Ήταν βράδυ, Τρίτη της Διακαινησίμου το 1984. Είχα ανάψει δύο κεράκια μέσα σε δύο τενεκεδάκια, όπως συνηθίζω να κάνω, ακόμη και όταν κοιμάμαι, γιά όλους όσοι πάσχουν ψυχικά και σωματικά.
Σ' αυτούς συμπεριλαμβάνω ζώντες και κεκοιμημένους.
Εκεί που έλεγα την Ευχή, βλέπω ένα μεγάλο χωράφι περιφραγμένο με μία μάνδρα, σπαρμένο με σιτάρι που μόλις άρχιζε να ψηλώνει.
Εγώ στεκόμουν έξω από το χωράφι, άναβα κεριά γιά τους κεκοιμημένους και τα στερέωνα πάνω στον τοίχο της μάνδρας.
Αριστερά ήταν ένας ξερότοπος, γεμάτος βράχους και κρημνούς, που σειόταν συνέχεια από μία δυνατή βοή από χιλιάδες σπαραχτικές φωνές, που σου σπάραζαν την καρδιά.
Και ο πιο σκληρός άνθρωπος, αν τις άκουγε, ήταν αδύνατο να μη συγκλονισθή!
Ενώ υπέφερα από τις σπαραχτικές φωνές και αναρωτιόμουν από που προέρχονται και τι σημαίνουν όλα αυτά που έβλεπα.
Τότε άκουσα μία φωνή να μου λέει:
«Το χωράφι με το σπαρμένο σιτάρι, που δεν έχει ακόμη ξεσταχυάσει, είναι το Κοιμητήρι με τις ψυχές των νεκρών που θα αναστηθούν.
Ενώ στον τόπο που σείεται από τις σπαραχτικές φωνές, ευρίσκονται οι ψυχές των παιδιών που έχουν σκοτωθή με τις εκτρώσεις…».
Έπειτα από αυτό το όραμα, μου ήταν αδύνατον να συνέλθω από τον μεγάλο πόνο που δοκίμασα γιά τις ψυχές εκείνων των παιδιών.
Ούτε να ξαπλώσω μπορούσα, γιά να ξεκουρασθώ, παρόλο που ήμουν κατάκοπος εκείνη την ημέρα…..
Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου