Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

 


Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ι. Μ. Ιβήρων Αγίου Όρους

 

Νομίζω ὅτι τὴ σφραγίδα ἐτούτου τοῦ συνεδρίου την ἔδωσε ὁ ἅγιος Κυδωνίας καὶ ᾽Αποκορώνου, ὅταν εἶπε ὅτι θὰ ἐξομολογηθῆ. ᾽Απὸ ᾿κεῖ καὶ πέρα, νομίζω ὅτι ὅλες οἱ συναντήσεις, ὅλο τὸ συνέδριο, ἦταν μιὰ ἐξομολόγησι. Αὐτὸ ποὺ μ' ἄρεσε ἐπίσης, ἦταν, ὅταν ὁ καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ὁ κ. Γιούλτσης, ἦρθε τὸ πρωΐ, γίνονταν οἱ παρουσιάσεις καὶ εἶπε: «῎Επιασα τὸν σφυγμὸ τῆς συναντήσεως. Σχίζω τὴν εἰσήγησί μου, δὲν διαβάζω εἰσήγησι». Στὴ συνέχεια προχωρήσαμε καλά, ἀλλὰ πρίν φτάσουμε στὸν ἅγιο Κυδωνίας καὶ ᾽Αποκορώνου καὶ τὸν κ. Γιούλτση, ὁ ὁποῖος φέρθηκε τόσο καλά, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ εὐχαριστήσουμε τὴν ᾽Εκκλησία: Τὸν Κύριο, τὴν Παναγία, τοὺς ῾Αγίους, τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, ποὺ συγκροτεῖ ὅλο τὸν θεσμὸ τῆς ᾽Εκκλησίας καὶ δίνει δύναμι στοὺς ταπεινούς, στοὺς ἥσυχους καὶ στοὺς ἐλαχίστους. 
Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ζοῦμε ἐδῶ εἶναι μιὰ εὐλογία, ἡ ὁποία δίδεται στοὺς ἥσυχους καὶ στοὺς ταπεινούς. Καὶ αὐτὸ ποὺ γίνεται ἐδῶ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἐκπλήσσει καὶ χαροποιεῖ, ἐπειδὴ εἶναι ἁπλὸ καὶ διοργανώνεται ἀπὸ μιὰ μικρὴ ὁμάδα σ' ἕνα μικρὸ νησὶ τῆς ῾Ελλάδος. ∆ὲν διοργανώνεται οὔτε ἀπὸ τὴν ᾽Αθήνα, οὔτε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, οὔτε ἀπὸ τὸν Πειραιά, οὔτε ἀπὸ τὴν Πάτρα, οὔτε ἀπὸ τὸ ῾Ηράκλειο. Καὶ διοργανώνεται ἀπὸ μιὰ μικρὴ ὁμάδα, ἡ ὁποία ἔχει ἕναν ἄνθρωπο ἁπλὸ καὶ ταπεινό, τὸν ὁποῖο τὸν ξέρουμε ὅλοι, σὰν προϊστάμενό τους. ῾Οπότε, ἤδη ὅλο αὐτὸ τὸ κλίμα μᾶς φέρνει μέσα στὴν ᾽Εκκλησία αἰσθητότερα, καὶ μᾶς φέρνει μέσα στὸν μοναχισμό. 
Τώρα, ὅλα τ' ἄλλα ποὺ ἔγιναν μοῦ ἄρεσαν, γιατὶ ἦταν μοναχικὰ καὶ ἥσυχα, δηλαδὴ γιατὶ ἦταν ἀνακατωμένα καὶ ἀνήσυχα. Νομίζω ὅτι ὑπάρχουνε δυὸ γλῶσσες καὶ δυὸ τρόποι ἀντιμετωπίσεως τῶν πραγμάτων: ῾Ο ἕνας τρόπος, ὁ ᾽Ορθόδοξος τρόπος καὶ ἡ ᾽Ορθόδοξη γλώσσα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μητρικὴ γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ἕνας μηχανικός, ἕνας κτιστός, ἕνας φτιαχτὸς τρόπος, ἕνας παράλογος τρόπος, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς λογικῆς, ὅπως πολλὲς φορὲς παρουσιάζεται ὁ διάβολος μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ ἀγγέλου ἢ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θαμπώνει, ἀλλὰ δὲν φωτίζει. Νομίζω ὅτι ὅλα ὅσα γίνονται αὐτὲς τὶς μέρες ἐδῶ καὶ ὅλα ὅσα λέγονται παρουσιάζουν αὐτὲς τὶς δυὸ δυνάμεις. ᾽Απὸ τὴ μιά, τὸν Χριστὸ καὶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ «φαίνει πᾶσι», καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ ἄλλο φῶς, τὸ ὁποῖο θαμπώνει, ἀλλὰ δὲν φωτίζει. 
῾Ο τίτλος τοῦ θέματος, ὁ γενικός, εἶναι: «῾Ο Χριστιανὸς» (ἂν θυμᾶμαι καλά) «μέσα σὲ ἕνα μεταβαλλόμενο κόσμο». Αὐτὸς εἶναι ἕνας τίτλος ἀληθινὸς καὶ ζωντανός. 
῾Ο τίτλος της δικῆς μου εἰσηγήσεως εἶναι: «῾Ο μοναχισμὸς καὶ τὰ νέα δεδομένα τῆς ζωῆς». Νὰ σᾶς πῶ τώρα πῶς θὰ μποροῦσα νὰ προχωρήσω στὴν εἰσήγησι λογικά: Νὰ μιλῶ γιὰ τὸν μοναχισμὸ καί, ταυτόχρονα, νὰ προδίδω τὸν μοναχισμὸ καὶ νὰ βασανίζω ἐσᾶς. Καὶ νὰ λέτε: «∆ὲν μᾶς ἀφήνεις ἥσυχους!» «῾Ο μοναχισμὸς καὶ τὰ νέα δεδομένα τῆς ζωῆς... ῾Υπάρχουν νέα δεδομένα τῆς ζωῆς, καὶ τώρα ἐμεῖς ζοῦμε ἔτσι καὶ ἔτσι. Χθὲς στὸ μοναστήρι ἔγινε γεώτρησι, ἡ ὁποία ἔφτανε 100 μέτρα, μὲ μιὰ ἀερόσφαιρα ποὺ δούλευε μὲ μιὰ τέτοια μηχανὴ καὶ βγάζουμε νερό, ἐνῶ παλιὰ παίρναμε νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή. Τὰ ψάρια παλιὰ τὰ φυλάσσαμε στὸ ὑπόγειο τῆς Μονῆς, ποὺ ἤτανε δροσερό· τώρα τὰ φυλάσσουμε στὴν κατάψυξι». 
Αὐτὸ δὲν λέει τίποτα. Κάτι ἄλλο: Λένε ὅτι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ βγοῦν στὸν κόσμο· ἢ νὰ μορφωθοῦν ἢ νὰ βοηθοῦν καὶ νὰ καλύπτουν ἀνάγκες τῆς κοινωνίας. Καὶ μοὔρχεται στὸν νοῦ ἕνα μοναστήρι δυτικὸ ἢ πολλὰ μοναστήρια δυτικά, τὰ ὁποῖα ἔχουν εἰδικεύσεις, καὶ λένε ὅτι αὐτὸ ἀσχολεῖται μ' αὐτὴ τὴν δουλειά, τὸ ἄλλο μὲ τὴν ἄλλη. ῾Οπότε, οἱ μοναχοὶ αὐτοῦ τοῦ μοναστηριοῦ εἶναι ἐκπαιδευτικοί, εἶναι μορφωμένοι, ἔχουν καὶ διδακτορικὸ δίπλωμα, κάνουν συνέδρια, γράφουν βιβλία καὶ συνεννοοῦνται καλύτερα μὲ τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς καὶ μ' αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἐνημερωμένοι στὴ σύγχρονη βιβλιογραφία. ῎Αλλοι εἶναι πιὸ ἁπλοί. ᾿Αλλὰ αὐτὸ τὸ πράγμα εἶναι κάποια προδοσία τοῦ μοναχισμοῦ. Καὶ ὅταν κάτι προδίδη τὸν μοναχισμὸ στὴν ᾿Ορθόδοξη ᾽Εκκλησία, προδίδει τὸν ἄνθρωπο. 
῾Ο μοναχισμὸς ἔχει ἀξία ἐδῶ, ἐπειδὴ δὲν εἶναι μοναχισμός, ἐπειδὴ εἶναι καθολικισμός. Καὶ ὁ μοναχὸς ἔχει σημασία, γιατὶ δὲν εἶναι μόνος, εἶναι μὲ ὅλους. Καὶ αὐτὸ ποὺ λέγαμε χθὲς γιὰ τὸν ἔρωτα καὶ τὸν γάμο, ὁ μοναχὸς εἶναι ὁ παντρεμένος. ῾Οπότε, ὅταν σοῦ λέη ἕνας: «Γιατὶ πῆγες καὶ ἔγινες μοναχός;» Λές: ∆ὲν ξέρω. Μήπως ξέρεις νὰ ἐξηγήσης γιατὶ τὸ λουλούδι πάει στὸ φῶς; Πάει γιὰ νὰ ζήση. Πῶς νὰ ἀπαντήσης στὴν ἐρώτησι: «Γιατὶ ἔγινες ἄνθρωπος; Γιατὶ ἀναπνέεις;» ῎Ετσι ἔγινε, ἔτσι συμβαίνει. Καὶ στὴν ἐρώτησι «Γιατὶ ἔγινες μοναχός;» ἡ ἀπάντησι εἶναι: «῎Ετσι ἔγινε». ῾Ο καθένας πῆγε γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. ῞Ομως ὅλοι οἱ λόγοι ἀναλύονται σὲ ἕνα καὶ μοναδικὸ λόγο: ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ ὅλους καὶ καλεῖ καθένα πρόβατο μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ ἐκβάλλει αὐτό. 
῾Οπότε, πᾶς νὰ μιλήσης γιὰ τὸ ῎Ορος, χωρὶς νὰ ξέρης γιατὶ πῆγες. Κάτι σὲ τράβηξε ἐκεῖ πέρα. Τώρα, τί βρίσκεις; Κατ' ἀρχήν, βλέπεις ὅτι ὁτιδήποτε λέγεται γιὰ τὸν μοναχισμὸ καὶ ὁτιδήποτε νοεῖται ἐξωτερικά, δὲν ἔχει σχέσι μ' αὐτὸ ποὺ ἕλκει ἐσένα καὶ σὲ τραβάει. ᾿Εδῶ τώρα κάνω μιὰ παρένθεσι. ∆ὲν κάνω εἰσήγησι. Θέλω ἁπλῶς νὰ δώσω μερικὲς ἀφορμές. Κατ' ἀρχὴν βλέπεις ὅτι νοιώθεις ὅτι ἐδῶ ποὺ ἦρθα βρίσκω τὸ σπίτι μου. ᾽Εδῶ μιλιέται μιὰ ἄλλη γλώσσα. ᾽Εδῶ βρίσκω ὅλο τὸν κόσμο. 
Αὐτὸ ποὺ προηγουμένως ἀκούσαμε γιὰ τὴν πάλη τῶν γενεῶν, γιὰ τὸ χάσμα ποὺ χωρίζει τοὺς νέους καὶ τοὺς γέρους... Μιὰ ἄλλη φράσι ποὺ ἀκούστηκε λέει: «∆ὲν ἐμπιστευόμαστε τοὺς νέους». ᾽Εκεῖ μέσα, ξέρετε, στὸν μοναχισμό, στὸ ῎Ορος, ὅλα ἀνατρέπονται, ὅλα παρουσιάζονται διαφορετικά, καὶ ὅλα εἶναι ἐλεύθερα. Καὶ θἄθελα νὰ πῶ γιὰ τὴν πάλη τῶν γενεῶν: Μὰ δὲν ὑπάρχει πάλη γενεῶν. ∆ὲν ὑπάρχει γέρος καὶ νέος. ∆ὲν εἶναι νέος αὐτὸς ποὺ ἔχει λίγα χρόνια, γιατὶ τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν ἄμοιρος καὶ βασανισμένος, γιατὶ θἆταν καταδικασμένος νὰ γεράση. Καὶ δὲν εἶναι γέρος αὐτὸς ποὺ εἶναι πολλῶν ἐτῶν, γιατὶ τότε πάλι βλέπουμε καὶ ψηλαφοῦμε τὸ ἴδιο βάσανο τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ δὲν εἶναι πεθαμένος ὁ κεκοιμημένος. Ἀλλά, ἐν τέλει, εἶναι νέος ὁ ἀληθινός. Καὶ ὁ ἀληθινὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ 228 βρῆκε τὸν ἑαυτό του. Βρῆκε τὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ χάνει τὸν ἑαυτό του. Καὶ βρίσκεις ἀληθινὰ αὐτὸ ποὺ χάνεις. Καὶ ὅποιος χάση τὴν ψυχή του γιὰ τὸν ἄλλο, τότε βρίσκει τὴν ψυχή του. Βρίσκει τὸν ἄλλο. ∆ηλαδή, βρίσκει ὅλους, δηλαδὴ ὁ καθένας ἀνακεφαλαιώνει τὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ βρισκόμαστε σὲ ἄλλο χῶρο, σ᾽ ἄλλη λογικὴ καὶ σ' ἄλλη κατάστασι. 
Μπορεῖ ἐγὼ νἆμαι μοναχός, μπορεῖ νὰ φορῶ ἕνα σκοῦφο. Μὰ δὲν λέει τίποτα αὐτό. Μπορεῖ νἄχω καὶ γένια, καὶ μάλιστα ἄσπρα. Κάποιον μοναχὸ τὸν ρώτησαν: «Πόσα χρόνια εἶσαι στὸ ῞Αγιον ῎Ορος;» Λέει: «Κοιτάξτε, καὶ τὰ τσακάλια πολλὰ χρόνια εἶναι στὸ ῞Αγιο ῎Ορος, ἀλλὰ τσακάλια εἶναι». 
᾽Ακούστηκε καὶ αὐτὸ αὐτὲς τὶς μέρες: Νὰ βγῆς σὲ συνάντησι τοῦ ἄλλου. Καὶ ὁ ἅγιος ᾽Αντώνιος λέει ὅτι στὸν ἄλλο βρίσκεται ἡ σωτηρία μας. Καὶ ἂν τυχὸν σώσουμε καὶ κερδίσουμε τὸν ἀδελφό μας, τότε κερδίσαμε τὸν Θεό. Καὶ ὅταν σκανδαλίσουμε τὸν ἀδελφὸ μας, χάσαμε τότε τὸν Θεό. 
῾Η πάλη τῶν γενεῶν, οἱ νέοι καὶ οἱ γέροι, οἱ παντρεμένοι καὶ οἱ ἀπάντρευτοι... Σχετικὰ πράγματα. ῾Ο ἄνθρωπος δὲν ἱκανοποιεῖται στὴ ζωντάνια τῆς νεότητος. ῾Ο ἄνθρωπος δὲν ἱκανοποιεῖται στὴ σύνεσι τῶν γηρατιῶν. ῾Ο ἄνθρωπος δὲν ἱκανοποιεῖται στὸν κεραυνοβόλο ἔρωτα καὶ σ' αὐτὸ ποὺ πάει νὰ τοῦ δώση, ἔτσι ποὺ εἶναι σὲ ἕνα χῶρο σαρκικὸ ἢ ψυχικό, ὅπου «ἄνθραξ ὁ θησαυρός». ᾽Εγὼ ζητῶ κάτι ἄλλο. Καὶ τὸ ἄλλο ὑπάρχει. Καὶ ὅταν βρῆς αὐτό, τότε καὶ ὅλα τ' ἄλλα σοῦ δίνονται, τὰ κτιστά, τὰ ἐφήμερα καὶ παρακατιανά, μὲ ἕναν ἄλλο τρόπο· ντύνονται μὲ ἕνα ἄλλο φῶς. Καὶ τότε τὸ θνητὸ καταπίνεται ἀπὸ τὴν ἀθανασία, τὸ φθαρτὸ ἀπὸ τὴν ἀφθαρσία, καὶ ζοῦμε ἐν σαρκὶ σὰν νὰ ζοῦμε στὸν οὐρανό. 
῾Η πάλη τῶν γενεῶν... Οἱ νέοι εἶναι ἀνήσυχοι καὶ θέλουν νέες ἰδέες, ἐπαναστάσεις καὶ νέους ἀνθρώπους. Οἱ νέοι γιὰ μένα εἶναι ἄνθρωποι, καὶ θέλουν κάτι ἀληθινό, δηλαδὴ θέλουν κάτι πολὺ ἥσυχο. ῾Ησυχία εἶναι μιὰ φοβερὴ ἐπανάστασι ποὺ ἔχει καταλήξει στὴν ἡσυχία, στὴν ἠρεμία, στὴ μὴ ἐπανάστασι καὶ στὸ παιχνίδι. Νέος, ἀγαπητός, ἀείζωος, ποὺ μπαίνει στὴν καρδιά μας, καὶ θὰ τὸν ἔχουμε καὶ μέσα στὸν τάφο, εἶναι ὁ ταπεινός, αὐτὸς ποὺ διαλύει τὸν ἑαυτό του, καὶ ζῆ γιὰ τὸν ἄλλο. Καὶ ἡ ζωή του εἶναι οἱ ἄλλοι. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει μὲ ἕνα τρόπο ποὺ νοιώθει ὅτι δὲν τὄκανε αὐτός. ᾽Αλλὰ τοῦ δόθηκε χάρισμα. Καὶ δὲν καυχιέται γι' αὐτό. ῍Αν πάη νὰ καυχηθῆ, σημαίνει ὅτι εἶναι ψέμμα, καὶ τὄχασε. Αὐτὸς ὁ ταπεινὸς δέχτηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀπὸ τὸν Θεό, ἕναν ἀσπασμό, καὶ ἔγινε καὶ αὐτὸς κατὰ χάριν θεός. Καὶ θέλει νὰ διαλυθῆ, νὰ κενωθῆ, νὰ μὴν ὑπάρχη, γιὰ νὰ ὑπάρχη ὁ ἄλλος. 
Αὐτὸν τὸν καιρὸ γίνεται φασαρία γιὰ τὸν Καζαντζάκη καὶ τὸν «Τελευταῖο πειρασμό». ῎Αλλος λέει ὅτι εἶναι δαίμονας ὁ Καζαντζάκης· ἄλλος λέει ὅτι εἶναι ἀνήσυχος, ἄλλος ὅτι εἶναι θεολόγος ἢ Πατὴρ τῆς ᾽Εκκλησίας. Τώρα τί εἶναι; ῎Ε, κοιτάχτε τί εἶναι: Ταλαίπωρος εἶναι, ἄνθρωπος εἶναι· ἄρα, εἶναι συμπαθής. ῾Ο Μινωτῆς λέει ὅτι στὸν Καζαντζάκη ὀφείλουμε ὅλοι κάτι: τὴν ἀπάνθρωπη ἐργατικότητα, τὴν ὁποίαν ἐπέβαλε στὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ ζητᾶ καμμία ἀμοιβὴ ἀπὸ κανένα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, καὶ εἶναι συγκινητικό. Καὶ ὅταν τὸν πλησιάσης, νιώθεις ὅτι μοιάζει σὰν ἕνα ἄγριο καὶ ἀπάτητο κρητικὸ βουνό. ᾽Αλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν βάλης, τὸν ταλαίπωρο, στὴν καρδιά σου, γιατὶ ζητοῦσε τὸν ἑαυτό του. ῞Ενας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἕνας ναυτικός, μοῦ ἔλεγε: «∆ιάβαζα ἕνα βιβλίο τοῦ Καζανζάκη, δὲν ἤμουν θρησκευτικός. Μιὰ στιγμὴ ἀγανάχτησα, καὶ τὸ πέταξα στὴ θάλασσα». 
Τὸν διαβάζεις. Λές: «Ἐν τάξει, δούλεψε σκληρά», ἀλλὰ δὲν τὸν βάζεις στὴν καρδιά σου. ∆ὲν θὰ βάλω δίπλα σ' αὐτὸν ἕναν ῞Αγιο. ∆ὲν θὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν ᾽Αββᾶ ᾽Ισαάκ. Θὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι. ῾Ο Ντοστογιέφσκι θεωρεῖται ἀνατόμος τῆς ψυχῆς. ∆ὲν εἶναι ἀνατόμος τῆς ψυχῆς καὶ μεγάλος μυθιστοριογράφος. Τί εἶναι; Εἶναι ἕνας βασανισμένος Ὀρθόδοξος. Καὶ ἔχει καταλάβει τὸ μυστικό. Τώρα, τυχαίνει νἄχη καὶ τὸ ταλέντο τοῦ λογοτέχνη. Γράφει μυθιστορήματα, καὶ ὁ ἄλλος νομίζει ὅτι διαβάζει μυθιστόρημα, καὶ τοῦ ρίχνει μέσα του τὸ «μικρόβιο», ἂν θέλετε, τῆς ᾽Ορθοδοξίας. Μιὰ παράκλησι μυστική. Τὸν Ντοστογιέφσκι τὸν ἔχεις στὴν καρδιά σου, γιατὶ μὲ τὸ εἶναι του ὅλο κάνει ἕνα σχόλιο στὸν ᾽Αββᾶ ᾽Ισαὰκ τὸν Σῦρο. Τὸν Ντοστογιέφσκι τὸν ἔχουνε ὅλοι στὴν καρδιά τους, καὶ οἱ ἔνθεοι καὶ οἱ ἄθεοι καὶ ἄνθρωποι ποὺ μεταξὺ τους δὲν μιλιοῦνται. Γιατὶ τὸν ἔχουν; Γιατὶ ὁ Ντοστογιέφσκι εἶναι ταπεινός. 
Αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα, ὅτι δηλαδὴ ὁ μοναχὸς εἶναι μὴ μοναχός... ῾Ο μοναχὸς στὸ τέλος εἶναι μιὰ ἀνθρωποφάνεια. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος βγῆκε ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καλεσμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ δὲν ἄξιζε, καὶ ἐπειδὴ ἔτσι τὄθελε ὁ Θεός, ποὺ κάνει ὅ,τι θέλει. ᾽Αλλὰ ἐν τέλει, ἂν τυχὸν αὐτὸς ὁ κεκλημένος ἄνθρωπος γίνη μοναχὸς καὶ διαλυθῆ, δηλαδὴ δὲν ζῆ γιὰ τὸν ἑαυτό του, τότε αὐτὸ τὸ πράγμα εἶναι μιὰ εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ εἴχαμε πῆ πρὸ ἡμερῶν ὅτι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐκπέμπεται μιὰ ἀκτινοβολία. ᾽Ελέχθη καὶ αὐτό: ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ καθενὸς ἀξίζει περισσότερο ἀπ' ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι θεωρητικό, ἀλλὰ κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ ψηλαφήσουμε. Καὶ ἂν τυχὸν εἴχαμε αἰσθήσεις πνευματικές, καὶ ἂν τυχὸν γινόμασταν μιὰ εὐαισθησία, τότε θὰ βλέπαμε ὅτι νέος εἶναι ὁ γέρος ὁ ὁποῖος ἔχει τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ἀείζωος, καὶ πάντοτε σύγχρονος. 
Αὐτὸς ποὺ κάνει «ἐπανάστασι» ἁπλῶς θορυβεῖ. ῞Ενας κήρυκας ποὺ κάνει τὸν δάσκαλο ἁπλῶς πολλὲς φορὲς εἶναι μιὰ ἠχορρυπαντικὴ μηχανή. ῞Ενας ἄνθρωπος ἅγιος, ταπεινός, ποὺ δὲν μιλᾶ, ἁπλώνει μιὰ γαλήνη ποὺ παρηγορεῖ τὰ ἔγκατά μας. ῞Ενας ἄλλος ποὺ κάθεται καὶ μονολογεῖ, ταπεινός, μιλᾶ σὲ ὅλους. ῾Ο Ντοστογιέφσκι μονολογεῖ δι᾽ ὅλων τῶν ἡρώων του, καὶ ὁ καθένας βρίσκει τὴν παράκλησι τὴν πραγματική. Καὶ ἕνας ἄλλος ποὺ κάνει τὸν δάσκαλο καὶ θέλει νὰ διδάξη τὸν κόσμο μηχανικά, διώχνει τὸν κόσμο. ῞Ενας ταπεινὸς προσφέρεται, σὰν φυτόχωμα, γιὰ νὰ τραφοῦν οἱ ρίζες της ὑπάρξεως τοῦ ἄλλου. Καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁ ταπεινός, ἕλκει ὅλους τοὺς ἄλλους στὸν ἑαυτό του. ῾Ο ᾽Αββᾶς ᾽Ισαὰκ λέει ὅτι ὁ ταπεινός, ὅσο φεύγει τὸν κόσμο, τόσο ὁ κόσμος τὸν κυνηγᾶ καὶ θέλει νὰ κάθεται μαζί του. ῾Ο ἐγωϊστής, αὐτὸς ποὺ περιαυτολογεῖ καὶ ὑποτιμᾶ τὸν ἄλλο, διώ- 230 χνει τὸν κόσμο ἀπὸ κοντά του, καὶ ζῆ στὴ μοναξιά, καὶ ζῆ στὴν κόλασι. ῎Ετσι λοιπόν, μοναχὸς εἶναι ὁ μὴ μοναχός. 
῞Οταν εἶχα πάει πρώτη φορὰ στὸ ῞Αγιο ῎Ορος, εἶχα νοιώσει ὅτι «ἐδῶ κάτι ἄλλο συμβαίνει». Μετὰ μοῦ λένε ἔξω: «Πὲς κάτι γιὰ τὸ ῞Αγιο ῎Ορος, ἐφ᾿ ὅσον πῆγες καὶ σοῦ ἄρεσε». Μά, λέω, δὲν μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Γιατὶ πάθαινα αὐτὸ ποὺ λένε: «Πιάνεις μιὰ κλωστή, τὴν τραβᾶς καὶ σηκώνεται ὅλο τὸ πάπλωμα». ῾Οπότε, νοιώθεις ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ σηκώσης τὸ σύνολο. ∆ὲν μπορεῖς νὰ ἐκφράσης τὸ ἀνέκφραστο. Ἀλλὰ μιὰ στιγμὴ δόθηκε ἡ λύσι. Βρῆκα στὴ Φιλοκαλία μιὰ φράσι ποὺ λέει: «Μοναχός ἐστιν ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος». Λέω: Ἐν τάξει, αὐτὸ εἶναι: Χωρίσθηκε ἀπ' ὅλα, καὶ ἑνώθηκε μὲ ὅλα. ᾽Αφοῦ τοῦ δόθηκε χάρισμα, καὶ ἐπειδὴ τοῦ δόθηκε καὶ εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀνήκει σ᾽ αὐτόν, ἀλλὰ ἀνήκει σ' ὅλους. ῾Οπότε, ὁ μοναχὸς ἐν τέλει, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ μοναχὸς εἶναι ὁ καθολικός. 
Εἴπαμε προηγουμένως: Καὶ ὁ νέος μπορεῖ νὰ εἶναι γέρος. Ξέρετε, μπορεῖ νὰ γεννηθῆ κανεὶς γέρος. Καὶ ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος δὲν μποροῦσε νὰ γεράση ποτέ. Καὶ ταυτόχρονα, εἴπαμε ὅτι, ὅταν μιλᾶς γιὰ ἕνα μοναχό, μιλᾶς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἐντέλει βρίσκεις τὴ χάρη τοῦ μοναχοῦ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ταπεινοί· καὶ σᾶς εἶπα γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι. Στὴ συνέχεια, μπορεῖ νὰ σᾶς πῶ κάτι πιὸ τολμηρό: Μπορεῖς νὰ πλησιάσης καὶ ἕναν ποὺ δὲν εἶναι στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅμως εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅμως εἶναι συγκεκριμένος ἄνθρωπος, ὅμως δὲν θέλει νὰ βασανίση τὸν ἄλλο. Καὶ τότε συγκινεῖσαι, καὶ νοιώθεις ὅτι «ἐδῶ βρίσκεται ἕνας ἀδελφός μου, καὶ μπορῶ νὰ καθίσω δίπλα του». ᾽Ενῶ μπορεῖ νὰ δῆς ἕνα μοναχὸ καὶ νὰ πῆς: «∆ὲν μπορῶ νὰ καθίσω δίπλα του. ∆ὲν τὸ ἀποφασίζω ἐγώ. Τὸ ἀποφασίζουν ἄλλες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες δὲν ἐλέγχονται ἀπὸ μένα. ᾽Απὸ αὐτὸν τὸ μοναχὸ φεύγω μακριὰ χιλιόμετρα». 
Στὸν ἄλλο μένω. Σᾶς ἀναφέρω τὸν Κάφκα. Νομίζω, αὐτὰ ποὺ γράφει -ἦταν ῾Εβραῖος, φυσικὰ οὔτε κἂν χριστιανὸς- αὐτὰ ποὺ γράφει, ἂν τὰ διαβάση ἴσως ἕνα νέο παιδί, μπορεῖ νὰ ἀπογοητευτῆ· αὐτὰ ποὺ γράφει ὅμως, ἦταν ἡ ἔκκρισι τοῦ πόνου του. Καὶ ἐφ' ὅσον ἦταν αὐθεντικός, φανερώνει κάτι ἀπὸ τὸν μοναχό, φανερώνει κάτι ἀπὸ τὸν ᾽Ορθόδοξο ἄνθρωπο. ῞Οπως ἕνα πεῦκο ἐκκρίνει τὸ ρετσίνι καὶ ἕνα μαστιχόδεντρο τὴ μαστίχη, αὐτὸς ἐκκρίνει τὸν πόνο του. Καὶ τὸ γραπτό του εἶναι μιὰ μορφοποίησι τοῦ πόνου, ἄρα, εἶναι κάτι ἀνθρώπινο καὶ ἀληθινό. Λέει ὅτι «ἔνοιωσα τὸν πατέρα μου σὰν μιὰ μπότα ποὺ μὲ πατοῦσε καὶ ἐγὼ ἤμουνα τὸ σκουλήκι τὸ πατημένο. Καὶ ὅταν ἔγραφα, τὸ σκουλήκι σὰν νὰ ἔβγαζε τὸ κεφάλι ἔξω, καὶ τὸ κουνοῦσε λίγο». Τὸ γράψιμο δὲν ἦταν λύτρωσι. Τὸ γράψιμο ἦταν μιὰ κάποια παρηγοριά. Τοῦ λένε νὰ βοηθήση τοὺς ἄλλους. Τοὺς λέει: «Ποιὸς εἶμαι ἐγώ, νὰ βοηθήσω τοὺς ἄλλους, τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ βοηθήσω τὸν ἑαυτό μου;» ῾Ο Ρίλκε λέει ὅτι ὁ Κάφκα γράφει τὴν καλύτερη γερμανικὴ πρόζα ἀπ' ὅλους. Καὶ ὁ Κάφκα ζῆ μαζὶ μὲ τὸν Ρίλκε στὴν Πράγα καὶ δὲν βλέπει ποτὲ τὸν Ρίλκε. ∆ὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἡ πρόζα ἡ γερμανική, τὸν ἐνδιαφέρει ὁ πόνος ὁ ὁποῖος ἐκκρίνεται ἀπὸ τὴν καρδιά του. Σ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τὸν κατ' εἰκόνα Θεοῦ 231 πλασμένο, τὸν μὴ Ὀρθόδοξο, ὁ ὁποῖος πονάει, νοιώθεις κάτι μοναχικό, κάτι Ὀρθόδοξο. 
Γι' αὐτό, θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι... δηλαδή, ὅταν πᾶς στὸ ῞Αγιο ῎Ορος, νοιώθεις ὅτι «ἐδῶ δὲν εἶμαι σὲ ἕνα σύλλογο, δὲν εἶμαι σὲ ἕνα κόμμα, δὲν εἶμαι σὲ μιὰ ἄποψι, δὲν εἶμαι σὲ μιὰ ἰδεολογία, δὲν εἶμαι σὲ κατιτί. Εἶμαι στὸ σπίτι μου, τὸ ὁποῖο εἶναι ζεστὴ φωλιὰ ὅλου τοῦ κόσμου καί, ταυτόχρονα, εἶναι ἡ "εὐρυχωροτέρα τῶν οὐρανῶν"». ᾽Ακοῦς μία φωνὴ ξεκάθαρη, ἡ ὁποία λέγεται ἐν σιγῆ. Μιὰ χάρι, ποὺ συνάγει τοὺς πάντας, καὶ μιὰ εὐλογία, ποὺ δίνει δυνατότητα στὸν καθένα νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό του, νὰ βρῆ τὸν ρυθμὸ τῆς ζωῆς του, νὰ ἀκούση τὸ ὄνομά του καὶ νὰ μιλήση τὴ γλώσσα του. Καὶ ἀδελφώνονται οἱ ἀπομακρυσμένοι, ἀναβιοῦν οἱ πεθαμένοι, εἶναι παρόντες αὐτοὶ ποὺ θὰ γεννηθοῦν, γιατὶ τὸ Πνεῦμα, τὸ οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον, κάνει κουμάντο πάντα στὸν καθένα καὶ σ' ὅλους, καὶ ὅλοι εἶναι ὁ καθένας. 
Κάποτε ἦλθε ἕνας στὸ ῎Ορος καὶ ἤθελε νὰ εἰρωνευτῆ τοὺς μοναχούς. Πῆγε σ' ἕνα καλύβι, καὶ ἦταν ἕνας γέροντας ὁ ὁποῖος ψιθύριζε τὴν εὐχή: «Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλόν». Αὐτὸς τοῦ λέει: Τί λὲς «ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλόν», καὶ δὲν προσεύχεσαι γιὰ ὅλο τὸν κόσμο; ῾Ο γέροντας δὲν ταράχτηκε, ἀλλὰ τοῦ ἀπαντᾶ: «Ὅλοι ἕνα εἴμαστε». ῞Οταν λέη ὁ μοναχὸς τὴν εὐχή, τὴ λέει γιὰ ὅλους. Καὶ ἡ ζωή του εἶναι μιὰ προσφορὰ σ' ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ ἡ ὕπαρξί του εἶναι μιὰ πραγμάτωσι τῆς προφητείας τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία ἀκούσαμε αὐτὲς τὶς μέρες, ποὺ λέει ὅτι καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης «κἀκεῖνα με δεῖ ἀγαγεῖν», γιὰ νὰ γίνη «μία ποίμνη καὶ εἷς ποιμήν». 
᾽Εδῶ πέρα δὲν γνωρίζεις μὲ τὸ μυαλό. Ἀλλὰ ὅλη ἡ ὕπαρξί σου διαλύεται καὶ ἁπλοποιεῖται καὶ γίνεται, ἂν θέλετε, ἕνα γνωστικὸ ὄργανο, μιὰ αἴσθησι. Καὶ ὅλος ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει μὲ τὸ νὰ δίδεται ὁλόκληρος στὸν Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς μιὰ στιγμὴ δίνει στὸν ἄνθρωπο, ὄχι μιὰ γνῶσι γιὰ τὰ ἐφήμερα πράγματα, ἀλλὰ μιὰ χάρι, τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς το εἶναι τὰ πάντα παρήγαγε», μία χάρι ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο «δυνάμει ἄκτιστον» καὶ Θεὸν κατὰ χάριν. Καὶ ἡ θέωσι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής, δὲν ἔχει γένεσι ἀλλὰ «ἀνεπινόητον φανέρωσιν». Καὶ εἶναι αὐτὰ τὰ ἄρρητα καὶ τὰ ἀκατανόητα, τὰ ὁποῖα δὲν διδάσκονται, ἀλλὰ κοινοποιοῦνται ἀνελπίστως μιὰ στιγμὴ στὸν ἄνθρωπο. 
Καὶ τότε, ὅταν αὐτὰ κοινοποιηθοῦν στὸν ἄνθρωπο ποὺ κάνει ὑπομονή, ἐγὼ θἄλεγα ποὺ δὲν πληγώνει τὸν ἄλλον (εἶναι μικρὴ αὐτὴ ἡ ἀρετὴ καὶ μεγίστη, νὰ μὴν πληγώνης τὸν ἄλλον, καὶ νομίζω ὅτι μποροῦμε, ἀντὶ νὰ ποῦμε τὸ γνωστό: «σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω», μποροῦμε νὰ ποῦμε: «συγχωρῶ, ἄρα ὑπάρχω»). ῍Αν λοιπὸν κάποιος ὑπομένη καθένα βάσανο ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ περάση καὶ τὰ βάσανα εἶναι εὐλογία, ἂν συγχωρῆ ὅλους, δὲν ἔχει παράπονο μὲ κανένα, κάποτε ἀνελπίστως καὶ ἀναιτίως, ὅπως λέγει ὁ ἀββᾶς ᾽Ισαάκ, θὰ ᾽ρθῆ ἡ χάρι τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται καὶ γίνεται φῶς κατὰ χάρι. Τότε δὲν γνωρίζει ἁπλῶς τὸ μυστήριο τὸ ἄγνωστο τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους, ἀλλὰ γίνεται ὁ ἴδιος ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος. Καὶ μένοντας ἐκεῖ, μένει μαζὶ μὲ ὅλους. Θαρρῶ πὼς μποροῦμε νὰ τελειώσουμε. 
Θἄθελα νὰ διαλύσουμε τὰ εἴδωλα. ∆ηλαδή, δὲν εἶναι μοναχὸς ὁ καλός· καὶ σεῖς μὴ θέλετε νὰ γίνετε «καλοί». ∆ὲν εἶναι ὁ μοναχισμὸς ὁ Ὀρθόδοξος καλός, ἐπειδὴ ἔχει μορφωμένους μοναχούς. Μοὔλεγε ἕνας: «Ξέρετε οἱ Καθολικοὶ πόσους μορφωμένους μοναχοὺς ἔχουνε;» 
῞Ενα παράδειγμα: Εἴχαμε στὸ μοναστήρι ἕνα μοναχό, ὁ ὁποῖος ἤξερε πολλὲς γλῶσσες. Καὶ εἴχαμε καὶ ἕνα μοναχὸ γέρο, Ρουμάνο, τὸν πατέρα Βαρθολομαῖο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔρθει δεκατριῶν χρονῶν στὸ ῎Ορος, καὶ ἦταν στὸ μοναστήρι μας ὀχτὼ χρόνια, γιατὶ εἶχε Πάρκινσον. Στὰ τελευταῖα του λοιπόν, τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι, τὸν ἐπισκέπτονταν στὸ κελλί του. Τοῦ λέει ἕνας: «Πάτερ Βαρθολομαῖε, ξέρεις, αὐτὸς ὁ μοναχὸς ποὺ εἶναι ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ εἶναι πολὺ μορφωμένος, καὶ ξέρει ἀγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ρωσικὰ καὶ σέρβικα». ῾Ο ἁγιορείτης μοναχός, ὁ γέρος, ξέρετε πῶς ἀντέδρασε; Τοῦ λέει: «Γιούφτικα ξέρει; ῎Ε, τότε δὲν ξέρει τίποτα!» 
Γιὰ τὸν ἀγιορείτη μοναχὸ τὸ θέμα δὲν εἶναι τὸ πόσες γλῶσσες ξέρει ὁ ἄνθρωπος. Τὸ θέμα εἶναι: ξεπερνιέται ὁ θάνατος, ναὶ ἢ ὄχι; Τὸ θέμα εἶναι νἄμαστε Ὀρθόδοξοι. Μά, εἴμαστε ἢ δὲν εἴμαστε; ᾽Εδῶ, στὶς συζητήσεις ποὺ κάναμε μὲ μερικοὺς ἀδελφοὺς κατὰ πρασιάς, λέω: Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι, καὶ τίποτα πέρα ἀπὸ αὐτό. ῾Οπότε, μοῦ λέει δικαιολογημένα κάποιος: «Καλά, τί εἶναι αὐτὰ τὰ ἀπόλυτα πράγματα;» ᾽Εν τάξει δέχομαι την ἀντίρρησι· ἔχεις καὶ σὺ δίκαιο. ᾽Αλλὰ σοῦ λέω: Ἡ Ὀρθοδοξία αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλῶ εἶναι ἡ μὴ Ὀρθοδοξία. Καὶ ὁ μοναχισμὸς εἶναι μὴ μοναχισμός. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι «ὁ δυνάμενος γνωσθῆναι», ἀλλὰ εἶναι Ὑπέρθεος. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ ἄνω τῷ Πατρὶ συγκαθήμενος καὶ ᾧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών», Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει ἀοράτως, μεταξὺ μας. ῎Αν ὑπῆρχε ὁρατῶς, δὲν θὰ ἦταν Θεός, θὰ ἦταν κάτι ἄλλο. 
Λοιπόν, καὶ ὁ κόσμος ὅλος, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες καὶ οἱ Βουδιστὲς καὶ οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἔνθεοι καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ ᾽92 καὶ τοῦ 2000, καὶ δὲν ξέρω ποιοὶ ἄλλοι, ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα. Καὶ ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμὸς λέει στὸν ἄνθρωπο τοῦ μεταβαλλομένου κόσμου: Οἱ μεταβολὲς εἶναι ραγδαῖες καὶ καταπληκτικὲς καί, ὅπως εἴπαμε, ἀσήμαντες καὶ τιποτένιες. ῾Ο μοναχισμὸς αὐτός, ὅπως γνωρίζετε, εἶναι πάντα σύγχρονος, δηλαδὴ εἶναι ὑπέρχρονος. Καὶ ἡ ἐσωτέρα ἔρημος εἶναι αὐτὴ ποὺ ποθοῦμε ὅλοι, ἡ σφύζουσα κοινωνία ζωῆς. Καὶ ὅταν μιλᾶμε γιὰ οἰκουμενισμὸ καὶ ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἑτεροδόξους, θὰ πρέπη νὰ τοὺς ἀγαπήσουμε, θὰ πρέπη νὰ τοὺς ταρακουνήσουμε, νὰ τοὺς κάνουμε κουρέλι, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη κουρέλι. Καὶ τὸ κακὸ εἶναι, ὅτι δὲν ἔχουμε τὴ δύναμι νὰ τοὺς τὸ κάνωμε, ἀλλὰ ἔχει τὴ δύναμι ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀγάπη νὰ τοὺς τὸ κάνη. 
Πολλὲς φορὲς πᾶμε σὲ συναντήσεις Ρωμαιοκαθολικῶν, Προτεσταντῶν, καὶ μεῖς, δῆθεν ἀπὸ ἀγάπη, φερόμεθα φιλοφρόνως. Μά, ἡ φιλοφροσύνη ἡ κοσμικὴ εἶναι τοῦ παρόντος αἰῶνος κοροϊδία. Καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κοροϊδίες. ῎Εχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν θεώνει, ποὺ ξεπερνᾶ τὸν θάνατο. Καὶ αὐτὸ βρίσκεται μέσα στὸν μοναχισμό, καὶ αὐτὸ ὑπάρχει στὴν παράδοσί μας. Γι' αὐτό, λέω: Ἀληθινὸς μοναχὸς εἶναι ἐν τέλει ὁ καινὸς ἄνθρωπος. Καὶ ἕνας ἄνθρωπος στὸν κόσμο ποὺ εἶναι ταπεινός, ἔχει σχέσι μὲ τὸν ἀληθινὸ μοναχό, ἔχει σχέσι μὲ τὴν αἰώνια νεότητα ποὺ χαρίζει ὁ Κύριος. 
Τὸ θέμα εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ βαπτιστοῦμε σ᾿ ἕνα πνεῦμα ὅπου ξεπερνοῦνται οἱ διαφορές, ὅπου ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι, ὅπου ὅλοι εἴμαστε ἐλεύθεροι, καὶ συναπαρτίζουμε τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων. Εἴμαστε ὅλοι πρωτότοκοι, καὶ ὁ καθένας ἀνακεφαλαιώνει ἐν σμικρῷ τὴν Ἐκκλησία, ἀνακεφαλαιώνει ἐν σμικρῷ τὸ ὅλον. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή, ἡ πίστι καὶ ἡ δωρεὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ γλώσσα ποὺ μιλάει. ∆ὲν λέει τίποτα ἄλλο, καὶ ἐπαναλαμβάνει τὸ ἴδιο. 
Θὰ σᾶς ἀναφέρω μερικὲς παραγράφους ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία ποὺ τονίζουν τὴ μία ἀλήθεια: «Μακάριός ἐστι μοναχὸς ὁ πάντας ἀνθρώπους ὡς Θεὸν μετὰ Θεὸν λογιζόμενος», δηλαδὴ ὁ μοναχὸς ὁ μακάριος ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς βλέπει σὰν θεούς, μετὰ τὸν Θεό. «Μακάριός ἐστι μοναχὸς ὁ τὴν πάντων σωτηρίαν καὶ προκοπὴν ὡς οἰκείαν μετὰ πάσης χαρᾶς ὁρῶν». Τὴ σωτηρία ὅλων καὶ προκοπὴ τὴ βλέπει σὰν δική του μετὰ πάσης χαρᾶς. «Μακάριός ἐστι μοναχὸς ὁ πάντων περίψημα ἑαυτὸν λογιζόμενος», αὐτὸς ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του σκουπίδι ὅλων. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ἕνας νέος μοναχὸς στὸν γέροντά του, ὅτι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νοιώθω ὅτι ὁ νοῦς μου βρίσκεται πάντα στὰ θεῖα. Καὶ τοῦ λέει ὁ γέροντάς του: ∆ὲν εἶναι μεγάλο πράγμα αὐτό. Τὸ μεγάλο πράγμα εἶναι νὰ θεωρῆς ἑαυτὸν «ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως». Καὶ ἡ ἤδη γνωστὴ φράσι: «Μοναχός ἐστιν ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος». Χωρίσθηκε ἀπ᾿ ὅλα μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, καὶ ἑνώθηκε μ᾿ ὅλα. ᾽Επειδὴ ἤθελε νὰ ἑνωθῆ μ᾿ ὅλα, ἂν ἑνώνονταν μ' ἕνα ἐπιμέρους, θὰ χωριζόταν ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν ἤθελε νὰ ἀφήση ἔξω. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε, τὰ ἀγκάλιασε ὅλα, τὰ χώρεσε ὅλα μέσα του μὲ τὸ νὰ χωρισθῆ ἀπ᾿ ὅλα. 
Γι' αὐτό, σᾶς εἶπα καὶ προχθὲς ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἀναχώρησι ἡ ὁποία εἶναι ἐπιστρεπτική, δηλαδὴ φεύγει καὶ ἐπιστρέφει στὴν κοινωνία. Φεύγεις, καὶ διὰ τῆς φυγῆς ὁδηγεῖσαι στὴν κοινωνία ὅλων. Καὶ ὑπάρχει μιὰ ἀνοδικὴ κάθοδος. Κατεβαίνεις μὲ τὴν ταπείνωσι, συντρίβεσαι ἑκούσια, τὸ ἀποδέχεσαι αὐτὸ (ἂν ἀξιωθῆς νὰ νοιώσης τὸν ἑαυτό σου «ὑποκάτω πάσης της κτίσεως»). Καὶ τότε ζῆς αὐτὸ ποὺ λέμε στὴν ἀκολουθία τῶν Θεοφανείων: «∆ιὰ καταδύσεως ἡ πρὸς Θεὸν ἡμῶν ἄνοδος γέγονε». Καὶ μιὰ τελευταία φράσι: «Μοναχός ἐστιν ὁ ἕνα ἑαυτὸν μετὰ πάντων ἡγούμενος, διὰ τὸ ἐν ἑκάστῳ ἑαυτὸν ἀπαραλείπτως δοκεῖν ὁρᾶν»: Εἶναι μακάριος ὁ μοναχὸς ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ἕνα τὸν ἑαυτό του μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, γιατὶ βλέπει τὸν ἑαυτό του στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του. Νὰ σταματήσουμε καὶ νὰ ποῦμε τὰ ὑπόλοιπα στὴ συζήτησι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις