Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Περί του Αββά Ιωάννη του Κολοβού

 
Περί του Αββά Ιωάννη του Κολοβού 

ΠΗΓΗ:ΕΔΩ  

α΄. Διηγήθηκαν για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, ότι έφυγε να πάει σ’ ένα Θηβαίο γέροντα, σε Σκήτη. Και έμενε στην έρημο. Πήρε λοιπόν ο Αββάς του ένα ξερό ξύλο, το φύτεψε και του είπε: «Κάθε μέρα να το ποτίζεις με ένα λαγήνι νερό, έως ότου βγάλει καρπό». 
Ήταν δε το νερό μακριά απ’ αυτούς, έτσι όπου ξεκινώντας κάποιος το βράδι, ερχόταν το πρωί. Μετά από τρία χρόνια λοιπόν, ανέλαβε ζωή και έβγαλε καρπό. 
Και παίρνοντας ο γέροντας τον καρπό του, τον έφερε στη σύναξη και είπε στους αδελφούς: «Λάβετε, φάγετε καρπό υπακοής». 
β΄. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, ότι είπε κάποτε στον μεγαλύτερο αδελφό του: «Θα ήθελα να είμαι αμέριμνος, όπως είναι αμέριμνοι οι Άγγελοι όπου δεν εργάζονται, αλλά αδιάλειπτα λατρεύουν τον Θεό». Και βγάζοντας το ιμάτιο, πήγε στην έρημο. 
Αφού δε πέρασε εκεί μια εβδομάδα, γύρισε στον αδελφό του. Και σαν χτύπησε την πόρτα, τον ρώτησε εκείνος από μέσα, πριν ανοίξει: «Ποιος είσαι;». 
Και αποκρίθηκε: «Ο Ιωάννης ο αδελφός σου». 
Και του λέει εκείνος: «Ο Ιωάννης έχει γίνει Άγγελος και δεν είναι πια ανάμεσα στους ανθρώπους». 
Αυτός όμως τον παρακαλούσε, λέγοντας: «Εγώ είμαι». Αλλά δεν του άνοιξε και τον άφησε έως το πρωί να υποφέρει. 
Ύστερα δε, του άνοιξε και του λέει: «Άνθρωπος είσαι, ανάγκη έχεις πάλι να εργάζεσαι για την τροφή σου». 
Και έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρησε με».

γ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: «Αν θελήσει ένας βασιλιάς να κυριεύσει μια εχθρική πόλη, πρώτα της κρατά το νερό και τα τρόφιμα. Και έτσι οι εχθροί, κινδυνεύοντας να χαθούν από την πείνα, του υποτάσσονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη της σάρκας. Αν ζει κάποιος με νηστεία και πείνα, οι εχθροί χάνουν τη δύναμη τους στην ψυχή του».

δ΄.Είπε πάλι «Όποιος χορταίνει και κάνει συντροφιά με νέους, ήδη έχει αμαρτήσει σαρκικά στον λογισμό του».

ε΄.Είπε πάλι: «Ανέβαινα κάποτε τον δρόμο της Σκήτης με την πλεξούδα και ο καμηλιέρης μιλούσε προκαλώντας μου οργή. Άφησα λοιπόν όλα τα πράγματα μου και έφυγα».

στ΄.Άλλοτε πάλι, κατά τον θερισμό, άκουσε έναν αδελφό να μιλά με οργή και να αποπαίρνει τον διπλανό του. Και αφήνοντας τον θερισμό, έφυγε.

ζ΄.Συνέβη κάποτε να τρώνε μαζί μερικοί γέροντες σε Σκήτη. Μαζί τους δε ήταν και ο Αββάς Ιωάννης. Και σηκώθηκε ένας πολύ σεβάσμιος πρεσβύτερος να δώσει το κανάτι με το νερό. Και κανείς δεν τόλμησε να το πάρει από τα χέρια του, παρά μόνο ο Ιωάννης ο Κολοβός. 
Θαύμασαν λοιπόν και του είπαν: «Πώς συ, ο μικρότερος από όλους, τόλμησες να υπηρετηθείς από τον πρεσβύτερο;». 
Και τους αποκρίνεται: «Όταν εγώ σηκώνομαι για να προσφέρω το κανάτι, νοιώθω χαρά αν το πάρουν όλοι, για να έχω μισθό. Γι’ αυτό λοιπόν το δέχθηκα τώρα, για να του εξασφαλίσω μισθό. Μήπως λυπηθεί όπου κανείς δεν το δέχθηκε απ’ αυτόν». 
Και σαν μίλησε έτσι, θαύμασαν και ωφελήθηκαν από τη διάκριση του. 
η΄.Ενώ καθόταν κάποτε μπροστά από την εκκλησία, τον τριγύρισαν οι αδελφοί και του εξέθεταν τους λογισμούς τους. Βλέποντας το αυτό ένας από τους γέροντες και κινημένος σε φθόνο, του λέει: «Το κανάτι σου, Ιωάννη, είναι γεμάτο από φαρμάκι». 
Του λέει ο Αββάς Ιωάννης: «Έτσι είναι, Αββά. Και αυτό το είπες, βλέποντας μόνο τα έξω. Αν έβλεπες και τα μέσα, τι θα έλεγες;». 
θ΄. Έλεγαν οι πατέρες, ότι, ενώ έτρωγαν κάποτε οι αδελφοί σε τραπέζι αγάπης, γέλασε ένας αδελφός. Βλέποντας τον δε ο Αββάς Ιωάννης, έκλαψε και είπε: «Τι τάχα έχει ο αδελφός αυτός στην καρδιά του, όπου γέλασε, ενώ θα έπρεπε μάλλον να κλάψει, τρώγοντας σε τραπέζι αγάπης;». 
ι΄.Ήλθαν κάποτε μερικοί αδελφοί για να τον πειράξουν. Γιατί δεν άφηνε τον λογισμό του να περιπλανάται εδώ και εκεί ούτε μιλούσε για θέματα της παρούσης ζωής. Και του λένε: «Ευχαριστούμε τον Θεό, όπου έβρεξε εφέτος πολύ και ήπιαν οι φοινικιές και βγάζουν βλαστούς και βρίσκουν οι αδελφοί υλικό για το εργόχειρο τους». 
Τους λέει ο Αββάς Ιωάννης: «Έτσι συμβαίνει με το Πνεύμα το Άγιο. Όταν κατεβεί στις καρδιές των ανθρώπων, ανανεώνονται και ξαναβλασταίνουν μέσα στον φόβο του Θεού». 
ια΄. Έλεγαν γι’ αυτόν, ότι κάποτε έπλεξε από μια σειρά φοινικόφυλλα όπου ήταν για δυο ζεμπίλια, ένα μονάχα, χωρίς να πάρει είδηση, ωσότου έφθασε κοντά στον τοίχο. Γιατί ο λογισμός του ήταν βυθισμένος στη θεωρία. 
ιβ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Μοιάζω με άνθρωπο όπου κάθεται κάτω από μεγάλο δένδρο και βλέπει να έρχονται προς το μέρος του πολλά θηρία και φίδια. Και όταν δεν μπορώ να τα αντιμετωπίσει, σκαρφαλώνει γρήγορα στο δένδρο και γλιτώνει. Έτσι και εγώ. Κάθομαι στο κελλί μου και βλέπω τους αμαρτωλούς λογισμούς να μου επιτίθενται. Και όταν δεν μπορώ να τα βάλω μαζί τους, καταφεύγω στον Θεό με την προσευχή και γλιτώνω από τον εχθρό».

ιγ΄. Είπε ο Αββάς Ποιμένας για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, ότι παρακάλεσε τον Θεό και σηκώθηκαν τα πάθη απ’ αυτόν και έγινε αμέριμνος. Και πήγε σ’ ένα γέροντα και του είπε: «Βλέπω τον εαυτό μου να αναπαύεται και να μη έχει κανένα πόλεμο». 
Και του λέει ο γέροντας: «Πήγαινε, παρακάλεσε τον Θεό, να σου ξαναφέρει τον πόλεμο, καθώς και τη συντριβή και την ταπείνωση όπου είχες πρώτα. Γιατί μέσα από τους πολέμους προοδεύει η ψυχή». 
Παρακάλεσε λοιπόν. Και σαν ήλθε ο πόλεμος, ποτέ δεν ξαναζήτησε πλέον να απαλλαγεί απ’ αυτόν. Αλλά έλεγε: «Δος μου, Κύριε, υπομονή στους πειρασμούς». 
ιδ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης, ότι κάποιος από τους γέροντες βρέθηκε σε έκσταση και είδε. Και ιδού, τρεις μοναχοί στέκονταν πέρα από τη θάλασσα. Και άκουσαν φωνή από το άλλο μέρος, όπου τους έλεγε: «Πάρετε φτερά πύρινα και ελάτε προς εμένα». 
Και οι μεν δυο πήραν και πέταξαν αντίπερα. Ο δε άλλος έμεινε. Και έκλαιγε πολύ και φώναζε. Ύστερα δε, δόθηκαν και σ’ αυτόν φτερά, όχι όμως πύρινα, αλλά ασθενικά και αδύναμα. Και με πολύ κόπο, άλλοτε βουλιάζοντας και άλλοτε βγαίνοντας επάνω, μόλις και κατάφερε να φθάσει αντίπερα. 
Έτσι και η γενέα αυτή, αν και της δίνονται φτερά, όμως δεν είναι πύρινα. Μόλις ασθενικά και αδύναμα παίρνει. 
ιε΄.Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ιωάννη, λέγοντας: «Πώς η ψυχή μου, ενώ έχει έλκη, δεν ντρέπεται να κατακρίνει τον πλησίον;». 
Και του λέει ο γέροντας μια παραβολή για την καταλαλιά: «Ένας άνθρωπος ήταν φτωχός και είχε γυναίκα. Είδε και μια άλλη ωραία και την πήρε και αυτή. Ήταν δε και οι δυο τους γυμνές. Έγινε σ’ ένα τόπο πανηγύρι και τον παρακάλεσαν, λέγοντας: «Πάρε μας μαζί σου». 
Τις παίρνει και τις δυο και τις βάζει σ’ ένα πιθάρι. Μπάρκαρε κατόπιν και έφθασε σ’ εκείνο τον τόπο. Όταν δε έπεσε πολλή ζέστη και οι άνθρωποι αποσύρθηκαν να ησυχάσουν, σηκώνει το κεφάλι η μια και μη βλέποντας κανέναν, πήδηξε έξω στην κοπριά. Και μαζεύοντας διάφορα ράκη παλιά, έφτιαξε μ’ αυτά ένα πρόχειρο φόρεμα και από εκεί και πέρα βάδιζε χωρίς πια να ντρέπεται. Η άλλη δε, καθισμένη γυμνή, έλεγε: «Να, αυτή η ξετσίπωτη δεν ντρέπεται να περπατά γυμνή». 
Πράγμα που στενοχώρησε τον άνδρα της και της είπε: «Μα τι λες εκεί; Αυτή τουλάχιστο σκεπάζει την ασχημοσύνη της. Και συ, όντας ολόγυμνη, δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι;». 
Κάτι ανάλογο είναι και η καταλαλιά. 
ιστ΄. Έλεγε δε πάλι στον αδελφό ο γέροντας για την ψυχή όπου θέλει να μετανοήσει. «Ήταν μια όμορφη και αμαρτωλή γυναίκα σε κάποια πόλη και πολλούς φίλους είχε. Πηγαίνει σ’ αυτήν ένας άρχοντας και της λέει: ‘‘Φρονίμεψε και εγώ σε παίρνω γυναίκα μου’’. 
Εκείνη συμμορφώθηκε. Την πήρε λοιπόν και την πήγε στο μέγαρο του. Στο μεταξύ, οι φίλοι της, αναζητώντας την, έλεγαν: ‘‘Ο τάδε άρχοντας την πήρε στο σπίτι του. Αν λοιπόν πάμε στην πόρτα του σπιτιού του και το αντιληφθεί, θα μας κάνει κακό. Να τι πρέπει να κάνουμε: Να πάμε πίσω από το σπίτι και να της σφυρίξουμε. Καταλαβαίνοντας τότε από το σφύριγμα ότι εμείς είμαστε, θα κατεβεί η ίδια σ’ εμάς και έτσι δεν θα μπορεί κανείς να μας κατηγορήσει’’. 
Άκουσε λοιπόν η γυναίκα το σφύριγμα, έφραξε τα αυτιά της, όρμησε στην πιο μέσα κρεββατοκάμαρα και έκλεισε πίσω της τις πόρτες. Εκείνη η γυναίκα συμβολίζει την ψυχή. Οι φίλοι της είναι τα πάθη και οι άνθρωποι. Ο άρχοντας είναι ο Χριστός. Και το εσωτερικό του σπιτιού, η αιωνία μονή. Αυτοί όπου σφύριζαν, είναι οι σκοτεινοί δαίμονες. Αλλά η ψυχή τους ξεφεύγει μένοντας πιστή στον Κύριο». 
ιζ΄. Ενώ κάποτε ανέβαινε ο Αββάς Ιωάννης από μια Σκήτη με άλλους αδελφούς, έχασε τον δρόμο ο οδηγός τους. Γιατί ήταν νύχτα. Και λένε οι αδελφοί στον Αββά Ιωάννη: «Τι να κάνουμε, Αββά, όπου έχασε τον δρόμο ο αδελφός και κινδυνεύουμε να πεθάνουμε πηγαίνοντας εδώ και εκεί;». 
Τους λέει ο γέροντας: «Αν του το πούμε, θα λυπηθεί και θα ντροπιασθεί. Λοιπόν, εγώ θα κάνω ότι αρρώστησα και θα πω ότι δεν μπορώ να προχωρήσω, αλλά θα μείνω εδώ έως το πρωί». 
Και έκανε έτσι. Οι δε υπόλοιποι είπαν: «Ούτε εμείς θα προχωρήσουμε, αλλά θα καθίσουμε μαζί σου». 
Και κάθισαν έως το πρωί και δεν σκανδάλισαν τον αδελφό. 
ιη΄. Ήταν ένας γέροντας σε Σκήτη, άξιος μεν στις χειρωνακτικές εργασίες, αλλά όχι και δυνατός στους λογισμούς. Πήγε λοιπόν στον Αββά Ιωάννη για να τον συμβουλευθεί σχετικά με τη λήθη. Άκουσε τον λόγο του, γύρισε στο κελλί του και ξέχασε τι του είχε πει ο Αββάς Ιωάννης. Ξαναπήγε λοιπόν να τον ρωτήσει. Και αφού άκουσε ξανά τον λόγο του, γύρισε. 
Σαν έφθασε όμως στο κελλί του, πάλι ξέχασε. Έτσι, και άλλες φορές ακόμη πηγαίνοντας, μόλις γύριζε, τον ξανάπιανε η λήθη. Μετά από καιρό δε, έχοντας συναντήσει τον γέροντα, του είπε: «Ξέρεις, Αββά, λησμόνησα πάλι ο,τι μου είπες. Αλλά για να μη σ’ ενοχλήσω, δεν ήλθα». 
Του λέει ο Αββάς Ιωάννης: «Πήγαινε, άναψε λυχνάρι». Και άναψε. 
Του λέει δε πάλι: «Φέρε άλλα λυχνάρια και άναψε τα απ’ αυτό». Έκανε το ίδιο. 
Και είπε ο Αββάς Ιωάννης στον γέροντα: «Μήπως έπαθε τίποτε το λυχνάρι με το να ανάψεις απ’ αυτό τα άλλα λυχνάρια;». 
Του λέει: «Όχι». 
Είπε τότε ο γέροντας: «Έτσι, ούτε και ο Ιωάννης. Και αν όλη η Σκήτη έρχεται σ’ εμένα, δεν θα με εμποδίσει από τη χάρη του Χριστού. Λοιπόν, όταν θέλεις, ας έρχεσαι, χωρίς καθόλου να διστάζεις». 
Και έτσι, με την υπομονή και των δυο τους, απάλλαξε ο Θεός τον γέροντα από τη λήθη. Αυτό δε επεδίωκαν κυρίως οι Σκητιώτες, να βοηθούν πρόθυμα όσους πολεμούσε το πονηρό πνεύμα. Βίαζαν τον εαυτό τους να κερδίζουν ο ένας τον άλλο στο αγαθό. 
ιθ΄.Ρώτησε ένας αδελφός τον Αββά Ιωάννη, λέγοντας: «Τι να κάνω; Γιατί συχνά έρχεται κάποιος αδελφός να με πάρει σε εργασία και εγώ βασανισμένος είμαι και αδύναμος και κουράζομαι μ’ αυτό. Τι λοιπόν πρέπει να κάνω για την εντολή;». 
Και του αποκρίνεται ο γέροντας και του λέει: «Ο Χάλεβ είπε στον Ιησού του Ναυή: ‘‘Σαράντα χρόνων ήμουν, όταν μας έστειλε από την έρημο ο Μωυσής, ο δούλος του Κυρίου, εμένα και σένα σ’ αυτή τη χώρα. Και τώρα είμαι ογδόντα πέντε χρόνων. Όπως ήμουν τότε, έτσι και τώρα μπορώ να εισέλθω και να εξέλθω σε πόλεμο’’. Έτσι λοιπόν και συ, αν μπορείς, όπως εξέρχεσαι, έτσι και να εισέρχεσαι, πήγαινε. Αν όμως δεν μπορείς έτσι να κάνεις, μένε στο κελλί σου, κλαίγοντας τις αμαρτίες σου. Και αν σε βρουν να πενθείς, δεν θα σε αναγκάζουν να εξέλθεις». 
κ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Ποιος πούλησε τον Ιωσήφ;». 
Και αποκρίθηκε κάποιος αδελφός, λέγοντας: «Οι αδελφοί του». 
Του λέει ο γέροντας: «Όχι, αλλά η ταπείνωση του τον πούλησε. Γιατί μπορούσε να πει ότι ήταν αδελφός εκείνων και να αντιλέξει. Αλλά σιωπώντας, με την ταπείνωση, πούλησε τον εαυτό του. Και η ταπεινοφροσύνη τον ανέδειξε άρχοντα στην Αίγυπτο». 
κα΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Αφήσαμε το ελαφρό φορτίο, δηλαδή το να κατηγορούμε τον εαυτό μας και βάλαμε στους ώμους μας το βαρύ, δηλαδή το να δικαιώνουμε τον εαυτό μας». 
κβ΄. Ο ίδιος είπε: «Η ταπεινοφροσύνη και ο φόβος του Θεού είναι πάνω από όλες τις αρετές». 
κγ΄. Ο ίδιος βρισκόταν κάποτε στην εκκλησία και στέναξε, αγνοώντας ότι κάποιος άλλος ήταν πίσω του. Όταν το κατάλαβε λοιπόν, έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρησε με, Αββά, δεν κατηχήθηκα ακόμη». 
κδ΄. Ο ίδιος έλεγε στον μαθητή του: «Ας τιμήσουμε τον ένα και όλοι θα μας τιμούν. Αν όμως καταφρονήσουμε τον ένα, όπου είναι ο Θεός, όλοι μας καταφρονούν και πηγαίνουμε σε απώλεια». 
κε΄. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη ότι ήλθε στην εκκλησία, σε Σκήτη. Και ακούγοντας αντιλογίες μερικών αδελφών, γύρισε στο κελλί του. Και δεν εισήλθε σ’ αυτό, παρά αφού το έφερε γύρω τρεις φορές. Τον είδαν κάποιοι αδελφοί και απόρησαν γιατί το έκανε αυτό. Πήγαν λοιπόν και τον ρώτησαν. 
Εκείνος δε τους λέει: «Είχα γεμάτα τα αυτιά μου από την αντιλογία. Έφερα λοιπόν γύρω το κελλί μου, για να τα καθαρίσω και έτσι να εισέλθω, με ησυχία του νου μου». 
κστ΄. Ήλθε κάποτε ένας αδελφός στο κελλί του Αββά Ιωάννη κατά το βράδι, με την πρόθεση να μείνει για λίγο και ύστερα να φύγει. Και ενώ μιλούσαν για αρετές, έγινε πρωί και δεν το κατάλαβαν. Βγήκε ύστερα να τον ξεπροβοδίσει. Και έμειναν μιλώντας έως τις έξι. Τον εισήγαγε πάλι στο κελλί και αφού έφαγε, έτσι αναχώρησε. 
κζ΄. Έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ότι «φυλακή» σημαίνει το να μείνει κάποιος στο κελλί και να μνημονεύει τον Θεό αδιάκοπα. Και ότι αυτό είναι το νόημα του «εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με». 
κη΄. Είπε πάλι: «Ποιος είναι δυνατός σαν το λιοντάρι; Και όμως, εξ αιτίας της κοιλιάς του, πέφτει σε παγίδα και όλη η δύναμη του ταπεινώνεται». 
κθ΄. Ιστορούσε πάλι, ότι, τρώγοντας οι πατέρες της Σκήτης ψωμί και αλάτι, έλεγαν: «Ας μη υποδουλώνουμε τον εαυτό μας στο ψωμί και στο αλάτι». Και έτσι ήταν δυνατοί στο να εκπληρώνουν το έργο του Θεού. 
λ΄. Ήλθε ένας αδελφός να πάρει ζεμπίλια από τον Αββά Ιωάννη. Και βγαίνοντας, του λέει ο γέροντας: «Τι θέλεις, αδελφέ;». 
Και εκείνος είπε: «Ζεμπίλια, Αββά». 
Εισήλθε για να τα βγάλει, αλλά απολησμονήθηκε και κάθισε πλέκοντας. Πάλι ο άλλος έκρουσε. 
Και σαν βγήκε, του λέει: «Φέρε το ζεμπίλι, Αββά». 
Εισήλθε, αλλά και πάλι κάθισε να πλέξει. Και πάλι ο άλλος έκρουσε. 
Και βγαίνει και τον ξαναρωτά: «Τι θέλεις, αδελφέ;». 
Και εκείνος: «Το ζεμπίλι, Αββά». Τον έπιασε τότε από το χέρι, τον πήγε μέσα και του είπε: «Αν ζεμπίλια θέλεις, πάρε και πήγαινε. Γιατί εγώ δεν ευκαιρώ». 
λα΄. Ήλθε κάποτε ένας καμηλιέρης για να πάρει τα εργόχειρα του και να πάει σε άλλο τόπο. Και εκείνος, μπαίνοντας για να του φέρει την πλεξούδα, απολησμονήθηκε, έχοντας υψωμένο τον νου στον Θεό. 
Πάλι λοιπόν τον ενόχλησε ο καμηλιέρης, κρούοντας τη θύρα. Και πάλι ο Αββάς Ιωάννης, μπαίνοντας, απολησμονήθηκε. 
Και την τρίτη φορά, αφού έκρουσε ο καμηλιέρης, μπαίνοντας έλεγε: «Πλεξούδα - καμήλα, πλεξούδα - καμήλα». Και αυτό το έλεγε για να μη ξεχάσει. 
λβ΄. Ο ίδιος βρισκόταν σε ζέση πνευματική. Και κάποιος όπου τον επισκέφθηκε, επαίνεσε το έργο του. Εκείνη την ώρα, ο γέροντας έφτιαχνε πλεξούδα. Και σιώπησε. 
Πάλι ο άλλος του έκανε λόγο. Και πάλι αυτός σιωπούσε. 
Τη δε τρίτη φορά, λέει στον επισκέπτη του: «Από τη στιγμή όπου εισήλθες εδώ, διώχνεις τον Θεό από μένα». 
λγ΄. Ήλθε κάποιος γέροντας στο κελλί του Αββά Ιωάννη και τον βρήκε να κοιμάται και Άγγελο στο πλάι του με ριπίδι να του κάνει αέρα. Και σαν το είδε αυτό, έφυγε. 
Μόλις δε σηκώθηκε, λέει στον μαθητή του: «Ήλθε κανείς εδώ, ενώ κοιμόμουν;». 
Του απαντά: «Ναι. Ο τάδε γέροντας». 
Και κατάλαβε ο Αββάς Ιωάννης ότι των δικών του μέτρων ήταν εκείνος ο γέροντας και είδε τον Άγγελο. 
λδ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Εγώ θέλω ο άνθρωπος να παίρνει κάτι από όλες τις αρετές. Λοιπόν, κάθε μέρα, αφού σηκώνεσαι το πρωί, κάνε αρχή σε κάθε αρετή και θεία εντολή, με πολύ μεγάλη υπομονή, με φόβο και μακροθυμία, με αγάπη Θεού, με κάθε προθυμία ψυχής και σώματος, με ταπείνωση πολλή, υπομένοντας στη θλίψη της καρδιάς και στην εσωτερική προσοχή, με πολλή προσευχή και ικεσίες και στεναγμούς, με καθαρή γλώσσα και προσοχή στους οφθαλμούς. Να σε ταπεινώνουν και να μη οργίζεσαι. Να ειρηνεύεις και να μη ανταποδίδεις κακό αντί κακού. Να μη προσέχεις στα φταιξίματα των άλλων. Να μη δίνεις σημασία στον εαυτό σου, αλλά να τον θαρρείς σαν το τελευταίο από όλα τα δημιουργήματα. Αποτάσσοντας τα υλικά και τα σχετικά με τη σάρκα. Σε σταυρό, σε αγώνα, σε πτωχεία πνεύματος, σε προαίρεση και άσκηση πνευματική, σε νηστεία, σε μετάνοια και κλαυθμό, σε αγώνα πολέμου, σε διάκριση, σε αγνότητα ψυχής, σε μετάληψη αγαθή. Σε ησυχία, το εργόχειρο. Στις νυχτερινές αγρυπνίες, με πείνα και δίψα, με κρύο και γυμνότητα, με κόπους. Κλείνοντας από πάνω σου τον τάφο, σαν να έχεις ήδη τελευτήσει. θαρρώντας ότι ο θάνατος είναι κοντά σου την κάθε ώρα». 
λε΄. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη, ότι, καθώς ερχόταν από τον θερισμό ή επισκεπτόταν γέροντες, με την προσευχή και τη μελέτη και την ψαλμωδία περνούσε την ώρα του, ωσότου αποκαταστάθηκε ο λογισμός του στην τάξη την αρχαία. 
λστ΄. Είπε κάποιος από τους πατέρες γι’ αυτόν: «Ποιος είναι ο Ιωάννης, όπου, με την ταπείνωση του, κρέμασε όλη τη Σκήτη στο μικρό του δάχτυλο;». 
λζ΄. Ρώτησε ένας από τους πατέρες τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, ‘‘τι είναι ο μοναχός’’. 
Και εκείνος είπε: «Κόπος. Γιατί ο μοναχός σε κάθε έργο κοπιάζει. Έτσι είναι ο μοναχός». 
λη΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, ότι ένας πνευματικός γέροντας έγινε έγκλειστος και έβγαλε μεγάλο όνομα στην πόλη και είχε δόξα πολλή. Και τον ειδοποίησαν: «Κάποιος από τους αγίους βρίσκεται στα στερνά του. Πήγαινε να τον ασπασθείς, πριν κοιμηθεί». 
Και συλλογίσθηκε μέσα του· «Αν βγω τη μέρα, θα τρέξουν γύρω μου οι άνθρωποι και θα μου κάνουν πολλή δόξα και θα χάσω την ειρήνη μου. Θα ξεκινήσω λοιπόν το βράδι, με το σκοτάδι, ξεφεύγοντάς τους όλους». 
Βγήκε λοιπόν, σαν έπεσε το βράδι, από το κελλί του, επειδή ήθελε να μη τον πάρει είδηση κανείς. Αλλά να, από τον Θεό στέλνονται κάτω δυο Άγγελοι με φανούς, κάνοντας του φως. Έτσι όλη η πόλη πρόστρεξε, βλέποντας τη δόξα του. 
Και όσο νόμιζε ότι απέφευγε τη δόξα, τόσο πιο πολύ δοξάσθηκε. Σ’ αυτό το γεγονός εκπληρώθηκε το γραμμένο: «Πας ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». 
λθ΄. Έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: «Δεν γίνεται να χτίσει κάποιος σπίτι αρχίζοντας από τα επάνω και καταλήγοντας στα κάτω. Θα αρχίσει από τα θεμέλια και θα συνεχίσει προς τα άνω». 
Του λένε: «Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια;». 
Τους αποκρίνεται: «Τα θεμέλια είναι ο πλησίον, το πως θα τον κερδίσεις. Και ωφελείσαι πρώτος. Γιατί σ’ αυτόν κρέμονται όλες οι εντολές του Χριστού». 
μ΄. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη, ότι κάποιας κόρης τελεύτησαν οι γονείς και απόμεινε ορφανή. Το δε όνομα της ήταν Παϊσία. Σκέφθηκε λοιπόν να μεταβάλει το σπίτι της σε ξενοδοχείο, για να εξυπηρετεί τους πατέρες της Σκήτης. Εργαζόταν αρκετό καιρό σαν ξενοδόχος, εξυπηρετώντας τους πατέρες. Μετά δε από καιρό, αφού εξαντλήθηκε το βιός της, άρχισε να στερείται. 
Τότε την πλησίασαν άνθρωποι διεστραμμένοι και την έβγαλαν από τον αγαθό της σκοπό. Έτσι, άρχισε να κάνει κακή ζωή και κατέληξε στην ακολασία. Το άκουσαν οι πατέρες και πολύ λυπήθηκαν. 
Φώναξαν λοιπόν τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν: «Ακούσαμε για την αδελφή εκείνη ότι πήρε τον κακό δρόμο. Όταν μπορούσε, μας έδειξε την αγάπη της. Τώρα και εμείς ας της δείξουμε αγάπη και ας τη βοηθήσουμε. Κάνε λοιπόν τον κόπο και πήγαινε σ’ αυτήν και, με τη σοφία όπου σου έδωσε ο Θεός, λύσε το πρόβλημά της». 
Πήγε, έτσι, ο Αββάς Ιωάννης να τη βρει και λέει στο γραΐδιο όπου έκανε χρέη θυρωρού: «Ανάγγειλε με στην κυρά σου». 
Αλλά εκείνη τον απέπεμψε, λέγοντας: «Σεις από την αρχή της φάγατε όλα όσα είχε και δεν είχε. Και να, είναι φτωχή». 
Της λέει ο Αββάς Ιωάννης: «Μα πρόκειται να της κάνω μεγάλο καλό». 
Τα δε παιδιά της, χαμογελώντας, του λένε: «Τι έχεις λοιπόν να της προσφέρεις και θέλεις να τη δεις;». 
Και εκείνος αποκρίθηκε, λέγοντας: «Από που ξέρετε τι έχω να της δώσω;». 
Ανέβηκε το γραΐδιο και της ανέφερε τα σχετικά μ’ αυτόν. 
Και της λέει η νέα γυναίκα: «Αυτοί οι μοναχοί πάντοτε πηγαινοέρχονται πλάι στην Ερυθρά Θάλασσα και βρίσκουν μαργαριτάρια». 
Και αφού στολίσθηκε, λέει: «Κάνε μου τη χάρη να μου τον φέρεις επάνω». 
Όταν λοιπόν ανέβηκε εκείνος, αυτή πρόλαβε και κάθισε στο κλινάρι. Ήλθε ο Αββάς Ιωάννης και κάθισε κοντά της. Κοιτάζοντας τη δε στο πρόσωπο, της λέει: «Τι σου έφταιξε ο Χριστός και κατάντησες έτσι;». 
Ακούγοντας τον δε, πάγωσε ολόκληρη. Σκύβει τότε το κεφάλι ο Ιωάννης και άρχισε να κλαίει πικρά. 
Του λέει: «Αββά, γιατί κλαις;». 
Και σηκώνοντας για μια στιγμή το κεφάλι, πάλι έσκυψε κλαίγοντας και της λέει: «Βλέπω ότι ο σατανάς παίζει στην όψη σου και να μη κλάψω;». 
Και σαν τον άκουσε, του λέει: «Υπάρχει μετάνοια, Αββά;». 
Της αποκρίνεται: «Ναι». 
Του λέει: «Πάρε με όπου θέλεις». 
Της λέει: «Πάμε». 
Και σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Πρόσεξε δε ο Αββάς Ιωάννης ότι τίποτε δεν κανόνισε, ούτε είπε για το σπίτι της. Και θαύμασε. Όταν λοιπόν έφθασαν στην έρημο, έγινε βράδι. Και αφού έφτιαξε με την άμμο μικρό προσκεφάλι για χάρη της και το σφράγισε με το σχήμα του Σταυρού, της λέει: «Κοιμήσου εδώ». Το ίδιο δε έκανε και για τον εαυτό του λίγο παρά πέρα και αφού τελείωσε τις προσευχές του, πλάγιασε. 
Γύρω δε στα μεσάνυχτα, βλέπει, ξυπνώντας, ένα δρόμο φωτεινό να ξεκινά από τον ουρανό και να καταλήγει στη γυναίκα εκείνη. Και είδε τους Αγγέλους του Θεού να μεταφέρουν ψηλά την ψυχή της. Σηκώνεται, λοιπόν, πηγαίνει κοντά της και τη σκουντά με το πόδι. Μόλις δε αντιλήφθηκε ότι πέθανε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και δεόταν στον Θεό. Και άκουσε ότι η ολιγόωρη μετάνοια της έγινε δεκτή πιο καλά από ό,τι η μετάνοια άλλων, όπου διαρκεί πολύ καιρό, αλλά δεν έχει τόση φλόγα.

Είπε Γέρων… 
Το Γεροντικόν σε νεοελληνική απόδοση.
υπό Βασιλείου Πέντζα
εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1999.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις