Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Άγιος Ninian Επίσκοπος του Whithorn


Άγιος Ninian Επίσκοπος του Whithorn, Απόστολος των Πικτών. 
16 Σεπτεμβρίου.

Ηγούμενος και πνευματικός πατέρας. Η ημερομηνία της γέννησης του είναι άγνωστη. Κοιμήθηκε γύρω στα 432. Είναι ο πρώτος Απόστολος της Χριστιανοσύνης στη Σκωτία. Είναι και γνωστός με τα ονόματα Ninias, Ninus, Dinan, Ringan, Ringen. 
Την πιο παλιά καταγραφή για αυτόν τη βρίσκουμε στα γραπτά του Αγίου Bede/Βέδας του Σεβάσμιου[25 Μαΐου] (Hist. Eccles., III, 4):" οι νοτιότεροι Πίκτες (ονομασία για συγκεκριμένη αρχαία Σκωτσέζικη φυλή) παρέλαβαν την αληθινή πίστη μέσα από τα κηρύγματα του Ηγούμενου Ninian, ενός αιδεσιμότατου και Αγίου άντρα του Βρετανικού έθνους, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί τακτικά στη Ρώμη, πάνω στη πίστη και στα μυστήρια της Αλήθειας.

Η επισκοπή του είχε το όνομα του επισκόπου Μαρτίνου [12 Νοεμβρίου] (ο Άγιος Ninian ήταν πνευματικό παιδί του Αγίου Μαρτίνου - πληροφορία από το βιβλίο Ορθόδοξη Βρετανική και Κελτική Εκκλησία της Κασσιανής Μαζαράκη), επίσης μία διάσημη εκκλησία αφιερώθηκε σε αυτόν (στον Άγιο Επίσκοπο Μαρτίνο) η οποία βρίσκεται τώρα στην κατοχή του Αγγλικού έθνους. 
Η τοποθεσία ανήκει στην επαρχία των Bernicians και είναι γνωστή με το όνομα Το Άσπρο Σπίτι επειδή εκεί έχτισε μία εκκλησία από πέτρα, η οποία δεν ήταν συνηθισμένη ανάμεσα στους Βρετόνους. 
Η πιο σημαντική μετέπειτα ζωή του βασίζεται σε μία συλλογή του 12ου αιώνα από τον Ailred της Rievaulx, ο οποίος μας δίνει μία λεπτομερή καταγραφή η οποία βασίζεται στον Άγιο Bede/Βεδά το Σεβάσμιο και επίσης στα γραπτά "liber de vita et miraculis eius" (sc. Niniani) "barbarice scriptus". Μας πληροφορεί πως όταν έκτιζε την εκκλησία του στο Άσπρο Σπίτι ο Άγιος άκουσε για τον θάνατο του Αγίου Μαρτίνου και αποφάσισε να αφιερώσει το κτίσμα σε αυτόν. Ο Άγιος Μαρτίνος πέθανε γύρω στα 397, οπότε η αποστολή του Ninian στους Νότιους Πίκτες πρέπει να άρχισε γύρω στα τέλη του τέταρτου αιώνα. 
Ο Άγιος Ninian ίδρυσε στο Whithorn ένα μοναστήρι το οποίο έγινε διάσημο σαν σχολείο μοναχισμού μέσα σε έναν αιώνα μετά το θάνατο του. 
Το έργο του ανάμεσα στους νότιους Πίκτες φαίνεται πως είχε μία μικρής διάρκειας επιτυχία. Ο Άγιος Πατρίκιος [17 Μαρτίου] στην επιστολή του προς Coroticus (επιστολή προς έναν οπλαρχηγό) γενικά μας πληροφορεί για μία σφαγή που έγινε ενάντια σε Χριστιανούς από τους Πίκτες και κάποιον οπλαρχηγό τους) επισημαίνει τους Πίκτες ως "αποστάτες", αναφορές για την εγκατάλειψη του Χριστιανικού έργου από τους Πίκτες αναφέρονται σε γραπτά των Αγίων Columba [9 Ιουνίου] και Kentigern [13 Ιανουαρίου]. 
Το σώμα του Αγίου Ninian θάφτηκε στο Whithorn, αλλά δεν είναι γνωστό που βρίσκονται τώρα τα Άγια λείψανά του. 
Κάποτε ο Άγιος Ninian θεράπευσε τα μάτια ενός βασιλιά ο οποίος είχε τιμωρηθεί από τον Θεό με την τύφλωση λόγο της υπερηφάνειας του και λόγο του ότι είχε εναντιωθεί στον Άγιο. Αφού θεραπεύτηκε έγινε ένας μεγάλος υποστηρικτής του Αγίου Ninian. Το όνομα του βασιλιά ήταν Tuathal.

῾Ο Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ ῾ Εορτὲς τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου

 ῾Ο Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ ῾ Εορτὲς τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου

π. ᾿Ιωάννου ῾Ράφαν

Πολλές ἀπὸ τὶς κυριώτερες ῾Εορτὲς τοῦ Σεπτεμβρίου ( ἡ ᾿Αρχὴ τοῦ᾿Εκκλησιαστικοῦ ῎Ετους, 13η ᾿Εγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς ᾿Αναστάσεως, 14η ῞Υψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, 23η Σύλληψις τοῦ Προδρόμου) συνδέονται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τοῦ ἀρχιτέκτονος τῆς εἰρήνης τῆς ᾿Εκκλησίας.

Στὸ σημείωμα ποὺ ἀκολουθεῖ θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε τὴν συμβολὴ τοῦ Αγίου στὴν διαμόρφωση τοῦ ῾Εορτολογίου τοῦ μηνός.

1η καὶ 23η Σεπτεμβρίου

Με τὸ γνωστὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων τὸ ἔτος 313, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐξασφάλισε γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἐλευθερία Της. Τὴν ἴδια χρονιὰ ὅμως, ὁ Αὐτοκράτορας αὐτός, σκεπτόμενος ὄχι μόνον ὡς Χριστιανός, ἀλλὰ καὶ ὡς ῾Ρωμαῖος, ἐκδίδει ἄλλο ἕνα Διάταγμα ποὺ ὁρίζει τὴν 23η Σεπτεμβρίου ὡς ἀρχὴ τῆς ᾿Ινδίκτου, δηλαδὴ τοῦ φορολογικοῦ ἔτους στὴ ῾Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία.

῾Η 23η Σεπτεμβρίου ἦταν γιὰ τοὺς ῾Ρωμαίους ἡ ἑορτὴ τῶν γενεθλίων τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, βασιλέως κατὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ καὶ δημιουργοῦ τῆς μεγάλης Pax Romana. Σὲ ἀρκετὲς ἐπαρχίες τῆς ᾿Ανατολῆς ἡ ἡμέρα ἐκείνη εἶχε ἐπικρατήσει ὡς ἑορτὴ τοῦ Νέου ῎Ετους.

῾Η ᾿Εκκλησία μὲ τὴ σειρά Της ὥρισε τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἡμέρα ὡς τὴν ᾿Αρχὴ τοῦ ᾿Εκκλησιαστικοῦ ῎Ετους. Μόνο ποὺ γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία ἡ σημασία τῆς ἡμέρας δὲν εἶναι ὁ Natalis Augusti (τὰ γενέθλια τοῦ Καίσαρος), ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ τοῦ Μυστηρίου τῆς Σωτηρίας. Γι᾿ αὐτὸ ὡς πρῶτο εὐαγγελικὸ ᾿Ανάγνωσμα τοῦ ἔτους καθιερώθηκε ἡ διήγησις τῆς Συλλήψεως τοῦ Προδρόμου ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου. ῾Η Σύλληψις τοῦ Προδρόμου εἶναι χρονολογικὰ τὸ πρῶτο Μυστήριο τοῦ Εὐαγγελίου.

῞Ομως ἡ κατάργησις τῆς λατρείας τοῦ Αὐγούστου καὶ τῶν ἄλλων εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Μεγάλο τὸ ἔτος 393, στέρησε τὴν 23η Σεπτεμβρίου τῆς πολιτικῆς της σημασίας. Παράλληλα, μειώθηκε καὶ ἡ ἐκκλησιαστική της σημασία, ὡς «ἡ ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας», μὲ τὸ θέσπισμα τῆς χρονολογικὰ προγενέστερης ῾Εορτῆς τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου τὴν 8η Σεπτεμβρίου.

᾿Απὸ δὲ τὸ ἔτος 462 ἡ ἀρχὴ τῆς ᾿Ινδίκτου μεταφέρθηκε στὴν 1η Σεπτεμβρίου, ὅπου τὴν βρίσκουμε καὶ σήμερα. ῾Η ῾Εορτὴ τῆς Συλλήψεως τοῦ Προδρόμου, βέβαια, παρέμεινε στὶς 23 Σεπτεμβρίου καὶ μέχρι σήμερα ἡ ᾿Εκκλησία ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὴν ἀνάγνωση τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου.

13η καὶ 14η Σεπτεμβρίου

Κατά τὰς ἱερὰς «εἰδοὺς»** τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 509 π.Χ. ἡ ῾Ρώμη ἑώρτασε τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγάλου ναοῦ τοῦ Juppiter Optimus Maximus (τοῦ κρατίστου καὶ μεγίστου Διὸς) στὸ Καπιτώλιο. ῾Η ἑορτὴ αὐτὴ μᾶς δίδει τὴν πρώτη σίγουρη ἡμερομηνία γιὰ τὴν ἱστορία τῆς πόλεως: 13η Σεπτεμβρίου 509 π.Χ. ᾿Απὸ τότε, τὶς «εἰδοὺς» τοῦ κάθε μηνὸς ἕνα τέλειο λευκὸ πρόβατο ὡδηγεῖτο ἐν πομπῇ πάνω στὸ Καπιτώλιο γιὰ νὰ θυσιαστεῖ πρὸς τιμὴν τοῦ ὑψίστου θεοῦ τοῦ ῾Ρωμαϊκοῦ πανθέου καὶ εἰς μνήμην τῆς ἱδρύσεως τοῦ ναοῦ του. ᾿Εξάλλου, κάθε θρίαμβος αὐτοκράτορος ἦταν συγχρόνως ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Καπιτωλίου Διός.

῞Ομως, καὶ στὴν ἑβραϊκὴ παράδοση ἡ 13η Σεπτεμβρίου ἀναφέρεται ὡς ἡμέρα ἐξεχούσης σημασίας. Μέσα στὸν ῾Εβραϊκὸ μῆνα τοῦ ᾿Εθανὶμ καὶ ὀλίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Σκηνοπηγίων τοῦ ἔτους 960 πρὸ Χριστοῦ, «ὁ Βασιλεὺς Σαλωμὼν καὶ πάντες οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐνεκαίνισεν τὸν οἶκον Κυρίου» στὰ ῾Ιεροσόλυμα, τὸν περικάλλιστο καὶ περιλάλητο Ναὸ τοῦ Σολομῶντος (Γʹ Βασ. ηʹ 63). ᾿Απ᾿ ὅ,τι δὲ μᾶς πληροφορεῖ ἡ Μοναχὴ Αἰθερία, προσκυνήτρια εἰς τοὺς ῾Αγίους Τόπους τὸν τέταρτο αἰῶνα, ἡ ἀντίστοιχη ἡμερομηνία στὸ ῾Ρωμαϊκὸ ἡμερολόγιο γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος εἶναι ἡ 13η Σεπτεμβρίου! ῾Η ἁγία Πόλις ῾Ιερουσαλὴμ ἐρημώθηκε τὸ 135 μ.Χ. καὶ μετατράπηκε σὲ ἕνα ῾Ρωμαϊκὸ στρατόπεδο μὲ τὸ καινούργιο ὄνομα Aelia Capitolina. Πάνω στὰ ἐρείπια τῆς παλαιᾶς Πόλεως- πιθανὸν πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ Ναοῦ τοῦ ῾Ηρώδου ποὺ γνώρισε ὁ Χριστὸς- κτίζεται ναὸς τοῦ Καπιτωλίου Διὸς καὶ δεσπόζει φοβερὸς γιὰ 200 περίπου χρόνια...

Αὐτὴ ἦταν ἡ κατάσταση τῆς ἁγίας Πόλεως, ὅταν ἔλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Κωνσταντῖνος. ᾿Αμέσως ὁ Αὐτοκράτορας ἀρχίζει νὰ θεμελιώνει περικαλλεῖς Ναοὺς γύρω ἀπὸ τὶς «μυστικὲς σπηλιὲς» ποὺ καθηγίασε ὁ Χριστὸς στὴν Βηθλεέμ, στὸ ῎Ορος τῶν᾿Ελαιῶν καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, στὸν Γολγοθᾶ, στὸν τόπο τοῦ Πάθους καὶ τῆς ᾿Αναστάσεως, ζητώντας νὰ ἐκπληρώσει τὸ ὅραμά του, ποὺ ἦταν ἡ ἀνοικοδόμησις τῆς ῾Ιερουσαλὴμ ὡς θρησκευτικῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας. ῾Ο καινούργιος βασιλικὸς Ναὸς στὸν Γολγοθᾶ περατώνεται τὸ ἔτος 335 καὶ ὁ Κωνσταντῖνος διαλέγει τὴν 13η Σεπτεμβρίου γιὰ τὰ ᾿Εγκαίνια τοῦ Ναοῦ - τὴν ἱστορικὴ ἡμερομηνία τόσο γιὰ τὴ ῾Ρώμη ὅσο καὶ γιὰ τὴν ῾Ιερουσαλήμ.

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἑορτάζεται ἡ συμφιλίωση τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀδιάσπαστη συνέχειαμὲ τὶς παλαιὲς παραδόσεις τῆς ῾Ρώμης καὶ τοῦ ᾿Ισραήλ. Αὐτὸς εἶναι ὁ προσωπικὸς θρίαμβος τοῦ Κωνσταντίνου καὶ ὁ θρίαμβος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας Του. ῾Η ῞Υψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὴν ἑπομένη ἡμέρα, 14η Σεπτεμβρίου, σφραγίζει τὴν εἰρήνη τῆς ᾿Εκκλησίας...

῾Ο θρίαμβος τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, δὲν εἶναι τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἡ πορεία τῆς ᾿Εκκλησίας παραμένει πάντοτε σταυρική· ὁ σοβᾶς στὸν καινούργιο Ναὸ δὲν εἶχε ἀκόμα στεγνώσει, ὅταν ἕνας ᾿Αρειανὸς καθόταν στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Γιὰ τὰ ἑπόμενα 500 χρόνια θὰ ἦταν πιὸ πολὺ ἐξαίρεση παρὰ κανόνας νὰ κυβερνᾶ ἕνας ᾿Ορθόδοξος Αὐτοκράτορας. ῾Η διαδοχὴ τῶν ᾿Αρειανῶν, Μονοφυσιτῶν, Μονοθελητῶν, καὶ Εἰκονομάχων στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο δὲν ἀφήνει ἀμφιβολία ὅτι ἡ προστασία ἐκ μέρους τοῦ ῾Ρωμαϊκοῦ κράτους ὑπῆρξε ἕνας βαρύτερος σταυρὸς γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία, ἀπ᾿ ὅ,τι ὑπῆρξαν οἱ διωγμοί. ῎Ισως ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος νὰ προσπάθησε νὰ χωρέσει τὴν ᾿Εκκλησία στὰ σχήματα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἡ ᾿Εκκλησία ὅμως ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ αὐτὰ τὰ σχήματα. ῾Εορτάζουσα τὸν Τίμιον Σταυρὸν κάθε χρόνο ἡ ᾿Εκκλησία θυμᾶται: ἡ ἀληθινή Της εἰρήνη ἔρχεται, ὄχι ἀπὸ κάποια κοσμικὴ ἐξουσία, ἀλλὰ μονάχα διὰ τοῦ «ὅπλου εἰρήνης» καὶ «ἀηττήτου τροπαίου», τοῦ Σταυροῦ.


Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Άγιος Γεράσιμος ο Νέος, εκ Λεονταρίου Πελοποννήσου.



Άγιος Γεράσιμος
ο Νέος, εκ Λεονταρίου Πελοποννήσου. 
 15 Σεπτεμβρίου.
Στη στρατιά των Οσίων, λαμπρή θέση κατέχει και ο Όσιος  ο Νέος ο Θαυματουργός, ο εκ Λεονταρίου της Πελοποννήσου. Έζησε και ασκήτευσε στην Ιερά Μονή Aγίας Τριάδος Σουρβιάς, την οποία έκτισε εκ βάθρων ο Όσιος Διονύσιος του Ολύμπου πρίν 150 περίπου χρόνια, βρίσκεται δε στα σύνορα του χωρίου Μακρινίτσα, και σε αποσταση δύο ωρών. Έμεινε εκεί ο Άγιος και θεωρείται ο δεύτερος κτήτωρ της Ιεράς Μονής Σουρβιάς. Εκεί δε, βρίσκεται και ο τάφος του. 
Ο Όσιος Γεράσιμος ο Νέος γεννήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα στο χωριό Λεοντάριο Μεγαλοπόλεως Πελοποννήσου, από το Θεόδωρο και την Ευαγγελία. Όταν ο Γεώργιος έγινε 8 ετών τον παρέδωσαν σε δάσκαλο να μαθαίνει τα ιερά γράμματα. Ιδιαίτερα αγαπούσε τους βίους των Αγίων. Έτσι όταν μεγάλωσε πήγε στη μονή Φιλοσόφου, που ήταν κοντά και ήταν σπουδαίο πνευματικό κέντρο ελληνικής παιδείας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κι έγινε μοναχός με το όνομα Γεράσιμος κι όπως ήταν φυσικό απέκτησε καλή παιδεία. 
Έχοντας Θείο πόθο μετέβη στους Αγίους τόπους, για να προσκυνήσει του Άγιους Τόπους. Γυρίζοντας στον ελλαδικό χώρο ως άλλος απόστολος κήρυττε σε χωριά και πόλεις το λόγο του Θεού. Έτσι έφτασε και στην περιοχή της Μακρινίτσας και στη φημισμένη μονή Αγίας Τριάδος Σουρβιάς, που έχτισε ο Άγιος Διονύσιος Ολύμπου. Εδώ αποφασίζει να μείνει αγωνιζόμενος τον καλόν αγώνα της πίστεως και της αγάπης στο θεό. Ανακαίνισε όλα τα οικοδομήματα και την επαναδιοργάνωσε σε βάσεις ασκητικές. Τον ικανοποιούσε ιδιαίτερα το ήσυχο περιβάλλον της μονής και το καλό του κλίματος. Ψάχνοντας για ακόμη περισσότερη ησυχία βρήκε σε κοντινή απόσταση από τη μονή σπήλαιο όπου περνούσε ώρες ησυχίας και προσευχής και δακρύων πολλών για τη σωτηρία του και όλων των ανθρώπων. Ο θεός έτσι τον στόλισε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Από τη μονή έβγαινε χάριν αγάπης προς τους σκλαβωμένους αδερφούς Έλληνες των γύρω περιοχών Μακρινίτσας, Βελεστίνου, Καναλίων, Aγιάς, όπου κήρυττε, εξομολογούσε, ανέπαυε τις κουρασμένες από τα πάθη ψυχές και τους στήριζε να μην αλλαξοπιστήσουν. Στο Βελεστίνο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου είχε ένα κελλί, για να ξεκουράζεται, το οποίο μαζί με το ναό κάηκαν στην επιδρομή του Δράμαλη το Μάιο του 1821, πουκατέπνιξε την Επανάσταση στην Θεσσαλία. 
Στις αρχές του 1740, ενώ βρισκόταν στο Βελεστίνο, προαισθάνθηκε το τέλος του και γύρισε στη μονή ν' αφήσει την τελευταία του πνοή. Σύναξε όλη την αδελφότητα και με συγκίνηση τους είπε: «Αδελφοί και πατέρες, ευλογητός ο θεός, οπού διά την άφατον Αυτού ευσπλαχνίαν έχει να ελευθερώσει σήμερον την αμαρτωλόν μου ψυχήν από την φυλακήν, από τούτον λέγω, τον κόσμον και διά τούτο σας παρακαλώ να ενθυμηθείτε την εντολήν του Δεσπότου Χριστού, οπού λέγει: ¨Άφετε και αφεθήσεται ημίν¨ και να δώσετε συγχώρηση ανίσως και έπταισα καμίαν φοράν ωσάν άνθρωπος όχι άπαξ αλλά πολλάκις. Κι ο Θεός να σας συγχωρήσει για όσα εις εμέ πράξατε. Προσέχετε, αδελφοί, να μη παραβαίνετε τας εντολάς του θεού, να αγαπάτε την προσευχήν, ωσάν οπού είναι ομιλία ανθρώπου με τον Θεόν. Να μην αμελείτε τον κανόνας σας, να έχετε αγάπην αναμεταξύ σας, να συντρέχετε εις την εξομολόγησιν, ωσάν οπού είναι το κλειδί του παραδείσου και καθώς χωρίς του κλειδίου είναι αδύνατον να ανοιχτεί η θύρα, ούτω και ο άνθρωπος χωρίς εξομολόγησιν είναι αδύνατον να εισέλθει εις την βασιλείαν των Ουρανών. Να μην ανακατώνεσθε εις κοσμικάς φροντίδας, αλλά να είστε όλως διόλου προσηλωμένοι εις τον φόβον του Θεού και να έχετε γραμμένην μέσα εις τον νου σας τη μνήμη του Θανάτου».

Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που φέρουν τα λείψανα του Αγίου και κυρίως η τίμια κάρα του, πολλά παλαιότερα αλλά και σύγχρονα θαύματα του Αγίου Γερασίμου αναφέρονται από τους γέροντες της Μονής και από πιστούς των γύρω περιοχών. 
Πολλοί δαιμονισμένοι έγιναν υγιείς. Γυναίκες που δεν τεκνοποιούσαν απέκτησαν παιδί. Κάτοικοι των γύρω περιοχών γλίτωσαν κατόπιν λιτανείας της Αγίας κάρας από πλήθος ακρίδων που κατέτρωγαν τα χωράφια τους. Στη Σκόπελο γλίτωσαν από λοιμό και από καταστροφική ασθένεια στα αμπέλια τους. Στις Πινακάτες έπαυσε ο Άγιος μεγάλο θανατικό. Στον Άγιο Γεώργιο Βελεστίνου έσωσε τα πρόβατα βοσκού. Στο Στεφανοβίκειο εξαφάνισε αρουραίους που κατέτρωγαν τα σπαρτά. Πολλά είναι και τα θαύματα του Αγίου Γερασίμου προς τους κατοίκους της Μακρινίτσας, αφού ως γνωστό στο ψηλότερο μέρος του χωριού βρισκόταν το ασκητήριό του. Ακριβώς εκεί που σήμερα βρίσκεται η γυναικεία μονή Αγίου Γερασίμου Μακρινίτσας (μετόχιο της Ιεράς Μονής Φλαμουρίου - Σουρβιάς). 
Παρέδωσε την αγία Του ψυχή την 14η Σεπτεμβρίου του έτους 1741. Έζησε στη γη αυτή ως ουράνιος άνθρωπος κι επίγειος άγγελος... Η δε μνήμη του τελείτε πανηγυρικά στις 15 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους. 
Η γυναικεία κοινοβιακή Ιερά Μονή Αγίου Γερασίμου Μακρινίτσης, που βρίσκεται 800 περίπου μέτρα από της παραλίας του Βόλου στο γοητευτικό χωριό της Μακρινίτσης, έχει την ευλογία να φυλάσσει την Τιμίαν Κάραν του Οσίου Γερασίμου, η οποία ήταν και είναι έως σήμερα ένας ποταμός θαυμάτων.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Παρακλητικός Κανών εις τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν


Παρακλητικός Κανών εις τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν 
Ποίημα Νικηφόρου Ίερομονάχου του Κρητός.

Εΰλογήσαντος τοῦ ίερέως άρχόμεθα άναγινώσκοντες τον
ΡΜΒ’ (142) Ψαλμόν.
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου καὶ μὴ εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μὴ ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπὶ Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου καὶ ἐν τῷ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.

Καί εὐθύς ψάλλεται τετράκις ἐξ’ ὑπαμοιβῆς, μετά τῶν οἰκείων στίχων:
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α’. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος Αὐτοῦ.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. β’. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με καὶ τό ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εῖτα τό Τροπάριον.

Ἦχος δ’. Ό ύψωθεΐς έν τω Σταυρῶ.
Τῷ ζωηφόρῳ νῦν Σταυρῷ προσπελάσωμεν, οἱ μακρυνθέντες τοῖς κακοῖς καί προσψαύσωμεν, ἐν ἐπιστρόφῳ λέγοντες καρδίᾳ πιστῶς· πρόφθασον, βοήθησον, ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, φάνηθι λυτρούμενος ἐκ παντοίων κινδύνων· μή ἐποφθῶμεν ἄπρακτα ζητεῖν· τήν σήν γάρ σκέπην βεβαίαν ἐλπίζομεν.

Δόξα.
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει, Χριστέ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου, τήν δόξαν σου καθώς ἠδύναντο, λάμψον καί ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τό φῶς σου τό ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Φωτοδότα δόξα σοι

Καί νΰν.
Οὐ δυνησόμεθα Σταυρέ τοῦ Κυρίου, τά σά θαυμάσια ὑμνεῖν οἱ κατάκριτοι. Εἰ μή γάρ σύ παρεῖχες τά δωρήματα, τίς ἡμῖν τήν ἴασιν τῶν τοῦ σώματος νόσων; τίς δέ καί τήν κάθαρσιν τῶν ψυχῶν ἄν ἐδίδου; οὐκ ἀπομακρυνθῶμεν πώποτε ἐκ σοῦ· σύ γάρ σκέπεις πάντας θνητούς ἐκ παντοίων κακῶν.

Ν΄ (50) Ψαλμός.
λέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καί ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοὺ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καί τὰ κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπὶ σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.

καί ό Κανών.

ᾨδῇ α’. 
Ἦχος πλ. δ’. Υγρών διοδεύσας.
Στίχος. Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ, σῶσον ἠμᾶς τῆ δυνάμει σου.
Σταυρέ σκῆπτρον ἄγιον καὶ σεπτον, τοῦς έν εύλαβεια προσκυνοϋντάς την ίεράν σκεπήν σου άτρώτους άπό βλάβης, και πειρασμῶν καὶ κίνδυνον διάσωσον.

Σταυρέ σκῆπτρον άγιον τοῦ Χριστοῦ, τοῦς σέ προσκυνούντας καταξίωσον ἐσαεί, τῷ Κτίστῃ Θεῷ καθυπακούειν, καί ὑπ’ αὐτοῦ βασιλεύεσθαι ποίησον.

Σταυρέ ἡ βοήθεια τῶν πιστῶν, δίδου βοηθείας τοῖς ὑμνοῦσι τό ἱερόν, κράτος σου καί αἴρειν τά βραβεῖα, κατά παθῶν
ψυχοφθόρων ἐνίσχυσον.

Θεοτοκιον.
Σταυρόν καθορῶσα Ἁγνή ἀμνάς, τοῦ ἁγνῶς τεχθέντος ἐξ αὐτῆς, οὗτος νῦν ἐστι, πιστῶν σωτηρία ἀνεβόα, καί κραταιά προστασία καί στήριγμα.

ᾨδῇ γ ‘. Οὐρανίας ἀψϊδος.
Ό Σταυρός τοῦ Δεσπότου, χαῖρε νεκρῶν ἔγερσις, χαῖρε ἀσθενούντων ἡ ρῶσις, χαῖρε ἀντίληψις· τούς προσκυνοῦντάς σε, φύλαττε φρούρει καί σκέπε, ἐκ τῶν ὁρωμένων τε, καί ἀοράτων ἐχθρῶν.

Ό Σταυρός τοῦ Κυρίου, χαῖρε πιστῶν καύχημα, χαῖρε κραταιά προστασία, χαῖρε παράκλησις· τούς προσκυνοῦντάς σε, ἐκ περιστάσεως ῥῦσαι, καί δεινῆς κακώσεως καί πάσης θλίψεως.

Ό Σταυρός τού Κυρίου χαῖρε στερρόν έρρεισμα, χαῖρε των ΰμνούντων σε φύλαξ, χαῖρε προπύργιον τους προσκυνοΰντάς σε ἐκ τῶν τοῦ βίου σκανδάλων, ‘ρΰσαι καὶ διάσωσον θεία δυνάμει σου.

Θεοτοκίον.
Ό Σταυρός τοῦ Υἱοῦ σου, παρθενικόν καύχημα, πᾶσί σου τόν Τόκον ὑμνοῦσι, δύναμις πέφυκεν, οὗ ἡ προσκύνησις καί τό πρός σέ καταφεύγειν, πάθη θεραπεύουσι ψυχῆς καί σώματος.

ᾨδῇ δ’. Είσακήκοα Κύριε.
Ό Σταυρός ὁ Πανάγιος, πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσιν αὐτόν τήν ἴασιν, καί πταισμάτων ἀπολύτρωσιν, ἐμφανῶς ὁρᾶται χαριζόμενος.

Τῶν ἀμέτρων πταισμάτων μου, ῥοῦν τόν θολερώτατον ἀποξήρανον, ὁ βαστάσας τόν ξηράναντα, ἀθεΐας ὕλην, Σταυρέ Τίμιε.

μαρτίαις συμπέφυρμαι, καί ἐκ τούτων ἦλθον εἰς ἀλλεπάλληλον, ἀρρωστίαν· ὅθεν κράζω σοι, ἄμφω τάς ἰάσεις, Σταυρέ
δώρησαι.

Θεοτοκίον .
Οἱ Σταυρόν καί τήν Ἄχραντον, ἔχοντες ἐλπίδα οὐκ αἰσχυνθήσονται· ἡ πρεσβεία γάρ καί δύναμις, τῆς Μητρός καί σκήπτρου σφόδρα δύνανται.

ᾨδῇ ε’. Φώτισον ημάς.
Γλύκανον ἡμῶν, τήν πικρίαν τῶν θλίψεων, Σταυρέ Κυρίου, ὁ πάλαι τῆς Μεῤῥᾶς, πικρῶν ὑδάτων τήν πικρίαν ἰασάμενος.

Σκέπασον ἡμᾶς, τῇ δυνάμει σου πανάγιε, Σταυρέ Κυρίου, ἐν σοί γάρ τοῦ Πατρός, Ἰσχύς ἐπήρθη, τό σόν κράτος ἐνισχύουσα.

Κούφισον ἡμῶν, ἅπαν ἄλγος τε καί κάκωσιν, καί σκυθρωπότητα ἐκ τῶν καρδιῶν, Σταυρέ Κυρίου· δέδοταί σοι γάρ τό δύνασθαι.

Θεοτοκίον.
χομεν πιστοί, προστασίαν πρός τόν Κύριον, τήν Παναγίαν Παρθένον καί τόν Σταυρόν, ὧν καταπλήττει καί τούς δαίμονας ἡ δύναμις.

ᾨδῇ ς’. Τῆν δέησιν ἐκχεῶ.
Τό ὅπλον τῶν βασιλέων ὑμνῶ σε, τήν στολήν τῶν Ἱερέων ὑψῶ σε, Χριστιανῶν τήν ἐλπίδα ἁπάντων, ὑμνολογῶ σε Σταυρέ Παμμακάριστε, τό καύχημα κἀμοῦ ὅν σε, ὅπλον ὡς μέγα ἀμπέχομαι.

Σέ σκέπην Xριστιανοί γινώσκομεν, καί καυχώμεθα ἐν σοί Ξύλον θεῖον· εἰς πάντα γάρ σέ εὑρίσκομεν κράτος, καί παντελῆ σωτηρίαν καί σύμμαχον, τήν χάριν ὅθεν καί ἡμῖν, τοῖς ὑμνοῦσί σε πόθῳ κατάπεμψον.

Κύριος ἰσχυρόν ἡμῖν τεῖχος, καί προστάτην καί φρουρόν σε παρέσχε, καί γάρ ἐν σοί ἐναντίαι δυνάμεις, ἐξηφανίσθησαν σθένει τοῦ κράτους σου. Ὡς ἔχεις οὖν πᾶσαν ἰσχύν, ἀσθενοῦντας ἡμᾶς ἰσχύν ἔνδυσον.

Θεοτοκίον.
Σωτῆράς μου ἐπιγράφομαι πόθῳ, τούς τόν Κτίστην μου σαρκί δεξαμένους, τήν μέν Ἁγνήν, ὡς ζωήν ἀφθαρτοῦσαν· τόν δέ Σταυρόν, ὡς νεκρῶν ζωοπάροχον. Νεκρώσει οὖν ζωοποιῷ, ὁ Σταυρός καί ἡ Κόρη ζωώσατε.

Διάσωσον Σταυρέ Κυρίου τήν ποίμνην σου ἀπό βλάβης, ὅτι πάντες ἐν σοί καυχόμεθα, καί γινώσκομεν τήν σκέπην σου, σωτηρίαν καί κράτος.

πίσκεψαι τῇ σῇ δυνάμει τούς πίστει σε προσκυνοῦντας, Τίμιε Σταυρέ, ἐξ ἐχθρῶν παντοίας κακώσεως, καί δίωξον τάς αὐτῶν περιστάσεις.

Αῖτησις καί τὸ Κοντάκιον.
Ἦχος β΄. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.
Τό ξύλον τῆς ζωῆς καί δύναμις ὑπέροπλος, ἐλπίς τῶν πιστῶν καί σκέπη καί κραταίωμα, ἐκ ψυχῆς βοῶμέν σοι, Σταυρέ Κυρίου φύλαξ φάνηθι, καί ἐκ σκανδάλων τῶν τοῦ πονηροῦ, προφθάσας ῥῦσαι ἡμᾶς τούς ὑμνοῦντάς σε.

Καί εύθύς τό προκείμενον.
ψοῦτε Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν καί προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι Ἅγιος ἐστί (δίς).
Στίχος. Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο.

Εύαγγέλιον. 
Έκ τοϋ κατά Ίωάννην (Κεφ. γ’ 13 – 17).
Είπεν ό Κύριος. Ούδείς άναβέβηκεν εις τόν ούρανόν, είμή ό έκ τοιΰ ούρανοΰ καταβάς, ο Υίός τοΰ άνθρώπου, ό ών έν τω ούρανω. Καί καθώς Μωσής ύψωσε τόν όφιν έν τή έρήμω, ούτως ύψωθήναι δει τόν Υίόν τοΰ ανθρώπου, ϊνα πας ό πιστεύων εις αυτόν μή άπόληται, άλλ’ εχη ζωήν αιώνιον. Ούτω γάρ ήγάπησεν ό Θεός τον κόσμον, ωστε τον Υιόν αύτοΰ τον μονογενή έδωκεν, ϊνα πας ό πιστεύων είς αυτόν μή άπόληται, άλλ’ έχη ζωήν αιώνιον. Ού γάρ άπεστειλεν ό Θεός τον Υίόν αύτοΰ είς τον κόσμον, ϊνα κρίνη τον κόσμον, άλλ’ ϊνα σωθη ό κόσμος δι’ αύτου.

Δόξα.
Τῇ τοῦ Θείου Σταυροῦ σου δυνάμει Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καί νῦν.
Ταῖς τῆς Παναχράντου, πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχος. Έλεήμον, έλέησόν με ό Θεός…
Καί τό παρόν Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β’. “Ολην ἀποθέμενοι.
Σταυρέ πανσεβάσμιε, ὅν περιέπουσι τάξεις, Ἀγγέλων γηθόμεναι· σήμερον ὁρώμενος θείῳ πνεύματι, δικαιοῖς ἅπαντας, τούς κλοπῇ
βρώσεως, ἀπωσθέντας καί εἰς θάνατον καθυποκύψαντας· ὅθεν σε καρδίᾳ καί χείλεσι πιστῶς περιπτυσσόμενοι, τόν ἁγιασμόν ἀρυόμεθα· ὑμνεῖτε, βοῶντες, Χριστόν τόν ὑπεράγαθον Θεόν, καί τό αὐτοῦ προσκυνήσωμεν θεῖον ὑποπόδιον.

Σῶσον ό Θεός τόν λαόν σου…

ᾨδῇ ζ’. Οί έκ της Ίουδαίας.
Τό κράτος τοῦ θανάτου, τεθανάτωται πάλαι τῆς κρεμασθείσης ζωῆς, θανάτῳ ζωηφόρῳ, Σταυρέ ἐν σοί διό σε, ἱκετεύω κραυγάζων σοι, τῶν θανατούντων παθῶν, ρῦσαι με νῦν καί σῶσον.

Τήν βροτῶν σωτηρίαν, ὁ Σωτήρ ἠβουλήθη ἐναπεργάσασθαι, ἐν ξύλῳ ζωηφόρῳ, διδούς τοῖς σωζομένοις, μελωδεῖν τά σωτήρια· χαῖρε Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ, πιστῶν ἁπάντων σῶστα.

Τοῦ ξύλου τῆς κατάρας, οἱ τρυφήσαντες εὗρον τάς ἀφεσίμους ἐν σοί, ἐκτάσει εὐλογίας χειρῶν τῶν τοῦ Δεσπότου, διό πάντες σοι κράζομεν· τήν εὐλογίαν Σταυρέ δίδου τοῖς σέ τιμῶσι.

Θεοτοκίον.
Καυχῶμαι τήν δυάδα, προβαλλόμενος πρέσβεις πρός τόν Σωτῆρα Χριστόν, Μητέρα καί τό σκῆπτρον· ἰσχύει γάρ ἡ Μήτηρ, καί τό σκῆπτρον κρατύνει με, χαῖρε τό σκῆπτρον Χριστοῦ, χαῖρε ἡ Μήτηρ τούτου.

ᾨδῇ η’. Τόν Βασιλέα τῶν Οὐρανών.
Τούς προσκυνοῦντάς σε, ὦ Σταυρέ διατήρει, πειρασμῶν καί κινδύνων ἀτρώτους· ἔχεις γάρ σήν σκέπην φρουροῦσαν πιστούς πάντας.

Τάς ἀῤῥωστίας τάς τῆς σαρκός ἰατρεύεις, καί σπιλάδας ψυχῶν ἐκκαθαίρεις. Ὅθεν σέ ὑμνοῦμεν, Σταυρόν τόν τοῦ Κυρίου.

Τούς τῷ σημείῳ σου ἑαυτούς σημειοῦντας, τῶν παγίδων λυτροῦσαι τοῦ σκότους, Σταυρέ τοῦ Κυρίου διά τοῦ σοῦ σημείου.

Θεοτοκίον.
Τοῦ Βασιλέως τῶν Οὐρανῶν τήν Μητέρα, καί Σταυρόν τοῦ Σωτῆρος ἐν πίστει, πάντες προσκυνοῦμεν, ὥσπερ κοινούς προστάτας.

ᾨδῇ θ’. Κυρίως Θεοτόκον.
ν φέρω σοι ἐκ πόθου, δέησιν Κυρίου, δέξαι Σταυρέ, καί τήν χάριν παράσχου πιστῶς, σέ προσκυνοῦντι ἐν πίστει καί μεγαλύνοντι.

Σημεῖον νικηφόρον, πάντες οἴδασί σε, οἱ διά σοῦ βραβεῖα καί νίκας αὐτῶν, σύν εὐλαβείᾳ λαβόντες, καί μεγαλύνουσι.

Τό χαῖρε τοῦτο τέλος, τοῦ μικροῦ μου ὕμνου, τοῦ διά σοῦ νικηφόρου ὀφθέντος Σταυροῦ, δέξαι Χριστέ μου τό χαῖρε, καί δίδου μοι τά χαρμόσυνα.

Θεοτοκίον.
Οὐ θέλω σιωπῆσαι τά τῆς Θεοτόκου, καί τόν Σταυρόν μή κηρύττειν, ὅς σκέπει πιστούς· οὐ σιωπῶ, ἀλλά λέγω, εἰ καί ἐσίγησα.

ξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ· τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον Σέ μεγαλύνομεν.

Καὶ τὰ παρόντα Μεγαλυνάρια,
Τόν Σταυρόν τόν τίμιον τοῦ Χριστοῦ, σήμερον ἐκ πόθου προσκυνήσωμεν εὐλαβῶς, καί ἐν κατανύξει βοήσωμεν συμφώνως, Σταυρέ ζωῆς τό ξύλον πιστούς στερέωσον.

Πάντες προσκυνοῦμεν πανευλαβῶς, καί φόβῳ καί πόθῳ, σύν ἀγάπῃ τε καί χαρᾷ τιμῶντες ὑμνοῦμεν τό πανάγιον ξύλον, χείλεσιν ἀναξίοις κατασπαζόμενοι.

Σκῆπτρον ἁγιώτατον τοῦ Χριστοῦ, ζωηφόρον ξύλον, ἱερέων ἡ καλλονή, Βασιλέων νῖκος, στήριγμα ὀρθοδόξων, πάντας τούς σέ τιμῶντας, Σταυρέ διάσωσον.

λαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μή προσκυνούντων τόν Σταυρόν τόν ζωοποιόν, τόν ἁγιασθέντα Αἵματι τῷ πανσέπτῳ, Χριστοῦ τοῦ ζωοδότου ὅν μεγαλύνομεν.

Θέλων ἐπιδεῖξαι τοῖς Μαθηταῖς, δύναμιν ἐξ ὕψους, καί σοφίαν παρά Πατρός, ἐν ὄρει ἀνῆλθες, Χριστέ τῷ Θαβωρίῳ, καί
λάμψας ὡς Δεσπότης, τούτους ἐφώτισας.

ς ὑπέρ τήν ψάμμον τῶν θαλασσῶν, ὑπέρ ἀριθμόν τε τῶν ἀστέρων τοῦ Οὐρανοῦ, μόνος ἁμαρτήσας καί μόνος κατεκρίθην, ὦ Δέσποινα τοῦ Κόσμου, σύ με διάσωσον.

Τρισάγιον
γιος ὁ Θεός, γιος Ἰσχυρός, γιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τρίς).
Δόξα Πατρί, καί Υἱῶ, καί ἁγίῳ Πνεύματι,
καί νῦν, καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς· Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τάς ἀνομίας ἡμῖν· Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.

Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα Πατρί…

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καί ἐπί τῆς γῆς. Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον· καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

τι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

καὶ τὰ Τροπάρια ταῦτα. 
Ἦχος πλ. β΄.
λέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γὰρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τὴν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα Πατρί…
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοὶ γὰρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καὶ νῦν ὡς εὔσπλαχνος καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σὺ γὰρ εἶ Θεός ἡμῶν καὶ ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καὶ τὸ ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν…
Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων, Σὺ γὰρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Τροπάριον Ἦχος α΄.
Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου, καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, καί τό σόν φυλάττων διά τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.

Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ’ ἣν ψάλλομεν τα ἑξῆς

Ἦχος β’. ‘Ότε έκ τοΰ ξύλου σε νεκρόν.
Λάμψον φῶς ἀπρόσιτον ἡμῖν· ἔργον γάρ ἐσμέν τῶν χειρῶν σου, πάντες Χριστέ Βασιλεῦ· νίκῃ δέ στεφάνωσον, τούς σέ ὑμνοῦντας πιστῶς, κατ’ ἐχθρῶν ἀοράτων τε, καί ὁρατῶν ἅμα, τεῖχος καί ὀχύρωμα, ἰσχύν καί ἄσυλον, ὄλβον τόν Σταυρόν σου πλουτοῦντας, Σῶτερ, ὁ τήν ἄφθορον μήτραν, ὑποδύς ἀῤῥήτως τῆς Θεόπαιδος.

Δέσποινα πρόσδεξαι τὰς δεήσεις τῶν δούλων Σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην Σου.

Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὅ Θεός ἡμῶν έλέησον ἡμᾶς.
’Ἀμήν.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ...


Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Οἱ χοροί κατέρχονται καί μεταβαίνουσι εἰς τήν Βόρειον Πύλην τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Εἰς τό· «Δόξα Πατρί...» τοῦ· «Ἅγιος ὁ Θεός...» τῆς Δοξολογίας, ὁ Ἱερεύς λαμβάνει τό θυμιατόν καί θυμιᾷ ἐννεάκις τόν ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης εὑρισκόμενον, ηὐτρεπισμένον διά βασιλικοῦ καί τριῶν κηρῶν δίσκου, Τίμιον Σταυρόν καί θυμιάσας, ποιεῖ τρεῖς μετανοίας, ἀσπάζεται τήν Ἁγίαν Τράπεζαν καί αἴρει τόν δίσκον μετά τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπί κεφαλῆς καί ἐξέρχεται ἀπό τῆς Βορείου Πύλης τοῦ Ἱ. Βήματος, τῶν χορῶν ψαλλόντων τό ᾀσματικόν· «Ἅγιος ὁ Θεός...», προπορευομένων τῶν Λαμπαδούχων μετά ἑξαπτερύγων (πλήν τοῦ Σταυροῦ) καί τῶν Ἱεροψαλτῶν.

Ἡ πομπή, ὅταν φθάσῃ εἰς τό μέσον τοῦ Σολέα, περιφέρεται τρίς πέριξ τοῦ τρισκελίου. Ἀκολούθως ὁ Ἱερεύς βλέπων πρός ἀνατολάς, ὑψώνει τόν δίσκον καί ἐκφωνεῖ τό· «Σοφία· Ὀρθοί» καί ἐν συνεχείᾳ τίθησι τόν δίσκον ἐπί τοῦ τρισ­κελίου καί λαβών τό θυμιατόν καί θυμιῶν κυκλοτερῶς τοῦ τρισκελίου τόν Τίμιον Σταυρόν ψάλλει τό· «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου...», ὅπερ ἐπαναλαμβάνουσιν οἱ δύο Χοροί.

Λαβών ἐν συνεχείᾳ ἀπό τόν δίσκον τόν Τίμιον Σταυρόν μετά κλάδων βασιλικοῦ, κρατεῖ αὐτόν ὑψηλά καί ἐκφωνεῖ·

«Ἐλέησον ἡμᾶς, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου...». Οἱ Χοροί ψάλλουσι μ΄ φοράς τό· «Κύριε, ἐλέησον». Ὁ Διάκονος ἤ ἄλλος τις, ραντίζει μέ κανίον τόν ὑπό τοῦ Ἱερέως κρατούμενον Τίμιον Σταυρόν καί βασιλικόν καί κλίνει μέχρι τοῦ ἐδάφους καί κατ’ ὀλίγον ἀνίσταται. Ἐλθών πρός τά δεξιά τοῦ τρισκελίου, βλέπων πρός βορρᾶν ἐκφωνεῖ·

«Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν» καί ποιεῖ τήν β΄ Ὕψωσιν. Ἐλθών εἰς τήν ἀνατολικήν πλευράν καί βλέπων πρός δυσμάς ἐκφωνεῖ·

«Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν...» καί ποιεῖ τήν γ΄ Ὕψωσιν. Ἐλθών πρός βορρᾶν (ἀριστερά) ἐκφωνεῖ·

«Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας, συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, τῶν ἐνοριτῶν, ἐπιτρόπων καί συνδρομητῶν τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας ταύτης σύν γυναιξί καί τέκνοις αὐτῶν» καί ποιεῖ τήν δ΄ Ὕψωσιν. Ἐλθών δέ πάλιν πρό τοῦ τρισκελίου καί βλέπων πρός ἀνατολάς ἐκφωνεῖ·

«Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ πάσης ψυχῆς Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων, ὑγείας τε καί σωτηρίας καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» καί ποιεῖ τήν ε΄ Ὕψωσιν.

Μετά τό· «Κύριε, ἐλέησον» τίθησι τόν Τίμιον Σταυρόν καί τόν βασιλικόν ἐπί τοῦ δίσκου. Εἶτα ὁ Ἱερεύς ἤ ὁ Ἀρχιερεύς, (ὅστις ἄν ᾖ χοροστατῶν κατέρχεται τοῦ θρόνου), λαμβάνει ἐκ τοῦ δίσκου τόν Τίμιον Σταυρόν μετά κλάδων βασιλικοῦ, ὑψώνει τοῦτον καί ψάλλει τό Κοντάκιον· «Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ...». Εἶτα ἀποθέτει αὐτόν ἐπί τοῦ δίσκου, ποιεῖ τρεῖς μετανοίας μετά Σταυροῦ, ἀσπάζεται τόν Τίμιον Σταυρόν καί ψάλλει τό· «Τόν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα...», ὅπερ ἐπαναλαμβάνουσι καί οἱ δύο χοροί καί γίνεται ὑπό τοῦ λαοῦ ἡ προσκύνησις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τῶν Χορῶν ψαλλόντων τά Ἰδιόμελα· «Δεῦτε, πιστοί...» κτλ. Ὁ Ἀριστερός χορός ψάλλει τό Ἀπολυτίκιον· «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου...».

Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (2023) Κανόνες - Ιερά Μονή Ξηροποτάμου Ἅγιον Ὄρος

 

ᾨδὴ α'
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς 
«Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς, ἐπ᾿ εὐθείας ῥάβδῳ, τὴν Ἐρυθρὰν διέτεμε, τῷ Ἰσραὴλ πεζεύσαντι, τὴν δὲ ἐπιστρεπτικῶς, Φαραὼ τοῖς ἅρμασι κροτήσας ἥνωσεν· ἐπ᾿ εὔρους διαγράψας, τὸ ἀήττητον ὅπλον, διὸ Χριστῷ ᾄσωμεν· τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται».

Τὸν τύπον πάλαι Μωσῆς, τοῦ ἀχράντου πάθους, ἐν ἑαυτῷ προέφηνε, τῶν ἱερῶν μεσούμενος, Σταυρῷ δὲ σχηματισθείς, τεταμέναις τρόπαιον, παλάμαις ἤγειρε, τὸ κράτος διολέσας, Ἀμαλὴκ τοῦ πανώλους· διὸ Χριστῷ ᾄσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται.

νέθηκε Μωϋσῆς, ἐπὶ στήλης ἄκος, φθοροποιοῦ λυτήριον, καὶ ἰοβόλου δήγματος· καὶ ξύλῳ τύπῳ Σταυροῦ, τὸν πρὸς γῆν συρόμενον, ὄφιν προσέδησεν, ἐγκάρσιον ἐν τούτῳ, θριαμβεύσας τὸ πῆμα· διὸ Χριστῷ ᾄσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται.

πέδειξεν οὐρανός, τοῦ Σταυροῦ τὸ τρόπαιον, τῷ εὐσεβείας κράτορι, καὶ Βασιλεῖ θεόφρονι, ἐχθρῶν ἐν ᾧ δυσμενῶν, κατεβλήθη φρύαγμα· ἀπάτη ἀνετράπη δέ· καὶ πίστις ἐφηπλώθη, γῆς τοῖς πέρασι θεία· διὸ Χριστῷ ᾄσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται. 
Καταβασία 
Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς, ἐπ᾿ εὐθείας ῥάβδῳ, τὴν Ἐρυθρὰν διέτεμε, τῷ Ἰσραὴλ πεζεύσαντι, τὴν δὲ ἐπιστρεπτικῶς, Φαραὼ τοῖς ἅρμασι κροτήσας ἥνωσεν· ἐπ᾿εὔρους διαγράψας, τὸ ἀήττητον ὅπλον· διὸ Χριστῷ ᾄσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται. 
Κανών α', ᾨδὴ γ', τῆς Ἑορτῆς
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς 
«Ῥάβδος εἰς τύπον τοῦ μυστηρίου παραλαμβάνεται· τῷ βλαστῷ γὰρ προκρίνει τὸν ἱερέα, τῇ στειρευούσῃ δὲ πρώην, Ἐκκλησία νῦν ἐξήνθησε, ξύλον Σταυροῦ, εἰς κράτος καὶ στερέωμα». 
ς ἐπαφῆκε ῥαπιζομένη ὕδωρ ἀκρότομος, ἀπειθοῦντι λαῷ, καὶ σκληροκαρδίῳ, τῆς θεοκλήτου ἐδήλου, Ἐκκλησίας τὸ μυστήριον, ἧς ὁ Σταυρός, τὸ κράτος καὶ στερέωμα. 
Πλευρᾶς ἀχράντου λόγχῃ τρωθείσης, ὕδωρ σὺν αἵματι ἐξεβλήθη, ἐγκαινίζον διαθήκην, καὶ ῥυπτικὸν ἁμαρτίας· τῶν πιστῶν γὰρ Σταυρὸς καύχημα, καὶ Βασιλέων κράτος καὶ στερέωμα. 
Καταβασία 
άβδος εἰς τύπον τοῦ μυστηρίου παραλαμβάνεται· τῷ βλαστῷ γὰρ προκρίνει τὸν ἱερέα, τῇ στειρευούσῃ δὲ πρώην, Ἐκκλησία νῦν ἐξήνθησε, ξύλον Σταυροῦ, εἰς κράτος καὶ στερέωμα. 
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'
Τὸ προσταχθὲν 
ν Παραδείσῳ με τὸ πρίν, ξύλον ἐγύμνωσεν, οὗπερ τῇ γεύσει, ὁ ἐχθρὸς εἰσφέρει νέκρωσιν, τοῦ Σταυροῦ δὲ τὸ ξύλον, τῆς ζωῆς τὸ ἔνδυμα, ἀνθρώποις φέρον, ἐπάγη ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ κόσμος ὅλος ἐπλήσθη πάσης χαρᾶς· ὃν ὁρῶντες ὑψούμενον, Θεῷ ἐν πίστει λαοί, συμφώνως ἀνακράξωμεν· Πλήρης δόξης ὁ οἶκός σου. 
Δόξα... Καὶ νῦν... τὸ αὐτὸ

 ᾨδὴ δ'
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς 
«Εἰσακήκοα Κύριε, τῆς οἰκονομίας σου τὸ μυστήριον, κατενόησα τὰ ἔργα σου, καὶ ἐδόξασά σου τὴν Θεότητα». 
Πικρογόνους μετέβαλε, ξύλῳ Μωϋσῆς πηγὰς ἐν ἐρήμῳ πάλαι, τῷ Σταυρῷ πρὸς τὴν εὐσέβειαν, τῶν ἐθνῶν προφαίνων τὴν μετάθεσιν. 
βυθῷ κολπωσάμενος, τέμνουσαν ἀνέδωκεν Ἰορδάνης ξύλῳ, τῷ Σταυρῷ καὶ τῷ Βαπτίσματι, τὴν τομὴν τῆς πλάνης τεκμαιρόμενος. 
ερῶς προστοιβάζεται, ὁ τετραμερὴς λαὸς προηγούμενος, τῆς ἐν τύπῳ μαρτυρίου σκηνῆς, σταυροτύποις τάξεσι κλεϊζόμενος. 
Θαυμαστῶς ἐφαπλούμενος, τὰς ἡλιακὰς βολὰς ἐξηκόντισεν, ὁ Σταυρός· καὶ διηγήσαντο, οὐρανοὶ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. 
Καταβασία 
Εἰσακήκοα Κύριε, τῆς οἰκονομίας σου τὸ μυστήριον, κατενόησα τὰ ἔργα σου, καὶ ἐδόξασά σου τὴν Θεότητα.
 ᾨδὴ ε',
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς 
« τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος· δι᾿ οὗ πέπτωκεν ὁ ξύλῳ ἀπατήσας, τῷ ἐν σοὶ δελεασθείς, Θεῷ τῷ προσπαγέντι σαρκί, τῷ παρέχοντι, τὴν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν». 
Σὲ τὸ ἀοίδιμον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός, τὴν Ἐδὲμ φυλάττουσα, στρεφομένη ῥομφαία, Σταυρὲ ᾐδέσθη, τὸ φρικτὸν δὲ Χερουβίμ, εἶξε τῷ σοὶ παγέντι Χριστῷ, τῷ παρέχοντι, τὴν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν. 
ποχθονίων δυνάμεις, ἀντίπαλοι τοῦ Σταυροῦ, φρίττουσι χαραττόμενον, τὸ σημεῖον ἐν ἀέρι ᾧ πολοῦσιν· οὐρανίων γηγενῶν, γένος δὲ γόνυ κάμπτει Χριστῷ, τῷ παρέχοντι, τὴν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν. 
Μαρμαρυγαῖς ἀκηράτοις, φανεὶς ὁ θεῖος Σταυρός, ἐσκοτισμένοις ἔθνεσι, τοῖς ἐν πλάνῃ ἀπάτης τὸ θεῖον φέγγος, ἀπαστράψας οἰκειοῖ, τῷ ἐν αὐτῷ παγέντι Χριστῷ, τῷ παρέχοντι, τὴν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν. 
Καταβασία 
τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθῃ Χριστός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος, δι᾿ οὗ πέπτωκεν ὁ ξύλῳ ἀπατήσας, τῷ ἐν σοὶ δελεασθείς, Θεῷ τῷ προσπαγέντι σαρκί, τῷ παρέχοντι, τὴν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν. 
 ᾨδὴ ς',
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς 
«Νοτίου θηρὸς ἐν σπλάγχνοις, παλάμας Ἰωνᾶς, σταυροειδῶς διεκπετάσας, τὸ σωτήριον πάθος προδιετύπου σαφῶς· ὅθεν τριήμερος ἐκδύς, τὴν ὑπερκόσμιον Ἀνάστασιν ὑπεζωγράφησε, τοῦ σαρκὶ προσπαγέντος, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τριημέρῳ ἐγέρσει, τὸν κόσμον φωτίσαντος». 
γήρᾳ καμφθείς, καὶ νόσῳ τρυχωθείς, ἀνωρθοῦτο Ἰακὼβ χεῖρας ἀμείψας, τὴν ἐνέργειαν φαίνων τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ· τὴν παλαιότητα καὶ γάρ, τοῦ νομικοῦ σκιώδους, γράμματος ἐκαινογράφησεν, ὁ ἐν τούτῳ σαρκὶ προσπαγεὶς Θεός, καὶ τὴν ψυχόλεθρον νόσον, τῆς πλάνης ἀπήλασε. 
Νεαζούσαις θεὶς παλάμας, ὁ θεῖος Ἰσραήλ, σταυροειδῶς κάραις ἐδήλου, ὡς πρεσβύτερον κλέος ὁ νομολάτρης λαός· ὑποπτευθεὶς ὅθεν οὕτως ἐξηπατῆσθαι, οὐκ ἠλλοίωσε τὸν ζωηφόρον τύπον· ὑπερέξει λαὸς γὰρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, νεοπαγὴς ἀνεβόα, Σταυρῷ τειχιζόμενος. 
Καταβασία 
Νοτίου θηρὸς ἐν σπλάγχνοις, παλάμας Ἰωνᾶς, σταυροειδῶς διεκπετάσας, τὸ σωτήριον πάθος προδιετύπου σαφῶς· ὅθεν τριήμερος ἐκδύς, τὴν ὑπερκόσμιον Ἀνάστασιν ὑπεζωγράφησε, τοῦ σαρκὶ προσπαγέντος, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τριημέρῳ ἐγέρσει, τὸν κόσμον φωτίσαντος.

Κανών α', ᾨδὴ ζ', τῆς Ἑορτῆς
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς 
«κνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβοῦς, λαοὺς ἐκλόνησε, πνέον ἀπειλῆς καὶ δυσφημίας θεοστυγοῦς· ὅμως τρεῖς Παῖδας οὐκ ἐδειμάτωσε, θυμὸς θηριώδης, οὐ πῦρ βρόμιον· ἀλλ᾿ ἀντηχοῦντι δροσοβόλῳ πνεύματι, πυρὶ συνόντες ἔψαλλον· ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».

Ξύλου γευσάμενος ὁ πρῶτος ἐν βροτοῖς, φθορᾷ παρῴκησε· ῥίψιν γὰρ ζωῆς ἀτιμοτάτην κατακριθείς, ὅλῳ τῷ γένει σωματοφθόρος τις, ὡς λύμη τῆς νόσου μετέδωκεν· ἀλλ᾿ εὑρηκότες γηγενεῖς ἀνάκλησιν, Σταυροῦ τὸ ξύλον κράζομεν· Ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

λυσε πρόσταγμα Θεοῦ παρακοή, καὶ ξύλον ἤνεγκε θάνατον βροτοῖς, τὸ μὴ εὐκαίρως μεταληφθέν· ἐν ἀσφαλείᾳ τῆς ἐριτίμου δέ, ἐντεῦθεν ζωῆς τὸ ξύλον εἴργετο, ὃ νυκτιλόχου δυσθανοῦς ἠνέῳξεν, εὐγνωμοσύνης κράζοντος· ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

άβδου προσπτύσσεται τὸ ἄκρον, Ἰωσήφ, ὁ γενησόμενον, βλέπων, Ἰσραήλ, τῆς βασιλείας τὸ κραταιόν, ὅπως συνέξει ὁ ὑπερένδοξος Σταυρὸς προδηλῶν· οὗτος γὰρ τοῖς βασιλεῦσι, τροπαιοῦχον καύχημα, καὶ φῶς τοῖς πίστει κράζουσιν· ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ. 
Καταβασία 
κνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβοῦς, λαοὺς ἐκλόνησε, πνέον ἀπειλῆς καὶ δυσφημίας θεοστυγοῦς· ὅμως τρεῖς Παῖδας οὐκ ἐδειμάτωσε, θυμὸς θηριώδης, οὐ πῦρ βρόμιον· ἀλλ᾿ ἀντηχοῦντι δροσοβόλῳ πνεύματι, πυρὶ συνόντες ἔψαλλον, ὁ ὑπερύμνητος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

 ᾨδὴ η'
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς 
«Εὐλογεῖτε Παῖδες, τῆς Τριάδος ἰσάριθμοι, δημιουργὸν Πατέρα Θεόν· ὑμνεῖτε τὸν συγκαταβάντα Λόγον, καὶ τὸ πῦρ εἰς δρόσον μεταποιήσαντα· καὶ ὑπερυψοῦτε, τὸ πᾶσι ζωὴν παρέχον, Πνεῦμα πανάγιον εἰς τοὺς αἰῶνας».

ψουμένου ξύλου, ῥαντισθέντος ἐν αἵματι, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου Θεοῦ, ὑμνεῖτε αἱ τῶν οὐρανῶν Δυνάμεις, βροτῶν τὴν ἀνάκλησιν ἑορτάζουσαι· Λαοὶ προσκυνεῖτε Χριστοῦ τὸν Σταυρόν, δι' οὗ τῷ κόσμῳ ἀνάστασις εἰς τοὺς αἰῶνας.

Γηγενεῖς παλάμαις, οἰκονόμοι τῆς χάριτος, Σταυρὸν οὗ ἔστη Χριστὸς ὁ Θεός, ὑψοῦτε ἱεροπρεπῶς καὶ Λόγχην, Θεοῦ Λόγου σῶμα ἀντιτορήσασαν. Ἰδέτωσαν ἔθνη πάντα τὸ σωτήριον, τοῦ Θεοῦ δοξάζοντα εἰς τοὺς αἰῶνας.

Οἱ τῇ θείᾳ ψήφῳ, προκριθέντες ἀγάλλεσθε, Χριστιανῶν πιστοὶ Βασιλεῖς· καυχᾶσθε τῷ τροπαιοφόρῳ ὅπλῳ, λαχόντες θεόθεν, Σταυρὸν τὸν τίμιον· ἐν τούτῳ γὰρ φῦλα πολέμων, θράσος ἐπιζητοῦντα, σκεδάννυνται εἰς τοὺς αἰῶνας. 
Καταβασία 
Εὐλογεῖτε Παῖδες, τῆς Τριάδος ἰσάριθμοι, δημιουργὸν Πατέρα Θεόν, ὑμνεῖτε τὸν συγκαταβάντα Λόγον, καὶ τὸ πῦρ εἰς δρόσον μεταποιήσαντα, καὶ ὑπερυψοῦτε, τὸ πᾶσι ζωὴν παρέχον, Πνεῦμα πανάγιον εἰς τοὺς αἰῶνας. 
Ἡ Τιμιωτέρα οὐ στιχολογεῖται 
Κανών α', ᾨδὴ θ', τῆς Ἑορτῆς
Ἦχος πλ. δ'
Ὁ Εἱρμὸς 
«Μυστικῶς εἶ Θεοτόκε Παράδεισος, ἀγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν, ὑφ' οὗ τὸ τοῦ Σταυροῦ, ζωηφόρον ἐν γῇ, πεφυτούργηται δένδρον· δι᾿ οὗ νῦν ὑψουμένου, προσκυνοῦντες αὐτὸν σὲ μεγαλύνομεν».

γαλλέσθω τὰ δρυμοῦ ξύλα σύμπαντα, ἁγιασθείσης τῆς φύσεως αὐτῶν, ὑφ᾿ οὗ περ ἐξ ἀρχῆς, ἐφυτεύθη Χριστοῦ, τανυθέντος ἐν ξύλῳ· δι᾿ οὗ νῦν ὑψουμένου, προσκυνοῦμεν αὐτὸν καὶ μεγαλύνομεν.

ερὸν ἠγέρθη κέρας θεόφροσι, τῆς κεφαλῆς τῶν ἁπάντων ὁ Σταυρός, ἐν ᾧ ἁμαρτωλῶν νοουμένων, συνθλῶνται τὰ κέρατα πάντα, δι᾿ οὗ νῦν ὑψουμένου, προσκυνοῦμεν αὐτὸν καὶ μεγαλύνομεν. 
Εἱρμὸς ἄλλος  
« διὰ βρώσεως τοῦ ξύλου, τῷ γένει προσγενόμενος θάνατος, διὰ Σταυροῦ κατήργηται σήμερον· τῆς γὰρ Προμήτορος ἡ παγγενὴς κατάρα διαλέλυται, τῷ βλαστῷ τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν πᾶσαι αἱ Δυνάμεις, τῶν οὐρανῶν μεγαλύνουσι».

Μὴ τὴν πικρίαν τὴν τοῦ ξύλου, ἐάσας ἀναιρέσιμον Κύριε, διὰ Σταυροῦ τελείως ἐξήλειψας· ὅθεν καὶ ξύλον ἔλυσε ποτέ, πικρίαν ὑδάτων Μερρᾶς, προτυποῦν τοῦ Σταυροῦ τὴν ἐνέργειαν· ἣν πᾶσαι αἱ Δυνάμεις, τῶν οὐρανῶν μεγαλύνουσιν.

διαλείπτως βαπτομένους, τῷ ζόφῳ τοῦ προπάτορος Κύριε, διὰ Σταυροῦ ἀνύψωσας σήμερον· ὡς γὰρ τῇ πλάνῃ ἄγαν ἀκρατῶς, ἡ φύσις προκατηνέχθη, παγκλήρως ἡμᾶς πάλιν ἀνώρθωσε, τὸ φῶς τὸ τοῦ Σταυροῦ σου· ὃν οἱ πιστοὶ μεγαλύνομεν.

να τὸν τύπον ὑποδείξῃς, τῷ κόσμῳ προσκυνούμενον Κύριε, τόν τοῦ Σταυροῦ ἐν πᾶσιν ὡς ἔνδοξον, ἐν οὐρανῷ ἐμόρφωσας, φωτὶ ἀπλέτῳ ἠγλαϊσμένον, Βασιλεῖ πανοπλίαν ἀήττητον· ἣν πᾶσαι αἱ Δυνάμεις, τῶν οὐρανῶν μεγαλύνουσιν. 
Καταβασίαι  
Μυστικῶς εἶ Θεοτόκε Παράδεισος, ἀγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν, ὑφ᾿ οὗ τὸ τοῦ Σταυροῦ, ζωηφόρον ἐν γῇ, πεφυτούργηται δένδρον· δι᾿ οὗ νῦν ὑψουμένου, προσκυνοῦντες αὐτὸν σὲ μεγαλύνομεν.
 
διὰ βρώσεως τοῦ ξύλου, τῷ γένει προσγενόμενος θάνατος, διὰ Σταυροῦ κατήργηται σήμερον· τῆς γὰρ Προμήτορος ἡ παγγενὴς κατάρα διαλέλυται, τῷ βλαστῷ τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν πᾶσαι αἱ Δυνάμεις, τῶν οὐρανῶν μεγαλυνουσι.


Δημοφιλείς αναρτήσεις