Ο Στάρετς και οι υπερήφανες κυρίες
Όταν απουσίαζε από το ερημητήριο, ο μακάριος Θεόφιλος δεν κλείδωνε ποτέ το κελλί του, ακόμη και όταν έλειπε και ο συγκελλιώτης του στην πόλι. Αυτό το έκανε διότι και κατά την διάρκεια της απουσίας του συναθροιζόταν κόσμος στο κελλί του, κυρίως γυναίκες. Δεν υπήρχε τρόπος να τους αποφύγη. Πήγαιναν σ' αυτόν προτού ακόμη να πάνε στην εκκλησία και όταν έβλεπαν τον μακάριο, μετά από μακρά αναμονή έξω από το παράθυρό του, έτρεχαν πίσω του σαν κοπάδι.
Ο στάρετς δεχόταν όλους τους ανθρώπους συχνά μόνο με το τραχύ ζωστικό του. Όταν άνοιγε την πόρτα του, οι γυναίκες σπρώχνονταν η μία με την άλλη, προσπαθώντας να του δώσουν κάποιο δώρο. Μία έτεινε προς το μέρος του μία κανάτα γάλα, άλλη τυρί, βούτυρο ή αυγά, άλλη ένα μπουκάλι κβας, πίττες κ. ά. Και ω, Θεέ μου, τι απεγνωσμένο παζάρι επακολουθούσε! Η κάθε μία προσπαθούσε να βάλη τα αγαθά της στα χέρια του, η κάθε μία ήθελε να ελκύση την προσοχή του.
Για να τις ευχαριστήση για όσα του έφερναν, ο στάρετς Θεόφιλος ανέθετε σ' αυτές μία ποικιλία από αγγαρείες. Κάποια κουβαλούσε νερό ή ξύλα, κάποια ασβέστωνε τη χτιστή σόμπα ή σκάλιζε στον κήπο. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κυρίες επιδεικτικές ή διαζευγμένες[1]. Ο μακάριος ποτέ δεν ήταν εθιμοτυπικός προς αυτές: τις έβαζε να πετάξουν τα νερά της πλύσεως και τα σκουπίδια, να ζυμώσουν ή να καθαρίσουν πατάτες.
Κάποτε ήρθε στον στάρετς Θεόφιλο μία έγγαμη αρχόντισσα. Μπροστά από το κελλί του στάρετς υπήρχε μεγάλο πλήθος. Πέρασε λοιπόν σπρώχνοντας και παραμερίζοντας τους άλλους και άρχισε να φωνάζη:
«Πατερούλη, ευλογείτε! Πατερούλη, ευλογείτε!»
«Και συ ήρθες σε μένα για ευλογία;»
«Ναι, πατερούλη, σε σένα. Θέλω να μιλήσω μαζί σου».
«Καλά, τώρα...»
Ο στάρετς μπήκε στο κελλί του και έφερε μία μεγάλη γαβάθα με λαχανόσουπα.
«Κράτησε τον ποδόγυρο σου. Ο Θεός θα ευλογήση».
Και έχυσε τη λαχανόσουπα στην ανασηκωμένη φούστα. Η γυναίκα τρόμαξε. Φορούσε καινούργιο μεταξωτό φόρεμα! Αλλά ο μακάριος δεν της έδωσε καιρό να μιλήση και διέκοψε τις θυμωμένες σκέψεις της.
«Απατάς τον άνδρα σου καθημερινά... Και ήρθες σε μένα για ευλογία με μεταξωτό φόρεμα; Για κοίταξε καλά, που αποπλανάς τους νέους με την ομορφιά σου. Για κοίταξε καλά...»
Μία άλλη φορά ήρθε στον μακάριο μία σπουδαία γαιοκτήμονας. Περιστοιχισμένη από ολόκληρη ακολουθία δουλοπάροικων σταμάτησε με την άμαξά της μπροστά στην κατοικία του μακαρίου και, χαμογελώντας, άρχισε να κοιτάζη προς όλες τις κατευθύνσεις μ' ένα φασαμέν[2].
«Πείτε μου, παρακαλώ. Πού μένει ο Θεόφιλος;» ρώτησε δυνατά τον συγκελλιώτη που ήρθε προς το μέρος της.
«Νάτος, σκάβει στον κήπο».
Η λεπτεπίλεπτη κυρία κοίταξε προς τα πίσω και, βλέποντας τον μακάριο να σκάβη στην πρασιά φορώντας μόνο το ζωστικό του, έφτυσε στο πλάι με περιφρόνησι.
«Ντροπή! Τι αγένεια! Να τριγυρνά στο μοναστήρι μόνο με μία πουκαμίσα!»
«Μόνο με μία πουκαμίσα!», είπε ο στάρετς μιμούμενός την καθώς πλησίαζε.
«Ε, συ ασπροχέρα πριγκίπισσα! Και γιατί έγδυσες τους δουλοπάροικούς σου μέχρι το τελευταίο πουκάμισο; Και γιατί τους άφησες στον κόσμο χωρίς ένα κομμάτι ψωμί; Δεν έχεις τύψεις που αφανίζεις ανθρώπους και εμφανίστηκε η ντροπή σου μπροστά σ' ένα ταπεινό μοναχό; Μετανόησε, άμετρη υπερηφάνεια! Αγάπησε τον πλησίον σου[3], αλλιώς θα πικραθής όταν η αμαρτωλή ψυχή σου σταθή ενώπιον της κρίσεως του Θεού μέσα στη γύμνια των αισχρών της πράξεων».
Αυτός ο έλεγχος τόσο συγκλόνησε την γυναίκα, που βγήκε αμέσως από την άμαξα με δάκρυα μετανοίας και πέρασε μία ολόκληρη ώρα στο κελλί του στάρετς, ικετεύοντάς τον να την συγχωρήση και να προσεύχεται γι' αυτήν.
Μία άλλη φορά το πράγμα έγινε κάπως διαφορετικά. Παρουσιάστηκε μία λεπτεπίλεπτη αριστοκράτισσα. Ο στάρετς δεν ήταν στο μοναστήρι την ώρα που αυτή έφθασε για να πάρη την ευλογία του· ήταν ως συνήθως περιπλανώμενος στο δάσος της μονής. Μερικοί όμως που βρίσκονταν στην κορυφή του ψηλού καμπαναριού του Κιτάγιεφ είδαν τον στάρετς να επιστρέφη στο κελλί του. Βάδιζε με το κεφάλι χαμηλωμένο και είχε βρώμικα κουρέλια και πετσέτες κρεμασμένες πάνω του. Ένας Θεός ξέρει που τα βρήκε! Μία δε από τις πετσέτες αυτές ήταν φοβερά λερωμένη με περιττώματα. Προχωρώντας προς την κυρία εκείνη, ο Θεόφιλος σταμάτησε και είπε σε απλή μικρορωσική διάλεκτο:
«Ω, αυτή είναι μεγάλη κυρία! Πρέπει να σκουπίσω τα χέρια μου!»
Και τα σκούπισε με την λερωμένη πετσέτα.
«Να, ασπάσου το!», είπε τείνοντας το χέρι του προς εκείνη.
Εκείνη, όπως καταλαβαίνετε, οπισθοχώρησε τρομοκρατημένη.
«Τέτοιες είναι οι αρετές σου ενώπιον Κυρίου του Θεού», είπε ο μακάριος. «Βρωμούν, κυρία μου, βρωμούν!»
Ακόμη και η γνωστή φιλάνθρωπος και ευλαβέστατη κόμισσα Άννα Αλεξέγιεβνα Ορλόβα Τσεσμένσκαγια δεν γινόταν δεκτή με αβρότητα από τον στάρετς. Η κόμισσα ήρθε κάποια φορά στον πατέρα Θεόφιλο με προτροπή του μητροπολίτου Φιλάρετου και ζήτησε την ευλογία του για να αρχίση κάποια σημαντική υπόθεσι. Ο στάρετς δεν της απάντησε λέξι, μόνο μάζεψε από την γωνιά του δωματίου του διάφορα σκουπίδια και τα έριξε στην ποδιά του φορέματος της. Η Ορλόβα ήταν τόσο ευσεβής και τόσο ευλαβείτο τον μακάριο στάρετς, ώστε έφυγε ταπεινά με αυτά τα σκουπίδια για το σπίτι της και σε όλο τον δρόμο συλλογιζόταν για το νόημα αυτής της πράξεως του στάρετς.
Μία άλλη φορά ήρθε σ' αυτόν την παραμονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο στάρετς είχε την συνήθεια αυτή την ημέρα να καθαρίζη το κελλί του και έτσι η κόμισσα Ορλόβα τον βρήκε να πλένη τσουκάλια και πιάτα. Μόλις την είδε, ο μακάριος φώναξε χαρούμενος;
«Α, μία υπηρέτρια, ήρθε μία υπηρέτρια! Ακριβώς πάνω στην ώρα! Σε παρακαλώ, αγαπητή, πήγαινε στον Δνείπερο και πλύνε μου ένα-δυο τσουκαλάκια».
Και της έβαλε στα χέρια μία στίβα βρώμικα πιάτα. Η Άννα Αλεξέγιεβνα μόνο χαμογέλασε και χωρίς καμμία αντίρρησι πήγε στον Δνείπερο, όπου ατάραχη άρχισε με επιμέλεια να καθαρίζη τη βρωμιά από τα παλιά τσουκάλια με τα ίδια της τα χέρια, τα στολισμένα με ακριβά δακτυλίδια. Ο υπηρέτης της καθόταν με σεβασμό σε απόστασι και θαύμαζε βλέποντας την κόμισσα σε μία τέτοια ρυπαρή και ταπεινωτική εργασία.
[1]Την εποχή εκείνη το διαζύγιο ήταν σκανδαλώδες
[2] φακός για τον ένα οφθαλμό (μονόκλ)
[3] πρβλ. Ματθ. ιθ’ 19 κ.ά.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 14
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1991 - ΙΟΥΝΙΟΣ 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου