Ο ΓΕΡΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ ∆ΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Στὴ μνήμη του ∆υσκολεύομαι νὰ μιλήσω γιὰ τὸν Γέροντα Γαβριήλ, γιατὶ δὲν θὰ πῶ τὴν ἀλήθεια γι' αὐτόν. ∆ὲν μπορῶ νὰ μεταφέρω, ἔστω καὶ λίγο ἀπὸ τὸ μυστήριο καὶ τὴ χάρι τοῦ κόσμου του. ∆ὲν σκιαγραφεῖς τὴ μορφὴ τοῦ παπποῦ, οὔτε ἀναφέροντας μερικὰ γνωρίσματα ἢ ἀρετές του οὔτε καταγράφοντας τὸ ἱστορικὸ τῆς ζωῆς του.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι γεννήθηκε τό 1886· ἦρθε στὸ ῞Αγιον ῎Ορος τὸ 1910· ἔγινε ἡγούμενος τὸ 1936· ἐκοιμήθη τὸ 1983. ῞Ολα αὐτὰ εἶναι ἀληθινά, δὲν ἀποδίδουν ὅμως αὐτὸ ποὺ ἦταν ὁ παππούς.
∆ύο λέξεις ποὺ κάπως σωστὰ μιλοῦν γιὰ τὸν χαρακτήρα του εἶναι ἡ ὡριμότης καὶ ἡ ἰσορροπία. Τὰ πάντα σ' αὐτὸν εἶχαν τὴ σφραγίδα τῆς ὡριμότητος, ἐπήγαζαν αὐθόρμητα, μόνα τους, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του. ῾Η κάθε ἐνέργειά του, ὁ λόγος του, ἡ συμπεριφορά του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ ἐμφάνισι τοῦ προσώπου του, ἔλεγαν τὸ ἴδιο. ῏Ηταν γνήσιος καὶ ἀληθινὸς σ' ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ τὶς ἐκδηλώσεις. Εἶχε τὸ καλύτερο κοινόβιο στὸ ῞Αγιον ῎Ορος, ὅταν ὁ μοναχισμὸς ἦταν περιφρονημένος καὶ ἀγνοημένος. ῎Εσωσε τὴ Μονή του καὶ τὸ ῎Ορος ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους μὲ τὴ σύνεσι ποὺ τοῦ εἶχε χαρίσει ὁ Θεός. ᾽Απὸ τὴν ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατίας, μέσῳ τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων, τοῦ ἐμφυλίου διχασμοῦ, τῆς ἑπταετίας, ἔφθασε μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Σ᾽ ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο εἶναι αἰσθητὴ γιὰ τὸ ῞Αγιον ῎Ορος ἡ παρουσία τοῦ Γέροντος Γαβριὴλ ∆ιονυσιάτου. Μπορεῖ νὰ ὀνομασθῆ ὁ ἡγούμενος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος καὶ ὁ ἡγούμενος τῶν ἡγουμένων, γιὰ τὴν εὐρύτητα ποὺ τὸν διέκρινε. Στὶς ∆ιπλὲς ῾Ιερὲς Συνάξεις τῆς ῾Ιερᾶς Κοινότητος, ὅπου παραπέμπονται τὰ σοβαρότερα θέματα τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ὁ καθηγούμενος Γαβριὴλ εἶχε πάντοτε τὸν τελευταῖο λόγο. Τὴν τοποθέτησί του χαρακτήριζε σύνεσι πολιότητος καὶ αἴσθησι ἀπόλυτη τῆς ἑκάστοτε καταστάσεως καὶ πραγματικότητος. ᾽Εξέφραζε τὴ συνείδησι τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ἀνέπαυε τοὺς μοναχοὺς καὶ μποροῦσε ἄνετα νὰ διαπραγματευθῆ μὲ τοὺς ἑκάστοτε πολιτικοὺς ἄρχοντες.
῾Η θαυμαστὴ σύνεσι καὶ ἡ νεότης τοῦ πνεύματός του δὲν προερχόταν ἀπὸ κάποια ἐπιφανειακὴ προσπάθεια οὔτε ἦταν ἀποτέλεσμα ἁπλῆς ἐνημερώσεως, ἀλλά πήγαζε ἀπὸ τὸ βαθὺ εἶναι του. Γι' αὐτό, δέν ἦταν ἄλλοτε νουνεχὴς καὶ ἄλλοτε ἀπερίσκεπτος· οὔτε εἶχε ἡ συμπεριφορά του μιὰ φορὰ τὸν ἕνα καὶ ἄλλοτε τὸν ἄλλο χαρακτήρα. Εἶχε μιὰ ἀταλάντευτη ἐσωτερικὴ ἰσορροπία. ῾Οδηγοῦσε πάντοτε τὰ πράγματα στὸν ἴδιο σκοπό, ὠθούμενος ἀπὸ τὰ ἴδια κίνητρα, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ αὐτὸ πνεῦμα. Καὶ ἐνῶ εἶχε αὐτὴ τὴν ἀμετακίνητη σταθερότητα καὶ τὸν αὐτὸν ἄξονα στὴ ζωή του, δὲν εἶχε καμμιὰ μονολιθικότητα, ἀλλὰ τὸν διέκρινε μιὰ θαυμαστὴ ἄνεσι συμπεριφορᾶς καὶ εὐελιξίας. Γι' αὐτό, πολλὲς φορὲς θὰ εὕρισκε, κάποιος ποὺ ἐπιφανειακὰ ἔκρινε τὸν Γέροντα, μιὰ ἀντιφατικότητα στὶς ἐνέργειες ἢ τοὺς λόγους του. Μένοντας ὅμως λίγο στὸ ῎Ορος, γνωρίζοντας τὴ σκληρότητα τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καὶ τὶς συμπληγάδες ἀπ' ὅπου πέρασε ἡ ἱστορία τοῦ Γένους μας, νοιώθεις ὅτι ὅλα αὐτά, ὅσα ἔλεγε καὶ ἔκανε, ἦταν μόνο μιὰ φανέρωσι τῆς ποιμαντικῆς του συνέσεως καὶ τῆς διακρίσεως: ποῦ ἀνήκει τὸ πρωτεῖο, ποιὸ εἶναι τὸ ἓν «οὗτινός ἐστι χρεία» [1] , καὶ ποιὰ ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ δευτερεύοντα. ῎Ετσι, διὰ τῆς πολιτείας του ἀνεδείχθη, θείᾳ χάριτι, ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος τοῦ τόπου καὶ τῆς πίστεώς μας. Πατριώτης ἀληθινὸς καὶ ἁγιορείτης γνήσιος. Κηπουρὸς τῆς γῆς καὶ καλλιεργητὴς τοῦ πνευματικοῦ λειμῶνος τῶν ψυχῶν τόσων ἀνθρώπων. ᾽Εξομολόγος κοινοβιατῶν, ἐρημιτῶν, κοσμικῶν καὶ ἀρχιερέων.
῏Ηταν ὁ εὐρὺς καὶ καθολικὸς ἄνθρωπος. ᾽Ανῆκε σὲ ὅλους. ∆ὲν ἦταν μόνο ὁ πνευματικὸς ἢ μόνο ὁ διοικητικὸς παράγων. Τὸ ἐνδιαφέρον του ἁπλωνόταν σ' ὁλόκληρο τὸ ῞Αγιον ῎Ορος. ῎Οντας κοινοβιάτης, κατανοοῦσε τοὺς ἰδιορρυθμίτες, ἐκτιμοῦσε τοὺς ἀσκητές, ἀγαποῦσε ὅλους. Γιὰ τὸν καθένα εἶχε νὰ πῆ ἕνα καλό λόγο, καὶ σὲ ὅλους διακριτικὰ νὰ ὑποδείξη κάτι. ῎Ετσι, καὶ ὁ καλός του λόγος σὲ ἐνίσχυε καὶ ἡ κριτική του παρατήρησι γινόταν δεκτή.῏Ηταν μιὰ ἀσφάλεια γιὰ τοὺς παλιοὺς ἁγιορεῖτες, γιατὶ κρατοῦσε τὴν παράδοσι. Καὶ μιὰ ἀνεκτίμητη δωρεὰ γιὰ τοὺς νέους, γιατὶ φρυκτωροῦοε σ' αὐτοὺς ζωντανὰ τὴ χάρι τοῦ ῎Αθω, τὸν πλοῦτο τῆς Ὀρθοδόξου ἀγωγῆς. ∆ίπλα του ἔνοιωθε ἄνετα ὁ κάθε ἄνθρωπος, νέος ἢ γέρος, ἁπλοϊκὸς ἢ πεπαιδευμένος, Ἕλληνας ἢ ξένος, πιστὸς ἢ ἄπιστος. ∆ὲν ἄκουγες ἁπλὲς ἀπόψεις ἢ γνῶμες ἀπὸ τὸν παππού, ἀλλὰ ἔνοιωθες νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν παρουσία του μιὰ αὔρα θεανδρικῆς εὐλογίας, ὅπως, ὄντας στὸ ῞Αγιον ῎Ορος, ἀναπνέεις καθαρὸ ἀέρα τοῦ βουνοῦ ἀναμεμιγμένο μὲ εὐωδία ἁγίων λειψάνων, θυμιάματα προσευχῶν καὶ ἁγιότητα Ὁσίων.
῏Ηταν ἕνας προικισμένος καὶ εὐλογημένος ἄνθρωπος. Ταλαντοῦχος στὸν λόγο καὶ στὸ γράψιμο. ῞Οταν περιέγραφε τὸ ῎Ορος, εἰκονογραφοῦσε, καὶ εἶχε τὸ κείμενό του ὅλη τὴ χάρι τῶν παλιῶν συναξαρίων. ῾Η ἄνεσι καὶ τὸ ἦθος τοῦ λόγου του μετέδιδε τὴν ἀτμόσφαιρα μιᾶς ὁλόκληρης ἀγρυπνίας τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους.
Θυμᾶμαι τὸ πρῶτο βράδυ ποὺ βρέθηκα σὰν προσκυνητὴς στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ∆ιονυσίου. Τὸ πρωὶ στὸν Ὄρθρο διάβαζε τὸν Ἑξάψαλμο ὁ παππούς. ῏Ηταν, ὅπως γίνεται συνήθως στὸ ῎Ορος, σβησμένα ὅλα τὰ κεριὰ καὶ τὰ δρακόντια. ῎Αναβαν μόνο τὰ καντήλια, σὰν μικρὰ ἀστέρια, στὶς εἰκόνες ψηλά. Μέσα σ' αὐτὴ τὴ μυσταγωγικὴ νύχτα ἀπήγγελλε τὸν Ἑξάψαλμο. ῏Ηταν ἡ ὅλη ἀπαγγελία κάτι ποὺ ἀναδυόταν ἀπὸ τὸν ὅλο χῶρο. ῏Ηταν πέρα ἀπὸ κάθε ἠθοποιΐα, πέρα ἀπὸ κάθε προσπάθεια νὰ τονισθῆ μιὰ λέξι, καὶ ὄχι ἡ ἄλλη, συναισθηματικά. Πέρα ἀπὸ θλῖψι ἢ χαρά, βιασύνη ἢ καθυστέρησι. ῞Ενας ἄλλος ὄρθρος μιᾶς καινῆς ἡμέρας καὶ χαρᾶς. ῏Ηταν μιὰ ἄλλη φωνή, ἄλλος ρυθμός, μήνυμα ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ ἄγνωστα βάθη, καὶ ὁδηγοῦσε μακριά· ὅπου κάθε κουρασμένος ξεκουράζεται, πονεμένος παρηγορεῖται, κεκοιμημένος ἀνίσταται. ᾽Αναδιπλώνονται ἀλήθειες. ῎Ερχονται κύματα χαρᾶς, φωτός. Τόση ἁρμονία, πλοῦτος καὶ κάλλος μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ σκοτεινοῦ ναοῦ μὲ μιὰ μόνη ἀνάγνωσι!
῎Επρεπε νὰ περάσουν τόσες χιλιετίες ἀναμονῆς τῆς ἀνθρωπότητος, γιὰ νὰ γεννηθῆ ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστὸς ἀπὸ τὴ Θεοτόκο καὶ Παρθένο. ῎Επρεπε νὰ περάσουν χίλια χρόνια ἀσκήσεως πάνω στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ γίνη ῎Ορος ῞Αγιον ὅλη του ἡ ζωή. ῎Επρεπε νὰ περάση μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ ὁ παπποὺς πάνω στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, μέσα σὲ τούτη τὴν ἁγία παράδοσι, γιὰ νὰ μπορέση νὰ πῆ αὐτὸν τὸν Ἑξάψαλμο. Καὶ ὅπως ἡ Παναγία «ἀκόπως ἐβάστασε»[2] τὸν Χριστό, καὶ ὁ παπποὺς ἀκόπως τώρα, χωρὶς καμμιὰ προσπάθεια, ἀφήνει τὴ χάρι καὶ τὸ ἄρωμα τῆς ὡριμότητος νὰ ἀναπαύση τοὺς ἀκούοντας, νὰ ἑρμηνεύση ἀνερμηνεύτως, νὰ χαρίση τόσα πολλὰ σὲ τόσο λίγη ὥρα μὲ μιὰ ἁπλὴ ἐνέργεια, νὰ μᾶς φανερώση μ' αὐτή του τὴν ἀπαγγελία γιατὶ λέγεται ὅτι ἔχει μιὰ σχέσι ὁ Ἑξάψαλμος μὲ τὴ ∆ευτέρα Παρουσία.
῾Η εἰκόνα ποὺ περιγράφει τὸν Γέροντα Γαβριὴλ καὶ ἀποδίδει τὴ χάρι του εἶναι ἡ ἴδια ἡ Μονὴ ∆ιονυσίου, ποὺ τὸν γέννησε πνευματικά, καὶ τὴν ὁποία διακόνησε μέχρι τέλους· εἶναι ὁλόκληρο τὸ ῞Αγιον ῎Ορος, ποὺ ἀγάπησε ψυχῇ τε καὶ σώματι, καὶ στοῦ ὁποίου τὰ χώματα ἀναπαύεται τὸ τίμιο σκῆνος του.
῎Ετσι, ὁ παπποὺς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἕνα κομμάτι ἀναπόσπαστο τοῦ σώματος καὶ τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τοῦ ῎Αθω, ἕνας Γέροντας ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς εὐλογῆ ἀπὸ τὸν τάφο του καὶ ἀπὸ τὸ ῞Αγιον ῎Ορος τῆς ἄνω Σιών, ὅπου χοροστατεῖ τὸ πνεῦμα του. [2]
[1] Πρβλ. Λουκ. 10,42.
[2] Βλ. ∆΄ ᾠδὴ τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου