Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

Ο όσιος Νικόδημος της λίμνης Κόζα


3 Ιουλίου  
Ο όσιος Νικόδημος της λίμνης Κόζα 
Γεννημένος στα μέσα του 16ου αιώνα κοντά στην Μόσχα από οικογένεια ευσεβών και εύπορων αγροτών, ο όσιος Νικόδημος έλαβε κατά το άγιο Βάπτισμα το όνομα Νικήτας. Μία ημέρα, σε ηλικία δώδεκα ετών, ενώ έβοσκε το ποίμνιό του, άκουσε φωνή να τον φωνάζει με το όνομα Νικόδημος· η έγνοια όμως των γονιών του τον έκανε να αναβάλλει την απόκριση στην πρόσκληση αυτή. 
Μετά τον θάνατο των γονιών του, μετέβη στο Γιαροσλάβλ, όπου κέρδιζε το ψωμί του ως σιδεράς, μοιράζοντας το περίσσευμά του σε ελεημοσύνες. Εγκαταστάθηκε κατόπιν στην Μόσχα και συνδέθηκε με κάποιον Τβερυάνιν, ο οποίος συμμεριζόταν την κλίση του προς την ευσέβεια. 
Η γυναίκα αυτού του τελευταίου, θέλοντας να τους ξεφορτωθεί, παρέθεσε στους δύο φίλους ένα δηλητηριασμένο γλυκό. Ο Τβερυάνιν έμεινε στον τόπο και ο Νικήτας προσβλήθηκε από σοβαρή αρρώστια στο στομάχι. Θεραπεύθηκε από τον άγιο Βασίλειο τον δια Χριστόν σαλό [2 Αυγ.] και αποφάσισε τελικά να ανταποκριθεί στο θείο κάλεσμα που άκουσε στα παιδικά του χρόνια. 
Ενθαρρυμένος στην απόφασή του από έναν ασκητή προικισμένον με το χάρισμα της διορατικότητος, μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και εισήλθε στην Μονή του Τσούντωφ. Αφού έλαβε μετά σαράντα ημέρες το μοναχικό Σχήμα με το όνομα Νικόδημος, παρέμεινε ένδεκα χρόνια υπό την πνευματική καθοδήγηση του αρχιμανδρίτη Παφνούτιου, συνασκητού του οσίου Αδριανού της Μόνζα [5 Μαΐου].
 
Όταν ο Παφνούτιος χειροτονήθηκε επίσκοπος του Κρούτιτσα (1606), ο Νικόδημος τον συντρόφευσε στην επισκοπή του, αλλά σύντομα του ζήτησε την άδεια να αποσυρθεί στην ησυχία της ερήμου. Ευλογώντας τον ο Παφνούτιος παρέδωσε σ’ αυτόν μία εικόνα της Θεοτόκου του Βλαδιμίρ και ο άγιος Νικόδημος ξεκίνησε για τον Άπω Βορρά. 
Έχοντας ακούσει για τον άγιο Σεραπίωνα [27 Ιουν.], ο οποίος είχε έλθει στην Μόσχα και είχε λάβει από τον τσάρο γαίες για την μονή του στην λίμνη Κόζα, πήγε να τον βρει. Ο άγιος Σεραπίων που είχε τότε παραχωρήσει την ηγουμενία της μονής στον μαθητή του Αβραάμ, τον υποδέχθηκε με αγάπη και ο Νικόδημος έγινε δεκτός στην αδελφότητα, που αριθμούσε τότε σαράντα μοναχούς, και ανέλαβε το διακόνημα να φτιάχνει πρόσφορα. 
Μετά από ενάμιση χρόνο έλαβε την ευλογία να αποσυρθεί στην ησυχία στις όχθες του ποταμού Κοζυγιούνγκ (1609). Έκτισε εκεί ένα ταπεινό κελλάκι και φύτεψε λίγα λαχανικά που καλλιεργούσε με τα χέρια του, συμπληρώνοντας την γλίσχρα τροφή του με ρίζες και ενίοτε με ψάρια που έπιανε στο ποτάμι· δεν έτρωγε όμως τα ψάρια παρά μόνο όταν άρχιζαν να χαλάνε. Αναπαυόταν για σύντομο μόνο διάστημα και έμενε τον περισσότερο χρόνο όρθιος, προσευχόμενος με το πρόσωπο λουσμένο στα δάκρυα. 
Οι δαίμονες έξαλλοι που τον έβλεπαν να διάγει έναν τέτοιον ουράνιο βίο στην γη, λυσσομανούσαν εναντίον του ασκητού και του παρουσιάζονταν με μορφή γυναικών όταν ο Νικόδημος πήγαινε στην πηγή να πάρει νερό. Ο όσιος Νικόδημος όμως δεν τους έδινε καμία σημασία και τους απωθούσε με την προσευχή. Υποχωρούσαν τότε για κάποιο διάστημα, ελπίζοντας ότι έτσι θα τον ρίξουν σε λογισμούς υπερηφανείας. Όταν όμως επιτίθεντο ξανά τον έβρισκαν στερεωμένο στην ίδια επαγρύπνηση και στην ίδια ταπεινοφροσύνη. 
Με τους γενναίους αυτούς αγώνες, ο όσιος έλαβε άφθονη την χάρη του Θεού: ζούσε με τα αγρίμια, είχε αποκτήσει τα χαρίσματα της διορατικότητος και της ιάσεως, καθώς και το να εμφανίζεται σε όσους τον επικαλούνταν. 
Μία ημέρα το ποτάμι ξεχείλισε και το κελλί του πλημμύρισε. Ο όσιος κατέφυγε στην σκεπή, κρατώντας στο χέρι την εικόνα της Θεοτόκου και με την προσευχή του τα νερά γύρισαν πάλι στην κανονική τους κοίτη. Μιαν άλλη φορά, με την προσευχή του έσβησε την φωτιά που είχε πιάσει στο κελλί του. 
Καθώς η φήμη του απλωνόταν, πολλοί επισκέπτες ριψοκινδύνευαν μέσα στα βάθη της τούντρας για να έλθουν να λάβουν την ευλογία του, ενώ και ο πατριάρχης Μόσχας, Ιωάσαφ, του έστειλε ως δώρο το γούνινο περιώμιόν του. Ο όσιος το φίλησε με σεβασμό αλλά το έστειλε στην Μονή της Κόζα, δηλώνοντας πως του αρκούσε ένα και μόνο ιμάτιο. 
Φθάνοντας στο τέλος της ζωής του, ο όσιος Νικόδημος παρεκάλεσε τον Κύριο να τον αξιώσει να μετάσχει του φωτός Του μαζί με όλους τους αγίους. Παρουσιάστηκαν τότε σ’ αυτόν ο άγιος Αλέξιος Μόσχας [12 Φεβρ.] και ο άγιος Διονύσιος του Ραντονέζ [12 Μαΐου] για να τον διαβεβαιώσουν ότι ο Θεός είχε εισακούσει το αίτημά του. Εκοιμήθη εν ειρήνη, επτά μήνες αργότερα (3 Ιουλίου 1640), στην Μονή της Κόζα. 

 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος)

 


ΗΜΕΡΑ Γ΄. Περὶ τῆς εἰδήσεως τοῦ θανάτου.


 

ΗΜΕΡΑ Γ΄. Περὶ τῆς εἰδήσεως τοῦ θανάτου.

Α΄. ν δὲν ἀποθάνω ἀπὸ ἕναν αἰφνίδιον θάνατον, θέλω λάβει εἰς ἕνα καιρὸν τὴν εἴδησιν διὰ νὰ διορθωθῶ καὶ ἴσως τότε νὰ ἔχω καιρὸν διὰ νὰ ἐξομολογηθῶ· ἀλλὰ μὲ βίαν τότε ἠμπορῶ νὰ ὁμιλήσω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἀρρωστείας; 
Β΄. σως νὰ ἔχω νοῦν διὰ νὰ ἐξετασθῶ ἀλλὰ μετὰ βίας τότε ἠμπορῶ νὰ εἶμαι εἰς τὸν ἑαυτόν μου ἀπὸ τὸν φόβον. 
Γ’. σως νὰ ἔχω καρδίαν διὰ νὰ κάμνω καλὴν μετάνοιαν· ἀλλὰ τότε ἔχω τὴν συνείδησίν μου μπερδεμένην ἀπὸ τόσας ἁμαρτίας· ὢ Θεέ μου, τί θέλω κάμνει;

χε πάντοτε εὐπρεπισμένην τὴν ψυχήν σου καὶ βγάλε πᾶσαν αἰτίαν ἐλέγχου συνειδήσεως· ἔχε ἕναν καλὸν πνευματικὸν καὶ μὴ χάσῃς τοῦτον τὸν καιρὸν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Θεός, διὰ νὰ διορθωθῇς μίαν φορὰν ἀληθινά.
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.
(Πνευματικά Γυμνάσματα). εδώ
Έτεραι σύντομοι μελέται, 
φυλακτήριον της ψυχής καλούμεναι,
(διαμοιρασμέναι εις πάσαν ημέραν του μηνός).



Ο όσιος Ιωάννης της Μόσχας, ο δια Χριστόν σαλός


3 Ιουλίου 2018
Ο όσιος Ιωάννης της Μόσχας, ο δια Χριστόν σαλός 
Καταγόμενος από τη Βολογκντά, ο όσιος Ιωάννης δούλευε από παιδί αμισθί κουβαλώντας νερό σε μια αλυκή. Εκτελούσε την κοπιώδη και άχαρη αυτή εργασία για να δουλαγωγεί τις ορμές της σαρκός νηστεύοντας και προσευχόμενος αδιαλείπτως. 
Εν συνεχεία μετέβη στο Ροστώφ, όπου ασπάστηκε την άσκηση της δια Χριστόν σαλότητος. Ζούσε ημίγυμνος στον δρόμο, μακρυμάλλης και αναμαλλιασμένος, φορώντας στο κεφάλι μια βαρειά μεταλλική κουκούλα, εξ ου και το παρατσούκλι του “χοντροσκούφης”, με το σώμα φορτωμένο αλυσίδες και έναν βαρύ σταυρό κρεμασμένο στον λαιμό του. 
Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους μεγάλους μοναχούς των χρόνων εκείνων, τον όσιο Ειρηνάρχη του Ροστώφ [13 Ιαν.] και τον όσιο Θεράποντα της Μόνζα [12 Δεκ.] και αλληλοενθαρρύνονταν στον ασκητικό τους αγώνα, για να προειδοποιήσουν τον λαό για τις μεγάλες συμφορές που έμελλαν να ενσκήψουν στη Ρωσία κατά την Εποχή των Ταραχών (1605-1613) και την πολωνική εισβολή. 
Για τον σκοπό αυτό ο Ιωάννης εγκατέλειψε το Ροστώφ για τη Μόσχα, όπου συνέχισε να ζει με τον ίδιο τρόπο στον δρόμο, χειμώνα-καλοκαίρι, παροτρύνοντας τον κόσμο να μετανοήσει. Έχοντας αποκτήσει την παρρησία των παλαιών προφητών, μετέβη στον Μπόρις Γκοντουνώφ με σκοπό να τον κατηγορήσει για τον φόνο του κληρονόμου του θρόνου και να τον επιτιμήσει για τον τρόπο διακυβέρνησής του. 
Μια μέρα ο όσιος Ιωάννης πήγε στην Καλούγκα και διέτρεξε την πόλη φωνάζοντας: «Σιδερένιες πόρτες, σιδερένιες πόρτες!» Οι κάτοικοι κατάλαβαν ότι επρόκειτο για λόγο προφητικό για κάποια επικείμενη συμφορά που απειλούσε τα αποθηκευμένα γεννήματά τους και γι’ αυτό έσπευσαν να τα σφραγίσουν με μεταλλικές πόρτες. Την επόμενη μέρα μια τρομερή πυρκαγιά ρήμαξε την πόλη, αλλά χάρις στην προειδοποίηση του οσίου πλήθος ψυχών γλύτωσαν και τα αποθέματα σε γεννήματα σώθηκαν. 

 

Επιστρέφοντας στη Μόσχα, ο Ιωάννης θεράπευσε πολλούς. Προειδοποιήθηκε από τον Θεό για την επικείμενη τελευτή του στις 3 Ιουλίου 1589, οπότε μετέβη στα δημόσια λουτρά, απέθεσε τις αλυσίδες που έφερε εκ νεότητος και ραντίστηκε τρεις φορές με κρύο νερό εν είδει νεκρώσιμου καθαρισμού. Έπειτα βάζοντας ως προσκεφάλι τις αλυσίδες του ζήτησε από τους παρευρισκόμενους να τον μεταφέρουν στον ναό της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου (σημ. ναό του αγίου Βασιλείου του Μακαρίου στο Κρεμλίνο), όπου ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος είχε ετοιμάσει, κατόπιν αιτήματός του, έναν τάφο κοντά σ’ εκείνον του αγίου Βασιλείου του Μακαρίου [2 Αυγ.] όπου και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο. 
Κατόπιν αιτήματος του τσάρου Θεοδώρου Ιβάνοβιτς, ο μητροπολίτης του Καζάν και ο επίσκοπος του Ριαζάν, συνεπικουρούμενοι από τον κλήρο του καθεδρικού ναού, ετέλεσαν παρουσία μεγάλου πλήθους την Νεκρώσιμο Ακολουθία του οσίου σαλού. Σημεία εμφανίστηκαν στον ουρανό και μία μεγάλη καταιγίδα ξέσπασε τότε, λίγο αργότερα δε θαύματα έλαβαν χώρα στον τάφο του. 
Με την ανεύρεση των λειψάνων του στις 12 Ιουνίου 1672, το σκήνωμά του ανακαλύφθηκε άφθαρτο.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος)

 

O νέος Οσιομάρτυρας Γεράσιμος εκ Μεγάλου Χωρίου

 

3 Ιουλίου
O νέος Οσιομάρτυρας Γεράσιμος εκ Μεγάλου Χωρίου

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΔΩ  

Ο Οσιομάρτυρας Γεράσιμος γεννήθηκε στο Μεγάλο Χωριό κοντά στην πόλη του Καρπενησίου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και φιλόχριστοι. Στο βάπτισμα πήρε το όνομα Γεώργιος. 
Όταν έγινε έντεκα ετών, ο μεγαλύτερος αδελφός του Αθανάσιος τον πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη. Όμως ο Αθανάσιος δεν έμεινε για πολύ. Επέστρεψε στο χωριό και άφησε τον Γεώργιο σε έναν συμπολίτη του παντοπώλη, να εργαστεί. Το παντοπωλείο βρισκόταν στην άκρη του Κερατίου κόλπου. 
Μια μέρα το αφεντικό έβαλε στο κεφάλι του μικρού Γεωργίου ένα χάλκινο δίσκο γεμάτο με πήλινους κεσέδες που περιείχαν γιαούρτι. Ήταν παραγγελίες και έπρεπε να πάνε από σπίτι σε σπίτι. Περπατώντας σκόνταψε σε μια πέτρα και γλίστρησε. Τότε έπεσαν και έσπασαν οι κεσέδες. Κάθισε σε ένα πεζούλι κι άρχισε να κλαίει γοερά, γιατί ήξερε πως εξαιτίας της ζημιάς το αυστηρό αφεντικό του θα τον τιμωρούσε. Το σπίτι μπροστά στο οποίο καθόταν ο μικρός Γεώργιος ήταν τούρκικο. Η κυρία του σπιτιού τον άκουσε που έκλαιγε και αμέσως άνοιξε την πόρτα και πήρε μέσα το παιδί. Με χάδια και κεράσματα τον έπεισε να μείνει μαζί της. 
Μετά από δύο μήνες ο Τούρκος σύζυγος έκανε περιτομή στα δυο του παιδιά και ταυτόχρονα με πολλές υποσχέσεις υποβλήθηκε σε περιτομή και ο μικρός Γεώργιος. Ο Τούρκος με τη σύζυγό του υποσχέθηκαν στον Γεώργιο πως θα τον αγαπούν όπως και τα παιδιά τους. Ακόμη του υποσχέθηκαν πως θα τον αφήσουν να πάει στην πατρίδα του να επισκεφτεί τη μητέρα του. Και μ’ αυτές τις υποσχέσεις και τις κολακείες εξαπατήθηκε και έγινε Τούρκος! Έμεινε μαζί τους αρκετά χρόνια. 
Ο σύζυγος όμως της Τουρκάλας υποπτευόταν πως η σύζυγός του και ο Γεώργιος είχαν σχέσεις πονηρές. Γι’ αυτό τον παρέδωσε σε άλλον Τούρκο σαν υπηρέτη. Αυτός τον πήρε μαζί του στις πολλές, λόγω εργασίας, περιοδείες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. 
Αφού πέρασε λίγος καιρός, συνήλθε ο νέος και ενδόμυχα συναισθάνθηκε το μεγάλο αμάρτημα της εξωμοσίας. Θρήνησε μόνος του γι’ αυτό το λόγο. Δραπέτευσε και επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκεί παρέμεινε με τους συγγενείς του τρία χρόνια. Δεν ζούσε με ανέσεις και αδιαφορία. Νήστευε, αγρυπνούσε, πενθούσε με θερμά δάκρυα για τη συμφορά που υπέστη. 
Είχε τη συνήθεια κάθε βράδυ, ενώ όλοι κοιμόντουσαν, να πηγαίνει κρυφά σε ένα ερειπωμένο παρεκκλήσι, μισή ώρα απόσταση, το οποίο ήταν αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο τον Μεγαλομάρτυρα, και να προσεύχεται όλη τη νύχτα. Είχε μια μικρή εικόνα του αγίου και άναβε καντήλι στην κόγχη ενός τοίχου, μπροστά στην οποία προσευχόταν με δάκρυα όλη τη νύχτα ικετεύοντας τον άγιο Γεώργιο να τον φωτίσει και να επιστρέψει στον δρόμο της σωτηρίας. 
Ο Γεώργιος αποφάσισε να γίνει μοναχός. Όταν το ανακοίνωσε στη μητέρα του, αυτή λυπήθηκε και δεν συμφώνησε γιατί ήθελε να τον παντρέψει. Αλλά ο Γεώργιος έφυγε κρυφά και πήγε στο Άγιο Όρος. 
Όταν έφτασε στον Άθω, πήγε στην Ιερά Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος και συνάντησε τον ενάρετο γέροντα Κύριλλο ιερομόναχο, συμπατριώτη του. Ο Κύριλλος τον δέχτηκε με χαρά και τον κατήχησε στην χριστιανική πίστη. Μετά από ένα χρόνο εκάρη μοναχός, κατά τη δεύτερη Κυριακή των νηστειών, με το όνομα Γεράσιμος. 
Αφού πέρασαν τρεις μέρες, άρχισε να ζητά την άδεια από τον γέροντά του να πάει να μαρτυρήσει. Ο πνευματικός του πατέρας με διδακτικούς λόγους κατήχησε τον Γεράσιμο εμποδίζοντάς τον από το μαρτύριο, λέγοντας ότι η επιθυμία του αυτή είναι εκ δεξιών πειρασμός, για να πέσει σε χειρότερο ολίσθημα. Του έλεγε ακόμη ότι ο καλός μοναχός λαμβάνει στεφάνι ενώπιον του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και λογίζεται ως μάρτυρας. 
Ο Γεράσιμος έκανε υπακοή, όμως έκρυβε μέσα στην καρδιά του τον πόθο του μαρτυρίου. Από την πολλή λύπη αλλοιωνόταν το πρόσωπό του μέρα με τη μέρα. Οι πατέρες της Σκήτης βλέποντάς τον έλεγαν ότι ο Γεράσιμος έπαθε μεγάλο κακό. Ο Γεράσιμος συνεχώς σκεφτόταν πως θα πάρει την ευλογία του γέροντα του. Δεν ήθελε να φύγει χωρίς ευλογία από το Άγιο Όρος. 
Κάποια μέρα λέει “τεχνηέντως” προς τον γέροντά του: 
-Σε ικετεύω, δώσε μου την ευλογία σου να πάω στην πατρίδα, να δω τη μητέρα μου, τους συγγενείς και φίλους, και ελπίζω στον Θεό να μη σε λυπήσω με αυτή μου την αναχώρηση. 
Πατρίδα εννοούσε την άνω Ιερουσαλήμ, μητέρα την Κυρία Θεοτόκο, συγγενείς τούς Μάρτυρες και φίλους όλους τους Αγίους. Ο γέροντάς του πείστηκε και του έδωσε την ευχή του. 
Έφυγε λοιπόν από το Άγιο Όρος και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να παρουσιασθεί όπου πρέπει, και να ομολογήσει ότι είναι χριστιανός. Από εκεί έστειλε επιστολή προς τον γέροντά του και τον παρακάλεσε να κάνει παράκληση, γιατί ετοιμάζεται να μαρτυρήσει. Έπειτα πηγαίνει στον πρώτο Τούρκο κύριο του, λέγοντας στους υπηρέτες ότι ήρθε για να φέρει ένα χαρούμενο μήνυμα στον κύριό τους. Και αυτός έδωσε την άδεια να παρουσιασθεί ο Γεράσιμος μπροστά του. Ο Τούρκος τον ρώτησε ποιος είναι και τι θέλει. 
Τότε ο άγιος απάντησε: 
-Εγώ είμαι ο άκακος εκείνος μικρός Γεώργιος, ο οποίος απατήθηκα από τους δολερούς λόγους της γυναίκας σου και τους δικούς σου και δέχθηκα από Χριστιανό να με κάνετε Τούρκο. Γι’ αυτό ήρθα να ομολογήσω ενώπιον σας την αλήθεια. Ότι τότε μεν σαν μικρός και άκακος εξαπατήθηκα. Τώρα όμως γνώρισα το φως από το σκοτάδι, ομολογώ και κηρύττω ότι Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να πεθάνω. 
Ακούγοντας αυτά ο Τούρκος έμεινε εκστατικός. Δεν ήξερε ότι από τότε πολλά είχαν αλλάξει. Νομίζοντας πως έχει να κάνει με τον μικρό Γεώργιο, τον δέχθηκε με λόγια θωπευτικά και τον κράτησε στο σπίτι του για τρεις μέρες προτρέποντάς τον με ποικίλους τρόπους να επανέλθει στην πίστη του Ισλάμ. Αλλά ο άγιος έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του Χριστού χωρίς καθόλου να σκέφτεται τα επίγεια και πρόσκαιρα αγαθά. 
Ο Τούρκος βλέποντας τα αμετάθετο της γνώμης του αγίου τον παρέδωσε στον Χότζα που κάποτε του είχε κάνει την περιτομή. Και αυτός με πολλούς τρόπους προσπάθησε να πείσει τον άγιο να επανέλθει στο Ισλάμ. Όμως έμεινε νικημένος και ντροπιασμένος. Ο χότζας τον παρέδωσε τότε στον υπουργό στρατιωτικών της Τουρκίας, για να τον τιμωρήσει όπως πρέπει. 
Όταν παρέλαβε αυτός τον άγιο, τον υπέβαλλε σε φριχτά βασανιστήρια επί δεκαπέντε μερόνυχτα. Μετά το πέρας των ημερών αυτών αποφάσισε να καταδικάσει τον μάρτυρα σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού με ξίφος. Τον οδήγησαν στον τόπο του μαρτυρίου. Ο δήμιος τον διέταξε να γονατίσει και αμέσως ο μάρτυρας με μεγάλη χαρά γονάτισε στραμμένος προς την Ανατολή λέγοντας: 
-Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου. 
Το ξίφος έπεσε βαρύ και έκοψε το κεφάλι. Αυτή η αγία κεφαλή παρέμεινε και μετά τον αποκεφαλισμό φαιδρή στην όψη. Το άγιο και μαρτυρικό του σώμα έμεινε γονατιστό σαν να προσεύχεται για ένα τέταρτο και πλέον της ώρας. Κατόπιν έπεσε ήρεμα χωρίς να ταραχθεί ή να τιναχθεί, όπως συμβαίνει σε τέτοιου είδους θάνατο. 
Πλήθος χριστιανών συνέρρευσε στον τόπο του μαρτυρίου. Ο ένας έκοβε μέρος από το ράσο, ο άλλος τραβούσε τρίχες απ’ το κεφάλι του. Αυτά έκαναν πολλά θαύματα στα επόμενα χρόνια. 
Έτσι λοιπόν τελείωσε ο ένδοξος Οσιομάρτυρας και του Χριστού στρατιώτης Γεράσιμος, ο εκ Μεγάλου Χωρίου Καρπενησίου. Δέχθηκε το μαρτύριο στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Ιουλίου 1812, ημέρα Τετάρτη, στον τόπο που λέγεται Μπαμπά Χουμαί, κοντά στην πλατεία της Μεγάλης Εκκλησίας, δηλαδή της Αγίας Σοφίας.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

ΗΜΕΡΑ Β΄. Περὶ τοῦ ἀβεβαίου τῆς ὥρας τοῦ θανάτου.



ΗΜΕΡΑ Β΄. Περὶ τοῦ ἀβεβαίου τῆς ὥρας τοῦ θανάτου.

Α΄. δόθη ἀπόφασις· χρειάζεται νὰ ἀποθάνω, ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω τὸν καιρόν ἠμπορῶ νὰ ἀποθάνω εἰς ταύτην τὴν ἡμέραν, εἰς ταύτην τὴν ὥραν. 
Β΄. λλὰ δὲν ἠξεύρω τὸν τόπον· ἠμπορῶ νὰ ἀποθάνω ἢ ἐκεῖ ὅπου κοιμῶμαι, ἢ ἐκεῖ ὅπου περιπατῶ, ἢ ἐκεῖ ὅπου στέκομαι καὶ εἰς κάθε ἄλλον τόπον, ὅπου διατρίβω. 
Γ΄. λλὰ δὲν ἠξεύρω τὸν τρόπον· ἠμπορεῖ νὰ ἀποθάνω ἀδιόρθωτος εἰς ταύτην ἢ εἰς ἐκείνην τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἁμαρτάνω μὲ τόσην χαρὰν καὶ ἀφοβίαν; Καὶ μεταπίπτω μὲ τόσην εὐκολίαν; Καὶ δὲν φεύγω πᾶσαν αἰτίαν ἁμαρτίας; Ποία πίστις εἶναι ἡ ἰδικήν μου;
Κάμνε ἀπόφασιν νὰ μὴ χάσῃς τὸν καιρὸν· διότι ὁ καιρὸς εἶναι ἕνα μέγα μέσον διὰ νὰ ζήσῃς ἐναρέτως, νὰ ἔχῃς διορισμένας τὰς πράξεις τῆς ἡμέρας. Ἐκείνη ἠ ὥρα τὴν ὁποίαν χάνεις, ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ὕστερη ὥρα τῆς ζωῆς σου καὶ ἐκείνη ἡ ὥρα, τὴν ὁποίαν ἐπιχειρίζεσαι καλά, ἠμπορεῖ νὰ σοῦ προξενήσῃ τὴν αἰώνιον σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου.

 Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. (Πνευματικά Γυμνάσματα). εδώ Έτεραι σύντομοι μελέται, φυλακτήριον της ψυχής καλούμεναι(διαμοιρασμέναι εις πάσαν ημέραν του μηνός).

Άγιος Στένφιν (Stenfinn) ο Ιεραπόστολος, Επίσκοπος Χέλσινγκλαντ Σουηδίας.


 
Άγιος Στένφιν (Stenfinn) ο Ιεραπόστολος, Επίσκοπος Χέλσινγκλαντ Σουηδίας.  
 2 Ιουνίου. 
Ο Άγιος Στένφιν (Stenfinn, Staffan, Stefan, Λατινικά Stephanus), ήταν ιεραπόστολος στο Χέλσινγκλαντ (Hälsingland). Πριν από αυτό εργάστηκε στην Ουψάλα και τη Σικτούνα. 
Σύμφωνα με τον Αδάμ της Βρέμης (κορυφαίος Γερμανός χρονικογράφος της Μεσαιωνικής εποχής, γνωστός για το περίφημο έργο του "Πράξεις των επισκόπων της εκκλησίας του Αμβούργου"), το πραγματικό του όνομα ήταν Στένφιν αλλά του δόθηκε το όνομα Συμεών από τον αρχιεπίσκοπο της Βρέμης - Αμβούργο Αδαλβέρτο (Adalbert). 
Όταν ο Αδαλβέρτος χειροτόνησε έξι επισκόπους προκειμένου να τους στείλει σε ιεραποστολή στην Σουηδία, ένας από αυτούς ήταν ο Άγιος Στένφιν. Ο Αδάμ της Βρέμης αναφέρει ότι "στα σύνορα μεταξύ της γης των Σουηδών και των Νορβηγών ζουν οι Φινλανδοί, οι οποίοι λέγεται ότι τρέχουν πιο γρήγορα από τα άγρια ​​ζώα. Η μεγαλύτερη κοινότητά τους είναι το Hälsingland". Ο Άγιος Στένφιν στάλθηκε τώρα εδώ ως ο πρώτος επίσκοπος για να εκχριστιανίσει το λαό και μέσω του κηρύγματος του έκανε πολλούς να ασπαστούν τον Χριστιανισμό. 
Σύμφωνα με την παράδοση ο Άγιος ιεραπόστολος κατέστρεψε ναούς και εικόνες ειδώλων αλλά αναγκάστηκε να φύγει από τους οργισμένους ειδωλολάτρες. Ωστόσο, αυτοί τον πρόλαβαν και τον λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου στο δάσος του Ödmården κοντά στο Tynnebroå . Η παράδοση ορίζει την τοποθεσία ως Kapellsten στην ενορία Skogs, όπου υπάρχει ακόμα ένας μεγάλος ογκόλιθος ο οποίος χρησίμευε ως βωμός για ειδωλολατρικές θυσίες. 
Ο μάρτυρας θάφτηκε στη σημερινή εκκλησία Norrala και ένα μικρό ξύλινο παρεκκλήσι χτίστηκε πάνω από τον τάφο του. 
Το όνομα Stenfi είναι πιθανώς το όνομα Steinfinnr (Stenfinn) που βρέθηκε στα ισλανδικά, νορβηγικά και αρχαία σουηδικά κείμενα με παραλλαγές όπως Steinfidr, Stenfin και παρόμοια υποδηλώνει μια σκανδιναβική επιρροή, μοιάζει πολύ με το όνομα Stefan. 
Η σουηδική εκδοχή του Saint Staffan πιθανότατα αναφέρεται στον Stenfinn.

Ἡ Κατάθεσις τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου



Ἡ Κατάθεσις τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου

Τῷ αὐτῷ μηνὶ Β΄, ἡ ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σορῷ καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἐν ταῖς Βλαχέρναις.
Χιτὼν μὲν Υἱοῦ χριστοφρουροῖς δημίοις,
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.

Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ ἐσθῆτα Πανάγνου.


Παρακλητικός Κανών εις την Αγίαν και Υπέρτιμον Ζώνην της Υπεραγίας Θεοτόκου - ΕΔΩ
Ο Παρακλητικός Κανών ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ εδώ
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ μεγάλου, τοῦ ἐπιλεγομένου Μακέλλη, καὶ Βηρίνης τῆς συζύγου του, ἐν ἔτει υνη΄ [458], δύω πατρίκιοι, Γάλβιος καὶ Κάνδιδος ὀνομαζόμενοι, συγγενεῖς ὄντες Ἀρδαβουρίου καὶ Ἄσπαρος, ἔλαβον πόθον θεῖον εἰς τὴν καρδίαν τους, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὅθεν ἀναχωρήσαντες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐπῆγαν εἰς τὴν Παλαιστίνην. Φθάσαντες δὲ εἰς τοὺς τόπους τῆς Γαλιλαίας, εὑρῆκαν μίαν γυναῖκα, Ἑβραίαν μὲν κατὰ τὴν φυλήν, εὐλαβῆ δὲ εἰς τὰ θεῖα καὶ ἐνάρετον. Ἡ ὁποία κατοικοῦσα εἰς ἕνα ὁσπήτιον, ἐπροσεύχετο νύκτα καὶ ἡμέραν, ὡς ἡ πάλαι Ἄννα ἡ θυγάτηρ τοῦ Φανουήλ. Εἰς τὸ ἐνδότερον δὲ μέρος τοῦ ὁσπητίου βλέπουν καὶ ἐπρόσφεραν οἱ Χριστιανοὶ λαμπάδας πολλὰς καὶ θυμιάματα. Ἐρωτήσαντες δὲ περὶ τούτου, ἔμαθον, ὅτι ἐκεῖ εὑρίσκεται ἡ τιμία Ἐσθής, ἤτοι τὸ ἐπανωφόρεμα τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὅθεν ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν γυναῖκα ἄδειαν, καὶ ἔκαμαν ἐκεῖ ἀγρυπνίαν ὁλονύκτιον. Περιεργασθέντες δέ, ἐπῆραν τὰ μέτρα τοῦ ξυλίνου σεντουκίου, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἦτον τεθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθής, καὶ ἔπειτα ἐπῆγαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.

Πηγαίνωντας δὲ ἐκεῖ, ἐκατασκεύασαν ἕνα ἄλλο σεντοῦκι παρόμοιον μὲ ἐκεῖνο, καὶ πάλιν ἐγύρισαν εἰς τὸ ὁσπήτιον τῆς Ἑβραίας γυναικός. Ποιήσαντες δὲ τρόπον, ἐπῆραν κρυφίως τὸ σεντοῦκι ἐκεῖνο, ὁποῦ εἶχε μέσα τὴν τιμίαν Ἐσθῆτα τῆς Θεοτόκου, καὶ τὴν ἔστειλαν ἔμπροσθεν διὰ μέσου τῶν ἐδικῶν τους ἀνθρώπων, ἀφῆκαν δὲ ἐκεῖ τὸ ὅμοιον σεντοῦκι, ὁποῦ ἐκατασκεύασαν αὐτοί. Ὅθεν γυρίσαντες εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀπέθεντο τὸ ἱερὸν αὐτὸ θησαύρισμα τῆς τιμίας Ἐσθῆτος, εἰς ἕνα ἐδικόν τους προάστειον, ἤτοι τζεφτιλίκιον, τὸ ὁποῖον ἐπωνομάζετο Βλαχέρναι. Καὶ διὰ νὰ μὴ μάθῃ τινὰς τὴν εἴδησιν ταύτην, ἔκτισαν ἐκεῖ Ναὸν εἰς ὄνομα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Μάρκου. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐδυνήθησαν νὰ κρύψουν εἰς πολὺν καιρὸν ἕνα τοιοῦτον θησαυρόν, ἐφανέρωσαν αὐτὸν εἰς τὸν βασιλέα Λέοντα. Ὁ δὲ βασιλεὺς χαρᾶς ἀφάτου πλησθείς, ἔκτισε Ναὸν ἐκεῖ τῆς Κυρίας Θεοτόκου (1) ὅπου τώρα εὑρίσκεται ἡ ἁγία σορός, ἤτοι τὸ σεντοῦκι, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι ἀποτεθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθὴς καὶ τὸ ἅγιον Παλλίον, ἤτοι τὸ ἐπανωφόρεμα τῆς Θεομήτορος. Περιτειλίξας δὲ τὴν τιμίαν Ἐσθῆτα ὁ βασιλεὺς μὲ πορφυρίδα βασιλικήν, ἔβαλεν αὐτὴν μέσα εἰς ἄλλο σεντουκάκι κεχριμπαρένιον, καὶ ἐβούλλωσεν αὐτὸ μὲ βούλλας βασιλικάς. Τὸ σεντουκάκι δὲ αὐτό, εἶναι ἕως τῆς σήμερον φυλακτήριον ὅλης τῆς Βασιλευούσης Πόλεως, καὶ διωκτήριον κάθε ἀσθενείας, καὶ πολεμίων ἐχθρῶν. Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις καὶ ἑορτὴ τῆς σοροῦ ταύτης εἰς τὰς ἰδίας Βλαχέρνας. (Τὴν κατὰ πλάτος διήγησιν περὶ τῆς τιμίας Ἐσθῆτος ὅρα εἰς τὴν Καλοκαιρινήν (2).)

(1) Διαφωνία εὑρίσκεται μεταξὺ τοῦ Συναξαρίου τούτου καὶ τοῦ ἀκολούθου Συναξαρίου τοῦ Πατριάρχου Ἰουβεναλίου. Ἐκεῖ γὰρ γράφεται, ὅτι ὁ πρὸ τοῦ Λέοντος τοῦ Μεγάλου Μαρκιανός, σὺν τῇ Πουλχερίᾳ, ἔκτισαν τὰς Βλαχέρνας. Ἐδῶ δὲ γράφεται, ὅτι ὁ Λέων ἔκτισε τὸν ἐν Βλαχέρναις Ναόν. Ἀλλ’ ἴσως, ὁ μὲν Μαρκιανός, ἔκτισεν, ἤτοι ἀνέκτισε καὶ ἀνεκαίνισε τὰς Βλαχέρνας καὶ τὸν ἐν αὐταῖς Ναὸν τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Μάρκου, ὡς ἐρρέθη ἀνωτέρω. Ὁ δὲ Λέων ὁ Μέγας, ἔκτισε τὸν ἐν ταῖς αὐταῖς Βλαχέρναις Ναὸν τῆς Θεοτόκου, ὡς γράφεται ἐδῶ.

(2) Σημείωσαι, ὅτι ἡ τιμία αὕτη Ἐσθὴς τῆς Θεοτόκου, ἦτον ὑφασμένη ἀπὸ μαλλί, τὸ ὁποῖον εἰς ἓξ μῆνας ἀπὸ τοὺς σκώληκας καὶ τὴν βότριδα διαφθείρεται. Μὅλον τοῦτο, ἡ τιμία αὕτη Ἐσθής, ἦτον ὅλη ἀδιάφθορος καὶ κατὰ τὸ φάδι καὶ κατὰ τὸ στιμόνι, ἦτον δὲ καὶ αὐτόχροος. Ἐμαρτύρει δὲ διὰ τῆς ἀφθορίας, τὴν ἀφθορίαν καὶ ἀπάθειαν τοῦ παρθενικοῦ τῆς Θεοτόκου σώματος. Ἀνοιχθείσης γὰρ μίαν φορὰν τῆς ἁγίας Σοροῦ, ἡ μὲν βασιλικὴ καὶ μεταξωτὴ ἁλουργίς, περὶ ἧς ἀνωτέρω εἴρηται, εὑρέθη ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαν διεφθαρμένη. Ἡ δὲ τιμία Ἐσθὴς τῆς Θεοτόκου, εὑρέθη ἄφθορος. Ταῦτα μὲν γράφονται ἐν τῇ Καλοκαιρινῇ. Ὁ δὲ Νικηφόρος, λέγει περὶ τῆς Ἐσθῆτος, ὅτι ἦν ἐξ ἐρίων εὐφθάρτων ὑφασμένη, καὶ στιμόνων ὁμοειδῶν καὶ ὁμοχρόων. Καὶ ὅτι ἀδιάφθαρτός ἐστι καὶ ἀδιάλυτος μέχρι τοῦ νῦν, τὸ θαῦμα τῆς Ἀειπαρθένου ἀνακηρύττουσα. Ὅθεν καὶ Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς ἐξήνεγκε κατὰ τοῦ τυράννου Θωμᾶ, τὰ Τίμια Ξύλα, καὶ τὴν Ἐσθῆτα ταύτην τῆς Θεοτόκου (παρὰ Δοσιθέου, σελ. 1152 τῆς Δωδεκαβίβλου). Ὅρα καὶ εἰς τὴν τριακοστὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου ἐν τῇ ὑποσημειώσει.

Καὶ ταῦτα δὲ προσθέττομεν ἐνταῦθα, ὡς τριπόθητα παρὰ τοῖς φιλοχρίστοις, ἅπερ γράφει ὁ αὐτὸς Δοσίθεος ἐν σελ. 1152, ἤγουν, ὅτι ἐν ταῖς Βλαχέρναις εὑρίσκοντο τὰ Σπάργανα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀκάνθινος Στέφανος, ἡ Σινδὼν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ Λέντιον, καὶ τὸ πορφυροῦν Ἱμάτιον, καὶ ὁ Σπόγγος τοῦ Ζωοδότου, καὶ τὸ ὠμοφόριον τῆς Θεοτόκου, τὸ ὁποῖον φαίνεται νὰ ἦτον ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἐσθῆτα, κατὰ τὸν αὐτὸν Δοσίθεον (αὐτόθι). Ὅθεν Μιχαὴλ ὁ δοὺξ ἐν τῇ μονωδίᾳ, θρηνῶν τὴν Κωνσταντινούπολιν ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν ἁλωθεῖσαν, ἔλεγε πρὸς τοῖς ἄλλοις· «Ποῦ τὰ τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου μου σώματα, τὰ πρὸ πολλοῦ φυτευθέντα ἐν τῷ ᾀειθαλεῖ Παραδείσῳ; (τῆς Κωνσταντινουπόλεως) ποῦ τὸ πορφυροῦν Ἱμάτιον; ποῦ ἡ Λόγχη; ποῦ ὁ Σπόγγος; ποῦ ὁ Κάλαμος;»

Σημείωσαι, ὅτι τὰ ἐλλείποντα τροπάρια τῆς Ἀκολουθίας τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου, ἀνεπλήρωσεν ἡ ἐμὴ ἀδυναμία. Καὶ τοῦτο δὲ σημείωσαι, ὅτι λόγον ἔχει περὶ τῆς μετακομιδῆς εἰς τὴν βασιλεύουσαν τῆς τιμίας Ἐσθῆτος, Θεόδωρος ὁ Πρεσβύτερος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὗ ἡ ἀρχή· «Θεῖά τινα καὶ μεγάλα μυστήρια Θεοῦ φιλανθρωπίας». (Σῴζεται ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῷ πέμπτῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων.) Ἐν δὲ τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῶν Ἰβήρων σῴζεται ἔτι εἷς λόγος ἑλληνικὸς εἰς τὴν αὐτὴν κατάθεσιν, οὗ ἡ ἀρχή· «Τῆς μὲν θείας ταφῆς τοῦ ζωηφόρου σώματος». Ἐν δὲ τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ σῴζεται λόγος εἷς, διαλαμβάνων περὶ τῆς φανερώσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου, οὗ ἡ ἀρχή· «Λέων ὁ μέγας, ὁ κατ’ ἐκεῖνο καιροῦ τὰ Ῥωμαίων σκῆπτρα διϊθύνων».
Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Στίς 2 Ἰουλίου, τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν


Ο Παρακλητικός Κανών ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ εδώ

Στίς 2 Ἰουλίου, τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν 


Κοντάκιον 
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Ἦχος δ'
Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν ἱερὰν Ἐσθῆτά σου, μεθ' ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη θεία ἀνθρώπων· ἧσπερ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶντες κράζομεν πιστῶς· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.

Ὁ Οἶκος
Τὴν καθαρὰν καὶ ἀληθῆ σκηνὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἔμψυχον νεφέλην, καὶ στάμνον τὴν τοῦ Μάννα, τὴν Θεοτόκον Μαριάμ, πάντες οἱ σωθέντες διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς ἐν πίστει μακαρίσωμεν, καὶ τὴν σεπτήν, Ἐσθῆτα προσπτυξώμεθα, ᾗπερ τὸν Δεσπότην περισχοῦσα, ὡς βρέφος ἐβάστασε φορέσαντα σάρκα, δι' ἧσπερ τῶν βροτῶν ἡ φύσις ἐπήρθη πρὸς μετάρσιον ζωὴν καὶ βασιλείαν· ὅθεν γεγηθότες, κραυγάζομεν μεγαλοφώνως· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.

Τβ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Ἰουλίου, μνήμην ποιούμεθα τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ σορῷ καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Βλαχέρναις, ἐπὶ Λέοντος τοῦ μεγάλου, καὶ Βηρίνης τῆς αὐτοῦ γυναικός.

Στίχοι
Χιτὼν μὲν Υἱοῦ Χριστοφρουροῖς δημίοις.
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.
Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ Ἐσθῆτα Πανάγνου.

Ταῖς τῆς Θεοτόκου ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον 
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Ἦχος πλ. δ'
Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα· ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος· διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

πηγή:εδώ


ΑΠΟ ΔΕΥΤΕΡΑ - ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΗΣ Β΄ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ



Τῌ ΔΕΥΤΕΡᾼ ΤΗΣ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

 

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
στ΄ 31 - 34, ζ΄ 9 – 11
Εἶπεν ὁ Κύριος· μὴ μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; 32πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. 33ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. 34Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς. ἢ τίς ἐστιν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὃν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; 10καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ; 11εἰ οὖν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;
Τῌ ΤΡΙΤῌ ΤΗΣ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
ζ΄ 15 – 21
Εἶπεν ὁ Κύριος · Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες. 16ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς· μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα; 17οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ, τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ· 18οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν. 19πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται. 20ἄρα γε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. 21Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
Τῌ ΤΕΤΑΡΤῌ ΤΗΣ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ


Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
ζ΄ 21 – 23
Εἶπεν ὁ Κύριος · Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 22πολλοὶ ἐροῦσίν μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; 23καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ' ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν.
Τῌ ΠΕΜΠΤῌ ΤΗΣ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

 

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
η΄ 23 – 27
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐμβάντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 24καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων· αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε. 25καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἤγειραν αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα. 26καὶ λέγει αὐτοῖς· Τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. 27οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν λέγοντες· Ποταπός ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;
Τῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ ΤΗΣ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

 

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
θ΄ 14 – 17
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ προσῆλθον τῷ Ἰησοῦ οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου λέγοντες· Διὰ τί ἡμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν πολλά, οἱ δὲ μαθηταί σου οὐ νηστεύουσι; 15καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος πενθεῖν ἐφ' ὅσον μετ' αὐτῶν ἐστιν ὁ νυμφίος; ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ' αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν. 16οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου, καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται. 17οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ῥήγνυνται οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολλοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς βάλλουσι καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται.
Τῼ ΣΑΒΒΑΤῼ ΤΗΣ Β΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
ζ΄ 1 – 8
Εἶπεν ὁ Κύριος · Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· 2ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. 3τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; 4ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, Ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σοῦ; 5ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου. 6Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν, μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς. 7Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. 8πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται.


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΟΙ ΕΚ ΡΩΜΗΣ

 


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΟΙ ΕΚ ΡΩΜΗΣ


Οι δύο αυτοί άγιοι έζησαν περί το 284 στη Ρώμη κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Καρίνου. Αδελφοί κατά σάρκα, πολύ περισσότερο κατά την πίστη και το κοινό φρόνημα, διαλάμποντας μέσα στο σκότος της ειδωλολατρικής πλάνης διά των αρετών και των ανδραγαθημάτων τους, άνοιξαν ένα δρόμο προς τον ουρανό, καθιστώντας εαυτούς οικονόμους της θείας ευσπλαχνίας. Μοίραζαν αφειδώς όλα τα υπάρχοντά τους με γενναιοδωρία, διδάχθηκαν την ιατρική από έναν ειδωλολάτρη περίφημο στην ιατρική του Ιπποκράτη και του Γαληνού, με σκοπό να τεθούν κατά το παράδειγμα του φιλανθρώπου Σωτήρος στην υπηρεσία των ανθρώπων που υπέφεραν. Χρησιμοποιούσαν τα φάρμακα και τις ιατρικές περιθάλψεις μάλλον ως πρόσχημα και στην πραγματικότητα θεράπευαν όλα τα νοσήματα των ανθρώπων, όπως και των ζώων, με την επίκληση του Ονόματος του Χριστού, του Ιατρού των ψυχών και σωμάτων, ο Οποίος «πήρε πάνω Του τις ασθένειές μας και βάσταξε τις νόσους μας» (Ματθ. 8, 17). Αρνούμενοι να λάβουν χρήματα ή προσφορές οποιουδήποτε είδους, προσέφεραν ως αντίτιμο της ιάσεως των σωμάτων την πίστη στον χορηγό της αιώνιας σωτηρίας Χριστό.

Καθώς η φήμη τους απλώθηκε στα πέρατα, άνθρωποι από όλον τον κόσμο προσέρχονταν να τους βρουν στο χωριό όπου διέμεναν κοντά στη Ρώμη για να ζητήσουν τις προσευχές τους· και όσοι θεραπεύονταν από αυτούς επέστρεφαν στο σπίτι τους φωτισμένοι από την πίστη, διακηρύσσοντας την ευσπλαχνία του Θεού. Η φήμη αυτή γέννησε ωστόσο τον φθόνο και το μίσος των πιο φανατικών ειδωλολατρών της περιοχής, οι οποίοι έσπευσαν να τους καταγγείλουν στον αυτοκράτορα. Με το επιχείρημα ότι η επιτυχία των αγίων έθετε σε κίνδυνο τη λατρεία των θεών που προστάτευαν την αυτοκρατορική εξουσία, τους κατηγόρησαν ότι χρησιμοποιούσαν μαγικές επωδούς για να διαδίδουν τη χριστιανική θρησκεία. Ο μονάρχης ανησύχησε από τα λόγια αυτά και έστειλε στρατιώτες να τους αναζητήσουν στον τόπο όπου συνήθως θεράπευαν τους ασθενείς. Οι ντόπιοι κάτοικοι όμως, έγκαιρα προειδοποιημένοι, πήραν τους αγίους και τους έκρυψαν σε σπήλαιο απρόσιτο μέσα στα βουνά, όπου παρέμειναν πολλές ημέρες, τρεφόμενοι μόνο με τις αδιάλειπτες προσευχές και τους ύμνους που ανέπεμπαν στον Θεό. Εν τω μεταξύ οι στρατιώτες προκειμένου να μην επιστρέψουν άπρακτοι και φοβούμενοι να παρουσιαστούν με άδεια χέρια στο παλάτι, συνέλαβαν άνδρες και γυναίκες ευγενικής καταγωγής, τους έδεσαν και τους οδήγησαν στη Ρώμη. Όταν οι άγιοι Ανάργυροι έμαθαν το νέο αυτό, θεώρησαν απαράδεκτο να υποστούν κακομεταχείριση άλλοι άνθρωποι στη θέση τους και οι ίδιοι να στερηθούν τη δόξα του μαρτυρίου που επιθυμούσαν. Απωθώντας με αποφασιστικότητα όσους ήθελαν με κλαυθμούς και οδυρμούς να συγκρατήσουν τους γιατρούς και διδασκάλους τους, έσπευσαν να προφθάσουν τη συνοδεία. Αφού περπάτησαν νύκτα και μέρα, μόλις διέκριναν τους στρατιώτες φώναξαν: «Είμαστε ο Κοσμάς και ο Δαμιανός, αυτοί που γυρεύετε. Αφήστε ελεύθερους αυτούς που συλλάβατε στη θέση μας και οδηγείστε μας όπου θέλετε!». Κατάπληκτοι οι στρατιώτες υπάκουσαν και την επόμενη μέρα τούς οδήγησαν στον αυτοκράτορα διηγούμενοι όσα συνέβησαν. Καθισμένος σε ψηλό θρόνο, μέσα σε πολυπληθή σύναξη, ο Καρίνος πρόσταξε να παρουσιαστούν οι άγιοι και τους είπε: «Εσείς είστε που απορρίπτετε τους θεούς και όσους τους λατρεύουν και αποδίδετε τις θεραπείες σας με μαγικά μέσα σε έναν κακοποιό λεγόμενο Χριστό, που θανατώθηκε με βίαιο τρόπο;». Ατάραχοι και πλήρεις παρρησίας οι άγιοι αποκρίθηκαν: «Δεν είμαστε ούτε αγύρτες ούτε μάγοι, ω αυτοκράτορα, γιατί εκεί βρίσκεται το έργο των δαιμόνων, αλλά έχοντας αναγνωρίζει ότι Εκείνος τον Οποίο αποκαλείς νεκρό Ιησού, είναι ο μόνος αληθινός Θεός που ήλθε να πάθει εκουσίως, προκειμένου να μας χορηγήσει την αιώνια ζωή διά της Αναστάσεώς Του μετά την τριήμερη ταφή Του, αποστραφήκαμε τη μάταιη λατρεία των ειδώλων και τα νεκρά πράγματα, για να αφιερωθούμε στον ζώντα Θεό. Στο Όνομά Του θεραπεύεται κάθε αρρώστια και οι δαίμονες φεύγουν ανίσχυροι. Δωρεάν θεραπεύουμε, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου ημών που μας συνέστησε να δίδουμε δωρεάν ό,τι δωρεάν ελάβαμε από Αυτόν (Ματθ. 10, 9). Αυτή είναι η επιστήμη μας και αυτό είναι το φάρμακο των χριστιανών που θεραπεύει και σώζει». Ο ηγεμόνας εξοργισμένος τους διέταξε με απειλή φοβερών τιμωριών να υποταχθούν στην προγονική θρησκεία των Ρωμαίων, σύμφωνα με την οποία οι θεοί είναι εκείνοι που διδάσκουν τις επιστήμες και τις τέχνες στους ανθρώπους, και κυρίως ο μέγας Ασκληπιός, που προΐσταται σε κάθε θεραπεία. Οι άγιοι τού αποκρίθηκαν: «Είμαστε έτοιμοι να υπομείνουμε για τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, όσες τιμωρίες μπορείς να επινοήσεις, διότι αντί γι’ αυτές ο Θεός μάς προσφέρει ατελεύτητες απολαύσεις. Και όπως σε μια γιορτή οινοχοούν στους συνδαιτυμόνες το ποτό της βραδιάς,δώσε μας εκτός του θανάτου για τον Χριστό κάποια από τα πάθη που Εκείνος υπέστη για μας. Όσο για σένα, αφού δεν θέλησες να μάθεις με τη λογική αυτό που αφορά την Αλήθεια, να ξέρεις ότι η στρεβλή διάνοιά σου θα μάθει σύντομα στην πράξη». Ένα εξαιρετικά βίαιο ρίγος διέτρεξε όλο το σώμα του αυτοκράτορα και ευθύς, σαν να συντρίβονταν οι σπόνδυλοί του, το πρόσωπό του στράφηκε πίσω, ανίκανο να γυρίσει δεξιά ή αριστερά. Η ομήγυρη έκθαμβη αναφώνησε: «Μέγας Θεός, ο Χριστός!». Και ο ίδιος ο αυτοκράτορας, απαρνούμενος την αλαζονεία του, έβγαλε τον πορφυρό μανδύα και ρίχνοντάς τον στους αγίους τούς ικέτευσε να παρέμβουν για χάρη του. Καθώς εκείνοι του απάντησαν ότι μόνον η πίστη και η ομολογία του Χριστού ως Θεού μπορούσαν να τον θεραπεύσουν, αναφώνησε: «Πιστεύω σ’ Εσένα, Χριστέ, και ομολογώ ότι είσαι Θεός αληθινός!». Μόλις οι άγιοι Ανάργυροι έθεσαν τα χέρια τους πάνω του προσευχόμενοι, ο αυχένας του επανήλθε και η θεραπεία του ηγεμόνα στερέωσε στην πίστη όλους τους παρευρισκομένους. Λίγο αργότερα ο Καρίνος διέταξε την καταστροφή των ειδωλίων και την ανέγερση ναών στο Όνομα του Χριστού, κάλεσε δε τους υπηκόους του να ασπαστούν την Πίστη, τόσο στη Ρώμη όσο και στην υπόλοιπη αυτοκρατορία. Κατόπιν, καλώντας τον επίσκοπο Φήλικα δήλωσε ότι θέλει να λάβει το άγιο Βάπτισμα. Όσο για τους αγίους Αναργύρους, αφού αρνήθηκαν ως συνήθως το χρυσάφι και τα πλούτη που τους προσέφερε ο αυτοκράτορας, επέστρεψαν εν ειρήνη στην κατοικία τους, εξαιρετικά τιμώμενοι από όλους.

Ο ειδωλολάτρης δάσκαλός τους διαπιστώνοντας την πάγκοινη φήμη για τους δύο αδελφούς που συνέχιζαν να επιτελούν αναρίθμητες θεραπείες, βυσσοδομούσε εναντίον τους με δολοφονικές σκέψεις, ενώ υποκρινόταν απέναντί τους στοργικά αισθήματα. Όταν ήρθε ο καιρός να μαζέψει ιατρικά βότανα στο βουνό, σε τόπους απόκρημνους και δυσπρόσιτους, γνωστούς μόνο σ’ αυτόν, πρότεινε στους δύο μαθητές του να τον συντροφεύσουν. Αθώοι και με αγνή καρδιά οι νέοι τον ακολούθησαν, όπως παλιά ο Ισαάκ για να θυσιαστεί από τον πατέρα του (Γέν. 22). Αφού τους χώρισε για να μαζέψουν βότανα σε διαφορετικά μέρη, ο αχρείος γιατρός σήκωσε με τα δυο του χέρια μια βαριά πέτρα και από το ύψος ενός ακρωτηρίου συνέτριψε το κεφάλι ενός των αδελφών, κατόπιν δε, ορμώμενος από δαιμονική λύσσα έτρεξε προς τον δεύτερο και τον λιθοβόλησε συντρίβοντας τα οστά του. Έσκαψε ύστερα λάκκο και έκρυψε τα σκηνώματα των δύο αγίων μαρτύρων και επέστρεψε στο χωριό διαδίδοντας ότι οι δύο αδελφοί αποσύρθηκαν για να αφιερωθούν στον Θεό για κάποιο διάστημα. Πολύ σύντομα οι κάτοικοι διαπίστωσαν ότι η απουσία τους ήταν δυσβάσταχτη και ξεκίνησαν προς αναζήτησή τους στο βουνό. Στον δρόμο συνάντησαν ανθρώπους που μόλις είχαν απελευθερωθεί από ακάθαρτα δαιμόνια με τη βοήθεια θεϊκής δυνάμεως. Οδηγήθηκαν από αυτούς στον τόπο όπου είχε λάβει χώρα το θαύμα αυτό και το καθάρισαν, βρήκαν τα θαμμένα σώματα. Αφού τα εκταφίασαν με ευλάβεια, έγινε η μετακομιδή τους με ευχαριστήριους ψαλμούς και ύμνους και κατατέθηκαν στον ίδιο τάφο. Έκτοτε οι άγιοι Ανάργυροι δεν έπαυσαν να επιτελούν πλήθος θαυμάτων: άλλοι έβρισκαν ίαση τιμώντας τα τίμιά τους λείψανα, σε άλλους φανερώνονταν σε όραμα και για άλλους έφθανε και μόνο η επίκληση του ονόματός τους για να εξασφαλίσουν την ίασή τους.
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος)

ΚΑΤΗΧΗΣΗ A΄. ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

 


ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΟΥ 
 
ΛΟΓΟΙ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ

ΚΑΤΗΧΗΣΗ A΄. 
Ότι πρέπει να μη ζούμε ανέμελα, αλλά να προσέχουμε τους εαυτούς μας και να είμαστε έτοιμοι σε κάθε στιγμή.
Πατέρες μου και αδελφοί και τέκνα μου, εάν βέβαια ο αγώνας γινόταν για κάτι άλλο από τα σωματικά και γήινα, θα μπορούσαμε ίσως ν’ αρκεστούμε στο παρόν για το οποίο μιλήσαμε πολλές φορές, εκπληρώνοντας έτσι το καθήκον μας. Επειδή όμως πρόκειται για την ψυχή, η οποία είναι αθάνατη και θα τιμωρηθεί ή θα επαινεθεί αιώνια, για την αρετή ή την κακία της, όπως είπε κάποιος από τους αγίους, είναι ανάγκη, εκτός από αυτά που ειπώθηκαν, να πούμε και άλλα, και εκτός από τις κατηχήσεις που έγιναν, να κάνουμε και άλλες κατηχήσεις, και να το κάνουμε αυτό όσο αναπνέουμε, για να μπορέσουμε με τον τρόπο αυτόν να περισώσουμε τις ψυχές μας από τον κόσμο αυτόν που είναι πονηρός, εξαιτίας των επιθέσεων των αόρατων εχθρών. 
Περάσαμε λοιπόν, παιδιά μου, και τις εορτές που ήδη τελείωσαν, και εννοώ τις εορτές των Θεοφανείων και Επιφανίων του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και ο χρόνος προχωρεί έφιππος και μας σύρει προς το τέλος της παρούσας ζωής. Ποιος λοιπόν είναι αυτός, όπως πολλές φορές λέμε, που πιστεύει ότι δεν χάνει τον καιρό του με την ανέμελη ζωή του και τα πανούργα τεχνάσματα του διαβόλου; Ποιος βαδίζει προσέχοντας, χωρίς να παρασύρεται από την ανεμελιά, ετοιμαζόμενος κάθε μέρα για τον θάνατο, συμπαρασύροντας τον εαυτό του και παρουσιάζοντας καθαρό το έργο του, και το πνευματικό και το σωματικό, μπροστά στον παντοδύναμο Θεό; 
Ποιος είναι αυτός που σηκώνει τα μάτια της ψυχής στον ουρανό και βλέπει τα κάλλη αυτών που υπάρχουν εκεί, αμυδρά βέβαια, και μεταθέτει όλο τον έρωτα του στην επιθυμία του γι’ αυτά εκεί, συμπορευόμενος μετέωρος μαζί με τις ανώτατες δυνάμεις, και μη θεωρώντας για τον σκοπό αυτόν τίποτε δυσάρεστο, αλλά υποφέροντας και τη βρισιά και την ταπείνωση και την κακοπάθεια και την πείνα και τη δίψα και το κρύο και τη ζέστη, και κυλιόμενος μέσα στην αδελφότητα σαν άγιος λίθος, όπως είναι γραμμένο; 
Και όμως εγώ βλέπω ανάμεσα σας όχι ένα, ούτε δύο, αλλά πολλούς, σύμφωνα μ’ αυτό που συζητούμε, όλους πειθαρχικούς και προσηλωμένους, προσηνείς και μειλίχιους, υπάκουους και φιλόπονους, που δέχονται εύκολα το άγγελμα του Ευαγγελίου και μένουν πιστοί σ’ αυτό. Και μπορεί βέβαια να μην έχουν μεγάλη μόρφωση, ούτε να έχουν ασχοληθεί με σοφίσματα και αναγνώσματα και αποστηθίσεις και ψαλμωδίες, έχουν όμως ένα, αυτό που ζητά ο λόγος, και με το οποίο εξομοιώνουν τον εαυτό τους με τον Χριστό, δηλαδή την ταπεινοφροσύνη και την πραότητα. 
Γιατί λέει· «Μάθετε από μένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Ματθ. 11, 29). Προσηλωθείτε λοιπόν, αγαπητά μου παιδιά, στο φως και στην αλήθεια, στην ειλικρίνεια και στη μακαριότητα, στην πραότητα και στην καλοσύνη, και μη νομίζετε ότι αυτά τα λέω θέλοντας ν’ αποσπάσω δόξα για τον εαυτό μου, αλλά τα λέω για σας που ποθώ και αγαπώ, τους κυρίους και δεσπότες μου, και ανθρώπους βέβαια του Θεού, για τους οποίους και αγωνίζομαι και προσπαθώ, και γενικά για τη σωτηρία όλων. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, περιορίστε τους εαυτούς σας από κάθε θυμό και από κάθε κακία. Γιατί λέει· «υιοί των ανθρώπων, ως πότε θα έχετε σκληρή καρδιά; Γιατί αγαπάτε αυτά που είναι μάταια και επιδιώκετε το ψέμα;» (Ψαλμ. 73, 10) γιατί «χλευάζει ο εχθρός, και προκαλεί την οργή σου ο αντίθετος μας»; (Ψαλμ. 4, 31). 
Συγχωρήστε με ντρέπομαι τους αγγέλους, που βλέπουν τα έργα μας, επειδή είναι φύλακες μας. Ντρέπομαι τους αγίους και οσίους πατέρες μας, των οποίων τη συμπεριφορά επιλέξαμε και τη ζωή ακολουθούμε. Ας εκτελούμε, τέκνα μου, τα όσια με τρόπο όσιο, και ας εκτελούμε τα άγια με τρόπο άγιο. Μην είστε, σας παρακαλώ, σκληροί και απείθαρχοι και αντιρρησίες και φωνακλάδες και οξύθυμοι και καυχησιάρηδες, ούτε είρωνες και συκοφάντες και κακολόγοι, ούτε φλύαροι και χωρατατζήδες και αθυρόστομοι. 
Να είστε φίλοι του Θεού και όχι της πορνείας, φιλήσυχοι και όχι φλύαροι, κακοντυμένοι και όχι φίλοι του καλλωπισμού. Να κοιτάτε κάτω, αλλά να έχετε τον νου σας στραμμένο προς τα άνω, προσέχοντας από παντού τον εαυτό σας, μήπως, έχοντας αφύλακτο τον εαυτό σας, σας συμβεί κανένα χτύπημα από τα βέλη της αμαρτίας. 
Και τι θα προκύψει από αυτά; Αντί των κόπων θα έρθει η ανάπαυση, αντί των αγώνων τα στεφάνια, αντί των ύβρεων οι τιμές και οι δόξες, αντί των ταπεινώσεων οι ευφημίες και οι έπαινοι, αντί των συγχωρήσεων οι συγγνώμες και οι χαρές, αντί της υποταγής, η αρχηγία «δέκα πόλεων» (Λουκά 19, 17), αντί της στέρησης των γονέων και των συγγενών, η κληρονομιά μαζί με τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, αντί της αποκοπής του θελήματος, η συνεύρηση μαζί με τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, από τα οποία τα πρώτα είναι πρόσκαιρα και ελαφρότατα και φεύγουν πετώντας, ενώ τα άλλα είναι αιώνια και αθάνατα και δεν έχουν τέλος. 
Αν θέλετε να κερδίσετε τη βασιλεία των ουρανών, αν θέλετε να απολαύσετε την αθάνατη ζωή, αν θέλετε να επιτύχετε την υιοθεσία, αν θέλετε να γίνετε κάτοικοι του Παραδείσου, αν θέλετε να μπείτε στους κόλπους του Αβραάμ, αν θέλετε να απολαύσετε τον αχειροποίητο νυμφώνα, ή να απολαύσετε κάτι τι άλλο, σας επιτρέπεται, και μπορείτε να το αρπάξετε, και είναι έτοιμο και βρίσκεται ήδη στο χέρι σας. Αν όμως επιθυμείτε την άλλη μερίδα, θα καταντήσετε στο πυρ το αιώνιο, στο δηλητηριώδες σκουλήκι, στη φλόγα της κολάσεως, στο τρίξιμο των δοντιών, στην τάξη των εριφίων, στην καταδίκη των καταραμένων, και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να πει, το οποίο εύχομαι να μη σας συμβεί. 
Αλλά δεν είναι δυνατό να τα αποφύγουμε, μη γένοιτο, αν δε ζήσουμε καλά, όπως είπα, τέκνα μου, αν δεν ακολουθήσουμε τον ευθύ δρόμο, αν δεν αγαπήσουμε την τάξη. Και θα κερδίσει κανείς έτσι και την ψυχή του, και τους αδελφούς του, και εμένα τον άθλιο, ενεργώντας σωστά και πορευόμενος όπως αρέσει στον Θεό, και όντας «έντιμος μπροστά στον Κύριο», και ο λόγος του και το πρόσωπο του, και θα είναι μακάριος και θα αφήσει μακάρια ανάμνηση. 
Τι ωφελεί λοιπόν στον σκληρό η σκληρότητα, στον απείθαρχο η απείθεια, στον βαρήκοο η βαρηκοΐα και στον υπερήφανο η υπερηφάνεια; Η μήπως δεν αποταμιεύει για τον εαυτό του «οργή για την ημέρα της οργής και δίκαιης κρίσης και αποκάλυψης του Θεού» (Ρωμ. 2, 5); Ή μήπως δεν θα μοιάζει το έργο του με ξύλα και χόρτα και καλάμια», οπότε θα εκπληρωθεί σ’ αυτόν το «εάν το έργο κάποιου καεί, θα τιμωρηθεί, ενώ αυτός θα σωθεί, αλλά με τέτοιο τρόπο, όπως σώζεται κανείς από πυρκαγιά» (Α΄ Κορ. 3, 15); 
Γιατί στον μελλοντικό κόσμο θα καθαρισθούμε με τη φωτιά της κολάσεως από την υλική κακία μας, και θα μείνουμε στην κατάσταση τού να καιγόμαστε αιώνια, αλλά χωρίς να κατακαιγόμαστε, βλέποντας τη δόξα των αγίων και επιθυμώντας την, αλλά θα τη στερούμαστε, και γι’ αυτό θα κλαίμε και θα θρηνούμε ανώφελα. 
Να μη φθάσει λοιπόν κανείς μας, παιδιά μου, στο μέτρο αυτό και στην κατάσταση εκείνη. Γι’ αυτό, όσο είμαστε εδώ, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας με τη φωτιά του φόβου του Θεού, ώστε να μη γνωρίσουμε τη μελλοντική φλόγα, με τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ

Δημοφιλείς αναρτήσεις