Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Ο άγιος Ευφρόσυνος ο μάγειρος


Ο άγιος Ευφρόσυνος ο μάγειρος

11 Σεπτεμβρίου 

Σε κάποιο κοινόβιο ήταν ένας αδελφός νέος στην ηλικία, στο όνομα Ευφρόσυνος, ο οποίος υπηρετούσε τους αδελφούς στο μαγειρείο και σχεδόν κανείς δεν τον πρόσεχε, γιατί έκρυβε τη λαμπρή αρετή του με το να είναι συνεχώς μέσα στις στάχτες και στη μουτζούρα. Καθώς δηλαδή ήταν πάντοτε γεμάτος κάπνα και βρώμικος, όσοι αδελφοί ήταν αμελείς γελούσαν μαζί του και τον κορόιδευαν λούζοντάς τον συνεχώς με προσβολές και βρισιές και χλευασμούς, γιατί, πέρα από την ευτελή του ενδυμασία, έπαιρναν αφορμή και από την πραότητα, τη σιωπή και την ανεξικακία του, για να τον μυκτηρίζουν χωρίς φόβο και να τον εξευτελίζουν, συχνά μάλιστα και να τον χτυπούν. Εκείνος όμως, ενώ τέτοια άκουγε και πάθαινε κάθε ώρα από πολλούς, υπέμενε με γενναιότητα, χωρίς ποτέ να αντιμιλήσει ή να κατηγορήσει κανέναν ή έστω να κατσουφιάσει για το ότι τον έβριζαν άδικα ή και τον χτυπούσαν.

Ο ηγούμενος της μονής αυτής είχε ζωή σε όλα σύμφωνη με το θέλημα του Θεού και αυτό του έδινε πολλή οικειότητα προς τον Θεό. Αυτός κάποτε ενοχλήθηκε από τον εξής λογισμό: θέλησε να μάθει, ποιος από το μοναστήρι και το ποίμνιό του νικά τους άλλους αδελφούς στην αρετή και είναι ανώτερος από αυτούς στα θεάρεστα έργα. Καθώς λοιπόν τον απασχολούσε αυτός ο λογισμός, παρακάλεσε τον Θεό να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του και να του αποκαλυφθεί ποιος είναι ο αδελφός που έχει τα πρωτεία στην αρετή.

Τη νύχτα που προσευχόταν μόνος, έπεσε σε έκσταση και βρέθηκε σε κάποιον τόπο, ο οποίος προξενούσε απερίγραπτη τέρψη και ευχαρίστηση· σε αυτόν ήταν διάχυτη μια θαυμαστή ευωδία και τον στόλιζαν παντού κάθε λογής δέντρα. Οι καρποί σε αυτά δεν έμοιαζαν με κανέναν από τους γήινους αλλά ήταν πολύ ανώτεροι από αυτούς ως προς την ομορφιά και το μέγεθος και ξεπερνούσαν κάθε ανθρώπινη περιγραφή. Κάτω από τα δέντρα κυλούσε κρυστάλλινο νερό, και γενικά ήταν εξαίσια και η θέα του τόπου και η ομορφιά.

Ο ηγούμενος, βλέποντάς τα αυτά, ευχαριστούσε τον Θεό, τον αίτιο των καλών, και μακάριζε τον εαυτό του που κρίθηκε άξιος τέτοιας τιμής. Στη συνέχεια ορέχτηκε τους θαυμάσιους εκείνους καρπούς και έτρεξε να πάρει μερικούς· δεν μπόρεσε όμως, γιατί τα κλαδιά με τους καρπούς σηκώνονταν ψηλά. Επιχείρησε πολλές φορές, αλλά πάντοτε έμενε κάτω από τα δέντρα με χέρια αδειανά.

Είδε τότε τον νέο εκείνο αδελφό, του οποίου το όνομα σημαίνει τη χαρά –τον Ευφρόσυνο– μέσα σε αυτόν τον υπέροχο κήπο, να βαδίζει μπροστά από αυτόν και να απολαμβάνει άφθονα όλα όσα ήταν εκεί, καθώς τα κλαδιά έγερναν μπροστά του και του πρόσφεραν από τους καρπούς τους να πάρει αμέσως ό,τι ήθελε.

Ο ηγούμενος, κατάπληκτος από το παράδοξο θαύμα, του είπε: «Παιδί μου Ευφρόσυνε, ποιος σε έφερε και σου επέτρεψε να μένεις εδώ;» Εκείνος χαμογελαστός του απάντησε: «Πάτερ, τα αγαθά αυτά που βλέπεις, ο Θεός, ο μόνος φιλάνθρωπος, μου τα εμπιστεύτηκε, να τα έχω και να τα απολαμβάνω». «Και μπορείς τώρα να μου δώσεις κάτι από αυτά;» ρώτησε ο ηγούμενος. «Πάρε, πάτερ, όσα θέλεις», απάντησε εκείνος. «Όχι, παιδί μου», είπε ο ηγούμενος. «Πολλές φορές θέλησα να πάρω και δεν μπόρεσα».

Ο Ευφρόσυνος πήγε τότε με θάρρος σε ένα από τα δέντρα εκεί, πήρε από τους καρπούς του, που ήταν μήλα εξαίσια και στην όψη και στην ευωδία, και έδωσε τρία στον γέροντα. Αυτός τα πήρε με πολλή χαρά και αμέσως ήρθε στον εαυτό του από την οπτασία και βρήκε στ’ αλήθεια τα τρία μήλα στα χέρια του. Ανατρίχιασε τότε ολόκληρος και άρχισε να τρέμει και αμέσως πρόσταξε να χτυπήσουν το ξυλοσήμαντρο. Στη συνέχεια τέλεσε μαζί με τους αδελφούς την ακολουθία του Όρθρου και αποσύρθηκε, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε από όσα είδε.

Όταν ήρθε η ώρα της θείας Λειτουργίας και οι αδελφοί μαζεύτηκαν στην εκκλησία, ο ηγούμενος λειτούργησε ο ίδιος, και αφού τελείωσαν τη θεία Λειτουργία, μετά την απόλυση στάθηκε μπροστά στο άγιο βήμα, φορώντας ακόμη την ιερατική στολή, και πρόσταξε να φέρουν τον αδελφό Ευφρόσυνο. Μερικοί αδελφοί έτρεξαν στο μαγειρείο, τον πήραν γρήγορα και τον έφεραν μπροστά στον ηγούμενο, κατάμαυρο από την κάπνα του μαγειρείου και γεμάτο βρωμιά στα ρούχα και στο πρόσωπο.

Τον ρώτησε λοιπόν ο ηγούμενος: «Πού ήσουν, παιδί μου, αυτή τη νύχτα;» Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα στη γη και δεν αποκρίθηκε το παραμικρό. Καθώς όμως ο ηγούμενος επανέλαβε πολλές φορές την ερώτηση και τον πίεζε να απαντήσει, ο νέος, με πολλά δάκρυα και φωνή σιγανή και ντροπαλή τού αποκρίθηκε: «Δεν ξέρεις, πάτερ, πού ήμασταν και οι δύο;»

Ο γέροντας τότε, κυριευμένος από φρίκη, έβγαλε αμέσως τα τρία μήλα και του είπε: «Τα γνωρίζεις αυτά;» «Ναι, πάτερ», απάντησε εκείνος, «ξέρεις ότι εγώ σου τα έδωσα, όπως με πρόσταξες». Τότε ο ηγούμενος τού είπε μπροστά σε όλους: «Είσαι μακάριος, παιδί μου Ευφρόσυνε, που αξιώθηκες να λάβεις τέτοια αγαθά. Γι’ αυτό σε παρακαλώ να γίνεις προστάτης και της δικής μου άθλιας ψυχής». Και στη συνέχεια διηγήθηκε στους αδελφούς αυτά που είδε στην οπτασία.

Όταν τελείωσε τη διήγηση, έπεσε στα πόδια του Ευφροσύνου, ο οποίος στενοχωριόταν πολύ γι’ αυτό που γινόταν και, σαν να πάθαινε το μεγαλύτερο κακό, έκλαιγε γοερά για τη μεγάλη αυτή τιμή και θρηνούσε με λυγμούς.

Μετά από αυτό ο ηγούμενος τον πήρε από το χέρι, τον έβαλε μέσα στο άγιο βήμα και, αφού έκοψε τα τρία εκείνα μήλα μέσα σε ιερό σκεύος, έδωσε από αυτά σε όλους τους αδελφούς. Ο νέος όμως, μη αντέχοντας να τον τιμούν όλοι και να τον εγκωμιάζουν, έφυγε κρυφά από τη μονή και έγινε άφαντος, γιατί γνώριζε ότι οι ανθρώπινοι έπαινοι είναι στην πραγματικότητα κατηγορίες και η μεγαλύτερη ζημιά της ψυχής, και γι’ αυτό προτίμησε, με τρόπο αληθινά συνετό και σωτήριο, να φύγει μακριά από αυτούς.  

 

ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση Α’. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις