Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

«Εις Ευτρόπιον» Λόγος Β’

 «Εις Ευτρόπιον»

 Λόγος Β’

Πολιορκήθηκε η Εκκλησία πριν από λίγες μέρες. Ήρθαν στρατιώτες σε παράταξη, που έβγαζαν φωτιές από τα μάτια. Γυμνώθηκαν ξίφη, μα κανείς δεν μάτωσε. Τα ανάκτορα ήταν σε κατάσταση αγωνίας, μα η Εκκλησία σε κατάσταση ασφάλειας. Στεκόμασταν χωρίς να φοβόμαστε την παραφορά τού στρατού, που ζητούσε τον δραπέτη. Γιατί, τέ­λος πάντων, είχαμε σίγουρο ενέχυρο το «Οι δυ­νάμεις τού άδη δεν θα την κατανικήσουν» (Ματθ. 16:18). Όταν καταφεύγεις στην Εκκλησία, δεν κατα­φεύγεις σε τόπο. Γιατί η Εκκλησία δεν είναι οι τοίχοι και η σκεπή, αλλά η πίστη και ο βίος, το δόγμα και το ήθος. Τίποτα δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Μη μου αναφέρεις όπλα και τείχη. Γιατί τα τείχη με τον και­ρό παλιώνουν, ενώ η Εκκλησία ποτέ δεν γερνάει. Τα τείχη τα γκρεμίζουν οι βάρβαροι, την Εκκλησία ωστόσο ούτε οι δαίμονες δεν τη νικούν. Και ότι δεν είναι κούφια κομπορρημοσύνη τα λό­για μου, το μαρτυρούν τα πράγματα. Πόσοι και πόσοι δεν πολέμησαν την Εκκλησία! Όλοι τους χά­θηκαν, αυτή όμως υψώθηκε πάνω από τους ουρανούς! Τέτοιο μέγεθος και τέτοιαν ιδιότητα έχει η Εκκλησία: Όταν πολεμείται, νικά· όταν υπονομεύεται, δυναμώνει· όταν συκοφαντείται, γίνεται λα­μπρότερη. Δέχεται τραύματα, μα δεν πέφτει κάτω από τις πληγές· κλυδωνίζεται, μα δεν καταποντίζεται· χειμάζεται, μα δεν ναυαγεί· παλεύει, μα δεν καταβάλλεται· πυγμαχεί, μα δεν νικιέται. Γιατί παραχωρήθηκε ο πόλεμος; Για να παρου­σιαστεί εξαίσιο το τρόπαιο! Ήσασταν παρόντες εκείνη την ημέρα και βλέπατε πόσα όπλα κραδαίνονταν. Η εξαλλοσύνη των στρατιωτικών είχε φουντώσει σαν φωτιά, κι εμείς τρέχαμε στη βασι­λική αυλή. Αλλά τί έγινε; Με τη χάρη του Θεού, τίποτα δεν μας έκανε να δειλιάσουμε. Τα λέω τούτα, για να μεταγγίσω και σ’ εσάς τόλμη και θάρρος. Πώς εμείς δεν δειλιάσαμε; Απλούστατα, γιατί δεν φοβηθήκαμε κανένα από τα τότε δεινά. Αλλωστε τί είναι δεινό; Ο θάνατος; Κά­θε άλλο, αφού γρήγορα καταπλέουμε στο ακύμαντο λιμάνι τ’ ουρανού. Οι δημεύσεις; «Γυμνός βγήκα απ’ την κοιλιά της μάνας μου, γυμνός και θα γυρί­σω πίσω στη μάνα γη» (Ιώβ 1:21). Οι εξορίες; «Στον Κύριο ανήκει η γη και ό,τι τη γεμίζει» (Ψαλμ. 23:1). Οι συκοφαντίες; «Να αισθάνεσθε χαρά και αγαλλίαση, όταν σας κακολογήσουν με κάθε ψεύ­τικη κατηγορία, γιατί θ’ ανταμειφθείτε με το παραπάνω στους ουρανούς» (πρβλ. Ματθ. 5:11-12). Ατένιζα τα σπαθιά, και τον ουρανό συλλογιζό­μουν. Περίμενα τον θάνατο, και την ανάσταση σκε­φτόμουν. Έβλεπα τα επίγεια παθήματα, και αριθμούσα τα επουράνια βραβεία. Αντίκρυζα τις επιβουλές, και είχα στο νου μου το αμαράντινο στε­φάνι. Γιατί ο σκοπός τού αγώνα μου ήταν αρκετός να με παρηγορήσει. Πρόστρεχα στις αρχές, αλλ’ αυτό δεν ήταν για μένα προσβολή και ξεπεσμός. Ξεπεσμός ένα μόνο είναι: η αμαρτία! Κι αν ακόμα όλος ο κόσμος σε προσβάλει, εφόσον εσύ δεν προσβάλεις τον εαυτό σου, δεν έχεις προσβληθεί. Μια και μόνη προδοσία υπάρχει: η προδοσία της συνειδήσεως! Μην προδώσεις εσύ τη συνείδησή σου, και κανείς δεν θα σε προδώσει.

Πέρασε η νύχτα και φάνηκε η μέρα. Ελέγχθηκε η σκιά και παρουσιάστηκε η αλήθεια. Διδαχή ήταν τα γεγονότα. Και έλεγα ενδόμυχα: “Αραγε θα μεί­νουν σωφρονισμένοι, ή θα περάσουν δυο εικοσιτε­τράωρα και θα ξεχάσουν τα πάντα;”. Πάλι τα ίδια και τα ίδια να λέω; Ποιό το κέρδος; Μα ναι! Πολύ κέρδος! Κι αν δεν με ακούσουν όλοι, θα με ακούσουν οι μισοί· κι αν όχι οι μισοί, το ένα τρίτο· ή έστω το τέταρτο· ή έστω δέκα· ή έστω πέντε· ή έστω ένας. Κι αν ούτ’ ένας, εγώ τον μισθό μου τον έχω! Λοιπόν, «το χορτάρι ξεραίνεται κι ο ανθός μαραί­νεται και πέφτει, μα ο λόγος τού Θεού μας μένει αιώνια» (Ησ. 40:7). Είδατε την ποταπότητα των ανθρώπινων πραγμάτων. Όταν οι λόγχες κινού­νταν απειλητικά, όταν η πόλη καιγόταν, όταν δεν ίσχυε ούτε το βασιλικό στέμμα, όταν η βασιλική πορφύρα ταπεινωνόταν, όταν όλα βρίσκονταν σε αναβρασμό, πού ήταν τότε οι δούλοι και πού οι φί­λοι τού Ευτρόπιου; Όλοι είχαν εξαφανιστεί!… Τα προσωπεία άλλαζαν. Πού ήταν ο πλούτος του; Κι αυτός είχε δραπετεύσει! Ναι, ο προκομμένος ο πλούτος τα μηχανεύεται όλα, και πάνω στην ανάγκη φεύγει… Πολλοί με κατηγορούν: “Έγινες φόρτωμα στους πλουσίους”. Μα αφού εκείνοι έγιναν φόρτωμα στους φτωχούς! Εγώ έγινα ενοχλητικός όχι σε όλους τους πλουσίους, αλλά σε όσους αποκτούν και χρησιμοποιούν τα χρήματα με τρόπο κακό. Ακατάπαυστα διαλαλώ, ότι δεν τα βάζω με τον πλούσιο, αλλά με τον πλεονέκτη και τον άρπαγα. Και οι εύποροι παιδιά μου, και οι άποροι παιδιά μου· και τους πρώτους και τους δεύτερους μήτρα μ’ ωδίνες τούς γέννησε. Θέλεις να με λιθοβολήσεις; Είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου, μόνο και μόνο για να παρεμποδίσω την αμαρτία σου. Δεν φοβάμαι επιβουλή. Ένα μονάχα φοβάμαι: την αμαρτία. Κανείς να μη με πιάσει ν’ αμαρτάνω, κι ας με αντιμάχονται τα πέρατα της γης. Θέλω να εκπαιδεύσω κι εσάς, για να σκέφτεστε όμοια. Μη φοβηθείτε δυσμένεια άρχοντα. Να φοβάστε όμως τη δύναμη της αμαρτίας. Αν δεν έχεις αμαρτία, ο Κύριος σε αρπάζει και σε σώζει μέσα από μύρια εχθρικά όπλα! Αν όμως έχεις αμαρτία, και μέσα στον παράδεισο να είσαι, πέφτεις. Στον παράδει­σο ήταν ο Αδάμ κι έπεσε – στην κοπριά ο Ιώβ και στεφανώθηκε. Τί ωφέλησε τον πρώτο ο παράδει­σος; Ή τί έβλαψε τον δεύτερο η κοπριά; Ποτέ μη μακαρίζετε τον αμαρτωλό. Να μακαρί­ζετε τον δίκαιο. Πού είναι τόσοι μεγάλοι και τρανοί; Περαστικοί ήταν κι έφυγαν. Δεν τους έτρεμαν οι αξιωματούχοι; Δεν ταπεινώνονταν όλοι μπροστά τους; Ήρθε όμως η αμαρτία, και όλα φανερώθη­καν κι ελέγχθηκαν. Δεν βλέπετε τον Ευτρόπιο; Οι δουλόφρονες έγιναν δικαστές του κι οι κόλακες δήμιοι! Εκείνοι που φιλούσαν κάποτε τα χέρια του, επιχειρούσαν τώ­ρα πρώτοι να τον σύρουν έξω απ’ τον ναό! Χθες δουλικός, σήμερα εχθρός! Χθες επαινέτης, σήμερα κατήγορος! Χθες τον αποκαλούσες σωτήρα κι ευεργέτη, σήμερα τον στιγματίζεις! Και όλ’ αυτά γιατί χθες δεν ενεργούσες με ειλικρίνεια. Τι μεταστροφή! Τι μεταπήδηση στην αντίπερα όχθη! Αλλά εγώ δεν είμαι τέτοιος. Αν και μ’ επιβου­λευόταν, έγινα προστάτης του. Αναρίθμητα δεινά έπαθα και δεν τ’ ανταπέδωσα, γιατί μιμούμαι τον Κύριό μου Χριστό. Τόσες ανακατατάξεις έγιναν από τότε που ήρθα στην πόλη, και κανείς δεν σωφρονίζεται. Όταν λέω κανείς, δεν κατηγορώ όλους -μη γένοιτο! Δεν είναι δυνατό τούτα τα εύφορα χώματα να δε­χθούν σπέρματα και να μη βγάλουν στάχυα. Εγώ όμως είμαι αχόρταγος! Δεν θέλω να σωθούν λίγοι, αλλά όλοι! Κι αν ένας μόνο χαθεί, θα χαθώ κι εγώ! Εμπρός! Μη στέκεσαι μακριά από την Εκκλη­σία! Τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από την Εκκλη­σία! Η ελπίδα σου η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, το καταφύγιό σου η Εκκλησία! Είναι υψηλότερη από τον ουρανό, είναι πλατύτερη από τη γη! Ποτέ δεν γερνάει, πάντοτε ακμάζει. Η Γραφή την αποκαλεί βουνό, για να δηλώσει την ασάλευτη στερρότητά της· παρθένο, για την αφθορία της· βασίλισσα, για τη μεγαλοπρέπειά της· θυγατέρα, για τη συγγένεια με τον Θεό· στεί­ρα που γέννησε εφτά, για την πολυτεκνία της… Μύριες ονομασίες, για να παραστήσει την ευγένειά της, όπως ακριβώς και ο Κύριός της έχει πολλά ονόματα. Για όλα τούτα ας ευχαριστήσουμε τον Θεό, για­τί σ’ Αυτόν αποκλειστικά ανήκει η δόξα στους αι­ώνες των αιώνων. Αμήν! 
Πηγή: 
«Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (16): Λόγοι εις Ευτρόπιον», 
Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις