MHN IΟΥΝIOΣ
ἔχων ἡμέρας τριάκοντα Ἡ ἡμέρα ἔχει ὥρας 15 καὶ ἡ νὺξ ὥρας 9
Αγία Εμμέλεια
30 Μαΐου
Η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου, η αγία Εμμέλεια, καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από γενιά αρχοντική και ένδοξη. Οι γονείς της κατείχαν πλούτη πολλά και θέσεις υψηλές στον κρατικό μηχανισμό. Είχαν όμως και πολλή πίστη στον Θεό. Ήταν άνθρωποι αρετής. Αυτό είναι σπάνιο για άρχοντες και πλουσίους. Η ίδια η ενάρετη Εμμέλεια είχε σπουδαία κοσμική μόρφωση, αλλά είχε αγαπήσει τους πνευματικούς θησαυρούς, τις αρετές. Ήταν αυτό που σήμαινε το όνομά της Εμμέλεια. Ήταν μέλος, αρμονία, το κάλλος του Θεού. Κατ᾿ εντολή ενός ανάξιου βασιλιά, ο ευσεβής πατέρας της μαρτύρησε, επειδή ακολουθούσε την ορθόδοξη πίστη και η μεγάλη τους περιουσία διαμοιράστηκε σε άλλους πονηρούς άρχοντες. Όταν η Εμμέλεια ήρθε σε ηλικία γάμου, δεν προτίμησε σύζυγο με υψηλή θέση και από τις τάξεις των πλουσίων, αλλά άνθρωπο ευσεβή και σώφρονα. Τέτοιον βρήκε τον Βασίλειο, υιό της ευσεβέστατης Μακρίνας, της οποίας η οικογένεια καταδιώχθηκε στον καιρό του Δεκίου (250 μ.Χ.) και κατέφυγε μαζί με τον άγιο Γρηγόριο, τον θαυματουργό, επίσκοπο Νεοκαισαρείας και με πολλούς άλλους χριστιανούς στα δάση του Πόντου. Η νέα οικογένεια επέλεξε ισόβια να έχει ως οικόσημο την ευσέβεια.
Από τον ευλογημένο αυτό γάμο, γεννήθηκαν δέκα παιδιά (από το 328 έως 348). Πέθανε το ένα, έζησαν τα εννέα, τέσσερα αγόρια και πέντε κορίτσια, μία ευλογημένη πολυτεκνία. Ο πατέρας Βασίλειος είχε αναλάβει την εγκύκλια μόρφωση των παιδιών. Η Εμμέλεια είχε αναλάβει την ανατροφή και την ηθική αγωγή των παιδιών και μετέβαλε το σπίτι της σε Εκκλησία. Δίδασκε στα παιδιά της την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Τα έμαθε να προσεύχονται, να εκκλησιάζονται και τα στήριζε στην αφιέρωσή τους στο Θεό. Και οι δύο γονείς με το ενάρετο παράδειγμά τους, συνέβαλαν στη μόρφωση της ψυχής τους και τα οδήγησαν στο Χριστό. Ωστόσο, μετά τη γέννηση και του τελευταίου παιδιού Πέτρου, ο πατέρας, ο ενάρετος Βασίλειος, πέθανε (το 348 μ.Χ.). Το πρώτο αγόρι, ο Μέγας Βασίλειος ήταν τότε μόλις 15 ετών και την ανατροφή των παιδιών, στη δύσκολη εφηβική ηλικία, ανέλαβε πλέον μόνη της η Εμμέλεια, με πιστό και μόνιμο σύντροφο στη ζωή της τον πόνο. Η ίδια ως νέα ορφάνεψε και από τους δύο γονείς. Ο πατέρας της είχε μαρτυρήσει στους διωγμούς. Ο σύζυγος και προστάτης της οικογενείας πέθανε νέος. Ο μικρός Βασίλειος ήταν μόνιμα φιλάσθενος και καταβεβλημένος. Κι όμως η ίδια πίστευε ότι βρισκόταν κάτω από την προστασία του Κυρίου, γι’ αυτό στάθηκε βράχος ακλόνητος στην πίστη· έγινε άγρυπνος φύλακας, φρουρός και προστάτης των παιδιών της. Πόθος της βαθύς ήταν να τους μεταδώσει τα νάματα της Ορθοδόξου πίστεως και ευσεβείας, να τα σπουδάσει, να τα αποκαταστήσει. Η γενναία μητέρα στήριζε τα παιδιά της και παράλληλα ασκούσε σε μεγάλο βαθμό την ελεημοσύνη. Ήταν φιλάνθρωπος και ελεήμων μητέρα, η οποία δεν φρόντιζε μόνο για τα 9 παιδιά της, αλλά και για τους φτωχούς και θλιβομένους, όχι μόνο υλικά αλλά και πνευματικά.
Στην ανατροφή των παιδιών και εγγονών, έπαιξε σπουδαίο ρόλο και η πεθερά της Μακρίνα. Νύφη και πεθερά είχαν μία τέλεια συνεργασία στη χριστιανική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Εξάλλου, η γιαγιά Μακρίνα ήταν πνευματική μητέρα του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Η γιαγιά Μακρίνα είχε πνευματικό τον άγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας και ό,τι άκουγε από εκείνον, τα έγραφε βαθιά στο νου και στην καρδιά της και αυτά έλεγε στα εγγόνια της, για να διαφυλαχθούν από τους πολλούς εχθρούς και κινδύνους. Γι’ αυτό, ο Μέγας Βασίλειος έλεγε γι᾿ αυτήν, ότι ήταν δασκάλα των δογμάτων της ευσεβείας και φρουρός της ορθόδοξης πίστης. Μην ξεχνάμε ότι ήταν η εποχή μετά τους φοβερούς διωγμούς, που η αίρεση των Αρειανών συντάραξε την Εκκλησία του Χριστού. Έπρεπε λοιπόν να διαφυλαχθεί η Πίστη και οι χριστιανοί βοηθούσαν στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Οι δύο γυναίκες ποθούσαν να προσφέρουν τα αγόρια ως διακόνους στην Εκκλησία και υπηρέτες των Μυστηρίων του Θεού!
Η σεμνή και λογική μητέρα Εμμέλεια, όταν ήλθε ο καιρός, μοίρασε εξ ίσου την περιουσία σε όλα τα παιδιά, χωρίς να αδικήσει κανένα παιδί της, άσχετα αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, έγγαμο ή άγαμο. Κι είναι φανερό ότι με αυτή την κίνηση η ισοτιμία του Ευαγγελίου ήταν σε εφαρμογή. Ο Μέγας Βασίλειος με την προσωπική του περιουσία έχτισε την πολιτεία της αγάπης και της φιλανθρωπίας, την Βασιλειάδα, έξω από την Καισάρεια. Στην όμορφη αυτή πολιτεία της ελπίδας, μάζευε αρρώστους, αναπήρους, αστέγους, φτωχούς, ξένους, γέροντες και ορφανά. Πολλές φορές τους φρόντιζε και τους περιποιόταν με τα ίδια του τα χέρια. Ο Βασίλειος δεν άργησε να γίνει ιερέας και αργότερα επίσκοπος Καισαρείας, προς μεγάλη χαρά της μητέρας του Εμμέλειας. Αυτός στη συνέχεια, χειροτόνησε επισκόπους και τους δύο αδελφούς του: Γρηγόριο επίσκοπο Νύσσης και Πέτρο επίσκοπο Σεβαστείας. Ο μοναχός Ναυκράτιος ζούσε ασκητικά δίπλα στον Ίρι ποταμό. Παράλληλα, υπηρετούσε προσωπικά κάποιους γέροντες, που ταλαιπωρούσε η φτώχεια και η αρρώστια. Κυνηγούσε στα δάση και στις ερημιές, έπιανε ψάρια και έτσι εξασφάλιζε την τροφή των γερόντων. Όμως το ποτάμι ήταν ορμητικό και ο Ναυκράτιος ενώ ψάρευε, πνίγηκε σε ηλικία 27 ετών. Όταν πήρε το πικρό μήνυμα η αγία Εμμέλεια, αντιμετώπισε με υπομονή τη βαρειά θλίψη της· δεν θρήνησε με γοερά μοιρολόγια. Συνετρίβη από τον πόνο. Έμεινε όμως ήσυχη, καρτερική, οπλίσθηκε με υπομονή και κατέφυγε στη Θεία βοήθεια και παρηγοριά. Και ο Πέτρος στην αρχή έγινε μοναχός και ηγούμενος του Κοινοβίου που ίδρυσε ο Μέγας Βασίλειος. Κάποτε παρουσιάσθηκε έλλειψη σιτηρών και έπεσε πείνα. Κόσμος πολύς έτρεχε κοντά του και μοίρασε σε αυτούς τα υπάρχοντά του. Έτσι έκανε την ερημιά να μοιάζει με πόλη. Αργότερα, έγινε επίσκοπος για τις ανάγκες της Εκκλησίας.
Η μεγαλύτερη κόρη της Εμμέλειας Μακρίνα ήταν πολύτιμη συμπαραστάτης και βοηθός στο σπίτι. Εργατική, ταπεινή και συνετή δεν ήταν μόνο τροφός αλλά και διδάσκαλος για τα μικρότερα αδέλφια της. O άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει ότι η αδελφή του Μακρίνα υπήρξε «διδάσκαλος, παιδαγωγός, μήτηρ, παντός ἀγαθοῦ σύμβουλος» (Migne, P.G.46, 972C-D). Ύστερα από το θάνατο του μνηστήρα της, προτίμησε να μονάσει ισόβια. Και η Μακρίνα μοίρασε την περιουσία της σε κάθε είδος αγαθοεργία. Ποτέ δεν περιφρόνησε κανέναν, που ζητούσε την βοήθειά της. Ο πλούτος της αρχοντοπούλας ήταν ένα απλούστατο φόρεμα, το κάλυμμα της κεφαλής και παλιά, λιωμένα υποδήματα. Επιμελούνταν την ψυχή της και αποταμίευε τον ουράνιο θησαυρό, όπως παραγγέλλει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο. Η Μακρίνα έπεισε τη μητέρα της Εμμέλεια, να δώσει ίσα δικαιώματα στις υπηρέτριες και τις δούλες της και τελικά να τις απελευθερώσει. Οπότε Μητέρα και κόρη, όταν «αποκαταστάθηκαν» όλα τα άλλα παιδιά, μόνασαν μαζί σε ερημητήριο του Πόντου, στο πατρικό κτήμα των Αννήσων. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο όλοι, εκεί ασκήτευσε και ο Ναυκράτιος και ο Μέγας Βασίλειος μετά το πέρας των σπουδών του, για κάποιο διάστημα.
Όταν ήλθε η ώρα, η αγία Εμμέλεια αναχώρησε από αυτόν τον μάταιο κόσμο. Τελείωσε τη ζωή της (το 370 μ.Χ.) ως μοναχή, με ηγουμένη τη θυγατέρα της οσία Μακρίνα, λίγες μόνο μέρες μετά την χειροτονία του υιού της Μεγάλου Βασιλείου εις επίσκοπον στην Καισάρεια. Λίγο πριν κοιμηθεί, ζήτησε από τα παιδιά της να την θάψουν στον τάφο του συζύγου της, ο οποίος βρίσκονταν στο ναό των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, όπου και τα λείψανα των αγίων, που μαρτύρησαν επί των ημερών της (το 320 μ.Χ.) στη λίμνη της Σεβαστείας. Τεμάχια των Ιερών Λειψάνων διατηρούσε η οικογένειά της ως πολύτιμο θησαυρό και πίστευε ότι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα τους είχε βοηθούς και συμπαραστάτες, εφόσον με το μαρτύριό τους οι Άγιοι αυτοί απέκτησαν παρρησία στον Θεό. Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της αγίας Εμμέλειας στις 30 Μαΐου. Τον επικήδειο λόγο της, δηλαδή εγκώμιο εκφώνησε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μέσα στον οποίο εκθειάζει τις αρετές και τα χαρίσματά της και κυρίως την πολυτεκνία και καλλιτεκνία της. Η οικογένεια της αγίας Εμμέλειας ανέδειξε επτά αγίους: οι δύο γονείς και τα πέντε παιδιά, εκ των οποίων τρεις επίσκοποι, ο Μέγας Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος επίσκοπος Σεβαστείας. Δύο μοναχοί, ο Ναυκράτιος και η Μακρίνα. Τα τέσσερα άλλα κορίτσια παντρεύτηκαν. Πήραν ανθρώπους με φόβο Θεού και δημιούργησαν χριστιανικές και άγιες οικογένειες.
Σε ευχαριστώ γιατί τολμάς να γράψεις αυτά που άλλοι σιωπούν.
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες σου πριν από λίγες ημέρες στάθηκα στον βίο του αγίου Ισαακίου που η Εκκλησία μας τον τιμάει στις 30 Μαΐου.
Έκανε ένα λάθος ο άγιος προς το τέλος της ζωής του. Ναι οι άγιοι κάνουν και λάθη. Μυστήριο η πρόνοια του Θεού ακόμα και για τους αγίους του. Γιατί άλλους τους πληροφορεί με θαυμαστό τρόπο και για άλλα σκανδαλωδώς τους αφήνει να επιλέξουν και να κρίνουν μόνοι τους.
Ο όσιος Ισαάκιος, τα χρόνια εκείνα, δεν πρωτοστατούσε μόνο στην διδασκαλία της αληθινής Πίστης και της πνευματικής ζωής, αλλά και στις αγαθοεργίες. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως (398), διαπιστώνοντας ότι σημαντικός αριθμός μοναχών κυκλοφορούσαν στην πόλη και πήγαιναν σε σπίτια ιδιωτών, έλαβε μέτρα κατά της αταξίας αυτής και έδωσε εντολή να παραμένουν στις μονές τους. Ανέλαβε επίσης την αναδιοργάνωση των φιλανθρωπικών έργων, ιδιαίτερα μέ την ίδρυση ενός μεγάλου νοσοκομείου, του οποίου όρισε ο ίδιος τους υπεύθυνους.
Τα αναγκαία αυτά ποιμαντικά μέτρα επισκίασαν την δραστηριότητα του οσίου Ισαακίου και ενός μεγάλου μέρους των μοναχών, οι οποίοι ένιωθαν παραμελημένοι. Ο αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας Θεόφιλος έσπευσε να εκμεταλλευθείτε την διάσταση αυτή, και όταν έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με την πρόθεση να στρέψει κατά τού αγίου Χρυσοστόμου τις κατηγορίες πού του απευθύνονταν, πήρε με το μέρος του τον Ισαάκιο και τους μοναχούς του. Έτσι ο γέροντας ασκητής έπαιξε δυστυχώς ενεργό ρόλο στην σύνοδο της Δρυός, μεταξύ των κατηγόρων του αγίου Ιωάννη (403), ο οποίος καθαιρέθηκε και εξορίσθηκε. Αλλά η καταδίκη αυτή ξεσήκωσε τέτοιες αντιδράσεις, ώστε ο άγιος πατριάρχης σύντομα ανακλήθηκε στον θρόνο του, για βραχύ όμως διάστημα.
Ο όσιος Ισαάκιος δεν αναμείχθηκε πλέον στις εκκλησιαστικές υποθέσεις και πέρασε τις τελευταίες ημέρες του ειρηνικά στο μοναστήρι του. Προειδοποιημένος από τον Θεό για την επικείμενη εκδημία του, συγκέντρωσε τους μαθητές του, τους συνέστησε να παραμείνουν στερεωμένοι στην ορθόδοξο Πίστη και αφού όρισε διάδοχό του τον Δαλμάτιο απήλθε προς Κύριον (406). Τον θρήνησε πάνδημος ο λαός, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα. Μετά από τελετή στον καθεδρικό ναό, όπου χοροστατούσε ο πατριάρχης, οργανώθηκε πομπή για τον ενταφιασμό του στο μοναστήρι του. Ο Αυρηλιανός, όμως, ένα από τα σπουδαία πρόσωπα τής αυλής και φλογερός θαυμαστής του οσίου, έκλεισε τον δρόμο με ένα στρατιωτικό απόσπασμα. Οι στρατιώτες άρπαξαν το τίμιο λείψανο και πήγαν να το καταθέσουν σε μία κρύπτη στον ναό που είχε ανεγείρει ο Αυρηλιανός προς τιμήν του αγίου Στεφάνου, ενώ οι μοναχοί, αναγκασμένοι να υποκύψουν στην ευσεβή τούτη επιβολή δύναμης, επέστρεψαν στην μονή τους, στερημένοι της παραμυθίας των λειψάνων του πνευματικού πατρός τους.
ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΟΜΟΣ ΕΝΑΤΟΣΜΑΙΟΣΙΝΔΙΚΤΟΣΑΘΗΝΑΙ 2007
Πόλη Κωνσταντινούπολη - Θρήνοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης
(V.A//Full Album//Official Audio) || Audio Release HQ © FM Records Released: 1995
Το πάρσιμο της Πόλης, που αποτελούσε το κέντρο του Ελληνισμού, είχε βαθιά και οδυνηρή απήχηση στην ψυχή του λαού και θεωρήθηκε ως τραγικό σημάδι για τη μοίρα ολόκληρου του Έθνους. Ήταν επόμενο η λαϊκή μούσα και η λόγια ποίηση να θρηνήσουν την απώλεια, με ιδιαίτερα συγκινητικό τρόπο. Έτσι ο λαός, μέσα στα τραγικά χρόνια της σκλαβιάς, έβρισκε κάποια παρηγοριά για τα δεινά του. Τα ποιήματα αυτά, μερικά από τα οποία γράφτηκαν αμέσως μετά την Άλωση και άλλα πολύ αργότερα, αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο της λογοτεχνίας μας, κυρίως όμως ως ιστορική μαρτυρία για τις πληροφορίες και τις κρίσεις που περιέχουν. Το Εργαστήρι Παλαιάς Μουσικής ιδρύθηκε το 1980 από μια ομάδα νέων που τους ένωνε η αγάπη για τη μουσική του μεσαίωνα, της Αναγέννησης και της εποχής του Μπαρόκ. Στο χώρο της ελληνικής μουσικής δημιουργίας έχει αρχίσει εκτεταμένες έρευνες για την ανακάλυψη του αρχείου Ελλήνων συνθετών της διασποράς κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας με πολύ ικανοποιητικά μέχρι τώρα αποτελέσματα.
Στη συλλογή «Εάλω η Πόλις» της FM RECORDS, το Εργαστήρι Παλαιάς Μουσικής αποτίει φόρο τιμής σε αυτούς τους μοναδικούς θρήνους για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΔΩΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Ο Θρήνος της Κωνσταντινούπολης είναι ένα πεζό κείμενο, ανώνυμου συγγραφέα που αφορά την άλωση της Πόλης. Ο χρόνος της συγγραφής του τοποθετείται μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η γλώσσα του είναι ένας συνδυασμός από δημώδη και αρχαΐζοντα στοιχεία.Το συγκεκριμένο κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το γεγονός ότι διασώζει μια παράδοση για τον αυτοκράτορα, που δεν είναι γνωστή από αλλού και αναφέρεται σε μια συνάντηση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου με την Παναγία μέσα στο ναό της. Ο ναός δεν κατονομάζεται, αλλά μπορεί να υποτεθεί ότι είναι η εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών. Η Παναγία περίλυπη, επειδή η Πόλη πάσχει, θυμίζει στο βασιλιά ότι πολλές φορές στο παρελθόν μεσίτευσε στο Θεό για να σωθεί η πόλη από επιδρομείς. Όμως, αυτή τη φορά η απόφαση του Θεού είναι αμετάκλητη. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται έρχονται ως επακόλουθο των αμαρτιών του λαού και δεν είναι εφικτό να ανατραπούν. Προτρέπει, λοιπόν, τον αυτοκράτορα να παραδώσει το στέμμα της βασιλείας του για να το φυλάει η ίδια, μέχρι να έλθει άλλος ηγέτης να το παραλάβει. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος υπακούει και καταθέτει το στέμμα και το σκήπτρο του πάνω στην Αγία Τράπεζα. Με δάκρυα ομολογεί την προσωπική του ευθύνη για αυτά που υφίσταται η Πόλη και αποφασίζει να αγωνιστεί μέχρι θανάτου για την υπεράσπισή της. Η μορφή της Παναγίας και των αγγέλων της εξαφανίζονται. Παράλληλα, εξαφανίζονται το στέμμα και το σκήπτρο, τα οποία θα τα φυλάει η Θεοτόκος, μέχρι να παραδοθούν σε κάποιον μελλοντικό βασιλιά.Το κείμενο κλείνει με την περιγραφή του θανάτου του βασιλιά. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του δόθηκε στον σουλτάνο. Σε όλες τις περιγραφές των τελευταίων στιγμών του αυτοκράτορα υπάρχει συμφωνία ως προς το ότι πολέμησε ως απλός στρατιώτης, όπως συμβαίνει και στο παρόν κείμενο. Σε άλλες αναφέρεται ότι ο βασιλιάς σκοτώθηκε, αλλά δεν ήταν εύκολη η αναγνώρισή του. Το γεγονός ότι δεν είναι με σαφήνεια γνωστό τί απέγινε, αποτέλεσε αφορμή για να διαμορφωθούν διάφοροι θρύλοι, ότι δηλαδή κοιμάται και, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα ξυπνήσει για να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Ο λαός, που συγκλονίστηκε ύστερα από την Άλωση, αρεσκόταν να πιστεύει σε τέτοιου είδους δοξασίες, ώστε να διατηρείται ζωντανή η ελπίδα του για την ανακατάληψη της Πόλης.
Ὁ δὲ ἐλεεινὸς βασιλεὺς Κωνσταντῖνος, καθὼς ἐμπῆκαν οἱ Τοῦρκοι τὸ μέρος τοῦ Ἀγίου Ῥωμανοῦ, ἐπεριπάτει ἀπὸ τὰ τείχη καὶ ἔβλεπε διὰ τοὺς ἐχθρούς. Εἶχε καὶ μετ’ αὐτοῦ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας καὶ πρὸς τὸ δεξιὸν μέρος ἦτον ἕνας ναός τῆς Ὑπεραγίας, καὶ θεωρεῖ ὁ βασιλεὺς μίαν βασίλισσαν ὁποῦ ἔρχονταν ἀπὸ ἔξω μὲ πολλοὺς εὐνούχους καὶ ἐμπῆκε μέσα εἰς τὸν ναόν. Ὑπῆγε γοῦν καὶ ὁ βασιλεὺς μὲ τοὺς ἄρχοντας νὰ ἰδοῦν τι βασίλισσα ἦτον ἐκείνη ὁποῦ ἐμπῆκεν εἰς τὸν ναὸν ἐκεῖνον, καὶ ἐμπῆκαν μέσα. Ἡ δὲ βασίλισσα ἄνοιξε τὴν ὡραίαν πύλην καὶ ἐμπῆκε μέσα, καὶ ἐκάθησεν εἰς τὸ ἱερὸν σύνθρονον καὶ ἔδειξε σχῆμα λυπητικόν. Τότε ἄνοιξε τὸ ὑπεράγιον αὐτῆς στόμα καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα·
«Ἀφόντις μοῦ ἐπαράδοσαν ταύτην τὴν ταλαίπωρον Πόλιν, πολλαῖς φοραῖς τὴν ἐγλύτωσα ἀπὸ ὀργαῖς θεϊκαῖς· ἀλλὰ καὶ τώρα ἐπαρακάλεσα τὸν υἱόν μου καὶ θεὸν, καὶ ὅμως ἔγινε ἀπόφασις, ὅτι νὰ παραδοθῆτε εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἀλλοτρίων, διότι αἱ ἀμαρτίαι τοῦ λαοῦ ἄναψαν τὸν θυμὸν τοῦ θεοῦ. Καὶ λοιπὸν ἄφες τὸ στέμμα τῆς βασιλείας ἐδῶ νὰ τὸ φυλάγω, ἕως νὰ εὐδοκήσῃ ὁ θεὸς νὰ ἔλθῃ ἄλλος νὰ τὸ παραλάβῃ, καὶ σὺ ὕπαγε νὰ ἀποθάνῃς, ὅτι ἔτζι ὤρισεν ὁ θεός».
Καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς, ἔγινε περίλυπος, καὶ ἔβγαλε τὸ στέμμα τῆς βασιλείας καὶ τὸ σκῆπτρον ὁποῦ ἐβάστα εἰς τὸ χέρι, καὶ τὰ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὴν ἁγίαν τράπεζαν· καὶ ἐστάθη μετὰ δακρύων καὶ εἶπεν·
«Ὦ δέσποινά μου, ἐπειδή διὰ τὰς ἁμαρτίας μου ἐξεγυμνώθηκα τὴν τιμὴν τῆς βασιλείας καὶ χάνω καὶ τὴν ζωήν μου, ἰδοὺ παραδίδωμι καὶ τὴν ψυχήν μου εἰς χεῖράς σου, καθώς σε ἐπαρέδωκα καὶ τὸ στέφος τῆς βασιλείας».
Τότε ἀπεκρίθη ἡ κυρία τῶν ἀγγέλων·
«Κύριος ὁ θεὸς νὰ ἀναπαύσῃ τὴν ψυχήν σου μετὰ τῶν ἁγίων αὐτοῦ».
Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔβαλε μετάνοιαν, καὶ ὑπῆγε νὰ φιλήσῃ τὸ γόνυ αὐτῆς, καὶ ἐκείνη ἔγινεν ἄφαντος μετὰ τῶν εὐνούχων, οἵτινες ἦσαν οἱ ἄγγελοι. Ἀλλὰ οὐδὲ τὸ στέμμα οὐδὲ τὸ σκῆπτρον εὑρέθησαν ἐκεῖ ὁποῦ τὸ ἄφησε, διότι τὸ ἐπῆρεν ἡ κυρία Θεοτόκος νὰ τὸ φυλάγῃ ἕως οὗ νὰ γένῃ ἔλεος εἰς τὸ ταλαίπωρον γένος τῶν Χριστιανῶν. Ταῦτα ἐξηγήθησάν τινες Χριστιανοὶ ὕστερον, παρόντες ἐκεῖ ὅπου εἶδαν τὸ θαῦμα. Τότε ἐβγῆκε ὁ βασιλεὺς γεγυμνωμένος τῆς βασιλείας, καὶ ὑπῆγε μετὰ τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ, βλέποντες ἀπὸ τὰ τείχη τοὺς ἐχθρούς· καὶ ἐσύναξαν καὶ ἐσυναπαντήθη μὲ μερικοὺς Τούρκους, καὶ, δώσας πόλεμον μετ’ αὐτῶν, ἐνικήθη, καὶ ἔκοψαν αὐτὸν ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ, καὶ ἤφεραν τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐλεεινοῦ βασιλέως εἰς τὸν σουλτάνον καὶ ἐχάρη μεγάλως.
cityculture.gr
γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης**Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΛΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΗΣΤο Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας θρήνος, ανώνυμου συγγραφέα, για την άλωση της Πόλης. Ο χρόνος της συγγραφής του τοποθετείται μετά το 1453. Είναι γραμμένο σε 118 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και σε γλώσσα απλή, όμως με κάποιους αρχαϊσμούς και ιδιωματικά στοιχεία.Ο συγκεκριμένος θρήνος, που είναι αρκετά πρώιμος και με ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, αρχίζει με την αναγγελία της είδησης της Άλωσης μέσα από το διάλογο δύο πλοίων που συναντώνται «στα μέρη της Τενέδου». Ο διάλογος αυτός αναδεικνύει τη συμβολή του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα στην υπεράσπιση της Πόλης.Στην αφήγηση από το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης περιλαμβάνονται τα λόγια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, που ζητά από τους Κρητικούς να του πάρουν το κεφάλι, ώστε να αποφύγει την εξευτελιστική θανάτωση από τους ίδιους τους Τούρκους. Κατόπιν ο ποιητής θρηνεί για τα τραγικά συμβάντα που έλαβαν χώρα στη Βασιλεύουσα, ενώ περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο τις λεηλασίες των Οθωμανών. Ακόμη, επικαλείται τον ουρανό και τη γη να αντιδράσουν στις ανομίες των κατακτητών.Επίσης, γίνεται αναφορά στον Μέγα Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό, οι οποίοι ως ήλιοι έκαναν την Πόλη να λάμψει σαν τη σελήνη. Το ποίημα κλείνει με τη δυσοίωνη έλευση του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. Όπως φαίνεται, σε αντίθεση με τους άλλους θρήνους, εδώ απουσιάζει η ανάλυση των αιτιών της πτώσης της Πόλης και η αναφορά στη δυνατότητα απολύτρωσής της σε μελλοντικό χρόνο.Τοιχογραφία με παράσταση της άλωσης της Πόλης, Μολδαβία, Ι. Μονή της Μολντοβίτσα, 16ος αι.
Ανακάλημα της ΚωνσταντινόποληςΘρήνος, κλαυμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.Τίς το ’πεν; Τίς το μήνυσε; Πότε ’λθεν το μαντάτο;Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδουκαι κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:-«Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»-«Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα ǀ κι εκ το βαρύν το σκότος,ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην∙απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμμέ μαντάτα φέρνωκακά διά τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα:Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην,απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν».-«Στάσου, καράβι, να χαρείς, πάλι να σε ρωτήσω:Εκεί ’λαχε ο βασιλεύς, ο κύρης Κωνσταντίνος,ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσά ανδρειωμένος,ο πράγος, ο καλόλογος, η φήμη των Ρωμαίων;»-«Εκεί ’λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιρασμένος.Σαν είδεν τ’ άνομα σκυλιά κι εχάλασαν τους τοίχουςκι ετρέξασιν κι εμπήκασιν πεζοί και καβαλάροικι εκόπταν τους χριστιανούς ως χόρτο στο λιβάδιν,βαριά βαριά ’ναστέναξεν μετά κλαυθμού και είπε:«Ελέησον! Πράγμα το θωρούν τα δολερά μου μάτια!Πώς έχω μάτια και θωρώ! Πώς έχω φως και βλέπω!Πώς έχω νουν και πορπατώ στον άτυχον τον κόσμον!Θωρώ, οι Τούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόληνκαι τώρα αφανίζουσιν εμέν και τον λαόν μου».Εβίγλισεν ο ταπεινός δεξιά και αριστερά του∙θωρεί, φεύγουν οι Κρητικοί, φεύγουν οι Γενουβήσοι·φεύγουσιν οι Βενέτικοι κι εκείνος απομένει.Ελάλησεν ο ταπεινός με τα καμένα χείλη:-«Εσείς, παιδιά μου, φεύγετε, πάτε να γλυτωθείτε∙κι εμέναν πού μ’ αφήνετε, τον κακομοιρασμένο;Αφήνετέ με στα σκυλιά κι εις του θεριού το στόμα.Κόψετε το κεφάλιν μου, χριστιανοί Ρωμαίοι∙επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτηννα το ιδούν οι Κρητικοί, να καρδιοπονέσουν,να δείρουσι τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυακαι να με μακαρίσουσινǀ ότι ούλους τους αγάπουν∙μηδέν με πιάσουν τα σκυλιά, μηδέν με κυριεύσουν·– ότι ανελεήμονα των ασεβών τα σπλάχνα -,μηδέν με πάν στον αμιρά , το σκύλον Μαχουμέτην,με το θλιμμένον πρόσωπον, με τα θλιμμένα μάτια,με την τρεμούραν την πολλήν, με τα καμένα χείλη·και θέσει πόδαν άτακτο εις τον εμόν αυχένα·– εις βασιλέως τράχηλον δεν πρέπει πους ανόμου -,μη με ρωτήσ’ ο άνομος, να πει: “Πού ’ν’ ο Θεός σου;»,να ρίσει ο σκύλος τα σκυλιά να με κακολογήσουν,να παίξουσιν το στέμμα μου, να βρίσουν την τιμήν μου∙απήν με βασανίσουσιν και τυραννίσουσίν με,να κόψουν το κεφάλιν μου, να μπήξουν εις κοντάριν,να σκίσουν την καρδία μου, να φαν τα σωτικά μου,να πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τουςκαι να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου».Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγεκι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη·κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένηννα πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τουςκαι να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου».Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγεκι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη·κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένηνκαι τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγεις.Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλειςνα βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομιές να κάμνουν,να ποίσου στάβλους εκκλησιές , να καίουν τας εικόνας,να σχίζουν, να καταπατούν τα ’λόχρουσα βαγγέλια,να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν,να παίρνουσιν τ’ ασήμια τους και τα μαργαριτάριακαι των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένανα καίουν, ν’ αφανίζουσιν, στην θάλασσα να ρίπτουν,να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν τωνκαι στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν.Άρχοντες, αρκοντόπουλοι , αρχόντισσες μεγάλες,ευγενικές και φρένιμες, ακριβαναθρεμμένες,ανέγλυτες πανεύφημες , ύπανδρες και χηράδεςκαι καλογριές ευγενικές, παρθένες, ηγουμένες– Άνεμος δεν τους έδιδε, ήλιος ουκ έβλεπέν τες,εψάλλαν, ενεγνώθασι εις τ’ άγια μοναστήρια-ηρπάγησαν ανηλεώς ως καταδικασμένες .Πώς να τες πάρουν στην Τουρκιά, σκλάβες να πουληθούσινκαι να τες διασκορπίσουσιν Ανατολήν και Δύσηνγυμνές και ανυπόλυτες, δαρμένες, πεινασμένες,να βλέπουν βούδια, πρόβατα, άλογα και βουβάλια,παπίτσες, χήνες και έτερα <…>και το βραδύ να μένουσιν με τους μουσουλουμάνουςκαι να τες μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια να γεννούσιν,μουσουλουμάνοι να γενού και σκύλοι ματοπίνοι,να πολεμούν χριστιανούς και να τους αφανίζουν!Μην το πομένεις, ουρανέ, και, γη, μην το βαστάξεις∙ήλιε, σκότασε το φως, σελήνη, μεν τους δώσεις .Είπω και τίποτε μικρόν αλληγορίας λόγον:Ήλιον τάξε νοητόν τον Μέγαν Κωνσταντίνο,σελήνη επονόμασε την νέαν του την Πόλην·μη σου φανεί παράξενο τούτον απού σου λέγω:κόσμο μέγαν τον άνθρωπον Θεός επονομάζει,ον έθετο εις τον μικρόν κόσμον, την πάσα κτίση .Αυτός λοιπόν εκόσμησε ο Μέγας Κωνσταντίνοςτην Πόλην την εξάκουστην, ήν βλέπεις και ακούεις,καθώς την κλήσιν έλαβεν και την επωνυμίαν·Ομοίως Ουστινιανός εκόσμησεν μεγάλως,έκτισεν την Αγιάν Σοφιά, το θέαμαν το μέγα∙παραπλησίον γέγονε Σιών της παναγίας .Εκείνοι ήσαν ήλιος κι η Πόλη ’ν’ η σελήνη.– χωρίς ηλίου πούποτε σελήνη ουδέν λάμπει -,εκείνοι γαρ οι βασιλείς, οι ευσεβείς, οι θείοι ,έλαμπον, εφωτίζασιν την παναγίαν Πόλην,την Δύσην, την Ανατολήν, όλην την οικουμένην.Όταν εις νουν αθυμηθώ της Πόλεως τα κάλλη,στενάζω και οδύρομαι και τύπτω εις το στήθος,κλαίω και χύνω δάκρυα μεθ’ οιμωγής και μόχθου .Ο κόσμος της Αγιάς Σοφιάς, τα πέπλα της τραπέζαςτης παναγίας, της σεπτής , τα καθιερωμένατα σκεύη τα πανάγια και πού να καταντήσαν;Άρα έβλεπεν ο άγγελος, ως ήτον τεταγμένος,όστις και έταξεν ποτέ του πάλαι νεανίσκου;είπεν γαρ «ουκ εξέρχομαι έως ότου να έλθεις»;Ο νεανίας έρχεται, ο άγγελος απήλθεν∙ουχί εκείνος ο ποτέ παίδας των εκτητόρων,αλλ’ άλλος παίδας έφθασε, πρόδρομος Αντιχρίστου,και άγγελοι και άγιοι πλέον ου βοηθούσι.cityculture.gr
Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης
Παναγιώτης Καμπάνης
Λόγος στην Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού
(Άγιος Διάδοχος Φωτικής)
Α’. Ελάτε τώρα οι ιερείς των Ιουδαίων, γιατί είναι ώρα για νικητήριους λόγους. Έλα εδώ εσύ που συγκεντρώνεις τα πλήθη και είσαι και κήρυκας του Χριστού και λέγε και ζωγράφιζε έντονα με την αλήθεια σου πώς οι πρώτοι έδωσαν το αργύριο της κακοβουλίας τους (Ματθ. κη’ 12) στους στρατιώτες, νομίζοντας πως με το ψέμα θα καλύψουν την μη ορατή αλήθεια. Λέγε ακόμη και το πώς τώρα οι λειτουργοί του Χριστού παραδεχόμαστε τον Κύριο, που αναστήθηκε την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς και ανέβηκε στους ουρανούς, και τον αποκαλούμε αδιάκοπα με καύχηση Σωτήρα. Αυτόν, που Τον δέχτηκαν οι ουρανοί, καθώς παρουσιάστηκε σ’ αυτούς με θείο θαύμα, και που η γη, που βαστάζεται από τη θέλησή Του, δεν μπορούσε να Τον βαστάξει. Αυτόν που Τον παρέλαβε φωτεινή νεφέλη εκπληρώνοντας φανερά το περιεχόμενο της προφητείας, και οι Άγγελοι τον συνόδευσαν με ύμνους μέχρι τους πατρικούς θρόνους, κράζοντας ακατάπαυστα: «Ο Κύριος των δυνάμεων, Αυτός είναι ο ένδοξος Βασιλιάς» (Ψαλμ. κγ’ 10). Αυτόν, που ο Ψαλμωδός προβλέποντας την άνοδό Του από τη γη στον ουρανό, φωτιζόμενος από το Άγιο Πνεύμα, έψαλλε: «Ανέβηκε ο Θεός μέσα σε αλαλαγμούς, ανέβηκε ο Κύριος με ήχους σάλπιγγας» (Ψαλμ. μστ’ 6). Γιατί αυτός ο θεόπνευστος προέβλεπε και την ωδή των αγίων Ευαγγελίων (Λουκ. β’ 14).
Β’. Αυτοί όμως που καυχώνται πως έχουν πρόγονο τον πιστότατο Αβραάμ -οι Ιουδαίοι- (Ιω. η’ 33) δεν παραδέχονται ότι ο Σωτήρας όλων μας αναστήθηκε από τους νεκρούς, νομίζοντας οι ταλαίπωροι ότι με ψεύτικη φήμη μολύνουν καθημερινά την ωραιότητα της τόσο μεγάλης αλήθειας («διότι ο λόγος αυτός έχει διαδοθεί μέχρι σήμερα μεταξύ των Ιουδαίων» – Ματθ. κη’ 15). Αυτήν την αλήθεια οι μεν δαίμονες την αναγνώρισαν, οι Ιουδαίοι όμως, που ομολόγησαν ότι υποδέχτηκαν τις εντολές του Θεού, δεν έχουν την πρόθεση να την τιμήσουν ούτε με λόγια, ενώ ο Προφήτης λέει αυτά: «Κύριε, Εσύ που είσαι ο Κύριός μας, πόσο θαυμαστό είναι το όνομά Σου σε όλη τη γη. Γιατί η μεγαλοπρέπειά Σου έχει ανυψωθεί πιο επάνω από τους ουρανούς» (Ψαλμ. η’ 2). Και πάλι λέει: «Υψώσου, Θεέ, επάνω από τους ουρανούς, κι η δόξα Σου ας καλύψει όλη τη γη» (Ψαλμ. νστ’ 5). Αυτά βέβαια δεν θα μπορέσουν με κανέναν τρόπο να τα διαστρέψουν οι σοφιστές της αλήθειας, μ’ όποιον τρόπο κι αν φιλοσοφήσουν το ψέμα του πατέρα τους - διαβόλου - (Ιω. η’ 44). Γιατί ο Κύριος, που ανέβηκε και υψώθηκε επάνω από τους ουρανούς, ανέβηκε στους ουρανούς οπωσδήποτε, αφού πρώτα κατέβηκε στη γη. Γι’ αυτό σε άλλο σημείο ανήγγειλε από πριν ο Προφήτης λέγοντας: «Κύριε, γείρε τους ουρανούς και κατέβα. Άγγιξε τα βουνά και θα βγάλουν καπνό, άναψε την αστραπή και θα τους σκορπίσεις» (Ψαλμ. ρμγ’ 5). Και αυτό το έλεγε, προλέγοντας την καλή είδηση, σ’ αυτούς που ακόμη κάθονταν κάτω από τη σκιά του θανάτου, για τη συντριβή των δυνάμεων του άδη, η οποία, όπως μας διαβεβαιώνουν πολλές μαρτυρίες, πραγματοποιήθηκε από την ταφή και την Ανάσταση του Κυρίου. Γι’ αυτό ακριβώς και σε άλλο πάλι κεφάλαιο έχουμε τον ψαλμωδό να λέει: «Αφού ανέβηκε υψηλά, πήρε τους αιχμαλώτους σε αιχμαλωσία, έδωσε δώρα στους ανθρώπους» (Ψαλμ, ξζ’ 19). Διότι, ο μονογενής Υιός του Θεού, αφού με την Ανάστασή Του πήρε την ανθρωπότητα από την αιχμαλωσία της στον θάνατο και ανέβηκε επάνω στους ουρανούς, ετοίμασε -ως δώρα- όπλα, γι’ αυτούς που θέλουν δικαιοσύνη (γιατί είναι βασιλιάς της δόξας), ασφαλίζοντας με λογικούς θώρακες αυτούς που στρατολογούνται καθημερινά από Αυτόν με τη σφραγίδα της δικαιοσύνης. Διότι Αυτός έπρεπε να συνθέσει, από το στόμα των νηπίων και όσων μικρών θηλάζουν δοξολογία (Ψαλμ, η’ 3), για να αποδοκιμάσει τελείως εκείνους που από υπερηφάνεια νομίζουν ότι είναι τέλειοι. Διότι πραγματικά η ταπείνωση είναι σφραγίδα ευσεβείας. Γι’ αυτό και όσοι δεν πείθονται από την προφητεία που λέει πως διά της Αναστάσεως του Χριστού θα κατασκηνώσουν στο φως των ζώντων, θα μαζέψουν τους καρπούς της ανοησίας τους.Γ’. Εμείς, όμως, αδελφοί, ας μιλήσουμε καλά και πάλι τα λόγια του Ψαλμωδού, για να δούμε με τα πνευματικά μάτια τον Κύριο, που ανέβηκε στους ουρανούς επάνω σε νεφέλη. Ο λόγος με προτρέπει να αποσιωπήσω προσωρινά τη μαρτυρία των Αποστόλων, για να μη θεωρηθεί από τους άφρονες ότι υποστηρίζω τον εαυτό μου, ενώ κάθε λόγος των Αποστόλων επιβεβαιώνεται από την προφητική αλήθεια (Β’ Πέτρ. α’ 19), γιατί αναγνωρίζεται ότι οι λόγοι τους είναι γεννήματα των προφητικών λόγων. Πράγματι, όσα υπαινίχθηκαν οι Προφήτες από πρόγνωση για την ενανθρώπηση του Κυρίου, αυτά τα κήρυξαν οι Απόστολοι από επίγνωση με την έμπνευση του Ιδίου Αγίου Πνεύματος. Διότι λέει «καθώς πλησιάζουν τα έτη θα αναγνωρισθείς, καθώς φτάνει ο καιρός θα αναδειχθείς» (Αββ. γ’ 2). Ας πούμε, λοιπόν, πάλι: «Κύριε, Εσύ που είσαι ο Κύριός μας, πόσο θαυμαστό είναι το ονομά Σου σε όλη τη γη. Γιατί η μεγαλοπρέπειά Σου έχει ανυψωθεί πιο επάνω από τους ουρανούς» (Ψαλμ. η’ 2), για να γνωρίσουμε με σαφήνεια ότι η ενανθρώπηση του Κυρίου και η επάνοδός Του από τη γη στον ουρανό, της οποίας σήμερα γιορτάζουμε τη μνήμη, γέμισε τον κόσμο με τη γνώση του Θεού. Γιατί, όσον καιρό ο Χριστός ήταν επάνω στη γη, οι πολλοί είχαν μικρή ιδέα για το μεγαλείο της δόξας Του. Επειδή όμως ανέβηκε φανερά στους ουρανούς, και εκπλήρωσε όπως έπρεπε όλη τη βούληση του Πατέρα, όλη η κτίση γέμισε θαύμα και γνώση, βλέποντας τον Κύριο των όλων να ανεβαίνει, δηλαδή να αναλαμβάνεται. Γιατί σύμφωνα με την προφητεία σηκώθηκε, δηλαδή υψώθηκε πιο επάνω από όλους τους ουρανούς ως άνθρωπος, και ανέβηκε ως Θεός. Γιατί λέει, «Ανέβηκε ο Θεός μέσα σε αλαλαγμούς, ανέβηκε ο Κύριος με ήχους σάλπιγγας» (Ψαλμ. μστ’ 6).Δ’. Ο Προφήτης ασφαλώς δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτά τα λόγια, εάν δεν είχε προβλέψει την κάθοδό Του, χωρίς να πλανηθεί, με τα μάτια της προγνώσεως. Διότι, πώς θα ήταν επόμενο να πει, «Θεέ, υψώσου επάνω από τους ουρανούς, και η δόξα Σου ας καλύψει όλη τη γη» (Ψαλμ. νστ’ 5), ή επίσης «ανέβηκε ο Θεός μέσα σε αλαλαγμούς» (Ψαλμ. μστ’ 6), εάν ο θεολόγος -Δαβίδ- δεν είχε θεωρήσει με την πρόγνωση του Πνεύματος και την κατάβαση και την ανάβασή Του; Γι’ αυτό, όπως είπα πριν, αλλού λέει ότι υψώθηκε και αλλού ότι ανέβηκε, για να πιστέψουμε ότι ο Ίδιος είναι Θεός και άνθρωπος σε μια υπόσταση. Για μεν τη θεότητα λέει ότι ανέβηκε, για το σώμα όμως λέει πως υψώθηκε, δηλαδή αναλήφθηκε. Λοιπόν, από όλα αυτά πρέπει να εννοήσουμε ότι ο Ίδιος που κατέβηκε είναι και που ανέβηκε επάνω από όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει τα πάντα με την αγαθοσύνη Του και για να υψώσει τελείως τους Αποστόλους Του αφού πρώτα τους ελευθερώσει από τα πάθη της αμαρτίας με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Γιατί τι λέει; «Θεέ, υψώσου επάνω από τους ουρανούς, και η δόξα Σου ας καλύψει όλη τη γη, για να λυτρωθούν οι αγαπητοί Σου» (Ψαλμ. νστ 6, νθ’ 7). Διότι αγαπητοί του Κυρίου στ’ αλήθεια είναι κατά πρώτο λόγο εκείνοι που συμμερίστηκαν καθ’ όλα το Πάθος Του και έγιναν αυτόπτες και κήρυκες της μεγαλειότητάς Του.Ε’. Ώστε, λοιπόν, οι Προφήτες κήρυτταν ένα και τον Ίδιο Κύριο, αλλά δεν συνέχεαν σε μια φύση το σχήμα της σαρκώσεώς Του, όπως τώρα μερικοί - μονοφυσίτες - εισηγούνται. Αυτοί χρησιμοποιούσαν βέβαια τους όρους που αναφέρονται στη θεότητά Του όπως αρμόζει σε Θεό, ενώ ίσους όρους αναφέρονται στο σώμα όπως αρμόζει σε ανθρώπους, για να διδάξουν με σαφήνεια ότι ο Κύριος που ανέβηκε, δηλαδή που υψώθηκε επάνω από τους ουρανούς, ό,τι είναι από τον Πατέρα υπάρχει, ό,τι δε έγινε από την Παρθένο, μένει άνθρωπος, ένας στο πρόσωπο και ένας στην υπόσταση. Γιατί ο ασώματος Υιός του Θεού αφού μορφοποίησε τον εαυτό Του όταν προσέλαβε σάρκα, ανέβηκε γι’ αυτό φανερά, εκεί από όπου κατέβηκε αφανώς και σαρκώθηκε. Γι’ αυτό αναλήφθηκε με δόξα και Τον πίστεψαν εξ αιτίας της δυνάμεώς Του και Τον προσμένουν πάλι με φόβο να πάρει στην κάθοδό Του ως προφητική υπηρέτρια τη νεφέλη (Λουκ. κα’ 27). Γιατί και τότε, προείπαν οι Προφήτες, ότι θα Τον υπηρετήσει νεφέλη, για να φανεί πάλι να βαστάξει τον Κύριο που έχει σώμα μια υλική και ελαφρή ουσία. Διότι βέβαια, όπως είπα, ο Κύριος βαστάζει τα σύμπαντα με τη βούλησή Του ως Θεός, από τη νεφέλη όμως θα βασταχθεί επίσης ως άνθρωπος, ώστε ο Κύριος που αγαπά τις ψυχές μας να μη αρνηθεί ούτε και τότε τους νόμους της φύσεως την οποία προσέλαβε.ΣΤ’. Γι’ αυτό ακριβώς και ο θεσπέσιος Παύλος (Α’ Θεσ. δ’ 17) μας δίδαξε επιπλέον ότι και οι άγιοι θα αρπαχθούν μέσα σε νεφέλες, όταν θα έρχεται ο Κύριος που περιμένουμε επάνω σε νεφέλη. Διότι, ό,τι αρμόζει στον Θεό που σαρκώθηκε εξ αιτίας του σώματός Του, αυτό θα συμβεί και σ’ εκείνους που εξ αιτίας της πλούσιας Χάρης Του θα θεωθούν, αφού ο Θεός φιλοτιμήθηκε να κάνει θεούς τους ανθρώπους. Λοιπόν, κανένας, αδελφοί, να μη υποθέτει ότι η πυκνότητα της φύσεως του ανθρώπου, την οποία προσέλαβε κατ’ ουσία ο άγιος Λόγος του Θεού, όπως αναγνωρίζεται, έχει αλλοιωθεί από τη λάμψη της θείας και ένδοξης ουσίας Του, σύμφωνα με την αλήθεια για τις δύο φύσεις που υπάρχουν σ’ Αυτόν αχώριστα. Διότι ο ένδοξος Υιός του Θεού δεν σαρκώθηκε για να πλανήσει το πλάσμα Του, αλλά για να αφανίσει τελείως με την κοινωνία μαζί του την έξη που μέσα στον άνθρωπο έσπειρε το φίδι (δηλαδή ο διάβολος). Ώστε η σάρκωση του Λόγου άλλαξε την έξη και όχι τη φύση, ώστε να ξεντυθούμε τη μνήμη του κακού και να ντυθούμε την αγάπη του Θεού, όχι με το να αλλάξουμε σε κάτι που δεν ήμασταν, αλλά να ανανεωθούμε με δόξα σε κάτι που ήμασταν, με την αλλαγή.Σ’ Αυτόν, λοιπόν, ανήκει η δοξολογία και το κράτος, σ’ Αυτόν που κατέβηκε από τους ουρανούς χωρίς να φαίνεται και ανέβηκε φανερά στους ουρανούς, σ’ Αυτόν που υπάρχει πριν από όλους τους αιώνες και τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.(P.G. 65,1141-1148)(Απόσπασμα από το βιβλίο “Από την Ανάσταση του Χριστού στην Πεντηκοστή”, Μετάφραση: Γεώργιος Β. Μαυρομάτης, Εκδόσεις “Αρμός”)
Tης ΑναλήψεωςΤην Πέμπτη της έκτης Εβδομάδας από το Πάσχα εορτάζουμε την ανάληψη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.Όταν ακόμη ο Χριστός ήταν με τους μαθητές, πριν από το πάθος, τους υποσχέθηκε την παρουσία του παναγίου Πνεύματος λέγοντας: «Σας συμφέρει να φύγω· διότι αν εγώ δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έρθει» (Ιω. 16:7), και: «Όταν έρθει Εκείνος, θα σας διδάξει όλη την αλήθεια» (Ιω. 16:13).
Γι’ αυτό, μετά την εκ νεκρών ανάσταση, ο Χριστός για σαράντα μέρες εμφανιζόταν στους μαθητές, όχι πάντοτε, αλλά με διαλείμματα, τρώγοντας και πίνοντας μαζί τους, κάνοντας έτσι την ανάσταση βεβαιότερη.
Την τελευταία φορά, αφού τους είπε πολλά για τη βασιλεία του Θεού, τους παράγγειλε να μην απομακρυνθούν από την Ιερουσαλήμ, αλλά παραμένοντας εκεί, να περιμένουν την έλευση του παναγίου Πνεύματος, για να βαπτιστούν και απ’ Αυτό -διότι μόνο με νερό είχαν βαπτιστεί προηγουμένως από τον Ιωάννη (αν και αργότερα ο Επιφάνιος Κύπρου εξιστόρησε ότι ο Ιωάννης ο Θεολόγος βάπτισε την Θεοτόκο, και ο Πέτρος με τον Ιωάννη πάλι βάπτισαν τους υπόλοιπους αποστόλους).
Τους παράγγειλε να παραμείνουν στην Ιερουσαλήμ, για να στερεωθεί πρώτα εκεί το κήρυγμα του Ευαγγελίου, μήπως πηγαίνοντας σε ξένους τόπους, εύκολα θα μπορούσαν να κατηγορηθούν, και διότι έπρεπε, όπως ακριβώς οι στρατιώτες, από εδώ να προετοιμαστούν με τα όπλα του Πνεύματος, και έτσι να προχωρήσουν σε μάχη με τους εχθρούς του Χριστού.
Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός της αναλήψεως, ο Χριστός έβγαλε τους μαθητές στο Όρος των Ελαιών -που ονομάζεται έτσι γιατί ήταν κατάφυτο από πολλές ελιές- και μιλώντας τους για την κήρυξή Του από αυτούς στα πέρατα του κόσμου και για την ακατάλυτη μελλοντική βασιλεία Του, και επειδή έβλεπε ότι κι εκείνοι ήθελαν να κάνουν ερωτήσεις, και ενώ ήταν παρούσα εκεί και η άχραντη Μητέρα Του, έφερε μπροστά τους αγγέλους που θα τους έδειχναν την άνοδό Του στους ουρανούς.
Και ενώ οι μαθητές έβλεπαν, άρχισε να ανεβαίνει από ανάμεσά τους, και μια νεφέλη Τον παρέλαβε. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, υποβασταζόμενος από τους αγγέλους, που ο ένας παρακινούσε τον άλλον να ανοίξουν τις ουράνιες θύρες και ήταν κατάπληκτοι βλέποντάς Τον να έχει σάρκα και αίμα, ο Χριστός ανέβηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα, και μ’ αυτό τον τρόπο θέωσε τη σάρκα Του, και τολμώ να πω, την έκανε ομόθεη, με την οποία εμείς οι άνθρωποι συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό, αφού διαλύθηκε η αρχαία έχθρα.
Τότε παρουσιάστηκαν άγγελοι, με τη μορφή ανδρών, και έλεγαν στους αποστόλους: «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι στέκεστε κατάπληκτοι και κοιτάζετε στον ουρανό; Αυτός ο Ιησούς, τον οποίο βλέπετε με σάρκα Θεό, έτσι θα έρθει πάλι, δηλαδή με σάρκα. Αλλά όχι όπως προηγουμένως φτωχός και αθόρυβα, αλλά με μεγάλη δόξα, καθώς τώρα τον βλέπετε να υποβαστάζεται από αγγέλους».
Οι απόστολοι, όταν απέκαμαν να κοιτάζουν ψηλά, έφυγαν από το Όρος των Ελαιών. Αυτό είναι πολύ κοντά στην Ιερουσαλήμ, απέχει απ’ αυτήν δύο χιλιάδες σαράντα βήματα. Αυτή η απόσταση είναι η “οδός του Σαββάτου”.
Έτσι είχε νομοθετήσει ο Μωυσής, τόσα βήματα να περπατούν το Σάββατο. Διότι ακριβώς και η Σκηνή του μαρτυρίου τόσα βήματα απείχε από το στρατόπεδο των Ιουδαίων στην έρημο. Γιατί επιτρεπόταν να πηγαίνουν εκεί και το Σάββατο για προσκύνηση και να μην προχωρούν περισσότερο. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε “οδός Σαββάτου”.
Από εδώ, μερικοί υποθέτουν ότι και η ανάληψη του Χριστού έγινε Σάββατο, το οποίο όμως είναι απίθανο.
Αφού λοιπόν οι απόστολοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, ανέβηκαν στο υπερώο, στο οποίο έμεναν μαζί με τις μυροφόρες γυναίκες και τη Μητέρα του Λόγου, ζώντας με νηστεία, προσευχή και δεήσεις και περιμένοντας την επιφοίτηση του παναγίου Πνεύματος, όπως τους είχε υποσχεθεί ο Κύριος.Ο αναληφθείς εν δόξη, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Πεντηκοσταρίου.
Πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ της Ἀναλήψεως διαβάζεται ἡ Ἐνάτη Ὥρα τοῦ Πάσχα. Μετὰ τὸ «Εὐλογητός», τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν» καὶ συνεχίζεται ἡ Ἀκολουθία τῆς Ἐνάτης Ὥρας ποὺ διαβάζεται τρεῖς φορές.
Μετὰ τὴν Θ΄ ὥρα εδώ τοῦ Πάσχα ὁ ἱερεὺς λαμβάνει τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸν εὐρισκόμενον ἔμπροσθέν του τέμπλου ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς ἀποκαθηλώσεως καὶ φέρει αὐτόν, προπορευομένου θυμιατοῦ ὄπισθέν της Ἁγίας Τραπέζης, ἐν ὢ θέτει τὸν Ἐσταυρωμένον ὡς ἦτο πρὸ τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Ἔπειτα θυμιατίζει εὐλαβῶς τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπιταφίου, τὴν εὐρισκομένην ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ἀσπασθεῖς περιτυλίσσει αὐτὴν καὶ ἐναποθέτει εἰς τὴν οἰκείαν αὐτῆς θέσιν. Ἐπίσης ἀντιστρέφει τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον τὸ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης διὰ νὰ φαίνεται ἡ εἰκὼν τῆς Σταυρώσεως.
28 Μαΐου
Ο άγιος Γερμανός, επίσκοπος ΠαρισίωνΟ άγιος πατήρ ημών Γερμανός γεννήθηκε τον 6ο αιώνα στο Ωτέν. Μετά τις σπουδές του αποσύρθηκε σε έναν συγγενή του και επί δεκαπέντε χρόνια διήγε μαζί του βίο θεάρεστο, με άσκηση, προσευχή και ύμνους. Καθώς η ευωδία των αρετών του απλώθηκε στην περιοχή, ο επίσκοπος του Ωτέν τον χειροτόνησε πρεσβύτερο (530), εν συνεχεία δε ο διάδοχος εκείνου του ανέθεσε την ηγουμενία της Μονής του αγίου Συμφοριανού. Η αυστηρότητά του τον έφερνε ενίοτε σε αντίθεση με τον επίσκοπο, γεγονός που του κόστισε μάλιστα μία φορά την φυλάκισή του. Η πόρτα της φυλακής άνοιξε από μόνη της, αλλά ο άγιος δεν δέχθηκε να διαβεί το κατώφλι, παρά μόνο αφού έλαβε εντολή.Περί το 555, κλήθηκε στο Παρίσι από τον βασιλιά Χιλδεβέρτο και ορίσθηκε να χειροτονηθεί επίσκοπος της πόλεως. Στο νέο του αυτό αξίωμα, ο ταπεινός Γερμανός δεν άλλαξε στο παραμικρό την αυστηρότητα του βίου του, ούτε την ενδυμασία του. Μέχρι την τελευτή του, παρέμεινε μοναχός και ασκητής, προσθέτοντας στην τάση του προς την ευαγγελική τελειότητα την μέριμνα για την σωτηρία του λαού του τον οποίο παραινούσε ακαταπόνητα.
Το κήρυγμά του έβρισκε στήριγμα περίλαμπρο στην δωρεά των θαυμάτων, την οποία ο Θεός του είχε επιδαψιλεύσει. Θεράπευε πολλούς ανήμπορους και ασθενείς και ελευθέρωνε τους δαιμονιζομένους, τους οποίους κρατούσε πολλές ημέρες κοντά του, προκειμένου να προσεύχεται γι’ αυτούς. Καθώς η φήμη του ως θαυματουργού εξαπλώθηκε, χρησιμοποιούνταν κάθε αντικείμενο που είχε ευλογήσει ή αγγίξει, για να αποσταλεί σε όσους δοκιμάζονταν, και με την χάρη του Θεού εκείνοι λυτρώνονταν από τα δεινά τους.
Δεν έπαυε στιγμή τις ελεημοσύνες και αφιέρωνε σε αυτές το μεγαλύτερο μέρος των πόρων της Εκκλησίας του, όταν δε αυτοί δεν επαρκούσαν, προσέφευγε στον βασιλιά Χιλδεβέρτο, ο οποίος έτρεφε μεγάλο θαυμασμό στο πρόσωπό του από τότε που ο άγιος τον είχε θεραπεύσει από βαρειά ασθένεια. Η ευσπλαχνία του αγίου Γερμανού απευθυνόταν αδιακρίτως σε όλους, καλούς και κακούς· και όταν ήταν στο χέρι του, φρόντιζε να αποφυλακίζονται οι κρατούμενοι και να απελευθερώνονται οι σκλάβοι κάθε εθνικότητας.
Στο πρόσωπό του οι χριστιανοί του Παρισιού πίστευαν ότι αναβίωνε ο άγιος Διονύσιος, ο πολιούχος τους [9 Οκτ.]. Ενεθάρρυνε την τιμή των τοπικών αγίων και έδειχνε ιδιαίτερη μέριμνα για το κάλλος και την μεγαλοπρέπεια των ιερών Ακολουθιών. Εκτιμάται ότι αρκετές από τις ιδιαιτερότητες της τότε Λειτουργίας των Γαλατών οφείλονταν στην δική του επιρροή.
Με την υποστήριξη του βασιλιά, ίδρυσε μονή αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό και στον άγιο Βικέντιο, η οποία έκτοτε είναι γνωστή με το όνομα Σαν Ζερμαίν ντε Πρε. Φρόντισε να έλθουν μοναχοί από την Μονή του αγίου Συμφοριανού, προκειμένου να επιβλέψουν στην τήρηση του δικού τους Τυπικού, που προερχόταν από την Μονή του Λερίνου.
Τέλειος γνώστης της εκκλησιαστικής παραδόσεως, ο άγιος Γερμανός επαγρυπνούσε για την ειρήνη και την ενότητα της Εκκλησίας των Γαλατών. Η συνεισφορά του ήταν μεγάλη στην Σύνοδο της Τουρώνης (566), συνεκάλεσε δε δύο συνόδους στο Παρίσι (557, 573).
Μετά τον θάνατο του Χιλδεβέρτου (558), το Παρίσι έγινε η πρωτεύουσα του ενωμένου βασιλείου του Κλοταίρου, ο οποίος επέδειξε στον άγιο επίσκοπο τον ίδιο σεβασμό όπως ο αδελφός του, χάρη στην επιρροή της συζύγου του, αγίας Ραδεγόνδης [13 Αυγ.]. Όταν η βασίλισσα αποφάσισε να γίνει μοναχή στην Μονή του Τιμίου Σταυρού, που είχε ιδρύσει στο Πουατιέ, ο άγιος Γερμανός ικέτευσε τον βασιλιά να μην βάλει εμπόδια στην κλήση της, και κατόπιν διατήρησε μαζί της σταθερή σχέση πνευματικής πατρότητος.
Στο τέλος της σύντομης βασιλείας του Κλοταίρου (561), το βασίλειο χωρίστηκε πάλι ανάμεσα στους τέσσερεις ανηψιούς του: Χαριβέρτο, Γκοντράν, Σιγεβέρτο και Χιλπέριχο. Ο Χαριβέρτος, βασιλιάς των Παρισίων, ήταν άνθρωπος ασεβής και διεστραμμένος, λεηλατούσε τους ναούς και είχε παντρευτεί δύο αδελφές. Περιφρόνησε τον αφορισμό του από τον άγιο αλλά, λίγο αργότερα, βρήκε τον θάνατο, όπως και η μία από τις συζύγους του.
Ο άγιος Γερμανός προσπάθησε, ματαίως, να συμφιλιώσει την Βρουνχίλδη, σύζυγο του Σιγεβέρτου, και την Φρεδεγούνδη, σύζυγο του Χιλπέριχου. Μετά την δολοφονία της αδελφής της Βρουνχίλδης, με την υποκίνηση της Φρεδεγούνδης (575), ο Σιγεβέρτος κήρυξε πόλεμο στον Χιλπέριχο. Περνώντας από το Παρίσι, συνάντησε εκεί τον άγιο επίσκοπο, ο οποίος προσπάθησε να τον αποτρέψει από το σχέδιο εκδίκησης που έτρεφε λέγοντάς του: «Αν ανοίξεις λάκκο για τον αδελφό σου, θα πέσεις ο ίδιος μέσα». Ο Σιγεβέρτος αγνόησε την συμβουλή αυτή και πέθανε δολοφονημένος.Αφού για πολλά χρόνια υπήρξε πρωτεργάτης της ειρήνης και υποδειγματικός ποιμένας, ο άγιος Γερμανός εκοιμήθη εν Κυρίω στις 28 Μαΐου 576 και ενταφιάσθηκε στην εκκλησία της μονής του στο Παρίσι.
Στην μεγάλη πυρκαγιά που αφάνισε το Παρίσι το 585, εμφανίσθηκε για να ελευθερώσει τους φυλακισμένους που κατέφυγαν αμέσως στον τάφο του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, παρέμεινε ένας από τους πλέον τιμώμενους αγίους, τόσο στο Παρίσι και την Γαλατία όσο και στην υπόλοιπη λατινική Εκκλησία.
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τόμος 9ος, Μάιος, Ίνδικτος
Διονυσίου Ἀνατολικιώτου
δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,
πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας
symbole@mail.com
῾Η «ἀπόδοσις τοῦ Πάσχα»
῾Υπάρχει ἕνα σημεῖο σχετικῶς μὲ τὴν λεγομένη σήμερον «ἀπόδοσιν τοῦ Πάσχα», ποὺ πρέπει νὰ τονισθῇ ἰδιαιτέρως. Τὸ Πάσχα δὲν ἔχει ἀπόδοσιν! ῞Ολες οἱ δεσποτικὲς καὶ θεομητορικὲς ἑορτὲς τῆς ἐκκλησίας ἀποδίδονται λίγες ἡμέρες μετά· ἐξαιρεῖται ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Γι᾿ αὐτὸ ἡ κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ ὀνομάζεται ἐπίσης κυριακὴ τοῦ ἀντίπασχα καὶ νέα κυριακὴ καὶ εἶναι ὁ ἐγκαινισμὸς τῆς καθ᾿ ἑκάστην κυριακὴν ἀνακυκλουμένης ἑορτῆς τῆς τοῦ Κυρίου ἀναστάσεως. ῾Εορτὴ καθ᾿ ἑβδομάδα ἀνακυκλουμένη δὲν ἔχει ἀπόδοσιν. ῾Εκάστη κυριακὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀφιερωμένη εἰς τὴν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ εἶναι ἐπανάληψις ἢ καλλίτερον συνέχεια καὶ ἀνακύκλησις καὶ διαιώνισις τῆς μιᾶς καὶ αἰωνίου ἑορτῆς τῶν ἑορτῶν, τοῦ ἁγίου Πάσχα, τὸ ὁποῖον μέχρι σήμερον κατ᾿ οὐσίαν παραμένει ἡ μοναδικὴ ἑορτὴ τῆς ἐκκλησίας· διότι ὅλες οἱ ἄλλες ἑορτὲς ἑορτάζονται διὰ τοῦ Πάσχα (=τῆς θείας λειτουργίας).
Αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζομεν ἀπόδοσιν τοῦ Πάσχα εἶναι περισσότερον τεχνικὸς ὅρος καὶ ὄχι πραγματικὴ ἀπόδοσις. Στὰ ἀρχαῖα τυπικὰ ὀνομάζεται ἀκριβέστερον «ἀπόδοσις τοῦ Χριστὸς ἀνέστη». Δηλαδὴ πρόκειται γιὰ ἀπόδοσιν ὄχι τῆς ἑορτῆς ἀλλὰ τῶν εἰδικῶν πασχαλίων ὕμνων, καὶ σηματοδοτεῖ τὴν ἀλλαγὴ τῆς ἀναστασίμου ὑμνογραφίας μὲ τὰ ἀναστάσιμα ἑκάστου ἤχου εἰς ἑκάστην κυριακήν. ῾Επομένως αὐτὴ ἡ «ἀπόδοσις» ἁπλῶς σημαίνει ὅτι σταματοῦμε νὰ ψέλνουμε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ὄχι ὅτι σταματοῦμε νὰ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα!
᾿Αρχικῶς μάλιστα αὐτὴ ἡ «ἀπόδοσις» (παῦσις τῶν ὕμνων) γινόταν τὸ σάββατον τῆς διακαινησίμου (μὲ τὰ ἀναστάσιμα τοῦ πλ. δ΄ φυσικὰ καὶ ὄχι τοῦ α΄ ἤχου). Γι᾿ αὐτὸ μέχρι σήμερον στὴν κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ οὔτε τὸ «᾿Αναστάσεως ἡμέρα» ψάλλεται οὔτε τὰ στιχηρὰ «Πάσχα ἱερὸν» οὔτε στὴν λειτουργία «Φωτίζου, φωτίζου» οὔτε κοινωνικὸν «Σῶμα Χριστοῦ». ᾿Αργότερα παρατάθηκε ἡ χρῆσις τῶν εἰδικῶν πασχαλίων ὕμνων ἐπὶ τεσσαρακονθήμερον, ὁπότε μεταφέρθηκε ἡ «ἀπόδοσις» στὶς 40 ἡμέρες καὶ δημιούργησε τὴν τάξι ποὺ γνωρίζουμε σήμερα.
῾Η ἑορτὴ τῆς ᾿Αναλήψεως
Εἶναι δυστυχῶς ἀλήθεια ὅτι σήμερα συχνὰ ὑποτιμᾶται στὴν συνείδησι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἡ ἑορτὴ τῆς ᾿Αναλήψεως, ἰδίως ἂν τὴν προσεγγίζουμε ξεκομμένη ἀπὸ τὸ ἀναστάσιμο πλαίσιό της. Σὲ κάποιες περιπτώσεις ἡ ᾿Ανάληψις τοῦ Κυρίου ἀντιμετωπίζεται ἀκόμη καὶ μὲ κάποια ἀδιαφορία.
῞Οταν τὸ κριτήριο δὲν εἶναι ἡ λειτουργικὴ καὶ θεολογικὴ παράδοσις τῆς ἐκκλησίας, τότε δὲν μεταδίδεται ὀρθὸ λειτουργικὸ φρόνημα στὸ ποίμνιο. Δογματικὴ γνῶσις, συνειδητὸς χριστιανός, ὀρθὴ θεολογικὴ τοποθέτησις, λειτουργικὴ ζωὴ καὶ ἐκκλησιαστικὸν τυπικὸν εἶναι πράγματα ἀρρήκτως συνδεδεμένα, ἀλληλοεπηρεαζόμενα καὶ ἀλληλοπεριχωρούμενα. Δανείζομαι τὰ λόγια τοῦ Σμέμαν· «...οἱ ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας μας δὲν τελοῦνται πλέον γιὰ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκαν, δηλαδὴ γιὰ τὴν κάλυψι τῶν συγκεκριμένων ποιμαντικῶν ἀναγκῶν, καὶ συνεπείᾳ τούτου δὲν “βιώνονται” ὅπως θὰ ἔπρεπε. Ἔχει ἀλλοιωθῆ τὸ νόημά των, ἔχει λησμονηθῆ ὁ σκοπὸς τελέσεώς των μὲ ἀποτέλεσμα τὶς καταχρηστικὲς ἐνέργειες ποὺ παρατηροῦνται στὴν σημερινὴ κατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας».
Ἔτσι καταλήγουμε στὸ νὰ μὴν ξέρουμε γιατί γιορτάζουμε τὴν ᾿Ανάληψι καὶ τί σημασία ἔχει αὐτὴ ἡ γιορτή, οὔτε τὴν θεωροῦμε πολὺ σημαντική, διότι δὲν συνειδητοποιοῦμε τὸν ἀναστάσιμο χαρακτῆρά της. Γι᾿ αὐτὸ ἐνίοτε διατυπώνονται θέσεις ὅπως ὅτι «καλῶς ἢ κακῶς ἐξαίρεται ἡ ἀπόδοσις τοῦ Πάσχα καὶ αὐτὸ ἰσχύει σήμερα· ἄλλωστε ἡ ᾿Ανάστασις εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα»· ἢ ὅτι «στὴν συνείδησι τοῦ πληρώματος ἡ ᾿Ανάστασις προηγεῖται τῆς ᾿Αναλήψεως». Αὐτὸν τὸν ἔντονο διαχωρισμὸ μεταξὺ ᾿Αναστάσεως καὶ ᾿Αναλήψεως τοῦ Κυρίου τὸν θεωρῶ σχολαστικισμὸν ἀντιπαραδοσιακόν. Γι᾿ αὐτὸ στὴν συνέχεια προσάγω 12 ἀποδείξεις τοῦ ἀναστασίμου χαρακτῆρος τῆς ἑορτῆς τῆς ᾿Αναλήψεως. Μόνον 12 ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ὑπάρχουν.
1. Τὸ πρῶτον κάθισμα τῆς κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς λέγει·
«Τὴν μεθέορτον, πιστοί, καὶ τελευταίαν ἑορτήν,ἑορτάσωμεν φαιδρῶς, αὕτη ἐστὶ Πεντηκοστή».
Ἂν ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι μεθέορτος τῆς ᾿Αναστάσεως, τότε δὲν εἶναι καὶ ἡ ᾿Ανάληψις; ῞Ολες οἱ ἑορτὲς τοῦ πεντηκοσταρίου εἶναι κατ᾿ οὐσίαν ἀναστάσιμες, ἔχουν ἕναν ἀναστάσιμον χαρακτῆρα. ῾Η δὲ ᾿Ανάληψις εἶναι κατ᾿ οὐσίαν καὶ αὐτὴ ᾿Ανάστασις ὡς ἀρρήκτως συνδεδεμένη μὲ τὴν ᾿Ανάστασιν καὶ ἀποτέλεσμα καὶ ὁλοκλήρωσις αὐτῆς· διότι ἡ διὰ τῆς ἀναστάσεως σωτηρία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὁλοκληροῦται μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἀναλήψεως. ῾Η δὲ ὑμνολογία τῆς ἡμέρας ἀποδεικνύει τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς (τὴν ἀναστάσιμον θεώρησιν τῆς ᾿Αναλήψεως), ὅπως φαίνεται ἐν συνεχείᾳ.
2. Τὸ 3ον στιχηρὸν τῶν κεκραγαρίων τοῦ ἑσπερινοῦ λέγει· «τιμῶμεν τὴν ᾿Ανάστασιν, τὴν ἔνδοξον ᾿Ανάληψιν δοξάζοντες». ᾿Απὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἑσπερινοῦ φροντίζει λοιπὸν ἡ ἐκκλησία νὰ ἐξηγῇ τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς ταύτης. Δείχνει ἡ ὑμνολογία πόσον στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν ᾿Ανάστασιν εἶναι ἡ ᾿Ανάληψις· εἶναι φυσικὸν ἐπακόλουθον τῆς ᾿Αναστάσεως· ἀποτελοῦν οἱ δύο ἑορτὲς μίαν ἄρρηκτον ἑνότητα. ῾Ο διαχωρισμὸς ᾿Αναστάσεως καὶ ᾿Αναλήψεως ὡς πρὸς τὴν σημασίαν καὶ διδασκαλίαν εἶναι σχολαστικισμὸς ἀβάσιμος. ῾Η ἄγνοια τῆς ὑπάρξεως καὶ σημασίας τῆς ᾿Αναλήψεως εἶναι δείκτης τῆς ἀποστασιοποίησεώς μας ἀπὸ τὸ γνήσιον ὀρθόδοξον φρόνημα καὶ βίωμα, τὸ ὁποῖον εἶναι ἐν πολλοῖς λειτουργικὸν βίωμα. Εἶναι ἐπίσης καὶ δείκτης τῶν ποιμαντικῶν ἐλλείψεων τῆς σημερινῆς ἐκκλησίας εἰς τὰ θέματα τῆς κατηχήσεως, τῆς δογματικῆς καταρτίσεως καὶ τῆς ἀναπτύξεως λειτουργικοῦ φρονήματος εἰς τὸ ποίμνιον.
«Τιμῶμεν τὴν ᾿Ανάστασιν, τὴν ἔνδοξον ᾿Ανάληψιν δοξάζοντες». Ἄρα οἱ ὑποτιμῶντες τὴν ᾿Ανάληψιν δὲν τιμοῦν τὴν ᾿Ανάστασιν, ὅπως ἴσως νομίζουν. Δὲν πρόκειται λοιπὸν γιὰ τὴν τήρησι ψυχρῶν καὶ ξηρῶν καὶ ἀνουσίων τύπων, ἀλλὰ γιὰ τὴν κατανόησιν καὶ βίωσιν οὐσιώδους ζητήματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, θεολογίας καὶ λατρείας, ἡ ὁποία πραγματώνεται μέσῳ τῶν τυπικῶν διατάξεων.
3. Εἰς τὸ 1ον ἰδιόμελον τῶν ἀποστίχων ἑσπερινοῦ· «...ἐκ νεκρῶν ἀνέστης, πατήσας τὸν θάνατον, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ...»
4. Εἰς τὸ κάθισμα τοῦ πολυελέου τῇ πέμπτῃ πρωί· «...καὶ τὴν κάτω κειμένην ἐν τῇ τοῦ ᾅδου φρουρᾷ, συναναστήσας ὡς Θεός...»
5. Κανὼν β΄ τῆς ἀναλήψεως, 1η ᾠδή, 1ον τροπάριον· «᾿Ανέστης τριήμερος, ὁ κατὰ φύσιν ἀθάνατος...»
6. β΄ κανών, 4η ᾠδή, 3ον τροπάριον· «Λύσας κράτος τοῦ θανάτου, ὡς ἀθάνατος Κύριος...»
7. α΄ κανών, 9η ᾠδή, 4ον τροπάριον· «Σὲ τὸν καταβάντα ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, καὶ τὸν ἄνθρωπον σώσαντα, καὶ τῇ ἀναβάσει σου ἀνυψώσαντα, τοῦτον μεγαλύνομεν».
8. Εἰς τὸ δοξαστικὸν τῶν αἴνων· «...ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐκ νεκρῶν ἀνέστης, πατήσας τὸν θάνατον...
Οἱ τέσσερις τελευταῖες ἀποδείξεις θεωρῶ ὅτι εἶναι καὶ οἱ σημαντικώτερες, διότι ἀναφέρονται εἰς τὰ ἀναγνώσματα τῆς ἑορτῆς.
9. Τὸ εὐαγγέλιον τοῦ ὄρθρου εἶναι ἀναστάσιμον· εἶναι αὐτούσιον τὸ γ΄ ἑωθινὸν εὐαγγέλιον τῶν κυριακῶν, τὸ ὁποῖον ἔχει 12 ἐδάφια· τὰ 10 μιλοῦν διὰ τὴν ἀνάστασιν, καὶ μόνον τὸ ἓν διὰ τὴν ἀνάληψιν.
10. ᾿Αφοῦ ἀνεγνώσθη εἰς τὸν ὄρθρον ἀναστάσιμον εὐαγγέλιον, ἀμέσως μετὰ τί ἐπακολουθεῖ; Τί λέγει ὁ ἀναγνώστης; «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τὸν μόνον ἀναμάρτητον...»
11. ᾿Αλλὰ καὶ εἰς τὴν λειτουργίαν μήπως τὸ ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς εἶναι ὁ ἀπόστολος ποὺ διαβάστηκε καὶ ἀνήμερα τὸ Πάσχα; Ναί, πράγματι, ὁ ἴδιος ἀπόστολος εἶναι, ἐπηυξημένος τώρα κατὰ μίαν παράγραφον, ὥστε νὰ περιλαμβάνει καὶ τὰ περὶ τῆς ᾿Αναλήψεως.
12. Τέλος καὶ τὸ εὐαγγελικὸν ἀνάγνωσμα τῆς λειτουργίας πάλιν ἀναστάσιμον εἶναι· αὐτούσιον τὸ 6ον ἑωθινόν. Ἔχει 19 ἐδάφια, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ 17 ὁμιλοῦν διὰ τὴν ᾿Ανάστασιν καὶ μόνον ἓν διὰ τὴν ᾿Ανάληψιν.
Τόσον ἀρρήκτως συνδεδεμένες εἶναι οἱ ἑορτὲς τῆς ᾿Αναστάσεως καὶ τῆς ᾿Αναλήψεως κατὰ τὴν παράδοσιν καὶ διδασκαλίαν τῆς ἐκκλησίας. Καὶ δὲν ἀναφέρομαι ἐδῶ στὴν δογματικὴ διδασκαλία τῶν ὕμνων τῆς ᾿Αναλήψεως καὶ στὸ ἀντιαιρετικό τους περιεχόμενο καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα καίρια καὶ ὠφέλιμα.
᾿Εκκλησιαστικὸς ἑορτασμός
᾿Επειδὴ ποτὲ δὲν «χορταίνουμε» τὴν ἀκολουθία τῆς ᾿Αναστάσεως, καὶ ἐπειδὴ πάντοτε αἰσθανόμαστε ὅτι δὲν «χαρήκαμε» τὴν ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν ὅσο ἔπρεπε, καὶ ἐπειδὴ ἔχουμε ἐπίγνωσι ὅτι, ὅσο καὶ νὰ ἀνυμνήσουμε τὸν ἀναστάντα Κύριον, εἶναι ἐλάχιστα καὶ εὐτελῆ καὶ λειψὰ ὅσα κάνουμε, διὰ τοῦτο καὶ κάθε κυριακὴ «τὴν ᾿Ανάστασιν ἑορτάζομεν καὶ τὸ αἰώνιον Πάσχα ἀνυμνοῦμεν»!! Τὸ καταλαβαίνουμε αὐτό; ῾Οπότε ἂς μὴν περικόπτωμεν αὐθαιρέτως τοὺς ἀναστασίμους ὕμνους ἑκάστης κυριακῆς ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου καὶ χωρὶς σεβασμὸ στὸ λειτουργικὸ τυπικό. Νὰ μὴ σπεύδουμε στοὺς αἴνους τῶν κυριακῶν νὰ περιορίζουμε μονίμως, παρατύπως καὶ ἀσεβῶς τὰ 8 ἀναστάσιμα εἰς 4 μόνον! Οὔτε πάλιν τὰ 8 ἀναστάσιμα τῶν αἴνων νὰ τὰ μετατρέπουμε σὲ 4 ἀναστάσιμα καὶ 4 τοῦ ἑκάστοτε ἁγίου (ἐκ τῶν τοῦ ἑσπερινοῦ) ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου, παρατύπως πάλιν καὶ ἀσεβῶς! Γιὰ νὰ μὴν πῶ καὶ τὸ ἄλλο, τὸ ἀπαράδεκτο, ὅτι κάποιοι λέγουν 2 στιχηρὰ ἀναστάσιμα καὶ 2 τοῦ μηναίου καὶ εὐθὺς τὸ δοξαστικόν.
Δὲν εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὴν μία νὰ λέμε ὅτι δὲν ἐχαρήκαμε τοὺς πασχαλίους ὕμνους στὴν κυριακὴν τοῦ Πάσχα ἢ κατὰ τὴν διακαινήσιμον ἢ ἐπὶ 40 ὁλόκληρες ἡμέρες, καὶ νὰ θέλουμε νὰ ὑπερβάλουμε θεατρικῶς, «γιὰ νὰ τὸ εὐχαριστηθοῦμε» (μὰ εἶναι ἐπιχειρήματα αὐτά; τί εἶναι ὁ ναός; λαϊκὸν κέντρον διασκεδάσεως;), καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην κατὰ τὶς κυριακὲς νὰ «περικόπτουμε» τοὺς ἀναστασίμους ὕμνους! Αὐτὸ εἶναι ὑποκρισία καὶ φαρισαϊσμός, ἢ παραλογισμός, ἢ ἔστω ἀσυνέπεια μεγάλη καὶ ἀδικαιολόγητος. Καὶ ὅσοι τυχὸν τὸ ἐκάναμε αὐτὸ ἀπὸ ἄγνοιαν καὶ κακὴν ἐπίδρασιν ἀπὸ ἄλλους, ἀσφαλῶς τώρα ποὺ μαθαίνουμε τὸ σωστὸ καὶ πρέπον, ταπεινοφρόνως θὰ διορθώσουμε τὰ ὅποια ἐσφαλμένα.
Τότε μόνον γιορτάζουμε πραγματικὰ τὴν ᾿Ανάστασι, ὅταν δὲν ὑποτιμοῦμε τὴν ᾿Ανάληψι, ὅταν γιορτάζουμε μὲ λαμπρότητα καὶ τὴν ᾿Ανάληψι καὶ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ ὅλες τὶς δεσποτικὲς ἑορτὲς συμφώνως μὲ τὰ ἀπ᾿ αἰώνων θέσμια τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.