Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

Αγία Ουλφία (Ulphia) της Αμιένης (Amiens) και Άγιος Δομίτιος (Domitius) της Αμιένης.


 
Αγία Ουλφία (Ulphia) της Αμιένης (Amiens) και Άγιος Δομίτιος (Domitius) της Αμιένης. 
31 Ιανουαρίου. 
Η Αγία Ulphia (επίσης Ulphe, Olfe, Wulfe, Wolfia, ή Wulfia) της Αμιένης (Amiens) είναι μία Αγία ιδιαίτερα αγαπητή στην Αμιένη. Σύμφωνα με την παράδοση ότι ήταν μια νεαρή κοπέλα όπου ζούσε στις όχθες του ποταμού Noye σαν ερημίτισσα, σε αυτό που αργότερα θα γινόταν η κοινότητα του Saint-Acheul, κοντά στην Αμιένη στο Βασίλειο των Φράγκων, κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του πνευματικού της πατέρα Αγίου Δομιτίου/Domitius [31 Ιανουαρίου και 23 Οκτωβρίου]. Προς το τέλος της ζωής της μαζεύτηκαν δίπλα της και άλλες γυναίκες και ίδρυσε μία γυναικεία μοναστική κοινότητα στην Αμιένη. 
Η παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Ουλφία έφερα βατράχους στην περιοχή γύρω από το ασκητήριό της, που χτίστηκε σε μια βαλτώδη περιοχή, προκειμένου να την κρατούν το βράδυ ξύπνια με το δυνατό τους κόασμα. Έτσι, στην εικονογραφία της, απεικονίζεται ως μια νεαρή καλόγρια καθισμένη σε στάση προσευχής πάνω σε ένα βράχο με έναν βάτραχο δίπλα της. 
Ένας αγιογράφος του 19ου αιώνα σημείωνε ότι οι βάτραχοι στην περιοχή γύρω από το ασκητήριο της Αγίας Ουλφίας ήταν πράγματι πολύ ήσυχοι. Ωστόσο, εάν αυτοί οι βατράχοι μεταφερθούν αλλού, γίνονται ξανά θορυβώδης. 
Η Αγία Ουλφία κοιμήθηκε οσιακά.  
Ο Άγιος Δομίτιος (Domitius) ήταν Διάκονος της Εκκλησίας της Αμιένης και πνευματικός πατέρας της Αγίας Ουλφίας. Ζούσε ως ερημίτης στις όχθες του ποταμού Άβρ (Avre). 
Ο Άγιος Δομίτιος κοιμήθηκε οσιακά.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Γιατί ψάλλουμε το «Κύριε ελέησον» 12 και 40 φορές;



Γιατί ψάλλουμε το «Κύριε ελέησον» 12 και 40 φορές;

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 


Στις ακολουθίες της Εκκλησίας απαγγέλλεται η σύντομη προσευχή «Κύριε ελέησον» άλλοτε δώδεκα (ιβ΄) και άλλοτε σαράντα φορές (μ΄). 
Πρόκειται για μια σύντομη προσευχή με βαθύτατο συμβολισμό. Όπως τονίζει ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, εκφωνείται το «Κύριε ελέησον» δώδεκα φορές «διά το δωδεκάωρον της ημέρας και το δωδεκάωρον της νύκτας, εις αγιασμόν ημών και κάθαρσιν». 
Όσον αφορά τις σαράντα φορές του «Κύριε ελέησον», ο όσιος πατήρ, θα σημειώσει: «Το Κύριε ελέησον», τεσσαράκοντα εις αγισμόν του καιρού παντός της ζωής ημών. 
Των γαρ τριακοσίων εξήκοντα πέντε ημερών αποδεκάτωσις, ως φασί τινές, αι τεσσαράκοντα, εν αίς η μεγάλη νηστεία, και εν εκάστω καιρώ προσευχής, το Κύριε ελέησον τεσσαράκοντα εις εξάλειψιν των εν πάση ημέρα και ώρα αμυθήτων ημών αμαρτιών». 
Δηλαδή λέμε το Κύριε ελέησον σαράντα φορές για τον αγιασμό του χρόνους όλης της ζωής μας, καθώς το 40 αποτελεί το δέκατο των 365 ημερών χρόνου (για την ακρίβεια το δέκατο είναι το 36 1/2, αλλά γίνεται στρογγυλοποίηση). Άλλοι λένε ότι, είναι οι σαράντα ημέρες της νηστείας. 
Επίσης σε κάθε χρόνο προσευχής ψάλλουμε το «Κύριε ελέησον» 40 φορές για την εξάλειψη των αμετρήτων αμαρτιών, που διαπράττουμε κάθε ημέρα και ώρα.

Αγία Παρθενομάρτυς Μαρτίνα της Ρωμής.



Αγία Παρθενομάρτυς Μαρτίνα της Ρωμής. 
30 Ιανουαρίου. 
Η Αγία Παρθενομάρτυς Μαρτίνα της Ρώμης μαρτύρησε κατά την διάρκεια των διωγμών που είχε εξαπολύσει ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος. Θεωρείται πολιούχος της Ρώμης, μαρτύρησε το 226, σύμφωνα με ορισμένες αρχές, ή πιθανότατα το 228, όταν στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης ήταν ο Άγιος Ουρβανός Α' Πάπας Ρώμης [25 Μαΐου], σύμφωνα με άλλους. 
Με ευγενική καταγωγή, κόρη ενός πρώην πρόξενου ορφάνεψε σε νεαρή ηλικία, ήταν ευγενής και όμορφη. Δεν δίστασε να δείξει ανοιχτά τη χριστιανική της πίστη και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τους διώκτες των χριστιανών, έτσι η Αγία δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις διώξεις του αυτοκράτορα. 
Συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα ο οποίος στην αρχή με υποσχέσεις για τιμές και δόξα και κολακείες προσπάθησε να πείσει την Αγία να απαρνηθεί την χριστιανική πίστη. Η Αγία όμως με θάρρος κήρρυτε την αγάπη της στον γλυκό της Ιησού. Τότε ο αυτοκράτορας οδήγησε την Αγία στο ναό του Απόλλωνα και τη διέταξε να επιστρέψει στην ειδωλολατρία και να προσφέρει θυσία στους ψεύτικους θεούς. Η Αγία αρνήθηκε και κάνοντας το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού γκρέμισε το άγαλμα του Απόλλωνα. 
Οργισμένος ο αυτοκράτορας διέταξε να οδηγήσουν την Αγία στο αμφιθέατρο και να την υποβάλλουν σε μία σειρά βασανιστηρίων. 
Στην αρχή μαστίγωσαν την Αγία Μάρτυρα και ξέσκισαν τις σάρκες της με μεταλλικούς γάντζους, το αίμα της πότιζε τη γη, όμως η Αγία δεχόταν το μαρτύριο με ευχαρίστηση για χάρη του Χριστού. 
Ο αυτοκράτορας γεμάτος θυμό διέταξε να ρίξουν την Αγία στα άγρια θηρία, αυτά όμως αντί να επιτεθούν στην Μάρτυρα, πλησίασαν την Αγία και έγλειφαν τις πληγές της. 
Ο αυτοκράτορας που είχε κυριευτεί από οργή, έδωσε διαταγή να δέσουν την Αγία σε πάσαλο και να ανάψουν φωτιά ώστε να καεί ζωντανή, όμως Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος, η φωτιά αντί να κάψει την Αγία στράφηκε κατά των δήμιων και των θεατών. Στη θέα αυτού του θαύματος οι βασανιστές της πίστεψαν και ομολόγησαν τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό. 
Ο αυτοκράτορας μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο έδωσε εντολή να αποκεφαλίσουν την Αγία και όσους ομολόγησαν τον Χριστό. 
Τα ιερά λείψανα της Αγίας ανακαλύφθηκαν από τον ιταλό ζωγράφο, αρχιτέκτονα, σχεδιαστή και διακοσμητή Πιέτρο ντα Κορτόνα (Pietro da Cortona, 1596-1669) σε μία κρύπτη μέσα σε μία σαρκοφάγο από τερακότα, στον ιερό ναό Αγίων Λουκά και Μαρτίνας.

Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος του Σλίβεν.



Άγιος Νεομάρτυς Δημήτριος του Σλίβεν. 
 30 Ιανουαρίου. 
Γεννήθηκε την 9η Ὀκτωβρίου 1818 στό Σλίβεν της Βουλγαρίας καί υπηρξε καρπός προσευχής των άτέκνων γονέων του. Μετά τον θάνατο των γονέων του ο αδελφός του Στέφανος έφυγε στή Βλαχία και ὁ νεαρός Δημήτριος δεν μπόρεσε νά διαχειριστεί τήν πατρική περιουσία, με αποτέλεσμα αυτή νά καταπατηθεί από Ὀθωμανούς γείτονες. Τότε έχασε ακόμη και τό σπίτι του και αναγκάστηκε νά ζητήσει εργασία σ' ένα αρτοποιείο. 
Πιεζόμενος από τόν νέο μουσουλμάνο δικαστή της πόλεως ν'αλλαξοπιστήσει, ομολόγησε σταθερά την χριστιανική πίστη καί γι’ αυτό συνελήφθη, φυλακίστηκε γιά ένα ολόκληρο χρόνο, βασανίστηκε και τελικά αποκεφαλίστηκε την 30η Ίανουαρίου 1841, σε ηλικία μόλις 23 ετών. 'Ενώ αρχικά ο δικαστής είχε διατάξει να ριχτεί τό σώμα του στό παρακείμενο ποτάμι, στη συνέχεια χρηματίσθηκε από κάποιους εύπορους χριστιανούς και παρέδωσε το λείψανο να ταφεί. Ή μνήμη του τιμάται την 30η Ιανουαρίου. 
Ένας από τους παλαιότερους ναούς στο Sliven είναι ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Δημητρίου. Στη σημερινή του μορφή χτίστηκε το 1831. Η παράδοση αναφέρει ότι ο τόπος αυτός ήταν μια παλιά, μικρή, ξύλινη εκκλησία. Σύμφωνα με τις διατάξεις του τουρκικού κράτους κατά την περίοδο από το 14ο έως τον 19ο αιώνα δεν μπορούσαν να χτιστούν χριστιανικές εκκλησίες κοντά σε τζαμιά. Το αντίθετο ήταν δυνατό. 
Δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ήταν ένα τζαμί, γνωστό ως" Hadji Ρετζέπ dzhamisi" που υπήρχε μέχρι το 1891. Σύμφωνα με τον επιφανή ιστοριογράφο του Sliven Συμεών Tabakov αυτό το τζαμί χτίστηκε το 1710. Η ημερομηνία είναι σημαντική επειδή δείχνει ότι η παλιά εκκλησία χτίστηκε πριν από 1710. Το 1815 έγινε μια πυρκαγιά σε όλο το τότε παζάρι του Σλίβεν και η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου κάηκε μαζί με όλα τα άλλα κτίρια. 
Η αποκατάσταση της εκκλησίας ξεκίνησε τον αμέσως επόμενο χρόνο και οι εργασίες κατασκευής το 1831 και η αφιέρωση του ναού έγινε το 1834. 
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι βασιλική με 31 μέτρα μήκος και 15 μέτραπλάτος και έκταση 461 τετραγωνικών μέτρων. 
Πηγή: εδώ 

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Άγιος Ασιότ ο Κουροπαλάτης, Βασιλιάς Γεωργίας.


Άγιος Ασιότ ο Κουροπαλάτης, Βασιλιάς Γεωργίας. 
 27 Ιανουαρίου 
Ο Άγιος Ασιότ γεννήθηκε και βασίλευσε στη Γεωργία τον 9ο αιώνα μ.Χ. Ο ευσεβής ηγεμόνας ανήγειρε πολλούς ναούς και αρκετές μονές. Φονεύθηκε υπό των Αράβων μέσα στο ναό του κάστρου του Αρτανούγκι της Γεωργίας, τον οποίο είχε κτίσει. Στα Γεωργιανά Συναξάρια αναφέρεται και ως Κουροπαλάτης.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Η αγία Παύλα της Ρώμης


Η αγία Παύλα της Ρώμης
26 Ιανουαρίου  
Η οικογένεια της αγίας Παύλας ήταν από τις λαμπρότερες της Ρώμης. Η αγία γεννήθηκε το 347 και παντρεύτηκε σε ηλικία δέκα πέντε χρόνων με τον Τοξότιο, πλούσιο και ένδοξο αριστοκράτη παγανιστή, που την άφησε ελεύθερη να οργανώσει το σπιτικό της με τρόπο ευάρεστο στον Χριστό. 
Από αυτή την ένωση γεννήθηκαν πέντε παιδιά: η αγία Βλησίλλα [22 Ιανουαρίου στο λατινικό εορτολόγιο], η Παυλίνα, η Ευστοχία [28 Σεπτεμβρίου], ο Ρουφίνος και ο Τοξότιος. Φαινόταν να πληρούται από κάθε επίγειο αγαθό, όταν ο Θεός ξαφνικά της άνοιξε, σε ηλικία τριάντα δύο χρόνων, έναν άλλο δρόμο, με τον θάνατο του άντρα της. Αφού τον έκλαψε πικρά, αποφάσισε να αφιερώσει στο εξής τη ζωή της υπηρετώντας τον Θεό και τους φτωχούς, ακολουθώντας το πρότυπο της αγίας Μαρκέλλας [31 Ιανουαρίου], η οποία μετέτρεψε το ανάκτορό της στο Αβεντίνο σε μοναστήρι, παράδειγμα ευαγγελικής τελειότητας εν μέσω της διεφθαρμένης Ρώμης. 
Εδώ δέθηκε με πνευματική φιλία με τον άγιο Ιερώνυμο [15 Ιουνίου], που είχε έρθει από την Ανατολή συντροφιά με τον Παυλίνο Αντιοχείας και τον Επιφάνιο Σαλαμίνας [12 Μαΐου]. Η Παύλα πρόσφερε φιλοξενία στους δύο μακάριους ιεράρχες και ακούγοντας με πάθος τις αφηγήσεις τους για τους ασκητές της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Ρώμη, την οικογένειά της και τα αγαθά της πηγαίνοντας να ζήσει στην έρημο. Καθυστερώντας λίγο από αγάπη για τα παιδιά της αποφάσισε την αναχώρηση μετά την αιφνίδια θανή της Βλησίλλας, και χωρίς να στραφεί πίσω της, ανέβηκε στο πλοίο συντροφιά με την Ευστοχία και μια ομάδα παρθένων. 
Περνώντας από την Κύπρο και την Αντιόχεια, ξαναβρήκε τον άγιο Ιερώνυμο που της χρησίμευσε για οδηγός στο υπόλοιπο του προσκυνήματός της στη Συρία και την Παλαιστίνη. Φθάνοντας στα Ιεροσόλυμα, απαρνήθηκε τις τιμές που της επιφύλαξε ο ανθύπατος Παλαιστίνης, προτιμώντας ένα ταπεινό κατάλυμα, και περνούσε τον καιρό της επισκεπτόμενη με δάκρυα τους Αγίους Τόπους. Περιέτρεξε έτσι ολόκληρη την Αγία Γη, επισκέφθηκε τους άγιους μοναχούς στις ερήμους της Αιγύπτου, και γύρισε μετά ένα χρόνο στη Βηθλεέμ, σχεδιάζοντας να θεμελιώσει, κοντά στο Σπήλαιο της Γεννήσεως, ένα μοναστήρι για τις παρθένες και τις χήρες που την συνόδευαν και ένα αντρικό για τον άγιο Ιερώνυμο και τους φίλους του. 
Εμπνεόμενη από τη μονή της αγίας Μελάνης στο Όρος των Ελαιών [31 Δεκεμβρίου] και από όσα έμαθε στην Αίγυπτο, στα μοναστήρια του αγίου Παχωμίου, διαίρεσε το γυναικείο κοινόβιο σε τρεις ομάδες, ανάλογα με την κοινωνική προέλευση και την παιδεία τους, με μια ηγουμένη στην κάθε ομάδα. Χωρίζονταν για την εργασία και τα γεύματα και όλες τους συνάγονταν για προσευχή στην εκκλησία. Καθημερινά έψαλλαν τους Ψαλμούς, τους οποίους οι αδελφές όφειλαν να αποστηθίζουν, και καθεμιά τους έπρεπε επιπλέον να μαθαίνει και να μελετά στη διάρκεια της ημέρας ένα ακόμη χωρίο της Αγίας Γραφής. 
Όσο γι’ αυτήν, είχε μάθει εβραϊκά και υπό την καθοδήγηση του Ιερωνύμου είχε προσηλωθεί στην ερμηνεία, με την πνευματική σημασία του όρου, των πιο σκοτεινών εδαφίων. Τόσο την είχε εμποτίσει ο λόγος του Θεού, ώστε σε κάθε περίσταση, σε αλεπάλληλα πένθη, σε αρρώστιες, σε θλίψεις ή σε χαρές, ήξερε να βρίσκει το αντίστοιχο εδάφιο και να το εντάσσει στην αδιάλειπτη προσευχή της υψώνοντας την ψυχή της στον Θεό. 
Αποτελούσε για τις πνευματικές της κόρες ζωντανό παράδειγμα όλων των αρετών, προθυμίας στην προσευχή, ζήλου στην εργασία, αυστηρότητας στη νηστεία. Δεν γνώριζε υπερβολή παρά μονάχα ελεώντας και αγαπώντας τους φτωχούς. Επιθυμώντας να αποκτήσει η ίδια την εν πνεύματι πτωχεία και να αποδώσει στον Θεό ό,τι Αυτός της παρέσχε σε επίγεια αγαθά, τα μοίραζε σε κάθε φτωχό που παρουσιαζόταν. Έδινε ακόμη και πράγματα απαραίτητα στην συντήρηση τής κοινότητας και χρεωνόταν βαριά, αψηφώντας τις παραινέσεις και την επίκληση της λογικής από μέρους του Ιερωνύμου, για να μη ξαποστείλει κανέναν γυμνό ή νηστικό. 
Καθώς την κατηγορούσαν ότι ταλαιπωρεί με υπέρμετρες στερήσεις τη σάρκα της, αποκρινόταν: «Όπως άλλοτε έδειχνα τόση φροντίδα να αρέσω στον άντρα μου και τον κόσμο, βάφοντας το πρόσωπο μου άσπρο και κόκκινο, επιθυμώ τώρα να δυνηθώ να αρέσω στο Χριστό καταπονώντας τούτο το σώμα που έζησε μέσα στην τρυφή». 
Παρά τις υψηλές αρετές της και την αγάπη της για όλους, συκοφαντήθηκε από τους οπαδούς του Ωριγένη, που την καταδίωκαν με το μίσος τους, εξαιτίας της φιλίας της με τον εχθρό τους τον άγιο Ιερώνυμο. Πιο καρτερική από τον φλογερό Ιερώνυμο, τον παρότρυνε στη γλυκύτητα και τη μεγαλοψυχία, κατά το παράδειγμα του Σωτήρα μας απέναντι στους εχθρούς Του. Λίγο καιρό αργότερα, υπό την απειλή της εισβολής των Ούννων, ετοιμάστηκε να φύγει από τη Βηθλεέμ με τις μοναχές. Τη στιγμή όμως που πήγαιναν ν’ ανέβουν στο πλοίο, πληροφορήθηκαν ότι οι βάρβαροι από θεία παρέμβαση γύρισαν πίσω. 
Με συντριμμένη τη μητρική της καρδιά από την απώλεια διαδοχικά των δύο άλλων της παιδιών, της Παυλίνας και του Τοξότιου, η Παύλα υποβλήθηκε, τα τελευταία χρόνια της ζωής της, στην ύστατη δοκιμασία και το καθημερινό μαρτύριο της αρρώστιας. Με τη γλυκιά Ευστοχία να της παραστέκεται κάθε στιγμή, υπέφερε τους πόνους με θαυμαστή καρτερία και αυταπάρνηση. Παρ’ όλο που η ψυχή της μόλις που κρατιόταν στο σώμα της, ψιθύριζε αδιάκοπα, με την άκρη των χειλιών, τους στίχους: «Κύριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον σκηνώματος δόξης σου. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου» (Ψαλμ. 25:8 και 83:3).

Αφού καθησύχασε τις αδελφές, τους επισκόπους, τους μοναχούς και τους ιερείς, που συνάχθηκαν πλήθος γύρω της, φερμένοι από όλη την Παλαιστίνη, απότομα το πρόσωπό της φεγγοβόλησε. Ενέτεινε την προσοχή της για να ακούσει τον Χριστό να της λέει: «Ανάστα, ελθέ η πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου, ότι ιδού ο χειμών παρήλθεν!» (Άσμα ασμάτων 2:10-11). Του απάντησε χαρούμενη: «Ο καιρός του θερισμού έφθασε. Μου φαίνεται ότι βλέπω τα αγαθά του Κυρίου εις γην ζώντων», και παρέδωσε την ψυχή της. Ήταν σε ηλικία πενήντα έξι χρόνων [26 Ιανουαρίου 404].

Κηδεύθηκε θριαμβευτικά εν μέσω πλήθους μοναχών που ήρθαν από παντού, και ντόπιων που θρηνούσαν στο πρόσωπό της τη μητέρα τους και την προστάτιδά τους.
 
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος (Ιανουάριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Η χρυσή στολή του αγίου Μαρκιανού



Η χρυσή στολή του αγίου Μαρκιανού 
Κατά την τέλεση των εγκαινίων του ναού της αγίας μάρτυρος Αναστασίας, τον οποίο έκτισε από τα θεμέλια ο μέγας Μαρκιανός, και ενώ είχαν προσέλθει, όπως ήταν φυσικό, και οι βασιλείς και ο πατριάρχης και όλη η πόλη, κάποιος φτωχός πλησίασε τον άγιο και, με το βλέμμα στραμμένο στο δεξί του χέρι, του ζήτησε κάτι, για να ανακουφίσει την πείνα του. 
Ο άγιος έτυχε τότε να μην έχει τίποτε επάνω του, μέσα όμως στην ψυχή του είχε πράγματι πολλή καλοσύνη και φιλανθρωπία. Απομακρύνθηκε λοιπόν από όλους και αναζήτησε κάποιο μέρος όσο γινόταν πιο αθέατο. Συνέβαινε επίσης να μη φορά τίποτε άλλο, εκτός από έναν χιτώνα, καθώς σε όλη του τη ζωή συνήθιζε να μη φορά δεύτερο ρούχο. Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση ο άγιος θα μπορούσε εύκολα να δικαιολογηθεί και να απορρίψει την ικεσία του φτωχού, αφού για το ότι δεν έχει τίποτε επάνω του είχε μάρτυρα τον Θεό που βλέπει τα πάντα. Εκείνος όμως, σαν να φοβόταν ότι θα λυπούσε τον Θεό αν δεν έδινε κάτι, έβγαλε αυτό το μοναδικό ρούχο που φορούσε και το έδωσε πρόθυμα στον φτωχό. Έμεινε λοιπόν μόνο με την ιερατική στολή· και το φελόνι, το οποίο κάλυπτε το σώμα του, το τραβούσε από όλες τις πλευρές, προσπαθώντας όσο μπορούσε να διαφύγει την προσοχή. 
Όταν βρέθηκε μέσα στο ιερό και ο πρώτος των ιερέων του έδωσε εντολή να τελέσει αυτός τη θεία μυσταγωγία, ο άγιος συνέχισε να μαζεύει το φελόνι του, όπως είπαμε, προσπαθώντας να κρύψει το γεγονός. Οι άλλοι όμως ιερείς, και μαζί με αυτούς και ο πατριάρχης, τον κοίταξαν και είδαν κάποιο θαυμαστό θέαμα, πρωτοφανές και ανείπωτο, που μόνο όποιοι το είδαν θα το πίστευαν: ο άγιος φορούσε από μέσα μια στολή βασιλική, ολοκέντητη με λαμπερό χρυσάφι, η οποία φαινόταν πιο πολύ όταν σήκωνε τα χέρια και μετέδιδε τη θεία κοινωνία σε όσους προσέρχονταν. 
Βλέποντας αυτά, άλλοι από τους ιερείς θαύμαζαν σιωπηλοί, ενώ άλλοι το έλεγαν σε άλλους, κάποιοι με θαυμασμό και κάποιοι με φθόνο. Οι τελευταίοι μάλιστα πήγαν και στον πατριάρχη Γεννάδιο, [1] νομίζοντας ότι αγνοεί αυτό που πολύ θα ήθελαν να ξέρει, και του το είπαν, διασύροντας συγχρόνως και διαβάλλοντας τον άγιο. Ο πατριάρχης απάντησε ότι το είδε και αυτός, δεν ήξερε όμως πώς έγινε και γι’ αυτό ήταν γεμάτος απορία. 
Όταν ο Μαρκιανός τελείωσε τη θεία μυσταγωγία, τον κάλεσε ο πατριάρχης, τον πήρε ιδιαιτέρως και τον μάλωσε για τη στολή, λέγοντας ότι κάτι τέτοια ταιριάζουν σε βασιλείς και όχι σε ιερείς. Εκείνος απόρησε περισσότερο από τον απορημένο πατριάρχη και έπεσε στα πόδια του, βρέχοντάς τα με πολλά δάκρυα. Διέψευσε απόλυτα την κατηγορία και απέδωσε το πράγμα σε οφθαλμαπάτη, προσθέτοντας: «Και μόνο να σκεφτόμουν κάτι τέτοιο, θα ήταν ξεκάθαρη τρέλα». 
Μετά από αυτό ο πατριάρχης, θεωρώντας ανόητο και ολοφάνερα παράλογο το να μην πιστεύει στα μάτια του, έπιασε με το χέρι του το φελόνι του αγίου και αμέσως το ανασήκωσε μαζί με την ιερατική στολή, και η συνέχεια ήταν θαυμαστή και ως θέαμα και ως διήγηση: ο χρυσός εκείνος χιτώνας που έβλεπαν πριν από λίγο δεν υπήρχε πουθενά, ενώ ο άγιος φάνηκε γυμνός, όπως και πράγματι ήταν κάτω από τα ιερατικά αυτά άμφια, αυτός που ήταν αληθινά ντυμένος με τους αόρατους χρυσούς χιτώνες της αρετής. Τούτο άφησε κατάπληκτο τον πατριάρχη, άφησε κατάπληκτους και τους βασιλείς, καθώς το γεγονός διαδόθηκε και σε αυτούς, και με όλα αυτά δοξαζόταν ο Θεός και ο υπηρέτης του Μαρκιανός. 
[1]Πρόκειται για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άγιο Γεννάδιο Α’ (458-471). 
Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Νοεμβρίου.  
ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΜΣΤ(46), σελ. 364. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006.

Αγία Τόρτγκιθ/Θεοριγκίθα του Μπάρκινκ.



Αγία Τόρτγκιθ/Θεοριγκίθα του Μπάρκινκ.  
26 Ιανουαρίου. 
Η Αγία Τόρτγκιθ (Tortgith/Theorigitha), ήταν μοναχή στη γυναικεία μονή του Μπάρκινκ και ήταν αδελφική φίλη της Ηγουμένης Αγίας Εθελβούργας [11 Οκτωβρίου]. Περιγράφεται ως υπόδειγμα υπομονής, ταπεινώσεως με πολύ ζήλο και φροντίδα για τους νέους. 
Υπέφερε από παράλυση για έξι χρόνια (669 - 675) και αξιώθηκε οράματος που αφορούσε την Αγία Εθελβούργα λίγο πριν από την κοίμησή της. Τρία χρόνια αργότερα, αφού έχασε την ικανότητα της ομιλίας καθώς και την κίνηση στα άκρα, είχε ένα άλλο όραμα και μίλησε με την Αγία Εθελβούργα για τον επικείμενο θάνατό της.

Τα λόγια της, καταγράφηκαν από μάρτυρες και στάλθηκαν στον Άγιο Βεδέα τον Σεβάσμιο [27 Μαΐου].

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

Ἂν δὲν ἤμουν δικός σου, ἄδικα ἔζησα, Χριστέ μου.



ΠΟΙΗΜΑ ΟΔ΄ 
[Πρὸς Χριστόν]

Γιατί μὲ βασανίζεις; Δὲν λέω, ἦρθα στὴ ζωή· πάει καλά.
μως γιατί θὰ πρέπει νὰ μὲ δέρνουν οἱ φουρτοῦνες τῆς ζωῆς;
Θὰ σοῦ τὸ πῶ… εἶναι θρασύ, μὰ θὰ σ᾽ τὸ πῶ:
ν δὲν ἤμουν δικός σου, ἄδικα ἔζησα, Χριστέ μου.
Γεννιόμαστε, σκορπίζουμε, τελειώνουμε.
Νυστάζουμε, κοιμόμαστε, ἀγρυπνᾶμε.
Πορευόμαστε, ἀρρωσταίνουμε, γινόμαστε καλά…
καὶ πάλι ἀπολαύσεις, πάλι πόνοι.
Τρέχουμε πίσω ἀπ᾽ τὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τῆς γῆς τὰ πράγματα.
στερα πεθαίνουμε, σαπίζει ἡ σάρκα.
λα αὐτὰ δὲν ἀνήκουν καὶ στὰ ζῶα;
σχημα ἀκούγονται τὰ ζῶα, μὰ δὲν φταῖνε.
Εἶναι τουλάχιστον ἀθῶα. Ἐγώ, τί παραπάνω; Τίποτα ἢ Θεός.
ν δὲν ἤμουν δικός σου, ἄδικα ἔζησα, Χριστέ μου.

 
ΟΔ΄. 
Πρὸς Χριστόν.

Τίς ἡ τυραννίς; ἦλθον εἰς βίον· καλῶς.
Τί δὲ στροβοῦμαι ταῖς βίου τρικυμίαις;
Ἐρῶ λόγον, θρασὺν μὲν, ἀλλ’ ὅμως ἐρῶ.
Εἰ μὴ σὸς εἴην, ἠδίκημαι, Χριστέ μου.
Γεννώμεθ’, ἐκλυόμεθ’, ἐκπληρούμεθα,
Ὑπνῶ, καθεύδω, γρηγορῶ, πορεύομαι
Νοσοῦμεν, εὐεκτοῦμεν, ἡδοναὶ, πόνοι.
Ὡρῶν μετασχεῖν ἡλίου, τούτων ἃ γῆς,
Θανεῖν, σαπῆναι σάρκα· ταῦτα καὶ βοτῶν,
Ἃ δυσκλέα μὲν, ἀλλ’ ὅμως ἀνεύθυνα.
Τί οὖν ἐμοὶ τὸ πλεῖον; οὐδὲν, ἢ Θεός.
Εἰ μὴ σὸς εἴην, ἠδίκημαι, Χριστέ μου.

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

Αποδόσεις του Γιώργου Μπλάνα 
Ο ποιητής Γιώργος Μπλάνας έχει παρουσιάσει πρόσφατα ορισμένες αποδόσεις ποιημάτων του Γρηγορίου Ναζιανζηνού στις ηλεκτρονικές σελίδες του facebook. Αυτές συγκεντρώνουμε και παραθέτουμε εδώ, ενώ υπενθυμίζουμε και την απόδοση ενός άλλου ποιήματος του Γρηγορίου που δημοσίευσε στον ιστότοπο του ηλεκτρονικού περιοδικού μας Νέο Πλανόδιον (ΠΟΙΗΜΑ ΜΑ΄. Πρὸς Μάξιμον) και βρίσκει ο ενδιαφερόμενος εδώ.

Ποίοι, πότε και πόσο να θεολογούν

Ποίοι, πότε και πόσο να θεολογούν

Τις πρωινές ώρες βγήκε από το κελλί του. Φώναξε δύο διάκους και τους μίλησε. Έπρεπε να ειδοποιήσουνε παντού. Το απόγευμα εκείνο θα κήρυττε, φυσικά στην Αναστασία. Οι διάκοι φύγανε αμέσως. Από στόμα σε στόμα η Πόλη έμαθε. Το απόγευμα οι ορθόδοξοι μαζεύτηκαν. Μαζί και μερικοί κακόδοξοι, αρειανοί, πνευματομάχοι και απολιναριστές. 
Γέμισε η Αναστασία, πλημμύρισε ο γυναικωνίτης, έξω από το ναό κι άλλος κόσμος. 
Καμμιά φορά ήρθε και ο Γρηγόριος. Μικρόσωμος σκελετωμένος, λίγο κυρτός, με τα μάτια χαιρετούσε τους πιστούς, του κάνανε διάδρομο να περάσει. Μπήκε στο ιερό Βήμα. Γονάτισε στην άγια Τράπεζα κι έμεινε ακίνητος για λίγα λεπτά. Σηκώθηκε, τράβηξε το βήλο της Ωραίας Πύλης και βγήκε. Στάθηκε στο μεγάλο σκαλοπάτι, κοίταξε με αγάπη το εκκλησίασμα, έδωσε τόνο αυστηρό στη φωνή και άρχισε: 
ρκετά, το κακό έχει πολύ προχωρήσει. Πολλοί μιλάνε για τα θεία χωρίς περίσκεψη. Ενδιαφέρονται μόνο για ωραίες φράσεις, να εντυπωσιάζουν οι λόγοι τους... και να χειροκροτούνται. Ηδονίζονται με τις λογομαχίες, είναι χειρότεροι κι από τους αρχαίους σοφιστές. 
Πιο κάτω έγινε πιο αυστηρός και, κοιτάζοντας όλους στα μάτια, συνέχισε: 
άθατε όλοι να μιλάτε για όλα κι ας έχετε βουνό την αμάθεια. Το θράσος είναι μεγάλο. Διδάσκετε χωρίς να γνωρίζετε και το μυστήριο της αλήθειας πέφτει χαμηλά, πέφτει στα μάτια του κόσμου...
Οι πιο τολμηροί κινήθηκαν να τον διακόψουν. Συνηθιζόταν στην εποχή εκείνη να διακόπτουνε τον ομιλητή, να του φέρνουν αντιρρήσεις ή να του ζητούν εξηγήσεις. Ήσαν εκεί και «κατάσκοποι», να παίρνουν λόγια κι επιχειρήματα, να τα πηγαίνουν στους αντιπάλους του Γρηγορίου και μάλιστα στον Ευνόμιο, που ζούσε τότε στη Χαλκηδόνα απέναντι από την Πόλη. 
-Kάντε υπομονή και μη με διακόπτετε, είπε αποφασιστικά. Θα σάς το πω μια και καλή. Δεν είναι του καθενός να θεολογεί, να φιλοσοφεί για το Θεό. Το έργο τούτο ανήκει μόνο σ’ αυτούς που είναι είναι δοκιμασμένοι, που έχουνε ζήσει τα θεία πράγματα, που έχουνε καθαρίσει την ψυχή τους από την αμαρτία ή τουλάχιστον αγωνίζονται συνεχώς για την ψυχική τους καθαρότητα. Είναι φοβερά επικίνδυνο να πλησιάζει κανείς τον καθαρό Θεό, χωρίς κι ο ίδιος να είναι καθαρός. Όπως όταν πέσουνε οι καυτερές ακτίνες του ήλιου σε μάτι άρρωστο το μάτι τότε θ’ αρρωστήσει περισσότερο. Προσοχή, λοιπόν, μην επιχειρείτε να θεολογείτε χωρίς προϋποθέσεις. Και η κάθαρση πρώτη προϋπόθεση.
Το ενδιαφέρον των ακροατών άναψε. Πολλοί θυμώσανε. Και ο Γρηγόριος συνέχισε με τη δεύτερη προϋπόθεση. 
α θεολογούν εκείνοι που απαλλαχτήκανε από τις καθημερινές επίμοχθες εργασίες. Όσο κανείς αφιερώνεται αποκλειστικά στο έργο της θεολογίας, τόσο περισσότερο πετυχαίνει ως θεολόγος. Είναι να λυπάται κανείς, όταν βλέπει κάποιους από τη μια μέρα στην άλλη να γίνονται θεολόγοι... πέφτουνε το βράδυ να κοιμηθούνε τεχνίτες και ξυπνούνε σοφοί, αυτοχειροτόνητοι θεολόγοι.
Με τα λόγια τούτα, όλοι κατάλαβαν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πιστών δεν πρέπει να θεολογούν. Και προχώρησε ο κήρυκας στην τρίτη προϋπόθεση:
αι να μη γίνεται η θεολογία σε οποιουσδήποτε και σε οποιαδήποτε ώρα. Όχι μετά τις διασκεδάσεις και τα θέατρα, τα φαγοπότια και τον ιππόδρομο. Για ν ακούσει κανείς για την αλήθεια χρειάζεται πνευματική προετοιμασία και μάλιστα πολλή.
Έχει κι άλλη μια προϋπόθεση να τους τονίσει: 
κόμα, πρέπει να προσέχουμε και τα θέματα της θεολογίας και το βάθος της. Ούτε για όλα πρέπει να θεολογούμε, ούτε να προχωράμε αδιάκριτα σ’ όλο το βάθος.
Μόνο ανάλογα με τις πνευματικές μας δυνάμεις και ανάλογα με τη δεκτικότητα των ακροατών, με την δύναμή τους να μας καταλάβουν. 
Μικροψίθυροι γίνανε στο ακροατήριο, και ένα σωρό ερωτήσεις έβλεπε στα μάτια τους ο Γρηγόριος. 
ηλαδή, πάτερ, δε θ’ ασχολούμαστε με το Θεό; 
ντίθετα, φίλε μου, του απαντά ο Γρηγόοιος, ν’ ασχολείσαι και με το παραπάνω. Αν μπορείς, έχε το Θεό στο νου σου πιο συχνά κι απ’ όσο αναπνέεις. Μπορείς; Δε σε συμβουλεύω όμως να θεολογείς χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις.
Βαριές οι απαιτήσεις του Γρηγορίου. Αλλιώς είχανε μάθει οι πιστοί. Νιώθανε τανάλια να σφίγγει το λαιμό τους. Και τους έδωσε μια διέξοδο, ν’ αναπνεύσουν, γιατί τους ήρθε απότομα: 
κούστε, αδελφοί. Καταλαβαίνω. Πολλοί έχετε μεγάλη φιλοτιμία να θεολογείτε, μα δεν έχετε όσο πρέπει τις προϋποθέσεις. Γι’ αυτό σάς λέω και τούτο: Μπορείτε, αν θέλετε, να φιλοσοφείτε και να θεολογείτε για πολλά, όπως για τον κόσμο και τη φύση, για την ψυχή, για την ανάσταση, για την κρίση, για τα πάθη του Χριστού. Γι' αυτά, εάν πείτε κάτι σωστό, θα’ ναι χρήσιμο. Αν πάλι κάνετε λάθος, δε θα’ ναι επικίνδυνο για τη σωτηρία. Ο λόγος όμως ο απευθείας για τον Πατέρα, τον Υιό και το άγιο Πνεύμα και τη θεία οικονομία είναι η καθαυτό θεολογία, γι’ αυτήν χρειάζονται οι δύσκολες προϋποθέσεις. Και θα τα πω τώρα πιο καθαρά: χρειάζεται να’ χει κανείς τη θεία έλλαμψη, οποίος την έχει ας προχωρήσει...
Καμμιά φορά τελείωσε η ομιλία. Και οι συζητήσεις αρχίσανε αμέσως. Πώς, γιατί, με τι τρόπο...; Έλεγε ο καθένας το δικό του. Ο Γρηγόριος από το Ιερό Βήμα τα έβλεπε, τα καταλάβαινε, αλλά δεν έκρινε ότι το βράδυ εκείνο έπρεπε να συνεχίσει. Άλλωστε ήτανε φοβερά κουρασμένος. 
Πριν αποσυρθεί στο κελλί του, όρισε την ώρα και την ημέρα που θα συνέχιζε για το ίδιο θέμα. 
Ήτανε πάλι εν' απόγευμα, πριν δύσει ο ήλιος. Μελιχρή ατμόσφαιρα, όλο θαλπωρή, ο Βόσπορος έστελνε λίγη υγρασία. Περνούσε από την ακρόπολη του Βύζα, των αρχαίων μεγαρέων, προχωρούσε στ' ανάκτορα και τον ιππόδρομο, τρύπωνε στις κιονοστοιχίες του φόρου (αγοράς) του Μεγάλου Κωνσταντίνου κι ελεύθερος έμπαινε στη φυτεμένη αυλή του Αβλαβίου. Εκεί και η Αναστασία, πάλι γεμάτη, μέσα κι έξω. Τώρα έπρεπε ο Γρηγόριος να δώσει ένα σωρό εξηγήσεις για τα προηγούμενα. Έπρεπε να συνεχίσει το λόγο του περί θεολογίας. Έπειτα να προχωρήσει στην Τριαδολογία, ποία είναι η σχέση των προσώπων της αγίας Τριάδας, δηλαδή του Πατέρα, του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Είχε προετοιμαστεί, τα είχε σχεδιάσει καλά. 
Έκανε το σημείο του σταυρού, γονάτισε δίπλα στην αγία Τράπεζα, προσευχήθηκε λίγη ώρα. Σηκώθηκε αργά και βγήκε στην Ωραία πύλη. Για να υπενθυμίσει -αν και δε χρειαζότανε- συνόψισε με λίγα λόγια την προηγούμενη ομιλία και τόνισε το ρόλο της αγίας Τριάδας. Τους είπε ότι στη θεολογία ο Πατέρας ευδοκεί, ο Υιός συνεργεί και το Πνεύμα εμπνέει. Όλα τελικά είναι θεία έλλαμψη. Τα τελευταία τούτα λόγια του φέρανε σύγχυση. Έχασε τον ειρμό, το σχέδιο που είχε ετοιμάσει. Χωρίς να καταλάβει πώς, καρδιά και νους γατζώθηκαν σε ό,τι ο ίδιος τις μέρες εκείνες είχε ζήσει. Τις νύχτες που προσευχότανε και ζητούσε να του δείξει ο Θεός την αλήθεια και πώς να μιλάει γι' αυτήν. Ήσανε βιώματα συγκλονιστικά. Εμπειρίες που δεν τις αντέχει ο νους του ανθρώπου, έπαθε ό,τι και ο Παύλος, που «ηρπάγει εις τρίτον ουρανόν» και είδε αλήθειες άρρητες. 
Πίεσε ο Γρηγόριος τον εαυτό του ν’ αφήσει τις εμπειρίες του και να προχωρήσει. Μάταια. Τρόμαξε, όταν ένιωσε ότι δεν το μπορεί. Στο ξάστερο μέτωπό του γυάλισαν σταγόνες ιδρώτα. Ούτε μπρος μπορούσε ούτε πίσω. Παραδόθηκε στο βάθος του. Έσκυψε το κεφάλι αριστερά, στην εικόνα του Χριστού, και άφησε το ποτάμι που τον πλημμύριζε να κυλήσει έτσι όπως ερχόταν, άτακτα, αλλά με νερό καθαρό και άγιο: 
γωνιζόμουν, αδελφοί. Ασκήτευα και προσευχόμουν. Έκλαιγα και ζητούσα τη χάρη του Θεού να ζήσω την αλήθεια, να γνωρίσω βαθύτερα τη θεότητα για να διδάσκω τα ορθά. Βίαζα τον εαυτό μου ν' ανέβω ψηλά στο βουνό της θεολογίας, να εισχωρήσω στο πυκνό σύννεφο της αλήθειας. Το ποθούσα αφάνταστα... μα βουνό η αλήθεια!
Όμως εγώ ήλπιζα, γιατί αγαπούσα. Έτρεμα κι αγωνιούσα, γιατί γνώριζα τη μικρότητά μου κι ένιωθα τη μεγαλωσύνη του Θεού. Κι έξαφνα έγινε, αδελφοί μου, έπαθα το γλυκύ και φοβερό. Ενώ ζητούσα κι αγωνιούσα, βρέθηκα μέσα στο σύννεφο, ναι, στο πνεύμα του Θεού... υπήρχα εκεί με το Θεό, ζούσα μ' αυτόν, δεν ένιωθα ύλη και πράματα κοσμικά, μέσα μου έβλεπα και ζούσα, με νου και καρδιά, ό,τι μπορεί κανείς να ζήσει από τη θεότητα. Δε λέω πως είδα τη θεία φύση, που μένει απρόσιτη και άγνωστη. Όχι... αυτήν μόνο ο Πατέρας, ο Υιός και το άγιο Πνεύμα την βλέπουνε. Είδα τη «δεύτερη φύση», τη μεγαλειότητα του Θεού, τη θεία δηλαδή ενέργεια, τη λάμψη της θείας φύσης, την ακτινοβολία της, που φτάνει στον άνθρωπο, εάν αυτός αγαπά, εάν αγωνίζεται να ελευθερωθεί από τα πάθη. Κι όλα την ώρα τούτη είναι άφατη μακαριότητα... χωρίς όρια η απόλαυση. Βρίσκεσαι, αδελφέ, σε ύψος δυσθεώρητο εκεί πάνω... η θεωρία του Θεού ατέλειωτη και το κάλλος της ατέλειωτο. Κι όλ' αυτά, φίλοι μου, είναι λίγα. Μηδαμινά σε σύγκριση με όσα δε βλέπει ο άνθρωπος στην κατάσταση τούτη, θα’ λεγα ότι βλέπει μόνο μικρό απαύγασμα, ενός παμμέγιστου φωτός. Όμως αλλοίμονο σε κείνον που θέλησε ν’ ανέβει εκεί χωρίς κάθαρση, χωρίς προετοιμασία. Πέφτει, κατρακυλά κάτω και χάνεται. Για ν' αντικρύσει κανείς εκεί την περίλαμπρη θεότητα, πρέπει να’ χει καλά καθαρίσει τα πνευματικά του μάτια, διαφορετικά τυφλώνεται, χάνει κι αυτό που έχει, το φυσικό του φως, Έτσι αλλιώς, εκεί δε φτάνει ο ανέτοιμος. Μόνο οι πολύ αγωνιστές. Κι αυτοί πάλι όχι μόνοι τους, αλλά με τη χάρη του ίδιου του Θεού, που έρχεται σε μας από τότε που ενανθρώπησε ο θείος Λόγος. Μόνο έτσι απολαμβάνουμε τη θεία μακαριότητα, μετά την ενανθρώπηση ζούμε σε άλλο βαθμό τις θείες ενέργειες... 
Σε λίγο ανέκοψε το λόγο του. Το ακροατήριο του είχε παραδοθεί. Δεν περίμενε τέτοιο ποταμό προσωπικών εμπειριών, θεοπτικών βιωμάτων. Ακόμα και οι κακόδοξοι, που ήσανε παρόντες, νιώθανε κάτι από τις θείες εμπειρίες του ιερού άνδρα να τους αγγίζει. Δεν έπρεπε όμως να προχωρήσει άλλο. Θα ήτανε ασύνετο. Και προσπάθησε με τρόπο να περάσει στο σχέδιο που αρχικά ετοίμασε: Τι γνωρίζουμε, τι δε γνωρίζουμε από το Θεό, πώς εκφράζεται η γνώση αυτή και τα σχετικά. Η ανακοπή του λόγου έκανε να συνέλθουνε λίγο από την έκπληξη και οι ακροατές. Οι πιο ζωηροί, όσων η καρδιά δεν είχε κατανυγεί πολύ, θυμηθήκανε απορίες κι ενστάσεις. Βρήκανε το κουράγιο την ώρα κείνη να τις ειπούν με συντομία, με δυο λέξεις: 
πορούμε, πάτερ, να εκφράσουμε το Θεό; γιατί κάποιοι σοφοί λένε πως όχι... 
Πλάτωνας, τους απαντάει αμέσως, ένας άπ’ όσους Έλληνες θεολογήσανε, λέει πως είναι δύσκολο να καταλάβουμε το Θεό κι αδύνατο να τον εκφράσουμε. Αλλά, εάν καταλάβεις κάτι, σίγουρα θα βρεις κάποιο τρόπο να το εκφράσεις, έστω και αμυδρά. Το θέμα είναι, λοιπόν, πώς θα καταλάβεις το Θεό! Από μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί. Επεμβαίνει όμως ο Θεός και μας φωτίζει, φανερώνει δηλαδή τον εαυτό του με πολλούς τρόπους. Δε φανερώνει όμως ποτέ την ουσία του, αυτή μένει απρόσιτη, γι’ αυτήν ποτέ δε μιλάμε στη θεολογία.
Ένας από το ακροατήριο, με φιλοσοφική παιδεία, επεμβαίνει και υπενθυμίζει τους νεοπλατωνικούς:
μέθοδος του αποφατισμού, πάτερ, μ’ αυτή μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό;
χι, όχι φίλοι μου. Εμείς θέλουμε να ζήσουμε αληθινά το Θεό μας, να τον γνωρίσουμε για να ζήσουμε! Δεν είναι θέμα ζήτησης φιλοσοφικής. Μέθοδο αποφατική έχουν οι νεοπλατωνικοί, αλλ’ αυτοί δε ζούνε κείνο που επιδιώκουνε να γνωρίσουν, γιατί τελικά δε φτάνουνε σε αυτό. Με το να λες τι δεν είναι ο Θεός, δε σημαίνει ότι φτάνεις στο Θεό. Εμείς θέλουμε την αλήθεια που δίνει ζωή, άρα πρέπει να ενωθούμε με την αλήθεια. Δεν μας ικανοποιεί να επισημάνουμε τι δεν είναι αλήθεια. Γιατί αυτό μόνο κάνει ο αποφατισμός. Σου λέει μόνο μερικά πράγματα που δεν είναι ο Θεός. Κάτι βέβαια είναι κι αυτό μα όχι εκείνο που ζητάμε. Αν σε ρωτήσει κάποιος, πόσο κάνουνε πέντε και πέντε και συ του απαντήσεις ότι δεν κάνουνε τρία, δεν κάνουνε επτά, δεν κάνουνε οκτώ ή δεκαπέντε κλπ., δεν ικανοποιείς αυτόν που ερωτά. Έτσι και με τον αποφατισμό, το να λέμε ότι ο Θεός δεν είναι ύλη, δεν έχει αρχή, δεν έχει τέλος, είναι άρρητος κ.λπ., δεν απαντάμε στη ζήτηση τον Θεού. Κι εμείς πασχίζουμε και πεθαίνουμε για να έχουμε μέσα μας το Θεό, για να τον ζούμε. Με τη δική του χάρη, βέβαια, αλλά ζούμε κι έχουμε την εμπειρία της χάρης του, της ενέργειάς του, όχι της ουσίας του. Γι’ αυτό και όλη μας η θεολογία μιλάει κυρίως για το πώς αποκτάμε αυτή την εμπειρία του Θεού, όχι για το τι δεν είναι Θεός. Για να δείτε και μόνοι σας πόσο μικρής σημασίας είναι ο αποφατισμός, αναλογιστείτε και τούτο:
Για να μπορείς με σιγουριά να πεις ότι ο Θεός δεν είναι ύλη, δεν έχει αρχή κλπ., πρέπει πρώτα να τον έχεις γνωρίσει. Επομένως οι αποφατικές εκφράσεις είναι αποτέλεσμα της αποκτημένης πλέον βίωσης και γνώσης του Θεού, δεν οδηγούν οι εκφράσεις αυτές στη γνώση του Θεού. Χρησιμεύουν μόνο για τους αρχάριους και συχνά με αυτές δηλώνουμε το δέος μας ενώπιον του Θεού. Ακόμα τις χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι δεν γνωρίζουμε την ουσία του Θεού την οποία όμως ουδέποτε αναζητάμε…
Τελείωσε και το λόγο του αυτό. Είχε ξεκαθαρίσει δύο βασικά στοιχεία. Ποιος είναι ο θεολόγος και τι ακριβώς είναι η θεολογία. Τι οφείλει να προϋποθέτει ο θεολόγος και ποια η εσωτερική δομή της θεολογίας. Είναι αλήθεια ότι απ’ όσα υψηλά έλεγε ο Γρηγόριος οι πολλοί καταλάβαιναν λίγα. Μα δεν γινόταν διαφορετικά. Θα’ δινε ο Θεός, οι πολλοί να ακολουθήσουν τους λίγους. Πάντα έτσι γινότανε και έτσι γίνεται. 
Ο Θεός αποκαλύπτει σταδιακά 
Το ενδιαφέρον, ιδιαίτερα των μορφωμένων, έγινε πιο έντονο. Μαθημένοι γενικά στην προσκόλληση στο γράμμα της γραφής είχαν καταντήσει σαν τους ιουδαίους. Αυτοί λατρεύανε το γράμμα και ούτε καν υποπτεύονταν το πνεύμα της Γραφής. Τώρα ο Γρηγόριος δοκιμάζει να τους ανοίξει τα μάτια, να δούμε καθαρά την πορεία της θείας οικονομίας και ιδιαίτερα τη δράση του Αγίου Πνεύματος:
ύο ριζικές αλλαγές γίνονται στον κόσμο. Έπειτα ήρθε και Τρίτη. Όλες μοιάζουν με σεισμούς και ταρακούνησαν και μεταμόρφωσαν τον κόσμο. Φυσικά, του Θεού και οι τρεις. Ποιες είναι; Οι δύο διαθήκες και η δράση του Αγίου Πνεύματος από την πεντηκοστή και μετά. Γιατί τις λέω αλλαγές, «μεταθέσεις» και «σεισμούς»; Διότι στην πρώτη διδάχτηκε ο κόσμος για τον ένα Θεό και έτσι άφησε τα είδωλα. Δηλαδή με την Παλαιά Διαθήκη αφαιρούνται τα είδωλα, ειδωλολάτρες γίνανε Ιουδαίοι, λατρέψανε τον αληθινό Θεό. Κρατήσανε όμως στις θυσίες ζώων. Στη δεύτερη ενανθρώπησε ο Κύριος, δίδαξε για τον εαυτό του και υποσχέθηκε να στείλει το Άγιο Πνεύμα. Αυτά γίνανε στην Καινή Διαθήκη, που με τη σειρά της αφαίρεσε κάτι, κατάργησε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης. Τώρα πια το στάδιο της θείας οικονομίας είναι τέλειο. Ό,τι έδωσε ο Κύριος με την Καινή Διαθήκη είναι οριστικό και αμετάβλητο. Αυτό που θα’ ρθει μετά, με τη δράση του Αγίου Πνεύματος δεν θα έχει αφαίρεση κάποιου στοιχείου από την Καινή Διαθήκη, ούτε θα είναι αλήθεια νέα, άγνωστη και αντίθετη στην αποκάλυψη του Κυρίου. Στους δύο, λοιπόν σεισμούς είχαμε και αφαιρέσεις, καταργήσεις. Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή κατάργησε τα είδωλα και η Καινή Διαθήκη κατάργησε τις θυσίες ζώων.
Οι πιο θερμόαιμοι δεν είχαν υπομονή και είπανε φωναχτά τις απορίες τους:
ιατί ο Θεός δεν έκανε την αλλαγή μία και καλή; Και αφού με την πεντηκοστή δεν έχουμε αφαιρέσεις και καταργήσεις τι έχουμε;
Από το σημείο τούτο γινόταν ακόμα πιο δύσκολη η θεολογία. Ο Γρηγόριος, παρά τους δισταγμούς του, προχώρησε. Άλλοι θα καταλάβαιναν και άλλοι όχι. Αυτός έπρεπε να δώσει λόγο, να κοινοποιήσει τη γνώση που έλαβε από το Άγιο Πνεύμα:
χουμε από το Θεό την τακτική αυτή, δηλαδή τη σταδιακή αποκάλυψη και φανέρωση της αλήθειας, γιατί ο άνθρωπος είναι και αδύνατος και ελεύθερος. Με μιας δεν μπορούσε να τα καταλάβει και να τα αφομοιώσει όλα. Θα πάθαινε πνευματικό κορεσμό, θα βαρυστομάχιαζε. Δεν θα αφομοιώνε, δηλαδή δεν θα συνειδητοποιούσε την αποκαλυμμένη αλήθεια. Και ως ελεύθερος πάλι, χρειαζότανε χρόνο, προετοιμασία για να δεχτεί ελεύθερα, με τη θέλησή του, όσα του αποκαλύπτονταν σταδιακά. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει.
Έπρεπε όμως να τους εξηγήσει και τη διαδικασία που ακολουθείται από την Πεντηκοστή και μετά. Προσπάθησε όσο γίνεται να απλουστεύσει:
ίπαμε, ότι στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη έχουμε αφαιρέσεις, καταργήσεις. Εδώ αντίθετα, έχουμε «προσθήκες». Από την Πεντηκοστή και μετά η σταδιακή πορεία της θείας οικονομίας προχωρεί με προσθήκες, όχι πλέον αφαιρέσεις. Διότι όσα έχουμε στην Καινή είναι γνήσια και οριστικά. Και για να καταλάβετε την τακτική των προσθηκών σας επισημαίνω τούτο: Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός Πατέρας αποκαλύφτηκε με σαφήνεια, «φανερώς» ενώ ο Υιός αμυδρά, ελάχιστα. Η Καινή φανέρωσε τον Υιό και μόνο «υπέδειξε» τη θεότητα του Πνεύματος. Τώρα όμως το Πνεύμα, που πλέον ενεργεί σε μας, δηλαδή στην Εκκλησία, φανερώνει σαφέστατα ό,τι για το ίδιο το Πνεύμα λέχθηκε στην Καινή, χωρίς να αλλάζει κάτι από αυτά που λέχθηκαν εκεί. Βλέπετε πώς το φως της Αγίας Τριάδας καταυγάζει την ανθρωπότητα σταδιακά; Με τις προσθήκες έχουμε «προόδους» και «προκοπή» στη θεία δόξα. Αυτό ισχύει και για τους μαθητές του Κυρίου. Σταδιακά δεχτήκανε τον φωτισμό και προοδευτικά καταλάβανε την αλήθεια.
Σε άλλους τα λόγια τούτα φάνηκαν λογικά και σε όλους περίεργα. Δεν είχε και ο Γρηγόριος αυταπάτες. Ανάγκη πάσα να στηρίξει όλα αυτά στη Γραφή. Και το έκανε με σαφήνεια μοναδική, που δεν είχε ξαναγίνει στην Εκκλησία:
ην αμφιβάλλετε αγαπητοί μου. Τις προσθήκες, για τις οποίες μίλησα, τις υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος. Θυμηθείτε μόνο τι έλεγε στους Αποστόλους όταν πια έφτανε η ώρα των Αγίων παθών του. Και τι ακριβώς τους υποσχέθηκε; Ότι όταν φύγει από τη γη, θα τους στείλει τον Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα. Γιατί; Για να τους ενισχύει, να τους παρηγορεί. Μα και για έναν ακόμη λόγο, πολύ σπουδαίο. 
Ο Κύριος τους είπε, ότι έχω κι άλλα πολλά να σας διδάξω αλλά τώρα δεν μπορείτε να τα καταλάβετε. Το Άγιο Πνεύμα που θα στείλω, αυτό θα σας διδάξει και θα σας φωτίσει. Και θα σας εξηγήσει όλα όσα εγώ σας είπα. Αυτό θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια (βλέπε Ιωάννου 14, 25-26 και 12-14). Προσέξτε καλά τους λόγους του Κυρίου. Άφησε τους Αποστόλους να καταλάβουν ότι το Άγιο Πνεύμα θα συνεχίσει το έργο του Κυρίου. Δεν θα παρουσιάσει όμως διδασκαλία αντίθετη από του Κυρίου. Θα συνεχίσει στην ίδια γραμμή θα διαφωτίσει εκείνα που λέγονται και αποκαλύπτονται στην Καινή Διαθήκη. 
Μία λοιπόν από τις διδασκαλίες -αλήθειες, που ο Κύριος δεν είπε- επεξήγησε στους Αποστόλους, είναι η περί της θεότητας του Αγίου Πνεύματος. Αυτήν μας τη δίνει τώρα με το φωτισμό του το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Μπορεί πρόσφατα και άλλοι να φωτίστηκαν για τη θεότητα του Πνεύματος, μα εγώ θα την ομολογώ πάντα και είμαι έτοιμος να θυσιαστώ για αυτήν, διότι την έχω κυριολεκτικά με «έλλαμψιν» του Αγίου Πνεύματος. Αυτό με οδήγησε κι αυτό μου φανέρωσε τη θεότητά του. Γι’ αυτό αδελφοί μου κρατώ τη διδασκαλία τούτη ως δώρο θείο. Μ’ αυτήν ζω και μ’ αυτήν θα πεθάνω δοξάζοντας και προσκυνώντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα που έχουν μία κοινή θεότητα.
Τελείωσε την ομιλία του για το Άγιο Πνεύμα. Έκανε με το παραπάνω το καθήκον του ως διδάσκαλος. Ηρέμησε. Δύο-τρεις ημέρες περάσανε γαλήνιες. Κάτι συνέβη, όμως που δεν το γνωρίζουμε. Κάποιες συζητήσεις, κάτι αντιρρήσεις… και την επόμενη Κυριακή έκρινε ότι πρέπει να επανέλθει στο θέμα της θεολογίας. Ποιος πρέπει να θεολογεί και πότε να θεολογεί (Λόγος Κ’). 
Έτσι ξανατόνισε στο Ναό της Αναστασίας: 
λίμονο σε όποιον θεολογεί χωρίς καθαρότητα και άσκηση. Προσπαθώ, και επιθυμία μου είναι να γίνω μέσα μου πεντακάθαρος καθρέφτης, για να καθρεφτιστεί εκεί ο Θεός, η αλήθεια.
Κι επειδή έβλεπε στο ακροατήριο κάποιον ιδιώτη που χωρίς φόβο μίλαγε για οποιοδήποτε σημείο της αλήθειας, σταμάτησε το λόγο και του είπε: 
ες κάποτε και εσύ να γίνεις θεολόγος, φύλαγε τις θείες εντολές, πορέψου εφαρμόζοντας τα προστάγματα του Κυρίου. Και μην ξεχνάς ποτέ, για να ζήσεις τη θεωρία, θα περάσεις από την πράξη. Πρώτα η άσκηση και έπειτα έρχεται η θεοπτία .

Απόσπασμα από το βιβλίο:
Ο ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ ΑΕΤΟΣ 
(ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ)
Του Στυλιανού Παπαδοπούλου

Oι συχναστές του ουρανού


Τον αγαθό δρόμο βαδίζουν
όσοι δεν έχουν την ζωή τους στη γη,
οι τρισμακάριστοι, 
που πάνω στην γη ζούνε πάνω από την σάρκα,
οι άγαμοι, 
οι λυπημένοι, 
οι καταφρονητές του κόσμου, 
οι συχναστές του ουρανού,
οι ακτήμονες, 
οι χαμοπλάγιαστοι, 
οι με ένα χιτώνα,
οι μόλις ζώντες, 
οι δίχως τροφές και δίχως σκεπάσματα,
οι έχοντες μόνο μια φροντίδα, κάθε δόξα εδώ να περιφρονούν,
πλούτος να είναι η φτώχεια τους και στο Θεό μόνο να ατενίζουν,
αυτούς εγώ βλέποντας τους στην γη τους τρέμω και τους φοβάμαι,
σαν το Θεό τον υπέρτατο βασιλιά,
όταν πλησιάζει τους ανθρώπους,
διότι πηγαίνουν πολύ πιο ψηλά από όλους τους θνητούς.
***

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
----------------------------------------------------------

Έπη είς ετέρους. Ποίημα Ε’ παρα Νικοβούλου προς υιόν ΕΠΕ 11,90 ΒΕΠΕΣ 62,236.PG37,1532 

Ὕμνος στὸ Θεό - ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ



29. Ὕμνος στὸ Θεό

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ 

πέρ’ ἀπ’ ὅλα, πῶς ἀλλιῶς, κάνει γιὰ νὰ Σὲ ψάλλω;
Πῶς λόγος ν’ ἀνυμνήσει ἐσέ, ποὺ δὲ σὲ λέει ὁ λόγος κι ὁ νοῦς πῶς νὰ σὲ στοχαστεῖ, ποὺ νοῦς δὲ σὲ χωράει;
Μόνος ἐσὺ δὲ λέγεσαι, δικὰ Σοῦ τα ὅσα λέμε, ἄγνωστος μένεις, μόνο Ἐσύ, ποὺ γέννησες τὴ γνώση.
Ὅσα μιλοῦν σ’ ὑμνολογοῦν κι ὅσα ἄφωνα σὲ ψάλλουν.
Τὰ πάντα λὲν τὴ δόξα σου ἔχουν δὲν ἔχουν σκέψη.
Ἕνας ὁ πόθος τοῦ παντός, στὴν πλάση μιὰ ἡ λαχτάρα κι εἶναι γιὰ σένα. Ὅλα σὲ σὲ προσεύχονται, τὰ πάντα γρικώντας τὸ μυστήριο σου ἆσμα βουβὸ σοῦ μέλπουν.
Τὰ πάντα ἐντὸς στὸν ἕνα ἐσὲ κι ὅλα σὲ σένα ὁδεύουν, σκοπὸς τῶν ὅλων ἕνας σύ, τὰ πάντα καὶ κανένας οὔτ᾽ ἕνας - Μυριονόματε, πῶς νὰ σὲ πώ; - κι οὔτ’ ὅλα.
Τὸ δόξασμά σου ἀδύνατο. Στὸ συγνεφένιο πέπλο ποιὸς νοῦς οὐρανογέννητος θὰ μπεῖ; Συμπάθησέ με…
Ὢ πέρ’ ἀπ᾽ ὅλα, πῶς ἀλλιῶς κάνει γιὰ νὰ σὲ ψάλλω;

 

ΚΘ΄. Ὕμνος εἰς Θεόν.

πάντων ἐπέκεινα τί γὰρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν;
Πῶς λόγος ὑμνήσει σε; σὺ γὰρ λόγῳ οὐδενὶ ῥητόν.
Πῶς νόος ἀθρήσει σε; σὺ γὰρ νόῳ οὐδενὶ ληπτός.
Μοῦνος ἐὼν ἄφραστος· ἐπεὶ τέκες ὅσσα λαλεῖται.
Μοῦνος ἐὼν ἄγνωστος· ἐπεὶ τέκες ὅσσα νοεῖται.
Πάντα σε καὶ λαλέοντα, καὶ οὐ λαλέοντα λιγαίνει.
Πάντα σε καὶ νοέοντα καὶ οὐ νοέοντα γεραίρει.
Ξυνοὶ γάρ τε πόθοι, ξυναὶ δ’ ὠδῖνες ἁπάντων
Ἀμφὶ σέ· σοὶ δὲ τὰ πάντα προσεύχεται· εἰς σὲ δὲ πάντα
Σύνθεμα σὸν νοέοντα λαλεῖ σιγώμενον ὕμνον.
Σοὶ ἑνὶ πάντα μένει· σοὶ δ’ ἀθρόα πάντα θοάζει.
Καὶ πάντων τέλος ἐσσὶ, καὶ εἷς, καὶ πάντα, καὶ οὐδεὶς,
Οὐχ ἓν ἐὼν, οὐ πάντα· πανώνυμε, πῶς σε καλέσσω,
Τὸν μόνον ἀκλήϊστον; Ὑπερνεφέας δὲ καλύπτρας
Τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται; Ἵλαος εἴης,
Ὦ πάντων ἐπέκεινα· τί γὰρ θέμις ἄλλο σε μέλπειν;

 

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς - ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

ΙΣΤ΄
Οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς

ΠΗΓΗ :ΕΔΩ

Ποιὸς κι ἀπὸ ποῦ ἦρθα στὴ ζωή; Κι ἡ γῆ σὰν μὲ σκεπάσει κι ἀναστηθῶ, ποιὸς θὲ νὰ βγῶ ἀπὸ τὴ σκόνη πάλι;
Ποῦ θὰ μὲ πάει ὁ μέγας Θεός; Θὰ μὲ γλιτώσει τάχα, ἀφοῦ μ᾽ ἀνάστησε ἀπὸ δῶ, σὲ γαληνὸ λιμάνι;
Πολλὲς οἱ στράτες τῆς ζωῆς οἱ πολυπαθιασμένες
καὶ κάθε μιὰ φορτώνεται μὲ τὰ δικά της πάθη.
Καλὸ δὲν ἔχει ὁ ἄνθρωπος κακὸ ποὺ νὰ μὴν κρύβει
καὶ μόνο ἂς ἦταν τὰ πικρὰ νὰ μὴ νικοῦνε τόσο.
Ὁ πλοῦτος φίλος ἄπιστος, κι ὁ θρόνος μάταιη δόξα
βάρος τὸ νὰ σὲ κυβερνοῦν κι εἶναι πεδούκλι ἡ φτώχεια.
Ἡ ὀμορφιὰ μιὰν ἀστραπὴ μὲ λίγη χάρη, ἡ νιότη
τοῦ χρόνου κόχλασμα, πικρὸ τέλος τοῦ βίου τὰ γέρα.
Εἶναι τὰ λόγια φτερωτὰ κι ἡ δόξα ἀέρας, αἷμα
ποὺ πάλιωσ᾽ οἱ εὐγενεῖς, ἡ ὁρμή, καὶ τ᾽ ἄγριου κάπρου.
Τὰ πλούτη προσβολὴ γεννοῦν, δεσμὸς ὁ γάμος κι εἶναι σκληρὴ φροντίδα τὰ παιδιὰ κι ἡ ἀτεκνία ἀρρώστια.
Διδασκαλεῖα οἱ ἀγορὲς κακίας· ἡ ἠρεμία εἶν᾽ ἀπραξία· τῶν ταπεινῶν εἶναι καὶ κάθε τέχνη.
Πικρὸ τὸ ξένο τὸ ψωμί. Μόχθος τὴ γῆ νὰ ὀργώνεις.
Κι οἱ πιὸ πολλοὶ θαλασσινοὶ στὸν ἅδη ταξιδεύουν.
Γκρεμὸς γιὰ σὲ ἡ πατρίδα σου κι ἡ ξενιτιὰ ντροπή σου.
Ὅλα τὰ ἐδῶ γιὰ τοὺς θνητούς, κόπος· κι ὅλα γιὰ γέλια, ἄχνη, ἴσκιος, φαντασία, δροσιά, πνοή, φτερὸ κι ὁμίχλη, ὄνειρο, κύματα, ροή, στὸ πέλαο αὐλάκι, σκόνη.
Κύκλος ποὺ ἀδιάκοπα γυρνᾶ, κυλώντας ὅμοια πάντα· μιὰ στέκεται, μιὰ προχωρεῖ, σπάζει καὶ πάλι σμίγει ὧρες καὶ μέρες καὶ νυχτιές, θάνατοι, πόνοι, λύπες μ᾽ ἀρρώστιες ἀλλὰ καὶ χαρές, κακοτυχιὲς καὶ τύχες.
Κι αὐτὸ ἡ σοφία σου τ᾽ ὅρισε, Πατέρα Λόγε, νά᾽ ναι ὅλα ἄστατα γιὰ νά ᾽χομε τοῦ ἀκίνητου τὸν πόθο.
Πόσα μὲ τὰ φτερὰ τοῦ νοῦ μὲ κύκλωσαν παλιὰ ὅσα κι ὅσα καινούργια· ἀπ᾽ τοὺς θνητοὺς πιὸ ἀδύναμο δὲν ἔχει.

Ἕνα μόνο οἱ ἄνθρωποι καλὸ καὶ σταθερὸ ἔχουν μόνο νὰ ξεκινοῦν πάντ᾽ ἀπ᾽ αὐτὸ σέρνοντας τὸ σταυρό τους.
Τὰ δάκρυα κι οἱ στεναγμοί, νοῦς ποὺ τὰ θεῖα τὸν νοιάζουν, ἡ ἐλπίδα, τῆς οὐρανικῆς ἡ φωταυγὴ Τριάδας ποὺ κατοικεῖ στοὺς καθαρούς, ἀπὸ τὸ ἀνόητο χῶμα ἡ ἀπαλλαγή, κι ἡ φύλαξη ἁγνῆς τῆς θείας εἰκόνας.
Ἡ ζωή μας νά ᾽ναι ἀλλιώτικη κι αὐτὸν τὸν κόσμο μ᾽ ἄλλον κόσμο νὰ τὸν ἀλλάζομε σὲ μιὰ ζωὴ ὅλο πόνο. 


ΙϚ΄. Περὶ τῶν τοῦ βίου ὁδῶν.

Τίς, πόθεν ἐς βίον ἦλθον; ἐπεὶ δέ με γαῖα καθέξει,
Τίς πάλιν ἐκ κόνιος ἔσσομ’ ἀνιστάμενος;
Πῆ δὲ φέρων στήσει με Θεὸς μέγας; ἦ ῥα σαώσει
Ἔνθεν ἀναστήσας εὔδιον ἐς λιμένα;
Πολλαὶ μὲν βιότοιο πολυτλήτοιο κέλευθοι,
Ἄλλη δ’ ἀλλοίοις πήμασι συμφέρεται.
Κοὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι καλὸν, κακότητος ἄμικτον.
Αἴθε δὲ μὴ τὰ λυγρὰ πλείονα μοῖραν ἔχεν!
Ὁ πλοῦτος μὲν ἄπιστος ὁ δὲ θρόνος, ὀφρὺς ὀνείρων·
Ἄρχεσθαι δὲ μόγος, ἡ πενίη δὲ πέδη.
Κάλλος δ’ ἀστεροπῆς, τυτθὴ χάρις, ἡ νεότης δὲ,
Βράσμα χρόνου πολιὴ, λυπρὰ λύσις βιότου.
Οἱ δὲ λόγοι πτερόεντες· ἀὴρ, κλέος· αἷμα παλαιὸν
Εὐγενέται, ῥώμη καὶ συὸς ἀγροτέρου.
Ὑβριστὴς δὲ κόρος· δεσμὸς, γάμος· εὐτεκνίη δὲ,
Φροντὶς ἀναγκαίη· δυστεκνίη δὲ, νόσος.
Αἱ δ’ ἀγοραὶ, κακίης μελετήματα· ἠρεμίη δὲ,
Ἀδρανίη· τέχναι, τῶν χαμαὶ ἐρχομένων.
Στεινὴ δ’ ἀλλοτρίη μάζα. Τὸ δὲ γαῖαν ἀρόσσειν,
Μόχθος. Ποντοπόρων τὸ πλέον εἰν ἀΐδῃ.
Ἡ πάτρη δὲ, βέρεθρον ἑόν· ξενίη δέ τ’ ὄνειδος.
Πάντα μόγος θνητοῖς τἀνθάδε· πάντα γέλως,
Χνοῦς, σκιὰ, φάσμα, δρόσος, πνοιὴ, πτερὸν, ἀτμὶς, ὄνειρος,
Οἶδμα, ῥόος, νηὸς ἴχνιον αὖρα, κόνις,
Κύκλος ἀειδίνητος, ὁμοίϊα πάντα κυλίνδων,
Ἑστηὼς, τροχάων, λυόμενος, πάγιος,
Ὥραις, ἤμασι, νυξὶ, πόνοις, θανάτοισιν, ἀνίαις,
Τερπωλῇσι, νόσοις, πτώμασιν, εὐδρομίαις.
Καὶ τόδε σῆς, γενέτορ, σοφίης, Λόγε, ἀστατέοντα
Πάντα πέλειν, στασίμων ὥς κεν ἔχωμεν ἔρον.
Πάντα νόου πτερύγεσσιν ἐπέδραμον, ὅσσα παλαιὰ,
Ὅσσα νέα· θνητῶν δ’ οὐδὲν ἀκιδνότερον.
Ἓν μόνον ἀνθρώποισι καλὸν καὶ ἔμπεδόν ἐστιν,
Ἔνθεν ἀφορμᾶσθαι, σταυρὸν ἀειρομένους·
Δάκρυά τε, στοναχαί τε, νόος θείοισι μεμηλὼς,
Ἐλπὶς, καὶ Τριάδος λάμψις ἐπουρανίης
Μιγνυμένης καθαροῖσι, χοὸς λύσις ἀφραδέοντος,
Εἰκόνος ἀφθορίη, τὴν λάχομεν θεόθεν·
Ζώειν τ’ ἀλλότριον ζωῆς βίον, ἀντὶ δὲ κόσμου
Κόσμον ἀμειβομένους, ἄχθεα πάντα φέρειν.

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Δημοφιλείς αναρτήσεις