Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Ο Στάρετς και οι υπερήφανες κυρίες

Ο Στάρετς και οι υπερήφανες κυρίες

Όταν απουσίαζε από το ερημητήριο, ο μακάριος Θεόφιλος δεν κλείδωνε ποτέ το κελλί του, ακόμη και όταν έ­λειπε και ο συγκελλιώτης του στην πόλι. Αυτό το έκανε διότι και κατά την διάρκεια της απουσίας του συναθροιζόταν κόσμος στο κελλί του, κυρίως γυναίκες. Δεν υπήρχε τρόπος να τους αποφύγη. Πήγαιναν σ' αυ­τόν προτού ακόμη να πάνε στην εκκλησία και όταν έβλεπαν τον μακάριο, μετά από μακρά αναμονή έξω από το παράθυρό του, έτρεχαν πίσω του σαν κοπάδι. 
Ο στάρετς δεχόταν όλους τους ανθρώ­πους συχνά μόνο με το τραχύ ζωστικό του. Όταν άνοιγε την πόρτα του, οι γυναίκες σπρώχνονταν η μία με την άλλη, προσπα­θώντας να του δώσουν κάποιο δώρο. Μία έτεινε προς το μέρος του μία κανάτα γάλα, άλλη τυρί, βούτυρο ή αυγά, άλλη ένα μπου­κάλι κβας, πίττες κ. ά. Και ω, Θεέ μου, τι απεγνωσμένο παζάρι επακολουθούσε! Η κάθε μία προσπαθούσε να βάλη τα αγαθά της στα χέρια του, η κάθε μία ήθελε να ελ­κύση την προσοχή του. 
Για να τις ευχαριστήση για όσα του έ­φερναν, ο στάρετς Θεόφιλος ανέθετε σ' αυ­τές μία ποικιλία από αγγαρείες. Κάποια κουβαλούσε νερό ή ξύλα, κάποια ασβέστωνε τη χτιστή σόμπα ή σκάλιζε στον κήπο. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κυρίες επιδει­κτικές ή διαζευγμένες[1]. Ο μακάριος ποτέ δεν ήταν εθιμοτυπικός προς αυτές: τις έβα­ζε να πετάξουν τα νερά της πλύσεως και τα σκουπίδια, να ζυμώσουν ή να καθαρίσουν πατάτες. 
Κάποτε ήρθε στον στάρετς Θεόφιλο μία έγγαμη αρχόντισσα. Μπροστά από το κελλί του στάρετς υπήρχε μεγάλο πλήθος. Πέρασε λοιπόν σπρώχνοντας και παραμερίζοντας τους άλλους και άρχισε να φωνάζη: 
«Πατερούλη, ευλογείτε! Πατερούλη, ευ­λογείτε!» 
«Και συ ήρθες σε μένα για ευλογία;» 
«Ναι, πατερούλη, σε σένα. Θέλω να μιλή­σω μαζί σου». 
«Καλά, τώρα...»
Ο στάρετς μπήκε στο κελλί του και έφερε μία μεγάλη γαβάθα με λαχανόσουπα. 
«Κράτησε τον ποδόγυρο σου. Ο Θεός θα ευλογήση».
Και έχυσε τη λαχανόσουπα στην αναση­κωμένη φούστα. Η γυναίκα τρόμαξε. Φο­ρούσε καινούργιο μεταξωτό φόρεμα! Αλλά ο μακάριος δεν της έδωσε καιρό να μιλήση και διέκοψε τις θυμωμένες σκέψεις της. 
«Απατάς τον άνδρα σου καθημερινά... Και ήρθες σε μένα για ευλογία με μεταξωτό φόρεμα; Για κοίταξε καλά, που αποπλανάς τους νέους με την ομορφιά σου. Για κοίταξε καλά...»
Μία άλλη φορά ήρθε στον μακάριο μία σπουδαία γαιοκτήμονας. Περιστοιχισμένη από ολόκληρη ακολουθία δουλοπάροικων σταμάτησε με την άμαξά της μπροστά στην κατοικία του μακαρίου και, χαμογελώντας, άρχισε να κοιτάζη προς όλες τις κατευθύν­σεις μ' ένα φασαμέν[2]
«Πείτε μου, παρακαλώ. Πού μένει ο Θεό­φιλος;» ρώτησε δυνατά τον συγκελλιώτη που ήρθε προς το μέρος της.
«Νάτος, σκάβει στον κήπο».
Η λεπτεπίλεπτη κυρία κοίταξε προς τα πίσω και, βλέποντας τον μακάριο να σκάβη στην πρασιά φορώντας μόνο το ζωστικό του, έφτυσε στο πλάι με περιφρόνησι.
«Ντροπή! Τι αγένεια! Να τριγυρνά στο μοναστήρι μόνο με μία πουκαμίσα!»
«Μόνο με μία πουκαμίσα!», είπε ο στά­ρετς μιμούμενός την καθώς πλησίαζε. 
«Ε, συ ασπροχέρα πριγκίπισσα! Και γιατί έγδυ­σες τους δουλοπάροικούς σου μέχρι το τε­λευταίο πουκάμισο; Και γιατί τους άφησες στον κόσμο χωρίς ένα κομμάτι ψωμί; Δεν έχεις τύψεις που αφανίζεις ανθρώπους και εμφανίστηκε η ντροπή σου μπροστά σ' ένα ταπεινό μοναχό; Μετανόησε, άμετρη υπε­ρηφάνεια! Αγάπησε τον πλησίον σου[3], αλλιώς θα πικραθής όταν η αμαρτωλή ψυχή σου σταθή ενώπιον της κρίσεως του Θεού μέσα στη γύμνια των αισχρών της πράξεων».
Αυτός ο έλεγχος τόσο συγκλόνησε την γυναίκα, που βγήκε αμέσως από την άμαξα με δάκρυα μετανοίας και πέρασε μία ολό­κληρη ώρα στο κελλί του στάρετς, ικετεύον­τάς τον να την συγχωρήση και να προσεύ­χεται γι' αυτήν. 
Μία άλλη φορά το πράγμα έγινε κάπως διαφορετικά. Παρουσιάστηκε μία λεπτεπί­λεπτη αριστοκράτισσα. Ο στάρετς δεν ήταν στο μοναστήρι την ώρα που αυτή έφθασε για να πάρη την ευλογία του· ήταν ως συ­νήθως περιπλανώμενος στο δάσος της μονής. Μερικοί όμως που βρίσκονταν στην κορυφή του ψηλού καμπαναριού του Κιτάγιεφ είδαν τον στάρετς να επιστρέφη στο κελλί του. Βάδιζε με το κεφάλι χαμηλωμένο και είχε βρώμικα κουρέλια και πετσέτες κρεμασμένες πάνω του. Ένας Θεός ξέρει που τα βρήκε! Μία δε από τις πετσέτες αυ­τές ήταν φοβερά λερωμένη με περιττώματα. Προχωρώντας προς την κυρία εκείνη, ο Θε­όφιλος σταμάτησε και είπε σε απλή μικρορωσική διάλεκτο: 
«Ω, αυτή είναι μεγάλη κυρία! Πρέπει να σκουπίσω τα χέρια μου!»
Και τα σκούπισε με την λερωμένη πετσέ­τα. 
«Να, ασπάσου το!», είπε τείνοντας το χέ­ρι του προς εκείνη.
Εκείνη, όπως καταλαβαίνετε, οπισθοχώ­ρησε τρομοκρατημένη. 
«Τέτοιες είναι οι αρετές σου ενώπιον Κυ­ρίου του Θεού», είπε ο μακάριος. «Βρωμούν, κυρία μου, βρωμούν!» 
Ακόμη και η γνωστή φιλάνθρωπος και ευλαβέστατη κόμισσα Άννα Αλεξέγιεβνα Ορλόβα Τσεσμένσκαγια δεν γινόταν δεκτή με αβρότητα από τον στάρετς. Η κόμισσα ήρθε κάποια φορά στον πατέρα Θεόφιλο με προτροπή του μητροπολίτου Φιλάρετου και ζήτησε την ευλογία του για να αρχίση κά­ποια σημαντική υπόθεσι. Ο στάρετς δεν της απάντησε λέξι, μόνο μάζεψε από την γωνιά του δωματίου του διάφορα σκουπίδια και τα έριξε στην ποδιά του φορέματος της. Η Ορλόβα ήταν τόσο ευσεβής και τόσο ευλαβείτο τον μακάριο στάρετς, ώστε έφυγε τα­πεινά με αυτά τα σκουπίδια για το σπίτι της και σε όλο τον δρόμο συλλογιζόταν για το νόημα αυτής της πράξεως του στάρετς. 
Μία άλλη φορά ήρθε σ' αυτόν την παρα­μονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτό­κου. Ο στάρετς είχε την συνήθεια αυτή την ημέρα να καθαρίζη το κελλί του και έτσι η κόμισσα Ορλόβα τον βρήκε να πλένη τσουκάλια και πιάτα. Μόλις την είδε, ο μακάρι­ος φώναξε χαρούμενος; 
«Α, μία υπηρέτρια, ήρθε μία υπηρέτρια! Ακριβώς πάνω στην ώρα! Σε παρακαλώ, α­γαπητή, πήγαινε στον Δνείπερο και πλύνε μου ένα-δυο τσουκαλάκια».
Και της έβαλε στα χέρια μία στίβα βρώμι­κα πιάτα. Η Άννα Αλεξέγιεβνα μόνο χα­μογέλασε και χωρίς καμμία αντίρρησι πήγε στον Δνείπερο, όπου ατάραχη άρχισε με ε­πιμέλεια να καθαρίζη τη βρωμιά από τα πα­λιά τσουκάλια με τα ίδια της τα χέρια, τα στολισμένα με ακριβά δακτυλίδια. Ο υπη­ρέτης της καθόταν με σεβασμό σε απόστασι και θαύμαζε βλέποντας την κόμισσα σε μία τέτοια ρυπαρή και ταπεινωτική εργασία.

[1]Την εποχή εκείνη το διαζύγιο ήταν σκανδαλώδες
[2] φακός για τον ένα οφθαλμό (μονόκλ)
[3] πρβλ. Ματθ. ιθ’ 19 κ.ά.


ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 14
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1991 - ΙΟΥΝΙΟΣ 1992

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις