Ο Άγιος στάρετς Ιλαρίωνας της Όπτινα
18 Σεπτεμβρίου
Ο στάρετς Ίλαρίων, προϊστάμενος της σκήτης, ήρθε στην Οπτινα σε ηλικία τριάντα τεσσάρων ετών, όταν ήταν ήδη ώριμος άντρας. Ήταν μαθητής του στάρετς Μακαρίου. Στα προηγούμενα χρόνια του είχε εμπνευστεί, επηρεαστεί και καθοδηγηθεί από ένα λαϊκό γέροντα, το Συμεών Κλίμιχ (15 Απριλίου 1837), πού φημιζόταν ως άγιος άνθρωπος.
Ο Ίλαρίων γεννήθηκε στίς 8 Απριλίου 1805, ανήμερα του Πάσχα, στο Κλούτς. Οι γονείς του ήταν πολύ ευσεβείς άνθρωποι. Ο πατέρας του ήταν ράφτης και συχνά ταξίδευε σε άλλες πόλεις, έτσι την ανατροφή του την ανέλαβε η μητέρα του. Ο Ροδίων, όπως ήταν το βαφτιστικό του όνομα, ήταν ένα ήρεμο παιδί, πράο και ταπεινό. Από τότε πού ήταν επτά ετών η μητέρα του του είχε πει πώς ο προορισμός του ήταν να πάει σε μοναστήρι, κάτι πού ο μικρός Ροδίων φαίνεται πώς είχε αποδεχτεί και του άρεσε πολύ.
Η δουλειά του πατέρα του τους ανάγκασε πολλές φορές να μετακομίσουν σε διάφορες πόλεις. Έτσι έμεινε κατά καιρούς στο Βορονέζ, στη Μόσχα, στο Σαράτωφ κλπ. Έτσι στον Ροδίωνα δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτεί όλα σχεδόν τα μοναστήρια των περιοχών αυτών και να έρθει σε άμεση επαφή με το μοναχισμό.
Μετά από ένα διάστημα ιεραποστολικής δράσης στον κόσμο, ο Ροδίων αποφάσισε ν’ ασπαστεί το μοναχικό βίο, όπως είχε προβλέψει από τότε πού ήταν παιδί ή μητέρα του. Στην αρχή, κατά τα έτη 1837 και 1838, έκανε διάφορα προσκυνηματικά ταξίδια. Επισκέφτηκε όλα σχεδόν τα μεγάλα μοναστήρια της εποχής και κατέληξε στο μοναστήρι του Σάρωφ. Εκεί γνωρίστηκε με το γέροντα Ιλαρίωνα, πρώην μαθητή του αββά Ναζαρίου του Βαλαάμ. Εκείνος διέγνωσε αμέσως το ζήλο καί τον πνευματικό προσανατολισμό του και τον κατεύθυνε στην Οπτινα.
Μόλις ο Ίλαρίων έφτασε στην Όπτινα ο στάρετς Μακάριος τον πρόσεξε αμέσως. Τον τοποθέτησε σ’ ένα κελλί δίπλα σ’ έναν άλλο Βαλααμίτη μοναχό, τον π. Βαρλαάμ. Ο π. Βαρλαάμ έγινε ό πρώτος καθοδηγητής του Ίλαρίωνα στην Οπτινα κι αργότερα ο πρώτος πού τον δίδαξε τη νοερά προσευχή. Ο ίδιος ο π. Βαρλαάμ ήταν μεγάλος εργάτης της προσευχής του Ίησού. Ελεγε αργότερα γι’ αυτόν ό π. Ίλαρίων πώς ήταν πολύ νηπτικός. Μια φορά τον επισκέφτηκε κάποιος κι άρχισε να του λέει:
- Μπάτιουσκα, άκουσα κάτι, είδα αυτό κι αυτό…
- Είναι κάτι ωφέλιμο άπ’ ολ’ αυτά; τον διέκοψε ό γέροντας. Θα ‘ταν καλύτερα να μη βλέπεις καί να μην ακούς τίποτα. Προσπάθησε να εξετάζεις καί να καθαρίζεις τους λογισμούς σου καί την καρδιά σου συχνότερα.
Ό στάρετς Μακάριος έκανε τον Ίλαρίωνα συγκελλιώτη και γραμματέα του, τον επιφόρτισε με το καθήκον της πνευματικής καθοδήγησης σε πολλά γυναικεία μοναστήρια καί τελικά τον προώθησε να γίνει προϊστάμενος της σκήτης
Ο π. Ίλαρίων έζησε κοντά στο στάρετς Μακάριο μέχρι την ευλογημένη του κοίμηση, είκοσι ένα συνολικά χρόνια. Εξομολογούνταν σ’ αυτόν κι όσο ζούσε ο στάρετς Λεωνίδας πήγαινε καθημερινά κοντά του κι έξαγορευόταν τους λογισμούς του. Έτσι διδάχτηκε από το στάρετς Λεωνίδα τίς αρετές της ταπείνωσης, της αγάπης και της πραότητος.
Οταν ό στάρετς Μακάριος κοιμήθηκε, ένα πλήθος μονάζουσών, πού ήταν πνευματικές θυγατέρες του, ζήτησαν την πνευματική προστασία καί καθοδήγηση του γέροντα Ίλαρίωνα. Οντας στο νεκροκράβατο ο στάρετς Μακάριος ευλόγησε τον Ίλαρίωνα και του έδωσε το μανδύα του, που κάποτε άνηκε στο μεγάλο άγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ.
Ο στάρετς Μακάριος είχε παρατηρήσει την πνευματική πρόοδο του π. Ίλαρίωνα, γι’ αυτό και τον είχε ορίσει μαζί με τον άλλον ιερομόναχο, το στάρετς Αμβρόσιο, να τον διαδεχτούν μετά την κοίμηση του στην ευθύνη του πνευματικού καθοδηγητή. Καί το διακόνημα αυτό ό π. Ίλαρίων το κράτησε πιστά ως τίς τελευταίες μέρες της ζωής του. Μετά την κοίμηση του στάρετς Μακαρίου ανέλαβε προϊστάμενος της σκήτης καί πνευματικός του μοναστηρίου.
Ο στάρετς Ίλαρίων αναλωνόταν στην εξομολόγηση και την πνευματική καθοδήγηση τόσο των μοναχών όσο και των πολυάριθμων επισκεπτών, πού πολλές φορές κατέφθαναν κατά εκατοντάδες στην Οπτινα. Ο λόγος του ήταν σύντομος, σαφής, απλός και πειστικός, γιατί ό,τι κι αν συμβούλευε, το ‘χε πρώτος δοκιμάσει στην πράξη. Δεχόταν το ίδιο τους επίσημους και τους απλούς ανθρώπους, τους πλούσιους και τους φτωχούς, τους μοναχούς και τους λαϊκούς. Τους άντρες και τους μοναχούς τους δεχόταν στο δωμάτιο υποδοχής, τίς γυναίκες σ’ ένα μικρό κελλί πού είχε είσοδο έξω από τη σκήτη, δίπλα στην πύλη.
Στην εξομολόγηση απαιτούσε μετάνοια, γι’ αυτό κι όταν ήταν δυνατό άφηνε τους επισκέπτες να περιμένουν πριν από την εξομολόγηση τρεις μέρες, ώστε να ‘χουν το χρόνο να ερευνήσουν τον εαυτό τους, να θυμηθούν όλη την προηγούμενη ζωή τους και τις αμαρτίες πού διέπραξαν, για να κάνουν καλή και καθαρή εξομολόγηση. Αν αυτό δεν ήταν δυνατό, τους εξομολογούσε αμέσως και προσπαθούσε ο ίδιος με διάφορες επιδέξιες ερωτήσεις να τους οδηγήσει σε καθαρή εξομολόγηση με μετάνοια. Κι όσοι εξομολογούνταν στο στάρετς Ίλαρίωνα ομολογούσαν πώς κοντά του βρήκαν παρηγοριά μα και θεραπεία τόσο από τις ψυχικές όσο κι από τίς σωματικές τους παθήσεις. Πολλοί ήταν εκείνοι πού οδηγήθηκαν κοντά του με διάφορες νευρικές ή ψυχικές παθήσεις κι έφυγαν τελείως θεραπευμένοι.
Όταν έφτασε ο καιρός ν’ αναπαυτεί ο στάρετς Ίλαρίων, ο ήδη μακαριστός όσιος Μακάριος εμφανίστηκε πολλές φορές στον ύπνο του. Οι εμφανίσεις αυτές γίνονταν πιο συχνές όσο αυξάνονταν τα βάσανα του και πλησίαζε προς το θάνατο. Σέ μια τέτοια εμφάνιση, ένα μήνα προτού πεθάνει, ο στάρετς Μακάριος του είπε:
-Σ’ επισκέπτομαι καθ’ όδόν, βιάζομαι. Δεν έχω καιρό τώρα, έχω πολλά να κάνω. Θα σε ξαναεπισκεφτώ. Στό μεταξύ όμως συγχώρεσε με.
Αυτό σήμαινε πώς ο θάνατος του αναβλήθηκε. Την ίδια μέρα ένας αδελφός είδε το στάρετς Μακάριο να τρέχει προς τη σκήτη τριγυρισμένος από πολλούς ανθρώπους, μοναχούς και λαϊκούς. Ο αδελφός του ζήτησε ευλογία κι ο στάρετς του είπε, ενώ τον ευλογούσε:
- Κάνε γρήγορα, έχε την ευχή μου. Πρέπει να τρέξω στη σκήτη. Θα μείνω εκεί.
Την ίδια ώρα στη σκήτη ο στάρετς Ίλαρίων αργοπέθαινε μισοπαράλυτος, καθισμένος μπροστά σ’ ένα μεγάλο πορτραίτο του στάρετς Μακαρίου, πού του ‘χε δωρίσεις μια από τις πνευματικές του θυγατέρες. Ζήτησε πολλές φορές να του δώσουν το πορτραίτο για να το ασπαστεί. Ελεγε πώς έπρεπε να υπομείνει τα βάσανα του και πώς ο στάρετς Μακάριος θα τον έπαιρνε, μα φαίνεται πως δεν ήταν έτοιμος ακόμα. Ο Ίλαρίων είδε και πάλι σε όραμα το στάρετς Μακάριο, του οποίου όμως το μήνυμα παραμένει μυστήριο.
Μετά άπ’ αυτά όλοι οι πόνοι σταμάτησαν. Ό γέροντας ηρέμησε, ήταν ειρηνικός και τραβούσε ήσυχα το κομποσχοίνι του, δείγμα της αδιάλειπτης προσευχής του. Αναπαύτηκε σ’ αυτή τη θέση, κρατώντας γερά το κομποσκοίνι του ,στις 18 Σεπτεμβρίου 1873.Τον έθαψαν δίπλα ακριβώς από τον τάφο του στάρετς Μακαρίου.
Το βιβλίο του Πέτρου Μπότση
«Πατερικό της Όπτινα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου