Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Μνήμη του οσίου πατρός ημών ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ηγουμένου του Στουδίου, του Ομολογητού.

 


ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ 

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ

Ο όσιος πατήρ ημών Θεόδωρος γεννήθηκε το 759 στους κύκλους της υψηλής αριστοκρατίας της Κωνσταντινουπόλεως. Τους ταραγμένους εκείνους καιρούς, όπου ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος δίωκε τους υπερασπιστές της τιμής των αγίων εικόνων, ο πατέρας του Φωτεινός, αυτοκρατορικός θησαυροφύλακας και υπουργός οικονομικών, και η μητέρα του Θεοκτίστη, κατόρθωσαν να του μεταδώσουν τη στερεότητά τους στην Ορθόδοξη Πίστη και την αγάπη τους για την αρετή. Έλαβε την πληρέστερη δυνατή μόρφωση στις ιερές και θύραθεν επιστήμες, απέκτησε όμως, κυρίως από τη μητέρα του, μεγάλο ζήλο για την άσκηση και την προσευχή, καθώς και μια βαθειά αγάπη για τη μοναχική ζωή. Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ε΄, μετά τη σύντομη βασιλεία του Λέοντος Δ΄ (775-780), η αυτοκράτειρα Ειρήνη ανέλαβε την αντιβασιλεία και αποκατέστησε με σύνεση, έχοντας σε αυτό και τη βοήθεια του πατριάρχη αγίου Ταρασίου [25 Φεβρ.], την τιμή των αγίων εικόνων, και ανακάλεσε από την εξορία όλους τους επιζώντες ομολογητές. Έτσι το 780, ο εκ μητρός θείος του Θεοδώρου, Πλάτων [4 Απρ.], μπόρεσε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, αφού παρέμεινε για δέκα χρόνια ηγούμενος της Μονής των Συμβόλων, στη Βιθυνία. Ενέπνευσε στην οικογένειά του τόσο μεγάλο πόθο για τη μοναχική πολιτεία, που έπεισε τον Θεόδωρο, τους γονείς του, τους αδελφούς και τις αδελφές του, καθώς και μερικούς από τους φίλους τους, να ασπασθούν τον αγγελικό βίο. Ο Φωτεινός πούλησε όλα του τα υπάρχοντα· και τα χρήματα που έλαβε, τα μοίρασε στους φτωχούς· άφησε μόνον ένα οικογενειακό αγρόκτημα που είχε στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, το λεγόμενο «Σακκουδίων», το οποίο λόγω της τοποθεσίας του και των ευνοϊκών συνθηκών που υπήρχαν, θα μπορούσε να μετατραπεί σε μοναστήρι, αφού την εποχή εκείνη οι περισσότερες μονές ήταν εγκαταλελειμμένες εξαιτίας των εικονομαχικών διώξεων.

Υπό τη σοφή καθοδήγηση του Πλάτωνος, μεταμόρφωσαν τον τόπο σε κοινοβιακό μοναστήρι, όπου ο Θεόδωρος έκαμε σύντομα πνευματικές προόδους. Επέδειξε φλογερό ζήλο στην εκκοπή της παραμικρής κινήσεως του ιδίου θελήματος στον καθηγούμενό του. Παρά τη λεπτή του κράση και την εκλεπτυσμένη παιδεία του, αναλάμβανε τα πιο επίμοχθα έργα, έτσι ώστε να ανακουφίζει τους άλλους αδελφούς: κουβαλούσε νερό και ξύλα, έσκαβε τον κήπο και σηκωνόταν ακόμη και τη νύκτα κρυφά να μεταφέρει στους ώμους την κοπριά, για να μη γίνει αντιληπτός και δεχθεί επαίνους. Διαλογιζόμενος αδιαλείπτως το παράδειγμα της απείρου συγκαταβάσεως του Χριστού υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων, ο Θεόδωρος δεν ζούσε πια για τον εαυτό του, αλλά για τον Θεό και τους αδελφούς του και έφθασε έτσι συντόμως στην κορυφή της αγίας ταπεινώσεως. Συνάπτοντας τη μνήμη του Θεού στη σκέψη του θανάτου, έλαβε το χάρισμα των δακρύων σε τέτοια αφθονία, που δεν πέρασε μέρα έως την τελευτή του, δίχως να χύσει γλυκά δάκρυα κατανύξεως στην προσευχή του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και στην υπακοή του, ο άγιος Πλάτων τού ανέθεσε την ευθύνη της αναγέρσεως του καθολικού, το οποίο περατώθηκε σύντομα και προκαλούσε τον θαυμασμό των επισκεπτών. Ο Θεόδωρος ήταν πάντοτε πρώτος εκεί για τις ακολουθίες, τις οποίες παρακολουθούσε με εγρήγορση και κατάνυξη και έφευγε τελευταίος. Αγαπούσε επίσης να αποσύρεται μόνος εκεί τη νύκτα, για ώρες πολλές, για να συνομιλεί με οικειότερο τρόπο με τον Θεό. Έδειχνε μεγάλη προσήλωση στην άσκηση και τη νηστεία, δίχως ωστόσο να ξεπερνά τα όρια των φυσικών του δυνάμεων. Δεν έτρωγε ποτέ μέχρι χορτασμού, για να μη βαρύνει και σκοτίζει τη διάνοιά του, αλλά έτρωγε λίγο απ’ ό,τι του πρόσφεραν, και έτσι ήταν καλά προετοιμασμένος για την προσευχή, δίχως να γίνεται αντιληπτό στους άλλους συμμοναστές ότι νηστεύει.

Το 787 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ταράσιο, και έκτοτε επιδόθηκε σε πιο αυστηρή άσκηση: κοιμόταν μόνο μία ώρα τη νύκτα και αφιέρωνε όλο το υπόλοιπο της μακράς αγρυπνίας του στην προσευχή και τη μελέτη των αγίων Πατέρων, των οποίων ήταν ένθερμος μαθητής. Ο Μέγας Βασίλειος, ο όσιος Δωρόθεος της Γάζης, ο όσιος Νείλος ο Σιναΐτης, ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος, ήταν η αγαπημένη του συντροφιά. Εμβαθύνοντας στη διδασκαλία τους για την αποταγή του κόσμου και τη μοναχική ακτημοσύνη, διόρθωσε ορισμένες παρεκτροπές που είχαν εισαχθεί στο όρος Όλυμπος: ορισμένοι μοναχοί διατηρούσαν προσωπικά αγαθά, είχαν υπηρέτες, ασκούσαν την κτηνοτροφία. Η αυθεντία και το αισθητήριο που διέθετε ο Θεόδωρος επί των αρχών του μοναχισμού οδήγησαν τον άγιο Πλάτωνα να του προτείνει να πάρει τη θέση του στην ηγουμενία της Μονής του Σακκουδίωνος, που αριθμούσε τότε περί τους εκατό μοναχούς, μεταξύ των οποίων διέλαμψαν ο άγιος Ιωσήφ, αδελφός του Θεοδώρου και μέλλων αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης [14 Ιουλ.], ο άγιος Ναυκράτιος [18 Απρ.], οι Ευθύμιος και Τιμόθεος (δύο μέλλοντες μάρτυρες των εικονομάχων), αλλά ο Θεόδωρος αρνήθηκε από ταπεινοφροσύνη. Λίγα χρόνια αργότερα όμως, αναγκάσθηκε να δεχθεί το αξίωμα, επειδή ασθένησε σοβαρά ο Πλάτων.

Στις αρχές του 795, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΣΤ΄ (780-797) απέπεμψε τη σύζυγό του, Μαρία την Αρμενία, για να ενωθεί με μία ανιψιά του Θεοδώρου, τη Θεοδότη. Ο πατριάρχης Ταράσιος αρνήθηκε να ευλογήσει την ένωση αυτή, αλλά ο αυτοκράτορας ανέθεσε παραταύτα την τέλεση του γάμου σε έναν καιροσκόπο ιερέα, τον Ιωσήφ, οικονόμο της Μεγάλης του Θεού Εκκλησίας. Οι άγιοι Πλάτων και Θεόδωρος αντιτάχθηκαν τότε, αγανακτισμένοι, στην αξίωση του ηγεμόνα να αγνοεί τους νόμους της Εκκλησίας και να θέτει τον εαυτό του υπεράνω των πιστών. Ήταν οι μόνοι που εξεγέρθηκαν εναντίον αυτής της κατάχρησης εξουσίας και για περισσότερο από ένα χρόνο αντιστάθηκαν σε κάθε προσπάθεια συνδιαλλαγής εκ μέρους του αυτοκράτορα και της αυλής του. Τελικά, ο Πλάτων συνελήφθη και φυλακίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Θεόδωρος και μερικοί από τους μοναχούς του εξορίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου υπέστησαν πολλές δοκιμασίες.

Όταν στα 797 ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ παραμερίσθηκε από την εξουσία προς όφελος της μητέρας του Ειρήνης (792-802), ο Πλάτων, ο Θεόδωρος, και οι σύντροφοί του (οι επονομαζόμενοι «Ζηλωτές»), απελευθερώθηκαν και μπόρεσαν να επιστρέψουν στη Μονή του Σακκουδίωνος προς μεγάλη χαρά των μαθητών τους, έχοντας κερδίσει τον σεβασμό του πατριάρχη, του πάπα της Ρώμης και των αρχόντων της αυλής, καθώς και τον θαυμασμό του λαού που έβλεπε και αισθανόταν στο πρόσωπό τους την πιο απτή ενσάρκωση της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας και της στερεότητας της παραδόσεως έναντι της κοσμικής εξουσίας. Η νέα τους εγκατάσταση, ωστόσο, δεν διήρκησε πολύ. Οι συχνές επιδρομές των Αράβων τούς ανάγκασαν εν τέλει να εγκαταλείψουν το όρος Όλυμπος για να βρουν καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους προσέφεραν τη Μονή του Στουδίου, από το όνομα του υπάτου Στουδίου που την ίδρυσε το 463. Η μεταφορά αυτή της μοναχικής αδελφότητος που έμελλε σύντομα να αριθμεί ίσως και εκατοντάδες μοναχούς συνολικά, μοναστηριακούς ή μετοχικούς, έδωσε την ευκαιρία στον Θεόδωρο να εφαρμόσει προς το αυστηρότερο, σε σχέση με τη Μονή του Σακκουδίωνος, την κοινοβιακή τάξη, την οποία ορίζει ο Μέγας Βασίλειος. Στη Μονή του Στουδίου η ζωή ήταν μια τέλεια εικόνα της πρώτης αποστολικής κοινότητας: «Όλοι τους είχαν μια καρδιά και μια ψυχή και κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά» (Πράξ. 4, 32). Οι μοναχοί δεν είχαν ιδιαίτερα κελλιά, αλλά έμεναν σε μεγάλους κοιτώνες και φορούσαν ένα ρούχο που το άλλαζαν τακτικά. Τα πάντα γίνονταν με τάξη και αρμονία υπό την καθοδήγηση του Θεοδώρου, ο οποίος ήταν η κεφαλή ενός πολυμελούς σώματος. Όπως ο Μωυσής θέσπισε τους Κριτές για τον λαό του Ισραήλ (Έξ. 18), συγκρότησε κι αυτός μια ολόκληρη ιεραρχία υπευθύνων τόσο για την πνευματική ζωή όσο και για την υλική οργάνωση της αδελφότητας, έτσι που να παραμένει ο ίδιος πατήρ όλων και καθενός ξεχωριστά για τις σημαντικές αποφάσεις της ζωής του.

Ρύθμισε την τάξη των ιερών ακολουθιών με τρόπο ώστε οι μοναχοί να βρίσκονται στην εκκλησία όπως οι άγγελοι στον ουρανό που ψάλλουν ασιγήτως τη δόξα του Θεού με ομόνοια και αρμονία. Κατά τη διάρκεια των ακολουθιών δεν έπαυε να εξομολογεί και να δέχεται την εξαγόρευση των λογισμών των πνευματικών του τέκνων. Τρεις φορές την εβδομάδα, κατά τον Όρθρο, έκανε μια σύντομη κατήχηση κατά την οποία υπενθύμιζε το μεγαλείο της παρθενίας, την ανάγκη της αποταγής του κόσμου και του ιδίου θελήματος, τη χρεία του διαρκούς αγώνα κατά των παθών μας, ώστε ο Χριστός να κατοικεί και να αυξάνεται εντός μας. Οι «Κατηχήσεις» αυτές, οι οποίες κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα, διαβάζονται στα μοναστήρια τρεις φορές την εβδομάδα για την πνευματική ωφέλεια των μοναχών. Επιστατούσε ευκαίρως-ακαίρως, έλεγχε, επιτιμούσε, παρακαλούσε με όλη του τη μακροθυμία και τη διδαχή κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλο (Β΄ Τιμ. 4, 2), μην έχοντας άλλη έγνοια παρά τη σωτηρία των αδελφών του. Συνέθεσε ο ίδιος πολυάριθμους κατανυκτικούς λειτουργικούς ύμνους, μεταξύ των οποίων οι σωζόμενοι στο «Τριώδιον» της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που χρησιμοποιούνται μέχρι τις μέρες μας. Το μοναστήρι ήταν σαν μία μεγάλη και θαυμαστή κυψέλη: ο καθείς είχε εκεί ένα διακόνημα κατά τις δυνάμεις και τις εφέσεις του, για να εξασφαλίζει προσωπικά την καλή πρόοδο της κοινοβιακής αδελφότητας και την πνευματική ακτινοβολία της μέσα στην Εκκλησία. Έβρισκε επίσης εκεί κανείς αγιογράφους, αντιγραφείς και εικονογράφους χειρογράφων και κάθε είδους εργαστήρια που κατέστησαν τη Μονή του Στουδίου το βασικό θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο της εποχής. Ας σημειωθεί δε, ότι ο τρόπος ζωής της Μονής του Στουδίου έγινε το καθοριστικό πρότυπο ενός μεγάλου αριθμού βυζαντινών μοναστηριών, ιδιαίτερα της Μεγάλης Λαύρας του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου [5 Ιουλ.], καθώς και ρωσικών μονών, ήδη από τον 11ο αιώνα.

Όταν εκοιμήθη ο άγιος Ταράσιος, το 806, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ (802-811) προκάλεσε την αντίθεση του Θεοδώρου και των Στουδιτών ανεβάζοντας έναν λαϊκό, τον άγιο Νικηφόρο [2 Ιουν.], στον πατριαρχικό θρόνο και κυρίως αποκαθιστώντας τον καιροσκόπο Ιωσήφ (βλ. παραπάνω) στις τάξεις του ιερατείου. Ο Πλάτων, ο Ιωσήφ (αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τότε) και ο Θεόδωρος εξορίσθηκαν, ο καθένας σε ξεχωριστό νησί των Πριγκηποννήσων. Οι προσπάθειες που έκανε ο αυτοκράτορας να υποτάξει τους άλλους μοναχούς έμειναν άκαρπες και έτσι τους διασκόρπισε σε όλες τις γωνιές της αυτοκρατορίας. Από τη φυλακή ο Θεόδωρος ενθάρρυνε τους μαθητές του με την άφθονη αλληλογραφία του. Δύο χρόνια αργότερα, με τον θάνατο του Νικηφόρου Α΄ (811), οι εξόριστοι μπόρεσαν να επιστρέψουν στη μονή τους και να απολαύσουν μια σύντομη ειρήνη. Το 815 όμως, ο αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος ξανάρχισε τη δίωξη των υπερασπιστών της τιμής των αγίων εικόνων. Ο Θεόδωρος εξεγέρθηκε ξανά κατά των αυτοκρατορικών παρεμβάσεων στα εκκλησιαστικά ζητήματα και έλαβε θαρραλέα τον λόγο για να υποστηρίξει την Ορθόδοξη Πίστη. Με τις κατηχήσεις, τις επιστολές και τις δογματικές πραγματείες του, έδειξε ότι ο Χριστός και οι άγιοί Του είναι πραγματικά παρόντες στην εικόνα, εξαιτίας της σχέσεώς της με το πρωτότυπο, και ότι η τιμή που της αποδίδουν οι πιστοί, είναι μια αυθεντική ομολογία του μυστηρίου της θείας Ενσαρκώσεως. Την Κυριακή των Βαΐων του 815, ο Θεόδωρος οργάνωσε στους δρόμους της Βασιλεύουσας μια μεγάλη λιτανεία από χίλιους μοναχούς που έφεραν εικόνες και έψαλλαν με μια φωνή ύμνους προς τιμήν τους. Η σθεναρή του στάση τον οδήγησε άλλη μια φορά στην εξορία και στη φυλάκισή του στη Μετώπη, πλησίον της λίμνης Απολλωνιάδος, στη Βιθυνία. Από εκεί, ωστόσο, κατόρθωνε να στέλνει ένα μεγάλο αριθμό επιστολών στους ορθοδόξους και στους διασκορπισμένους μοναχούς του για να τους μεταδίδει συμβουλές καρτερίας και ελπίδας στον Θεό. Έγινε προσπάθεια να τον απομακρύνουν περισσότερο, στέλνοντάς τον στη Βόνητα, στο μακρινό Θέμα των Ανατολικών (816), όπου τον έκλεισαν στην κορυφή ενός πύργου, σε έναν θάλαμο που απομόνωσαν γκρεμίζοντας τη σκάλα που οδηγούσε σε αυτόν. Υποφέροντας από την υγρασία και το κρύο, ο άγιος τρεφόταν μόνον με ένα κομμάτι ψωμί κάθε δύο μέρες, χωρίς να χάσει ή να ελαττώσει ποτέ τον ζήλο του. Ήταν έτοιμος, έλεγε, να χρησιμοποιήσει και το πετσί του ακόμη σαν περγαμηνή και το αίμα του για μελάνι, προκειμένου να συνεχίσει την αγωνιστική και φωτιστική αλληλογραφία του (βλ. Επ. ΙΙ, 66, PG 99, 1289). Και όντως, χάρη στην ευμηχανία των μαθητών του, κατόρθωνε να στέλνει αφυπνιστικές επιστολές κατά εκατοντάδες για τη στήριξη της Ορθοδοξίας προς κάθε κατεύθυνση, μέχρι και την Ιερουσαλήμ, τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια. Ένας μεγάλος αριθμός μαθητών του τότε βασανίστηκαν και μαρτύρησαν. Ακόμη και τον ίδιο μαστίγωσαν και τον άφησαν ημιθανή, να κολυμπά μέσα στο ίδιο το αίμα του. Τον μετέφεραν τότε στη Σμύρνη, σε μια φυλακή αποκομμένη από κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Από εκεί μπόρεσε να βγει το 820, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα. Ο διάδοχός του Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820-829) είχε ανοίξει τις φυλακές, αλλά δεν είχε επιτρέψει την επίσημη αναστήλωση των αγίων και σεπτών εικόνων. Έτσι ο Θεόδωρος δεν είχε την άδεια να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου, άλλωστε, η μονή του είχε καταληφθεί από άλλους μοναχούς. Εγκαταστάθηκε έτσι, προσωρινά, με μερικούς μαθητές του στη Μονή Κρήσκεντος, στον κόλπο της Νικομήδειας, και χρειάσθηκε να μείνει και σε μερικά άλλα μέρη, για να ενισχύσει το στρατόπεδο των ορθοδόξων. Μετά από τα ταξίδια του αυτά όμως, εξαντλημένος αφάνταστα από τις στερήσεις, τις κακουχίες της εξουσίας και τους μόχθους της ασκήσεως, ασθένησε από βαριά ασθένεια στο στομάχι. Επέστρεψε στη Μονή Κρήσκεντος έχοντας μείνει κυριολεκτικά σκελετός, δεν έπαυσε όμως να προΐσταται της ζωής της εκεί αδελφότητας, να διδάσκει και να τελεί τα ιερά Μυστήρια. Τέλος, αναπαύθηκε από τους περισσούς αγώνες του στις 11 Νοεμβρίου του 826, αφού μετάλαβε για τελευταία φορά και έδωσε εντολή στους μοναχούς του να αρχίσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία και να ψάλλουν τον «Άμωμο» Ψαλμό. Όταν αυτοί έφθασαν στον στίχο: «Εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἔζησάς με»«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα προστάγματά Σου, διότι μ’ αυτά Εσύ με παρηγορούσες και με ενίσχυες και μ’ αυτά με διατήρησες στη ζωή» (Ψαλμ. 118, 93), ο άγιος Θεόδωρος παρέδωσε τη οσία ψυχή του στον Θεό. Ήταν 67 ετών. Κατ’ άλλους λέγεται ότι εκοιμήθη στην Πρίγκιπο ή στο ακρωτήριο Ακρίτας. Η δε μνήμη της ανακομιδής των ιερών του λειψάνων εορτάζεται την 26η Ιανουαρίου.
ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ 
ΙΝΔΙΚΤΟΣ 
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις