και την οδήγησε στο σπίτι των γονέων της. 
Ανακαλύπτοντας ότι η κόρη του είχε επιβιώσει από όλες αυτές τις φονικές απόπειρες, ο Ουρβανός διέταξε να την αποκεφαλίσουν την επομένη. Αλλά την ίδια εκείνη νύχτα, παρέδωσε τη ψυχή του με οικτρό τρόπο. Λίγες μέρες αργότερα, ένας καινούργιος δικαστής, ο Δίων, ανέλαβε το απεχθές έργο του Ουρβανού. Αφού έλαβε γνώση της υποθέσεως, κάλεσε την αγία και κατόπιν την υπέβαλε σε βασανιστήρια. Εκείνη παρέμενε άτρωτη και τότε πρόσταξε να της κόψουν τα μαλλιά και να τη διαπομπεύσουν γυμνή σε όλη την πόλη. Την επομένη, η Χριστίνα υποκρίθηκε ότι δέχθηκε την πρόταση του δικαστή να προσφέρει θυσία στο άγαλμα του Απόλλωνος. Φθάνοντας στον ναό των μιαρών ειδώλων, εκείνη ανέπεμψε την προσευχή της στον μόνο αληθινό Θεό και διέταξε το άγαλμα να μετακινηθεί σαράντα βήματα. Ο Δίων παρέμενε δύσπιστος και τότε εκείνη ανέτρεψε το θεόρατο είδωλο και το έκανε κομμάτια με την επίκληση του Ονόματος του Χριστού, προκαλώντας τη μεταστροφή περισσότερων από τρεις χιλιάδες ειδωλολατρών που στάθηκαν μάρτυρες του θαύματος αυτού. 
Μη μπορώντας να υποφέρει την ήττα αυτή, ο Δίων πέθανε λίγο αργότερα και αντικαταστάθηκε από άλλον δικαστή, ονόματι Ιουλιανό, που έκλεισε την αγία Χριστίνα σε πυρωμένη κάμινο. Επί πέντε μέρες η αγία έψαλλε εκεί ευχαριστήριους ύμνους με τη συνοδεία αγγέλων. Ο δικαστής πρόσταξε τότε να τη ρίξουν σε λάκκο γεμάτο θηρία και δηλητηριώδη φίδια. Αλλά κι εκεί η δούλη του Χριστού προστατεύθηκε από κάθε κακό και απειλή: οι αστρίτες κουλουριάστηκαν στα πόδια της, θα έλεγες για να την τιμήσουν, και τα ερπετά σφούγγιζαν τρυφερά τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Μόνο ο Ιουλιανός παρέμενε πιο αιμοβόρος από τα θηρία και λυσσομανούσε εναντίον της αγίας. Διέταξε να της κόψουν τα στήθη, από όπου έρρευσε θαυματουργικά αίμα και γάλα· κατόπιν της ξερίζωσαν τη γλώσσα. Τέλος, δυο στρατιώτες τρύπησαν αλύπητα με τις λόγχες τους την καρδιά και το πλευρό της, προσφέροντάς της τον καλλίνικο στέφανο του μαρτυρίου και την είσοδό της στην αιώνια ανάπαυση πλάι στον επουράνιο Νυμφίο Χριστό. Ο τύραννος δεν άργησε να πεθάνει και ένας συγγενής της Μάρτυρος, που εν τω μεταξύ είχε πιστέψει στον Χριστό μετά από τα θαύματα αυτά, κατέθεσε το σκήνωμα της αγίας σε ναό που φρόντισε να ανεγερθεί προς τιμήν της.  

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

ΠΗΓΗ:ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ 

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΔΩ 

Τα Μάγδαλα [1], μικρό ψαροχώρι στη δυτική όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, πέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την πόλη της Τιβεριάδος, ήταν η πατρίδα της αγίας Μαρίας. Εύπορη κόρη, ζούσε με τον φόβο του Θεού και την τήρηση των εντολών Του, μέχρι την ημέρα που βρέθηκε υπό το κράτος των επτά δαιμονίων (βλ. Μάρκ. 16, 9· Λουκ. 8, 2) [2]. Βασανιζόμενη και ανίκανη εντελώς να βρει ανάπαυση, πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθε στην περιοχή, αφού διέσχισε την Σαμάρεια, και ότι προσείλκυε πλήθη λαού που Τον ακολουθούσαν, με τα θαύματα και την ουράνια διδασκαλία Του. Γεμάτη λαχτάρα και ελπίδα, έτρεξε προς Εκείνον και, αφού παρέστη μάρτυς στο Θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων σε αριθμό ικανό να θρέψει περισσότερες από τέσσερις χιλιάδες ψυχές (Ματθ. 10, 30-39), έπεσε στα πόδια του Σωτήρος και Του ζήτησε να την οδηγήσει στην οδό της αιωνίου ζωής.

Αφού λυτρώθηκε από τη δοκιμασία των δαιμονίων, απαρνήθηκε τα υπάρχοντά της και κάθε δεσμό με τον κόσμο, για να ακολουθήσει τον Χριστό σε όλες τις περιοδείες Του μαζί με τους Αποστόλους, την Παναγία και άλλες ευσεβείς γυναίκες που είχαν ταχθεί στην υπηρεσία Του, αφού θεραπεύθηκαν από διάφορες ασθένειες: τη Μαρία, τη μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή· τη Μαρία του Κλωπά· την Ιωάννα, που ήταν γυναίκα του επιτρόπου Χουζά· τη Σουσάννα και τη Σαλώμη, τη μητέρα των υιών Ζεβεδαίου.

Όταν εκπλήρωσε την αποστολή Του στη Γαλιλαία, ο Κύριος κατευθύνθηκε προς την Ιερουσαλήμ, παρά τις προειδοποιήσεις των κοντινών Του ανθρώπων. Η Μαρία η Μαγδαληνή Τον ακολούθησε και εκεί χωρίς δισταγμό και συνδέθηκε φιλικά με τη Μαρία και τη Μάρθα από τη Βηθανία. Όταν ο Κύριος ελευθέρωσε έναν δαιμονισμένο που ήταν βουβός και βεβαίωσε ότι εξέβαλλε τα δαιμόνια με το Πνεύμα του Θεού, μια φωνή δυνατή ακούστηκε ενθουσιαστικά μέσα από το πλήθος λέγοντας: «Μακάρια η κοιλιά που Σε βάσταξε και οι μαστοί που Σε θήλασαν!» (Λουκ. 11, 27). Η φωνή αυτή ήταν πιθανόν της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Ήταν επίσης παρούσα στην ανάσταση του Λαζάρου και στερεώθηκε τότε στην πίστη της στον Υιό και Λόγο του Θεού. Ενώ οι άλλοι μαθητές είχαν εγκαταλείψει τον Διδάσκαλο τη στιγμή της προδοσίας και της σύλληψής Του, εκείνη Τον ακολούθησε μέχρι την αυλή του αρχιερέως και, κατόπιν, παρευρέθηκε στην άδικη κρίση Του στο δικαστήριο του Ποντίου Πιλάτου και στο Πάθος Του μαζί με την Παναγία και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο (Ιωάν. 19, 25).

Όταν όλα συντελέστηκαν και το αίμα του Σωτήρος είχε τρέξει από το πλευρό Του για να εξαγνίσει τη γη, η Μαρία ξεπερνώντας την οδύνη της, πήρε την πρωτοβουλία του ενταφιασμού Του. Γνωρίζοντας ότι ο ευγενής Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας [31 Ιουλ.], εύσημος βουλευτής, είχε λαξεύσει στον βράχο εκεί κοντά έναν νέο τάφο, πήγε να τον βρει και τον έπεισε να παραχωρήσει αυτό το μνημείο για να ενταφιασθεί ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ενδυναμωμένος από τη σθεναρή πίστη της γυναίκας αυτής, ο Ιωσήφ πήρε την άδεια από τον Πιλάτο και παίρνοντας μαζί του τον Νικόδημο, μέλος επίσης του Συνεδρίου και κρυφός μαθητής του Χριστού, κατέβασε το Σώμα από τον Σταυρό και Το τύλιξε σε σάβανο για να Το καταθέσει στον τάφο. Η Μαρία η Μαγδαληνή, όπως και η Παναγία, παρευρίσκονταν στη σκηνή και ανέπεμψαν νεκρώσιμο ύμνο με άφθονα δάκρυα, στα οποία όμως έλαμπε η ελπίδα της Αναστάσεως [3]. Αφού σφραγίσθηκε το μνημείο με μεγάλο λίθο που κυλίστηκε στην είσοδο, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος απομακρύνθηκαν· οι δύο όμως άγιες γυναίκες παρέμειναν καθισμένες κλαίγοντας μπροστά στον τάφο μέχρι αργά τη νύχτα. Εγκαταλείποντας τον τόπο, αποφάσισαν μόλις τελείωνε η αργία του Σαββάτου να επιστρέψουν στον τάφο με μύρα για να αλείψουν μια φορά το Σώμα του Σωτήρος (Μάρκ. 16, 1).

Αφού τήρησαν το Σάββατο, σύμφωνα με τον Νόμο μέχρι να λαλήσει ο πετεινός, κι ενώ χάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, η Μαρία η Μαγδαληνή και η «άλλη Μαρία» ήλθαν στο μνημείο [4]. Έγινε εκεί αίφνης σεισμός και τους εμφανίσθηκε λαμπρός άγγελος που τους ανήγγειλε ότι ο Κύριος Ιησούς δεν βρισκόταν πια μέσα, αλλά είχε αναστηθεί (Μάρκ. 28, 1). Αναστατωμένες, δεν βρήκαν καν τον χρόνο να κοιτάξουν μέσα στον τάφο, αλλά έτρεξαν αμέσως να μεταφέρουν με ιερή λαχτάρα την εξαίσια είδηση στους Αποστόλους. Ο Αναστημένος Κύριος τούς φανερώθηκε στον δρόμο και τις χαιρέτισε λέγοντας «Χαίρετε!». Ήταν πράγματι ταιριαστό να αναγγελθεί σε μια γυναίκα η λύτρωση της φύσης μας που εξέπεσε και καταδικάστηκε στην οδύνη εξαιτίας της αμαρτίας της προμήτορος Εύας.

Ακούγοντας τη διήγησή τους, οι Απόστολοι πίστεψαν ότι παραληρούσαν. Ο Πέτρος, ωστόσο, έτρεξε στον τάφο κι αφού έσκυψε μέσα, είδε ότι μόνο τα σάβανα βρίσκονταν εκεί κι έφυγε αμήχανος. Όταν πια έφεξε, η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε για δεύτερη φορά στον τόπο εκείνο για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε πέσει θύμα παραίσθησης. Βλέποντας κι αυτή πως ο τάφος ήταν όντως κενός, πήγε να το πει στον Πέτρο και στον Ιωάννη που μετέβησαν τρέχοντας επί τόπου. Όταν οι δύο μαθητές αναχώρησαν εκ νέου, έμεινε μόνη κοντά στον τάφο, συλλογιζόμενη ποιος θα μπορούσε να έχει πάρει το Σώμα (Ιωάν. 20, 11). Δύο λαμπροφορεμένοι άγγελοι φάνηκαν τότε στο μέρος όπου ήταν πριν το Σώμα του Κυρίου· ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού και ο άλλος προς το μέρος των ποδιών, και τη ρώτησαν γιατί έκλαιγε. Καθώς αποκρινόταν σ’ αυτούς, οι άγγελοι ανασηκώθηκαν αίφνης με σεβασμό.

Η Μαρία γύρισε προς τα πίσω και είδε τον Ιησού Χριστό που της έκανε την ίδια ερώτηση. Παίρνοντάς Τον για τον κηπουρό του τόπου, Τον ρώτησε εάν όντως είχε πάρει εκείνος το Σώμα. Μόλις όμως ο Χριστός την αποκάλεσε με το όνομά της, «Μαρία!», αναγνωρίζοντας αυτή τη φωνή του αγαπημένου της Κυρίου, φώναξε: «Ραβουνί!», που σημαίνει «Διδάσκαλε». Και θέλησε να πέσει στα πόδια Του να τα φιλήσει με δέος. Επιθυμώντας να την οδηγήσει σε μία υψηλότερη κατανόηση της ένθεης και άφθαρτης κατάστασης στην οποία βρισκόταν το Σώμα Του μετά την Ανάσταση, ο Χριστός τής είπε: «Μη Μ’ αγγίζεις· δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα Μου!» και την έστειλε να αναγγείλει στους υπόλοιπους αδελφούς ό,τι ακριβώς είδε και άκουσε από Αυτόν.

Γινόμενη για τρίτη φορά «απόστολος των Αποστόλων» η Μαρία η Μαγδαληνή, έμεινε με τους μαθητές και την Παναγία, συμμεριζόμενη την άφραστη χαρά τους. Είναι πιθανόν να ήταν παρούσα στο Όρος των Ελαιών κατά την Ανάληψη, όπως και στο Υπερώο τη μεγάλη ημέρα της Πεντηκοστής, όταν επεφοίτησε το Άγιο Πνεύμα «με τη μορφή πύρινων γλωσσών» (Πράξ. 2, 3).

Ιστορείται πως η αγία εγκατέλειψε έπειτα την Ιερουσαλήμ για να μεταβεί στη Ρώμη, προκειμένου να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Τιβέριο να αποδοθεί πλήρως δικαιοσύνη για την άδικη καταδίκη που εξέδωσε ο Πιλάτος [5]. Παρουσιάστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα με ένα αυγό στο χέρι και του δήλωσε ότι μετά το Πάθος ο Χριστός ανέστη κομίζοντας σε όλους τους ανθρώπους την επαγγελία της Αναστάσεως· και τότε το αυγό βάφτηκε κόκκινο [6]. Ο Τιβέριος άκουσε το αίτημά της και κάλεσε τον Πιλάτο καθώς και τους δύο χριστοκτόνους αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Ο Καϊάφας πέθανε καθ’ οδόν προς την Κρήτη· όσο για τον Άννα τιμωρήθηκε κλεισμένος σε ένα βουβαλίσιο τομάρι. Ο Πιλάτος παρουσιάσθηκε στο δικαστήριο του αυτοκράτορα και προσπάθησε να δικαιολογηθεί επικαλούμενος τις πιέσεις που δέχθηκε από τους Εβραίους και τον κίνδυνο εξέγερσης κατά των ρωμαϊκών Αρχών. Ο Καίσαρας όμως έμεινε απαθής μπροστά στην απολογία του και τον φυλάκισε. Αναφέρεται ότι κυνηγώντας ένα ελάφι σε κάποιο κυνήγι που οργάνωσαν φίλοι του Πιλάτου, έξω από την πόλη και κάπου κοντά στη φυλακή, προκειμένου να κολακεύσουν και να ευμενίσουν τον αυτοκράτορα με σκοπό να μεταβάλλουν την καταδικαστική του απόφαση, ο Τιβέριος έριξε ένα βέλος το οποίο βρήκε στην καρδιά τον Πιλάτο καθώς βρισκόταν στο παράθυρο της φυλακής του.

Επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ η Μαρία η Μαγδαληνή, ακολούθησε την αποστολική πορεία του αγίου Πέτρου. Τέσσερα χρόνια μετά την Ανάσταση, καθώς οι Απόστολοι βρίσκονταν διεσπαρμένοι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, η αγία συνόδευσε τον άγιο Μάξιμο, έναν από τους Εβδομήκοντα Μαθητές [4 Ιαν.], στη διάδοση του Ευαγγελίου. Συνελήφθησαν από τους Εβραίους και εγκαταλείφθηκαν μαζί με άλλους χριστιανούς στο πέλαγος δίχως τροφή σε ένα καράβι χωρίς πανιά και κουπιά. Το πλεούμενο ωστόσο οδηγήθηκε από τον Χριστό, τον Πιλότο της Σωτηρίας μας, στη Μασσαλία της Γαλατίας [7]. Αφού έπιασαν στεριά σώοι και αβλαβείς, οι άγιοι Απόστολοι δοκιμάστηκαν από την πείνα, τη δίψα και την περιφρόνηση των κατοίκων της περιοχής, που ήσαν φανατικοί ειδωλολάτρες οι οποίοι δεν τους προσέφεραν καμία βοήθεια. Μια μέρα που είχαν συγκεντρωθεί για τις ασεβείς θυσίες τους, η αγία Μαρία παρεισέφρησε με θάρρος στη συνάθροιση και τους προέτρεψε να αναγνωρίσουν ως μόνο Θεό, τον Κύριο, τον Ποιητή ουρανού και γης. Σαγηνευμένοι από το θάρρος της και από την ακτινοβολία του προσώπου της, οι ειδωλολάτρες πρόσεξαν τα λόγια της. Επανέλαβε αυτή την ομιλία της μπροστά στον Ρωμαίο διοικητή της περιοχής, ονόματι Υπάτιο, που είχε έρθει με τη σύζυγό του να φέρουν τις προσφορές τους στα είδωλα για να αποκτήσουν τέκνο. Διστακτικός στην αρχή ο Υπάτιος, μετά από τρεις εμφανίσεις της αγίας δέχθηκε τη Μαρία και τους συντρόφους της στο παλάτι και ζήτησε να πληροφορηθεί επαρκώς για την Πίστη τους. Χάρη στη μεσιτεία της Μαρίας απέκτησε παιδί, αλλά η γυναίκα του πέθανε στη γέννα. Μετά από σύντομη παραμονή στη Ρώμη, ο Υπάτιος ξεκίνησε για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ· αλλάζοντας όμως ξαφνικά γνώμη, αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο όπου είχε ενταφιασθεί η γυναίκα του. Πόση όμως ήταν η έκπληξή του βρίσκοντας αυτήν και το παιδί του στη ζωή και μαθαίνοντας ότι είχαν επιβιώσει χάρη στις προσευχές και τις φροντίδες της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής! Ευχαριστώντας τον Θεό, ο άρχοντας, όπως και όλος ο οίκος του, βαπτίσθηκαν τότε και έγιναν διάπυροι κήρυκες της αληθείας του Χριστού.

Φεύγοντας από τη Γαλατία, η αγία Μαρία συνέχισε τις αποστολικές περιοδείες της στην Αίγυπτο, τη Φοινίκη, τη Συρία, την Παμφυλία και άλλους τόπους, διαδίδοντας παντού την ευωδία του Χριστού. Πέρασε κάποιο διάστημα στην Ιερουσαλήμ, κατόπιν δε αναχώρησε για την Έφεσο, όπου συνάντησε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και μοιράστηκε τις δοκιμασίες του, απολαμβάνοντας τις θεόπνευστες διδαχές του.

Αφού εκπλήρωσε την αποστολή που της είχε εμπιστευθεί ο Θεός, μετά από σύντομη ασθένεια παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή της στον Κύριο και ενταφιάσθηκε στην είσοδο του σπηλαίου όπου εκοιμήθησαν μεταγενέστερα οι άγιοι Επτά Παίδες [4 Αυγ.]. Πλήθος θαυμάτων επιτελέσθηκαν στον τόπο εκείνο μέχρι που, δέκα σχεδόν αιώνες αργότερα (899), ο ευσεβής βασιλεύς Λέων ΣΤ΄ο Σοφός (866-912) διέταξε την ανακομιδή των λειψάνων της αγίας Ισαποστόλου στην Κωνσταντινούπολη [4 Μαΐου]. Τα υποδέχθηκε με μεγάλη ευλάβεια με την αθρόα παρουσία του λαού και, φέροντάς τα επάνω στους ώμους του, βοηθούμενος και από τον αδελφό του Αλέξανδρο, τα κατέθεσε στο αριστερό μέρος του ιερού της Μονής του Αγίου Λαζάρου την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος.

Επιβιώνοντας μέσα από τις περιπέτειες της ιστορίας το αριστερό χέρι της αγίας Μυροφόρου Μαγδαληνής Μαρίας, το οποίο διατηρεί τη θερμοκρασία του σώματος ενός ζωντανού ανθρώπου και το οποίο αναδίδει άρρητη και πλούσια ευωδία, αποτελεί τρανό και ευλαβικό προσκύνημα σήμερα στην ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, η οποία τιμά την αγία Μαγδαληνή, τη Μαθήτρια και Μυροφόρο του Σωτήρος Χριστού και Ισαπόστολο της Εκκλησίας Του, ως δεύτερη κτιτόρισσά της και πανθαύμαστη έφορό της.

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

 
[1]  Τα Μάγδαλα (e-Megdel· Μάγαδα ή Δαλμανουθά) πιθανόν να ταυτίζονται με τη Μεγαλά Αρίμ της φυλής Νεφθαλείμ (βλ. Ιησ. Ν. 19, 38).
[2]  Η δυτική παράδοση, από την εποχή του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου [12 Μαρτ.] («Ομιλία εις τα Ευαγγέλια» 24 και 33, PL 76, 1189, 1239· «Ομιλία εις Ιεζεκιήλ» 8, PL 76, 854) εξομοίωσε τη Μαρία τη Μαγδαληνή με τη μετανοούσα αμαρτωλή που ήλθε να αλείψει με μύρο τα πόδια του Χριστού (Λουκ. 7, 36-38) και ακόμη με τη Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου. Ο συνταυτισμός αυτός όμως δεν έχει κανένα απολύτως στήριγμα στο Ευαγγέλιο και αγνοείται από τους περισσότερους ανατολικούς Πατέρες. Ο δαιμονισμός άλλωστε δεν προϋποθέτει έκλυτο βίο. Ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής (900-987) [9 Νοεμ.] ερμηνεύει με αλληγορικό τρόπο τα «επτά δαιμόνια» ως τα επτά πάθη που θέτουν εμπόδια στην αρετή· σε αυτό πάντως δεν τον ακολουθούν άλλοι Πατέρες.
[3]  Ο θρήνος αυτός είναι το θέμα του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου.
[4]  Κατά τον άγιο Ρωμανό τον Μελωδό (6ος ή 8ος αι.) [1 Οκτ.] και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1296-1359) [14 Νοεμ. και Β΄ Κυρ. Νηστειών] η «άλλη Μαρία» δεν μπορεί να είναι άλλη από την Παναγία, διότι άρμοζε να είναι η πρώτη που θα έβλεπε την Ανάσταση του Υιού της. Για τους περισσότερους όμως Πατέρες, η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν εκείνη που είδε πρώτη τον Κύριο, σύμφωνα με τα λόγια του Ευαγγελίου (Μάρκ. 16, 19) και η «άλλη Μαρία» ήταν η μητέρα του Ιακώβου [23 Οκτ.]. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς προσπάθησαν να συμβιβάσουν με διαφορετικούς τρόπους τις επί μέρους διηγήσεις των ιερών Ευαγγελίων όσον αφορά την επίσκεψη ή τις επισκέψεις των αγίων Μυροφόρων γυναικών στον Τάφο. Συνοψίζουμε εδώ την εκδοχή του Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου (14ος αι.) [22 Νοεμ].
[5]  Η διήγηση αυτή της εκδίκησης κατά του Πιλάτου και του θανάτου του αναφέρεται μόνο από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή, πιθανώς υπό την επίδραση του απόκρυφου «Ευαγγελίου του Νικοδήμου» («Πράξεις του Πιλάτου», 5ος αι.), όπου διαδραματίζει ρόλο η αγία Βερονίκη [12 Ιουλ.]. Το έτος 36, ο Πιλάτος καθαιρέθηκε από το αξίωμά του και στάλθηκε στη Ρώμη για να δώσει λογαριασμό για την κακοδιοίκησή του, κατά την οποία αφθονούσαν οι βιαιότητες και οι αυθαίρετες εκτελέσεις. Κατά τον ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας (263-339), φέρεται να αυτοκτόνησε (βλ. Εκκλ. Ιστ. 2, 7) ή ίσως και να εκτελέσθηκε. Διάφορες απόκρυφες παραδόσεις προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τον Πιλάτο, υποθέτοντας ακόμη ότι δήθεν μεταστράφηκε και μεταφέρουν όλη την ευθύνη για το Πάθος στους Εβραίους.
[6]  Η παράδοση αυτή εξηγεί το έθιμο των πασχαλινών αυγών, που έχει διαδοθεί σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.
[7]  Η διήγηση αυτή της αποστολής της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, που αναφέρεται από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή, απηχείται τρόπον τινά σε διάφορες παραδόσεις διαδεδομένες στη Γαλλία, όσον αφορά την τιμή της αγίας. Η παράδοση της ανακομιδής του λειψάνου της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στην Μονή του Vézelay στη Βουργουνδία δείχνει να είναι η παλαιότερη και υπήρξε η απαρχή ενός ονομαστού προσκυνήματος. Κατά ορισμένους τα λείψανα αυτά προήλθαν από την Προβηγκία, κατ’ άλλους από την Παλαιστίνη. Από τον 12ο αιώνα άρχισε να τιμάται στη Sainte-Baume, πενήντα χιλιόμετρα από τη Μασσαλία, ένα σπήλαιο όπου η αγία φέρεται να ασκήτευσε επί τριάντα χρόνια. Παράλληλα, αναπτύχθηκε προσκύνημα στο χωριό «Άγιος Μαξιμίνος», είκοσι χιλιόμετρα από εκεί, όπου ανακαλύφθηκε σε κρύπτη μια σαρκοφάγος της αγίας Μυροφόρου. Έκτοτε τιμώνται στην Προβηγκία η αγία Μαρία η Μαγδαληνή και οι συν αυτή: ο άγιος Μαξιμίνος, πρώτος επίσκοπος του Αιξ, ο άγιος Σιδώνιος, η αγία Μαρκέλλα και δύο άλλα παιδιά. Ας σημειώσουμε εξάλλου ότι στο Saintes-Maries de la Mer, στην Καμάργκ, τιμώνται οι άγιες Μυροφόροι Μαρία, μήτηρ του Ιακώβου, και η Μαρία η Σαλώμη, που φέρεται να συντρόφευσε την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή στην αποστολή της.

Δημοφιλείς αναρτήσεις