Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ



ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ

Ο αββάς Ισαάκ, ο πρίγκιπας των ερημιτών και μέγας διδάσκαλος της μυστικής ζωής, γεννήθηκε κατά το πρώτο ήμισυ του 7ου αιώνα, στον Μπέιτ Κατραγιέ, στην περιοχή του Κατάρ, στην νότια άκρη του Περσικού Κόλπου. Νέος ακόμη εισήλθε μαζί με τον αδελφό του στην Λαύρα του Αγίου Ματθαίου και, αφού προόδευσε αρκούντως στην οδό των αρετών, στην υπακοή και στην γνώση των Αγίων Γραφών, αποσύρθηκε στην ησυχία. Απαλλαγμένος από κάθε δεσμό με τον κόσμο, καθάρισε τον νου του με νηστεία, αγρυπνίες, αδιάλειπτα δάκρυα και προσευχή. Ο αδελφός του όμως εξελέγη ηγούμενος της Λαύρας και δεν έπαυε να τον πιέζει να επιστρέψει στην Λαύρα για την πνευματική ωφέλεια των αδελφών.

Η φήμη του αγίου αναχωρητή έφθασε ως την Νινευί και οι πιστοί αυτής της ονομαστής πόλης κατόρθωσαν να πείσουν τον καθολικό (αρχιεπίσκοπο) Γιβαρτζή να τον χειροτονήσει επίσκοπο (περί το 648). Ο Ισαάκ υπάκουσε στο θέλημα του Θεού και άρχισε να καθοδηγεί με πολλή σοφία το πνευματικό του ποίμνιο. Δεν είχαν όμως περάσει ούτε πέντε μήνες, όταν δύο πιστοί που τον είχαν παρακαλέσει να λύσει τη διαφορά τους σχετικά με την εξόφληση ενός δανείου, απέρριψαν τις συμβουλές του και του είπαν: «Άσε για την ώρα στην άκρη τις διδαχές του Ευαγγελίου!». Αυτό ήταν αρκετό για να αποφασίσει ο άνθρωπος του Θεού να επιστρέψει πίσω στην έρημο, λέγοντας: «Εάν το Ευαγγέλιο δεν μπορεί να είναι εδώ παρόν, τι ήλθα να κάνω;». Παραιτήθηκε των καθηκόντων του και αποσύρθηκε στο όρος Ματούτ, στην περιοχή του Μπέιτ Χουζάγιε (σημ. Κουρδιστάν), όπου εγκαταβίωναν πολλοί ασκητές και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Μονή Αββά Σαμπούρ, στο όρος Τσουχτάρ (βόρειο Κουρδιστάν). 
Μελετούσε την Αγία Γραφή με τόσο ζήλο και έχυνε τόσα δάκρυα που έχασε το φως του. Αποξενωμένος από τον κόσμο, δεν έτρωγε παρά τρεις άρτους την εβδομάδα με μερικά λαχανικά, χωρίς ποτέ ν’ αγγίζει μαγειρεμένο φαγητό και η καρδία του φλεγόταν από αγάπη για όλους τους αδελφούς του, κάνοντας να αναβλύζουν σαν ζωογόνα νάματα ουράνιες διδαχές, τις οποίες κατέγραφαν οι μαθητές του. 
«Αγαπητοί», έγραφε, «έγινα πια μωρός, γιατί δεν αντέχω άλλο να κρύψω στη σιωπή το μυστήριο του Θεού, αλλά τουναντίον γίνομαι άφρονας για την ωφέλεια των αδελφών!» (Λόγος ΛΗ΄). Με ασύγκριτη τέχνη και λεπτότητα, μοναδική σε όλη την πατερική γραμματεία, περιγράφει όλες τις καταστάσεις της ψυχής που πορεύεται προς την λύτρωση και την ένωσή της με τον Θεό. «Πολλές φορές όταν τα έγραφα όλα αυτά, δεν είχαν δύναμη τα δάχτυλά μου να γράψουν πάνω στο χαρτί, μην αντέχοντας από την πνευματική ηδονή που ερχόταν και πλημμύριζε την καρδιά μου και έπαυε την λειτουργία των αισθήσεων» (όπ.π.). 
Το βιβλίο του αγίου Ισαάκ δεν αποτελεί συστηματική πραγματεία, αλλά είναι μάλλον μια μόνιμη πρόσκληση για προσευχή, ένα εφαλτήριο απ’ όπου η ψυχή φτερουγίζει προς την Βασιλεία του Θεού. Κατά τον αββά Ισαάκ, το πρώτο στάδιο της απελευθέρωσης από την υποδούλωση στον κόσμο και στα πάθη είναι η πίστη. Με την πίστη ο άνθρωπος αφυπνίζεται και αρχίζει τότε το έργο με την αποταγή, την νηστεία, την νίψη, την μελέτη της Αγίας Γραφής, την αγρυπνία και την προσευχή. Με την πίστη, που συνοδεύεται από αυτές τις ενάρετες πράξεις, μπορεί να εισέλθει μέσα του και να βρει στην καρδιά του την θύρα του ουρανού: «Ειρήνευσε μέσα σου και θα ειρηνεύσουν με σένα ο ουρανός και η γη. Κοίταξε να μπεις μέσα στο δωμάτιο που βρίσκεται εντός σου και θα αντικρίσεις μετά και τον χώρο τ’ ουρανού. Το ίδιο και το αυτό είναι το ένα και το άλλο. Με την ίδια είσοδο που θα κάνεις, θα βλέπεις και τα δύο ταυτόχρονα. Η κλίμακα εκείνης της βασιλείας είναι μέσα σου κρυμμένη στην ψυχή σου. Βούτηξε τον εαυτό σου μέσα στον καθαρμό από την αμαρτία και θα βρεις απ’ αυτόν αναβάσεις που μπορείς ν’ ανέβεις» (Λόγος Λ΄). 
Έχοντας ασπασθεί την ησυχαστική ζωή και την σιωπή - η οποία «είναι το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος» (Επιστολή Γ΄) - ο μοναχός (αλλά και κάθε αγωνιζόμενος χριστιανός) θα δει να αναδύονται μέσα του χωρίς προσπάθεια θαυμαστά που το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να συλλάβει. Με την κάθαρση της καρδίας θα δυνηθεί να φθάσει και να προοδεύσει αδιάκοπα στην ταπείνωση, την αρετή που αποτελεί την «στολή της θεότητας», διότι αυτήν ακριβώς ενδύθηκε ο Λόγος του Θεού για να γίνει άνθρωπος (Λόγος Κ΄). «Τον ταπεινόφρονα άνθρωπο κανένας δεν τον μισεί, κανένας δεν τον επιπλήττει με λόγια, κανένας δεν τον καταφρονεί. Γιατί αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπά ο δικός του ο Δεσπότης Χριστός κι έτσι αγαπιέται απ’ όλους· όλους τους αγαπά κι όλοι τον αγαπούν· όλοι τον θέλουν και όπου κι αν περάσει σαν άγγελο του φωτός τον βλέπουν. Ένας τέτοιος ταπεινός άνθρωπος πλησιάζει τ’ άγρια θηρία και με το που τον βλέπουν αυτά αμέσως ημερεύει η αγριότητά τους και τον πλησιάζουν σαν να είναι αυτός ο κύριός τους, με το κεφάλι κατεβασμένο γλείφοντας τα χέρια και τα πόδια του. Γιατί αισθάνθηκαν σ’ αυτόν τον ταπεινό άνθρωπο εκείνη την ευωδία που έβγαινε από τον Αδάμ πριν την παρακοή» (Λόγος Κ΄). Η ταπείνωση περικλείει όλες τις άλλες αρετές και μας παρέχει την καθαρότητα, η οποία μας κάνει να θεωρούμε τους πάντες καλούς ή αθώους (Λόγος ΜΘ΄). 
Προοδεύοντας στην ταπείνωση ο ησυχαστής θα αποκτήσει εμπειρία των διαδοχικών βαθμών της προσευχής, οι οποίοι οδηγούν από την επώδυνη προσευχή της μετανοίας στα εκούσια δάκρυα και, από εκεί, στα αυθόρμητα και αδιάκοπα δάκρυα που καθαρίζουν και φωτίζουν τον νου και που οδηγούν προς την καθαρά προσευχή. Κατόπιν, όταν φθάσει στην κατάσταση πέραν της προσευχής, πέρα από κάθε κίνηση και φθαρτή πραγματικότητα, τότε θα δει τον Θεό και θα εισέλθει στην Βασιλεία Του. 
Καρπός της προσευχής και σκοπός της, πάντα κατά τον αββά Ισαάκ, είναι η ένωση με τον Θεό εν αγάπη. Μετά από μακρά περίοδο ησυχαστικής βιοτής και μετά από συχνές επισκέψεις της θείας Χάριτος, ο καθαρμένος και ειρηνεμένος άνθρωπος θα γίνει για όλους ζωντανή εικόνα της αγάπης του Θεού και της ευσπλαχνίας Του. 
«Και τι σημαίνει ελεήμων καρδιά;», τον ρώτησαν. Και είπε: «Το να καίγεται κάποιος για όλη την κτίση· για τους ανθρώπους, για τα πουλιά και για τα ζώα, ακόμη και για τους δαίμονες, αλλά και για κάθε κτίσμα. Και μόνο από την μνήμη και την θεωρία τους, χύνουν οι οφθαλμοί του άφθονα δάκρυα. Από την πολλή και σφοδρή ελεημοσύνη που συνέχει την καρδιά του και από την πολλή καρτερία που δείχνει σε όλους, σμικρύνεται η καρδιά με την ταπείνωση και δεν μπορεί να βαστάξει ν’ ακούσει ή ν’ αντικρίσει την παραμικρή βλάβη ή λύπη να γίνεται κάπου στην κτίση. Γι’ αυτό τον λόγο και κάθε ώρα και στιγμή προσφέρει με δάκρυα ευχή για όλα τα άλογα όντα, για τους εχθρούς της αλήθειας, γι’ αυτούς που τον βλάπτουν, να τους λυπηθεί ο Θεός και να τους φυλάξει· το ίδιο συμβαίνει και για κάθε ερπετό στη γη, κι όλα αυτά από την πολλή ελεημοσύνη που κινεί άμετρα την καρδιά του, σύμφωνα με την κατάσταση της ομοιότητας του Θεού στην οποία έχει φτάσει και την οποία βιώνει» (Λόγος ΠΑ΄). 
Από μαρτυρίες ορισμένων χειρογράφων φαίνεται ότι η μνήμη του αγίου Ισαάκ εορταζόταν στο Άγιον Όρος στις [28 Σεπτεμβρίου]. Μεταφέρθηκε κατόπιν στις [28 Ιανουαρίου] για να συνδεθεί με εκείνη του αγίου Εφραίμ, αλλά τελικά δεν διατηρήθηκε στην ελληνική εκκλησιαστική παράδοση, ενώ μνημονευόταν στην ρωσική Εκκλησία. Ο αββάς Ισαάκ ανήκε στην συριακή Εκκλησία της Ανατολής, η οποία λόγω της απομόνωσής της εν μέσω της περσικής αυτοκρατορίας δεν ακολούθησε τις εξελίξεις του χριστολογικού δόγματος και έμεινε προσκολλημένη στην διδασκαλία του Θεόδωρου Μοψουεστίας, διδασκάλου του Νεστορίου. Μολονότι δεν απείχε από την διδασκαλία του Θεοδώρου, η περσική Εκκλησία ήταν ξένη στην αντίληψη του Νεστορίου περί «δύο υιών» και κατά ακυριολεξία αποκαλείται «νεστοριανή». Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι τα γραπτά του αββά Ισαάκ δεν φέρουν κανένα ίχνος χριστολογικής αίρεσης και η σπουδαία θέση που κατέχει στην ορθόδοξη παράδοση δικαιολογεί την σεβάσμια μνήμη που του αφιερώνεται.

Το βιβλίο του αββά Ισαάκ μαζί με την «Κλίμακα» του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου [30 Μαρτ. - Δ΄ Κυριακή Νηστειών] είναι ο απαραίτητος οδηγός κάθε ορθόδοξης ψυχής για να βαδίσει προς τον Θεό με ασφάλεια. Γι’ αυτό και ένας σύγχρονος Γέροντας, ο Ιερώνυμος της Αίγινας (1883-1966), συμβούλευε να μην διστάσουμε ακόμη και να ζητιανέψουμε για να αποκτήσουμε ένα αντίτυπο των έργων του αββά Ισαάκ.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος πλ. α΄. 
Τὸν συνάναρχον Λόγον.
ρετῶν ταῖς ἀκτίσι
καταλαμπόμενος,
τῆς ἐν Χριστῷ πολιτείας
φωστὴρ πολύφωτος,
θεοφόρε Ἰσαὰκ
ὤφθης ἐν Πνεύματι,
καὶ κατευθύνεις ἀσφαλῶς,
σωτηρίας πρὸς ὁδόν,
διδάγμασι θεοπνεύστοις,
τοὺς εὐφημοῦντάς σε Πάτερ,
ὡς τοῦ Χριστοῦ
θεῖον θεράποντα.
 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 5ος, Ιανουάριος,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Παρακλητικός Κανών εις τον Όσιον Ισαάκ τον Σύρο Επίσκοπο Νινευί



Παρακλητικός Κανών εις τον Όσιον Ισαάκ τον Σύρο Επίσκοπο Νινευί

Ποίημα Αθανασίου Ιερομονάχου Σιμωνοπετρίτου

†Εορτάζεται στις 28 Σεπτεμβρίου

Εῦλογήσαντος τοῦ ίερέως άρχόμεθα άναγινώσκοντες τον 

ΡΜΒ’ (142) Ψαλμόν.

Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τή ἀληθεία σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τή δικαιοσύνη σού καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὂτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου, ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδίασεν ἔπ ἐμέ τό πνεῦμά μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἄπ ἐμοῦ, καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοῖ ἤλπισα γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἤ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μού ἐξελού μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρός σέ κατέφυγον. Δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μού τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθεία. Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ, ἐν τή δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλός σου εἰμι.

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος α’. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὀνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος β’. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἡμυνάμην αὐτοῦς.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος γ’. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

καὶ τὰ Τροπάρια·

Ἦχος δ’ . Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Τῆς μετανοίας τὴν χριστόῤῥειθρον γλῶτταν, τῆς κατανύξεως καὶ πένθους ἐργάτην, διδάσκαλον θεόπνευστον χοροῦ τῶν μοναστῶν, ᾿Ισαὰκ τὸν πάνσοφον, ἱκετεύσωμεν πόθῳ, ὅπως ἅπερ γέγραφεν ἐν τῇ βίβλῳ εἰς πρᾶξιν, μεταποιήσωμεν προθύμως ἀδελφοί, καὶ αἰωνίαν, ζωὴν ἀπολαύσωμεν.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσωμεν ποτὲ Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι, εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῥῤύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων, τίς δὲ διεφύλαξεν, ἕως νῦν ἐλευθέρους, οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα ἐκ σοῦ, σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Εἶτα ὁ Ν΄ ψαλμός.

Ελέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα έλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημα μου. Ἐπί πλεῖον πλύνόν με ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιον μου ἐστι διά παντός. Σοι μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιον Σου ἐποίησα, ὅπως ἀν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαι Σε. Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις εκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσας μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ακουτιείς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, αγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπον Σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα ευθές εγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψῃς με ἀπό τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μή αντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὀδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σε ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, αγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσιν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἀν, ὁλοκαυτώματα οὑκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὑκ ἐξουδενώσει. Αγάθυνον, Κύριε, ἐν τῆ εὐδοκία Σου τήν Σίων καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριον Σου μόσχους.

εἶτα ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς·
Ἀββᾶ ᾿Ισαάκ, δὸς ἡμῖν εὐχὴν ἐν μετανοίᾳ.Ἀ(θανάσιος).

ᾨδὴ α΄. ῏Ηχος πλ.δ΄. ῾Υγρὰν διοδεύσας.
Ἀγγέλων πολίτευμα διελθών, διδάσκεις πανσόφως, τὸν ἀγῶνα κατὰ παθῶν, Ἀββᾶ ᾿Ισαὰκ τοῖς μελετῶσι, ἐν προσοχῇ θεοχάρακτον βίβλον σου.

Βαρύνει ἀμέλεια τὴν ψυχήν, Ἀββᾶ ἑκουσίως, καὶ σκοτίζει τὸν λογισμόν, ταῖς σαῖς ἱκεσίαις ἔγειρόν με, πρὸς ἐργασίαν σωτήριον δέομαι.

Βασίλισσα πέλει τῶν ἀρετῶν, ἡ θεία ἀγάπη, καὶ ὁ ἔρως πρὸς τὸν Θεόν, ὧν Πάτερ στερούμενος αἰτοῦμαι, ταῦτά μοι δοῦναι ἁγίαις πρεσβείαις σου.

Θεοτοκίον.
Ἀθάνατον ἔχων μου τὴν ψυχήν, οὐδόλως μοι μέλει, Θεοτόκε περὶ αὐτῆς, παρόντων φροντίζων οὐ μενόντων, ὅθεν βοῶ σοι ἀνάνηψιν δίδου μοι.

ᾨδὴ γ΄. Οὐρανίας ἁψῖδος.
Ἰσαὰκ θεοφόρε καταγελῶν ἔλιπες, πάντα τὰ ἡδέα τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν κλῆσίν σου, Θεὸν θηρώμενος, ῞Ον σχὼν ἐν μέσῃ καρδίᾳ, πάντοτε ἱκέτευε, ὑπὲρ τῶν δούλων σου.

Συνεχῶς ἁμαρτάνων, τὸν ᾿Ιησοῦν Ὂσιε, τὸν γλυκὺν λυπῶ ἀναισθήτως ἐπιδεικνύμενος, θέλημα ὅπερ μου, εὐχαῖς σου σύντριψον πάτερ, καὶ πραῢν ἀνάδειξον, τὸν ἀνυπότακτον.

Ἀδεῶς μου τὸν βίον, ἐκδαπανῶ Ὂσιε, καὶ ἐν πρακτικῇ ἀθεΐᾳ διαπορεύομαι, ὅθεν τὴν αἴσθησιν, τῆς πανταχοῦ παρουσίας, τοῦ Δεσπότου δώρησαι, τὴν ἐγερτήριον.

Θεοτοκίον.
Ἀγνοτάτη καθ᾿ ὅλα, τὴν τοῦ Θεοῦ εἵλκυσας, Χάριν Παναγία Παρθένε, ἐγὼ δὲ κάλλος μου, ψυχῆς ἠμαύρωσα, παντοδαπαῖς αἰσχρουργίαις, ὧν με ρῦσαι Δέσποινα, τῇ μεσιτείᾳ σου.

Διάσωσον, ἀπὸ παθῶν ψυχοφθόρων τοὺς σοὺς ἱκέτας, ὦ Ἀββᾶ ᾿Ισαὰκ ὡς ἰσάγγελος, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς δεινῆς, τυραννίας δαιμόνων.

Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ Πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

Αἲτησις καὶ τὸ Κάθισμα.
῏Ηχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Ἀββᾶ Ἰσαάκ, διδάσκαλε θεώσεως, δακρύων κρουνούς, ἐν κατανύξει δώρησαι, ὅπως πλύνω ὅσιε, τῆς ψυχῆς μου τὸν βόρβορον, καὶ σὲ δοξάζω ἀεί, ὡς σωτηρίας πρόξενον.

ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα, Κύριε.
Κύνας Πάτερ ἐκδίωξον, τοὺς φιλομακέλλους κατασπαράξαι μου, τὴν καρδίαν ἀναμένοντας, καὶ ἀλλοτριῶσαι τοῦ Δεσπότου μου.

Δεδεμένον ἀφύκτως με, τοῖς πλημμελημάτων δεσμοῖς μακάριε, ἐλευθέρωσον σοῦ δέομαι, ἵνα πετασθῶ πρὸς τὰ οὐράνια.

Ο καιρός μου παρέρχεται, ἄκαρπος Ἀββᾶ μου καὶ τί γενήσομαι; σπεῦσον τόνωσον ἰσχύας μου, καὶ τῆς παραλύσεως ἐξέγειρον.

Θεοτοκίον.
Σοὶ προσπίπτω Πανάμωμε, τῇ διασῳζούσῃ τοὺς ἁμαρτάνοντας, καὶ Κυρίῳ ἐπιστρέφοντας, διὰ τῆς ἁγίας μεσιτείας σου.

ᾨδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.
Ἢδη ὁ καιρός, τῆς ζωῆς Ἀββᾶ συντέτμηται, καὶ ὡς ἡ ἄκαρπος συκῆ τὴν ἐκκοπήν, πτοοῦμαι σπεῦσον, ἐν ἐσχάτῃ ὥρᾳ σῶσόν με.

Μέγας ὁ ποιῶν, ἀγρυπνίαν λέγεις ῞Οσιε, τοῖς ἀσωμάτοις ἁμιλλώμενος, διὸ ὑπνοῦντα, πρὸς ἐγρήγορσίν με ἔγειρον.

Ἲσχυσεν Ἀββᾶ, ἡ συνήθεια καὶ ἕλκει με, ὥσπερ δήμιος τὸ θῦμα πρὸς σφαγήν, ὅθεν βοῶ σοι· λογισμούς μου ἐξαλλοίωσον.

Θεοτοκίον.
Νοῦν μου ᾿Αγαθή, τὸν ἀκράτητον συμπέδησον, τῇ σωτηρίῳ μνήμῃ γλυκυτάτου ᾿Ιησοῦ, ὅπως ἐκφύγω, τῆς δουλείας τοῦ ἀλάστορος.

ᾨδὴ στ΄. Τὴν δέησιν ἐκχεῶ.
Εὐλόγησον, τὴν μικράν μου Ὂσιε, λειτουργίαν ἣν προσάγω Κυρίῳ, καὶ τὸν πτωχόν, ὀβολὸν πλήθυνόν μου, εἰς ἑκατὸν ἀρετῆς τὰ νομίσματα, ἀκούει γὰρ τὴν σὴν εὐχήν, ὁ Δεσπότης πληρῶν τὰ αἰτήματα.

‘Υψώσας μου, λογισμὸν ἐκπέπτωκα, ὡσεὶ κέδρος ὑψηλὴ τοῦ Λιβάνου, σαῖς προσευχαῖς, Ἰσαὰκ θεοφόρε, ἐν ταπεινώσει τὸν βίον περάσαι με, ἀξίωσον καὶ ἐφεξῆς, τῷ Χριστῷ εὐαρέστως πορεύεσθαι.

Χαλίνωσον, ἀναιδές μου ὄρνεον, ὡς ἐκάλεσας νοὸς τὰς κινήσεις, σεπτὲ ᾿Αββᾶ, καὶ εὐχῇ τοῦτον θρέψον, ἵνα πτωμάτων μὴ θέλῃ τὴν σκύλευσιν, καὶ πότισόν με δαψιλῶς, τῇ πηγῇ τῶν δακρύων τρισόλβιε.

Θεοτοκίον.
Ἠνέῳξας, τοῖς ἀνθρώποις Δέσποινα, τῆς ζωῆς τῆς ἀληθοῦς θείαν θύραν, ἥν ὡς στενήν, ἀξιώσαις περάσαι, κἀμὲ τὸν ράθυμον σφόδρα πρεσβείαις σου, καθαίρουσα τὸ ὀπτικόν, τῆς ταλαίνης ψυχῆς μου ἐν δάκρυσι.

Διάσωσον, ἀπὸ παθῶν ψυχοφθόρων τοὺς σοὺς ἱκέτας, ὦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ ὡς ἰσάγγελος, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς δεινῆς, τυραννίας δαιμόνων.

Ἂχραντε ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παρρησίαν.

Αἲτησις καὶ τὸ Κοντάκιον.
῏Ηχος β΄. Προστασία τῶν χριστιανῶν.
Τῇ σῇ βίβλῳ ἐδίδαξας ἄπειρα, μοναστῶν καὶ μιγάδων συστήματα, ὅθεν Πάτερ, εὐγνωμοσύνης δέχου τὰς φωνάς, Ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ πρὸς παθῶν, τὴν ἐκκοπὴν δίδου ἡμῖν, πατρικὴν εὐλογίαν σου, ὅπως κεκαθαρμένοι, ζήσωμεν ἐν Κυρίῳ, καὶ συναφθῶμεν μυστικῶς, εἰς αἰῶνα ἀτελεύτητον.

Προκείμενον.
Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ ῾Οσίου αὐτοῦ.
Στίχ. Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις Αὑτοῦ.

Ευαγγέλιον, 

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον.

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱόν, εἰ μὴ ὁ Πατήρ· οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει, εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ῎ᾼρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. ῾Ο γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι.

Δόξα.
Ταῖς τοῦ σοῦ Ὀσίου πρεσβείαις ᾿Ελεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ Νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχ. ᾿Ελεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός…
῏Ηχος πλ.β΄. ῞Ολην ἀποθέμενοι.
᾿Ισαὰκ μακάριε, τῶν ἀσκητῶν μέγα κλέος, ἱσταμένων στήριγμα, πεπτωκότων ἔγερσις, καὶ διδάσκαλε, τῶν ποθούντων κάθαρσιν, καὶ μετὰ Κυρίου, τὴν σωτήριον συνένωσιν, σὲ ἱκετεύομεν, δὸς ἡμῖν εὐχῶν σου βοήθειαν, καὶ σκεύη τιμιώτατα, ἀπὸ ἀναξίων ἐξάγαγε· ὅπως εὐγνωμόνως, τιμῶμέν σου τὴν μνήμην τὴν σεπτήν, καὶ τὸν Δεσπότην δοξάζωμεν, σὲ ὑπερδοξάσαντα.

Σῶσον ὁ Θεὸς τὸν λαόν σου…

ᾨδὴ ζ΄. Παῖδες ἑβραίων.
Νῆψιν ᾿Αββᾶ χαρίσαις πᾶσι, τοῖς τὴν βίβλον σου, ἐκ πόθου μελετῶσι, καὶ ποθοῦσι τὸν σὸν, μιμεῖσθαι θεῖον βίον, ὅπως εὐχὴν κτησώμεθα, ἐν γνησίᾳ μετανοίᾳ.

Εὗρες τὸν θεῖον Μαργαρίτην, δι᾿ ὅν πέπρακες, τὸν ἅπαντά σου βίον, καὶ πλουτήσας ᾿Αββᾶ, τῇ ἀρετῶν ἀσκήσει, ταύτας ἡμῖν ὡς φρόνιμος, οἰκονόμος μεταδοίης.

Νέκρωσον φρόνημα τοῦ κόσμου, ὦ θνησίζωε, ἐκ τῆς ἡμῶν καρδίας, καὶ τὴν μνήμην ἀεί, θανάτου ἐγκαινίσαις, ὅπως Χριστῷ συζήσωμεν, Ἰσαὰκ εἰς τοὺς αἰῶνας.

Θεοτοκίον.
Μόνη ὑπάρχεις σωτηρία, Παναμώμητε ἐλπὶς ἀπηλπισμένων, διὸ πρόσχες κἀμοῦ, φωνῆς ἀπηλπισμένου, καὶ δωρεὰν παράσχου μοι, Παραδείσου θεῖον κλῆρον.

ᾨδὴ η΄. Τὸν ἐν ὄρει.
Ἐλεήμων ὡς ἔχων τὴν καρδίαν, πάντας ἤθελες, σωθῆναι ἐν Κυρίῳ, διὸ καῦσιν τὴν σήν, μετάδος μοι ὦ Πάτερ, τῷ ἐψυγμένῳ πάθεσι, καὶ παντοίαις ἁμαρτίαις.

Τρέμω Πάτερ τὴν τελευταίαν ὥραν, τῆς ἐτάσεως, ὡς φύλλον ἐξ ἀνέμου, ἔνδυσόν με γυμνόν, ἐσθῆτι τῇ τοῦ γάμου, μήπως τοῦ Δείπνου μέτοχος, κἀγὼ γένωμαι εὐχαῖς σου.

Ἀγγελός τις ὡς σεσωματωμένος, καὶ ἀσκήσεως, ὢν λύχνος φωτοφόρος, δίδαξόν με πῶς δεῖ, Θεῷ εὐαρεστῆσαι, καὶ μὴ ἀκάρπως δόλιχον, μοναζόντων διατρέξω.

Θεοτοκίον
Νίκην δίδου ἀεὶ κατὰ ἐχθρῶν μου, Παναμώμητε, σαῖς θείαις ἱκεσίαις, ἵνα μὴ δι᾿ ἐμέ, βλασφημηθῇ Υἱός σου, Χριστὸς ῞Ον περ δοξάζομεν, οἱ πιστοὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.

ᾨδὴ θ΄. ᾿Εξέστη ἐπὶ τούτῳ.
Οὐράνιον ὡς μάννα σαὶ διδαχαί, καὶ ποτὸν ὡς ἐκ πέτρας γνωρίζονται τοῖς μονασταῖς, ὧν καταγλυκαίνουσι δαψιλῶς, καρδίας καὶ συντείνουσιν, εἰς τὸν ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμόν, οὗ ᾿Ισαὰκ θεόφρον, ἡμᾶς καταξιώσαις, τοὺς ἐντρυφῶντας τοῖς πυξίοις σου.

Ἰᾶσαι πρακτικώτατε ἰατρέ, ψυχοφθόρων παθῶν ἀναγνώστας σου καὶ τὰς πληγάς, ἐν ἐλαίῳ πίονι θαυμαστῶς, καθαίρεις ἐξ ὧν ἔμαθες, ὢν ἐν τῇ ἐρήμῳ Ἀββᾶ σοφέ, διὸ ἀντίμισθόν σοι, τὸν ὕμνον τοῦτον δέχου, ὃν εὐγνωμόνως ἀναμέλπομεν.

Ἀέρα ἧττον ἔπνεις τοῦ ᾿Ιησοῦ, ᾿Ισαὰκ ὅθεν τούτῳ συγγέγονας, ἐξ Οὗ τὸ πᾶν, ρῆμα ἀπεξήντλησας καὶ γραφαῖς, ἡμῖν κλῆρον παρέδωκας, ὑπὲρ πλοῦτον πρόσκαιρον καὶ φθαρτόν, δι᾿ οὗ υἱοὺς γενέσθαι, τῆς θείας Βασιλείας, τοὺς σὲ γεραίροντας ἀξίωσον.

Θεοτοκίον
Ἀκένωτος ὑπάρχουσα ποταμός, τῶν χαρίτων τοῦ Πνεύματος Δέσποινα, δίδου ἡμῖν, τοῖς ἀνευφημοῦσί σε ἐκ ψυχῆς, τὸ ὕδωρ τὸ σωτήριον, καὶ τῆς Βασιλείας ἀναψυχήν, πρεσβεύουσα Κυρίῳ, σὺν ᾿Ισαὰκ τῷ μύστῃ, καὶ λατρευτῇ σου Θεονύμφευτε.

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξωτέραν, ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως, Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν.

Καὶ τὰ παρόντα μεγαλυνάρια,
Σύρος ὢν τὸ γένος τὸ σαρκικόν, ἄγγελος Κυρίου, ἀνεδείχθης ὦ ᾿Ισαάκ, σάλπιγγι ἀγάπης, μετάνοιαν κηρύττων, καὶ σωτηρίας τρίβον, εὐθύνων λόγοις σου.

Ἀρχιερωσύνης τὸν στολισμόν, πόθῳ ἡσυχίας, καταλέλοιπας ᾿Ισαάκ, καὶ ἐπενεδύθης, τοῦ Πνεύματος τὴν Χάριν, δι᾿ ἧς τοὺς πεπτωκότας, ἐγείρεις πάνσοφε.

Μοναστῶν παιδεύεις Ἀββᾶ χορούς, δίαυλον βαδίζειν, ἐν ἀσκήσει καθαρτικῇ, καὶ Χριστὸν διώκειν, πάσῃ ψυχῆς δυνάμει, τὸν πλοῦτον Βασιλείας, διδόντα ἄφθονον.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τὸ Τρισάγιον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τρίς).

Δόξα Πατρί, καί Υἱῶ, καί ἁγίῳ Πνεύματι,
καί νῦν, καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς· Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τάς ἀνομίας ἡμῖν· Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.

Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα Πατρί…

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καί ἐπί τῆς γῆς. Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον· καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

καί τά Τροπάρια ταῦτα. Ἦχος πλ. β΄.
Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γάρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τήν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα.
Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοί γάρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καί νῦν ὡς εὔσπλαχνος καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σύ γάρ εἶ Θεός ἡμῶν καί ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καί τό ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν.
Τῆς εὐσπλαχνίας τήν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων· Σύ γάρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ.α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῷ πυρὶ τῆς ἀγάπης ὁλοκαυτούμενος, ἀντὶ σώματος πνεῦμά σου ὥσπερ σφάγιον, ἀνενενέγκας τῷ Θεῷ φιλοσοφώτατε, τὰ βαθέα παρ’ Αὐτοῦ, ἐμυήθης Ἰσαάκ,
καὶ ὥσπερ στόμα τι θεῖον, ἐκληροδότησας Πάτερ, ἡμῖν τὴν βίβλον σου.

Ἐκτενὴς καὶ Ἀπόλυσις, μεθ’ ἣν ψάλλομεν τα ἑξῆς·

῏Ηχος β΄. ῞Οτε ἐκ τοῦ ξύλου σε.
Νέας Διαθήκης ᾿Ισαάκ, τὸν ἐγκαινισμὸν τῆς καρδίας σοφῶς διδάσκοντα, δεῦτε εὐφημήσωμεν, καθικετεύοντες· τῶν ρευμάτων τοῦ Πνεύματος, ἀξίωσον Πάτερ, πάντας τοὺς τὴν βίβλον σου, ἀναγινώσκοντας, ὅπως ἐν καρποῖς μετανοίας, ἴδωμεν προσώπου Κυρίου, κάλλος τὸ ἀμήχανον πρεσβείαις σου.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Δί’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἠμῶν,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς.
Ἀμήν.

Στίχοι·
Σφάττειν πονηροὺς υἱοὺς τῇ κατανύξει,
Ἀββᾶ ᾿Ισαάκ, ἀξίωσον σοὺς δούλους.


Τη ΚΗ ‘ (28η) του Μηνός Σεπτεμβρίου, μνήμη του οσίου πατρός ημών Χαρίτωνος του ομολογητού και καθηγητού της έρημου.


Όσιος Χαρίτων ο Ομολογητής
Θεοφάνους του Κρητός Καθολικόν Μ. Λαύρας
Ο όσιος Χαρίτων γεννήθηκε και ανατράφηκε στο Ικόνιο της Μ. Ασίας την εποχή του αυτοκράτορος Αυρηλιανού (270- 276). Αρχικά ο Αυρηλιανός δεν φάνηκε εχθρικός προς τους χριστιανούς. Αργότερα όμως, ωθούμενος από τον διάβολο, κίνησε βίαιον διωγμό εναντίον τους. Όταν το αυτοκρατορικό διάταγμα έφθασε στο Ικόνιο, ο Χαρίτων, περιβόητος για την ευσέβεια και τον ζήλο του προς διάδοσιν του Ευαγγελίου, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες, εδάρη βάναυσα και κατακάηκε στο σώμα με αναμμένες λαμπάδες. Ενώ έφρουρείτο στην φυλακή, αναμένοντας με χαρά την μαρτυρική του τελείωσι, οι διωγμοί κατέπαυσαν και σύντομα επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας έγινε η χριστιανική (313).

Ελεύθερος πλέον, με τα στίγματα του Κυρίου στο αθλητικό του σώμα, ποθούσε στο εξής να ζήση ως ασκητής «αναπληρώνοντας τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί» του. Στις εκούσιες κακουχίες, τις οποίες επέβαλε στο σώμα του για να το δουλαγωγήση και να το ύποτάξη στο πνεύμα, προστέθηκαν και ακούσιες δοκιμασίες. Καθώς μετέβαινε για να έγκατασταθή στην έρημο του Ιορδανού, περιέπεσε σε ληστάς, οι οποίοι τον απήγαγαν δέσμιον στο κρησφύγετο τους, σε σπήλαιο της ερήμου Φαράν, κοντά στα Ιεροσόλυμα. Κατά θείαν όμως παραχώρηση, οχιά εξέμεσε το δηλητήριο της στο αγγείο πού είχαν το κρασί τους, πίνοντας δε αυτοί από το δηλητηριώδες ποτό βρήκαν όλοι τον θάνατο. Λυτρωμένος ο όσιος Χαρίτων από τα χέρια τους λύθηκε αοράτως από τα δεσμά και, επειδή βρήκε το σπήλαιο εκείνο κατάλληλο για ησυχία, απεφάσισε να παραμείνη. Από τα συναχθέντα χρήματα των ληστών, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του, διεμοίρασε τα περισσότερα στους πτωχούς και στους ερημίτες, που άσκήτευαν κοντά στην Νεκρά θάλασσα. Με τα υπόλοιπα μετέτρεψε το σπήλαιο σε ναό του Θεού και ίδρυσε την πρώτη λαύρα της Παλαιστίνης, την λαύρα της Φαράν. Τον ναό της εγκαινίασε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων άγιος Μακάριος (314-333, βλ. 16 Αύγ.). 
Σύγχρονος του μεγάλου Ίλαρίωνος (βλ. 21 Όκτ.), πού από την Αίγυπτο εισήγαγε στην Παλαιστίνη την αναχωρητική μορφή του μοναχικού βίου - μεμονωμένα κελλιά εγκατεσπαρμένα στην έρημο - ο όσιος Χαρίτων ένωσε τους αναχωρητάς υπό κοινή ζωή και διοίκηση, αν και ακόμη ο κοινός αυτός βίος στην Παλαιστίνη είχε υποτυπώδη χαρακτήρα. 
Ενώ ο όσιος ησύχαζε μόνος σε σπήλαιο της Φαράν, αγωνιζόμενος με νηστεία, χαμαικοιτία, ολονύκτιες προσευχές και ψαλμωδίες, έχοντας ως τρυφή το τρίχινο ένδυμα του πού κατέξεε τις μαρτυρικές του πληγές, έγινε φανερός στην περιοχή μέσω των θαυμάτων πού επιτελούσε. Πολλοί προσέτρεχαν στην λαύρα του, για να ταχθούν υπό την χειραγωγία του. Αλλά και από τους Ιουδαίους και τους Έλληνες της περιοχής πολλοί προσήλθαν μέσω αυτού στον χριστιανισμό.

Αυτή ή κοσμοσυρροή τον αποσπούσε από την ησυχία και, επειδή φοβόταν μήπως ή δόξα των ανθρώπων λικμήση σαν το άνεμο τις αρετές πού με κόπους και ιδρώτες είχε αποκτήσει, απεφάσισε να αναχώρηση από την Φαράν. Με κοινή ψήφο της άδελφότητος τους άφησε ώς προεστώτα τον πλέον ενάρετο των μαθητών του και τους έδωσε τις δέουσες νουθεσίες. Τους όρισε να τρώγουν μία φορά την ήμερα, και τότε με εγκράτεια, να προσεύχωνται κατά την ήμερα και κατά την νύκτα τις τακτές ώρες πού ό ίδιος τους είχε παραδώσει, και να είναι ελεήμονες και φιλόξενοι προς τους πτωχούς. Τέλος, τους ευλόγησε και ανεχώρησε. 
Βαδίζοντας οδό μιας ημέρας έφθασε στα μέρη της Τεριχούς. Στην κορυφή Δώκ (άραβ. Δούκ ή Ντούκ) του Σαρανταρίου όρους βρήκε κατάλληλο σπήλαιο και ησύχαζε εκεί, κρυμμένος πολύν καιρό από τους ανθρώπους. Τρεφόταν με τα άγρια χόρτα της ερήμου και ζούσε όλος απορροφημένος από την αδολεσχία του Θεού. Ο Θεός όμως θέλησε να τον χρησιμοποίηση ως όργανο του για τον ευαγγελισμό της περιοχής και τον φανέρωσε στον κόσμο. Πολλοί, θαυμάζοντας τον ισάγγελο βίο του, θέλησαν να τον μιμηθούν, αρνούμενοι το φρόνημα της σαρκός, και ζήτησαν να τους δεχθή υπό την καθοδήγησή του. 
Για τους μαθητάς του αυτούς οικοδόμησε λαύρα, που έμεινε γνωστή από την ονομασία του τόπου ως λαύρα του Δούκα. Ο θόρυβος όμως από την συρροή των ανθρώπων τον ανάγκασε να εγκατάλειψη και αυτήν, για να ζήση μόνος με μόνον τον Θεό. Παρέδωσε στους μαθητάς του τον τρόπο της μοναχικής πολιτείας, τους άφησε άξιον ποιμένα και απεχώρησε. 
Αναζητώντας έρημο τόπο προς τα νότια, κατέφυγε στα σπήλαια της θεκωέ, όπου βρήκε για λίγο την ποθητή του ησυχία. Αλλά και εκεί, εξ αιτίας της φήμης της αγιότητας του, άρχισαν να προσέρχωνται πολλοί, για να γίνουν μοναχοί. Ετσι, ο όσιος Χαρίτων ίδρυσε και τρίτη λαύρα, την οποία στα συριακά ονόμαζαν Σουκά (δύη= αγορά, οικισμός, λαύρα) ή Παλαιά Λαύρα. 
Το ασυγκράτητο πλήθος των νέων μαθητών και των ειδωλολατρών, πού συνέρρεε για να εύφρανθή από το μέλι των λόγων του και να δή αυτην την ζωντανή εικόνα του Χριστού, ανάγκασε τον όσιο να άποσυρθή σε παρακείμενο απόκρημνο σπήλαιο, το «κρεμαστό σπήλαιο», δπως ονομάσθηκε εξ αιτίας του μεγάλου ύψους του από την γη, στο οποίο μόνον με κλίμακα μπορούσε κάποιος ν’ ανεβή. Στο σπήλαιο αυτό ο όσιος έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Λόγω του γήρατος όμως και των μακροχρονίων κόπων της ασκήσεως δεν μπορούσε να αυτοϋπηρετήται και να μεταφέρη νερό- προσέτρεξε λοιπόν στον θεό και με την προσευχή του ανέβλυσε από μια πλευρά του σπηλαίου νερό ψυχρό και διαυγέστατο. 
Όταν του αποκαλύφθηκε η ημέρα της προς θεόν εκδημίας του, μετέβη στην πρώτη του λαύρα, στην Φαράν. Εκεί κάλεσε τα λογικά του ποίμνια με τους προεστώτες και τους απηύθυνε την πνευματική του διαθήκη, διά της οποίας υπεδείκνυε την ασφαλή οδό της ενώσεως τους με τον θεό, δηλαδή την άσκησι συνδεδεμένη με την ταπείνωση και την αγάπη προς πάντας. Τέλος, τους ευλόγησε και, χωρίς να ασθενήση, παρέδωσε εν ειρήνη την μακαρία ψυχή του στα χέρια των αγίων αγγέλων.


«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 1ος, Σεπτέμβριος,
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Οι περιπέτειες του μαθητού της αγάπης 
Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος καταγόταν από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας, άσημη κώμη στα παράλια της λίμνης Γενησαρέτ. Ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης, θυγατέρας του Μνήστορος της Θεοτόκου Ιωσήφ [26-31 Δεκ.]. Γι’ αυτό και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θεωρείται κατά σάρκα θείος του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ως ετεροθαλής αδελφός της μητέρας του Σαλώμης [3 Αυγ.]. Η ευσεβής αυτή γυναίκα ήταν μία από τις Μυροφόρες. 
Ο Ιωάννης μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιάκωβο [30 Απρ.] βοηθούσαν τον πατέρα τους στο ψάρεμα, ήταν δε συνέταιροι με τους αδελφούς Πέτρο [29 Ιουν.] και Ανδρέα [30 Νοεμ.]. Γαλουχημένοι και οι τέσσερις με την προσδοκία της έλευσης του Μεσσία, στην αρχή, μαζί με άλλους ζηλωτές συμπατριώτες τους, μεταξύ των οποίων ο Φίλιππος [14 Νοεμ.] και ο Ναθαναήλ [22 Απρ.], έγιναν μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού [7 Ιαν.], ο οποίος κήρυττε βάπτισμα μετανοίας στην έρημο της Ιουδαίας κοντά στον Ιορδάνη ποταμό. 
Όταν ο Κύριος, μετά την βάπτιση και την τεσσαρακονθήμερη νηστεία, κατήλθε από το Σαραντάριο όρος στην έρημο, ο Πρόδρομος Τον έδειξε στους μαθητές του Ανδρέα και Ιωάννη, που βρέθηκαν να συζητούν μαζί του, λέγοντας: «Ἴδε ὁ ἄμνος τοῦ Θεοῦ!» (Ιωάν. 1, 29). Και οι δύο τότε ακολούθησαν δειλά τον Χριστό να δουν πού μένει και παρέμειναν κοντά Του την ημέρα εκείνη. Την επομένη, ο Ιωάννης, ο Ανδρέας, ο Πέτρος, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ επέστρεψαν μαζί με τον Ιησού στην Γαλιλαία. Την άλλη ημέρα Τον ακολούθησαν στην Κανά, προσκεκλημένοι και αυτοί στον γάμο, και από εκεί στην Καπερναούμ, όπου έμειναν κοντά Του λίγες ημέρες. Κατόπιν επανήλθαν στην εργασία τους. Λίγο αργότερα, ενώ ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος επιδιόρθωναν τα δίχτυα μέσα στο πλοιάριο μαζί με τον πατέρα τους, ο Κύριος, αμέσως μετά την κλήση του Πέτρου και του Ανδρέα, κάλεσε οριστικά και αυτούς να Τον ακολουθήσουν, για να γίνουν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4, 19). Αυτοί δε ευθύς εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν τον θείο Διδάσκαλο. Από την ώρα εκείνη ο Ιωάννης δεν αποχωρίσθηκε τον Κύριο καθ’ όλο το διάστημα της επί γης ζωής Του. Τόσο δε αγάπησε την παρθενία, ώστε αυτός μόνος από τους άλλους συμμαθητές του αξιώθηκε να ονομάζεται «παρθένος». 
Ο Ιωάννης με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον Πέτρο αποτέλεσαν τον στενότερο κύκλο των μαθητών, τους οποίους έλαβε μαζί Του ο Κύριος στην ανάσταση της θυγατέρας του Ιάειρου, στην Μεταμόρφωση και στην αγωνιώδη του Προσευχή στα ενδότερα του κήπου της Γεθσημανή. 
Αλλά και στον κύκλο αυτό ο Ιωάννης διακρίθηκε για την φλογερή του αγάπη και την ολοκληρωτική του αφοσίωση προς τον Διδάσκαλο. Και τόσο αγαπήθηκε από Εκείνον, ώστε έγινε ο «ηγαπημένος» μαθητής Του. Αυτός, κατά τον Μυστικό Δείπνο, ανέπεσε στο στήθος του Κυρίου και τον ρώτησε: «Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα Σε παραδώσει;» (Ιωάν. 21, 20). Και όταν ο Κύριος συνελήφθη, αυτός μόνον από τους δώδεκα Τον ακολούθησε άτρομος και εισήλθε στην αυλή του αρχιερέως (Ιωάν. 18, 15). Και μόνον αυτός παρέμεινε με την Θεοτόκο κάτω από τον Σταυρό. Γι’ αυτό και ο Κύριος είπε στην Μητέρα Του δείχνοντας με το βλέμμα Του τον Ιωάννη: «Γυναίκα, να ο υιός σου!»· στον δε Ιωάννη: «Να, η μητέρα σου!». Και από την ώρα εκείνη ο παρθένος μαθητής παρέλαβε την Παρθένο Μαρία στον οίκο του (Ιωάν. 19, 26-27). 
Όταν οι Μυροφόρες «την πρώτη ημέρα της εβδομάδος, από τα βαθιά χαράματα» (Λουκ. 24, 1) της Κυριακής, ανήγγειλαν στους Μαθητές την Ανάσταση του Κυρίου, ο Ιωάννης πρόλαβε τον Πέτρο τρέχοντας προς το μνημείο και πρώτος αυτός «αφού έσκυψε λίγο από έξω είδε» (Ιωάν. 20, 5) τους νεκρικούς επιδέσμους να είναι εκεί. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας είδε και αυτός στο υπερώο τον Αναστάντα Κύριο και έλαβε, όπως και οι άλλοι Μαθητές, την εντολή να κηρύξει το Ευαγγέλιο σε όλον τον κόσμο. Ήταν παρών στην Ανάληψη του Κυρίου και μαζί με τους υπόλοιπους Αποστόλους δέχθηκε και αυτός κατά την ημέρα της Πεντηκοστής την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» (Πράξ. κεφ. 1-2). 
Στην αποστολική Εκκλησία ο Ιωάννης κατείχε εξαιρετική θέση. Με τον αδελφόθεο Ιάκωβο και τον Πέτρο εθεωρούντο οι στύλοι της. Συνδεδεμένος με τον Πέτρο με ισχυρό δεσμό φιλίας, συνεργαζόταν μαζί του στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Κήρυτταν μαζί στις αυλές του ναού, μαζί επίσης ανήλθαν στο ιερό κατά την ώρα της προσευχής, όταν ο Πέτρος θεράπευσε τον χωλό και κήρυξε στο πλήθος. Οι δύο Απόστολοι συνελήφθηκαν και φυλακίσθηκαν από το συνέδριο, αλλά την επομένη απολύθηκαν, ύστερα από απαγορευτικές συστάσεις και απειλές. Αυτοί οι δύο εστάλησαν από τους Αποστόλους στην Σαμάρεια, για να μεταδώσουν στους εκεί βαπτισμένους από τον Φίλιππο χριστιανούς την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ο Ιωάννης παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα κοντά στην Θεοτόκο, για να την διακονεί έως την κοίμησή της.[1] 
Όταν επρόκειτο να χωρισθούν οι Απόστολοι για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο στην οικουμένη, έβαλαν κλήρους με σκοπό να γνωρίσουν σε ποιο μέρος έπρεπε να πορευθεί ο καθένας. Στον Ιωάννη έλαχε ο κλήρος της Μ. Ασίας. Γνωρίζοντας ο άγιος ότι ολόκληρη η περιοχή ήταν βυθισμένη στην ειδωλολατρία, βαρέως δέχθηκε την αποστολή του, διότι ακόμη δεν είχε μάθει να αναθέτει όλη του την ελπίδα στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Για να εξαγνισθεί από την ανθρώπινη αυτή αδυναμία, ο Θεός παραχώρησε, ενώ έπλεαν με τον μαθητή του Πρόχορο [28 Ιουλ.] προς τον προορισμό τους, να εγερθεί τρικυμία και το πλοίο να ναυαγήσει. Τα κύματα πέταξαν τον Πρόχορο στις ακτές της Σελεύκειας, μαζί με άλλους ναυαγούς, οι οποίοι τον θεώρησαν μάγο και υπαίτιο του ναυαγίου και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Αφού διασώθηκε θαυματουργικά από τα χέρια τους, συνάντησε, ύστερα από πορεία σαράντα ημερών, τον διδάσκαλό του στην παραλιακή πόλη Μαρεώτη, εκεί όπου τον είχε βγάλει η θάλασσα. 
Από την πόλη αυτή πεζοπορώντας έφθασαν στην Έφεσο. Στην αρχή προσελήφθησαν στην υπηρεσία του λουτρού του άρχοντος Διοσκορίδη, υπό την επιστασία της κακότροπης και απάνθρωπης Ρωμάνας, η οποία τους μεταχειριζόταν ως δούλους της. Ύστερα από τρεις μήνες σκληρής εργασίας ο Ιωάννης ανέστησε με την προσευχή του τον γιο του Διοσκορίδη Δόμνο, τον οποίο έπνιξε το ενυπάρχον στο λουτρό ακάθαρτο πνεύμα, και εν συνεχεία ανέστησε και τον ίδιο τον άρχοντα, που είχε πεθάνει από την πολλή θλίψη του για τον πνιγμό του παιδιού του. 
Οι δύο αυτές νεκραναστάσεις καθώς και η εκδίωξη του δαίμονος από το λουτρό σήμαναν την αρχή της αποστολικής δράσης του Ιωάννου στην Έφεσο με πρώτους προσήλυτους την μέχρι τότε σκληρή Ρωμάνα και τους δύο κυρίους της. Από την ημέρα εκείνη ο ψαράς της Τηβεριάδος με τα κηρύγματά του σαγήνευε στα δίχτυα της βασιλείας των ουρανών πλήθος ειδωλολατρών. 
Σε μία μεγάλη πανήγυρη των Εφεσίων προς τιμήν της πολιούχου θεάς Αρτέμιδος, ο Ιωάννης από το λοφίσκο όπου δέσποζε το περίφημο είδωλο έλεγξε τους κατοίκους για την ειδωλομανία τους. Οι Εφέσιοι επεχείρησαν να τον λιθοβολήσουν, αλλά οι πέτρες, κατευθυνόμενες προς το άγαλμα, το συνέτριψαν. Από τον μεγάλο σεισμό που επακολούθησε βρήκαν τον θάνατο διακόσιοι άνθρωποι. Η ανάσταση και των διακοσίων νεκρών με μόνη την προσευχή του Ιωάννου έγινε αιτία να προσέλθουν στον Χριστό την ημέρα εκείνη πολλοί ειδωλολάτρες. Για να ολοκληρώσει το έργο του ο ηγαπημένος μαθητής, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Εφεσίων προκάλεσε με την προσευχή του και την κατάρρευση του ναού της Αρτέμιδος. Ο δαίμονας, που ενέδρευε εκεί επί διακόσια σαράντα εννέα χρόνια, έφυγε από την πόλη διωγμένος από τον Απόστολο, ενώ οι περισσότεροι λάτρεις του πίστεψαν στον Χριστό. 
Όμως πολλοί Εφέσιοι, ζηλωτές των ειδώλων, δεν συγχώρησαν στον Ιωάννη τις αθρόες αποσκιρτήσεις των συμπολιτών τους από την πίστη στους πάτριους θεούς και με κατακριτική αναφορά προς τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Δομιτιανό (81-96) πέτυχαν να εξοριστεί με τον μαθητή του στην Πάτμο. 
Πριν φύγει ο Ιωάννης είχε συνδεθεί με τους αγίους Βουκόλο [6 Φεβρ.], Πολύκαρπο [23 Φεβρ.] και Ιγνάτιο [20 Δεκ.]. Έτσι, προτού αναχωρήσει για την εξορία του, χειροτόνησε τον Βουκόλο επίσκοπο Σμύρνης με βοηθό του τον Πολύκαρπο. Κατά τον πλου του προς την Πάτμο ο άγιος θεράπευσε από δυσεντερία έναν αξιωματικό της στρατιωτικής φρουράς, η οποία τον συνόδευε· και πριν φθάσουν στο νησί, όλο το πλήρωμα του πλοίου πίστεψε στον Θεό του εξόριστου Αποστόλου και βαπτίσθηκε. 
Στην Πάτμο ο Ευαγγελιστής της αγάπης φιλοξενήθηκε από τον άρχοντα Μύρωνα. Εκεί θεράπευσε τον δαιμονισμένο γιο του Μύρωνα Απολλωνίδη και κέρδισε στον Χριστό όλη την οικογένεια και αυτόν ακόμη τον Ρωμαίο διοικητή του νησιού, γαμβρό του Μύρωνα. Επί τρία χρόνια δεν εξερχόταν από τον οίκο του Μύρωνα. Εκεί θεράπευε, κατηχούσε και βάπτιζε όλους τους προσερχόμενους ένεκα της φήμης των θαυμάτων του. 
Αφού συμπληρώθηκε τριετία και πολλοί είχαν πιστέψει, ο Ιωάννης εξήλθε στην δημόσια δράση, ακολουθούμενος πάντοτε από τον Πρόχορο. Άλλοτε στην αγορά και άλλοτε περιοδεύοντας τις μικρές πόλεις του νησιού, κήρυττε στους κατοίκους, τους θεράπευε από ανίατες ασθένειες, ανέστησε νεκρούς, κατακρήμνισε με την προσευχή του τα ιερά του Απόλλωνος και του Διονύσου, φυγάδευσε από το νησί τα δαιμόνια και με την προσευχή του καταπόντισε στην θάλασσα τον τρομερό μάγο Κύνωπα. Ο λαός στερεώθηκε στην πίστη του Χριστού και ζήτησε να λάβει τον φωτισμό διά του αγίου βαπτίσματος. 
Κατά την παραμονή του στην Πάτμο ο Ιωάννης έλαβε από τον ενενηκονταετή επίσκοπο Αθηνών, τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη [3 Οκτ.], επιστολή, στην οποία τον αποκαλούσε «ήλιο του Ευαγγελίου» και του προέλεγε ότι σύντομα θα αφεθεί ελεύθερος. Πράγματι, όταν ο Τραϊνός αναδέχθηκε τον Νέρβα (98), ανακάλεσε από την εξορία τον Ιωάννη στην Έφεσο, αφήνοντας σε μεγάλη θλίψη τους νεοφώτιστους Πατμίους. Με θερμά δάκρυα τον παρακαλούσαν να τους αφήσει τουλάχιστον γραπτό το Ευαγγέλιο της θείας οικονομίας, για να το έχουν παρηγοριά στην ορφάνια τους. Υποκύπτοντας ο Ιωάννης στις παρακλήσεις, ανέβηκε με τον Πρόχορο στο όρος, έξω από την πόλη, και παρέμειναν εκεί νηστεύοντας επί τρεις ημέρες. Την τρίτη ημέρα, ενώ ο θείος Ευαγγελιστής είχε υψωμένο τον νου του προς τον Θεό, έξαφνα μεγάλη αστραπή διέσχισε τον ουρανό και δυνατή βροντή έσεισε όλο το όρος. Ο Πρόχορος έπεσε στην γη σαν νεκρός από τον φόβο του, καθ’ όσον «η τέλεια αγάπη διώχνει έξω τον φόβο» (Α΄ Ιωάν. 4, 18). 
Ακούσθηκε τότε βροντερή φωνή από τον ουρανό: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος…» (Ιωάν. 1, 1). Ο Ιωάννης υπαγόρευε στον Πρόχορο ό,τι του αποκάλυπτε η φωνή, όπως άλλοτε στο όρος Σινά ο Μωυσής έγραφε τον Νόμο καθ’ υπαγόρευσιν του Θεού (Έξοδ. 19, 16-20· 31, 18), για να παραδώσει το μήνυμα της σωτηρίας όχι όπως τότε μόνον στον εβραϊκό λαό αλλά σε όλα τα πέρατα της οικουμένης[2].
Κάποια Κυριακή, ενώ ο Απόστολος βρισκόταν στο σπήλαιο της Πάτμου προσευχόμενος, ο βράχος του σπηλαίου σχίσθηκε στα τρία και στο μέσον επτά λυχνών εμφανίσθηκε ο Κύριος με μορφή νέου, του Οποίου «το πρόσωπο έλαμπε φωτεινό και αστραφτερό, όπως λάμπει ο ήλιος με όλη του τη λαμπρότητα» (Αποκ. 1, 16). Θέτοντας το δεξί του χέρι επάνω στον Ιωάννη, του είπε: «Μη φοβάσαι! Εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος. Εγώ είμαι ο ζωντανός. Με θανάτωσαν, μα να που τώρα ζω για πάντα και εξουσιάζω τον θάνατο και το βασίλειό του. Γράψε, λοιπόν, αυτά που βλέπεις: αυτά που υπάρχουν και ανήκουν στο παρόν και όσα μέλλεται να γίνουν ύστερα απ’ αυτά…» (Αποκ. 1, 17-19). 
Κατόπιν του αποκαλύφθηκαν σε μεγαλοπρεπείς οράσεις όσα θα συμβούν στους έσχατους καιρούς: η εξάπλωση της αμαρτίας, η έλευση του Αντιχρίστου, ο οποίος τελικά θα ριχθεί για πάντα στην κόλαση μαζί με τον διάβολο και τους αγγέλους του, η αναστάτωση του κόσμου, η συντέλεια των πάντων διά του θείου πυρός και, τέλος, ο θρίαμβος του Υιού του ανθρώπου, η ανάσταση πάντων και η τελική κρίση. Η Αποκάλυψις του Ιωάννου, που αποτελεί το τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής, κατακλείνεται με το όραμα της κατάβασης επί της γης της επουρανίου Ιερουσαλήμ, της αγίας και αιωνίας Πόλεως, στην οποία σκηνώνει ο Θεός με τους ανθρώπους, ως Νυμφίος «ἡρμοσμένος τῇ νύμφῃ αὐτοῦ». Τέλεια στις αναλογίες της η πόλη αυτή, έμοιαζε με καθαρό χρυσάφι και κρύσταλλο· οι θεμέλιοι του τείχους της πόλεως ήσαν κεκοσμημένοι με λίθους τιμίους και οι δώδεκα πύλες της ήσαν δώδεκα μαργαριτάρια. Και «ναό δεν είδα σ’ αυτή την πολιτεία, γιατί ο ναός της είναι ο Κύριος, ο παντοκράτορας Θεός, και το Αρνίο (ο Χριστός). Τούτη η πολιτεία δεν έχει ανάγκη από ήλιο ούτε από σελήνη για να την φωτίζουν, γιατί την φωτίζει η λαμπρότητα του Θεού, και λυχνάρι της είναι το Αρνίο» (Αποκ. 21, 22-23). 
Το βιβλίο των θείων αποκαλύψεων κλείνει με την προτροπή του ηγαπημένου μαθητού προς τους πιστούς και εραστές του Κυρίου να προσμένουν με ησυχία και προσευχή την έλευσή Του. «Και το Πνεύμα και η Νύμφη (η Εκκλησία) λένε· έλα! Κι αυτός που τ’ ακούει αυτά, ας πει· έλα! Και όποιος διψά ας έρθει να πάρει ύδωρ ζωής δωρεάν. […] Ναι, έρχομαι γρήγορα (μαρτυρεί ο Κύριος). Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού!» (Αποκ. 22, 17· 20). 
Κατά την επιστροφή του στην Έφεσο ο Ιωάννης πέρασε από την πόλη Αγροικία, όπου μεταξύ των άλλων θαυμάτων και ευεργεσιών του μετέστρεψε στην πίστη του Χριστού έναν ευγενή νέο, τον οποίο εμπιστεύθηκε στον τοπικό επίσκοπο. Όταν αργότερα ξαναπέρασε από την πόλη, έμαθε ότι ο νέος είχε γίνει αρχιληστής. Χωρίς να υπολογίσει την γεροντική του αδυναμία, τράπηκε στα δάση και τα βουνά αναζητώντας το απολωλός πρόβατο. Φθάνοντας στο καταφύγιο, παραδόθηκε στους ληστές και κατόρθωσε να επαναφέρει τον νέο στον δρόμο του Χριστού με την μετάνοια. 
Ο ηγαπημένος μαθητής πέρασε ήσυχα την υπόλοιπη ζωή του στην Έφεσο, οδηγώντας στον Χριστό πολλούς ειδωλολάτρες. Λέγεται ότι πενήντα έξι ετών αναχώρησε από τα Ιεροσόλυμα, εννέα χρόνια κήρυττε στην Έφεσο, δεκαπέντε χρόνια στην Πάτμο και είκοσι έξι πάλι στην Έφεσο. Εκοιμήθη σε ηλικία εκατόν πέντε ετών και επτά μηνών. 
Όταν έλαβε πληροφορία από τον Θεό για την κοίμησή του, εξήλθε από την πόλη με επτά μαθητές του, οι οποίοι κατά την εντολή του έσκαψαν τάφο στην άμμο σε σχήμα σταυρού. Κατόπιν τους ασπάσθηκε, ξάπλωσε μέσα και τους είπε να τον καλύψουν ως τον τράχηλο. Τέλος, την στιγμή που ανέτειλε ο ήλιος, του κάλυψαν και το πρόσωπο. Μετά τον ενταφιασμό ο μαθητές θρηνώντας επέστρεψαν στην πόλη και διηγήθηκαν τα γεγονότα. Οι χριστιανοί της Εφέσου έσπευσαν στον τάφο, για να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό· όταν όμως έσκαψαν, δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο. Κατά μία ευσεβή παράδοση, ο απόστολος Ιωάννης «μετέστη» στους ουρανούς, όπως και η Θεοτόκος, πραγματοποιώντας την αινιγματική απάντηση του Σωτήρος προς τον Πέτρο: «Εάν Εγώ θέλω αυτός να μείνει στη ζωή μέχρι να έρθω κατά τη Δευτέρα Παρουσία, γιατί σε ενδιαφέρει αυτό εσένα;» (Ιωάν. 21, 22). Ο Κύριος δεν ήθελε να πει μ’ αυτό ότι ο ηγαπημένος μαθητής δεν θα πέθαινε, αλλά ότι του επεφύλασσε κάποιον ειδικό τρόπο, χωρίζοντάς τον από τους άλλους Αποστόλους έως την Δευτέρα Παρουσία. 

[1]Αρχίζουμε από εδώ περίληψη των «Περιόδων του Αποστόλου Ιωάννου»έργο απόκρυφο, που έγινε όμως δεκτό στην αγιολογική παράδοση της Εκκλησίας.
[2]Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους σύγχρονους ερμηνευτές, το Ευαγγέλιο γράφτηκε στην Έφεσο, έπειτα από την εκεί επιστροφή του Αποστόλου από την εξορία του. Η μεταγενέστερη παράδοση, η οποία αναφέρει ως τόπο συγγραφής την Πάτμο, έχει τις ρίζες της στο απόκρυφο «Πράξεις του Ιωάννου» και προέρχεται μάλλον από σύγχυση του Ευαγγελίου με την Αποκάλυψη. 
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος1οςΣεπτέμβριος, Εκδόσεις Ορμύλια

 

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Άγιος Φίνμπαρ (Μπάϊρυ) Επίσκοπος του Κορκ Ιρλανδίας.



Άγιος Φίνμπαρ (Μπάϊρυ) Επίσκοπος του Κορκ Ιρλανδίας. 
 25 Σεπτεμβρίου.

Ο Άγιος Φίνμπαρ (Finbarr ή Finnbarr), στα Ιρλανδικά Fionnbharra, συχνά σε συντομία Μπάϊρυ (Barra), ήταν επίσκοπος του Κορκ (Cork) και ηγούμενος ενός μοναστηριού στην σημερινή πόλη του Κορκ στην Ιρλανδία. Είναι πολιούχος Άγιος αυτής της πόλης και της επισκοπής του Κορκ. 
Γεννήθηκε το 550 στο Τέμπλμάρτιμ (Templemartin), κοντά στο Μπάντον (Bandon), και το αρχικό του όνομα ήταν Λόχαν (Lóchán). Ήταν ο γιος του Amergin της περιοχής Maigh Seóla. Σπούδασε στο Ossory, το οποίο βρισκόταν στην σημερινή κομητεία Κιλκένι (Kilkenny).

Μετονομάστηκε σε "Fionnbharra" (εκείνος που έχει ένα ξανθό κεφάλι στα Ιρλανδικά). Όπως αναφέρεται αφού έγινε μοναχός οι κληρικοί που παρίσταντο εκεί σημείωσαν: "Is fionn barr (find barr, στα Ιρλανδικά της εποχής) Lócháin", που σημαίνει, «ξανθό είναι το κεφάλι του Lóchán» και έπειτα έγινε γνωστός σαν Findbarr. Πήγε για προσκύνημα στη Ρώμη με μερικούς από τους μοναχούς και επισκέφτηκε τον Άγιο Δαϋιδ της Ουαλίας στον γυρισμό [1η Μαΐου]. 
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του επέστρεψε σπίτι και έζησε για λίγο καιρό σε ένα νησί στην μικρή λίμνη η οποία τότε ονομαζόταν Loch Irce. Το νησί σήμερα ονομάζεται Gougane Barra (ο μικρός βράχος του Φίνμπαρ). Λέγεται ότι έχτισε μικρές εκκλησίες σε διάφορα άλλα σημεία, συμπεριλαμβανομένου του Ballineadig, στην κομητεία Κορκ. Παλιά ονομασία Cell na Cluaine

Τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια της ζωής του εγκαταστάθηκε στην περιοχή που ήταν τότε γνωστή σαν "an Corcach Mór" (μεγάλος βάλτος), σήμερα η πόλη του Κορκ, όπου συγκέντρωσε γύρω του μοναχούς και μαθητές. Αυτή η περιοχή έγινε ένα σημαντικό κέντρο μάθησης .

Η εκκλησία και το μοναστήρι που ίδρυσε το 606 βρίσκονταν πάνω σε έναν γκρεμό από ασβεστόλιθο πάνω από τον ποταμό Λι (Lee), μια περιοχή που τώρα είναι γνωστή σαν το αββαείο του Γκιλ (Gill) από το όνομα του Giolla Aedha Ó Muidhin, επισκόπου του Κορκ τον δωδέκατο αιώνα. Η εκκλησία συνέχισε να είναι ο καθεδρικός ναός της επισκοπής του. Το σημερινό κτήριο στο σημείο, το οποίο κατέχει η εκκλησία της Ιρλανδίας ονομάζεται ο Καθεδρικός ναός του Αγίου Fin Barre. Οι άνθρωποι του Κορκ συχνά αναφέρονται σε αυτό σαν ο Νότιος Καθεδρικός για να τον ξεχωρίζουν από τον Βόρειο Καθεδρικό, δηλαδή τον Καθολικό Καθεδρικό της Παναγίας και της Αγίας Άννας.

Ο Άγιος Φίνμπαρ πέθανε στο Cell na Cluaine, καθώς γυρνούσε από μια επίσκεψη στο Gougane Barra. Θάφτηκε στο κοιμητήριο που βρίσκεται μαζί με την εκκλησία του στο Κορκ.

Aνάμνησις του μεγάλου σεισμού, και της εις τον αέρα αρπαγής του παιδός

Aνάμνησις του μεγάλου σεισμού, και της εις τον αέρα αρπαγής του παιδός.

Aρθείς άνω παις το τρισύμνητον μέλος,
Kαθώς νόες ψάλλουσιν, αγγέλλει κάτω.

Kατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υι΄ [410], ο πανάγαθος Θεός ηβουλήθη με τας κρίσεις οπού ηξεύρει, να πληροφορήση τους ανθρώπους, ένα μεν, την κοινήν και εσχάτην πάντων ανάστασιν. Kαι άλλο δε, πως πρέπει να υμνούσιν ορθώς τον Θεόν. Διά τούτο συνεχώρησε να γένη σεισμός φοβερός. Όθεν διά τον φόβον του σεισμού όλος ο λαός της Kωνσταντινουπόλεως μαζί με τον βασιλέα, και με τον αγιώτατον Πατριάρχην Πρόκλον, και με όλον τον κλήρον, ευρίσκοντο όλοι ομού έξω εις τον κάμπον και εποίουν λιτανείας. Kαι επειδή τότε άρχιζεν η αίρεσις των Θεοπασχιτών εξ επηρείας του διαβόλου, οι οποίοι επρόσθεττον εις τον Tρισάγιον Ύμνον το, ο Σταυρωθείς δι’ ημάς: τούτου χάριν αιφνιδίως αρπάχθη έμπροσθεν πάντων ένα παιδίον εις τον αέρα. Όλοι λοιπόν βλέποντες το παράδοξον τούτο, με φόβον και έκπληξιν έκραζον εις πολλάς ώρας το, Kύριε ελέησον. Kαι ιδού πάλιν κατεβιβάσθη το παιδίον από νεφέλην. Tο οποίον με μεγάλην φωνήν εφανέρωσεν εις όλους, ότι οι χοροί των Aγγέλων αναφέρουσιν εις τον Θεόν τον Tρισάγιον Ύμνον χωρίς την προσθήκην τού, ο Σταυρωθείς, λέγοντες· «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς». Kαι το μεν παιδίον, ευθύς μετά τα λόγια ταύτα παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού· ο δε σεισμός, ευθύς έπαυσεν.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 
Σημείωσαι, ότι ο τόπος, όπου υψώθη το Παιδίον εις τον αέρα, λέγει ο Nικηφόρος, ότι ωνομάσθη ύψωμα θείον. Nυν δε ονομάζεται Ψωμαθειά. Περί του Ύμνου τούτου όρα πλατύτερον εν τη ερμηνεία του πα΄ κανόνος της ϛ΄ Συνόδου παρά τω ημετέρω Πηδαλίω, ήτοι τω νεοτυπώτω Kανονικώ. Γράφει δε ο Θεοφάνης εις το Xρονικόν του, ότι η ευσεβεστάτη βασιλίς Πουλχερία μαζί με τον αδελφόν της Θεοδόσιον τον μικρόν, επρόσταξαν με έδικτον, ήτοι με βασιλικόν έγγραφον, ορισμόν, ότι να ψάλλεται το Tρισάγιον εις όλας τας Eκκλησίας του Θεού. 
 
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου 
Συναξαριστής 
των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. 
Τόμος Α´. 
Εκδόσεις Δόμος, 2005

Οσία Δοσιθέα, έγκλειστος των Σπηλαίων του Κιέβου



Οσία Δοσιθέα, έγκλειστος των Σπηλαίων του Κιέβου 
25 Σεπτεμβρίου 
Η οσία Δοσιθέα –κατά κόσμον Δαρεία Τυάπκιν– γεννήθηκε το 1721 σε οικογένεια πλουσίων γαιοκτημόνων του Ριαζάν. Όταν ήταν δύο ετών, την ανατροφή της ανέλαβε η γιαγιά της μοναχή Πορφυρία της μονής Βοζνεσένσκ της Μόσχας. Η γερόντισσα Πορφυρία, αυστηρή ασκήτρια η ίδια, εκπαίδευε και την εγγονή της στην άσκηση, στη νηστεία και στην αγάπη προς τον πλησίον. Ύστερα από επτά χρόνια εκείνη εκάρη μεγαλόσχημη και οι γονείς πήραν τη θυγατέρα τους στο σπίτι. 
Βρίσκοντας άχαρη και κουραστική την κοσμική ζωή, η Δαρεία συνέχισε να ζει ως μοναχή με αυστηρή άσκηση. Ανήσυχοι οι γονείς της για τη συμπεριφορά της, εσκέπτοντο να την υπανδρεύσουν το συντομότερο. Αλλά η Δαρεία, ήδη δοσμένη στο Θεό, σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε κρυφά την οικογένειά της και μεταμφιεσμένη σε άνδρα χωρικό με το όνομα Δοσίθεος μετέβη στη Λαύρα του αγίου Σεργίου. Καθώς ήταν υψηλού αναστήματος και με ανδροπρεπές πρόσωπο, έγινε πιστευτή. Τη δέχθηκαν ως δόκιμο και της έδωσαν το διακόνημα του εκκλησιαστικού. 
Ύστερα από τρία χρόνια άκαρπων αναζητήσεων η μητέρα και η μεγαλύτερη αδελφή της πήγαν για προσκύνημα στη Λαύρα. Η Δαρεία, η οποία διακονούσε στην εκκλησία, τις αναγνώρισε και, όταν αντιλήφθηκε ότι την παρατηρούσαν επίμονα, αναμείχθηκε με το πλήθος, βγήκε από την εκκλησία και ανεχώρησε κρυφά για τη Λαύρα του Κιέβου. 
Επειδή δεν είχε διαβατήριο, δεν τη δέχθηκαν εκεί. Μη έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να ζήσει ως ερημίτης σε σπήλαιο, το οποίο έσκαψε η ίδια κοντά στη σκήτη Κιτάεφ. Η τροφή της ήταν μόνο ψωμί και νερό, που της άφηνε έξω από το σπήλαιο κάποιος μοναχός. Την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής κλεινόταν τελείως και τρεφόταν με βρύα και ωμές αγριόριζες. 
Η σκληρή της άσκηση τράχυνε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και τη φωνή της, είλκυσε όμως τη χάρη τού Θεού και γρήγορα έγινε γνωστή σε όλο το Κίεβο. 
Το 1744 την επισκέφτηκε η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Πετρόβνα (1741-1761). Με την παρουσία και τη θέληση εκείνης η οσία, ηλικίας τότε είκοσι τριών ετών, έλαβε το μοναχικό σχήμα κρατώντας το όνομα Δοσίθεος. 
Σιγά-σιγά η φήμη του προφητικού και διορατικού της χαρίσματος εξαπλώθηκε παντού και πολλοί πήγαιναν “στον έγκλειστο στάρετς”, για να πάρουν τη σοφή συμβουλή του και να παρηγορηθούν από τους λόγους του. Μαζί τους “ο στάρετς” μιλούσε πίσω από παραθυρίδιο, χωρίς να φαίνεται. 
Μεταξύ των επισκεπτών ήταν και η κατά σάρκα αδελφή τής οσίας Δοσιθέας, που έφθασε ως το Κίεβο με σκοπό να ρωτήσει “τον στάρετς” για την εξαφάνιση της αδελφής της. Η οσία, χωρίς να της αποκαλυφθεί, της είπε να παύσει να την αναζητά, διότι αποκρύπτεται χάριν του Θεού. 

“Τον έγκλειστο Δοσίθεο” επισκέφθηκε το 1776 και ο δεκαεπταετής τότε Πρόχορος Μοσνίν, ο μετέπειτα όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ [2 Ιαν.] Προβλέποντας τη μελλοντική του εξέλιξη, η οσία τον ευλόγησε και τον συμβούλευσε να κοινοβιάσει στη μονή του Σαρώφ, με την προτροπή να φυλάττει πάντοτε στο στόμα και στην καρδιά την ευχή του Ιησού, για να ενοικήσει μέσα του το Άγιον Πνεύμα. 
Την εποχή που απαγορεύθηκε στη Ρωσία ο ερημητικός βίος, η Δοσιθέα μετοίκησε στα μακρύτερα σπήλαια της Λαύρας του Κιέβου. Επειδή όμως δεν έβρισκε ησυχία από τα πλήθη του λαού, που και εκεί την επισκέπτοντο, ύστερα από τέσσερα χρόνια επέστρεψε στη σκήτη Κιτάεφ και εγκαταστάθηκε σε κάποιο απομονωμένο κελλί. 
Εκεί, τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε ως διακονητή του κελλιού και στενό μαθητή τον μοναχό Θεοφάνη. Αυτός ήθελε να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα, αλλά η οσία τον έστειλε στη Μολδαβία, στον μεγάλο γέροντα Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ [15 Νοεμ.], τον ανανεωτή της ησυχαστικής παραδόσεως και της νοεράς προσευχής. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, ο Θεοφάνης έμεινε κοντά στην οσία ως την κοίμησή της. 
Όταν η Δοσιθέα προαισθάνθηκε το τέλος της, πήγε στη σκήτη να αποχαιρετήσει τους αδελφούς. Έπειτα επέστρεψε σιωπηλά στο κελλί της και ανέμενε την έξοδο της ψυχής της διαβάζοντας ψαλμούς όλη τη νύχτα. Το πρωί την βρήκαν γονατιστή μπροστά σε μια εικόνα. 
Το κερί ήταν ακόμη αναμμένο και στο χέρι ο “μακαριστός γέροντας” κρατούσε σημείωμα που έγραφε: «To σώμα είναι έτοιμο προς ενταφιασμό. Σας παρακαλώ, αδελφοί, μην το αγγίζετε. Ενταφιάστε το κατά τη συνήθεια». 
Εκοιμήθη στις 25 Σεπτεμβρίου 1776, σε ηλικία πενήντα πέντε ετών. 
Τότε ο Θεοφάνης, υπακούοντας σε υπόδειξή της πριν κοιμηθεί, έφυγε για τη μονή του Σολόφκυ, όπου ζώντας ως ερημίτης εισήγαγε τη λησμονημένη κατά τους χρόνους εκείνους στη Ρωσία ησυχαστική παράδοση, όπως του την εδίδαξε ο στάρετς Παΐσιος. 
Μετά το θάνατο της οσίας έφθασε στο Κίεβο για δεύτερη φορά η αδελφή της. Βλέποντας το πορτραίτο της, ανεγνώρισε την εξαφανισμένη αδελφή της και διηγήθηκε τη ζωή της. 

«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 1ος, Σεπτέμβριος,
Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Δημοφιλείς αναρτήσεις