Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ Λόγος Α΄ Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου

Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου 
ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ  
Λόγος Α΄
Για την αγάπη, και το έργο των πνευματικών ανδρών.
Για την αγάπη˙ και ποιοί είναι οι δρόμοι και τα έργα των πνευματικών ανδρών˙ και μακαρισμός προς εκείνους που έχουν την αγάπη μέσα στην καρδιά τους.
Αδελφοί και πατέρες, θέλω να πω σ’ εσάς αυτά που συντελούν στην ωφέλεια της ψυχής και ντρέπομαι την αγάπη σας, μάρτυράς μου ο Χριστός, που είναι η αλήθεια,[1] επειδή γνωρίζω την αναξιότητά μου. Γι’ αυτό μάλιστα ήθελα πάντοτε να σιωπώ, όπως γνωρίζει ο Κύριος, και να μη σηκώνω διόλου τα μάτια μου και να κοιτάζω πρόσωπο ανθρώπου, διότι με ελέγχει η συνείδησή μου ότι ορίσθηκα εντελώς ανάξια να βαδίζω μπροστά από όλους εσάς, επειδή τάχα γνωρίζω τον δρόμο εγώ, που δεν γνωρίζω ούτε αυτά που είναι μπροστά στα πόδια μου, και που δεν άγγιξα ακόμη το δρόμο που οδηγεί στον Θεό. 
Λοιπόν και με κατέχει γι’ αυτό μεγάλη και ασυνήθιστη λύπη, διότι, αν και προτιμήθηκα εγώ ο μηδαμινός να οδηγώ εσάς τους τιμιότατους, που θα έπρεπε καλύτερα να σας έχω ο ίδιος οδηγούς, επειδή είμαι τελευταίος από όλους στη μοναχική ζωή και σε χρόνο και σε ηλικία,[2] δεν διαθέτω το λόγο που συνοδεύεται από τα έργα και βεβαιώνεται από το βίο, για να σας παροτρύνω και να σας θυμίζω αυτά που αναφέρονται στις εντολές και στο θέλημα του Θεού, επειδή ακόμα και γι’ αυτά, που θέλω να πω, γνωρίζω ότι δεν έκανα ποτέ κανένα απ’ αυτά. Γνωρίζω μάλιστα με ακρίβεια ότι ο Κύριος και Θεός μας δεν μακαρίζει αυτόν που μόνο λέει, αλλά αυτόν που πριν να πει κάτι το κάνει˙ διότι λέει: «Είναι μακάριος αυτός που κάνει και διδάσκει˙ αυτός θα ονομασθεί μεγάλος στη βασιλεία των ουρανών».[3] Διότι έναν τέτοιο διδάσκαλο, όταν οι μαθητές τον ακούν, γίνονται πρόθυμοι να τον μιμηθούν˙ και δεν ωφελούνται από τα λόγια του τόσο, όσο παροτρύνονται από τις καλές πράξεις και αναγκάζονται να κάνουν τα ίδια, κάτι που εγώ δεν το βλέπω στον εαυτό μου˙ διότι η συνείδησή μου μαρτυρεί ότι δεν έχω κανένα καλό. Αλλά σας ικετεύω και σας παρακαλώ, αγαπητοί αδελφοί μου, να μην προσέχετε στην ακατάστατη ζωή μου, αλλά στα προστάγματα του Κυρίου και στις διδασκαλίες των αγίων πατέρων μας˙ διότι εκείνοι οι φωτεινοί αστέρες δεν έγραψαν τίποτε που πρώτα δεν το έκαναν πράξη, και που, κάνοντάς το πράξη, δεν το έκαναν στην εντέλεια. 
Γι’ αυτό λοιπόν ας έχουμε εμείς έναν κοινό δρόμο, τις εντολές του Χριστού, που μας επαναφέρουν στον ουρανό και στον Θεό. Διότι, αν και ο λόγος υπονοεί διάφορους δρόμους, είναι βέβαιο ότι δεν λέγεται με την έννοια ότι χωρίζεται σε πολλούς δρόμους ως προς τη φύση του, αλλά ότι χωρίζεται σε πολλούς δρόμους ως προς τη δυνατότητα και την πρόθεση του καθενός. Διότι, αρχίζοντας εμείς από πολλά και διάφορα έργα και πράξεις, είναι σαν να αναχωρούμε καθένας από διαφορετικούς τόπους και από πολλές πόλεις, και σαν να αγωνιζόμαστε να φθάσουμε στο ίδιο κατάλυμα, στη βασιλεία των ουρανών δηλαδή. Άλλωστε πράξεις και δρόμους των ανθρώπων, που ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, πρέπει να εννοούμε τις πνευματικές αρετές. Γι’ αυτό, όσοι άρχισαν να βαδίζουν σ’ αυτούς τους δρόμους έχουν καθήκον να τρέχουν προς ένα σκοπό, ώστε, ενώ ξεκινούν από διάφορα μέρη και από διάφορους τόπους, να συναντηθούν, όπως είπαμε, στην ίδια πόλη, στη βασιλεία των ουρανών δηλαδή, και να αξιωθούν να βασιλεύσουν μαζί με τον Χριστό, με το να υποτάσσονται σε ένα Βασιλιά, στον Θεό και Πατέρα˙ πόλη μάλιστα να εννοήσεις εδώ μία και όχι πολλές, την αγία και αχώριστη τριάδα των αρετών,4 ή, μάλλον, την πρώτη απ’ αυτές, που την αναφέρουν τελευταία, επειδή είναι η κατάληξη των καλών, αλλά και επειδή είναι η μεγαλύτερη από όλες τις αρετές, εννοώ την αγάπη, που απ’ αυτή προήλθε, αλλά και σ’ αυτή έχει θεμελιωθεί όλη η πίστη και έχει οικοδομηθεί η ελπίδα, και που χωρίς αυτή δεν δημιουργήθηκε κανένα από τα όντα, ούτε πρόκειται ποτέ να δημιουργηθεί. 
Τα ονόματα της αγάπης είναι βέβαια πολλά, τα έργα της είναι πολλά, τα γνωρίσματά της είναι περισσότερα, τα ιδιώματά της θεϊκά και πάρα πολλά, η φύση της όμως είναι μία και εντελώς κρυμμένη εξίσου από όλους, και από τους αγγέλους και από τους ανθρώπους, αλλά και από κάθε άλλο δημιούργημα, που ίσως να μην το γνωρίζουμε. Είναι ακατανόητη ως προς το λόγο, απλησίαστη ως προς τη δόξα, ανεξερ4εύνητη ως προς τις βουλές. Είναι αιώνια, διότι είναι και άχρονη˙ είναι αθέατη, διότι γίνεται αντιληπτή με το νου, αλλά όμως δεν κατανοείται. Τα κάλλη αυτής της αχειροποίητης και αγίας Σιών, της αγάπης δηλαδή, είναι πολλά, ώστε αυτός που άρχισε να τα βλέπει, δεν ευφραίνεται πια με τα ορατά θεάματα, ούτε είναι πια προσκολλημένος στη δόξα αυτού του κόσμου. 
Αφήστε με λοιπόν από την αρχή του λόγου να συνομιλήσω λίγο με την αγάπη και να τη χαιρετήσω και να εκφράσω τον πόθο που έχω γι’ αυτή. Μόλις, αγαπητοί μου πατέρες και αδελφοί, έφερα στο νου μου το κάλλος της άμεμπτης αγάπης, βρέθηκε ξαφνικά το φως της μέσα στην καρδιά μου και κυριεύθηκα από τη γλυκύτητά της και έχασα τις σωματικές αισθήσεις, αγνοώντας εντελώς τα βιοτικά, και λησμόνησα αυτά που είναι μπροστά μου. Αλλά, δεν ξέρω πώς να το πω, απομακρύνθηκε πάλι από μένα και με άφησε να θρηνώ την αθλιότητά μου. 
Ω πολυπόθητη αγάπη, είναι μακάριος αυτός που σε ασπάσθηκε, διότι δεν θα επιθυμήσει πια να ασπασθεί με πάθος ανθρώπινο κάλλος. Είναι μακάριος αυτός που κινούμενος από θείο έρωτα αγκαλιάστηκε μαζί σου, διότι θα απαρνηθεί όλο τον κόσμο, και ενώ πλησιάζει όλους τους ανθρώπους, δεν θα μολυνθεί διόλου. Είναι μακάριος αυτός που αγάπησε και απόλαυσε τα κάλλη σου με άπειρο πόθο, διότι αυτός που θα αγιαστεί ψυχικά από το ύδωρ και το αίμα,[5] που στάζει άχραντο από σένα.[6] Είναι μακάριος αυτός που σε κατασπάσθηκε με πόθο, διότι θα υποστεί πνευματικά την καλή αλλοίωση και θα ευφρανθεί ψυχικά, διότι εσύ είσαι η ανέκφραστη χαρά. Είναι μακάριος αυτός που σε απέκτησε, διότι θα θεωρήσει ένα τίποτε τους θησαυρούς του κόσμου, διότι εσύ είσαι αληθινά ο ανεξάντλητος πλούτος. Αλλά είναι μακάριος και τρισμακάριος και αυτός που εσύ έλαβες ως σύντροφό σου, διότι θα είναι στην ορατή αδοξία ενδοξότερος από όλους τους ένδοξους και τιμιότερους και σεβαστότερους από όλους τους άξιους για τιμή. Είναι αξιέπαινος εκείνος που σε αναζητά, πιο αξιέπαινος είναι εκείνος που σε βρήκε, αλλά μακαριότερος είναι εκείνος που αγαπήθηκε από σένα˙ εκείνος που έγινε δεκτός από σένα, εκείνος που διδάχθηκε από σένα, εκείνος που κατοίκησε μέσα σου, εκείνος που έλαβε με τη μεσολάβησή σου[7]τροφή τον Χριστό τον αθάνατο, τον Χριστό τον Θεό μας. 
Ω θεία αγάπη! Πες μας, πού έχεις τον Χριστό; Πού κρύβεις τον Χριστό; Γιατί πήρες τον Σωτήρα του κόσμου και έφυγες μακριά μας; Άνοιξε και σ’ εμάς τους ανάξιους μία μικρή σου θύρα, για να δούμε και εμείς τον Χριστό, που έπαθε για μας, και να πιστέψουμε στο έλεός σου, ότι δηλαδή δεν θα πεθάνουμε πια από τη στιγμή που θα τον δούμε. Άνοιξε σ’ εμάς εσύ, που έγινες για τον Χριστό η θύρα για την ένσαρκη φανέρωσή του, εσύ, που ώθησες τα πλούσια και αβίαστα σπλάχνα του δικού μας Δεσπότη, ώστε να σηκώσει τις αμαρτίες[8] και τις αρρώστιες[9] όλων των ανθρώπων, και μη μας αρνηθείς λέγοντας: «Δεν σας γνωρίζω».[10] Έλα μαζί μας, για να μας γνωρίσεις, διότι σου είμαστε άγνωστοι. Κατοίκησε μέσα μας, για να έρθει και να επισκεφθεί και εμάς τους ταπεινούς, χάρη σ’ εσένα, ο Δεσπότης, καθώς θα τον προϋπαντήσεις εσύ, διότι εμείς είμαστε εντελώς ανάξιοι˙ ώστε να μείνει για λίγο, μιλώντας μαζί σου, και να δεχθεί και εμάς τους αμαρτωλούς να προσπέσουμε στα άχραντα πόδια του˙ και να συνομιλήσεις και να πεις για μας καλά λόγια˙ και να μεσιτεύεις, για να αφεθεί σ’ εμάς το χρέος από τις αμαρτίες μας, ώστε να αξιωθούμε να υπηρετήσουμε πάλι χάρη σ’ εσένα τον ίδιο τον Δεσπότη˙ και να μας λάβει στην πρόνοιά του και να μας διατρέφει. Διότι το να μη χρωστά τίποτα κανείς, αλλά να πεθαίνει από την πείνα και από τη φτώχεια, δεν διαφέρει σχεδόν διόλου από την τιμωρία και την κόλαση εκείνου που τιμωρείται, επειδή χρωστά. 
Ας λάβουμε, αγία αγάπη, τη συγχώρηση από σένα και ας αξιωθούμε να απολαύσουμε με τη μεσολάβησή σου τα αγαθά του δικού μας Δεσπότη, που χωρίς εσένα δεν θα γευθεί κανείς τη γλυκύτητά τους. Διότι εκείνος που δεν σε αγάπησε όπως πρέπει, και δεν αγαπήθηκε από σένα όπως χρειάζεται, τρέχει ίσως, αλλά δεν φθάνει στο τέρμα[11]˙ άλλωστε κάθε δρομέας, πριν να τελειώσει τη διαδρομή του, είναι αβέβαιος για τον τερματισμό. Αλλά εκείνος που κατέκτησε εσένα, ή, μάλλον, εκείνος που κατακτήθηκε από σένα, είναι οπωσδήποτε βέβαιος για τον τερματισμό, επειδή εσύ είσαι το τέλος του νόμου.[12] Εσύ που με περικυκλώνεις, εσύ που με φλογίζεις και με ανάβεις από τον πόνο της καρδιάς μου σε άπειρο πόθο για τον Θεό και τους αδελφούς και πατέρες μου. Διότι εσύ ήσουν η διδασκάλισσα των προφητών, η συνοδοιπόρος των αποστόλων, η δύναμη των μαρτύρων, η έμπνευση των πατέρων και διδασκάλων, η τελείωση όλων των αγίων, αλλά και τώρα εσύ είσαι η δική μου εκλογή για την παρούσα διακονία.[13] 
Αλλά συγχωρήστε με, αδελφοί, που ξέφυγα λίγο από την υπόθεση της κατήχησης, διότι αυτό το έκανε ο πόθος της αγάπης. Έφερα δηλαδή στο νου μου την αγάπη και ευφράνθηκε η καρδιά μου, όπως λέει ο θείος Δαβίδ,[14] και στράφηκα στην εξύμνηση των θαυμαστών έργων της. Γι’ αυτό παρακαλώ και τη δική σας αγάπη να ακολουθήσετε με όση δύναμη έχετε πίσω από την αγάπη, και να τρέξετε με πίστη να τη φθάσετε, και τότε δεν θα διαψευσθούν διόλου οι ελπίδες σας. Διότι κάθε προθυμία και κάθε άσκηση, που γίνεται με πολλούς κόπους, αλλά δεν φθάνει στην αγάπη με πνεύμα συντριβής, είναι μάταιη και δεν καταλήγει σε καμία ωφέλεια. Άλλωστε, ούτε και με καμία άλλη αρετή και εκπλήρωση κάποιας εντολής του Κυρίου μπορεί να αναγνωρισθεί κανείς μαθητής του Χριστού˙ διότι «απ’ αυτό», λέει ο Χριστός, «θα γνωρίζουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας».[15] Για χάρη της αγάπης ο Λόγος σαρκώθηκε και έστησε τη σκηνή του μέσα μας,[16] και για χάρη της αγάπης υπέμεινε εκούσια, με το να γίνει άνθρωπος, όλα τα ζωοποιά πάθη, για να ελευθερώσει το πλάσμα του, τον άνθρωπο, από τα δεσμά του άδη, και να τον πάρει μαζί του και να τον ανεβάσει στους ουρανούς. Για χάρη της αγάπης οι απόστολοι έτρεξαν εκείνο τον ασταμάτητο δρόμο, και έπιασαν με το αγκίστρι και με το δίχτυ του λόγου όλη την οικουμένη και την ανέσυραν από το βυθό της ειδωλομανίας και τη διέσωσαν στο λιμάνι της βασιλείας των ουρανών. Για χάρη αυτής της αγάπης οι μάρτυρες έχυσαν τα αίματά τους, για να μη χάσουν τον Χριστό. Γι’ αυτή την αγάπη οι θεοφόροι πατέρες μας και διδάσκαλοι της οικουμένης θυσίασαν πρόθυμα τη ζωή τους για την καθολική και αποστολική Εκκλησία, αλλά και εγώ ο ανάξιος ανέλαβα την προστασία σας, που είστε οι τιμιότατοι πατέρες και αδελφοί μου, ώστε να μιμηθώ εκείνους ανάλογα με τη δύναμή μου, και να πάθω και να υπομείνω όλα για σας, αλλά και να κάνω για την οικοδομή και την ωφέλειά σας όλα για σας, για να σας παρουσιάσω στην τράπεζα του Θεού[17] θυσιάσματα τέλεια, ολοκαυτώματα λογικά. Διότι εσείς είστε τα τέκνα του Θεού, που ο Θεός έδωσε σ’ εμένα σαν παιδιά[18]˙ εσείς είστε τα δικά μου σπλάχνα˙ εσείς είστε τα δικά μου μάτια˙ εσείς είστε, για να εκφραστώ με αποστολική έκφραση, το καύχημά μου[19] και η γνησιότητα της διδασκαλίας μου.[20] 
Ας φροντίσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, όπως με όλα τα άλλα, έτσι και με την μεταξύ μας αγάπη, να υπηρετούμε τον Θεό, αλλά και αυτόν που εκλέξατε να έχετε στη θέση του πνευματικού πατέρα, εμένα δηλαδή, αν και απέχω πολύ από το αξίωμα αυτό˙ ώστε και ο Θεός να χαίρεται για την ομόνοια και την τελείωσή σας, αλλά και εγώ ο ταπεινός να χαίρομαι, βλέποντας να αυξάνει συνεχώς προς το καλύτερο η προκοπή της κατά Θεόν ζωή σας στην πίστη, στην αγνότητα, στον φόβο του Θεού, στην ευλάβεια, στην κατάνυξη και στα δάκρυα, με τα οποία καθαρίζεται ο εσωτερικός άνθρωπος και γεμίζει από το θείο φως και κυριεύεται ολόκληρος από το Άγιο Πνεύμα, με το φρόνημα της ψυχής γεμάτο από συντριβή και ταπείνωση˙ και τότε η δική μου χαρά θα γίνεται δική σας ευλογία και προσθήκη άφθαρτης και μακάριας ζωής, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Ιω. 14, 6
2. Ο άγιος Συμεών αναγορεύτηκε ηγούμενος το 988, τρία χρόνια μετά την κοινοβίασή του.
3. Ματθ. 5, 19.
4. Α’ Κορ. 13, 13
5. Πρβ. Ιω. 19, 34.
6. Ταύτιση της αγάπης με τον Χριστό.
7. Αναφέρεται στην αγάπη ως προϋπόθεση για την κοινωνία των αχράντων μυστηρίων.
8. Ιω. 1, 29
9. Ματθ. 8, 17
10. Πρβ. Ματθ. 25, 12
11. Πρβ. Α’ Κορ. 9, 24
12. Πρβ. Ρωμ. 10, 4. 13, 10
13. Παρούσα διακονία˙ το διακόνημα του ηγουμένου.
14. Ψαλμ. 15, 9
15. Ιω. 13, 34
16. Ιω. 1, 14
17. Τράπεζα του Θεού˙ συνεκδοχικά, η βασιλεία των ουρανών.
18. Πρβ.Ησ’. 8, 18. Εβρ. 2, 13
19. Πρβ. Β’ Κορ. 1, 14
20. Πρβ. Α’ Κορ. 9, 2

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις