Ὁ Κανὼν τοῦ κυρίου Κοσμᾶ,
φέρων Ἀκροστιχίδα τήν δε·
Χριστὸς βροτωθείς, ἦν ὅπερ Θεὸς μένῃ.
Ωδή α΄
Ήχος α΄ Ο ΕιρμόςΧριστός γεννάται δοξάσατε. Χριστός έξ Ουρανών απαντήσατε. Χριστός επί γής· ύψώθητε. Ασατε τω Κυρίω πάσα η γη, και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται.Από ποίον άλλον πρέπει να ζητούν άρτους οι χρείαν έχοντες τούτων, πάρεξ από τον αρτοπωλητήν; η από ποίον πρέπει να λαμβάνουν οίνον οι εστερημένοι τούτου, πάρεξ από τον οινοπώλην; αλλά και οι χρείαν έχοντες νομίσματος χρυσού και αργυρού, από ποιον άλλον πρέπει να ζητούν τούτο, ει μη από τιν αργυραμοιβόν; (σαράφην) Ούτω παρομοίως και οι θέλοντες να πανηγυρίζουν και να εγκωμιάζουν τας του Χριστού εορτάς, από ποίον άλλον πρέπει να ζητούν λόγους πανηγυρικούς και εγκώμια, πάρεξ από τον τούτων πανηγυριστήν και εγκωμιαστήν, τον μέγαν λέγω εν Θεολογία Γρηγόριον;
Διότι ούτος ο κατ' εξοχήν λεγόμενος Τριαδικός Θεολόγος, όχι μόνον εστόλισε τας Δεσποτικάς εορτάς με τους ιδικούς του λόγους και τα εγκώμια, αλλ' έδωκεν άδειαν και εις τους μεταγενεστέρους να κλέπτουν τα ιδικά του λόγια και ποιήματα με μίαν κλεψίαν επαινετήν και ακατηγόρητον την οποίαν όποιος εργάζεται, όχι μόνον δεν εντρέπεται, ως οι κλέπται των άλλων πραγμάτων, άλλ' εξεναντίας με την κλεψίαν αυτήν καλλωπίζεται. Τι λέγω; ο Γρηγόριος ούτος νους της Θεολογίας δεν έδωκε μόνον άδειαν εις τους μεταγενεστέρους να κλέπτουν τους ιδικούς του λόγους, αλλά και ακόμη τους προσκαλεί μέ φιλαδελφίαν ανεκδιήγητον εις το να φάγουν ακόρεστα τον νοητόν άρτον της σοφίας του, τον στηρίζοντα την ψυχήν, και να πιουν τον γνωστικόν αυτού οίνον, τον ευφραίνοντα την καρδίαν, φωνάζων με υψηλήν φωνήν τώρα μεν εκείνα τα της Σοφίας «Έλθετε φάγετε τον εμόν άρτον, και πίετε οίνον, ον κεκέρακα υμιν» (Παρ. θ' 5)· τώρα δε εκείνα τα της Ασματιζούσης νύμφης «Φάγετε πλήσιοι, και πίετε και μεθύσθητε αδελφοί» (Ασμ. ε' 1) και άλλοτε εκείνα τα του Ήσαίου «Οι διψώντες πορεύεσθε εφ ΰδωρ, και όσοι μη έχετε αργύριον βαδίσαντες αγοράσατε και φάγετε άνευ αργυρίου και τιμής οίνον και στέαρ» (Ήσ. νε' 1).
Διά τούτο και ο θεσπέσιος Κοσμάς, ο των Ιερών εορτών Ασματογράφος και Μουσηγέτης, μέλλων να πανηγυρίση τα σωτήρια Γενέθλια του Κυρίου, αυτολεξεί εδανείσθη όλον τον παρόντα Ειρμόν από τον ρηθέντα μέγαν πανηγυριστήν και εγκωμιαστήν των εορτών Θεολόγον. Ούτω γάρ εκείνος προοιμοιάζει εν τω εις την Χριστού Γέννησιν έγκωμίω αυτού «Χριστός γεννάται, δοξάσατε Χριστός έξ Ουρανών, απαντήσατε Χριστός επί γης, υψώθητε· άσατε τω Κυρίω πασα η γη». Πρέπει δε να ηξεύρωμεν, ότι κατά τον Δαμασκηνόν Ιωάννην και τον σχολιαστήν του Θεολόγου Νικήταν και τον Πτωχόν Πρόδρομον τον έξηγητήν των Κανόνων, το όνομα Χριστός δηλοί κυρίως το συναμφότερον: ήτοι τον Θεόν ομου και άνθρωπον[1] καταχρηστικώς δε, ποτέ μεν αυτό δηλοί την Θεότητα μόνον του Χριστού, ποτέ δε την ανθρωπότητα αυτού διά γάρ την άκραν και καθ' υπόστασιν των δύο φύσεων ένωσιν, με εν και το αυτό όνομα: ήτοι το, Χριστός, και αι δύο ονομάζονται φύσεις. Οταν λοιπόν ο Θεολόγος και ο Ιερός Κοσμάς λέγουν εδώ «Χριστός γεννάται, και Χριστός επί γης», τότε τό, Χριστός δηλοί το, Θεάνθρωπος· επειδή Θεός και άνθρωπος εγεννήθη από την Παρθένον[2], και Θεός και άνθρωπος εφάνη επί γης όταν δε λέγουν «Χριστός εξ Ουρανών», τότε το Χριστός, δηλοί μόνον τον Θεόν, ουχί δε και τον άνθρωπον καθότι ο Κύριος δεν κατέβη από τους Ουρανούς φορών την ανθρωπίνην φύσιν, καθώς φλυαρούσιν οι φρενοβλαβείς Απολιναρισταί, κατά των οποίων ειπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος «Ει τις λέγοι την σάρκα έξ Ουρανού κατεληλυθέναι, αλλά μη εντεύθεν είναι και παρ' ημών, ανάθεμα έστω» (Επιστολή α' προς Κληδόνιον)· αλλά κατέβη μέ γυμνήν την Θεότητα, και ούτως εκ των καθαρών αιμάτων της Άει παρθένου Μαρίας την άνθρωπίνην φύσιν προσέλαβε, και την ήνωσεν εν τη εαυτού υποστάσει, γενόμενος τέλειος άνθρωπος.Ό Χριστός λοιπόν, λέγει, γεννάται σήμερον. "Οθεν εσείς οι Άγγελοι (προς αυτούς γάρ στρέφει τον λόγον) οι εν τη Γεννήσει του Κυρίου αινούντες τον Θεόν και λέγοντες «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη» (Λουκ. β' 14), δοξάσατε: ήτοι δοξολογήσατε και τώρα τον Θεόν. Λέγει δε το, δοξάσατε και προς τους μεταχειριζομένους αγγελικήν ζωήν εν ανθρωπίνω και υλικω σώματι, παρακινών νά δοξολογήσουν και αυτοί τον γεννηθέντα Δεσπότην. Ο Χριστός: ήτοι ο Θεός ήλθεν η κατέβη από τους Ουρανούς. Λοιπόν εσείς οι δίκαιοι (προς τούτους γάρ επιστρέφει τον λόγον) προϋπαντήσατε αυτόν, μιμούμενοι τον δίκαιον Συμεών, τον υπαντήσαντα τον Κύριον, όταν εις τον ναόν επροσφέρετο διότι ίδιον αχαρίστων δούλων είναι, το να μη εκβαίνουν εις προϋπάντησιν του ιδικού των αυθέντου, όταν αυτός έρχεται εις αυτούς διά να τους εύεργετήση. Έδανείσθη δε τούτο ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον Αποστολικόν εκείνο λόγιον το λέγον «Τότε και ημείς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις, εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα» (α' Θεσσ. δ' 7). Είτα λέγει, ότι ο Χριστός: ήτοι ο Θεάνθρωπος εφάνη επάνω εις την γήν. Λοιπόν εσείς οι εν τη γη άνθρωποι υψωθήτε από τα γήινα, φρονούντες τα υψηλά και μετεωριζόμενοι μέ τα πτερά της Πράξεως και της Θεωρίας διά τούτο γάρ κατέβη ο Θεός εις την γην, ίνα οι εν τη γη αναβώσιν εις τους Ουρανούς. Επειδή κατά άλλον τρόπον δεν έδύνετο να γένη Ενωσις Θεού και ανθρώπων, αν δεν κατέβαινε μέν ο Θεός ολίγον τι από το ιδικόν του ύψος, δεν ανέβαινε δε ο άνθρωπος επάνω από την ιδικήν του ταπεινότητα. Οθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος «Το μέν, καταβήναι δει Θεόν προς ήμας, το δέ, ημάς αναβήναι, και ούτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεού προς ανθρώπους, της αξίας συγκιρναμένης. "Εως δ' αν εκάτερον επί της ιδίας μένη, το μέν, περιωπής, το δέ, ταπεινώσεως, άμικτος η άγαθότης και το φιλάνθρωπον άκοινώνητον» (Λόγ. εις την Πεντηκοστήν). Εφη δε συμφώνως και ο Θεοφόρος Μάξιμος «Ουδέποτε ψυχή δύναται προς γνώσιν εκτανθήναι Θεού, ει μη αυτός ο Θεός συγκαταβάσει χρησάμενος αψηται αυτής και αναγάγη προς εαυτόν ού γάρ αν τοσούτον ίσχυσεν αναδραμείν ανθρώπινος νους, ώς άντιλαβέσθαι της θείας ελλάμψεως, ει μή αυτός ο Θεός ανέσπασεν αυτόν, ως δυνατόν ην άνθρωπον ανασπασθήναι, και ταις θείαις αυγαίς κατεφώτισεν» (Κεφ. λα' της α' έκατοντ. των Θεολογικών). Πλην αν και ο Θεός συγκαταβαίνη διά να ενωθη με τον ανθρωπον υπό φιλανθρωπίας, όμως και α άνθρωπος πρέπει να βιάζη τον εαυτόν του διά να αναβαίνη προς τον Θεόν. Οθεν ο αυτός θείος Μάξιμος λέγει «Αλλήλων ειναι φασι παραδείγματα τον Θεόν και τον ανθρωπον και τοσούτον τω ανθρώπω τον Θεόν διά φιλανθρωπίαν ανθρωπίζεσθαι, όσον ο άνθρωπος εαυτόν τω Θεω δι΄ αγάπης δυνηθείς απεθέωσε και τοσούτον υπό Θεού τον ανθρωπον κατά νουν αρπάζεσθαι προς το γνωστόν, όσον ο άνθρωπος τον αόρατον φύσει Θεόν διά των αρετών εφανέρωσε» (Κεφ. οδ' της ζ' έκατοντ. των Θεολογικών). και πάλιν «Ό χωρίς αμαρτίας γενόμενος άνθρωπος, δήλον ότι χωρίς της εις Θεότητα μεταβολής την φύσιν θεοποιήσει, και τοσούτον αναβιβάσει δι’ εαυτόν, όσον αυτός διά ανθρωπον εαυτόν κατεβίβασε» (Κεφ. ξβ' της γ' έκατοντ. τών Θεολογικών).Το δε «Ασατε τω Κυρίω πάσα η γη» έδανείσθη ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον ψε' Ψαλμόν του Δαβίδ, Στίχ. β' ούτω γάρ αυτολεξεί εκεί γέγραπται. Προσαρμόζεται δε το ρητόν τούτο και εις τον παρόντα Ειρμόν, διά νά φανερωθη, ότι αυτός είναι της πρώτης Ωδής, της οποίας η αρχή είναι «Ασωμεν τω Κυρίω ένδόξως γάρ δεδόξασται». Οθεν κατά την Ωδήν ταύτην, "Ασατε, λέγει και ο Μελωδός, εις τον γεννηθέντα Χριστόν όλη η γη: ήτοι όλοι οι εν τη γη κατοικούντες άνθρωποι. Αλλά και εσείς οι διάφοροι λαοί τών Εθνικών υμνήσατε αυτόν, όχι μέ οκνηρίαν και λύπην ψυχής, αλλά με προθυμίαν και ευφροσύνην καρδίας διότι αυτός είναι δεδοξασμένος.
Δια τι δε είπεν, ότι ο Χριστός γεννάται και ουχί εγεννήθη; ού γάρ καθ΄ έκαστον χρόνον γεννάται, άλλ' άπαξ έγεννήθη. και αποκρινόμεθα με τον Πτωχόν Πρόδρομον, ότι οι ρήτορες συνειθίζουν να προφέρουν τα περασμένα πράγματα εις χρόνον ενεστώτα, δια να δείξουν αυτά ως παρόντα εις τα ομμάτια των ακροατών, και ακολούθως νά κάμουν αυτούς περισσότερον θεατάς, παρά άκροατάς. "Η, κατά τόν Νικήταν, είπεν, δτι γεννάται ο Χριστός κατά την σήμερον ημέραν επειδή την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν εγεννήθη ο Χριστός, επαναφέρει ο ήλιος εις κάθε έτος διά της κυκλοφορίας του.
Αλλά και συ, αδελφέ, μη παύσης δοξολογών τον γεννηθέντα Χριστόν, όχι μόνον με λόγια, αλλά πολλώ μάλλον με τα έργα. Πρόλαβε δε και να τον απάντησης έξ Ούρανου κατερχόμενον διά της προς αυτόν Θεωρίας ύψώθητι από της γης και των γήινων διά την αγάπην του διά σε επί γης κατελθόντος· άδε έις αυτόν άσμα καινόν, καθώς σε παρακινεί ο Δαβίδ άδε όμως πολλά και ακόρεστα άσματα, και μη χόρταινε άδων. Εάν ούτως άδης, θέλει σε ενθυμηθή ο Κύριος, προς ον άδεις, και έχει να σε ελεήση, καθώς σε βεβαιώνει ο Ησαίας «Πολλά άσον, ίνα σου μνεία γένηται» (ΓΗσ. κγ' 16).
ΤροπάριονΡεύσαντα έκ παραβάσεως, Θεού τον κατ’ εικόνα γενόμενον, όλον της φθοράς υπάρξαντα, κρείττονος επταικότα θείας ζωής, αύθις αναπλάττει, ο σοφός Δημιουργός ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Θέλων νά δείξη ο Ιερός Μελωδός την αναγέννησιν και ανάπλασιν, όπου έγινεν εις το ανθρώπινον γένος από την άρρητον ενανθρώπησιν του Θεού Λόγου, τούτο εμελούργησε το Τροπάριον. Διο και λέγει, ότι ο σοφός Δημιουργός του Παντός πάλιν ανεκαίνισε και ανέπλασε τον άνθρωπον. «Εδει γάρ ως αληθώς έδει, λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος, σοφόν και δίκαιον και δυνατόν όντα κατά φύσιν τον Κύριον, ως μεν σοφόν μη αγνοήσαι τον τρόπον της Ιατρείας (του ανθρώπου), ως δίκαιον δε μη τυραννικήν ποιήσασθαι του κατειλημμένου κατά γνώμην υπό της αμαρτίας ανθρώπου την σωτηρίαν, ως δε πάντα δυνάμενον, μη ατονησαι προς την της αμαρτίας εκπλήρωσιν» (Κεφ. μ' της ς' έκατοντ. των Θεολογικών).
Με αυτά λοιπόν τα τρία ομού και με την αγαθότητα ανέπλασεν ο Χριστός τον άνθρωπον, ος τις έγινε μέν κατ’ εικόνα Θεού διά τον νουν, λόγον και πνεύμα, με τα όποια εκοσμήθη εις εικόνα της Αγίας Τριάδος. Εξέπεσε δε (τούτο γάρ δηλοί το, επταικότα) από την εν τω Παραδείσω καλυτέραν και θείαν ζωήν, και έρρευσε φευ! διά την παράβασιν της του Θεού εντολής εις τον πυθμένα του θανάτου, γενόμενος όλος της φθοράς: ήτοι δούλος και υποκείμενος εις την φθοράν. Και καθώς τα νερά, τα οποια ρέουν από υψηλά μέρη εις τον κατήφορον, δεν στέκουν τελείως έως ότου να φθάσουν εις αυτά τα έσχατα και κατώτατα μέρη της γης· τοιουτοτρόπως έπαθε και ο ταλαίπωρος άνθρωπος, γενόμενος όλος διόλου οικείος και δούλος της φθοράς έφθάρη γάρ όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το σώμα κατά την ψυχήν μέν, διότι με αυτήν εδέχθη την φθοροποιάν του Διαβόλου συμβουλήν κατά το σώμα δέ, διότι με αυτό υπηρέτησεν, έως ότου έφερεν εις πράξιν και τέλος την πονηράν εκείνην συμβουλήν. Έρανίσθη δε ο Μελωδός έκ των του Θεολόγου ρημάτων και τό Τροπάριον τοϋτο, καθώς και τόν ΕΙρμόν λέγει γάρ εκείνος εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω αυτού «Ίνα ρεύσαντας ημάς από του εύ είναι διά κακίαν, εις αυτό πάλιν επαναγάγη διά σαρκώσεως[3]».Τροπάριον
Ίδών ο Κτίστης ολλύμενον, τον άνθρωπον χερσίν ον έποίσε, κλίνας ουρανούς κατέρχεται τούτον δε έκ Παρθένου, θείας αγνής, ολον ουσιούται, αληθεία σαρκωθείς· ότι δεδόξασται.Ερμηνεία
Αν ο κεραμίδας η τσουκαλάς δεν υποφέρη να βλέπη τσακισμένον το πήλινον σκεύος όπου εκατασκεύασεν, αλλά πασχίζει να το ανάπλαση δεύτερον ομοίως και ο οικοδόμος δεν υποφέρη να βλέπη κρημνισμένον το οσπίτιον όπου οικοδόμησεν, αλλά αγωνίζεται να κτίση πάλιν αυτό· πώς ήτον δίκαιον ο Κτίστης και Δημιουργός του Παντός νά Ιδη τον άνθρωπον όπου έπλασε με τας Ιδίας του χείρας, ότι έφθάρθη και εσυντρίφθη, και να μη φροντίση διά να αναπλάση πάλιν αυτόν; Τούτο βέβαια δεν ήτον της αυτού αγαθότητος και φιλανθρωπίας άξιον. Διά τούτο λοιπόν βλέπων τον παρ' αυτού πλασθέντα άνθρωπον, ότι εκατήντησεν εις αυτόν τον πυθμένα της θοράς, έκλινε τους Ουρανούς: ήτοι αφήκεν εις ολίγον τους Ουρανούς: τουτέστι την εν Ουρανοίς δόξαν, και ταπεινώσας το ύψος της Θεότητός του, (το οποίον κένωσιν μέν ωνόμασεν ο Παύλος, ύφεσιν δε της Θεότητός ο Θεολόγος Γρηγόριος) ούτω κατέβη εις την γήν, και έκ της φειπαρθένου Μαρίας δλον τόν Αδάμ ούσιοϋται: ήτοι ολόκληρον αυτόν αναλαμβάνει και ενώνει ουσιωδώς εις την υπόστασιν της Θεότητας του.
Επειδή δεν έλαβε μόνον το άνθρώπινον σώμα, την δε ψυχήν ούκ έλαβε, καθώς έλεγον οι Αρειανοί ουδέ έλαβε την ψυχήν, τον δε νουν ούκ έλαβε, της Θεότητος αντί ψυχής και νοός εν αύτφ ενεργούσης, καθώς έβλασφήμει ο ανους Άπολινάριος[4], άπαγε! αλλά ουσιώθη όλον τον άνθρωπον τέλειον τον έκ σώματος και ψυχής και νου συναπαρτιζόμενον, και ήνωσεν αυτόν τη εαυτού υπερθέω υποστάσει ίνα με τό όμοιον σώση το όμοιον: ήτοι με το σώμα όπου προσέλαβε, σώση τό ιδικόν μας σώμα με την ψυχήν την εαυτού, σώση την ιδικήν μας ψυχήν και με τον έαυτού νουν, σώση τον ιδικόν μας νουν. Διότι αν ο Κύριος δεν έπροσλάμβανε ψυχήν και νουν, ήθελαν μείνη βέβαια ανιάτρευτα, η ιδική μας ψυχή, και ο νους· «Το γαρ απρόσληπτον αθεράπευτον ο δε ήνωται τω Θεω, τούτο και σώζεται»· θεολογεί Γρηγόριος ο Θεολόγος εν τη προς Κληδόνιον πρώτη επιστολή, και ο έκ Δαμασκού Ιωάννης ο παρά του Θεολόγου τούτο ερανισάμενος. Πάντα λοιπόν τα φυσικά Ιδιώματα και συστατικά της ανθρωπίνης φύσεως ο Κύριος έλαβε χωρίς μόνης αμαρτίας αύτη γάρ ού συστατική έστι της ανθρωπινής φύσεως, αλλά φθαρτική, ώς παρά φύσιν ούσα και αληθώς και πραγματικώς εγένετο τέλειος άνθρωπος, και ουχί κατά φαντασίαν. "Οθεν ας κρημνισθοϋν και ας καταισχύνονται οι τούτο φλυαρούντες Θεομάχοι Παίδες του Μάνεντος πρότερον, και οι Μονοφυσίται ύστερον[5].
Αγνήν δε Παρθένον ωνόμασε την Θεοτόκον κατά τον Ίωάννην τον Ζωναράν διότι όχι μόνον ήτον Παρθένος κατά τό σώμα, ως μη γνούσα πείραν ανδρός, αλλ' ήτον ακόμη αγνή και καθαρά και κατά τον λογισμόν, χωρίς να δεχθη καμμίαν προσβολήν λογισμού ρυπαρού εις την παναγίαν ψυχήν της. Πολλαί γάρ γυναίκες είναι μέν Παρθένοι κατά το σώμα, δεν είναι όμως και αγναί κατά τον λογισμόν καθότι αύταί δέχονται λογισμούς αισχρούς και ρυπαρούς εις την ψυχήν αυτών και τον νουν, και ποιούσι συνδυασμούς και συγκαταθέσεις· όθεν είναι κατά την ψυχήν πόρναι και ακάθαρτοι ενώπιον του Θεού. Η δε Κυρία Θεοτόκος ήτον και κατά τα δύο καθαρά και αμόλυντος: και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, και κατά την πραξιν και κατά τον λογισμόν. "Οθεν ο Ιεζεκιήλ αινιγματωδώς είπε περί αυτής «Και ιδού δόξα Θεού Ισραήλ ήρχετο κατά την οδόν την προς ανατολάς (ήτοι εις την ψυχήν της Παρθένου), και η γη (ήτοι το σώμα της Παρθένου) έξέλαμπεν ως φέγγος από της δόξης κυκλόθεν» (Ίεζ. μγ' 2).
Ιδού και τα λόγια του Ζωναρά ερμηνεύοντος το Θεοτοκίον του β' ήχου της οκτωήχου, το λέγον «Αγίων Άγίαν σε κατανοούμεν,... αμόλυντε Παρθένε». «Και τούτο δε ως εξαίρετον της Θεομήτορος έφη ο Μελωδός Παρθένοι μεν γάρ πολλαί γεγόνασι και εισίν, αλλ' ουδεμία αυτών κληθείη άν αμόλυντος· ότι καν την κατ’ ενέργειαν διαφεύγωσιν αμαρτίαν, αλλά την κατά νουν ούκ άν τις δύναιτο διαφεύξασθαν η γάρ των λογισμών προσβολή ούκ έφ' ήμιν προσβαλλουσών δε τών ακαθάρτων εννοιών, προσπαλαίει ταύταις ο νους. και ει μέν η ορθή νικήσει κρίσις, απορραπίζεται το ενθύμιον ει δε μη, εις συγκατάθεσιν εξολισθαίνει ο λογισμός. Και αυτη δε αμαρτία εστίν η καλούμενη κατά διάνοιαν καν γάρ υπό της θείας χάριτος φυλαχθη ο συγκαταθέμενος και την πραξιν εκφύγη, αλλά δια την συγκατάθεσιν ήμαρτεν. η δε του Κυρίου Μήτηρ μηδέ κατά τον νουν μολυνθηναί ποτέ πιστεύεται· διο και αμόλυντος κέκληται». Αγνή δε και αμόλυντος το αυτό είναι σχεδόν.Τροπάριον.
Σοφία Λόγος και Δύναμις, Υιός ων του Πατρός και απαύγασμα, Χριστός ο Θεός Δυνάμεις λαθών, όσας υπερκοσμίους, όσας εν γη, και ενανθρωπήσας ανεκτήσατο ημάς ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Από διάφορα μέρη των θείων Γραφών ερανίζεται το Τροπάριον τούτο ο Ιερός Μελωδός έκ μεν γάρ της προς Κορινθίους πρώτης του Παύλου επιστολής ερανίσθη το «σοφία και δύναμις» γράφει γάρ εκείνος «Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεου σοφίαν» (α' Κορ. α' 24). Φανερώνει δε με τα λόγια ταύτα ο Παύλος, ότι ο Χριστός καθό Θεός είναι δύναμις και σοφία του Πατρός σοφία όμως και δύναμις ουχί ανυπόστατος, καθώς είναι αα αλλαι επί Θεού ενέργειαι, αι οποίαι αν και είναι ουσιώδεις και φυσικαί, δεν είναι όμως και ενυπόστατοι: ήτοι δεν έχουν ιδίαν υπόστασιν, καθώς έχει ιδίαν υπόστασιν ο Πατήρ, ο Υιός, και το Πνεύμα το "Αγιον αλλ' είναι ο Υιός σοφία και δύναμις του Πατρός ενυπόστατος και τελείαν έχων υπόστασιν διό και πρέπει πάντοτε να προστίθεται εις αυτά το, ενυπόστατος κατά τον Θεσσαλονίκης μέγαν Γρηγόριον[6]. Το δέ, Λόγος εδανείσθη από τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην λέγοντα «Έν αρχη ήν ο Λόγος» (Ιωάν. α' 1). Λόγος όμως ζών και ένυπόστατος, δι ού τα πάντα εγένετο κατά τον αυτόν Ίωάννην, και δι' ού οι ουρανοί έστερεώθησαν κατά τον Δαβίδ, και ουχί λόγος ανυπόστατος και εις αέρα χεόμενος. Το δε Υιός ερανίσθη από τον Ματθαίον και από τους άλλους Ευαγγελιστάς· «Ουτός έστιν ο Υιός μου ο αγαπητός» (Ματθ. γ' 17). Το δε απαύγασμα ερανίσθη από την προς Εβραίους επιστολήν, εν η γράφει ο Παύλος «Ος ών απαύγασμα της δόξης» (Έβρ. α' 3) ίνα διά τούτου δείξη την προς το αναρχον και πρώτον Φως, τον Πατέρα δηλαδή, φυσικήν οικειότητα.
Ούτος λοιπόν, λέγει, ο Χριστός και Θεός, η του Θεού σοφία η ακατάληπτος, ο Λόγος ο ένυπόστατος, η άπειρος δύναμις, ο αγαπητός Υιός, και το της Πατρικής δόξης απαύγασμα, λανθάσας όλας τας Δυνάμεις, τόσον τας υπερκοσμίους των αγίων Αγγέλων, όσον και τας των επιγείων Δαιμόνων η Ανθρώπων άγνωστον γάρ ήτον και Άγγέλοις και ανθρώποις το της ενανθρωπήσεως Μυστήριον διο και ο Χριστός Αγγελος της μεγάλης και απόκρυφου βουλής της περί της ενσάρκου ταύτης Οικονομίας λέγεται. Ταύτας, λέγω, τας Δυνάμεις λανθάσας, και από αυτάς κρύψας τον τρόπον του Μυστηρίου[7] Εγινε τέλειος άνθρωπος, και ούτως άνεκτήσατο πάλιν τώρα και άνέπλασεν ήμδς τους ανθρώπους, τους οποίους έκτήσατο και έπλασε πρότερον.
[1] Οθεν έφη και ο Θεολόγος Γρηγόριος «Χριστός διά την Θεότητα (ώνομάσθη δηλ.) χρίσις γάρ αύτη της ανθρωπότητος, ούκ ενεργεία κατά τους άλλους χριστούς αγιάζουσα, παρουσία δε όλου του χρίοντος· ής έργον άνθρωπον άκουσαι το χρίον και Θεού τό χριόμενον» (Λόγος β' περί Υιού)
[2] Όθεν ου καλώς κατηγορούσι τινές το Θεοτοκίον εκείνο τό λέγον «Ίθυνε προς ταύτην δε, ο έκ σου σαρκωθείς Θεός και Άνθρωπος», ώς ού καλώς είρημένον το γάρ σαρκωθείς χρόνου ον περασμένου δηλοί, ότι ο έκ σου γεννηθείς ήτον Θεός όμοΰ και "Ανθρωπος, και ου Θεός γυμνός, καθώς έλεγον οί κατά φαντασίαν τόν Χριστόν επιδημούντα φρονούντες: ήτοι οι Μανιχαίοι ουδέ "Ανθρωπος ψιλός, καθώς ελεγεν ο Νεστόριος.Ούτω και ο θειος Ιωάννης ο Δαμασκηνός είπεν «Ού Θεόν άσώματον, ουδέ πάλιν άνθρωπον ψιλόν προήγαγεν (ήτοι έγέννησεν) η αγνή Κόρη και σεμνή, άλλ' άνθρωπον τέλειον και άψευδή, τέλειονΘεόν». Έπεξηγηματικόν δε του, σαρκωθείς είναι τό, Θεός και "Ανθρωπος: ήγουν δς τις είναι Θεός και "Ανθρωπος. Μερικοί δε κατηγορούν τό Θεοτοκίον αυτό κατά την σύνταξιν καθότι η μετοχή ρεύσαντα δέν έπρεπε νά συνταχθη μέ την αΐτιατικήν τόν 'Αδάμ, ώς πόρρω ούσαν, αλλά μέ την δοτικήν τη Εΰα, ώς προσεχεστέραν, και να είπη ρευσάση ζωής άλλ' ίσως είπε ρεύσαντα διά τό μέλος.
[3] Συμφώνως με τα ανωτέρω λέγει και ο έκ Δαμασκού Ιωάννης βιβλίο γ' κεφ. μη' του Θεολογικού «Επειδή Θεότητός ελπίδι ο εχθρός δελεάζει τον "Ανθρωπον, σαρκός προβλήματι δελεάζεται. Και δείκνυται άμα τό αγαθόν και το σοφόν, το δίκαιον τε και το δυνατόν του Θεού το μέν αγαθόν, ότι ού παρεϊδε του οικείου πλάσματος την ασθένειαν, άλλ' έσπλαγχνίσθη έπ’ αύτω πεσόντι, και χείρα ώρεξε· το δίκαιον, ότι ανθρώπου ήττηθέντος, ούχ έτερον ποιεί νικήσαι τόν τύραννον, ουδέ βία έξαρπάζει του θανάτου τον ανθρωπον, αλλ’ ον πάλαι διά της αμαρτίας καταδουλούται ο θάνατος, τούτον ο αγαθός και δίκαιος νικητήν πάλιν πεποίηκε, και τω ομοίω το όμοιον άνεσώσατο, όπερ απορον ήν το δε σοφόν, ότι εύρε του απόρου λύσιν ευπρεπέστατην την δε δύναμιν, ότι Θεός ών τέλειος, άνθρωπος τέλειος γίνεται, δι ου η άπειρος του Θεού εμφανίζεται δύναμις τί γάρ μείζον του γενέσθαι τον Θεόν ανθρωπον».
[4] Ορα εις την α' Έπιστολήν προς Κληδόνιον Γρηγορίου του Θεολόγου.
[5]"Ακουσον δε πως ερμηνεύει τό «Κλίνας Ουρανούς κατέρχεται» ο έκ Δαμάσκου Ιωάννης βιβλίω γ' Κεφάλαιον μη' τοϋ Θεολογικού. «Ό εν μορφή Θεού υπάρχων, κλίνας Ουρανούς κατέρχεται: τουτέστι τό άταπείνωτον αύτού ΰψος άταπεινώτως ταπεινώσας συγκατάβασιν αφραστόν τε και άκατάληπτον συγκατέβη· (τούτο γάρ δηλοί η κατάβασις) και Θεός ών τέλειος, άνθρωπος τέλειος γίνεται, και επιτελείται τό πάντων καινών καινότατον, τό μόνον καινόν Οπό τόν "Ηλιον, δι* ού η άπειρος τοϋ Θεοΰ εμφανίζεται δύναμις τί γάρ μείζον τοϋ γενέσθαι τόν Θεόν ανθρωπον»
[6] Ο δε "Αγιος Μάρκος ο Εφέσου οΰτω Θεολογεί κερί τούτων. «Ούχ' ούτω σοφία και δύναμις τοϋ Πατρός εστίν Ο Υίός, ώς Υιός η Λόγος Υιός μέν γάρ και Λόγος οΟτως εστί του Πατρός, ώς μή δντος αότου (τοϋ Πατρός δηλ.) Υιού, μηδέ λόγου· σοφία δε και δύναμις ο Υιός οϋτως εστί του Πατρός, ώς και αύτοϋ σοφίας και δυνάμεως δντος, και ού σοφοϋ και δυνατού μόνον σοφία γάρ εστίν έκ σοφίας, και δύναμις έκ δυνάμεως, ώσπερ Θεός έκ Θεου και φως έκ φωτός. Λέγεται δε του Πατρός σοφία και δύναμις ο Υιός, ώς δλην αύτοϋ την σοφίαν και δύναμιν έχων, ώς αν εΐκών αρχετύπου. Άλλα και τό Πνεύμα τό Αγιον ουδέν ήττον σοφία εστί και δύναμις» (Κεφάλαιον λδ'). "Ορα και τό ρητόν τοϋ Θεσσαλονίκης Γρηγορίου εν τη ερμηνεία τοΰ ΕΊρμοϋ της Τρίτης 'φδής τοϋ Κανόνος της Κοιμήσεως, τοΰ λέγοντος «Ή δημιουργική και συνεκτική των απάντων Θεοϋ σοφία και δύναμις».
[7] Ειπον δε ότι ο Κύριος έκρυψε τον τρόπον του Μυστηρίου από τας Αγγελικάς Δυνάμεις, ακολουθών τω φερωνύμως καλουμένω Μαξίμω (Μάξιμος γάρ λατινιστί μέγιστος ερμηνεύεται), ο όποιος εν τη μβ' ερωτήσει, «Πώς λαθεϊν λέγεται τας Ουράνιους Δυνάμεις η του Κυρίου ενανθρώπησις, οπόταν εύρίσκωμεν, ότι και αι Προφητείαι αι πρό του Κυρίου δι Αγγέλων γεγόνασι, και την σύλληψιν της Παρθένου ο Γαβριήλ ευαγγελίζεται; και τους Ποιμένας Αγγελοι μυσταγωγουσιν» αποκρίνεται ούτως ο Άγιος. «Οτι μέν ήδεισαν οι Αγγελοι την μέλλουσαν εσεσθαι επί σωτηρία των ανθρώπων του Κυρίου ενανθρώπησιν, ου δει αμφιβάλλειν εκείνο δε ελαθεν αυτούς: η ακατάληπτος του Κυρίου σύλληψις και ο τρόπος, πως όλος εν τω Πατρί ών, και όλος ών εν πασι και πάντα πληρών, όλος ην εν τη γαστρί της Παρθένου». Σημείωσαι ότι το «Δυνάμεις λαθών» έδανείσθη ο Μελωδός από τον εις τον Ευαγγελισμόν λόγον τον επιγραφόμενον τω Χρυσοστόμω, ου η αρχή «Πάλιν χαράς ευαγγέλια» εκεί γάρ ο Χρυσορρήμων εισάγει τον Πατέρα λέγοντα προς τον Γαβριήλ «Σοι μόνω θαρρώ το Μυστήριον λαθείν δε θέλω πάσας τας εν Ούρανω Δυνάμεις». Τούτο βέβαιοι και το Τροπάριον του πρώτου ήχου το λέγον «Ύπερκοσμίους γαρ λαθών και ταξιαρχίας επί σε ο ών καταβέβηκεν». Αλλά και αυτός ο Γαβριήλ ερωτηθείς παρά της Παρθένου ζητούσης να μάθη τόν τρόπον του Μυστηρίου, δεν εδυνήθη να φανέρωση αυτόν, αλλά επί το Αγιον Πνεύμα κατέφυγεν ως μόνον είδος αυτόν. «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ού γινώσκω; και αποκριθείς ο Αγγελος είπε Πνεύμα Αγιον έπιλεύσεται έπί σέ» (Λουκ. α' 3435). "Ορα και την ερμηνείαν του «Ζητείς παρ' έμού γνώναι Παρθένε» της Γ' 'Ωδής του Ευαγγελισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου