Άγιος Διάδοχος Φωτικής:
ΟΡΑΣΕΙΣ
ΠΗΓΗ: Ελληνικη Πατρολογια
1Ερώτ. Γιατί θαύμασες τόσο πολύ την έρημο; Πες μου, σε παρακαλώ. Ρώτησα τον σοφό Ιωάννη σαν να ήταν παρών, μια νύχτα που η ψυχή μου ήταν ήρεμη. Και συ, ω περίφημη μητέρα Εκκλησία, γιατί έχεις τόσο θερμή διάθεση προς εκείνο το άγριο και ατημέλητο πρόσωπο;[1] Και πάλι, γιατί φώναξες στην άψυχη έρημο[2] τόσο γλυκά εκείνη τη βοή που έτερπε τις ανθρώπινες ακοές; Και αυτός, σαν να παρουσιάσθηκε ο ίδιος, συζήτησε μαζί μου.
Απόκρ. Και πως μπορώ να σου μιλήσω, ω φίλε, είπε, αφού βρίσκομαι έξω από τον φθαρτό αιώνα και συ ακόμα ζει σ’ αυτόν, όσο θέλει ο Θεός;
[1] Πρέπει να είχε αρχίσει ήδη η εικονογράφηση του Προδρόμου.
[2] Εννοείται ότι η έρημος δεν έχει ανθρώπινες ψυχές, είναι ακατοίκητη.
2Ερώτ. Θα μπορέσεις, είπα, θαυμάσιε, αν θελήσεις να φανερωθεί ο έρωτας σου για τη σοφία με ερωταποκρίσεις. Κι αν θέλεις, θα σε συναντήσω, αφού έλθω στον τόπο των λόγων, ώστε εσύ να διδάξεις, κι εγώ να μάθω, για ποιον ακριβώς σκοπό έτερψες έτσι με τους λόγους και το βίο σου την ερημιά, ανδρείε, συσταίνοντας εκεί μια πολιτεία αρετών[3];
Απόκρ. Τα ίχνη του καθαρού βίου, είπε, είναι η οσμή της ερημίας, ενώ απαλλαγή των κοσμικών ηθών είναι η όμορφη συναναστροφή της εκεί σιωπής· γι’ αυτό διέλυα εκεί τη ζάλη των ανθρώπινων λογισμών με τη δύναμη της υπομονής, περιμένοντας με το πνεύμα τον λόγο της βοής[4] που μνημόνευσες.
[3] Ο Μέγας Αθανάσιος στο Βίο Αντωνίου 14, λέει, «η έρημος επλίσθη υπό μοναχών», οι οποίοι εγγράφηκαν πολίτες της ουράνιας πολιτείας.
[4] Η βοή που εξέφερε ο Ιωάννης ήταν εμπνευσμένη από άνω.
3Ερώτ. Καλά. Ποιο λοιπόν είναι το είδος της βοής; Αυτό θέλω τώρα να μάθω από σένα.
Απόκρ. Δήλωνε, είπε, την ελαφρότητα του Ισραήλ· επειδή δηλαδή εκείνοι σφράγισαν τ’ αυτιά τους σαν με κερί αγνωμοσύνης, απομακρύνοντας τον ήχο της γνώσεως του Υψίστου, προσκαλούσα τα θηριώδη έθνη από τις ερημίες να πλησιάσουν την πίστη του, προσφέροντας τη θεωρία μ’ ένα σαφές αίνιγμα.4Ερώτ. Και ποιος είναι, είπα εγώ, αυτός που φανέρωσε τη δύναμη του κηρυττομένου;
Απόκρ. Ο Λόγος του Πατρός που εκφωνήθηκε με το Πνεύμα[5].
[5] Ο λόγος κατά τη βάπτιση του Χριστού, «ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα», Ματθ. 3,17.
5
Ερώτ. Βέβαια. Αλλά, πες μου, πως αναγνώρισες αυτόν που δεν τον γνώριζες;
Απόκρ. Σε ανθρώπου μορφή έβλεπα δύναμη θεία.
6Ερώτ. Εγώ, θεσπέσιε, είπα, σε θαύμασα και για την τόλμη σου ακόμη.
Απόκρ. Ποια τόλμη; είπε.
7Ερώτ. Ότι δηλαδή, ενώ είσαι άνθρωπος, βάπτιζες Υιό Θεού.
Απόκρ. Με την υπακοή θεράπευσα την τόλμη, είπε· τίποτε δεν είναι ταπεινότερο από την υπακοή.
8Ερώτ. Μάλιστα. Η υπακοή γεννιέται από καρδιά πραγματικά συντετριμμένη.
Απόκρ. Σωστά μιλάς, είπε.
9Ερώτ. Είπα πάλι· Πώς αναγνώρισες τη μακαριότητα του αγίου Πνεύματος, ενώ μάλιστα αυτό πέταξε από τον ουρανό με αισθητό σχήμα επάνω στον Κύριο; Γιατί βεβαίωσες ότι το είχες δει σε μορφή περιστεράς.
Αποκρ. Της άφραστης παρουσίας του προηγήθηκαν άνεμοι χαράς[6], είπε, ενώ η φωνή που ακούστηκε έπειτα από τους ουρανούς, η οποία έδειχνε σαν με δάκτυλο τον Υιό να μαρτυρείται από τον Πατέρα, μου υπέδειξε σαφώς το άπειρο εκείνης της περιστεράς.
[6] Επομένως η εσωτερική μαρτυρία είναι βασική απόδειξη της παρουσίας του θείου.
10Ερώτ. Αρκετά. Άραγε όμως, είπα, η φωνή που αντήχησε ήταν του ίδιου του Πατρός, ή κάποιας δυνάμεως που έκραξε εκ μέρους του Πατρός;
Απόκρ. Του ίδιου του Πατρός.
11
Ερώτ. Και πως, πες μου, μπορούσε να χρησιμοποιήσει αισθητή φωνή, αυτός που είναι σε ασώματη και αόρατη φύση;
Απόκρ. Το θείο, είπε, δεν εκφράζεται μ’ ένα είδος φωνητικού οργάνου, αλλά όταν θέλει να ακουσθεί η βούληση του, αυτή η βούληση εκφέρεται σαν φωνή σ’ αυτόν που κεντάται από τη θεία ενέργεια. Γι’ αυτό, όσους θέλει αυτός ν’ ακούσουν, ακούν, έστω κι αν κάπου είναι μαζί αυτοί που οφείλουν ν’ ακούσουν με αυτούς, που δεν είναι άξιοι εκείνης της ακοής. Γι’ αυτό τον λόγο η φωνή ακούσθηκε μόνο σ’ εκείνον τον τόπο, όταν βαπτίσθηκε ο Κύριος· αν δε συνέβαινε έτσι, τότε όλος ο κόσμος θ’ άκουγε τη φωνή που αντήχησε από τόσο μεγάλο ύψος, ακόμη κι αν ήταν ενός αγγέλου η φωνή. Τούτο μπορεί να το μάθει όποιος θέλει ειδικά από το ευαγγέλιο του Μάρκου (Μάρκ. 9, 7). Αυτός, όταν αναφέρει τη φωνή που ακούσθηκε επάνω στο όρος, όταν μεταμορφώθηκε ο Κύριος, λέει· «και τους σκέπασε νεφέλη κι από τη νεφέλη βγήκε φωνή· αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτόν ν’ ακούτε».
12Ερώτ. Σωστά δίδαξες, είπα. Έπειτα πως πρέπει να εννοήσουμε το ότι το άγιο και ζωοποιό Πνεύμα φάνηκε σε αισθητή μορφή; Γιατί, όπως είπες, είναι αΐδια και αμετάβλητη· ποιος λοιπόν γνωρίζει πως υπάρχει η μακάρια φύση;
Απόκρ. Και τούτο το σημείο είπε, της θεωρίας περί της φωνής του Πατρός αξίζει να το θαυμάζουμε. Γιατί δεν μεταβλήθηκε του Πνεύματος η αόρατη και αμετάβλητη φύση στη μορφή της περιστεράς, για να θεαθεί έτσι όπως ήθελε, αλλ’ αυτός που καταξιώθηκε αυτή την ομορφιά, είδε αυτό στο οποίο το θείο Πνεύμα θέλησε να φανεί στον άνθρωπο κατεβαίνοντας από τους ουρανούς. Ώστε, είπε, ή μορφή δείχθηκε στον θεασάμενο με τη θέληση· δε θα μπορούσε όμως να πει κανείς ότι αυτός που την είδε έχει θεωρήσει την άρρητη και ακατάληπτη εκείνη φύση, σχηματισμένη σαν από συστολή στο περιορισμένο εκείνο είδος[7].
Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο, είπε, είδαν και οι προφήτες τον Θεό σαν με μια όραση αισθητού είδους. Στην πραγματικότητα δε φαινόταν αυτός σ’ αυτούς μεταβαλλόμενος σε αισθητό σχήμα, αλλ’ αυτοί έβλεπαν τον ασχημάτιστο σαν σε μια μορφή δόξας, ενώ στη μορφή παρουσιαζόταν σ’ αυτούς η βούληση, όχι η φύση. Είναι φανερό ότι η ενέργεια της βουλήσεως φαινόταν σ’ αυτούς κατά τις οπτασίες σαν μορφή δόξας, εξ αιτίας αυτού που θέλησε κατ’ αρχήν να εμφανισθεί σε είδος βουλής.
[7] Δεν έγινε το Πνεύμα περιστερά, αλλά αυτός που το είδε, το είδε σαν περιστερά.
13
Ερώτ. Πώς λοιπόν, είπε, θα θεαθεί από τους ανθρώπους ο Θεός κατά τον μέλλοντα αιώνα;
Απόκρ. Κατά τον αληθινό λόγο, είπε, η αφθαρσία του σώματος φέρει τον άνθρωπο κοντά στον Θεό. Έτσι λοιπόν και τότε θα θεαθεί από τους ανθρώπους ο Θεός, όσο μπορεί πάλι ο άνθρωπος να δει το Θεό.
14
Ερώτ. Επομένως σε σχήμα; Είπα πάλι.
Απόκρ. Όχι, είπε, αλλά με δύναμη δόξας[8]. Γι’ αυτό εκείνοι που πρόκειται να κριθούν άξιοι θα είναι παντοτινά μέσα στο φως, απολαύοντας πάντοτε στη δόξα την αγάπη του Θεού, μη μπορώντας όμως να καταλάβουν ποια είναι η φύση του θείου φωτός που τους καταλάμπει. Γιατί με όποιον τρόπο ο Θεός χωρείται όπου θέλει, αν και μένει αχώρητος, με τον ίδιο και βλέπεται όπου θέλει, αν και μένει αόρατος.
[8] Στον μέλλοντα αιώνα δεν θα υπάρχουν σύμβολα και όπτασίες. Η θέα θα έχει τη μορφή της δόξας.
15
Ερώτ. Τι πρέπει να νομίζουμε αρετή του Θεού;
Απόκρ. Ομορφιά άμορφη, είπε, που μόνο στη δόξα μπορεί να τη γνωρίσει κανείς.
16Ερώτ. Εγώ όμως, είπα, ανθρωπίνως εκλαμβάνω τη δόξα σαν μια υπερβατική θέα.
Απόκρ. Μη την εκλαμβάνεις έτσι, είπε. Γιατί το κάλλος εκείνης της άυλης και μακάριας φύσεως πιστεύεται ότι είναι επάνω από μορφή εξ αιτίας της άφθονης καθαρότητας. Γι’ αυτό και τα μη υπάρχοντα ακόμη μόνο ο Θεός τα συλλαμβάνει σαν παρόντα. Αν όμως η άφραστη εκείνη φύση ήταν μέσα σε κάποια μορφή, δε θα παρατηρούσε σαν όντα εκείνα που ακόμα δεν έχουν ύπαρξη.
17Ερώτ. Τι εννοείς;
Απόκ. Εννοώ ότι καθετί που κατ’ αρχήν είναι μέσα σε κάποια μορφή δεν μπορεί να προΐδει τίποτε από αυτά που πρόκειται να λεχθούν ή να γίνουν, γιατί αυτό βρίσκεται ολοκληρωτικά μέσα στα όρια της φύσεως, έστω και αν όλη τη φύση του την έχει σαν απλή όψη[9]. Γι’ αυτό ο νους μας περισκοπεί τα πάντα με μια πλούσια ματιά, από εκείνα όμως που πρόκειται να γίνουν στο μέλλον δε μπορεί τίποτε να γνωρίσει ούτε μετά το χωρισμό της ψυχής από το σώμα, οπότε πιστεύεται ότι ολόκληρη είναι σαν οφθαλμός. Αυτό πρέπει να σκεφθούμε και περί των ουρανίων δυνάμεων, των οποίων όλη η φύση θεωρείται πραγματικά σαν όψη.
[9] π.χ. η ψυχή που δεν έχει.
18Ερώτ. Τι θα πούμε λοιπόν που μερικοί κι αυτές και την ψυχή τη θεωρούν σαν επάνω από κάθε μορφή;
Απόκρ. Εκείνοι, είπε, υπολογίζουν πέρα από κάθε λογική[10]. Από το γεγονός ότι ούτε οι άγγελοι ούτε η ψυχή μπορούν να βλέπονται, πρέπει κατά γενική ομολογία να τα θεωρήσουμε ζώα χωρίς σχήμα. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι έχουν κάποια όψη, έχουν κάποιο κάλλος και όριο νοήσεως, ώστε η λαμπρότητα των νοημάτων να είναι μορφή και κάλλος. Γι’ αυτό, όταν λοιπόν η ψυχή φρονεί καλά, είναι ολόκληρη περίλαμπρη και περίβλεπτη, όταν όμως φρονεί κακά, είναι σκοτεινή και αθαύμαστη.
Συμβαίνει όπως με τις σκιές που αρπάζονται από την κόρη του οφθαλμού με την άφθονη και οξεία καθαρότητα, η οποία πρέπει να λέγεται αίσθηση της οπτικής δυνάμεως (γιατί αυτό το αόρατο θεώρημα πρέπει κατά το δυνατό να το αναπτύσσουμε με βάση ένα φαινόμενο παράδειγμα)· αυτές οι σκιές φαίνονται σαν είδη της ενέργειας του. Το ίδιο συμβαίνει και με την αντίληψη που αρπάζει ο νους από την επιθυμία του· τούτο γίνεται σαν ένα είδος της ενέργειας της ψυχής, πράγμα που συμβαίνει εξ αιτίας της υπερβολικής λεπτότητας της.
Γιατί στην περίπτωση των ασωμάτων φύσεων, ό,τι αποκτήσει η ενέργεια, τούτο, όπως είπα, γίνεται από την υπερβολική λεπτότητα, είτε με δόξα είτε με πάθος συνοδεύεται τούτο. Αυτό πρέπει να φρονούμε και για τους αποστάτες αγγέλους· όσον καιρό δηλαδή αυτοί είχαν το ταιριαστό στους αγγέλους φρόνημα, το ίδιο το κάλλος των νοημάτων τους γινόταν μορφή, όταν όμως καταφρόνησαν τις θεοφιλείς έννοιες μετέτρεψαν την ίδια την ευφροσύνη τους σε μορφή αισχύνης.
[10] Δεν είναι άμορφα όντα ούτε οι άγγελοι ούτε οι ψυχές.
19Ερώτ. Επομένως, είπα, ως προς μεν την πυκνότητα του σώματος μας πρέπει να ονομάζουμε και την ψυχή και τους αγγέλους ζώα άυλα και άμορφα, ως προς την άπειρη καθαρότητα της θείας φύσεως όμως, όχι το ίδιο;
Απόκρ. Κάθε προϊόν γένεσης είναι είδος[11], είπε· του δε παντοτινού όντος, αλλά μη έχοντος γένεση, κατά την πίστη έχει πάντοτε μόνο το κάλλος που είναι επάνω από τη μορφή· γιατί αυτό δεν αποτελέσθηκε από γένεση, αλλ’ έχει αφ’ εαυτού την ύπαρξη στην υπερφυσική φύση.
[11] Δηλαδή απολύτως λαμβανόμενοι οι άγγελοι και οι ψυχές έχουν είδος και ύλη, που είναι όμως ποιότητες λεπτές.
20Ερώτ. Εξήγησε μου, είπα, ακόμη και τούτο που θέλω να μάθω για το θέμα γιατί λέμε κάλλος επί του Θεού, αλλά δε λέμε είδος; Γιατί οπωσδήποτε μέσα στο είδος θαυμάζεται και το κάλλος.
Απόκρ. Επειδή κάλλος Θεού είναι η δόξα της ουσίας του Θεού.
21
Ερώτ. Άρα λοιπόν, είπα, τι θα μπορούσε να πει κανείς ότι εννοούσε ο ψαλμωδός με τα λόγια, «εγώ θα εμφανισθώ εμπρός στο πρόσωπό σου, μέσα στη δικαιοσύνη θα χορτάσω με τη θέα της δόξας σου»; (Ψαλμ. 16, 15).Απόκρ. Τούτο, είπε, έχει λεχθεί από τον προφήτη, όχι γιατί η θεία φύση είναι σαν σε κάποιο πρόσωπο ή σχήμα, αλλά γιατί ο ανείδεος[12] Πατέρας θα φανερωθεί σε μας στο είδος και τη δόξα του Υιού. Πραγματικά, γι’ αυτό ευδόκησε ο Θεός να έρθει ο Λόγος του στο ανθρώπινο είδος με τη σάρκωση, μένοντας βέβαια (πως όχι;) στην παντοδύναμη δόξα του, ώστε ο άνθρωπος, παρατηρώντας την πυκνότητα του σχήματος της ένδοξης εκείνης σάρκας (γιατί το είδος βλέπει το είδος), μετά την κάθαρση να μπορεί να βλέπει την ομορφιά της αναστάσεως όπως επί του Θεού.
Έτσι λοιπόν ο μεν Πατέρας θα φανεί στους δίκαιους με ένα απόκρυφο τρόπο, όπως φαίνεται τώρα στους αγγέλους, ενώ ο Υιός εξ αιτίας του σώματος θα φανεί φανερά. Είναι πραγματικά πρέπον εκείνοι που πρόκειται να βασιλευθούν στην αιωνιότητα από τον Θεό, να βλέπουν πάντοτε σαν γνώριμο τον άρχοντα τους, πράγμα που θα ήταν αδύνατο, αν δεν παρουσιαζόταν με μορφή ο Θεός Λόγος δια της ενανθρωπήσεως του.
[12] σημ. μας: ανείδεος· ο μη έχων είδος = μορφή, σχήμα.
22
Ερώτ. Πιστά και λογικά, είπα, με δίδαξες, ω Λόγε του Θεού, που μου δείχνεις τελείως την μορφή του Ιωάννη[13]. Τώρα λοιπόν, είπα, παρακαλώ, εξήγησε μου το υπόλοιπο της περί των αγγέλων θεωρίας, πράγμα που νομίζω ότι αρμόζει και στον περί ψυχής λόγο μετά την ανάσταση του σώματος.
Απόκρ. Ποιο είναι αυτό;
[13] Απευθύνεται προς τον Λόγο, για να τον ευχαριστήσει που του έδειξε σε οπτασία την εικόνα του Ιωάννη, τη «στήλη».
23Ερώτ. Οι άγγελοι έχουν αίσθηση ή όχι;
Απόκρ. Από τη άποψη της γνώσεως, είπε, είχαν την ικανότητα εκλογής σύμφωνα με την ιδιότητα του αυτεξουσίου· γι’ αυτό μερικοί από αυτούς υποδουλώθηκαν στο πάθος και ξέπεσαν[14].
Επειδή όμως εκείνοι που δεν παρασύρθηκαν μαζί με αυτούς στην αποστασία με την δοξολογία του θείου και ενδόξου Πνεύματος διαφυλάχθηκαν σώοι στην κατάσταση απάθειας, είναι ανώτεροι από τις αισθήσεις και ζουν με την ηδονή μιας αμετάτρεπτης δόξας. Γι’ αυτό κι έχουν παντοτινά όμοιες σκέψεις· δηλαδή όχι μόνο γνωρίζουν τα καλά κατά όμοιο τρόπο, αλλά και αγνοούν κατά όμοιο τρόπο τ’ αντίθετα με αυτά, πράγμα που ελπίζεται ότι θα συμβεί και στους δίκαιους κατά την ανάσταση, όταν παρουσιάσουν στον Θεό τον καρπό των αυτεξούσιων ενεργειών τους με τέλεια υποταγή (Α΄ Κορ. 15, 27 έ).
[14] Είναι αυτοί που έγιναν δαίμονες.
24Ερώτ. Σωστά. Αλλ’ άραγε, είπα, οι ουράνιες εκείνες και άγιες δυνάμεις με φωνή εκτελούν την υμνωδία, ή με ενδιάθετο λόγο, όπως υποθέτουν μερικοί;
Απόκρ. Με φωνή, είπε. Γιατί, αν αναγνωρίζονται σαν πύρινες φλόγες, όπως δηλώνουν οι Γραφές (Εβρ. 1, 7), είναι φανερό ότι υμνούν τον Θεό με μια έξοχη φωνή. Γι’ αυτό πολλοί από τους αγίους πολλές φορές αισθάνονται τη φωνή τους σε οπτασία, όπως δηλώνουν οι άγιες Γραφές (π.χ. Ησ. 6, 3).
25
Ερώτ. Είναι φανερό, είπα. Αλλ’ ίσως πουν μερικοί ότι η εξήγηση για τη φωνή των αγγέλων, πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνα με την εξήγηση που δόθηκε στη θεία φωνή[15]
Απόκρ. Ο Θεός όμως, είπε, επειδή έχει στη δύναμή του τα πάντα, γι’ αυτό, όταν θέλει, φαίνεται να μιλάει, αν και μένει επάνω από αυτά, ως αποκλειστικά άυλος. Οι άγγελοι όμως είναι αδύνατο να κάνουν τούτο γιατί, αν μπορούσαν να δείχνονται ότι μιλούν, όταν θέλουν, χωρίς να μιλούν, θα μπορούσαν να κάνουν και ό,τι θα ήθελαν εκ των μη όντων.
[15] Βλ. παραπάνω απόκριση 11.
26
Ερώτ. Πολύ καλά. Τι πρέπει όμως να σκεφθούμε και περί της ψυχής που χωρίζεται από το σώμα;
Απόκρ. Η ψυχή, είπε, όταν χωρισθεί από το σώμα και έως ότου ξαναπάρει το σώμα δια της αναστάσεως, υμνεί τον Θεό με ενδιάθετο λόγο, όπως συμφωνούν όλοι, επειδή κατ’ αρχήν πήρε την ομιλία μέσα στο σώμα.
Οι άγγελοι όμως, επειδή είναι δημιουργημένοι σε απλή και φιλόηχη φύση, χρησιμοποιούν, όπως γνωρίζουμε, ακατάπαυστες φωνές, όχι με την έννοια ότι εκφράζονται με κάποιο σωματικό όργανο, αλλά σαν να έχουν την αεικινησία τους εξαίσια αιτία ήχου. Γιατί το αερώδες χαρακτηριστικό της φύσεως τους, όντας πολύ φιλόμουσο, τους παρακινεί πάντοτε σε άπαυστη και δυνατή βοή.
27
Ερώτ. Σαφώς. Με ποιον τρόπο όμως, είπα, πρέπει να εννοήσουμε ότι αυτοί μεταβάλλονται σε είδος, όταν αποστέλλονται από τον Θεό προς κάποιον άγιο;
Απόκρ. Παράξενο, είπε, είναι το ερώτημα στην ακοή και γι’ αυτό είναι άστοχο γι’ απάντηση. Πάντως πρέπει να εκλαμβάνουμε τα πράγματα έτσι· όταν έπειτα από εντολή του Θεού σκεφθούν να έλθουν σε κάποια μορφή, έρχονται σ’ αυτήν με τη φαντασία αμέσως, γιατί η φύση τους υπηρετεί εύκολα τη θέληση από την πολλή αραιότητα της.
Πραγματικά, καθώς η φύση πυκνώνεται με τη δύναμη της θελήσεως τους, έρχονται ανεμπόδιστα με τη φαντασία από το μη φαινόμενο, σε οποιοδήποτε σχήμα θέλουν, όπως είπα, να φανούν στην καθαρή ψυχή γιατί μόνο στην καθαρή ψυχή, στην πνευματική, ανήκει ή δυνατότητα να δει γνωστικά τη μορφή της φαντασίας. Πραγματικά, αν το καλούμενο προς φαντασία δεν συντρέχει με τη διάθεση εκείνου που φαντάζεται, δεν μπορεί καθόλου να πραγματοποιηθεί φανερά επαφή αγγέλου και ανθρώπου. Γι’ αυτό τότε χρησιμοποιούν και αισθητή φωνή, καθώς, μου φαίνεται, και η φωνή μιμείται το σχήμα της φαντασίας για την ίδια αιτία.
28
Ερώτ. Πιθανώς. Σε παρακαλώ, είπα, ω διδάσκαλε Λόγε[16], πριν ξημερώσει (γιατί γνωρίζω μόλις φανεί η ημέρα αμέσως θ’ απομακρυνθείς, αφού δε δέχεσαι πια να είσαι εμπρός από μια ψυχή, για να μη ομιλείς και να βλέπεις τα σχήματα του βίου που φτεροκοπούν), εξήγησε μου αυτό ακόμα· οι άγγελοι που αποστέλλονται από τον Θεό στη γη, όσο χρόνο βρίσκονται στον κόσμο, δεν εγκαταλείπουν την ουράνια κατοικία τους;
Απόκρ. Είναι φυσικά αδύνατο, όσο χρόνο βρίσκονται στον κόσμο, να είναι κατά τον ίδιο τρόπο επάνω στον ουρανό. Γιατί αυτό είναι γνώρισμα μόνο του ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, ο οποίος και σ’ αυτή τη γη εμφανίζεται, όχι φανταστικά, και τα επουράνια δεν εγκαταλείπει, αλλά περιλαμβάνει τα πάντα εξ αιτίας του απερίγραπτου της φύσεως του.
Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι, παντού όπου βρίσκονται όλες εκείνες οι αγγελικές δυνάμεις, ενορούν όλα τα επουράνια και τα εγκόσμια πράγματα κατά τέτοιον τρόπο, σαν να βρίσκονται με τη χάρη του αγίου Πνεύματος εντελώς γύρω τους. Γιατί η διαύγεια της φύσεως τους και το γεγονός ότι η φύση τους έχει από παντού όψη τις καθιστά ικανές να βλέπουν τα πάντα με αυτόν τον τρόπο. Μόνο ο Θεός πάντως βλέπει και τα μελλοντικά σαν κοντινά, αφού είναι επάνω από τα πάντα και περιβάλλει με δόξα σαν παρόντα κιόλας, όχι μόνο τα όντα, αλλά κι εκείνα που πρόκειται να γίνουν μελλοντικά σε οποιοδήποτε χρόνο. Γι’ αυτό μόνο αυτός γνωρίζει τις βουλές των καρδιών.
[16] Απευθύνεται πάλι στο Λόγο του Θεού, ο οποίος πραγματικά ομιλεί δια μέσου του Ιωάννη.
29Ερώτ. Επομένως, είπα, αυτά σημαίνουν ότι και η ψυχή, όταν χωρισθεί από το σώμα, σύμφωνα με την εξήγηση περί των αγγέλων, όχι μόνο τον τόπο των ασωμάτων δυνάμεων αντικρύζει, αλλά βλέπει και παρόμοια όλα τα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο;
Απόκρ. Καθόλου, απάντησε. Γιατί οι άγγελοι, επειδή δημιουργήθηκαν εφ’ άπαξ με απλή φύση, μπορούν να βλέπουν οπωσδήποτε, όχι μόνο τα υπεράνω του τόπου, αλλά και τα μέσα στον τόπο βρισκόμενα. Γιατί είναι ιδιότητα της αραιάς φύσεως το να μη βλέπεται από τα όντα που έχουν πυκνή φύση, αλλά να βλέπει κάθε τέτοια φύση.
Η ψυχή όμως, όταν χωρισθεί από το σώμα, δεν μπορεί πια να βλέπει τα βρισκόμενα σε τόπο γιατί, λέει ο Ψαλμωδός, «το πνεύμα πέρασε εκεί, δε θα υπάρχει πια και δε θα γνωρίζει πια τον τόπο του» (Ψαλμ. 102, 16). Αφού εισέρχεται στο χώρο κατόπιν της συγκράσεως με το σώμα, αναγκαστικά, όταν χωρισθεί από το σώμα, δε θα βλέπει πια εκείνα που έβλεπε δια του σώματος· γιατί ο άνθρωπος βέβαια έχει την ολοκλήρωση του μέσα στη σύγκραση των δύο στοιχείων, ενώ οι άγγελοι την έχουν μέσα στην απλότητα της φύσεως τους.
Μόνο αυτά ή και λίγα μόνο άλλα μου φανέρωσε ο λόγος, υπαγορεύοντας μου τη σοφία του Ιωάννη, ω πολυστέφανε και φωτοφόρε βασιλιά[17]. Όταν ξημέρωσε, πέταξε, αφήνοντας με πάλι διψασμένο από την αγάπη του.
[17] Ο βασιλιάς, στον οποίο φαίνεται ν’ αφιερώθηκε τούτο το έργο πρέπει να ήταν ο Μαρκιανός (450-457).
(ΕΠΕ) Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας.Φιλοκαλία των Νηπτικών και ασκητικών, 9.εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1986.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου