Σύμβουλος σε θέματα γάμου
Ο στάρετς Θεόφιλος ήταν τόσο γνωστός στην περιφέρεια του Κιέβου που κανένας απλοϊκός, ευσεβής και θεοφοβούμενος άνθρωπος στην περιοχή δεν ξεκινούσε τις υποθέσεις του χωρίς προηγουμένως να ζητήση την συμβουλή και την υπόδειξι του στάρετς. Σπάνια θα άρχιζε γάμος χωρίς την ευχή του. Καθένας αποδεχόταν, χωρίς συζήτησι, τον λόγο του στάρετς, ακόμα και αν ήταν αυστηρός ή δυσάρεστος, και εκτελούσε την συμβουλή του με ακρίβεια, σαν προφητική φωνή από τον ουρανό.
Στο Κίεβο ζούσε ένας μεσίτης, ο Ιβάν Ν. Στα νειάτα του, όταν εργαζόταν ως πωλητής σε κάποιο κατάστημα, αποφάσισε να παντρευτή. Για πολύ καιρό έψαξε την κοπέλλα των ονείρων του, και κάποτε, σε μια συγκέντρωσι εμπόρων, το βλέμμα του έπεσε πάνω στην Λιουμπότσκα Ζ. Η μοίρα του μεσίτη είχε αποφασισθή. Θα έκανε πρότασι γάμου στην Λιουμπότσκα. Ντύθηκε με τα πιο καλά ρούχα του, πήγε στο σπίτι των γονέων της και φανέρωσε τις προθέσεις του. Από τη μητέρα της κοπέλλας πήρε την εξής απάντησι:
«Η Λιουμπότσκα μας είναι ήδη αρραβωνιασμένη. Ο μνηστήρας της είναι ο νεαρός Χέντρικ Μ. Αν και είναι Λουθηρανός στο θρήσκευμα, δεν μπορούμε να πάρουμε πίσω τον λόγο μας».
«Θεέ μου! Μα αγαπώ πολύ την κόρη σας!».
«Λοιπόν, τι μπορεί να γίνη; Κρίμα που δεν μας μίλησες γι' αυτό νωρίτερα».
Ο μεσίτης ήταν πολύ έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος, ενώ ο Γερμανός ήταν επιπόλαιος αλλά πλούσιος. Οι γονείς της Λιουμπότσκα, ακούγοντας την πρότασι γάμου του εμπόρου συγκέντρωσαν τους συγγενείς τους στο σπίτι τους και έκαναν σύσκεψι, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς μίλησαν ευνοϊκά για τον Γερμανό. Προτού όμως να συμφωνήσουν τον γάμο, αποφάσισαν να επισκεφθούν τον στάρετς Θεόφιλο. Πήραν μερικές δίπλες, ψωμί, θυμίαμα και κεριά και ανεχώρησαν για το κελλί του μακαρίου. Όταν έφθασαν, ο στάρετς τους άνοιξε την πόρτα και τους καλοσώρισε έναν-έναν, αλλά, χωρίς να αφήση τους επισκέπτες να βγάλουν λέξι, είπε:
«Ιβάν. Ιβάν. Μην τολμήσετε να την δώσετε στον χοντροκέφαλο Χέντρικ!».
Οι γονείς το έλαβαν σοβαρά υπόψιν τους, η Λιουμπότσκα παντρεύτηκε τον μεσίτη και ήταν ευτυχισμένη όλη της τη ζωή.
Υπήρξε και άλλη μια περίπτωσι. Η χήρα μεγαλοκτηματίας Θέκλα Ταράσοβα είχε μια ωραία κόρη, την Άννα. Δύο μνηστήρες την ζήτησαν σε γάμο. Ο ένας ήταν όμορφος, ευγενής, καλωσυνάτος, και επιρρεπής στο πιοτό και στο γλέντι. Ο άλλος είχε ένα μικρό βλογιοκομμένο πρόσωπο και ύφος σκυθρωπό, αλλά ήταν ευγενικού και θετικού χαρακτήρα. Ο πρώτος ζούσε στην Ντίμιεφκα, ένα προάστιο του Κιέβου, ο δεύτερος στη μικρή πόλι Μυσελόφκα. Η Άννα ήταν πολύ ερωτευμένη με τον όμορφο, ενώ αδιαφορούσε παντελώς για τον δεύτερο και αρνιόταν κατηγορηματικά να τον παντρευτή. Η μητέρα της, από την άλλη πλευρά, επέμενε να παντρευτή αυτόν από τη Μυσελόφκα.
Ανεχώρησαν για το Κιτάγιεφ για να συμβουλευθούν τον στάρετς. Ο μακάριος, χωρίς να πη λέξι, έδωσε στην Άννα ένα ζυγό με κάδους και της ζήτησε να φέρη λίγο νερό από την Ντίμιεφκα. Η κοπέλλα εκτέλεσε την παραγγελία. Ο μακάριος έχυσε το νερό μέσα σε ένα βαρέλι που βρισκόταν κάτω από την υδρορροή και ξαναέδωσε στην Άννα τους κάδους με την παραγγελία να πάη για νερό αυτή τη φορά στη Μυσελόφκα. Η Άννα έφερε το νερό σε μισή ώρα.
«Από που ήταν δυσκολώτερο να το φέρης;» ρώτησε ο στάρετς το κορίτσι.
«Από την Ντίμιεφκα», απάντησε η Άννα. «Είναι μακρυά από εδώ, ενώ η Μυσελόφκα είναι πιο κοντά».
«Καλά, να θυμάσαι τότε. Οι κάδοι πάνω στον ώμο σου παριστάνουν τη ζωή σου. Αν ακούσης τη μητέρα σου και παντρευτής αυτόν από τη Μυσελόφκα, τότε η ζωή σου θα είναι ανάλαφρη. Αν όμως παντρευτής αυτόν από την Ντίμιεφκα, θα αναθεματίζης όλη σου την ζωή από βάσανα και ανάγκες».
Πεπεισμένη από αυτά τα λόγια, η Άννα άκουσε τη συμβουλή της μητέρας της και, παίρνοντας τον άντρα από την Μυσελόφκα δεν το μετανοούσε σε όλη της τη ζωή.
Αλλά μια φορά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο στάρετς συμβούλεψε ενα νέο να παντρευτή κάποια συγκεκριμένη νέα χήρα, αλλά ο νέος παντρεύτηκε μια κοπέλλα που είχε διαλέξει ο ίδιος.
«Γιατί στενοχωριέμαι και ακούω έναν τέτοιο γέρο;», είπε στους συντρόφους του. «Ο γέρο-μοναχός σε καμμιά περίπτωσι δεν θα πάρη είδησι».
Όταν μετά από μια εβδομάδα το νέο ζευγάρι ήρθε στο Κιτάγιεφ, πήγαν να δουν τον στάρετς για να τους ευχηθή. Ο Θεόφιλος τους συνάντησε στο κατώφλι της πόρτας του κελλιού του και αντί για τις ευχές του οι νεόνυμφοι δέχθηκαν ένα παλιό χαλασμένο καλάθι, που στον πυθμένα του υπήρχε ένας σωρός από σκουπίδια και στην κορυφή τοποθετημένα δύο μήλα.
Χωρίς να είναι σε θέσι να το καταλάβουν, οι νέοι πήγαν σε έναν πνευματικό πατέρα στο Κιτάγιεφ για να τους το εξηγήση. Ο πνευματικός τους άκουσε και είπε:
«Τα δυο φρέσκα μήλα είστε εσείς. Ο σωρός των σκουπιδιών κάτω από αυτά είναι η δυστυχισμένη ζωή που σας περιμένει».
Και, πράγματι, δεν πέρασε ένας χρόνος προτού να αρχίση το νέο ζευγάρι να μαλώνη και τελικά χώρισε.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου