Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Ο άγιος νεομάρτυρας Μανουήλ ο Κρητικός

 

Ο άγιος νεομάρτυρας Μανουήλ ο Κρητικός

15 Μαρτίου

O μάρτυρας του Χριστού Μανουήλ ήταν από τα Σφακιά της Κρήτης, από γονείς χριστιανούς. Όταν ήταν νέος σκλαβώθηκε από τους Τούρκους που πήγαν και υπέταξαν τα Σφακιά όταν επαναστάτησαν. 
Βλέποντάς τον οι Τούρκοι ότι ήταν καλός στο να τους υπηρετεί, τον τούρκεψαν με τη βία και του έκαναν περιτομή, αλλά ο ευλογημένος Μανουήλ, καθώς ήταν ευσεβής, κατόρθωσε να δραπετεύσει και πήγε στη Μύκονο. Εκεί εξομολογήθηκε την αμαρτία του, έκανε τον πρέποντα κανόνα, και αφού χρίσθηκε με το άγιο μύρο, ήταν πάλι χριστιανός. 
Μετά από αρκετό καιρό πήρε και γυναίκα από εκεί, με την οποία απόκτησε έξι παιδιά. Όταν κατάλαβε ότι αυτή πρόδιδε την τιμή της και μοιχευόταν με άλλον, αυτός, φοβούμενος τον Θεό, δεν την κακοποίησε ούτε τη διαπόμπευσε, αλλά πήρε τα παιδιά και έφυγε από το σπίτι της και νοίκιασε άλλο σπίτι. 
Ο σύγαμπρός του ήταν άνθρωπος πολύ κακός και αχρείος και πάντοτε τον απειλούσε να του κάνει κακό για την προσβολή που έκανε στη γυναικαδέλφη του. Τι συνέβη λοιπόν; 
Κάποτε ο Μανουήλ κατέβαινε από τη Σάμο στη Μύκονο μ’ ένα πλοίο φορτωμένο ξύλα και κατά τύχη συνάντησε ένα καράβι του καπετάν πασά που περιπολούσε στο Αιγαίο. Τον πρόσταξαν κατά τη συνήθεια να πλησιάσει στο καράβι, μέσα στο οποίο υπηρετούσε και ο σύγαμπρός του. Όταν αυτός είδε από μακριά τον ευλογημένο Μανουήλ, έτρεξε στον αγά του καραβιού και του είπε: «Ο άνθρωπος που έρχεται με το καΐκι που φωνάξαμε ήταν κάποτε Τούρκος και τώρα ζει σαν χριστιανός». 
Ο αγάς διέταξε να τον φέρουν μπροστά του και τον ρώτησε τι άνθρωπος είναι. Ο Μανουήλ του είπε: «Χριστιανός είμαι από τη γέννησή μου». 
Ο αγάς τού απάντησε: «Κάποτε ήσουν χριστιανός, ύστερα όμως τούρκεψες με τη θέλησή σου και γι’ αυτό πρέπει πάλι να γυρίσεις στην πίστη μας, γιατί αν δεν δεχτείς, θα σε βασανίσω άσπλαχνα μέχρι να ξεψυχήσεις». 
Ο μάρτυρας, λαμβάνοντας θεία δύναμη, διόλου δεν φοβήθηκε αλλά αποκρίθηκε: «Χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός είμαι και χριστιανός θέλω να πεθάνω». 
Ο αγάς, ακούγοντας αυτά, θύμωσε πολύ και τον παρέδωσε στους βασανιστές, οι οποίοι τον βασάνιζαν με μεγάλη ασπλαχνία πολλές μέρες, μέχρι που το καράβι έφτασε στη Χίο όπου βρισκόταν ο καπετάν πασάς (ναύαρχος) με τον βασιλικό στόλο. 
Τότε ο μάρτυρας παρακάλεσε έναν χριστιανό Υδριώτη που ήταν στο καράβι να βγει έξω για να του φέρει κανέναν πνευματικό να εξομολογηθεί, όμως κανένας πνευματικός δεν τόλμησε να πάει από τον φόβο των αγαρηνών. Ένας όμως από τους πνευματικούς είπε κρυφά στον Υδριώτη αυτόν κάποιες συμβουλές και νουθεσίες, για να τις πει στον μάρτυρα προς ενθάρρυνση και παρηγοριά. 
Όταν τις άκουσε ο μάρτυρας εμψυχώθηκε περισσότερο και είπε: «Κι εγώ τον ίδιο σκοπό έχω· τι σήμερα να πεθάνω, τι αύριο; Ο κόσμος αυτός είναι προσωρινός· αντί να πεθάνω αύριο κολασμένος, καλύτερα να πεθάνω σήμερα για την πίστη μου και να σώσω την ψυχή μου». 
Την ημέρα λοιπόν αυτή παρέδωσε ο αγάς του καραβιού τον μάρτυρα στα χέρια του καπετάν πασά λέγοντάς του όλη την υπόθεση. Ο ηγεμόνας διέταξε να φέρουν τον μάρτυρα μπροστά του και τον ρώτησε τι είναι. Εκείνος αποκρίθηκε ότι είναι χριστιανός. Τότε ο ηγεμόνας πρόσταξε να γυμνώσουν τα απόκρυφα μέλη του, και βλέποντας την περιτομή του, του είπε: «Πώς λοιπόν λες ότι είσαι χριστιανός;»

Ο μάρτυρας αποκρίθηκε: «Από τη γέννησή μου είμαι χριστιανός, αλλά σκλαβώθηκα πολύ μικρός και με τούρκεψαν με τη βία, τώρα όμως πάλι χριστιανός θέλω να είμαι». 
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο πασάς, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν χωρίς αργοπορία. Τότε ο μάρτυρας σήκωσε τα χέρια και τα μάτια στον ουρανό και είπε με δυνατή φωνή: «Δόξα σοι ο Θεός!» 
Οι υπηρέτες του πασά τον παρέλαβαν και τον πήγαν λίγο πιο μακριά από το παλάτι, κοντά σ’ ένα χασάπικο, στη λεγόμενη Παλιά βρύση, κι εκεί ο μάρτυρας του Χριστού, χωρίς να προσταχθεί, μόνος του γονάτισε και έσκυψε το κεφάλι προσμένοντας με μεγάλη χαρά τον θάνατο. Αλλά εκείνος που επιχείρησε να τον αποκεφαλίσει κυριεύθηκε από μεγάλη δειλία και έριξε το σπαθί και έφυγε, προκαλώντας αναταραχή στους Τούρκους. 
Ο μάρτυρας δεν γύρισε καθόλου τα μάτια του να δει τι γινόταν, αλλά έμενε γονατισμένος και ατάραχος. Τότε ένας τσαούσης (βαθμοφόρος) του ηγεμόνα άρπαξε το μαχαίρι και χτύπησε τον λαιμό τού μάρτυρα πολλές φορές και σε πολλά μέρη, αλλά δεν μπόρεσε να του κόψει το κεφάλι. Οργίστηκε τότε πολύ, έριξε κάτω στη γη τον μάρτυρα και πέφτοντας επάνω του άρπαξε το κεφάλι του και τον έσφαξε σαν πρόβατο αληθινό του Χριστού. Ήταν ημέρα Δευτέρα, ώρα περίπου 10 το πρωί [15 Μαρτίου 1792]. 
Την άλλη μέρα ο ηγεμόνας, μαθαίνοντας τη χαρά που πήραν οι χριστιανοί για το άγιο τέλος του μάρτυρα και τη κοσμοσυρροή που γινόταν στο πάντιμο και άγιο λείψανό του, πρόσταξε και το πήραν από εκεί μαζί με το ιερό κεφάλι του, και αφού έδεσαν σ’ αυτά πέτρες μεγάλες τα έριξαν στον βυθό της θάλασσας με πολλές φωνές και αλαλαγμούς. 
Η αγία του ψυχή όμως ανέβηκε στους ουρανούς και συναριθμήθηκε με τους άγιους μάρτυρες και τώρα στέκεται κοντά στον Χριστό, τον οποίο πόθησε, και δέχεται από αυτόν το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου, συμμετέχοντας στη χορεία όλων των αγίων και δοξάζοντας τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον ένα εν τριάδι Θεό, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

«Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1799), σελ. 250.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις