Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΜΩΥΣΗΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ


ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΜΩΥΣΗΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ 
Ο προφήτης Μωυσής καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Γιος του Αμράμ και της Ιωχαβέδ, γεννήθηκε στην Αίγυπτο κατά τους χρόνους της σκληρής καταδυνάστευσης των ομογενών του από τον Φαραώ. Φοβούμενος ο Αιγύπτιος μονάρχης την αύξηση και ευημερία των Εβραίων, που ζούσαν εκεί από την εποχή του πάγκαλου Ιωσήφ, έκανε σκόπιμα σκληρότατες τις συνθήκες εργασίας τους και διέταξε να θανατώνονται όλα τα νεογέννητα άρρενα τέκνα τους. Η μητέρα του Μωυσέως, για να τον σώσει, τον έβαλε μέσα σε ένα κάνιστρο αλειμμένο με πίσσα, το οποίο απέθεσε η αδελφή του Μαριάμ στην ακροποταμιά του Νείλου, εγκαταλείποντάς τον στη θεία Πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η θυγατέρα του Φαραώ, η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα «Μωυσής», που σημαίνει «σωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος γιος της πριγκίπισσας και απέκτησε όλη τη σοφία και τη γνώση των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του. 
Σε ηλικία σαράντα ετών ο Μωυσής φόνευσε έναν Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτου, και για να διασωθεί από την καταδίωξη ξενιτεύτηκε στη γη Μαδιάμ. Εκεί, έλαβε ως σύζυγο τη Σεπφώρα, θυγατέρα του ειδωλολάτρου ιερέως της Μαδιάμ, Ιοθόρ. Μαζί της απέκτησε δύο γιους· τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνια εξορία του μακριά από τον λαό του, ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν εσωτερικά στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως, καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και τη συνεχή αδολεσχία του Θεού. 
Μία ημέρα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτείας στη Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός εξερχομένου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την παράδοξη θεοφάνεια αυτή, η οποία απεικόνιζε και υποτύπωνε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού της Κυρίας Θεοτόκου και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος Χριστού, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθερώσει τον λαό Του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρει στη γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν ισχνός και βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει πλήρως τούτο το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών. Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον Θεό τους στην έρημο. Κατά θεία παραχώρηση, η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε με τίποτε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, που είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του. 
Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσέως κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές: μετέβαλε σε αίμα όλα τα νερά της Αιγύπτου· βάτραχοι κατέκλυσαν τη χώρα και εισήλθαν ως τα υπνοδωμάτια του Φαραώ· μετέτρεψε σε σκνίπες το χώμα της γης· εξαπέστειλε σκυλόμυγες σε όλη την Αίγυπτο· έπεσε θανατικό στα ζώα των Αιγυπτίων· προκάλεσε πληγές και πυώδη εξανθήματα στους ανθρώπους και στα ζώα· έριξε πυκνό και μεγάλο χαλάζι ανάμικτο με φλόγες αστραπών· απειροπληθή σμήνη ακρίδων επέπεσαν σε όλη τη χώρα και κατέφαγαν κάθε καρπό και κάθε βλάστηση που είχε απομείνει από το χαλάζι· βαθύ και πυκνό σκοτάδι κάλυψε την Αίγυπτο επί τρεις ημέρες· τέλος, πέθαναν κατά το μεσονύκτιο όλα τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, από τον πρωτότοκο γιο του Φαραώ ως τα πρωτότοκα των δούλων του καθώς και τα πρωτότοκα των ζώων τους. 
Ταπεινωμένος από τη δύναμη του Θεού του Ισραήλ ο Φαραώ, εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο Θεός τούς οδηγούσε την μεν ημέρα με στύλο νεφέλης, τη δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρησή τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξή τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς Θαλάσσης. Ο Μωυσής, κατ’ εντολήν του Θεού, κτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες «διέβησαν διὰ ξηρᾶς ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στη στεριά, ο δούλος του Θεού Μωυσής, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην αρχική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν μανιωδώς. 
Αμέσως μετά τη θαυμαστή σωτηρία τους, ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήρια προς τον Θεό ωδή, «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν» (Εξ. 15, 1-2), που έψαλε με αγαλλίαση όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένους σε δύο χορούς: έναν των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή, και έναν των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ. 
Στην έρημο από την Ερυθρά Θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τούς έδειχνε την παρουσία Του και τη στοργική Του προστασία μέσω του δούλου Του Μωυσέως. Στη Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακουφίσει τη δίψα τους. Στην έρημο Σιν, χάρη στην προσευχή του Μωυσέως, έστειλε από τον ουρανό το ευεργετικό μάννα, που ποίκιλλε στη γεύση ανάλογα με την επιθυμία και την έφεση του καθενός. Τέλος, στη βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξαιτίας της δίψας του να λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός τού έδωσε εντολή να κτυπήσει και πάλι με το ραβδί του έναν βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί, τους επιτέθηκαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή [1 Σεπ.]. 
Στην αρχή του τρίτου μήνα από την έξοδό τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανεβεί μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί, του αποκαλύφθηκε υπό μορφήν πυρός, μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως μιλάει κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός τού απαντούσε με βροντές. Κατά τη φοβερή αυτή αποκάλυψη της δόξας Του, ο Κύριος τού παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ημέρες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό,τι ήταν αναγκαίο για να αποκτήσει ο λαός τη θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό, έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επίγειου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος. 
Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκαλόγου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού, πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός, αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου και αγνώμονος λαού, θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με τη θερμή του ικεσία: «Συγχώρεσέ τους, Κύριε, αν είναι να φανείς προς αυτούς ίλεως και να συγχωρέσεις την αμαρτία τους. Ει δ’ άλλως, μαζί μ’ αυτούς σβήσε κι εμένα από το βιβλίο της ζωής, στο οποίο μ’ έχεις γραμμένο» (Έξ. 32, 32). 
Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτή τη φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές με την υπαγόρευση του Θεού. Εισερχόμενος στη νεφέλη, έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξας. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φως, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φως, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπό του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του Θεού, δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν· και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπό του με κάλυμμα, που το αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στη σκηνή του μαρτυρίου για να μιλήσει με τον Θεό και να ακροασθεί τον λόγο του θελήματός Του. 
Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δεύτερου έτους, ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στη Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο Θεός ήταν έτοιμος για μια ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με τη θερμή του προσευχή άλλαξε τη θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριακονταετή περιπλάνηση, αφ’ ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ’ ετέρου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μη εισέλθουν στη γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυστές ηλικίας είκοσι ετών και άνω. 
Κατά τη μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από τη γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού. 
Στην αρχή του τεσσαρακοστού από την έξοδό τους έτους, έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του θεόσταλτου ηγέτη τους. Ο Θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός κυριευμένος από αθυμία για τη νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμή και τους είπε: «Για ακούστε, εσείς οι ανυπάκουοι και οι ανυπότακτοι· μήπως είναι ποτέ δυνατόν να βγάλουμε για σας νερό από τούτο το βράχο;» (Αριθμ. 20, 10). Τελικά, το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν το κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξαιτίας της «αντιλογίας» του αυτής επιτιμήθηκε από τον Θεό να μην αξιωθεί να εισέλθει στη γη της Επαγγελίας. 
Ύστερα από πολλούς αγώνες που διεξήγαγε με τη βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε τη χώρα ανατολικά του Ιορδάνου, απέναντι από τη Χαναάν. 
Εκεί, στις ηλιόκαυστες στέππες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του Θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχό του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον Θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ῥήματα ἐκ στόματός μου…» (Δευτ. 32, 1-43), και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών, στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ, όπου είχε ανεβεί για να του δείξει παρηγορητικά ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ωστόσο ποτέ να μάθει κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του. 
«Μέγας Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμος 1ος (Σεπτέμβριος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις