Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Ερμηνεία του πεζού Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως - Ωδή γ'.

 

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου. 
Ερμηνεία του πεζού Κανόνος της Χριστο Γεννήσεως
 

Ωδή γ'. Ο Ειρμός. 
Τω πρό των αιώνων, εκ Πατρός γεννηθέντι αρρεύστως Υιω, και επ' εσχάτων εκ Παρθένου, σαρκωθέντι ασπόρως, Χριστω τω Θεω βοήσωμεν ο ανυψώσας το κέρας ημών, αγιος ει Κύριε. 
Ερμηνεία.

Από την προφήτιν Άνναν την Μητέρα Σαμουήλ του Προφή­του και Ποιήτριαν της τρίτης Ωδής, ερανίσθη ο Μελωδός τον πα­ρόντα Ειρμόν εκείνη γάρ είπε τα λόγια ταύτα προς τον Θεόν ευχα­ριστούσα, διότι στείρα ούσα πρότερον, εγέννησεν ύστερον: ήτοι το «Υψώθη κέρας μου εν Θεω μου»· και το «Ουκ έστιν άγιος πλην σου» (α' Βασιλ. β' 12). "Οθεν τα λόγια ταύτα από εκείνην λαβών ο Ιεράρχης Κοσμάς επιστρέφει εις τον λαόν των Χριστιανών, και με παρακινητικόν σχήμα λέγει προς αυτόν. Τω λαέ των Χριστιανών, έλατε νά φωνάξωμεν προς Χριστόν τόν Θεόν ήμων, ο όποιος εγεννήθη μέν αρρεύστως και απαθώς εκ του αγεννήτου Πατρός πρό πάντων των αιώνων[1], χωρίς κανέν αίτιον τελικόν προς τα έξω κτίσματα καθώς ειπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος «Τό μέν ών (ό Υιός) και φεί ών έκ του φεί όντος (ήτοι του Πατρός) υπέρ αιτίαν και λόγον ουδέ γάρ ήν του Λόγου λόγος ανώτερος» (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν)· εσαρκώθη δε ο αυτός έκ της Παρθένου χωρίς σποράν ανδρός, δια την Ιδικήν μας σωτηρίαν. Τι δε να φωνάξωμεν προς τον Χριστόν; εκείνα τα ευχαριστήρια λόγια, όπου προτύτερα από ήμας εφώναξεν η στείρα και Προφήτις Αννα: ήγουν εσύ, Κύριε, είσαι άγιος, ο οποιος ύψωσας και εμεγάλυνας το κέρας ημών των ανθρώ­πων: ήτοι την ιδικήν μας δόξαν και δύναμιν, δια της ιδικής σου ενανθρωπήσεως.
Τροπάριον 
Ό της επιπνοίας, μετάσχων της αμείνω Αδάμ χοϊκός, και προς φθοράν κατολισθήσας, γυναικεία απάτη, Χριστόν γυναικός βοά εξορών ο δι εμέ κατ' εμέ γεγονώς, Αγιος ει Κύριε. 
Ερμηνεία 
Από τον εις την Χριστού Γέννησιν λόγον Γρηγορίου του Θεολό­γου ερανίζεται ο Μελωδός το παρόν Τροπάριον λέγει γάρ εκείνος ταύτα περί Χριστού «Δευτέραν κοινωνεί (ο Υιός), δηλαδή πολύ της προτέρας παραδοξοτέραν. Οσω τότε μέν του κρείττονος μετέδωκεν (εις τον Αδάμ δηλ.), νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος»[2]. Ταυτα λοιπόν και ο Ιεράρχης Κοσμάς μελουργών εδώ λέγει, ότι ο Προπάτωρ Αδάμ ο χοϊκός πλασθείς: ήτοι εκ του χοός, ο οποίος ήτον το πλέον λεπτότερον και καθαρώτερον και ευγενέστερον χώμα της γης, καθώς ο Ζωναράς ερμηνεύων το Τροπάριον «Ο χερσίν αχράντοις εκ χοός» λέγει «Το μέν σώμα του ανθρώπου χερσί διαπλάττει και ουδέ από της γης απλώς ως τα θηρία, αλλ' από χοός του λεπτό­τατου δηλονότι και καθαρωτάτου της γης». Ούτος ο Αδάμ, λέγω, ος τις έλαβε την καλυτέραν έμπνευσιν του Θεού, διά μέσου της ο­ποίας εδημιουργήθη η ψυχή αυτού ζώσα, λογική και αθάνατος ού γάρ το εμφύσημα του Θεού εγένετο ψυχή, καθώς φλυαρούν τινές, αλλ' εκείνο ψυχήν εδημιούργησε κατά τον μέγαν Αθανάσιον [3] «Ενεφύσησε γάρ, φησίν, ο Θεός εις το πρόσωπον του Αδάμ, και εγένε­το ο ανθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β' 7)· και ύστερον ο θεόθεν τοιαύτην ψυχήν αθάνατον λαβών έπεσε, φευ εις την φθοράν και τον θάνατον με απάτην της γυναικός του Ευας, βλέπων τώρα τον Χριστόν να γεννάται εκ γυναικός (ίνα γυνή λύση πάλιν την απάτην και το έγκλημα της γυναικός) φωνάζει προς αυτόν «Ω Κύριε, ος τις διά την ιδικήν μου σωτηρίαν έγινες άνθρωπος τέλειος, καθώς εγώ, και το όργανον της απωλείας την γυναίκα απέδειξας εκ του εναν­τίου όργανον σωτηρίας, σύ είσαι, Κύριε, Αγιος». 
Καλυτέραν δε είπε την του Θεού έμπνευσιν, δι ης έλαβε την λογικήν ψυχήν ο Αδάμ, συγκρίνων αυτήν με το ανθρώπινον σώμα όπου έλαβεν ύστερον ο Χριστός, το οποίον είναι χειρότερον: ήτοι κατώτερον από την ψυχήν, ως είπεν ανωτέρω ο Θεολόγος. Λέγει δε ο αυτός καθαρώτερον εν τη προς Κληδόνιον α' επιστολή προτιθείς γαρ έκει το ευαγγελικόν εκείνο «Και ο λόγος σαρξ εγένετο», ούτω φησίν. «Ουκ άλλως ην την του Θεού δηλωθηναι περί ήμας αγάπην, η εκ του μνημονευθήναι την σάρκα, ότι δι ημάς κατέβη και μέχρι του χείρονος σάρκα γαρ είναι ψυχής ευτελέστερον πας των ευφρονούντων ομολογήσει». Αμείνονος δε έπρεπε να γράψη ο Μελωδός, δια να συνταχθη με το, επιπνοίας, και να γένη συμφωνία, επιπνοίας αμείνονος· απεκόπη όμως η νος τελευταία συλλαβή, και η λέξις εχρεώστει να γράφεται δια του ο. ούτω, της αμείνο επειδή δε ουδε­μία γενική ισοσυλλαβούσα με την ιδικήν της ονομαστικήν λήγει εις βραχύ φωνήεν, άλλ' εις μακρόν, δια τούτο το νο βραχύ έγινε μα­κρόν, ως αμείνω. Τοιαύτη είναι και η κλίσις του χείρων χείρονος και κατά αποκοπήν χείρω, και μείζων μείζονος και μείζω. Ου μόνον δε τα εις ων λήγοντα ονόματα εις ω ποιούσι την γενικήν, αλλά και τα εις ως· ως το άλως αλωνος και κατά αποκοπήν αλω ομοίως και το, Μίνως Μίνωνος και Μίνω. 
Τροπάριον 
Σύμμορφος πήλινης, ευτελούς διαρτίας Χριστέ γεγονώς, και με­τοχή σαρκός της χείρω[4], μεταδούς θείας φύτλης, βροτός πεφυκώς και μείνας Θεός, και ανυψώσας το κέρας ημών, άγιος ει Κύριε. 
Ερμηνεία. 
Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τον Παύλον και από τον Θεολόγον Γρηγόριον το μεν γαρ «Σύμμορφος πήλινης ευτελούς διαρτίας» εδανείσθη από την προς Φιλιππησίους του Παύ­λου επιστολήν, ος τις λέγει «Ος εν μορφή (ήτοι φύσει και ουσία) Θεού υπάρχων, ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεω, άλλ' εαυ­τόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. β' 6)· το δε «Μετοχή σαρκός της χείρω μεταδούς θείας φύτλης» εδανείσθη από τον Θεολόγον, λέγοντα εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω, «Τότε μεν (ότε δηλαδή τον Αδάμ έπλασεν ο Υιός) του κρείττονος (της ψυχής) μετέδωκεν (εις αυτόν τον Αδάμ), νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος» (του ανθρωπίνου σώματος). Όθεν τούτων των δύο τα λόγια ενώσας ο Ιερός Κοσμάς, όμου δε με ταύτα και το της Αννης, ούτω λέγει, «Αγιος είσαι, ώ Κύριε, ος τις έγινες σύμμορφος: ήτοι συγκοινωνός της διαρτίας: τουτέστι της πλάσεως της γήινης και ευτελούς των ανθρώπων». Έρανίσθη δε την λέξιν ταύτην από τον Ιώβ, εν ω γράφεται «Εκ πηλού διήρτισαι συ, ως και εγώ, εκ του αυτού διηρτίμεθα» (Ίω. λγ' 6). «Μεθέξας δε (λέγει ο Μελωδός), από την σάρκα ημών την χείρονα και πολύ κατωτέραν της ψυχής, μετέδωκας εις ημάς από την Θείαν και αθάνατον φύτλην (φύσιν), μείνας μεν Θεός, όπερ ήσουν προ των αιώνων, γενόμενος δε επ' εσχάτων φύσει άν­θρωπος, το οποίον δεν ήσουν». Όθεν είπεν ο Θεοφόρος Μάξιμος «Οι εξ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του Λόγου έφασαν τον Θεόν Λόγον τέλειον όντα Θεόν, γενέσθαι τέλειον ανθρωπον, μή­τε το Θεός είναι άποθέμενον, δια το γενέσθαι ανθρωπον, μήτε κωλυθέντα γενέσθαι, όπερ ουκ ην, άνθρωπον, δια το μεμενηκέναι, όπερ ην, ήγουν Θεόν» (εν τη εκθέσει της Πίστεως παρά τη δογμ. Πανο­πλία). Και λοιπόν δια της ενανθρωπήσεως σου, Ιησού Χριστέ, ανύψωσας ημών των ανθρώπων την δόξαν και δύναμιν ταύτα γαρ το κέρας δηλοί. 
Τούτο δε όπου λέγει εδώ ο Μελωδός, ότι μετέδωκεν εις ημάς ο Χριστός από την θείαν του φύσιν, είναι εκείνο το ίδιον όπου είπεν ο Κορυφαίος Πέτρος «΄Ινα δια τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσε­ως» (β' Πέτ. α' 4). το οποίον δεν νοείται, ότι έχει να μεθέξη τινάς α­πό την του Θεού φύσιν και ουσίαν. άπαγε! τούτο γαρ είναι αδύνατον εις κάθε κτίσμα· και τούτο εστάθη κακόδοξον φρόνημα των Μασσαλιανών πρότερον, και των Βαρλααμιτών και Ακινδυνιαστών ύστερον καθότι η υπερούσιος φύσις και ουσία του Θεού άπειρος ούσα, είναι όχι μόνον πάντη αμέθεκτος, αλλά και αόρατος και ανεπινόητος· όθεν το πεπερασμένον δεν εμπορεί να χωρήση το άπει­ρον. Φύσις λοιπόν Θεία εδώ εννοείται η φυσική και ουσιώδης χάρις και ενέργεια του Θεού, από την οποίαν μετέχουσιν οι κεκαθαρμένοι, και με την μετοχήν αυτής Θεοί γίνονται κατά χάριν επειδή κατά τους θεολογούντας ομού και φιλοσοφούντας φύσεις λέγονται και τα φυσικά. ΄Ορα και την ερμηνείαν του ανωτέρου ρητού του Κορυφαίου εν τη νεοτυπώτω ερμηνεία των Καθολικών Επιστολών, και εκεί θέλεις εύρη πολλά. 
Τροπάριον. 
Βηθλεέμ εεφραίνου, Ηγεμόνων Ιούδα Βασίλεια τον Ισραήλ γαρ ο ποιμαίνων, χερουβίμ ο επ΄ ώμων, εκ σου προελθών Χριστός εμφα­νώς, και ανυψώσας το κέρας ημών, πάντων εβασίλευσεν. 
Ερμηνεία. 
Το Τροπάριον τούτο ερανίσθη ο Μελωδός από δύο Προφήτας. Πρώτον, από τον Προφήτην Μιχαίαν, ος τις λέγει εν Κεφαλαίω Ε' «Και συ, Βηθλεέμ οίκος του Εφραθά [5], μή ολιγοστός ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα. εκ σου γαρ μοι εξελεύσεται του είναι εις άρχοντα εν τω Ισραήλ». η (καθώς ανέγνω ο Εύσέβιος και ο Τερτυλιανός) «Εκ σου γαρ μοι εξελεύσεται ηγούμενος». Δεύτερον, από τον Προφήτην Δαβίδ, λέγοντα εν τω οθ' Ψαλμώ «Ο ποιμαίνων τον Ισραήλ πρόσχες· ο οδηγών ωσεί πρόβατον τον Ιωσήφ, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ εμφάνηθι». ΄Οθεν ο Ιεράρχης Κοσμάς επιστρέφων τον λόγον του προς την Βηθλεέμ την κατά σάρκα πατρίδα του Κυρίου λέγει. «Συ Βηθλεέμ Βασίλισσα (τούτο γαρ δηλοι το, Βασίλεια κατά την μεταχείρησιν των αρχαίων συγγραφέων) και ανωτέρα ούσα των ηγεμόνων της βασιλικής φυλής του Ιούδα, ευφραίνου· διότι ο Χριστός, ος τις ποιμαίνει τον Ισραήλ, κατά την προρρηθείσαν ρήσιν του Δαβίδ, και κάθηται επάνω εις τους ώμους των δύο χρυσών Χε­ρουβίμ των ευρισκομένων μέσα εις τα ΄Αγια των Αγίων[6], αυτός, λέγω, εκβήκε φανερά από εσέ: ήτοι εγεννήθη κατά σάρκα. ος τις α­νυψώσας το κέρας ημών των νέων Ισραηλιτών Χριστιανών των πιστευόντων εις αυτόν, εβασίλευσεν επάνω εις όλα τα ΄Εθνη». Ούτω λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ «Εβασίλευσεν ο Θεός επί τα ΄Εθνη» (Ψαλ. μς' 9). 
Σημείωσαι δε, ότι ο μεν Ευφραθά ήτον απόγονος της Ιούδα φυ­λής, ο δε Βηθλεέμ ήτον Υιός του Ευφραθά, αφ' ων και ωνομάσθη ο τόπος· καθώς γέγραπται εις τα Παραλειπόμενα «Ευφραθά Πατρός Βηθλεέμ» (α' Παραλ. δ' 4). Ο δε Αλεξανδρείας Κύριλλος το ανωτέ­ρω ρητόν του Μιχαίου ερμηνεύων λέγει, «Ποιείται δη ουν τον λόγον προς την Βηθλεέμ: ήτοι τον οίκον του Ευφραθά. και καλείται μεν ο χώρος Ευφραθά, Βηθλεέμ δε το πολίχνιον: ήγουν η εν τη χώρα κώ­μη, όθεν ην Ιεσσαί και Δαβίδ και αύτη πάλιν η Αγία Παρθένος, η το Θείον ημίν εκτέτοκε βρέφος το παιδίον τον Ιησούν. Ω τοίνυν Βηθλεέμ (φησίν), οίκος Εφραθἀ, ει και ολιγοστός ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα. τούτ' έστι μυρίαι μέν όσαι λαμπραί και μεγάλαι της Ιουδαίας, αι πόλεις. αλλ' ει και ολίγοι παντελώς οι σε κατοικούντες και νεμόμενοι, συ γενήση τροφός, και κληθήση πόλις του βασιλεύσαντος επί τον Ισραήλ· και ου τι που πάντως των εξ αίματος Ισραήλ, αλλά και των εν επαγγελίαις προεπηγγελμένων τω Α­βραάμ (τουτέστι των πιστευσάντων Εθνών)».

 

[1]Οι αιώνες νοητά κτίσματα εισι κατά τόν Θεσσαλονίκης Γρηγόριον (Κεφάλαιον ξη' των θεολογικών) όθεν είπε και ο Παύλος «δι' ου (του Υιού δηλ.) και τους αιώνας έποίησεν» (ο Πατήρ δηλ.) Περιλαμβάνει δε ο αιών τα άιδια και αθάνατα: ή­τοι τους νοερούς Αγγέλους, καθώς και ο χρόνος περιλαμβάνει τα θνητά κτίσματα. Διό είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος «Όπερ ήμιν ο χρόνος Ηλίου φορςί μετρούμενος, τούτο τοις αϊδίοις αιών» (Λόγος εις την Χρίστου Γέννησιν). ο δε Θεός πρό των αιώνων και όπερ τους αιώνας έστιν όθεν ακολούθως προαιώνιος και υπεραιώνιος λέγεται. 
[2]Τούτο το ρητόν του Θεολόγου ερμηνεύω ο Ζωναράς εν τω πλ. α΄ ήχω της Οκτωήχου, φέρει ένα παράδειγμα γλαφυρόν «Ουχ’ όμοιον τω τον Βασιλέα την οικεία βασίλειον στολήν (ήτοι το κατ’ εικόνα) ιδιώτη χαρίσασθαι, και το δούλου ράκος αυτόν ενδύσασθαι δια σωτηρίαν των υπηκόων; αλλά πολύ το δεύτερον του προτέρου παραδοξότερον». Ερμηνεύων δε ο αυτός και το «Ο της δόξης Κύριος εν αδοξίας μορφή» Ιωάννου του Δαμασκηνού ρητόν, λέγει «Αδοξίαν τον άνθρωπον εφη γράφει γαρ ο Παύλος περί του Χριστού ότι εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών τι γουν αδοξότερον και ατιμότερον δούλου; Αντί ουν ειπείν δούλου μορφήν, αδοξίαν είπε μορφήν. Και άλλως δε, αδοξία ην τω Θεώ κατά το πρόχειρον, τω υπερ πάσαν ουσίαν, τω αύλω, σάρκα περιβαλέσθαι εκ χοός την σύστασιν έχουσαν παχειάν τε και θνήτην ως γαρ αδοξία αν νομισθεί η Βασιλεί ει ράκος ευτελές περιβάλοιτο, την πορφύραν περικαλύπτων ούτω και τω Κυρίω η σαρξ εις αδοξίαν ην κατά το φαινόμενον». 
[3]Τούτο τό ίδιον λέγει και ο Χρυσόστομος «Πολλοί ενόμισαν, ότι το εμφύση­μα αυτού (του Θεού δηλ.) ήν η ψυχή, και ότι εκ της ουσίας του Θεού μετεδόθη τω σώματι η ψυχή έστι δε πολλής ού μόνον ανοίας, αλλά και ατοπίας μεστός ο λόγος· ει γάρ έκ της ουσίας του Θεού η ψυχή, ούχ εχρήν αυτω μέν είναι σοφήν, εν άλλω δε μωράν και ασύνετον ουδέ εν τούτω μέν είναι ψυχήν δικαίαν, εν έτέρω δε άδικον η γάρ του Θεού ουσία ού μερίζεται, ουδέ αλλοιούται, αλλ' εστίν αναλλοίωτος... Το εμφύσημα λοιπόν επί Θεού, η του Αγίου Πνεύματος έστιν ενέργεια. "Ωσπερ γαρ ο Σωτήρ ενεφύσησεν εις τα πρόσωπα των Αποστόλων και είπε, λάβετε Πνεύμα Άγιον ούτω το εμφύσημα το θείον ανθρωπίνως ακουόμενον, Πνεύμα έστι το προσκυνητόν και Αγιον. Τούτο το Πνεύμα προελθόν, ούκ αυτό γέγονε ψυχή, αλλά ψυ­χήν έκτισεν ούκ αυτό εις ψυχήν μετεβλήθη, αλλά ψυχήν εδημιούργησε· δημιουργόν γάρ το Πνεύμα το Άγιον, κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουρ­γία της ψυχής. Πατήρ γάρ και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη Θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα» (λόγω εις το Πως ο Αδάμ έλαβε την ψυχήν, τόμω ε'). Ορα και εις τας υποσημειώσεις του Τροπαρίου του λέγοντος «Ος ην εν αρχή προς Θεόν Θεός Λόγος», κατά τον Ιαμβικόν Κανόνα της Χριστού Γεννήσεως. 
[4]Σημείωσαι, ότι και εδώ η γενική «της χείρω» έγινε κατά αποκοπήν από της «χείρονος» ως είπομεν ανωτέρω και περί της «αμείνω». 
[5]Σημείωσαι, ότι, κατά τον Νικήταν ερμηνεύοντα το ψαλμικόν εκείνο «Ιδού ηκούσαμεν αυτήν εν Εφραθά», παρ'Εβραίοις το «Εφραθά» σημαίνει Μαρία, εξ ης εγεννήθη ο Κύριος. 
[6]Κατά δε θεωρίαν υψηλοτέραν, ο του Ισραήλ ποιμήν, λέγει ο Ησύχιος, δεν είναι άλλος έξω από τον Χριστόν τον ειπόντα «Εγώ είμι ο ποιμήν ο καλός», ο οποίος ποιμαίνει τον Ισραήλ: τουτέστι τον έχοντα νουν δρώντα τον Θεόν τούτο γαρ δηλοί το όνομα Ισραήλ. Οδηγεί δε και τον Ιωσήφ: ήτοι τους Εθνικούς, οι τίνες κοντά εις τους Ιουδαίους προσετέθησαν Ιωσήφ γαρ πρόσθεσις ερμηνεύεται. Κά­θεται δε ο Θεός εις τα Χερουβίμ: ήτοι εις τους Εχοντας πλήθος γνώσεως. τούτο γάρ δηλοί τό Όνομα Χερουβίμ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις